ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ κ.α., Υπόθεση αρ. 10164 / 2023, 28/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ κ.α., Υπόθεση αρ. 10164 / 2023, 28/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 10164 / 2023

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

v.

 

 

1.   ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΗΡΟΔΟΤΟΥ

2.   ΜΙΣΕΛ ΠΛΟΟΥΣ

 

 

_________________________

Ημερομηνία: 28 Νοεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Π. Αβρααμίδης για την Κατηγορούσα Αρχή

Κ. Πιερούδη (κα), για τους Κατηγορουμένους 1 και 2

Κατηγορούμενοι 1 και 2: παρόντες

 

 

ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ

(ex tempore)

 

Γ. Η. και Μ. Π.[1], κατόπιν ομολογίας ενοχής το Δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλει ποινές στις κατηγορίες επί του κατηγορητηρίου:

 

Ο Κατηγορούμενος 1, ότι την 19η Ιανουαρίου του 2023, στα Κάτω Πολεμίδια, της Επαρχίας Λεμεσού, έκλεψες από το φαρμακείο που κατονομάζεται έναν φορητό υπολογιστή με τα διακριτικά που αναφέρονται, αξίας €469, περιουσία του προσώπου που αναφέρεται [1η Κατηγορία, κλοπή, άρθρα 255, 262 ΠΚ].

 

Η Κατηγορούμενη 2, ότι την ίδια ημερομηνία κατακράτησες τον προαναφερόμενο υπολογιστή, γνωρίζοντας πως ήταν κλοπιμαίος [2η Κατηγορία, κλεπταποδοχή, άρθρο 306(α) ΠΚ].

 

Η κλοπή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τα τρία έτη ενώ η κλεπταποδοχή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τα πέντε έτη. Εξηγείται η πιο αυστηρή αντιμετώπιση της κλεπταποδοχής από τον νομοθέτη. Η κλοπή συνιστά πρωτογενή προσβολή της ιδιοκτησίας, όπου ο δράστης αφαιρεί ξένο πράγμα με σκοπό ιδιοποίηση. Μπορεί να το πράξει και ευκαιριακά. Η κλεπταποδοχή είναι μεν δευτερογενής αλλά θεσμικά σοβαρότερη προσβολή καθότι ο αποδέκτης «νομιμοποιεί» και ενισχύει το παράνομο αποτέλεσμα της κλοπής. Παρέχει δομικό στήριγμα της διάθεσης των κλοπιμαίων, με αποτέλεσμα να επιτείνει και να αναπαράγει την εγκληματικότητα. Ο αποδέκτης κλοπιμαίας περιουσίας δεν πλήττει μόνον ένα συγκεκριμένο θύμα, αλλά υποσκάπτει σε γενικό επίπεδο την εμπιστοσύνη στην προστασία της ιδιοκτησίας.

 

Η επιμέτρηση αρχίζει από την ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή, η οποία αποτελεί το θεσμικό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του είδους και της έκτασης της ποινής[2]. Η ποινή, κατά την επιβολή της, πρέπει να εξατομικεύεται. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε σε πραγματικό χρόνο, ως πιο αντικειμενικοί παράγοντες, από τους οποίους προσδιορίζεται η κλίμακα έντασης ή σοβαρότητας του αδικήματος[3]. Ακολούθως λαμβάνονται υπόψη και πιο υποκειμενικοί ή μεταβλητοί παράγοντες, που άπτονται του προσώπου του κατηγορουμένου και δυνατόν να λειτουργήσουν είτε ως ελαφρυντικοί είτε ως επιβαρυντικοί. Η επιμέτρηση δεν ακολουθεί μαθηματικό τύπο ούτε δεσμευτική μεθοδολογία∙ η διάκριση μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων είναι εγγενής στην αρχή της εξατομίκευσης και υπηρετεί την αναλογικότητα της ποινής. Ως αποτέλεσμα, η ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή επιφυλάσσεται για τα χειρότερα αδικήματα του είδους τους[4], ενώ η ποινή που τελικώς επιβάλλεται πρέπει να είναι ανάλογη με τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος. Όπου είναι εφικτό, γίνεται στάθμιση με τυχόν καθοδηγητικά πλαίσια που δίδει η νομολογία για περιπτώσεις που ομοιάζουν. Η εξατομίκευση της ποινής, που είναι καθήκον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιονδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[5], όπως η αποτροπή, η προστασία της κοινωνίας και η αναμόρφωση, αλλά και η ποινή, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέεται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το Δικαστήριο συνηθέστερα καταλήγει να κινείται στα ανώτατα όρια της ποινής όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια ώστε να επιβάλλονται εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και παράλληλα το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι βεβαρημένο[6]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία∙ όπου είναι απολύτως αναγκαία, η έκτασή της περιορίζεται όσο το δυνατόν, ώστε να εξυπηρετηθούν οι σκοποί για τους οποίους επιβάλλεται.

 

Τα αδικήματα κατά της περιουσίας ανήκουν στα πλέον διαβρωτικά για την κοινωνική συνοχή, καθώς πλήττουν άμεσα το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών και την εμπιστοσύνη στη νομιμότητα[7]. Η νομολογία είναι σταθερή ότι τέτοια αδικήματα απαιτούν ποινές με ουσιαστικό αποτρεπτικό χαρακτήρα, οι οποίες διαμηνύουν με σαφήνεια ότι η κλοπή έχει συνέπειες. Το Δικαστήριο, έχοντας πλήρη επίγνωση της ανάγκης αυτής, προσέρχεται στην επιμέτρηση με γνώμονα τόσο την προστασία της κοινωνίας όσο και την αναλογικότητα.

 

Τα γεγονότα έχουν καταγραφεί πληρέστερα στα πρακτικά της διαδικασίας. Όσον αφορά την κλοπή από το φαρμακείο ήταν ευκαιριακή, χωρίς προσχεδιασμό, στόχευση ή χρήση επιδεξιότητας. Δεν λήφθηκαν μέτρα προστασίας. Δεν υπήρξε εγκληματική οργάνωση και δεν ασκήθηκε φυσική βία. Η οικονομική αξία της κλαπείσας περιουσίας δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ωστόσο ήταν φορητός υπολογιστής σε φαρμακείο, με δεδομένα της ιδιοκτήτριάς του και χρηστικός, επομένως προκλήθηκε και περιουσιακή ζημιά, αναστάτωση και ταλαιπωρία. Λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς ταξινόμησης πως δεν προκλήθηκε σωματική βλάβη ή απειλή προς φυσικά πρόσωπα. Όσον αφορά την κλεπταποδοχή επίσης δεν υπήρξε στόχευση, αλλά αδιαφορία για την παράμετρο του να έχει στερηθεί άλλο πρόσωπο αυτή την περιουσία, έστω και χαμηλής οικονομικής αξίας, την οποία αδιαφορία προκάλεσε η ένδεια και η βεβαρημένη ψυχική υγεία. Πρόκειται για κλοπή και κλεπταποδοχή από υιό και μητέρα, αντίστοιχα, χωρίς μεσολάβηση κέρδους ή προσπάθειας αποξένωσης. Το αντικείμενο της κλοπής δεν εντοπίστηκε για να επιστραφεί στην ιδιοκτήτριά του, η οποία δεν αποζημιώθηκε. Παρά την ύπαρξη και στοιχείων που είναι πιο επιβαρυντικά, τα υπό εξέταση αδικήματα δεν κατατάσσονται στο ανώτατο επίπεδο απαξίας, συγκρινόμενα με περιπτώσεις κλοπών μεγάλης αξίας ή οργανωμένης δράσης ή ζημιογόνων κλοπών, που μπορούν να απασχολήσουν στην ίδια νομική βάση.

 

Στον περιορισμένο βαθμό που μπορούν να ληφθούν υπόψη οι προσωπικές συνθήκες, σημειώνονται:

 

Γ. Η., είσαι νεαρό άτομο, παιδί διαζευγμένων γονιών, με ποινικό παρελθόν και ιατρικό ιστορικό λόγω βεβαρημένης ψυχικής υγείας. Παρουσιάστηκε παραβατική συμπεριφορά από νεαρή ηλικία, εγκατάλειψη του σχολείου, χρήση ουσιών και όλα τα συνεπαγόμενα. Συντηρείσαι με τη μητέρα σου κυρίως από δημόσια ταμεία.

 

Μ. Π., είσαι ηλικίας περίπου 52 ετών, Κυπριακής και Αγγλικής καταγωγής. Φιλοξενείσαι από τη μητέρα σου, ηλικιωμένη, σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων. Δεν εργάστηκες ποτέ λόγω ανικανότητας. Είσαι σε κακή οικονομική κατάσταση με βεβαρημένο ψυχιατρικό ιστορικό και ιστορικό θυματοποίησης από βίαιη συμπεριφορά.

 

Λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι, πέραν των ήδη αναφερόμενων, δεν προκύπτει ιδιαίτερα βεβαρημένο ποινικό μητρώο ούτε στοιχεία εκτεταμένης εγκληματικής δραστηριότητας εκ μέρους των Κατηγορουμένων[8].

 

Τέλος, λαμβάνεται υπόψη η σχετικά άμεση παραδοχή, τόσο στην Αστυνομία, με την οποία υπήρχε συνεργασία, όσο και στο Δικαστήριο[9], υπό τις περιστάσεις που υπήρξαν. Είναι ενδεικτική μεταμέλειας[10] και συμβάλλει στην εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.

 

Οι προαναφερόμενοι παράγοντες δεν αναιρούν τη σοβαρότητα της πράξης, αλλά έχουν σημασία για την επιλογή της ποινής που εξυπηρετεί καλύτερα τους σκοπούς της ποινής. Το ζητούμενο για την κοινωνία δεν είναι μόνο να επιβληθεί η ποινή που να φαίνεται ή να είναι συμβολικά αυστηρότερη, αλλά η ποινή να αποτρέπει αποτελεσματικότερα την επανάληψη του αδικήματος. Το Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο επιβολής χρηματικών ποινών, που όμως δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν, λόγω της ανικανότητας για εργασία αμφότερων των Κατηγορουμένων, οι οποίοι συντηρούνται από τα δημόσια ταμεία. Πρόκειται άτομα σε ένδεια, με ψυχικά προβλήματα. Δεν υπάρχει επίσης διαθέσιμη για το Δικαστήριο εναλλακτική ποινή, η οποία να μπορούσε να αρμόζει στα δεδομένα της υπόθεσης.

 

Υπό το σύνολο των περιστάσεων, αρμόζουσα είναι η ποινή φυλάκισης. Όλα τα προαναφερόμενα επιδρούν στην έκτασή της. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ανταποκρίνεται στην αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων και στο μήνυμα της αποτροπής που επιβάλλεται να αποσταλεί στο κοινωνικό σύνολο. Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια δεν είναι αν πρέπει να επιβληθεί ποινή φυλάκισης, αλλά αν η άμεση εκτέλεσή της αποτελεί, στις συγκεκριμένες περιστάσεις, το αποτέλεσμα που εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα τους σκοπούς της ποινής.

 

Επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1, στην 1η Κατηγορία (κλοπή): Ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

 

Στην Κατηγορούμενη 2, στη 2η Κατηγορία (κλεπταποδοχή): Ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Η διαφοροποίηση στην ποινή μεταξύ των Κατηγορουμένων 1 και 2 αντανακλά τη νομοθετική ιεράρχηση της βαρύτητας μεταξύ κλοπής και κλεπταποδοχής και την απαξία της κλεπταποδοχής, ως μηχανισμού διαιώνισης των κλοπών.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης ρυθμίζεται από τον περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος 95/1972. Η εν λόγω εξουσία αφορά οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Με τον τροποποιητικό ν.186(1)/2013, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης είχε διευρυνθεί, ώστε να μπορεί να αποφασίζεται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορουμένου. Πρακτικά, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσαν ή έπρεπε, αυτοί οι παράγοντες, να επενεργήσουν φυσιολογικά στο να δοθεί δικαιολογημένα στον Κατηγορούμενο μια «δεύτερη ευκαιρία»[11]. Δεν υπάρχει γενικός κανόνας. Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Θεωρούνται εκ νέου οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου και αποδίδεται κατά κάποιον τρόπο «διπλή βαρύτητα» σ’ αυτούς[12]. Είναι απαραίτητο να εξετάζεται κατά πόσο η ποινή, φέρουσα αναστολή, θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, εξυπηρετώντας τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής[13].

 

Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο δράσης των Κατηγορουμένων 1 και 2 και την έκταση της βλάβης σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, περιλαμβανομένων των ψυχιατρικών προβλημάτων του Κατηγορούμενου 1 και των ψυχολογικών και άλλων προβλημάτων που αναφέρθηκαν όσον αφορά την Κατηγορούμενη 2, του γεγονότος ότι ήδη η περίπτωσή τους παρακολουθείται από τις υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας, δίδεται η δεύτερη ευκαιρία σε αμφότερους τους Κατηγορούμενους 1 και 2.

 

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η ποινή φυλάκισης που έχει επιβληθεί στους Κατηγορούμενους 1 και 2 αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

 

Εξηγείται ότι: η ποινή φυλάκισης είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς της. Αναστάληκε η εκτέλεση αυτής της ποινής για 3 χρόνια από σήμερα, για να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία, για τους λόγους που εξηγήθηκαν. Σε περίπτωση που εντός αυτών των 3 ετών διαπραχθεί οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, σε περίπτωση καταδίκης, το Δικαστήριο δυνατόν, πέραν της ποινής που μπορεί να επιβληθεί γι’ αυτό, να ενεργοποιήσει και την ποινή που επιβλήθηκε σε αυτήν την υπόθεση ή μέρος της.

 

Έξοδα €60, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της περίστασης, να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.

 

Οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων:

 

·        Το USB με τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος να κατασχεθεί και να καταστραφεί.

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Εξηγείται η χρήση ενικού, για τους σκοπούς της διαδικασίας.

[2] Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632, Δημοκρατία ν. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264, 270, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 ΑΑΔ 9, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 129.

[3] Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας, ΠΕ 161/2020, 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B182, Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.7.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264.

[4] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 8.11.2024.

[5] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.

[6] John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.

[7] Bandits v. Αστυνομία (2015) 2 ΑΑΔ 717, Ekole v. Αστυνομίας, ΠΕ 108/2021, 15.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B62, Ξενοφόντως ν. Αστυνομίας, ΠΕ 9/2024, 19.7.2024, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Housein, ΠΕ 268/2024, 13.11.2025, και άλλες.

 

[8] Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 40, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πάγκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 304Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 211.

[9] Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 616.

[10] Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 719, Okmelashvili ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 146/2020, 22.12.2021M. C. T. ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 222/2020, 14.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B386.

[11] Ξενοφώντος ν. Αστυνομία, ΠΕ 9/2024, 19.7.2024, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22.

[12] Ξενοφώντος ν. Αστυνομία, ΠΕ 9/2024, 19.7.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. ΚαραολήΠΕ 230/19, 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B177, Γενικός Εισαγγελέας ν. ΜυλωνάΠΕ 65/2017, 14.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B537, Αριστοδήμου ν. ΔημοκρατίαςΠΕ 121/17, 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311, Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 22.

[13] Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 ΑΑΔ 373, Σώζου ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 260.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο