ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Χ. Χ. κ.α., Υπόθεση αρ. 1880/2019, 15/1/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Χ. Χ. κ.α., Υπόθεση αρ. 1880/2019, 15/1/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττο, Ε.Δ.

 

 

 

Υπόθεση αρ. 1880/2019

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

v.

 

 

 

 

 

1.    Χ. Χ.

2.    Δ. Σ.

3.    Μ. Σ.

 

 

_______________

 

Ημερομηνία: 15 Ιανουαρίου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή

Α. Παπαγεωργίου, για Κατηγορούμενους

Κατηγορούμενοι: παρόντες

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(εκ πρώτης όψεως)

(ex tempore)

 

Οι κατηγορίες

 

1.        Οι Κατηγορούμενες 1 και 2 κατηγορούνται, από την 1η Κατηγορία μέχρι και την 426η Κατηγορία, ότι κατά τις ημερομηνίες που εκκινούν από την 01.05.2018 μέχρι την 21.09.2018, μεταξύ των ωρών 20:00-02:00, διέπραξαν αδικήματα κοινής οχληρίας [άρθρο 186 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154 (ΠΚ)], χρησιμοποίησαν όργανα που ενισχύουν τον ήχο σε δημόσιους χώρους ή κοντά σε δημόσιους χώρους [άρθρο 187(1)(β)(2) ΠΚ] και άσκησαν οχληρό επάγγελμα [άρθρο 193 ΠΚ]. Σε κάθε κατηγορία, ο τόπος διάπραξης που αναφέρεται είναι το υποστατικό «Η Ταβέρνα της Χαράς».

 

2.        Περαιτέρω, στην 427η Κατηγορία, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι την 21.09.2018, στο Μέσα Χωριό, στην Επαρχία Πάφου, προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στους Αστ.2814 Μ. Μενελάου του ΟΠΕ Πάφου και Α/Αστ.3142 Π. Ζωττή του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού Πάφου, απειλώντας τους με την φράση «αφήστε την κόρη μου γιατί εν ηξέρω τι εν να γίνει» [άρθρο 91Α ΠΚ].

 

3.        Οι Κατηγορούμενες 1 και 2 κατηγορούνται, στην 428η Κατηγορία, ότι στο Μέσα Χωριό, της Επαρχίας Πάφου, σε δημόσιο χώρο, χωρίς εύλογη αιτία, προκάλεσαν θόρυβο κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης [άρθρα 95, 20 ΠΚ].

 

4.        Η Κατηγορούμενη 1, στην 429η Κατηγορία, κατηγορείται ότι την 21.09.2018 είχε παρέμβει στην εκτέλεση ποινικού εντάλματος έρευνας [άρθρα 4, 121 ΠΚ].

 

5.        Η Κατηγορούμενη 2, στην 430η Κατηγορία, κατηγορείται ότι την 21.09.2018 είχε παρέμβει στην εκτέλεση ποινικού εντάλματος έρευνας καθώς επιτέθηκε στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου που εκτελούσε ποινικό ένταλμα έρευνας, με σκοπό να τον αποτρέψει από το να παραλάβει τεκμήρια [άρθρα 4, 121 ΠΚ].

 

6.        Η Κατηγορούμενη 2, στην 431η Κατηγορία, κατηγορείται ότι την 21.09.2018, επιτέθηκε στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου κατά τη δέουσα εκτέλεση των καθηκόντων του [άρθρο 244(β) ΠΚ].

 

7.        Η Κατηγορούμενη 2, στην 432η Κατηγορία, κατηγορείται ότι την 21.09.2018, αντιστάθηκε στη νόμιμη σύλληψή της [άρθρο 244(α) ΠΚ].

 

8.        Η Κατηγορούμενη 2, στην 433η Κατηγορία, κατηγορείται ότι εξύβρισε τον Αστ.2814 Μ. Μενελάου με την φράση «γιε της πουτάνας» κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση [άρθρο 99 ΠΚ].

 

9.        Η Κατηγορούμενη 2, στην 434η Κατηγορία, κατηγορείται ότι εσκεμμένα παρεμπόδισε τον Αστ.2814 Μ. Μενελάου, όργανο της τάξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, από το να εκτελέσει δικαστική εντολή, κτυπώντας τον, δηλαδή τον έσπρωξε, για να τον αποτρέψει από το να πάρει τεκμήρια [άρθρο 244(β) ΠΚ].

 

10.     Η Κατηγορούμενη 2, στην 435η Κατηγορία, κατηγορείται ότι, ενώ τελούσε υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη του Αρχηγού της Αστυνομίας, απέδρασε [άρθρα 126Α, 128(β) ΠΚ].

 

11.     Ο Κατηγορούμενος 3, στην 436η Κατηγορία, κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε πραγματική βία εναντίον του Αστ.2814 Μ. Μενελάου, με σκοπό να ελευθερώσει την Κατηγορούμενη 2 από νόμιμη κράτηση [άρθρα 126Α, 127 ΠΚ].

 

12.     Ο Κατηγορούμενος 3, στην 437η Κατηγορία, κατηγορείται ότι επιτέθηκε κατά οργάνου της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση των καθηκόντων του, δηλαδή κατά του Αστ.2814 Μ. Μενελάου [άρθρο 244(β) ΠΚ].

 

Διαδικασία

 

13.     Οι Κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν τη διάπραξη των αδικημάτων που τους καταλογίζονται.

 

14.     Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, υποβλήθηκε εισήγηση, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων, ώστε να υποχρεούνται να προβάλουν την υπεράσπισή τους.

 

15.     Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν και έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

Νομικές αρχές

 

16.     Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση για αθωότητα ή για ενοχή, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου είναι εισήγηση ή διαπίστωση βασικά πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).

 

17.     Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης σε αυτό το στάδιο και, κατ’ επέκταση, η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, όταν:

 

(α)   δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή

 

(β)   η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

18.     Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία, και έπειτα εάν επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Αυτή είναι η πιο εύκολη περίπτωση.

 

19.     Η πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Και πάλι, μπορεί να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον σε αυτήν την υφιστάμενη μαρτυρία. Θεωρείται στην όψη της, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας στη μαρτυρία, χωρίς όμως αξιολόγησή της, στην όψη της και μόνον, θα πρέπει να είναι καταφανώς θεμελιακό το πρόβλημα που αναδεικνύεται σε αυτήν μέσα από την αμφισβήτησή της, δια της αντεξέτασης, ώστε να μην μπορεί, οποιοδήποτε Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν σε ένα επόμενο στάδιο προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής.

 

20.     Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν την συγκεκριμένη μαρτυρία, στο απόγειό της, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν αυτή η μαρτυρία δεν εκθεμελιώθηκε, με συντριπτική αντεξέταση ή και χωρίς αντεξέταση όπου δεν χρειάζεται, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη να μην προχωρήσει η υπόθεση, και όχι το αντίθετο. Αυτή η προσέγγιση συμβαίνει στη λειτουργία της λογικής πως, εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο πολύ αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια της υπόθεσης.

 

21.     Συναφώς, εάν δεν υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή εάν υφίσταται μαρτυρία και εκθεμελιώνεται ώστε να μην μπορεί να επιβιώσει σε περίπτωση που συνεχίσει η δίκη, και μπορεί αντικειμενικά να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία.

 

22.     Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως και με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς ανάλυση της μαρτυρίας[2].

 

Εξέταση

 

23.     Όσον αφορά τις κατηγορίες που αφορούν την κοινή οχληρία, σύμφωνα με το άρθρο 186 ΠΚ:

«Όποιος διενεργεί πράξη που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το νόμο ή παραλείπει να εκτελέσει καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο και συνέπεια αυτού προκαλεί οποιαδήποτε κοινή βλάβη ή κίνδυνο ή ενόχληση ή παρεμποδίζει ή προκαλεί ενόχληση στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων, διενεργεί πλημμέλημα, το οποίο καλείται κοινή οχληρία, και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.

 

Είναι αδιάφορο ότι η πράξη ή παράλειψη για την οποία πρόκειται, διευκολύνει μεγαλύτερο μέρος του κοινού παρά το ενοχλημένο από αυτή, το γεγονός όμως ότι διευκολύνει τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μέρους του κοινού είναι δυνατόν να φανερώνει ότι τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν είναι οχληρία για οποιοδήποτε μέρος του κοινού.»

 

24.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της κοινής οχληρίας, κατά το άρθρο 186 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) Η διενέργεια πράξης μη εξουσιοδοτημένης από τον νόμο ή η παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος που επιβάλλεται από τον νόμο·

(β) η πράξη ή παράλειψη αυτή να προκαλεί βλάβη ή κίνδυνο ή ενόχληση ή να παρεμποδίζει ή προκαλεί ενόχληση στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων.

25.     Η κοινή οχληρία δεν συνιστά ιδιωτική οχληρία και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ιδιωτική οχληρία. Η κοινή οχληρία θα πρέπει να επηρεάζει ουσιωδώς μέρος του κοινού. Προσεγγίζει εννοιολογικά τη δημόσια οχληρία. Εάν ο λόγος είναι για οχληρία θορύβου, ο θόρυβος θα πρέπει να είναι ενοχλητικός για τις αισθήσεις ικανού αριθμού πολιτών, που να συνιστούν «κοινό». Το ζήτημα είναι πραγματικό· δεν συμπλέκεται με τον αριθμό των μαρτύρων, αλλά με την ποιότητα της μαρτυρίας, που όμως θα πρέπει να αναφέρεται σε ικανό αριθμό προσώπων που ενοχλούνται. Στην κοινή ή δημόσια οχληρά η ενόχληση είναι διαδεδομένη όσον αφορά το εύρος της, και αδιάκριτη ως προς το αποτέλεσμά της, ώστε να απασχολεί μία κοινότητα. Αυτή η κοινότητα μπορεί να είναι ακόμα και μία γειτονιά, αλλά είναι δυσκολότερο να χαρακτηριστεί ως «κοινή» η ενόχληση όταν αναφέρεται σε μεμονωμένα άτομα. Η κλίμακα της ενόχλησης θα πρέπει να αποδεικνύεται, για να δίδει και την έκταση ή το εύρος της ενόχλησης[3].

 

26.     Σχετικά με το αδίκημα της κοινής οχληρίας και τις κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα αυτό (Κατηγορίες 1, 4, 7, 10, 13, 16, 19, 22, 25, 28, 31, 34, 37, 40, 43, 46, 49, 52, 55, 58, 61, 64, 67, 70, 73, 76, 79, 82, 85, 88, 91, 94, 97, 100, 103, 106, 109, 112, 115, 118, 121, 124, 127, 130, 133, 136, 139, 142, 145, 148, 151, 154, 157, 160, 163, 166, 169, 172, 175, 178, 181, 184, 187, 190, 193, 196, 199, 202, 205, 208, 211, 214, 217, 220, 223, 226, 229, 232, 235, 238, 241, 244, 247, 250, 253, 256, 259, 262, 265, 268, 271, 274, 277, 280, 283, 286, 289, 292, 295, 298, 301, 304, 307, 310, 313, 316, 319, 322, 325, 328, 331, 334, 337, 340, 343, 346, 349, 352, 355, 358, 361, 364, 367, 370, 373, 376, 379, 382, 385, 388, 391, 394, 397, 400, 403, 406, 409, 412, 415, 418, 421 και 424), μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, δεν υπάρχει επαρκώς συγκεκριμένη αναφορά σε τέτοιο εύρος ενόχλησης που να δίδει το στοιχείο του «κοινού», της κοινότητας που απαρτίζεται από ικανό ή σημαντικό αριθμό ατόμων.

 

27.     Οι αναφορές των ΜΚ1 και ΜΚ2 ήταν εστιασμένες στην ενόχληση που υπόκεινται οι ίδιοι, λόγω του ότι η οικία τους βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από την ταβέρνα, από την οποία ακούγεται η μουσική. Οι αναφορές τους δίδουν βάση σε ιδιωτική οχληρία, αλλά όχι σε κοινή οχληρία. Δεν έδωσαν εύρος των παραπονούμενων που να αποτελεί κοινότητα ώστε να ξεφύγουν από το πλαίσιο της ιδιωτικής οχληρίας. Ανέφεραν και οι δύο μία αλλοδαπή γυναίκα, επίσης γειτόνισσα, που γνώριζαν αφηρημένα πως είχε παράπονο, χωρίς να μπορούν να συγκεκριμενοποιήσουν τις αναφορές τους, που πάλι δεν επαρκεί τέτοια αναφορά σε μία ακόμα γειτόνισσα, με τον τρόπο αυτό. Ο ΜΚ2 ανέφερε πως δεν έχουν άλλους γείτονες, επομένως πρόκειται για πρόβλημα που αφορά αποκλειστικά τα άτομα που διαμένουν πολύ κοντά στην ταβέρνα, και ειδικότερα την οικογένεια των ΜΚ1 και ΜΚ2 και την άγνωστη αλλοδαπή. Ο ΜΚ3, εξεταστής της υπόθεσης, όταν ερωτήθηκε ευθέως, κατά την κυρίως εξέτασή του, γιατί κατήγγειλε για κοινή οχληρία, εφόσον μόνο δύο άτομα αναφέρθηκε πως είχαν πρόβλημα, δεν απάντησε στο ζητούμενο για να διαψεύσει ότι μόνον δύο άτομα ήταν οι παραπονούμενοι. Στην αντεξέτασή του, αναφέρονταν σε «περίοικους», χωρίς να αναφέρεται σε οποιουσδήποτε άλλους πλην των παραπονούμενων σε αυτήν την υπόθεση. Καταληκτικά, δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία, που να καλύπτει επαρκώς το στοιχείο της ενόχλησης προς το «κοινό», ώστε να μπορεί η υπόθεση να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο για τις κατηγορίες αυτές με βάση το άρθρο 186 ΠΚ. Επειδή μπορεί να διατυπωθεί πως δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τα αδικήματα της κοινής οχληρίας κατά το άρθρο 186 ΠΚ, οι Κατηγορούμενες 1 και 2 θα πρέπει να αθωωθούν και να απαλλαγούν από τα αδικήματα αυτά.

 

28.     Σχετικά με τις κατηγορίες που αναφέρονται στην χρήση του μεγαφώνου, σύμφωνα με το άρθρο 187(1)(β)(2) ΠΚ, στο οποίο βασίζονται αυτές:

 

«Κανένας δεν χρησιμοποιεί ή θέτει σε λειτουργία ή προκαλεί ή επιτρέπει τη χρήση από άλλο ή τη λειτουργία τηλεβόα, μεγαφώνου, ενισχυτή ήχου ή άλλου οργάνου που αυτόματα, μηχανικά ή ηλεκτρικά ενισχύει ή μεταδίδει ενισχυμένο ήχο-

 

(α) σε δημόσιο χώρο, ή

 

(β) σε οποιοδήποτε άλλο χώρο με τέτοιο τρόπο ή κάτω από περιστάσεις ώστε ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο, να προκαλεί οχληρία σε οποιοδήποτε δημόσιο ή άλλο χώρο,

 

παρά μόνο δυνάμει άδειας που εκδίδεται από τον Έπαρχο ή από πρόσωπο που εξουσιοδοτεί ο Έπαρχος για αυτό, και σύμφωνα με τους τυχόν συνημμένους όρους σε τέτοια άδεια:

 

Νοείται ότι δεν απαιτείται άδεια για τη χρήση ή τη λειτουργία-

 

(α) τηλεβόα, μεγαφώνου ή ενισχυτή ήχου τοποθετημένου εντός εκκλησίας ή τεμένους αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό αναμετάδοσης θρησκευτικής λειτουργίας ή τελετής, που γίνεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους θρησκευτικούς τύπους τέτοιας εκκλησίας ή τεμένους, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο

 

(β) οργάνου που χρησιμοποιείται ή που λειτουργεί αποκλειστικά για την προβολή κινηματογραφικής ταινίας σε οποιοδήποτε χώρο ή υποστατικό που έχει άδεια για αυτό, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, το παρóν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκπομπής ήχου από κέντρα αναψυχής που εμπίπτουν στις διατάξεις του περί Κέντρων Αναψυχής (Άδειες Εκπομπής Ήχου) Νόμου του 2007.

 

(2) Όποιος διενεργεί κατά παράβαση του εδαφίου (1) ή όρου που αναφέρεται σε άδεια που εκδόθηκε δυνάμει αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση έξι μηνών ή και στις δύο ποινές, το δε Δικαστήριο που εκδικάζει τέτοιο ποινικό αδίκημα δύναται να διατάξει κατάσχεση εκείνου του οργάνου που αφορούσε το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή στέρηση της άδειας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση προηγούμενης καταδίκης ιδιοκτήτη κέντρου αναψυχής για το ίδιο αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει στέρηση της εν λόγω άδειας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.»

 

29.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της χρήσης οργάνων που ενισχύουν τον ήχο σε δημόσιους χώρους ή σε χώρους κοντά σε δημόσιους χώρους, κατά το άρθρο 187(1)(β)(2) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) η χρησιμοποίηση, θέση σε λειτουργία ή πρόκληση ή έγκριση της χρήσης από άλλον ή λειτουργίας τηλεβόα, μεγαφώνου, ενισχυτή ήχου ή άλλου οργάνου που αυτόματα, μηχανικά ή ηλεκτρικά ενισχύει ή μεταδίδει ενισχυμένο ήχο·

 

(β) σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο· ή σε μη δημόσιο χώρο, με τέτοιο τρόπο ή κάτω από περιστάσεις, ώστε ο ενισχυμένος ήχος, με αυτόν τον τρόπο, να προκαλεί οχληρία σε οποιονδήποτε δημόσιο ή άλλο χώρο·

 

(γ) η απουσία άδειας που εκδίδεται από τον Έπαρχο ή από πρόσωπο που εξουσιοδοτεί ο Έπαρχος για αυτό, ή η παράβαση τυχόν συνημμένων όρων σε τέτοιαν άδεια.

 

30.     Η οχληρία, που αναφέρεται στη σύσταση του αδικήματος, ως προς τον τρόπο εκπομπής του ενισχυμένου ήχου, δεν συνιστά κατ’ ανάγκη κοινή οχληρία, ως στο άρθρο 186 ΠΚ.

 

31.     Σύμφωνα με τη μαρτυρία, στο υποστατικό «Η Ταβέρνα της Χαράς», που διαχειρίζονται οι Κατηγορούμενες 1 και 2, υπήρχε ένα μεγάφωνο, που ενίσχυε τον ήχο, με τρόπο ώστε να ακούγεται η μουσική εκτός του υποστατικού και να προκαλείται οχληρία σε άλλον χώρο, δηλαδή στην οικία των ΜΚ1 και ΜΚ2. Επίσης, σύμφωνα με το Τ5, δεν είχε εκδοθεί οποτεδήποτε άδεια χρήσης μεγάφωνων για το εν λόγω υποστατικό από τον Έπαρχο.

 

32.     Ωστόσο, το εδάφιο (1), που προβλέπει τη συγκεκριμένη απαγόρευση, σύμφωνα με ρητή επιφύλαξη, που προστέθηκε με τον τροποποιητικό ν.126(Ι)/2007 και ισχύει από την 27.07.2007, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκπομπής ήχου από κέντρα αναψυχής που εμπίπτουν στις διατάξεις του περί Κέντρων Αναψυχής (Άδειες Εκπομπής Ήχου) Νόμου του 2007. Ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Κέντρων Αναψυχής (Άδειες Εκπομπής Ήχου) Νόμο 50(I)/2016. Επειδή για τα κέντρα αναψυχής υφίσταται ειδική νομοθεσία, για συγκεκριμένους λόγους, δεν μπορεί να γίνει χρήση του προαναφερόμενου εδαφίου· το δε κείμενο της επιφύλαξης που εισήχθη είναι ξεκάθαρο, ώστε το Δικαστήριο να μην μπορεί να ερμηνεύσει διαφορετικά.

 

33.     Στο σύνολο της μαρτυρίας δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά πως η «Η Ταβέρνα της Χαράς» δεν είναι κέντρο αναψυχής σύμφωνα με τον ν.50(Ι)/2016, που παραπέμπει στον περί Κέντρων Αναψυχής Νόμο 29/1985, ώστε να έχει εφαρμογή το εδάφιο (1) του άρθρου 187 ΠΚ. Ειδικότερα, το άρθρο 187 ΠΚ θα μπορούσε να εφαρμοστεί για κέντρο αναψυχής μόνον εάν αυτό δεν έχει άδεια λειτουργίας από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού (ΚΟΤ) για να λειτουργεί ως κέντρο αναψυχής ή δεν είναι ανάμεσα στα κέντρα αναψυχής που διέπει ο νόμος για οποιονδήποτε άλλο λόγο, επομένως γι’ αυτό να μην μπορεί να υπαχθεί στον ν.29/1985, κατ’ επέκταση και στον ν.50(Ι)/2016. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η «Η Ταβέρνα της Χαράς» δεν είχε άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ ως κέντρο αναψυχής ή ότι δεν εμπίπτει στον ν.50(Ι)/2016 για οποιονδήποτε λόγο, επομένως ότι θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή το άρθρο 187 ΠΚ.

 

34.     Δεν μπορεί να γίνει έλεγχος και καταγγελία κέντρων αναψυχής που εμπίπτουν στον ν.50(Ι)/2016 με βάση το άρθρο 187 ΠΚ, κατ’ επέκταση ν’ ασκηθεί ποινική δίωξη βάσει αυτού του άρθρου. Έπειτα, δεν μπορούν να επακολουθήσουν ενέργειες βάσει του εν λόγω άρθρου, όπως η κατάσχεση μεγάφωνου από τέτοιο κέντρο αναψυχής. Δεν εφαρμόζεται πλέον το συγκεκριμένο άρθρο στα κέντρα αναψυχής που εμπίπτουν στον ν.50(Ι)/2016.

 

35.     Πέρα από το συγκεκριμένο ζήτημα, που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 187 ΠΚ, είναι και ένα άλλο ζήτημα. Είναι χαρακτηριστικό το πιο κάτω απόσπασμα από τη μαρτυρία του ΜΚ3 (Αστ.3142 και σήμερα Λοχ.3142 Π. Ζωττή), εξεταστή της υπόθεσης, κατά την αντεξέτασή του από τον κύριο Παπαγεωργίου, το οποίο παρατίθεται, χωρίς αξιολόγηση:

 

«Ε: αν σας πω τώρα, κύριε μάρτυρα, ότι σε πάρα πολλές από αυτές τις ημερομηνίες όπου έχετε καταχωρίσει ποινικά αδικήματα, τα οποία ως εξεταστής τα έχετε εξετάσει, η ταβέρνα ήταν κλειστή, τι απαντάτε;

 

Α: εάν είπαν ψέματα οι περίοικοι θα αναλάβουν τις ευθύνες τους.

 

Ε: αμφισβητείτε την πιθανότητα να είπαν και ψέματα οι περίοικοι;

 

 

Α: εντιμότατη, οι μάρτυρες αυτό μας είπαν. Τώρα εάν ήταν κλειστή η ταβέρνα ή όχι δεν μπορώ να γνωρίζω.

 

Ε: σας αναφέρω, κύριε μάρτυρα, ότι μεταξύ άλλων, κάθε Κυριακή ήταν κλειστή η ταβέρνα αυτή. Είχατε γνώση επί τούτου;

 

Α: κανένας δεν με πληροφόρησε, ούτε οι κατηγορούμενοι, ούτε οι πολίτες ότι αυτές τις ημερομηνίες ή αυτές τις ημέρες το υποστατικό ήταν κλειστό, με σκοπό να κάνω κάποια επιπλέον διερεύνηση κατά πόσο άλλος γείτονας μπορεί να είχε διαφορετική άποψη.»

 

36.     Ακολούθησε υποβολή πως και τις Δευτέρες ήταν κλειστή η ταβέρνα, με την ίδια στάση του μάρτυρα. Ο ΜΚ3 δεν μπόρεσε να καλύψει με μαρτυρία την εκπομπή ήχου για τις συγκεκριμένες ημέρες που καταγράφονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών. Ανέφερε πως βασίστηκε στα λεγόμενα των παραπονούμενων που δεν γνωρίζει εάν ευσταθούν.

 

37.     Έπειτα, και η μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2, παραπονούμενων, στην οποία βασίστηκε ο εξεταστής της υπόθεσης, δεν μπόρεσε να καλύψει επαρκώς την χρήση συγκεκριμένων οργάνων που ενισχύουν τον ήχο σε κάθε μία ξεχωριστά και σε όλες τις ημερομηνίες που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες αυτές και δεν διαφαίνεται μέσα από τη μαρτυρία τους πότε και πώς συγκεκριμένα έγινε χρήση οργάνων που ενισχύουν τον ήχο στη συγκεκριμένη ταβέρνα. Επομένως, και γι’ αυτόν τον λόγο, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τα αδικήματα χρήσης οργάνων που ενισχύουν τον ήχο με βάση το άρθρο 187 ΠΚ, για τις προαναφερόμενες κατηγορίες ή μεμονωμένα για ορισμένες εξ αυτών (και ποιες;).

 

38.     Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2 για τις κατηγορίες που βασίζονται στο άρθρο 187 ΠΚ (Κατηγορίες 2, 5, 8, 11, 14, 17, 20, 23, 26, 29, 32, 35, 38, 41, 44, 47, 50, 53, 56, 59, 62, 65, 68, 71, 74, 77, 80, 83, 86, 89, 92, 95, 98, 101, 104, 107, 110, 113, 116, 119, 122, 125, 128, 131, 134, 137, 140, 143, 146, 149, 152, 155, 158, 161, 164, 167, 170, 173, 176, 179, 182, 185, 188, 191, 194, 197, 200, 203, 206, 209, 212, 215, 218, 221, 224, 227, 230,  233, 236, 239, 242, 245, 248, 251, 254, 257, 260, 263, 266, 269, 272, 275, 278, 281, 284, 287, 290, 293, 296, 299, 302, 305, 308, 311, 314, 317, 320, 323, 326, 329, 332, 335, 338, 341, 344, 347, 350, 353, 356, 359, 362, 365, 368, 371, 374, 377, 380, 383, 386, 389, 392, 395, 398, 401, 404, 407, 410, 413, 416, 419, 422, και 425) και ότι οι Κατηγορούμενες 1 και 2 θα πρέπει να αθωωθούν και να απαλλαγούν από τις προαναφερόμενες κατηγορίες.

 

39.     Υπάρχει βεβαίως η μαρτυρία του ΜΚ3 και του ΜΚ4 για μουσική που άκουσαν οι ίδιοι να μεταδίδεται την 21.09.2018 ώρα 22:20 και να ακούγεται και εκτός του υποστατικού, όταν μετέβησαν με σκοπό την εκτέλεση εντάλματος έρευνας. Η ημερομηνία 21.09.2018 και η ώρα 22:20 δεν περιλαμβάνεται σε κάποιαν από τις υφιστάμενες κατηγορίες. Ο ΜΚ3 χαρακτήρισε τη μουσική «περιττή» και «υπερβολική», ενώ οι ΜΚ3, ΜΚ4, ΜΚ5 και ΜΚ6 είδαν και το μεγάφωνο, που ήταν συνδεδεμένο με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενισχύοντας τον ήχο που μεταδίδονταν μέσα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το οποίο ο ΜΚ6 προσπάθησε να αποσυνδέσει.

 

40.     Λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο του χρόνου από την 21.09.2018, που φέρεται ως ημερομηνία διάπραξης αδικήματος σε σχέση με την εκπομπή ήχου από το υποστατικό, σε συνάρτηση με τη θεμελιακής σημασίας ασάφεια στην υφιστάμενη μαρτυρία ως προς το καθεστώς της ταβέρνας ως κέντρο αναψυχής και για το εάν εμπίπτει ή όχι στον ν.50(Ι)/2016, δεν θα ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ουσιαστική μεταβολή του κατηγορητηρίου σε αυτό το στάδιο, με την προσθήκη άλλης κατηγορίας, για χρήση μεγαφώνου ή για εκπομπή ήχου κατά την 21.09.2018 ώρα 22:20 από τη συγκεκριμένη ταβέρνα χωρίς σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή.

 

41.     Για τις κατηγορίες για την άσκηση οχληρού επαγγέλματος, σύμφωνα με το άρθρο 193 ΠΚ:

 

«Όποιος κατά την άσκηση επιτηδεύματος ή με άλλο τρόπο, προκαλεί ισχυρούς θόρυβους ή ενοχλητικές ή ανθυγιεινές οσμές σε τέτοιους χώρους και κάτω από τέτοιες περιστάσεις ώστε να προκαλεί ενόχληση σε σημαντικό αριθμό προσώπων κατά την άσκηση των κοινών τους δικαιωμάτων, διαπράττει το ποινικό αδίκημα της κοινής οχληρίας και τιμωρείται ανάλογα.»

 

42.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της άσκησης οχληρού επαγγέλματος, κατά το άρθρο 193 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) πρόκληση ισχυρών θορύβων ή ενοχλητικών ή ανθυγιεινών οσμών·

(β) κατά την άσκηση επιτηδεύματος ή με άλλον τρόπο·

(γ) σε χώρους και υπό περιστάσεις που προκαλείται ενόχληση·

(δ) σε σημαντικό αριθμό προσώπων, κατά την άσκηση των κοινών δικαιωμάτων τους.

 

43.     Στην προκειμένη περίπτωση, σε συνέχεια των όσων ήδη αναφέρθηκαν, δεν υπάρχει μαρτυρία για πρόκληση «ισχυρών θορύβων». Ούτε πως η ενόχληση αφορά σημαντικό αριθμό προσώπων κατά την άσκηση των κοινών δικαιωμάτων τους. Συνεπώς, ούτε γι’ αυτές τις κατηγορίες (Κατηγορίες 3, 6, 9, 12, 15, 18, 21, 24, 27, 30, 33, 36, 39, 42, 45, 48, 51, 54, 57, 60, 63, 66, 69, 72, 75, 78, 81, 84, 87, 90, 93, 96, 99, 102, 105, 108, 111, 114, 117, 120, 123, 126, 129, 132, 135, 138, 141, 144, 147, 150, 151, 154, 157, 160, 161, 164, 167, 170, 173, 176, 179, 182, 185, 188, 191, 194, 197, 200, 203, 206, 209, 212, 215, 218, 221, 224, 227, 230, 233, 236, 239, 242, 245, 248, 251, 254, 257, 260, 263, 266, 269, 272, 275, 278, 281, 284, 297, 300, 303, 306, 309, 312, 315, 318, 321, 324, 327, 330, 333, 336, 339, 342, 345, 348, 351, 354, 357, 360, 363, 366, 369, 372, 375, 378, 381, 384, 387, 390, 393, 396, 399, 402, 405, 408, 411, 414, 417, 420, 423 και 426) υπάρχει υπόθεση και οι Κατηγορούμενες 1 και 2 θα πρέπει να αθωωθούν και να απαλλαγούν από τις κατηγορίες αυτές.

 

44.     Όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες αφορούν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την 21.09.2018, κατά την προσπάθεια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας στην ταβέρνα. Σχετική με τα γεγονότα αυτά ήταν η μαρτυρία των ΜΚ3, ΜΚ4, ΜΚ5 και ΜΚ6, η οποία παρατίθεται συνοπτικά, χωρίς ανάλυση ή αξιολόγηση.

 

45.     Ο ΜΚ3 στις καταθέσεις του, που υιοθέτησε (Τ4), και στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, σχετικά με τα γεγονότα που κατά τη θέση του έλαβαν χώρα την 21.09.2018, αναφέρει τα εξής: την 21.09.2018 και περί ώρα 22:20 μετέβη με τους Αστ.2110, Αστ.737 και Αστ.2814 και με άλλα μέλη του ΟΠΕ Πάφου στο Μέσα Χωριό για να εκτελέσουν ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε από το Ε.Δ. Πάφου την 20.09.2018. Μετέβηκαν εκεί με πολιτική περιβολή και με τα αστυνομικά οχήματα του ΟΠΕ Πάφου που δεν φέρουν διακριτικά. Το ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτούσε είσοδο και έρευνα στο υποστατικό οποιαδήποτε ημερομηνία μεταξύ των ωρών 21:00-02:00. Κατά την εκεί παρουσία τους, αντιλήφθηκε ότι στο υποστατικό υπήρχαν περίπου οκτώ πελάτες έξω από την ταβέρνα και έτρωγαν, διάφορα πλακάτ στην είσοδο, στο έδαφος, και μεταδίδονταν ελληνική μουσική εντός και εκτός του υποστατικού. Στάθμευσαν τα οχήματα απέναντι από το υποστατικό, στη μέση ήταν ο δρόμος. Κατά την είσοδο στο υποστατικό, εντόπισαν την Κατηγορούμενη 1 στον κύριο χώρο. Την πλησίασαν, ο ίδιος της υπέδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, την πληροφόρησε ότι οι υπόλοιποι είναι συνάδελφοι του ΟΠΕ Πάφου, της υπέδειξε το δικαστικό ένταλμα έρευνας που κρατούσε, τον τίτλο «ένταλμα έρευνας», την ονομασία του υποστατικού, την έγκριση από το Δικαστήριο, την ημερομηνία και την σφραγίδα και υπογραφή του Δικαστηρίου. Της εξήγησε τι ζητούσε να παραλάβει, ενώ την ίδια στιγμή αντιλήφθηκε πως σε παρακείμενο τραπέζι, στην είσοδο, υπήρχε φορητός υπολογιστής και στο έδαφος ένα μεγάφωνο μαύρο, όργανα με την χρήση των οποίων μεταδίδονταν η μουσική. Της επέστησε την προσοχή στον νόμο και εκείνη απάντησε «έθθα πκιάσετε τίποτε που δαχαμέ». Επιπλέον, ζητούσε να σταματήσει η έρευνα και να πάνε την επόμενη ημέρα για να την κάνουν. Της εξηγήθηκε πως αυτό που ζητούσε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι για όλα φταίει η γειτόνισσά της. Στο μέρος αφίχθηκε ο Κατηγορούμενος 3, στον οποίο, επίσης, εξήγησε την ιδιότητά του και πληροφόρησε εκ νέου για το ένταλμα έρευνας. Ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος άρχισε να αποσυνδέει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με το μεγάφωνο. Στο υποστατικό εισήλθε τότε η Κατηγορούμενη 2. Της εξήγησε την εκεί παρουσία τους και την ιδιότητά τους, υποδεικνύοντάς της το ένταλμα. Άρχισε να φωνάζει μαζί με την Κατηγορούμενη 1. Ακολούθως, η Κατηγορούμενη 2 πλησίασε τον Αστ.2110 και του επιτέθηκε, σπρώχνοντάς τον, για να μην πλησιάσει τα αντικείμενα, και προσπάθησε να πιάσει το μεγάφωνο από τα χέρια του, εξυβρίζοντάς τον με την φράση «γιε της πουτάνας». Ο Αστ.2110 προχώρησε στη σύλληψή της, αφού της εξήγησε τους λόγους, κι αυτή συνέχισε να αρνείται τη σύλληψή της και να προβάλλει σθεναρή αντίσταση, με τα χέρια και τα πόδια. Η Κατηγορούμενη 1 συνέχισε να φωνάζει, ο Κατηγορούμενος 3 έπιασε το μεγάφωνο και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα παρέδωσε στον ΜΚ3, ζητώντας από την κόρη του να σταματήσει να φωνάζει και να αντιστέκεται και να λήξει εκεί το θέμα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Στη συμπεριφορά της Κατηγορούμενης 2 συνέβαλαν οι φωνές της Κατηγορούμενης 1, που συνέχιζαν. Οδηγήθηκαν στα αστυνομικά οχήματα, όπου αντιλήφθηκε πως η Κατηγορούμενη 2 πρόβαλε αντίσταση στο να εισέλθει στο όχημα, με τα χέρια και τα πόδια, με αποτέλεσμα να γίνει χρήση ανάλογης βίας, για να ελεγχθούν οι κινήσεις της, να καμφθεί η αντίσταση και να μπει στο περιπολικό, γι’ αυτό έγινε η χρήση χειροπέδων. Ο πατέρας της, Κατηγορούμενος 3, επιτέθηκε στον Αστ.2110 για να αποδράσει η κόρη του, με αποτέλεσμα να παρέμβει άλλος αστυνομικός και να τον συλλάβει, με τη συνδρομή κι άλλων μελών της αστυνομίας. Η Κατηγορούμενη 1 συνέχισε χωρίς σταματημό να φωνάζει και να προκαλεί την κατάσταση, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και εκείνη. Μπήκαν στο ίδιο περιπολικό οι Κατηγορούμενες 1 και 2. Ο Κατηγορούμενος 3 μπήκε σε άλλο περιπολικό. Αφού επιβιβάστηκαν στα οχήματα, παρέλαβαν τα τεκμήρια και έφυγαν από το μέρος. Κατά τη διαδρομή, στο περιπολικό που ήταν οι Κατηγορούμενες 1 και 2 ήταν και ο ΜΚ3. Οι Κατηγορούμενες 1 και 2, όπως αναφέρει, προκαλούσαν με διάφορα σχόλια. Δεν απαντούσαν, αλλά ο μάρτυρας συγκράτησε ότι η Κατηγορούμενη 2 είπε στη μητέρα της ότι θα τους κατηγορήσει ότι την πείραξαν. Πάλι δεν ανταποκρίθηκαν. Μετέβησαν στον σταθμό και ακολούθησε η διαδικασία.

 

46.     Στη δική του μαρτυρία, ο ΜΚ4 (Αστ.3634 Ν. Καζαντζής), μέλος του ΟΠΕ κατά τον ουσιώδη χρόνο, υιοθέτησε την κατάθεσή του, Τ10, στην οποία ανέφερε τα εξής: την 21.09.2018 ώρα 22:00 αναχώρησαν με τους συναδέλφους του ΟΠΕ Αστ.737, Αστ.836, Αστ.2814, Αστ.2736 και Αστ.2110 για να μεταβούν στην επίδικη ταβέρνα, αναφορικά με την οποία εκκρεμούσε ένταλμα έρευνας για οχληρία. Έφθασαν γύρω στις 22:20, εντόπισαν την Κατηγορούμενη 1. Ο Αστ.3142 της έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα, το ένταλμα έρευνας και ανέφερε τι ζητούσε να παραλάβει. Παρατήρησε, ο ΜΚ4, πως υπήρχε ο φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής και ένα μεγάφωνο που μετέδιδε μουσική. Η Κατηγορούμενη 1 είχε αρχίσει να φωνάζει και να λέει «εν η γειτόνισσα που φταίει για ούλλα». Στη συνέχεια, ήρθε στο μέρος ο Κατηγορούμενος 3, σύζυγός της, που προσπαθούσε να ηρεμήσει την κατάσταση και ζητούσε από την Κατηγορούμενη 1 να σταματήσει να φωνάζει και να βοηθήσει την αστυνομία. Ο ίδιος τράβηξε τον φορητό υπολογιστή και το ηχείο και τα παρέδωσε στον Αστ.3142. Στη συνέχεια, εισήλθε η Κατηγορούμενη 2, θυγατέρα τους, που άρχισε να φωνάζει και ταυτόχρονα προσπαθούσε να παρεμποδίσει την έρευνα, εξυβρίζοντας και ενοχλώντας τους αστυνομικούς κατά την εκτέλεση του εντάλματος. Ο Αστ.2110 συνέλαβε την Κατηγορούμενη 2 και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο περιπολικό. Ενώ οδηγείτο στο περιπολικό, ο Κατηγορούμενος 3 ακολουθούσε τους αστυνομικούς και ζητούσε από την κόρη του να σταματήσει να αντιστέκεται και να φωνάζει. Κατευθύνθηκε προς το περιπολικό όπου σε κάποια στιγμή, ενώ η Κατηγορούμενη 2 πρόβαλλε αντίσταση στο να μπει μέσα, ζητώντας να έρθει η αστυνομία στο μέρος, ο Κατηγορούμενος 3 κτύπησε τον Αστ.2110 στην αριστερή ωμοπλάτη και τον τραβούσε από τα χέρια για να αφήσει ελεύθερη την Κατηγορούμενη 2. Αμέσως τον πλησίασε ο ΜΚ4 και του ανέφερε πως είναι υπό σύλληψη και αφού του επέστησε την προσοχή στον νόμο, απάντησε «αΐστε το μωρό». Στη συνέχεια μετέφερε τον συλληφθέντα στο τμήμα.

 

47.     Στη δική του μαρτυρία, ο ΜΚ5 (Αστ.2814 Μ. Μενελάου), υιοθέτησε την κατάθεσή του, Τ11, στην οποία ανέφερε τα εξής γεγονότα: Την 21.09.2018 και ώρα 22:20 μετέβη με τους Αστ.3142, Αστ.2110, Αστ.3634, Αστ.3486 και Αστ.737 στην επίδικη ταβέρνα, κατόπιν δικαστικού εντάλματος έρευνας. Υπήρχαν γραπτές καταγγελίες ότι το συγκεκριμένο υποστατικό προκαλούσε οχληρία κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Εισήλθαν στο υποστατικό και ο Αστ.3142 υπέδειξε το ένταλμα έρευνας στην υπεύθυνη του υποστατικού, Κατηγορούμενη 1, και της επεξήγησε συνοπτικά τον λόγο έκδοσής του. Την ίδια ώρα, εισήλθε και ο Κατηγορούμενος 3, σύζυγός της και η θυγατέρα τους, Κατηγορούμενη 2. Την ώρα που ο Αστ.2110 προσπαθούσε να αποσυνδέσει το ηχείο που ήταν σε λειτουργία, η Κατηγορούμενη 2 προσπάθησε να τον παρεμποδίσει, με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος 3 και η Κατηγορούμενη 1 άρχισαν να φωνάζουν, ενώ ήταν στον δρόμο, έξω από το υποστατικό, δίπλα από σπίτια, και να αντιδρούν για τη σύλληψη της κόρης τους. Αμέσως ανέφερε στην Κατηγορούμενη 1 ότι με το να φωνάζει σε δημόσιο χώρο, προκαλώντας θόρυβο και ταραχή, διαπράττει αδίκημα και της επέστησε την προσοχή στον νόμο και εκείνη απάντησε «αφήστε την κόρη μου τωρά γιατί έν ηξέρω τι εν να γίνει», συνεχίζοντας να φωνάζει και να αντιδρά για τη σύλληψη της κόρης της και την παραλαβή του ηχείου στο υποστατικό της. Ακολούθως, ώρα 22:35 της ίδια ημέρας, την ενημέρωσε ότι είναι υπό σύλληψη και αφού της επέστησε την προσοχή στον νόμο, απάντησε «κάμε την δουλειά σου να δούμε τι θα καταλάβεις». Ακολούθησε η μεταφορά της στον σταθμό.

 

48.     Ο ΜΚ6 (Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος) υιοθέτησε την κατάθεσή του, Τ12, στην οποία αναφέρονται τα εξής: Την 21.09.2018 περί ώρα 22:00 ενημερώθηκε από τον Αστ.3142 ότι στη συγκεκριμένη ταβέρνα υπάρχει οχληρία από μουσική και ότι θα έπρεπε να μεταβούν στο μέρος για να επιληφθούν του θέματος, ενώ εκκρεμούσε και ένταλμα έρευνας. Μετά από 20 λεπτά μετέβηκε στο μέρος με τους Αστ.3142, Αστ.737, Αστ.3486, Αστ.2814, Αστ.2736 και Αστ.3634. Εκεί συνάντησαν την Κατηγορούμενη 1. Ο Αστ.3142 της εξήγησε τους λόγους της παρουσίας τους και της υπέδειξε το ένταλμα έρευνας που εκκρεμούσε. Ενώ βρίσκονταν στο μέρος, η Κατηγορούμενη 1 άρχισε να φωνάζει και να προκαλεί ανησυχία χωρίς να ακούει. Σε μια στιγμή πέρασε από το μέρος ένα όχημα με μια νεαρή γυναίκα οδηγό και άρχισε να φωνάζει. Ο ίδιος προσπάθησε να αποσυνδέσει το μεγάφωνο που ήταν συνδεδεμένο με έναν φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή και η νεαρή που ανέφερε προηγουμένως ήρθε, τον έσπρωξε και προσπάθησε να πιάσει το μεγάφωνο από τα χέρια του. Αμέσως της ανέφερε πως είναι υπό σύλληψη για ανησυχία και για παρεμπόδιση και της επέστησε την προσοχή της στον νόμο, και απάντησε «σύλλαβε με ρε». Στη συνέχεια προσπάθησε με τη βοήθεια του Αστ.737 να της περάσουν χειροπέδες αλλά αυτή αντιδρούσε και συνέχισε να φωνάζει. Μετά από αρκετή ώρα κατάφερε και της πέρασε χειροπέδες όπου διαπίστωσε πως ήταν η Κατηγορούμενη 2, κόρη της Κατηγορούμενης 1.

 

49.     Σχετικά με την 427η Κατηγορία εναντίον της Κατηγορούμενης 1, η οποία αφορά απειλή, σύμφωνα με το άρθρο 91Α ΠΚ:

«Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.»

 

50.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της απειλής, κατά το άρθρο 91Α ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) απειλή άλλου προσώπου με βία ή παράνομη πράξη ή παράλειψη·

(β) με τρόπο ώστε να προκαλείται στο πρόσωπο αυτό τρόμος ή ανησυχία.

 

51.     Η επαπειλούμενη βία ή παράνομη πράξη θα πρέπει να μπορεί, εξ αντικειμένου, υπό τις συνθήκες που λαμβάνει χώρα, να προκαλέσει στον αποδέκτη τρόμο ή ανησυχία, με την έννοια του να μην είναι κενή περιεχομένου, και πράγματι να προκαλεί τρόμο ή ανησυχία. Οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η επαπειλούμενη πράξη εξετάζονται στο σύνολό τους. Έχει σημασία η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου σε σχέση με την σκοπούμενη βία ή παρανομία, παρά η στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας ή παρανομίας σε σύντομο χρόνο. Ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Η πρόθεση εξετάζεται στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν το συμβάν, τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και τη συμπεριφορά τους, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και τη φύση της απειλής[4].

 

52.     Στην προκειμένη περίπτωση, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι προκάλεσε τρόμο και ανησυχία στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου και στον Αστ.3142 Π. Ζωττή (σήμερα Λοχ.3142), απειλώντας τους με την φράση «αφήστε την κόρη μου γιατί εν ηξέρω τι εν να γίνει».

 

53.     Δεν αναφέρεται στη μαρτυρία οτιδήποτε για απειλή από την Κατηγορούμενη 1 με χρησιμοποίηση της φράσης «αφήστε την κόρη μου τωρά γιατί έν ηξέρω τι εν να γίνει» προς τον παραπονούμενο για απειλή Π. Ζωττή (ΜΚ3), ενώ και ο παραπονούνενος για απειλή Μ. Μενελάου (ΜΚ5), ο οποίος μαρτύρησε πως η Κατηγορούμενη 1 εκστόμισε τη συγκεκριμένη φράση, φωνάζοντας για τη σύλληψη της κόρης της με την οποία διαφωνούσε, δεν έθεσε, όπως ούτε οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας, πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ίδιος ο Μ. Μενελάου ή ο Π. Ζωττής να αισθάνθηκαν τρόμο ή ανησυχία, που θα μπορούσε να τους προκαλέσει μια τέτοια φράση. Ούτε οποιοσδήποτε εξ αυτών ανέφερε πως εξέλαβε πως η συγκεκριμένη φράση ήταν απειλή προς αυτούς για βία ή παράνομη πράξη. Το «γιατί έν ηξέρω τι εν να γίνει», μέρος της συγκεκριμένης φράσης, από γυναίκα που φωνάζει επειδή συλλαμβάνουν την 18χρονη κόρη της, δεν έχει τη διάσταση απειλής, υπό την υφιστάμενη μαρτυρία. Γι’ αυτό, και επειδή δεν θα είχε νόημα να κληθεί η Κατηγορούμενη 1 να προβάλει υπεράσπιση σε τέτοια κατηγορία, υπό τις περιστάσεις, κρίνεται πως δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 1 για απειλή, κατά το άρθρο 91Α ΠΚ, και ότι η Κατηγορούμενη 1 θα πρέπει να αθωωθεί στην 427η Κατηγορία και να απαλλαγεί από αυτήν.

 

54.     Η 428η Κατηγορία αφορά το αδίκημα της πρόκλησης ανησυχίας από τις Κατηγορούμενες 1 και 2. Σύμφωνα με το άρθρο 95 ΠΚ:

«Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.»

 

55.     Για την απόδειξη του αδικήματος αυτού, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) Πρόκληση θορύβου ή ταραχής·

(β) σε δημόσιο χώρο·

(γ) χωρίς εύλογη αιτία·

(δ) με τρόπο που να ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.

 

56.     Η έννοια του «δημόσιου χώρου» δίδεται ευρέως στην ερμηνευτική διάταξη[5]. Δυνατόν ναι περιλαμβάνει τα κέντρα αναψυχής[6] ή τα καταστήματα[7] ή τους ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους που είναι ανοιχτοί για το κοινό[8]. Θα πρέπει να αναζητείται η αφετηρία της δημιουργίας του θορύβου ή της ταραχής ώστε να προκύπτει ότι ο δημιουργός της είναι χωρίς εύλογη αιτία που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή[9]. Το κριτήριο για το εάν ο θόρυβος ή η ταραχή μπορεί να οδηγήσει σε ανησυχία ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης είναι αντικειμενικό[10]. Ο λόγος είναι όμως για ενδεχόμενο και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι όντως προκλήθηκε ανησυχία σε συγκεκριμένους περίοικους ή ότι όντως προκλήθηκε διασάλευση της ειρήνης.

 

57.     Υπάρχει μαρτυρία πως οι Κατηγορούμενες 1 και 2 φώναζαν, αρχικά μέσα στο υποστατικό της ταβέρνας, η οποία ήταν σε λειτουργία, και έπειτα στον δρόμο. Αρχικά με αφορμή την εκτέλεση εντάλματος έρευνας και την κατάσχεση τεκμηρίων και έπειτα τη σύλληψη της Κατηγορούμενης 2. Υπάρχει επίσης μαρτυρία πως η περιοχή ήταν κατοικημένη και υπήρχαν περίοικοι και πως γενικότερα υπήρχε αναστάτωση από τον επεισοδιακό τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι διαδικασίες. Εκ πρώτης όψεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη η πρόκληση θορύβου με φωνές και η ταραχή υπό τις περιστάσεις που μαρτυρήθηκαν. Αυτό ακόμα κι αν υπήρχε διαφωνία με τη νομιμότητα των ενεργειών των προσώπων, που, με βάση τη μαρτυρία, είχαν αναφέρει πως ήταν, και είναι, μέλη της Αστυνομίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία υποδείχθηκαν η αστυνομική ταυτότητα του ΜΚ3 και το προς εκτέλεση ένταλμα, λόγος για τον οποίο μετέβη εκεί και η υπόλοιπη ομάδα, που ήταν μέλη της Αστυνομίας. Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία, θα μπορούσε, στο απόγειό της, εφόσον φυσικά γίνει αποδεκτή, να οδηγήσει και σε καταδίκη (μπορεί και όχι), επομένως στη βάση αυτή, υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την 428η Κατηγορία και οι Κατηγορούμενες 1 και 2 θα πρέπει να προβάλουν την υπεράσπισή τους για την εν λόγω κατηγορία.

 

58.     Σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2, ότι είχαν παρέμβει στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας (429η Κατηγορία και 430η Κατηγορία, αντίστοιχα), σύμφωνα με το άρθρο 121 ΠΚ:

«Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-

(α) …

(β) …

(γ) παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.»

 

59.     Καταρχάς, να λεχθεί πως η έκθεση των αδικημάτων των εν λόγω κατηγοριών δεν συνάδει με τις λεπτομέρειές τους. Στην έκθεση των αδικημάτων γίνεται λόγος για συνωμοσία για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και επηρεασμό μαρτύρων, ενώ στις λεπτομέρειες αμφότερων των κατηγοριών εκτίθεται η παρέμβαση στην εκτέλεση ποινικού εντάλματος έρευνας. Στη νομική βάση αναγράφεται το άρθρο 121ΠΚ χωρίς περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση. Η περίπτωση (α) διαφέρει από την περίπτωση (γ).

 

60.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα με αναφορά στην παρέμβαση στην εκτέλεση εντάλματος, κατά τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, με βάση το άρθρο 121(γ) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) η ύπαρξη εντάλματος, αστικού ή ποινικού·

(β) η νομιμότητα του εντάλματος·

(γ) συμπεριφορά που να συνιστά είτε παρεμπόδιση είτε παρέμβαση στην εκτέλεση είτε εγνωσμένη αποτροπή εκτέλεσης.

 

61.     Όταν δεν υπάρχει νόμιμο ένταλμα, υπάρχει δυνατότητα παρεμπόδισης ή παρέμβασης στην εκτέλεση ή προσπάθεια να μην εκτελεστεί. Η νομιμότητα, όμως, δεν εναπόκειται στην προσωπική εκτίμηση οποιουδήποτε, κατά την στιγμή της εκτέλεσης. Συνοδεύεται από σχετικό τεκμήριο. Η συμπεριφορά δεν χρειάζεται να έχει και ως αποτέλεσμα τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Αρκεί να παρεμβάλλεται στην εκτέλεση του εντάλματος. Παρέμβαση (“interferes with”) μπορεί να θεωρηθεί κάθε συμπεριφορά που εμποδίζει ή καθυστερεί τη διενέργεια της έρευνας (π.χ. ο δράστης κλείνει τις πόρτες ή τα παράθυρα για να μην εισέλθουν οι αρχές)· η απόκρυψη ή η καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με την έρευνα· η αντίσταση είτε με την απλή φυσική παρουσία είτε με άλλες ενέργειες που, ως έχουν, εμποδίζουν την δράση των αρμόδιων αρχών· η άσκηση σωματικής βίας ή η απειλή με σκοπό την αποτροπή· ακόμα και με τη δημιουργία έντονης αναστάτωσης. Οποιαδήποτε πράξη που προκαλεί την καθυστέρηση ή την αναστολή της έρευνας και γενικότερα παρακωλύει την εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση στην εκτέλεση του εντάλματος. Εάν η συμπεριφορά χαρακτηριστεί ως παρεμπόδιση ή με άλλον τρόπο παρέμβαση στην εκτέλεση ή εγνωσμένη αποτροπή εκτέλεσης, δεν έχει ουσιώδη σημασία, εφόσον, σε μεγάλο βαθμό, υπάρχει αλληλοεπικάλυψη. Για την παρέμβαση, χρειάζεται και πρόθεση. Να επιδιώκει ο δράστης να παρέμβει, με σκοπό να εμποδίσει ή να παρακωλύσει την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Κατά πόσο συγκεκριμένες ενέργειες συνιστούν παρέμβαση, είναι θέμα πραγματικό.

 

62.     Σχετικά με την 429η Κατηγορία εναντίον της Κατηγορούμενης 1, να λεχθεί αρχικά και το γεγονός ότι στις λεπτομέρειες του αδικήματος, δεν συγκεκριμενοποιείται ο τρόπος παρέμβασης της Κατηγορούμενης 1 στην εκτέλεση του εντάλματος, που της καταλογίζεται.

 

63.     Υπάρχει εν πάση περιπτώσει μαρτυρία ότι είχε εκδοθεί από Δικαστήριο ποινικό ένταλμα έρευνας στην ταβέρνα που εξουσιοδοτούσε την έρευνα και την κατάσχεση τεκμηρίων. Ήταν σε ισχύ το δικαστικό ένταλμα και έπρεπε να εκτελεστεί. Επίσης, υπήρξε μαρτυρία πως η Κατηγορούμενη 1, στην οποία υποδείχθηκε το ένταλμα και της εξηγήθηκε, αντέδρασε, όταν της επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο, λέγοντας «έθθα πκιάσετε τίποτε που δαχαμέ» ή και ζητώντας στην συνέχεια από τον ΜΚ3 να μην εκτελεστεί το ένταλμα κατά την ημέρα που μετέβησαν στον χώρο για την εκτέλεσή του, αλλά την επομένη, οπότε ο ΜΚ3 της εξήγησε πως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Έπειτα, άρχισε να φωνάζει πως για όλα φταίει η γειτόνισσα, και γενικότερα να φωνάζει.

 

64.     Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία, η άμεση λεκτική αντίδραση «έθθα πκιάσετε τίποτε που δαχαμέ», στην επίστηση, ή η επακόλουθη αναγκαία διαδικασία ενημέρωσης για το ένταλμα και, στο πλαίσιο αυτής, η συζήτηση σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης την επόμενη ημέρα, δεν συνιστούν αξιόποινη παρέμβαση στην εκτέλεση.

 

65.     Οι φωνές γενικά και οι εκφράσεις με τέτοιο περιεχόμενο (π.χ. απειλητικό) που προσανατολίζεται στο να προκληθεί αλλαγή, αποκατάσταση ή συμβιβασμός, δυνατόν να θεωρηθούν αντίσταση που παρεμβάλλεται στην εκτέλεση του εντάλματος, υπό το ευρύτερο πλαίσιο γεγονότων, αν συμβαίνει αναστάτωση σε τέτοιον ουσιαστικό βαθμό έντασης που προκαλεί χάος και σύγχυση, που αποπροσανατολίζει ή αναστέλλει ή καθυστερεί την έρευνα ή που μπορεί να την αποπροσανατολίσει, να την καθυστερήσει ή να την αναστείλει. Που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του προσώπου που εκτελεί το ένταλμα να το εκτελέσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.

 

66.     Από την άλλη, οι απλώς ενοχλητικές στο άκουσμα και παθητικές αντιδραστικές φωνές ή ο υψηλός τόνος του ατόμου που θυμώνει γενικά με την όλη κατάσταση και που δεν έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση ούτε προσανατολίζονται στο να επηρεάσουν την εκτέλεση του εντάλματος με συγκεκριμένο τρόπο, ούτε αντικειμενικά μπορούν να επηρεάσουν με οποιονδήποτε τρόπο την εκτέλεση του εντάλματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως επαρκούν, για να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως ποινικό αδίκημα παρέμβασης στην εκτέλεση. Δεν μπορεί να διατυπωθεί προσέγγιση πως όταν κάποιος δεν τηρεί σιωπή κατά την εκτέλεση ενός εντάλματος ή όταν δεν παραδίδει οικειοθελώς τα προς κατάσχεση αντικείμενα και εκφράζει δυσανασχέτηση διαπράττει και αξιόποινη παρέμβαση. Η ίδια η διαδικασία εκτέλεσης εντάλματος έρευνας είναι παρεμβατική και ενέχει εξαναγκασμό, που φυσιολογικά μπορεί να πυροδοτήσει ορισμένες αντιδράσεις. Ποιο είναι το πραγματικό όριο μετά το οποίο η μη τήρηση σιωπής ή η μη συνεργασία καθίσταται και παρέμβαση στην εκτέλεση δεν είναι πάντοτε απλό ζήτημα.

 

67.     Δεν διαφάνηκε καθόλου αυτό το όριο μέσα από την όψη της μαρτυρίας, ώστε να μπορεί να διαφανεί διαφορετικά μέσα από την υπεράσπιση της Κατηγορούμενης 1, και να πρέπει να συνεχίσει η δίκη για την κατηγορία αυτή. Η μαρτυρία αναφορικά με την Κατηγορούμενη 1 είναι πως, μετά που της εξηγήθηκε ότι θα πρέπει να γίνει την ίδια ημέρα η εκτέλεση του εντάλματος, απλώς φώναζε πως για όλα φταίει η γειτόνισσα. Έπειτα πως συνέχισε να φωνάζει, με άγνωστο περιεχόμενο εκφράσεων, με τρόπο γενικά ενοχλητικό, ενόσω στο μεταξύ εκτελείτο απρόσκοπτα το ένταλμα από τον Αστ.2110, που πήγε να αποσυνδέσει το μεγάφωνο, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά πως υπήρξε συγκεκριμένη παρεμβολή από την Κατηγορούμενη 1 σε αυτή τη διαδικασία. Φώναζε και μετά την εκτέλεση, όταν μεσολάβησε και η σύλληψη της κόρης της. Ενώ οι φωνές και η αναστάτωση δημιουργούν εκ πρώτης όψεως υπόθεση για το αδίκημα της ανησυχίας, όπως ήδη εξηγήθηκε, δεν υπάρχει αναφορά στην επίδραση των φωνών της και της γενικότερης αναστάτωσης που προκάλεσαν οι φωνές αυτές στην έρευνα και τη διεξαγωγή της· ότι παρεμβλήθηκαν και με συγκεκριμένο τρόπο, για να αποπροσανατολιστεί, να ανασταλεί ή να καθυστερήσει η έρευνα, ή για να επηρεαστεί άλλως πώς, και με τέτοια πρόθεση. Προσπαθούσε να καθησυχάσει τις φωνές αυτές ο Κατηγορούμενος 3, ο οποίος, μετά που είχε παρέμβει η Κατηγορούμενη 2, τελικά παρέδωσε ο ίδιος τα αντικείμενα που ήταν προς κατάσχεση, για να προχωρήσει κανονικά η εκτέλεση. Δεν θεωρώ πως η μαρτυρία που δόθηκε σχετικά με τη συμπεριφορά της Κατηγορούμενης 1, μέσα στο όλο πραγματικό πλαίσιο, επαρκεί για να καλύψει το συμπεριφορικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παρέμβασης (“interferes with”) στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, κατά τρόπο ώστε, εάν γίνει αποδεκτή σε μετέπειτα στάδιο, να οδηγήσει σε καταδίκη, και έτσι ώστε γι’ αυτό η Κατηγορούμενη 1 να πρέπει να προβάλει υπεράσπιση για την κατηγορία αυτή.

 

68.     Η Κατηγορούμενη 2 κατηγορείται, στην 430η Κατηγορία, ότι κι εκείνη είχε παρέμβει στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, αλλά συγκεκριμένα, με επίθεσή της στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου, τον οποίο προσπάθησε να αποτρέψει από το να λάβει τεκμήρια.

 

69.     Δεν υπήρξε όμως μαρτυρία για επίθεση από την Κατηγορούμενη 2 στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου. Συνεπώς, δεν μπορεί να κριθεί πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την 430η Κατηγορία, ως έχει.

 

70.     Υπήρξε βεβαίως μαρτυρία πως η Κατηγορούμενη 2, η οποία – σύμφωνα με τη μαρτυρία  – γνώριζε πως εκτελείτο ένταλμα έρευνας από αστυνομικούς, έσπρωξε τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο (όχι τον Αστ.2814 Μ. Μενελάου), για να μην πάρει εκείνος τα τεκμήρια, δηλαδή τον υπολογιστή και το μεγάφωνο· ότι προσπάθησε να πιάσει το μεγάφωνο από τα χέρια του, και ότι τον εξύβρισε με τη φράση «γιε της πουτάνας». Εκείνη η συμπεριφορά, της Κατηγορούμενης 2, θα μπορούσε να θεωρηθεί παρέμβαση στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας.

 

71.     Το Δικαστήριο όμως δεν είναι υποχρεωμένο να διορθώνει λάθη στις κατηγορίες. Η Κατηγορούμενη 2 κατηγορήθηκε πως επιτέθηκε σε ένα άλλο πρόσωπο, βασικά για ένα άλλο αδίκημα. Έπειτα, λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο του χρόνου από την φερόμενη ως διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος από την Κατηγορούμενη 2, σε συνάρτηση με τη φύση του αδικήματος και την υπόλοιπη μεταχείριση του κατηγορητηρίου, δεν θα ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ούτε εδώ, για ουσιαστική μεταβολή της 430ης Κατηγορίας ή για προσθήκη άλλης κατηγορίας σε αυτό το στάδιο, ώστε η Κατηγορούμενη 2 να κατηγορηθεί σχετικά για παρέμβαση στην εκτέλεση του εντάλματος από τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο.

 

72.     Η 431η Κατηγορία, εναντίον της Κατηγορούμενης 2, αναφέρεται στο αδίκημα της επίθεσης κατά αστυνομικού οργάνου τήρησης της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του. Σύμφωνα με το άρθρο 244(β) ΠΚ:

« Όποιος-

(β) επιτίθεται ή αντιστέκεται ή εσκεμμένα παρεμποδίζει όργανο τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του ή άλλο που παρέχει συνδρομή σε τέτοιο όργανο τήρησης της τάξης ή

(γ) …

(δ) …

(ε) …,

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.»

 

73.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της επίθεσης κατά το άρθρο 244(β) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) Συμπεριφορά που συνιστά επίθεση ή αντίσταση ή εσκεμμένη παρεμπόδιση·

(β) στρέφεται εναντίον οργάνου τήρησης της τάξης ή σε πρόσωπο που τον συνδράμει·

(γ) κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

74.     Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή ακόμα και με απερισκεψία (recklessly) και μπορεί να προκαλέσει και προκαλεί σε άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του, οποιασδήποτε μορφής[11]. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν να ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, παρά το ότι συνειδητοποιεί την ύπαρξή του, προβαίνει στις ενέργειες του[12].

 

75.     Θα πρέπει να υπάρχει δέουσα εκτέλεση καθήκοντος από το μέλος της αστυνομίας, δηλαδή να μην υφίσταται παρανομία. Ο παράνομος περιορισμός της ελευθερίας ενός πολίτη δημιουργεί δικαίωμα στον πολίτη να αντισταθεί, με σκοπό να απελευθερωθεί από την παράνομη σύλληψή του, πλαίσιο μέσα στο οποίο το απλό σπρώξιμο μπορεί να μην θεωρηθεί επίθεση[13]. Το δικαίωμα για αντίσταση δεν είναι απόλυτο αλλά τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τις ενέργειες των αστυνομικών. Έτσι, όταν ασκείται υπέρμετρη βία από τον δράστη, ο δράστης, και πάλι, μπορεί να κριθεί ένοχος επίθεσης, παρά το παράνομο της σύλληψης[14].

 

76.     Και πάλι, δεν υπάρχει μαρτυρία πως η Κατηγορούμενη 2 επιτέθηκε στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 431η Κατηγορία, ως έχει.

 

77.     Υπάρχει βεβαίως η προαναφερόμενη μαρτυρία, πως ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος είναι μέλος της Αστυνομίας, που εκτελούσε δεόντως τα καθήκοντά του, δηλαδή την εκτέλεση εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από Δικαστήριο και ήταν σε ισχύ, δηλαδή δεν είχε ακυρωθεί για οποιονδήποτε λόγο σχετίζεται με τη νομιμότητά του. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος έπρεπε να κατάσχει τεκμήρια, λόγος για τον οποίο, ως τεχνικός, πήγε να αποσυνδέσει το μεγάφωνο, που θα ήταν τεκμήριο στην υπόθεση. Υπάρχει επίσης μαρτυρία πως η Κατηγορούμενη 2 τον έσπρωξε, προσπαθώντας να πιάσει το μεγάφωνο από τα χέρια του. Το σπρώξιμο δυνατόν να συνιστά συμπεριφορά βίας που είναι μέσα στο πλαίσιο της επίθεσης.

 

78.     Λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο του χρόνου από την φερόμενη ως διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, σε συνάρτηση με τη φύση του και τη μαρτυρία του Αστ.2110 Γ. Κουρμούζου αλλά και τη λοιπή μεταχείριση του κατηγορητηρίου, δεν θα ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ουσιαστική μεταβολή της 431ης Κατηγορίας ή για προσθήκη άλλης κατηγορίας σε αυτό το στάδιο, ώστε η Κατηγορούμενη 2 να κατηγορείται πως επιτέθηκε στον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

79.     Η 432η Κατηγορία αφορά αντίσταση κατά νόμιμης σύλληψης από την Κατηγορούμενη 2. Σύμφωνα με το άρθρο 244(α) ΠΚ:

« Όποιος-

(α) επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή αντίστασης ή ματαίωσης της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης του εαυτού του ή άλλου για κάποιο ποινικό αδίκημα ή

(β) ….

(γ) ….

(δ) …

(ε) …,

είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.»

 

80.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της επίθεσης κατά το άρθρο 244(α) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) συμπεριφορά επίθεσης εναντίον άλλου προσώπου·

(β) σκοπός της επίθεσης να είναι είτε η διάπραξη κακουργήματος είτε η αντίσταση ή η ματαίωση της σύλληψης ή κράτησης εαυτού ή άλλου για ποινικό αδίκημα·

(γ) στις περιπτώσεις όπου ο σκοπός είναι η αντίσταση ή η ματαίωση της σύλληψης ή κράτησης εαυτού ή άλλου για ποινικό αδίκημα, αυτή θα πρέπει να είναι νόμιμη[15].

 

81.     Η έννοια της επίθεσης αναφέρθηκε προηγουμένως.

 

82.     Σύμφωνα με τη μαρτυρία, που δεν αξιολογείται, τη σύλληψη της Κατηγορούμενης 2 ενεργοποίησε το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 2 έσπρωξε τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, με την κατάσχεση του μεγαφώνου, ενώ του επιτέθηκε και φραστικά. Εκ πρώτης όψεως, ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος, υπό τις περιστάσεις, έχοντας εύλογες υποψίες ότι η Κατηγορούμενη 2 διέπραξε το αδίκημα της επίθεσης κατά αστυνομικού οργάνου τήρησης της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, νομιμοποιείτο να συλλάβει την Κατηγορούμενη 2 χωρίς ένταλμα σύλληψης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, που δεν αξιολογείται, η Κατηγορούμενη 2 προέβαινε σε κινήσεις με τα χέρια και τα πόδια και σε φωνές, προβάλλοντας αντίσταση στη σύλληψή της, με σκοπό να μη καταστεί κατορθωτή η σύλληψή της, εξαναγκάζοντας την χρήση χειροπέδων. Κρίνεται πως έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 432η Κατηγορία ώστε να πρέπει να προβάλει την υπεράσπισή της στην κατηγορία αυτή.

 

83.     Σχετικά με την 433η Κατηγορία και το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, για το οποίο κατηγορείται η Κατηγορούμενη 2, σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ:

«Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

84.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, κατά το άρθρο 99 ΠΚ, πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) εξύβριση άλλου προσώπου·

(β) σε δημόσιο χώρο ή σε μη δημόσιο χώρο με τρόπο και υπό συνθήκες που μπορεί να ακουστεί από πρόσωπο σε δημόσιο χώρο·

(γ) με τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση.

 

85.     Η έννοια του δημόσιου χώρου αναφέρθηκε προηγουμένως και, όπως λέχθηκε, περιλαμβάνει τα κέντρα αναψυχής[16] ή τα καταστήματα[17] ή τους ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους που είναι ανοιχτοί για το κοινό[18]. Οι λέξεις που εκστομίζονται προσεγγίζονται με βάση το συνηθισμένο τους νόημα. Το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική, και όχι απλώς αγενής, είναι θέμα πραγματικό, και, στο πραγματικό πλαίσιο εξέτασης, μπορεί να μην έχει σημασία η ατελής ή μη ορθή προφορά[19]. Στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 98, που η καταγγελλόμενη για ενόχληση λόγω δυνατής μουσικής σε ένα μπαρ είχε εξυβρίσει τον αστυφύλακα που μετέβη στο σημείο για διερεύνηση της καταγγελίας με την φράση «είσαι καραγκιόζης», κρίθηκε ένοχη για δημόσια εξύβριση και η καταδίκη της επικυρώθηκε από το Εφετείο. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί και δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα των προσώπων που είναι παρόντα, εάν είναι αστυνομικοί[20].

 

86.     Δεν υπάρχει μαρτυρία πως η Κατηγορούμενη 2 εξύβρισε τον Αστ.2814 Μ. Μενελάου με την φράση «γιε της πουτάνας», ως κατηγορείται στην 433η Κατηγορία, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση γι’ αυτήν την κατηγορία, ως έχει.

 

87.     Υπάρχει μαρτυρία, που δεν αξιολογείται, πως η ταβέρνα ήταν σε λειτουργία, κατά την ώρα που η Κατηγορούμενη 2 ξεστόμισε προς τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο, στην παρουσία άλλων αστυνομικών, την φράση «γιε της πουτάνας», η οποία, εκ πρώτης όψεως, με βάση τις συνθήκες που εκτέθηκαν, τις φωνές και την προσπάθεια παρέμβασης στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, δυνατόν να θεωρηθεί πως έχει υβριστικό περιεχόμενο, κατά τρόπο που, απευθυνόμενη σε άλλο πρόσωπο, να μπορούσε να προκαλέσει τους παρευρισκόμενους σε επίθεση.

 

88.     Λαμβάνοντας όμως υπόψη την πάροδο του χρόνου από την φερόμενη ως διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, και την παραγραφή του σήμερα, δεν θα ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ουσιαστική μεταβολή της 433ης Κατηγορίας ή για προσθήκη άλλης κατηγορίας σε αυτό το στάδιο, ώστε η Κατηγορούμενη 2 να κατηγορείται πως εξύβρισε δημόσια τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο.

 

89.     Όσον αφορά το αδίκημα της 434ης Κατηγορίας εναντίον της Κατηγορούμενης 2, για εσκεμμένη παρεμπόδιση αστυνομικού οργάνου τήρησης της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, το περιεχόμενο και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 244(β) εκτέθηκαν προηγουμένως, με αναφορά στην 431η Κατηγορία. Η εσκεμμένη παρεμπόδιση διαφέρει από την επίθεση, ενώ αμφότερες, επίθεση και εσκεμμένη παρεμπόδιση, είναι τρόποι τέλεσης του ιδίου αδικήματος. Θα πρέπει να υφίσταται παρεμπόδιση, ως πραγματικό γεγονός, και πρόσθετα, αυτή να είναι εσκεμμένη. Η παρεμπόδιση συνιστά τη θέση εμποδίων ώστε να καθίσταται δυσκολότερο το έργο του αστυνομικού οργάνου και μπορεί να λάβει χώρα και χωρίς σωματική ενέργεια. Ενώ η επίθεση μπορεί να είναι και απερίσκεπτη, η παρεμπόδιση θα πρέπει να είναι εσκεμμένη. Το εσκεμμένο συμβαίνει ύστερα από σκέψη και με συγκεκριμένη πρόθεση.

 

90.     Η 434η Κατηγορία, επίσης, αναφέρεται σε εσκεμμένη παρεμπόδιση του Αστ.2814 Μ. Μενελάου, ενώ δεν υπήρξε μαρτυρία πως ο Αστ.2814 Μ. Μενελάου επιχειρούσε να εκτελέσει το ένταλμα έρευνας συλλέγοντας τα τεκμήρια και ότι παρεμποδίστηκε. Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την 434η Κατηγορία, ως έχει και δεν ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ουσιαστική μεταβολή, λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν.

 

91.     Στην 435η Κατηγορία, η Κατηγορούμενη 2 αντιμετωπίζει κατηγορία απόδρασης από νόμιμη κράτηση. Σύμφωνα με το άρθρο 128(β) ΠΚ:

«Πρόσωπο το οποίο είτε με τη χρήση βίας είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαφεύγει ή αποπειράται να διαφύγει-

(α) ….

(β) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη του Αρχηγού της Αστυνομίας …

(γ) …

(δ) …

(ε) …,

είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.»

 

92.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της απόδρασης, κατά το άρθρο 128(β) ΠΚ, πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) η ύπαρξη κράτησης υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη του Αρχηγού της Αστυνομίας·

(β) η νομιμότητα της κράτησης·

(γ) η διαφυγή ή η απόπειρα διαφυγής·

(δ) με την χρήση βίας ή χωρίς την χρήση βίας·

(ε) η πρόθεση αποφυγής της συνέχισης της κράτησης.

 

93.     Η «νόμιμη κράτηση», κατά το άρθρο 126Α ΠΚ, σημαίνει στέρηση της ελευθερίας προσώπου, δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11 του Συντάγματος. Η σύλληψη που γίνεται νόμιμα συνιστά τέτοια νόμιμη κράτηση. Εάν η κράτηση δεν είναι νόμιμη, εξυπακούεται το δικαίωμα διαφυγής. Η διαφυγή σημαίνει την εγκατάλειψη της θέσης κράτησης, χωρίς την άδεια του προσώπου που έχει τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη γι’ αυτήν. Ο δράστης θα πρέπει να ενεργεί εσκεμμένα, με πρόθεση. Εάν η απόδραση γίνεται από ατύχημα ή υπό εξαιρετικές περιστάσεις, δεν συνιστά αδίκημα.

 

94.     Η αντίσταση στη νόμιμη σύλληψη δεν θεωρείται αυτόματα απόπειρα απόδρασης από νόμιμη κράτηση. Η αντίσταση στη σύλληψη αφορά την πράξη κατά την οποία ο συλληφθείς προσπαθεί να αποφύγει τη σύλληψη, ενώ η απόδραση αφορά την ενέργεια του ατόμου να απομακρυνθεί από τη θέση όπου κρατείται μετά την καταρχήν σύλληψή του. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, εάν η αντίσταση στη σύλληψη καταλήξει σε μια επιτυχή διαφυγή από τη σύλληψη ή αν το άτομο καταφέρει να ξεφύγει από τη θέση όπου θα έπρεπε να κρατηθεί (π.χ. φυλακή ή άλλος τόπος κράτησης), τότε μπορεί να στοιχειοθετηθεί και το αδίκημα της απόδρασης, καθώς το άτομο διαφεύγει από τη νόμιμη κράτησή του μετά την αρχική σύλληψη.

 

95.     Πέρα από τη μαρτυρία για την αντίσταση της Κατηγορούμενης 2 σε νόμιμη σύλληψή της, δεν υπάρχει μαρτυρία είτε ότι η Κατηγορούμενη 2 απέδρασε ή ότι η συνέχιση της αντίστασής της, μέχρι να μπει στο αυτοκίνητο της αστυνομίας, ενώ ήδη φορούσε χειροπέδες, ή και μέχρι να μεταφερθεί στον σταθμό, ήταν προσπάθεια για απόδραση, με τέτοια πρόθεση, απόδρασης. Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση όσον αφορά την 435η Κατηγορία εναντίον της Κατηγορούμενης 2.

 

96.     Ο Κατηγορούμενος 3 αντιμετωπίζει την 436η Κατηγορία για το αδίκημα της ελευθέρωσης κρατουμένου και γίνεται αναφορά σε χρήση πραγματικής βίας στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 127(1) ΠΚ:

«(1) Πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου, με σκοπό να ελευθερώσει το πρόσωπο αυτό από νόμιμη κράτηση ή να εμποδίσει τη στέρηση της ελευθερίας του, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη.

(2) …»

 

97.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της ελευθέρωσης κρατούμενου, κατά το άρθρο 127(1) ΠΚ, πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) χρησιμοποίηση ή απειλή χρησιμοποίησης πραγματικής βίας εναντίον προσώπου ή περιουσίας·

(β) κατά ή αμέσως πριν/μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου·

(γ) πρόθεση ελευθέρωσης του από νόμιμη κράτηση ή παρεμπόδισης της στέρησης της ελευθερίας του.

 

98.     Η μαρτυρία που υπάρχει σχετικά με την παρέμβαση του Κατηγορούμενου 3, χωρίς να αξιολογείται, έχει θεμελιακές αδυναμίες, ώστε να μην επαρκεί για να καλύψει την πρόθεση ελευθέρωσης της Κατηγορούμενης 2, και να μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη του Κατηγορούμενου 3 για το συγκεκριμένο πολύ σοβαρό αδίκημα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, στην όψη της, ο Κατηγορούμενος 3 παραινούσε την Κατηγορούμενη 2 να μην αντιστέκεται και να σταματήσει να φωνάζει και να συνεργαστεί με την αστυνομία, που την οδηγούσε στο περιπολικό (Τ10). Είχε όμως, σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, παρέμβει ο Κατηγορούμενος 3, με κτύπημα στον ώμο του Αστ.2110 και τραβήγματα, και είπε «αίστε το μωρό», όταν πλέον ασκήθηκε κάποιου βαθμού βία από την Αστυνομία, για να φορεθούν χειροπέδες και να καμφθούν οι αντιστάσεις της Κατηγορούμενης 2 (ΜΚ3, Τ4), σε πλαίσιο που δίδει το νόημα ότι ο Κατηγορούμενος 3, που σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία (ΜΚ3, Τ4, ΜΚ4, Τ10) ήταν σε όλη τη διαδικασία συνεργάσιμος, δεν ήθελε να ασκείται βία στο 18χρονο παιδί του, εκείνη να μπει στο όχημα, η αστυνομία να μην την πιέζει, και να τελειώνει το όλο ζήτημα. Η μαρτυρία αυτή δεν είναι μαρτυρία για πρόθεση απελευθέρωσης της Κατηγορούμενης 2 από την κράτησή της. Ενώ οι ΜΚ3 και ΜΚ4 είχαν παρουσιάσει τον Κατηγορούμενο 3 ως συνεργάσιμο στις προηγούμενες χρονικές φάσεις, ο ΜΚ5, στο Τ11, ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος 3 αντιδρούσε και εκείνος στη σύλληψη της κόρης του, και φώναζε μαζί με την Κατηγορούμενη 1. Δεν προκύπτει φυσιολογικά να έχει νόημα, στη βάση αυτής της μαρτυρίας, αυτής της όψης, που δεν θα μπορούσε, σε περίπτωση αποδοχής της να οδηγήσει σε καταδίκη, να συνεχίσει η δίκη και να προβάλει υπεράσπιση ο Κατηγορούμενος 3· ο οποίος θα πρέπει, σε αυτό το στάδιο, να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την 436η Κατηγορία.

 

99.     Ο Κατηγορούμενος 3 κατηγορείται, και στην 437η Κατηγορία, για επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, με αναφορά σε επίθεση κατά του Αστ.2814 Μ. Μενελάου. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 244(β) ΠΚ αναφέρθηκαν προηγουμένως.

 

100.  Δεν υπάρχει μαρτυρία πως ο Κατηγορούμενος 3 επιτέθηκε στον Αστ.2814 Μ. Μενελάου, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του για την 437η Κατηγορία, ως έχει.

 

101.  Υπάρχει βεβαίως μαρτυρία πως ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος είναι μέλος της Αστυνομίας, και πως εκτελούσε δεόντως τα καθήκοντά του, δηλαδή τη σύλληψη της Κατηγορούμενης 2, για αυτόφωρο αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση, που έκρινε εκείνη την ώρα πως η Κατηγορούμενη 2 διέπραξε. Στο πλαίσιο εκτέλεσης αυτού του καθήκοντός του, ο Αστ.2110 Γ. Κουρμούζος έπρεπε να χρησιμοποιήσει εύλογη βία, για να καμφθούν οι αντιστάσεις της Κατηγορούμενης 2, μαζί με τον Αστ.737, που ανέφερε πως τον βοήθησε. Υπάρχει επίσης μαρτυρία (αμφισβητούμενη μεν αλλά υπάρχει) πως ο Κατηγορούμενος 3 «κτύπησε» τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο στην αριστερή ωμοπλάτη και ότι τον τραβούσε από τα χέρια. Υπάρχει μαρτυρία πως δεν ήταν άγγιγμα, αλλά κτύπημα, που είναι μέσα στο πλαίσιο της επίθεσης.

 

102.  Ο Κατηγορούμενος 3 δεν κατηγορείται για επίθεση στο συγκεκριμένο μέλος της Αστυνομίας, τον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο. Λαμβάνοντας υπόψη την πάροδο του χρόνου από την φερόμενη ως διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος από τον Κατηγορούμενο 3, σε συνάρτηση με όλα τα υπόλοιπα που προαναφέρθηκαν, δεν θα ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για ουσιαστική μεταβολή της 437ης Κατηγορίας ή για προσθήκη άλλης κατηγορίας σε αυτό το στάδιο, ώστε ο Κατηγορούμενος 3 να κατηγορείται πως επιτέθηκε στον Αστ.2110 Γ. Κουρμούζο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

Κατάληξη

 

103.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2 για τις Κατηγορίες 1 έως και 426 και οι Κατηγορούμενες 1 και 2 αθωώνονται και απαλλάσσονται από αυτές.

 

104.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 1 για την 427η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 1 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

105.  Υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2 για το αδίκημα της ανησυχίας, στην 428η Κατηγορία, και οι Κατηγορούμενες 1 και 2 καλούνται να προβάλουν την υπεράσπισή τους στην κατηγορία αυτή.

 

106.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 1 για την 429η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 1 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

107.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 430η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

108.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 431η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

109.  Υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για το αδίκημα της αντίστασης κατά της νόμιμης σύλληψης, στην 432η Κατηγορία, και η Κατηγορούμενη 2 καλείται να προβάλει την υπεράσπισή της στην κατηγορία αυτή.

 

110.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 433η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

111.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 434η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

112.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 2 για την 435η Κατηγορία και η Κατηγορούμενη 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

113.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου 3 για την 436η Κατηγορία και ο Κατηγορούμενος 3 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

114.  Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου 3 για την 437η Κατηγορία και ο Κατηγορούμενος 3 αθωώνεται και απαλλάσσεται από αυτήν.

 

 

[εξηγούνται στις Κατηγορούμενες 1 και 2 τα δικαιώματά τους σχετικά με τις Κατηγορίες 428 (ανησυχία) και 432 (αντίσταση κατά της νόμιμης σύλληψης)]

 

 

(Υπ.) ……………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.

[2] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.

[3] R. v. White and Ward [1757] 1 Burr. 333, Bishop Auckland L.B. v. Bishop Auckland Iron Co. [1882] 10 Q.B.D. 138, Betts v. Penge U.D.C. [1942] 2 K.B. 154, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 216.

[4] Κούσουλος ν. Αστυνομίας ΠΕ119/2021, 20.01.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13.

[5] Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 373 και Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1.

[6] Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25.

[7] Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362.

[8] Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493.

[9] Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 499.

[10] Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 373.

[11] R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788.

[12] R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964, Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574.

[13] Christie v. Leachinsky [1947] AC 373, 591. Φωτίου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611.

[14] Φωτίου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611.

[15] Kabbara v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 177.

[16] Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25.

[17] Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362.

[18] Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493.

[19] Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297, Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 ΑΑΔ 89, Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 884.

[20] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο