ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ κ.α., Υπόθεση αρ. 2308 / 2021, 27/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ κ.α., Υπόθεση αρ. 2308 / 2021, 27/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Υπόθεση αρ. 2308 / 2021

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

v.

 

1.   ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ

και 7 άλλοι

 

__________

 

Ημερομηνία: 27 Νοεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή

Κ. Καλυφόμματος, για Κατηγορούμενους 1, 2, 8

Α. Μιχαήλ, για Κατηγορούμενο 3

διακοπείσα, για Κατηγορούμενους 4, 6

Σ. Αδάμου (κα), για Κατηγορούμενη 5

Μ. Αρμεύτης, για Κατηγορούμενο 7

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι Κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι την 28.10.2020, στη Λεμεσό, παρευρίσκονταν σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της διαφθοράς και των μέτρων που επέβαλε η Κυβέρνηση κατά του κορονοϊού, στον χώρο στάθμευσης του Εναέριου, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, κατά παράβαση των σχετικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260, και ειδικότερα της ΚΔΠ 399/2020.

 

Όλα τα γεγονότα που αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος έγιναν παραδεκτά από την Υπεράσπιση και εγκρίθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα. Ενόψει αυτού, η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε άλλη μαρτυρία γεγονότων. Οι Κατηγορούμενοι, καλούμενοι να προβάλουν την Υπεράσπισή τους, επέλεξαν να μην καταθέσουν ενόρκως και να μην προσκομίσουν μαρτυρία. Οι δύο πλευρές προχώρησαν σε αγορεύσεις, με την Υπεράσπιση να στηρίζεται αποκλειστικά σε νομικό ζήτημα, ήτοι στην αναλογικότητα και νομιμότητα του μέτρου.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή επικαλέστηκε διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 67/2022, 4.3.2024, ενώ η Υπεράσπιση εστίασε στην ομοιότητα των περιστατικών και στη δεσμευτικότητα της εκεί νομολογίας.

 

Ο περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμος, Κεφ. 260, στα άρθρα 1, 2, 3, 6 και 7, ρυθμίζει τις εξουσίες της Πολιτείας για λήψη μέτρων προς παρεμπόδιση της εξάπλωσης επικίνδυνων μολυσματικών ασθενειών. Στο άρθρο 2 προβλέπονται, μεταξύ άλλων, οι έννοιες «επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια», «μολυσμένη τοπική περιοχή» και «τοπική περιοχή».

 

Με το Διάταγμα ΚΔΠ 74/2020, ημερ. 21.2.2020, προστέθηκε ο «κορονοϊός – Covid-19» στο σχετικό παράρτημα των περί Λοιμοκαθάρσεως (Δημόσια Υγεία) Κανονισμών, ως επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια. Ακολούθησε σειρά διαταγμάτων για την παρεμπόδιση της εξάπλωσης της νόσου, μεταξύ των οποίων και η ΚΔΠ 399/2020, περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορονοϊού Covid-19) Διάταγμα (αρ. 39) του 2020, ημερ. 26.8.2020. Η Λεμεσός είχε κηρυχθεί ως «μολυσμένη τοπική περιοχή με τον κορονοϊό Covid-19».

 

Η ΚΔΠ 399/2020, στην παράγραφο 2.2, όριζε τα εξής (η έμφαση πρόσθετη):

 

«Απαγορεύονται οι μαζικές εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, παρελάσεις, συναυλίες, υπαίθρια πανηγύρια και φεστιβάλ σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες οδηγίες που εκδίδει το Υπουργείο Υγείας

 

Στις παραγράφους 2.3 και 2.4 ρυθμίζονταν, περαιτέρω, επιτρεπτές συναθροίσεις σε οικίες, δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, χώρους εστίασης, αίθουσες δεξιώσεων, συνεδρίων, θεάτρων κ.λπ., με ανώτατα όρια προσώπων και υπό την επιφύλαξη των κατευθυντήριων οδηγιών του Υπουργείου Υγείας.

 

Παρόμοιες απαγορεύσεις μαζικών εκδηλώσεων περιλήφθηκαν και σε άλλα διατάγματα, όπως στο περί Λοιμοκαθάρσεως Διάταγμα (αρ. 12) του 2021, ΚΔΠ 142/2021, το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω). Στην Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την ουσιαστική νομιμότητα διάταξης που προέβλεπε απόλυτη απαγόρευση μαζικών και άλλων εκδηλώσεων, συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων, παρελάσεων, πανηγυριών κ.λπ. σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, χωρίς επιφύλαξη εξαιρέσεων. Έκρινε ότι υπήρξε παρέμβαση στα δικαιώματα ελευθερίας έκφρασης και ειρηνικής συνάθροισης, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 19 και 21 του Συντάγματος και στα άρθρα 10 και 11 της ΕΣΔΑ· η επέμβαση αυτή έπρεπε να είναι εξουσιοδοτημένη από τον νόμο, να επιδιώκει θεμιτό σκοπό (προστασία δημόσιας υγείας) και να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, κατά τρόπο ανάλογο και όχι δυσανάλογα επαχθή. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αρχή της αναλογικότητας, ότι περιοριστικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας όχι μόνο πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού, αλλά και να εφαρμόζονται με συνεπή και συστηματικό τρόπο και να μην υπερβαίνουν το απολύτως αναγκαίο μέτρο, ειδικά όταν συνεπάγονται ποινικές κυρώσεις. Υπογραμμίστηκε ότι δεν δικαιολογείται η απόλυτη απαγόρευση ειρηνικών διαδηλώσεων με ποινικές κυρώσεις, όταν άλλες δραστηριότητες συγκέντρωσης προσώπων (θρησκευτικές, εμπορικές κ.λπ.) επιτρέπονται υπό όρους· η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει γιατί δεν μπορούσαν να υιοθετηθούν ηπιότερα μέτρα (όρια ατόμων, αποστάσεις, μάσκες, επιτήρηση από την Αστυνομία κ.ο.κ.) αντί της πλήρους απαγόρευσης. Στη βάση αυτή, εκεί εφεσιβάλλων απαλλάχθηκε από το αδίκημα της παράβασης του διατάγματος μέσω συμμετοχής σε μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας.

 

Η ΚΔΠ 399/2020 διαφοροποιείται λεκτικά από την ΚΔΠ 142/2021 της υπόθεσης Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), στο μέτρο που δεν προβλέπει απόλυτη απαγόρευση χωρίς επιφύλαξη, αλλά απαγόρευση «με εξαιρέσεις», δηλαδή εξαιρουμένων των περιπτώσεων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας. Υπό αυτό το πρίσμα, όμως, η απλή συμμετοχή σε διαδήλωση δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να στοιχειοθετήσει παράβαση της διάταξης. Για να ολοκληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει ότι υφίσταντο κατευθυντήριες οδηγίες του Υπουργείου Υγείας κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι οδηγίες αυτές δεν περιλάμβαναν εξαίρεση που να καλύπτει τη συγκεκριμένη ειρηνική εκδήλωση διαμαρτυρίας, ή η επίδικη διαδήλωση παραβίαζε σαφώς τις προϋποθέσεις τυχόν επιτρεπτών συναθροίσεων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο και δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενό τους με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Η μη προσκόμιση των κατευθυντήριων οδηγιών έχει πολλαπλή νομική συνέπεια. Ως προς την απόδειξη του ίδιου του αδικήματος, η ΚΔΠ 399/2020 καθιερώνει απαγόρευση με εξαιρέσεις. Το περιεχόμενο των εξαιρέσεων δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, αλλά ουσιώδες για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης. Χωρίς τις κατευθυντήριες οδηγίες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγνώσει αν η συγκεκριμένη διαδήλωση εμπίπτει στον γενικό κανόνα απαγόρευσης ή σε τυχόν εξαίρεση· δεν επιτρέπεται να υποθέσει, εις βάρος των Κατηγορουμένων, ότι καμία εξαίρεση θα μπορούσε να τους καλύψει. Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει ακέραιο το βάρος απόδειξης όλων των στοιχείων του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η μη προσκόμιση των οδηγιών δημιουργεί εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η συμπεριφορά των Κατηγορουμένων εμπίπτει πράγματι στη σφαίρα του ποινικά απαγορευμένου. Η αμφιβολία αυτή πρέπει να λειτουργήσει υπέρ των Κατηγορουμένων.

 

Ως προς τον έλεγχο αναγκαιότητας και αναλογικότητας, χωρίς το κείμενο των κατευθυντήριων οδηγιών, το Δικαστήριο στερείται του αναγκαίου υλικού για να εξετάσει ποιες συναθροίσεις επιτρέπονταν, υπό ποιες προϋποθέσεις, με ποια κριτήρια διαφοροποιούνταν οι επιτρεπτές από τις απαγορευμένες συναθροίσεις. Κατά συνέπεια, δεν είναι εφικτό να ελεγχθεί αν η απαγόρευση της συγκεκριμένης διαδήλωσης ήταν το απολύτως αναγκαίο μέτρο· υφίσταντο λιγότερο επαχθή, αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα· η αντιμετώπιση των διαδηλώσεων ήταν συνεπής σε σχέση με άλλου είδους συναθροίσεις (θρησκευτικές, κοινωνικές, εμπορικές κ.λπ.), όπως υπογραμμίστηκε στη Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω).

 

Ως προς τη συνεπή και μη διακριτική εφαρμογή του μέτρου, η νομολογία έχει τονίσει ότι τα μέτρα δημόσιας υγείας πρέπει να εφαρμόζονται με εύλογη συνοχή και χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις μεταξύ ομοειδών δραστηριοτήτων. Η απουσία των οδηγιών δεν επιτρέπει να ελεγχθεί αν άλλες μορφές συνάθροισης, ενίοτε σε κλειστούς χώρους, επιτράπηκαν με όρους, ενώ η ειρηνική διαδήλωση αντιμετωπίστηκε με ποινική καταστολή. Το βάρος να καταδείξει αυτή τη συνοχή δεν ανήκει στον πολίτη.

 

Ως προς την αρχή της νομιμότητας στο ποινικό δίκαιο, ο κανόνας δικαίου που θεμελιώνει ποινικό αδίκημα οφείλει να είναι σαφής, προσβάσιμος, προβλέψιμος ως προς την εφαρμογή του. Στην προκείμενη περίπτωση, το ουσιώδες περιεχόμενο του κανόνα, ποιες συναθροίσεις επιτρέπονται, με ποιους όρους, ποιες εξαιρούνται, μετατίθεται σε κατευθυντήριες οδηγίες που δεν προσκομίζονται στο Δικαστήριο, και δεν αποδεικνύεται ότι ήταν επαρκώς δημοσιοποιημένες ή προσιτές στον μέσο πολίτη. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι Κατηγορούμενοι λειτουργούσαν εντός σαφούς και προβλέψιμου κανονιστικού πλαισίου, τέτοιου που να μπορούν, με εύλογη επιμέλεια, να γνωρίζουν ότι η συμμετοχή τους στην επίδικη ειρηνική διαδήλωση συνιστούσε ποινικό αδίκημα. Η επίκληση αόριστων και μη προσκομισθεισών «κατευθυντήριων οδηγιών» για να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη αντιστρατεύεται την αρχή της στενής ερμηνείας των ποινικών διατάξεων και την αρχή in dubio pro reo. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως το περιεχόμενο των οδηγιών. Μια τέτοια στάση θα αλλοίωνε τη δομή της ποινικής διαδικασίας και το τεκμήριο αθωότητας.

 

Στη Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), η αντισυνταγματικότητα του μέτρου στηρίχθηκε στον ρητό καθολικό χαρακτήρα της απαγόρευσης. Στην παρούσα υπόθεση, η διάταξη της ΚΔΠ 399/2020 δεν εμφανίζεται τυπικά ως «απόλυτη». Ωστόσο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις η μη προσκόμιση και μη απόδειξη των εξαιρέσεων καθιστά την απαγόρευση εν τοις πράγμασι απόλυτη και νομικά αδιαφανή· ο μηχανισμός των εξαιρέσεων, που υποτίθεται ότι μετριάζει τη βαρύτητα του μέτρου, παραμένει άγνωστος στο Δικαστήριο. Η νομολογιακή γραμμή της Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), κατά την οποία απαιτείται πραγματικός και αποδεικτικός έλεγχος της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού, και το βάρος αιτιολόγησης του περιορισμού φέρει η Πολιτεία, όχι μόνο συσχετίζεται με την παρούσα υπόθεση, αλλά ενεργοποιείται εκ νέου. Δεν μπορεί να θεμελιωθεί ποινική καταδίκη είτε δυνάμει μιας ρητά απόλυτης απαγόρευσης, όπως στη Βαρνακίδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), είτε δυνάμει μιας απαγόρευσης που εμφανίζεται ως «ελαστική», αλλά χωρίς να προσκομίζεται το ρυθμιστικό υλικό που προσδιορίζει τις εξαιρέσεις.

 

Το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί τον θεμιτό σκοπό των μέτρων για προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε προβαίνει σε αξιολόγηση των υγειονομικών ή πολιτικών επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας. Η κρίση περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της αποδιδόμενης ποινικής ευθύνης, στη συμβατότητα της διαδικασίας με τις θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, και στην εφαρμογή των συνταγματικών και συμβατικών εγγυήσεων δίκαιης δίκης. Οι υποχρεώσεις ως προς τη σαφήνεια, προβλεψιμότητα και διαφάνεια των ποινικών κανόνων δεν αίρονται λόγω της πανδημίας. Αντίθετα, σε συνθήκες κρίσης, η ανάγκη προστασίας του κράτους δικαίου καθίσταται ακόμη εντονότερη.

 

Υπό τις περιστάσεις, δεν αποδείχθηκαν όλα τα αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, δεν κατέστη δυνατός ο πλήρης έλεγχος της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού, και δημιουργήθηκε εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσο η επίδικη συμπεριφορά των Κατηγορουμένων εμπίπτει πράγματι στη σφαίρα του ποινικά απαγορευμένου. Η αμφιβολία αυτή δεν μπορεί να αρθεί με υποθέσεις σε βάρος τους. Η απαλλαγή των Κατηγορουμένων δεν συνιστά αξιολόγηση της ορθότητας ή μη των μέτρων δημόσιας υγείας, αλλά εφαρμογή θεμελιωδών αρχών.

 

Για τους λόγους αυτούς, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από την κατηγορία που αντιμετωπίζουν.

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο