ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 16446 / 2021
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν.
Θ. Ι.
_____________
Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Π. Αβρααμίδης, για την Κατηγορούσα Αρχή
E. Ζαχαράκης για Ηλίας Στεφάνου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
[Η παρούσα απόφαση εκδίδεται κατόπιν διαδικασίας διεξαχθείσας κεκλεισμένων των θυρών. Η δημοσίευση της απόφασης, καθώς και η κυκλοφορία ή αναπαραγωγή της, επιτρέπονται μόνο υπό τον όρο ότι δεν οδηγούν άμεσα ή έμμεσα στην ταυτοποίηση του θύματος ή οποιουδήποτε προσώπου συνδεδεμένου με αυτόν.]
Αίτημα για ακύρωση του Κατηγορητηρίου λόγω πολλαπλότητας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον άνδρα. Κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος, η παράθεση του μέρους του λεκτικού των κατηγοριών που φαίνεται να ώθησε στο αίτημα αυτό:
1η Κατηγορία: ο Κατηγορούμενος σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2001 και 2005 … δηλαδή του άρπαξε τα γεννητικά όργανα.
2η Κατηγορία: ο Κατηγορούμενος σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2001 και 2005 … δηλαδή του έπιανε το χέρι και το τοποθετούσε στο πέος του.
3η Κατηγορία: ο Κατηγορούμενος σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2001 και 2005 … δηλαδή τον φιλούσε στο στόμα.
Ο συνήγορος του Κατηγορουμένου, πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, υπέβαλε αίτημα για την ακύρωση του κατηγορητηρίου διότι, κατά τη θέση του, το κατηγορητήριο πάσχει από πολλαπλότητα. Ακούστηκε επιχειρηματολογία προς υποστήριξη του αιτήματος, αλλά και αντίθετη επιχειρηματολογία.
Ειδικότερα, κατά τον συνήγορο του Κατηγορουμένου, δεν διευκρινίζεται ο αριθμός των αδικημάτων σε κάθε κατηγορία, εκ της χρονικής ευρύτητας, πόσες φορές ο Κατηγορούμενος προέβη σε άσεμνη επίθεση με τον κάθε έναν τρόπο. Δεν είναι μόνον η ευρύτητα όσον αφορά το μεγάλο και απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ανέφερε, και το θέμα δεν είναι θέμα ασάφειας. Είναι η αναφορά «σε διάφορες ημερομηνίες», που διαφοροποιεί την υπόθεση αυτή από άλλες, αφού αφήνει να νοηθεί ότι περισσότερες από μία φορά ο Κατηγορούμενος διέπραξε άσεμνη επίθεση με τον κάθε έναν τρόπο. Παρέπεμψε στην Blackstones’ Criminal Practice 2019, στη σελίδα 1679, στην οποία εξηγείται ο κανόνας της απαγόρευσης της πολλαπλότητας των κατηγοριών με παραπομπές στην αγγλική νομολογία. Παραπομπές έγιναν και σε εγχώρια νομολογία.
Η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ισχυρίστηκε ότι τα δεδομένα της υπό εξέταση υπόθεσης ομοιάζουν πολύ με εκείνα της Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 468 και των αναφερόμενων εκεί αυθεντιών. Συναφώς ανέπτυξε την επιχειρηματολογία της βασιζόμενη κυρίως σε αυτή την υπόθεση, αναφέροντας, επίσης, ότι δεν υπάρχει πολλαπλότητα, αλλά ένα αδίκημα σε κάθε κατηγορία που καλύτερα προσδιορίζεται και με βάση τη μαρτυρία που διατέθηκε στην Υπεράσπιση.
Το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας στην οποία βασίζεται το απόσπασμα του συγγράμματος που προσκομίστηκε από την Υπεράσπιση, σε μέρος της οποίας παραπέμπει και η εγχώρια νομολογία, στην οποία και η αναφερόμενη από την Κατηγορούσα Αρχή Σ.Π. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), είναι ότι: κάθε κατηγορία σε ένα κατηγορητήριο πρέπει να αποδίδει μόνον ένα αδίκημα. Μια κατηγορία στο κατηγορητήριο δεν μπορεί να κατηγορεί έναν κατηγορούμενο εναλλακτικά για ένα ή για περισσότερα διαφορετικά αδικήματα, και δεν πρέπει να είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ότι αναφέρεται σε δύο διαφορετικά αδικήματα χωρίς να προσδιορίζεται ποιο αποδίδεται. Μία κατηγορία που αναφέρει ότι ένα μη συνεχές αδίκημα διαπράχθηκε «σε διάφορες ημερομηνίες» θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πολλαπλή[1]. Όταν μια κατηγορία συγκεντρώνει πολλά επιμέρους περιστατικά (παραδείγματος χάριν, κλοπή ενός συνολικού ποσού, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν το άθροισμα επιμέρους ποσών που αναφέρονταν σε άλλες ξεχωριστές κατηγορίες), φαίνεται να πάσχει από πολλαπλότητα[2]. Εάν, από την άλλη, τα αποδεικτικά στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε μία ενιαία δραστηριότητα, η οποία αποτελούνταν από πλείονες πράξεις του ίδιου είδους, συνδεδεμένες χρονικά και τοπικά, τότε αυτές οι πράξεις μπορούν να αποδοθούν και ως ένα ενιαίο αδίκημα, σε μία απλή κατηγορία του κατηγορητηρίου[3]. Κατ’ επέκταση, μια κατηγορία σε κατηγορητήριο δεν είναι κατ’ ανάγκη ελαττωματική λόγω πολλαπλότητας, εάν αναφέρεται σε μία ενιαία δραστηριότητα, ακόμη κι αν αυτή η δραστηριότητα περιλαμβάνει περισσότερες από μία πράξεις[4]. Το ερώτημα αν μια κατηγορία αναφέρεται σε ένα αδίκημα ή σε περισσότερα του ενός πρέπει να κρίνεται με βάση την κοινή λογική και το τί είναι δίκαιο στις περιστάσεις· είναι ζήτημα πραγματικών δεδομένων και βαθμού (fact and degree)[5]. Μια κατηγορία που επιτρέπει να ερμηνευθεί ότι αναφέρεται σε δύο εναλλακτικά αδικήματα (π.χ. επίθεση και σωματική βλάβη) επίσης πάσχει από πολλαπλότητα[6]. Επίσης, η φράση «assault and batter» (επίθεση και βιαιοπραγία) είναι πολλαπλή, αφού οι συμπεριφορές αυτές αποτελούν ξεχωριστά αδικήματα[7]. Το αν μια διάταξη θεσπίζει πολλαπλά αδικήματα ή ένα ενιαίο αδίκημα ή ακόμα ένα αδίκημα με εναλλακτικούς τρόπους τέλεσης εξαρτάται και από τη διατύπωση του νόμου[8]. Θα θεωρηθεί ότι υπάρχει μόνον ένα αδίκημα, εάν προκύπτει σαφώς ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεσπίσει ένα αδίκημα, το οποίο να καλύπτει τη διάπραξη πολλών επιμέρους πράξεων που, αν ήταν γνωστές οι λεπτομέρειές τους, θα μπορούσαν να διωχθούν ξεχωριστά. Όταν ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να δημιουργήσει ένα αδίκημα που περιλαμβάνει πολλές πράξεις του ίδιου είδους, τότε η κατηγορία δεν είναι πολλαπλή[9]. Το αν μια κατηγορία είναι ελαττωματική λόγω πολλαπλότητας κρίνεται από τη διατύπωσή της, χωρίς αναφορά στα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την παραπομπή της υπόθεσης σε δίκη. Η κρίση για την πολλαπλότητα εξαρτάται από το κείμενο της κατηγορίας, όχι από τα αποδεικτικά στοιχεία[10]. Ακόμη κι αν η απόδειξη δείχνει περισσότερα από ένα αδικήματα, η κατηγορία δεν είναι άκυρη, εφόσον περιγράφει μία μόνο. Η πολλαπλότητα αφορά αποκλειστικά τη μορφή του κατηγορητηρίου, την ίδια τη διατύπωση της κατηγορίας. Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε πολλαπλότητα (δηλαδή, η κατηγορία να αποδίδει περισσότερα από ένα αδικήματα), και σε έλλειψη λεπτομερειών (δηλαδή, η κατηγορία να είναι ασαφής ή αόριστη ως προς τα πραγματικά περιστατικά)[11]. Μια κατηγορία που αποδίδει περισσότερα του ενός αδικήματα λέγεται ότι είναι ελαττωματική λόγω πολλαπλότητας. Ένα κατηγορητήριο με πολλαπλότητα, όμως, δεν είναι κατ’ ανάγκη άκυρο· είναι τυπικά ελαττωματικό[12]. Το ζητούμενο κάθε φορά είναι τυχόν πολλαπλότητα να μην επιφέρει ουσιαστική αδικία. Συναφώς το γεγονός ότι μια κατηγορία στο κατηγορητήριο είναι πολλαπλή δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ακύρωση τυχόν μετέπειτα καταδίκης, εφόσον, βάσει των πραγματικών περιστατικών, η πολλαπλότητα δεν έχει προκαλέσει αδικία εις βάρος του κατηγορουμένου. Εάν η πολλαπλότητα δεν προκάλεσε αδικία, τυχόν καταδίκη, δυνατόν να παραμένει έγκυρη[13]. Η αίτηση για ακύρωση του κατηγορητηρίου λόγω τυπικής παρατυπίας, ειδικά για λόγους πολλαπλότητας, πρέπει, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, να γίνεται κατά την απαγγελία των κατηγοριών, πριν από την απάντηση του κατηγορουμένου (πριν δηλώσει ένοχος ή αθώος)[14].
Ένα κατηγορητήριο μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες «ενδεικτικές» ή «αντιπροσωπευτικές» ή κατ’ άλλη ορολογία «δειγματοληπτικές» κατηγορίες (specimen ή sample counts). Αυτή είναι μία κατάλληλη δικονομική μέθοδος όταν ο κατηγορούμενος κατηγορείται για συστηματική ή επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, αλλά δεν είναι πρέπον να κατηγορηθεί είτε για διαρκές αδίκημα, είτε με πολλαπλή κατηγορία. Η χρήση ενδεικτικών κατηγοριών είναι θέμα δικονομικής ευχέρειας της Κατηγορούσας Αρχής και χρησιμοποιείται κυρίως σε πολύπλοκες υποθέσεις όπου η παραβατική δραστηριότητα εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα σεξουαλικά αδικήματα είναι ανάμεσα σε αυτά όπου μπορεί να χρειάζεται τέτοια αντιμετώπιση. Ειδικότερα, ενώ κατά δογματική έννοια, κάθε φυσική πράξη (κάθε άγγιγμα, κάθε φιλί, κάθε σεξουαλική κίνηση) είναι μια ξεχωριστή ολοκληρωμένη πράξη και δεν υπάρχει έννοια λ.χ. «διαρκούς άσεμνης επίθεσης», ώστε, θεωρητικά, κάθε φορά που το θύμα δέχθηκε π.χ. άγγιγμα χωρίς συναίνεση, να θεωρείται πως συντελέστηκε ένα νέο αδίκημα, στην πράξη (ιδίως όταν πρόκειται για παιδική κακοποίηση ή κακοποίηση μεγάλης διάρκειας), το θύμα δυνατόν να μην μπορεί να ανακαλέσει ακριβείς ημερομηνίες, διακριτές χρονικά πράξεις ή αριθμό περιστατικών. Αυτή η συνθήκη καθιστά αδύνατη τη σύνταξη κατηγορητηρίου με ακρίβεια επιμέρους πράξεων χωρίς να κατασκευαστεί τεχνητά η ακρίβεια. Αν το Δικαστήριο απαιτούσε μία ημερομηνία ή μία συγκεκριμένη πράξη ανά κατηγορία, κατά πάσα πιθανότητα, θα προκαλούνταν αδικίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που χρησιμοποιείται η μέθοδος των ενδεικτικών ή αντιπροσωπευτικών κατηγοριών. Επινοήθηκαν ακριβώς για να λύσουν αυτήν την αντίφαση, του πώς αποδίδεται δικαιοσύνη για μοτίβο συμπεριφοράς, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή ότι κάθε κατηγορία πρέπει να περιγράφει ένα αδίκημα. Η ενδεικτική ή αντιπροσωπευτική κατηγορία δηλώνει μία πράξη, αλλά αντιπροσωπεύει μια σειρά ομοειδών πράξεων, όταν το μοτίβο είναι σαφές, αλλά η περαιτέρω διάκριση των επιμέρους περιστατικών ανέφικτη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, στα σεξουαλικής φύσεως αδικήματα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ουσιαστικά έναν διαχρονικό σεξουαλικό κύκλο εναντίον του ίδιου προσώπου, χωρίς να χαρακτηρίζει το αδίκημα «διαρκές», με την τεχνική έννοια. Δηλαδή, ενώ δογματικά η πράξη είναι στιγμιαία, πρακτικά και δικονομικά, αντιμετωπίζεται ως μέρος μίας ενιαίας σεξουαλικής συμπεριφοράς (course of sexual conduct). Συνεπώς, όταν υπάρχουν τρεις ξεχωριστές κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον του ιδίου προσώπου, με διαφορετικούς τρόπους τέλεσης της άσεμνης επίθεσης στην κάθε μία κατηγορία, και κάθε μία κατηγορία περιγράφεται ως τελούμενη «σε διάφορες ημερομηνίες» και σε ένα ευρύ χρονικό πλαίσιο, και γίνεται πρόσθετα χρήση του παρατατικού σε ορισμένες περιπτώσεις, η διατύπωση παραπέμπει σε ενδεικτικές ή αντιπροσωπευτικές κατηγορίες, που τέθηκαν ξεχωριστά μόνον ως προς την περιγραφή του τρόπου τέλεσης, αλλά χωρίς περαιτέρω διάκριση των επιμέρους πράξεων. Το κατηγορητήριο απεικονίζει διακριτά είδη άσεμνης επίθεσης μέσα σε μία μακρόχρονη ενότητα συμπεριφοράς. Με αυτήν την προσέγγιση του κατηγορητηρίου, δεν απαιτείται διαχωρισμός κάθε μεμονωμένου περιστατικού.
Στην υπόθεση R v Hobson [2013] EWCA Crim 819, η οποία αφορούσε σεξουαλικά αδικήματα και ενδεικτικές κατηγορίες, το δικαστήριο ανέφερε ότι όταν δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα περιστατικά στο κατηγορητήριο, είναι καθήκον του δικαστή να επισημάνει ότι το δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει μόνο αν είναι βέβαιο ότι το αδίκημα πράγματι διαπράχθηκε. Όταν χρησιμοποιούνται ενδεικτικές ή αντιπροσωπευτικές κατηγορίες, τόσο η υπεράσπιση όσο και η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν πολλά ακόμη παρόμοια αδικήματα για τα οποία θα μπορούσαν να υπάρχουν κατηγορίες, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στο κατηγορητήριο, και ότι η δίκη διεξάγεται με αυτήν την παραδοχή. Η υπόθεση παρουσιάζεται στο δικαστήριο με την κατανόηση ότι οι κατηγορίες είναι αντιπροσωπευτικές ενός ευρύτερου συνόλου περιστατικών, και το βασικό ζήτημα προς κρίση είναι αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος για τη συνολική αυτή συμπεριφορά. Η υπεράσπιση πρέπει επίσης να κατανοεί ότι σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή θα επιβληθεί λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη βάση. Αν, σε υπόθεση με ενδεικτικές κατηγορίες, η μαρτυρία περιλαμβάνει πολλά διακριτά περιστατικά και δεν διευκρινιστεί για ποιο απ’ αυτά κρίθηκε ο κατηγορούμενος ένοχος, η καταδίκη είναι μη ασφαλής, διότι δεν διασφαλίζεται ομοφωνία ως προς το ίδιο γεγονός.
Στην υπόθεση R v Turner [2022] EWCA Crim 617, που αφορούσε ιστορική σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου, η υπόθεση παρουσιάστηκε και αντιμετωπίστηκε από το δικαστήριο με την παραδοχή ότι οι κατηγορίες 2 και 6 ήταν πολλαπλών περιστατικών, όμως αυτό δεν ανταποκρινόταν στη διατύπωση του κατηγορητηρίου καθότι οι κατηγορίες είχαν συνταχθεί ως ενδεικτικές ή αντιπροσωπευτικές (specimen). Οι λεπτομέρειες της κατηγορίας 2 ανέφεραν ότι ο εφεσίβλητος είχε επιτεθεί στον καταγγέλλοντα «σε ημερομηνία διαφορετική από εκείνη της κατηγορίας 1». Η κατηγορία 6 ανέφερε επίθεση «σε ημερομηνία διαφορετική από εκείνη της κατηγορίας 5». Η διατύπωση αυτή κρίθηκε ότι εισήγαγε αμφισημία. Όμως, κατά την έφεση επί της ποινής, κρίθηκε ότι η μόνη ορθή ερμηνεία μιας ενοχής σε τέτοια διατύπωση είναι ότι το δικαστήριο ήταν βέβαιο πως ο κατηγορούμενος διέπραξε μία ακόμη πράξη και όχι περισσότερες, και συνεπώς θα ήταν εσφαλμένο να επιβληθεί ποινή για περισσότερα περιστατικά. Το δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ορθή διατύπωση μιας κατηγορίας που αφορά πολλαπλά περιστατικά είναι να προσδιορίζεται τουλάχιστον ένας ελάχιστος αριθμός περιστάσεων. Αν υπάρξει καταδίκη σε τέτοια κατηγορία, ο δικαστής να διαθέτει σαφή βάση για επιμέτρηση της ποινής. Αν η Κατηγορούσα Αρχή δεν το κάνει, ο δικαστής δεν μπορεί να το υποκαταστήσει με δικές του διαπιστώσεις για γεγονότα τα οποία το δικαστήριο ενδέχεται ή να έχει ή να μην έχει δεχθεί. Ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ως προς το τι σημαίνει η ενοχή.
Στη W [2022] EWCA Crim 1438, όπου η καταγγελία αφορούσε επανειλημμένους βιασμούς σε διάστημα δύο ετών, το δικαστήριο έκρινε ότι το κατηγορητήριο έπρεπε να διαμορφωθεί είτε με μία κατηγορία βιασμού, ακολουθούμενη από δύο ή τρεις κατηγορίες που να αποδίδουν βιασμό «σε ημερομηνία άλλη από εκείνη των προηγούμενων κατηγοριών», είτε με μία κατηγορία πολλαπλών περιστατικών η οποία να αναφέρεται σε «βιασμό σε τουλάχιστον Χ περιστάσεις». Η επιλογή του τύπου της κατηγορίας εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και πρέπει να γίνεται έχοντας υπόψη τις συνέπειες για την επιβολή της ποινής, όπως ορίζονται στην υπόθεση Canavan [1998] 1 WLR 604.
Η προαναφερόμενη αγγλική νομολογία μπορεί πάντως να στηρίξει επαρκώς τη θέση πως όταν το κατηγορητήριο αποδίδει μία λ.χ. άσεμνη επίθεση, αλλά σε πλαίσιο όπου η μαρτυρία αναφέρεται σε επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, η κατηγορία μπορεί να λειτουργήσει ως ενδεικτική ή αντιπροσωπευτική. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται σε τέτοιες περιπτώσεις να ακυρώσει την κατηγορία. Αντιθέτως, ο τρόπος διαχείρισης που αναδύεται είναι να διεξαχθεί η δίκη κανονικά, με κατεύθυνση ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει τουλάχιστον μία συγκεκριμένη πράξη εντός του χρονολογικού πλαισίου, η δε μαρτυρία θα πρέπει να εστιάζει στο ίδιο επεισόδιο. Αυτή η προσέγγιση διασφαλίζει τη δίκαιη δίκη και αποτρέπει οποιαδήποτε ασάφεια, χωρίς να απαιτείται ακύρωση του κατηγορητηρίου. Τέτοιες ενδεικτικές ή αντιπροσωπευτικές κατηγορίες θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί πως έχουν γίνει στην πράξη δεκτές ως αναγκαίο εργαλείο σε περιπτώσεις ιστορικής σεξουαλικής κακοποίησης, όπου οι ακριβείς ημερομηνίες δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν, αλλά η ουσία της κατηγορίας παραμένει σαφής και αντιληπτή στον κατηγορούμενο.
Όπως προκύπτει και από τη Blackstone's Criminal Practice 2026 (ηλεκτρονική έκδοση), η πρακτική που οφείλει να ακολουθεί η κατηγορούσα αρχή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η εξής: Η υπεράσπιση πρέπει να λαμβάνει κατάλογο όλων των παρόμοιων αδικημάτων τα οποία, όπως ισχυρίζεται η κατηγορούσα αρχή, αντιπροσωπεύονται από εκείνα που έχουν επιλεγεί στο κατηγορητήριο ως δείγματα. Σε κατάλληλες περιπτώσεις, μπορεί να προσκομιστεί μαρτυρία για κάποια ή για όλα τα πρόσθετα αυτά αδικήματα, ως μαρτυρία «συστήματος» (evidence of system). Σε άλλες περιπτώσεις, τα πρόσθετα αδικήματα δεν χρειάζεται να αναφερθούν μέχρις ότου εκδοθεί ετυμηγορία ενοχής επί του αδικήματος‐δείγματος. Προβλήματα μπορεί να ανακύψουν σε σχέση με την επιβολή της ποινής, διότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει μέσω των ενδεικτικών ή αντιπροσωπευτικών κατηγοριών να στερηθεί το δικαίωμά του να δικαστεί από ενόρκους (που στην αγγλική πρακτική υφίστανται) για αδικήματα για τα οποία ενδέχεται τελικά να καταδικαστεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι κρίσιμο ο κατηγορούμενος να γνωρίζει την υπόθεση που έχει να αντιμετωπίσει[15]. Είναι διαχρονική αρχή[16] πως το κατηγορητήριο πρέπει να συντάσσεται κατά τρόπο ώστε να επιτρέπει στον κατηγορούμενο να γνωρίζει, με τόση λεπτομέρεια όση επιτρέπουν οι περιστάσεις, ποια υπόθεση έχει να αντικρούσει.
Στην εγχώρια Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 766 ο εφεσιβάλλων βρέθηκε ένοχος και στις 13 κατηγορίες που αντιμετώπιζε για άσεμνη επίθεση εναντίον ανδρός. Οι κατηγορίες αφορούσαν άσεμνες επιθέσεις κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2005- Ιουνίου του 2006, σε βάρος δύο ανηλίκων παραπονουμένων. Η διατύπωση ήταν «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου 2005 και του μηνός Φεβρουαρίου 2006». Ήταν επί λόγου έφεσης περί ασάφειας που λέχθηκε πως δεν απαιτείται ο προσδιορισμός στο κατηγορητήριο του τόπου όπου κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε ένα αδίκημα, εκτός και αν είναι αναγκαίο για την κατηγορία. Αντίθετα, η ημερομηνία ή η χρονολογία διάπραξης του αδικήματος, είναι ορθό να αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Όπου βεβαίως είναι δυνατό να συνδέεται το επίδικο επεισόδιο με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα όπως γενέθλια, διακοπές ασθένειες κλπ., το κατηγορητήριο θα πρέπει να συντάσσεται κατά ανάλογο τρόπο. Παρά τις πιο πάνω γενικές αρχές, όπως αναφέρθηκε, μια πρακτική μέθοδος προς θεμελίωση της συστηματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου, όπου το παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων χωρίς οποιαδήποτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως είναι η εν λόγω περίπτωση σε σχέση με τον έναν εκ των παραπονουμένων, είναι η έκθεση αριθμού κατηγοριών, η κάθε μια από τις οποίες, εκτός από την πρώτη, θα αναφέρει «σε περίπτωση άλλη από αυτή που καταγράφεται [στις προηγούμενες κατηγορίες]». Δεν είναι η μέθοδος της Αντωνίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) που απασχολεί εν προκειμένω. Ούτε η Παπαδόπουλος ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 111 είναι σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα. Εκεί η πολλαπλότητα συνίστατο στο ότι στην ίδια κατηγορία, κατηγορήθηκε ο εφεσιβάλλων για το αδίκημα αναφορικά και με τις δυο παραπονούμενες ενώ κανονικά έπρεπε να ήταν μια κατηγορία, για κάθε μια από αυτές. Επικυρώθηκε πάντως η κρίση ότι η πολλαπλότητα, ακόμα κι όταν υπάρχει, δεν σημαίνει το τέλος της υπόθεσης.
Εγγύτερα είναι η Σ.Π. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), στην οποία είχε παραπέμψει και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, όπου υπήρχε μία κατηγορία άσεμνης επίθεσης. Δεν ήταν σαφής ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος, υπήρχε το χρονικό εύρος, και στις λεπτομέρειες της κατηγορίας αναφέρονταν διάφοροι τρόποι τέλεσης της άσεμνης επίθεσης, σε όλο το χρονικό εύρος. Διεξήχθη η δίκη και υπήρξε καταδίκη. Οι λεπτομέρειες παρέπεμπαν, λόγω του χρόνου που χρησιμοποιήθηκε, σε επαναληπτική συμπεριφορά, παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε σε αόριστο χρόνο επίθεσης μεταξύ συγκεκριμένης περιόδου. Όπως αναφέρθηκε κατ’ έφεση, η διατύπωση δεν ήταν μεν η καλύτερη, το κατηγορητήριο θα μπορούσε να καταλόγιζε άσεμνες επιθέσεις σε χρόνο διαφορετικό σε κάθε κατηγορία ώστε να ήταν σαφέστερο ότι ο εφεσιβάλλων αντιμετώπιζε πέραν της μίας και μεμονωμένης κατακριτέας συμπεριφοράς, όμως δεν υπήρχε εκ της διατυπώσεως πολλαπλότητα. Η περίοδος που κάλυπτε το κατηγορητήριο ήταν ολόκληρη η περίοδος που η καταγγέλλουσα διέμενε με τον εφεσιβάλλοντα. Η καθημερινή ή σχεδόν καθημερινή επαφή που κατά τη μαρτυρία της είχε ο εφεσιβάλλων δεν θα μπορούσε να περιοριστεί χρονικά σε συντομότερη χρονική περίοδο. Αν το κατηγορητήριο διατυπωνόταν κατά το πρότυπο της συμπερίληψης αριθμού κατηγοριών με στόχο να διαμορφωθεί και να τονιστεί η συστηματική συμπεριφορά του κατηγορούμενου, αυτό, λέχθηκε, θα ήταν ασφαλώς καλύτερο. Ο σκοπός είναι ο αριθμός των κατηγοριών να αντανακλά με επάρκεια την κατ' ισχυρισμό εγκληματική συμπεριφορά, διαφορετικά είναι πιθανόν να προκύψουν προβλήματα αναφορικά με την επιβολή της ποινής (αν και δεν τίθενται οι προβληματισμοί που τίθενται στην αγγλική πρακτική λόγω της ύπαρξης ενόρκων)[17]. Το ζήτημα αποφασίστηκε κατά τρόπο που να παραπέμπει εμμέσως στην έννοια της ενδεικτικής ή αντιπροσωπευτικής κατηγορίας, ως μετέπειτα καλύτερα διαμορφώθηκε στην αγγλική νομολογία, ειδικότερα για σεξουαλικής φύσης αδικήματα. Δεν υπήρχε πολλαπλότητα υπό την έννοια ο εφεσιβάλλων να είχε κατηγορηθεί για διαφορετικού είδους αδικήματα κάτω από διαφορετικά νομοθετήματα. Επρόκειτο για ένα νομοθέτημα η παραβίαση του οποίου έγινε σε περίοδο χρόνου. Εξάλλου, λέχθηκε πως δεν ήταν και λάθος η αποδοχή της θέσης πως το θα έπρεπε να εγερθεί κατά το αρχικό στάδιο, σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει κανόνας που να απαγορεύει τη συμπερίληψη στο κατηγορητήριο μιας περιόδου εντός της οποίας συνέβη το περιστατικό. Η ουσία του θέματος ήταν και εκεί άλλη. Δεν ζητήθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ενώ η θέση του εφεσιβάλλοντος ήταν ότι ουδέποτε έγιναν οι άσεμνες επιθέσεις καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου που αναφερόταν στο κατηγορητήριο και ότι κίνητρο της καταγγέλλουσας ήταν η εκδίκηση. Η Σ.Π. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) δεν εξάντλησε το θέμα των ενδεικτικών ή αντιπροσωπευτικών κατηγοριών.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, πέραν της ακαταλληλότητας του χρονικού σταδίου κατά το οποίο υποβάλλεται το αίτημα από πλευράς της Υπεράσπισης, που δεν είναι άνευ σημασίας, συνδυαστικά, στον τίτλο της κάθε κατηγορίας αποδίδεται μία άσεμνη επίθεση σε άνδρα, περιγραφόμενη κατ’ είδος, με τρόπο διατύπωσης σε κάθε κατηγορία που δίδει χρονικό εύρος και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά στο παρελθόν ως μοτίβο.
Οι κατηγορίες προκύπτουν, όσον αφορά τη διατύπωσή τους, ως ενδεικτικές ή αντιπροσωπευτικές / δειγματοληπτικές.
Παράλληλα η Κατηγορούσα Αρχή δηλώνει και διαφαίνεται ότι κάθε κατηγορία αναφέρεται σε ένα μόνον αδίκημα, ότι η διατύπωση «σε διάφορες ημερομηνίες» είναι λόγω αδυναμίας ακριβούς χρονικού προσδιορισμού του κάθε περιστατικού, όχι πολλαπλότητα του τύπου που επιφέρει ελάττωμα. Δεν πρόκειται για τέλεια διατύπωση, εφόσον δεν αναφέρεται και ο ελάχιστος αριθμός των περιστάσεων.
Έγινε αναφορά από την Κατηγορούσα Αρχή πως στη μαρτυρία, που δόθηκε στην πλευρά της Υπεράσπισης, παρέχονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τα γεγονότα στη βάση των οποίων προέκυψαν οι κατηγορίες. Συνεπώς, η Υπεράσπιση γνωρίζει επακριβώς το εύρος της αντιπροσώπευσης που υπάρχει στις επί του κατηγορητηρίου κατηγορίες. Δεν στερήθηκε του δικαιώματος αναζήτησης πρόσθετων λεπτομερειών ούτε τέθηκε πως τέτοιες ζητήθηκαν και δεν δόθηκαν.
Το κατηγορητήριο, ως έχει, επιτρέπει στον Κατηγορούμενο να αντιληφθεί την ουσία της κάθε κατηγορίας που αντιμετωπίζει, έχοντας εξάλλου ήδη απαντήσει με άρνηση ενοχής, χωρίς να εγείρει ως συγκεκριμένο ζήτημα υπεράσπισης που να αφορά διαφωνία σχετικά με τον χρόνο ή την έκταση της άσεμνης επίθεσης, την οποία, άλλως πώς, εάν ήταν πιο συγκεκριμένη ή περιορισμένη, θα παραδεχόταν.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δεν έχει επαρκές έδαφος για να θεωρεί ότι επέρχεται ανεπανόρθωτη ασάφεια ή παραβίαση της δίκαιης δίκης για τον Κατηγορούμενο, σε αυτό το στάδιο. Κατά συνέπεια, δεν είναι αποδεκτή και η ένσταση ακυρότητας που υποβλήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης και το σχετικό αίτημα για ακύρωση του κατηγορητηρίου.
Ερμηνεύεται όμως και το κατηγορητήριο περιοριστικά, με την έννοια ότι κάθε κατηγορία αφορά μία και μόνη άσεμνη επίθεση, εντός του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται, ενδεικτική ή αντιπροσωπευτική του προτύπου συμπεριφοράς που προκύπτει από τη μαρτυρία. Η εκδίκαση επομένως μπορεί να προχωρήσει επί αυτής της βάσης, και η αξιολόγηση της μαρτυρίας να γίνει ανά κατηγορία άσεμνης επίθεσης, αναζητώντας επαρκείς αποδείξεις για τουλάχιστον ένα συγκεκριμένο περιστατικό ανά κατηγορία. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η μαρτυρία αποκαλύψει ότι το κάθε κατηγορία περιλαμβάνει περισσότερα του ενός περιστατικά, το Δικαστήριο μπορεί να διαφυλάξει τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου είτε με κατάλληλη αυτοκαθοδήγηση είτε, αν κριθεί αναγκαίο, με τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Θα ήταν άτοπη και εντελώς ακαδημαϊκή η απασχόληση με θέματα ποινής σε περιπτώσεις δίκης με τέτοιας φύσης κατηγορητήριο.
Έχοντας εκθέσει τα προαναφερόμενα, είναι αποδεκτή επί του παρόντος η απάντηση της Κατηγορούσας Αρχής, με την επιφύλαξη της επανεξέτασης, εάν η μαρτυρία τελικά δείξει πολλαπλά περιστατικά κατά τρόπο που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από την Υπεράσπιση (de bene esse acceptance).
Για όλους τους λόγους που εξηγήθηκαν, το αίτημα για ακύρωση του Κατηγορητηρίου και απαλλαγή του Κατηγορούμενου στο στάδιο αυτό δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
(Υπ.) …………………………..
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] R v Thompson [1914] 2 KB 99.
[2] R v Williams [1953] 1 QB 660, 37 Cr App Rep 71, CCA
[3] Heaton v Costello (1984) 148 JP 688, Divisional Court.
[4] Jemmison v Priddle [1972] 1 QB 489, 56 Cr App Rep 229, DC.
[5] DPP v Merriman [1973] AC 584 at 593, [1972] 3 All ER 42 at 47, House of Lords (Lord Morris of Borth-y-Gest και Lord Diplock).
[6] R v Surrey Justices, ex p Witherick [1932] 1 KB 450.
[7] DPP v Taylor [1992] QB 645.
[8] R v Nicklin [1977] 2 All ER 444.
[9] R v Asif [1985] 82 Cr App Rep 123.
[10] R v Greenfield [1973] 3 All ER 1050.
[11] R v Lunn [2017] EWCA Crim 34.
[12] R v Levantiz [1999] 1 Cr App Rep 465.
[13] R v Marchese [2008] EWCA Crim 389.
[14] R v Asif (1985) 82 Cr App Rep 123.
[15] Evans [1995] Crim LR 245.
[16] Rackham [1997] 2 Cr App R 222, βλ. και A [2015] EWCA Crim 177.
[17] βλ. μετέπειτα και R v A [2015] EWCA Crim 177, [2015] 2 Cr App Rep (S) 12 και R v H [2018] EWCA Crim 541 και R v Hyde-Gomes [2018] EWCA Crim 2364.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο