
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 3086/2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
D. B.
____________________
Ημερομηνία: 20 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή
Γ. Παπασάββα (κα), για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
Οι κατηγορίες
1. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει διάφορες κατηγορίες, ορισμένες εκ των οποίων έχει παραδεχθεί και άλλες τις οποίες δεν έχει παραδεχθεί. Οι κατηγορίες που δεν έχει παραδεχθεί είναι οι ακόλουθες:
4η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 05.06.2024 με 26.06.2024, στην Πάφο, παρέλειψε να υπακούσει στο διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που εκδόθηκε στην ποινική υπόθεση με αριθμό 2597/2024, ημερομηνίας 05.06.2024, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν στον Κατηγορούμενο να παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο την παραπονούμενη, που κατονομάζεται, μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης [άρθρο 137 του περί Ποινικού Κώδικας Νόμος Κεφ.154 (ΠΚ)]
5η Κατηγορία: ότι κατά τον χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 4η Κατηγορία, ενώ την 05.06.2024 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην ποινική υπόθεση με αριθμό 2597/2024, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν στον Κατηγορούμενο να παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο την παραπονούμενη, που κατονομάζεται, μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, αυτός παρέλειψε να το πράξει, διαπράττοντας με την πράξη του σκόπιμη ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία [άρθρο 44 § 1(ιβ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960].
6η Κατηγορία: ότι την 22.06.2024, στο εστιατόριο με την ονομασία «Tramps», που βρίσκεται στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων στην Πάφο, έκλεψε το κινητό μάρκας “Samsung A30” με τη θήκη του, αξίας €150, περιουσία του Ο. Σ. από την Τίμη, και πριν από διάπραξη της πιο πάνω κλοπής, καταδικάστηκε για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην υπόθεση 5411/2021 [άρθρα 255, 272 § 1 ΠΚ].
Διαδικασία
2. Για την απόδειξη της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή προσκόμισε μαρτυρία από την K. J. B. (MK1), την Ιωάννα Παυλίδου (ΜΚ2), τον Αστ.307 Α. Αριστείδου (ΜΚ3), τον Ο. Σ. (ΜΚ4) και τον Μιχάλη Μιχαήλ (ΜΚ5), οι οποίοι αντεξετάστηκαν από τη συνήγορο του Κατηγορούμενου.
3. Με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 29.11.2024, το Δικαστήριο έκρινε πως είχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, ο οποίος κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του. Επέλεξε να δώσει μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα και να αντεξεταστεί, όπως και έγινε. Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε επιπλέον μαρτυρία από την πλευρά του Κατηγορούμενου.
4. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης όλης της μαρτυρίας της υπόθεσης, αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, σε πλήρη μορφή.
Μαρτυρία και εξέταση
5. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.
6. Παρεμβάλλεται πως το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή στο ύψιστο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και εάν είναι[2]. Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι αξιόπιστη και σαφής[3]. Εάν απορριφθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είναι δυνατή η καταδίκη[4]. Εάν, στο τέλος της υπόθεσης, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία[5].
Σχετικά με την 4η Κατηγορία και την 5η Κατηγορία
MK1
7. Η μαρτυρία της ΜΚ1 παρατέθηκε στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου.
8. Το γεγονός ότι την 26.06.2024 η ΜΚ1 έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία και αυτή είναι αυτή που περιλαμβάνεται στο Τ1, ότι είχε εκδοθεί απαγορευτική διαταγή στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 2597/2024 Ε.Δ. Πάφου (Τ2) και ότι βάσει της καταγγελίας της παραπονούμενης ακολούθησε σχετικό ανακριτικό έργο (Τ3, Τ4, Τ5) δεν αμφισβητείται. Αμφισβητείται η αλήθεια της καταγγελίας της ΜΚ1 και γενικότερα της εκδοχής της ότι ο Κατηγορούμενος την παρενόχλησε μετά την έκδοση της εν λόγω διαταγής.
9. Αξιολογούμενη τώρα, η μαρτυρία της ΜΚ1, κρίνεται πως δεν ήταν συγκεκριμένη ως προς τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου που συνιστά παρενόχληση, ενώ η ΜΚ1 αναφέρθηκε με πολλή γενικότητα σε ένα ευρύ χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων, πριν από τη μετάβασή της στην Αστυνομία για καταγγελία.
10. Η εκεί καταγγελία της αναφέρονταν σε διάταγμα που επέβαλλε στον Κατηγορούμενο να μην την πλησιάζει σε απόσταση 200 μέτρων. Το Τ2, όμως, δεν απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να την πλησιάζει σε απόσταση 200 μέτρων. Πρόκειται για διαταγή ημερομηνίας 05.06.2024 που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 2597/2024 Ε.Δ. Πάφου βάσει του άρθρου 15 § 3 του ν.119(Ι)/2000, και έθετε όρο, μέχρι την εκδίκαση εκείνης της ποινικής υπόθεσης, ο Κατηγορούμενος να «μην παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο την παραπονούμενη». Το παράπονό της ΜΚ1 ήταν ότι δεν σέβονταν ο Κατηγορούμενος αυτά τα περιοριστικά μέτρα που η ίδια είχε κατά νου, που όμως δεν έχουν σχέση με ό,τι αναγράφεται στο μη αμφισβητούμενο Τ2. Η ΜΚ1 είχε ελλιπή γνώση σε σχέση με τα γεγονότα που συνιστούσαν το υπόβαθρο του παραπόνου της.
11. Έπειτα, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία (Τ1), η ΜΚ1 είχε το εξής παράπονο: ότι ο Κατηγορούμενος προσπαθούσε να της μιλήσει, ενώ χώρισαν, και επειδή δεν τον άφηναν να μπει στο bar οι φρουροί ασφαλείας, εκείνος την περίμενε να σχολάσει, έξω από το bar. Ενώ, όμως, το αρχικό παράπονό της ήταν εκείνο, ότι ο Κατηγορούμενος την περίμενε με επιμονή έξω από τον χώρο εργασίας της, κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, είχε αναφέρει ουσιαστικά δεδομένα που δεν είχε αναφέρει στην κατάθεσή της. Αυτά τα δεδομένα ακούστηκαν ως πιο σοβαρά ή σημαντικά, κατά τρόπο που γεννήθηκε φυσιολογικά το ερώτημα γιατί η ΜΚ1 να μην είχε καταγγείλει στην Αστυνομία αυτά τα διαφοροποιημένα γεγονότα.
12. Ειδικότερα, ενώ η ΜΚ1 είχε υιοθετήσει την κατάθεσή της στην Αστυνομία, μετατόπισε το παράπονό της, στο ότι ο Κατηγορούμενος, κάθε φορά που πήγαινε στο bar όπου εκείνη εργάζονταν, στέκονταν έξω, και την κοίταζε επίμονα. Ανέφερε, μάλιστα, ότι ο Κατηγορούμενος κατάφερνε να εισέρχεται και τριγυρνούσε μέσα στο bar, χωρίς να έχει λεκτική επικοινωνία με οποιονδήποτε, συνθήκη που της προκαλούσε φόβο, και ότι γι’ αυτό πήγαινε γρήγορα στο αποχωρητήριο. Μετέφερε στο Δικαστήριο μία εικόνα που δεν συνάδει με την εικόνα των φρουρών ασφαλείας που εμποδίζουν τον Κατηγορούμενο να εισέλθει στο bar και γι’ αυτό εκείνος περιμένει έξω με επιμονή, κατά την ώρα του σχολάσματος, για να την προσεγγίσει τότε και να της μιλήσει, παρά τη βούλησή της, όπως είχε αναφέρει στην αρχική κατάθεσή της.
13. Δημιούργησε επίσης απόκλιση από τη λογική ακολουθία των πραγμάτων ακόμα κι αυτό το αρχικό της παράπονο.To να περιμένει ο Κατηγορούμενος έξω από bar για να της μιλήσει, όταν εκείνη θα σχολάσει, αυτό να συμβαίνει όπως είπε «κάθε μέρα», κι η ίδια, ενώ βιώνει φόβο και ενόχληση, και τυγχάνει και προστασίας και υποστήριξης από το εργασιακό της περιβάλλον, αφενός, να επιτρέπεται να εξακολουθεί μια τέτοια συμπεριφορά επί καθημερινής βάσης, αφετέρου, να πηγαίνει στην Αστυνομία τρεις εβδομάδες μετά, αναφέροντας τότε, γενικευμένα, πως υπάρχει περιοριστικό διάταγμα που ο Κατηγορούμενος παραβιάζει, και έχοντας κατά νου περιορισμούς που δεν υφίστανται, όπως το να πλησιάζει τον χώρο στον οποίο κι εκείνη εργάζεται σε συγκεκριμένη απόσταση.
14. Με αναφορά στο ίδιο αρχικό παράπονό της, ήταν παράλληλα αξιοπερίεργο που όλες οι αναφορές της ΜΚ1 περιορίστηκαν στο συγκεκριμένο bar. Εάν ο Κατηγορούμενος ήθελε να την προσεγγίσει και να της μιλήσει, λόγος για τον οποίο να ανέμενε και επίμονα έξω από το bar, σύμφωνα με την εκδοχή της παραπονούμενης, θα την ανέμενε και οπουδήποτε αλλού, εφόσον το bar δεν παρουσιάστηκε ως ο αποκλειστικός χώρος στον οποίο θα μπορούσε ο Κατηγορούμενος να βρει την παραπονούμενη, για να της μιλήσει.
15. Ενώ η ΜΚ1 ανέφερε πως, επί καθημερινής βάσης, ο Κατηγορούμενος την κοίταζε επίμονα, ευρισκόμενος έξω από το συγκεκριμένο bar, και ότι ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, επειδή υπήρχαν φρουροί ασφαλείας, την ίδια στιγμή, ανέφερε πως την μετέφεραν είτε στον χώρο προσωπικού είτε στο αποχωρητήριο. Δεν εξήγησε πότε και γιατί έγινε τέτοια μεταφορά της σε άλλο χώρο της εργασίας της, για να προστατευθεί, και από τι ακριβώς, ενώ εξωτερικεύτηκε ως υπερβολή το να βρίσκεται ο Κατηγορούμενος έξω από το bar, το bar να είναι ένας χώρος στον οποίο εισέρχεται κόσμος, να υπάρχουν φρουροί ασφαλείας, η ίδια να εργάζεται, και να καθίσταται αντιληπτό και διαπεραστικό επίμονο κοίταγμα του Κατηγορούμενου προς την παραπονούμενη, από άγνωστη απόσταση, με άγνωστο τρόπο, αλλά και πάλι κατά τρόπο που να δικαιολογεί και μεταφορά της παραπονούμενης σε ειδικό χώρο.
16. Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΚ1 ανέφερε πως δεν θυμάται για κάθε μία ημέρα ξεχωριστά όλες τις κινήσεις του Κατηγορούμενου, αφήνοντας να νοηθεί πως υπήρχαν και άλλες κινήσεις του, εκτός από το επίμονο κοίταγμα. Κινήσεις που η ίδια ούτε στην κατάθεσή της στην Αστυνομία ανέφερε (Τ1), όπως δεν είχε αναφέρει εξάλλου το υποτιθέμενο επίμονο ενοχλητικό κοίταγμα.
17. Δεν έπεισε η ΜΚ1 ως προς το αίσθημα φόβου που ανέφερε πως αισθάνονταν ενόσω εργάζονταν στο bar. Όταν της υποβλήθηκε πως, εφόσον υπήρχαν φρουροί ασφαλείας, δεν είχε νιώσει οποτεδήποτε φόβο, τότε, ανέφερε πως επειδή το bar είναι «ανοιχτό», ο Κατηγορούμενος μπορούσε να εισέλθει από σημείο όπου να μην γίνει άμεσα αντιληπτός, μη διευκρινίζοντας, ποιο ήταν αυτό το σημείο, κι αν οποτεδήποτε είχε συμβεί τέτοιο περιστατικό. Έπειτα, μετατόπισε και πάλι το πρόβλημα, πως η ίδια ένιωθε πως ο Κατηγορούμενος την έψαχνε, ότι την περίμενε εκεί μέχρι να σχολάσει, και ότι αυτό ήταν πολύ στρεσογόνο και αγχωτικό, καθώς δεν ήταν μία συνηθισμένη κατάσταση να έρχεται η Αστυνομία να την παίρνει από την εργασία στο σπίτι της. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένες ημέρες που η Αστυνομία την μετέφερε από την εργασία στο σπίτι της γιατί περίμενε έξω από το bar ο Κατηγορούμενος και δεν τοποθετήθηκε οπουδήποτε αλλού ο Κατηγορούμενος, εκτός από το συγκεκριμένο bar. Ούτε μαρτυρία οποιουδήποτε μέλους της Αστυνομίας υπάρχει για τέτοιο περιστατικό μεταφοράς της από την εργασία της στο σπίτι της, που περιέγραψε στο Δικαστήριο η ΜΚ1, ενώ εάν υπήρχε τέτοια αστυνομική ενέργεια, ευλόγως, θα είχε καταγραφεί και μαρτυρηθεί.
18. Έπειτα, κατά την επανεξέτασή της, η ΜΚ1 ανέφερε πως η δική της εργασία, στο συγκεκριμένο bar, ήταν να προσκαλεί άτομα να εισέρχονται στο bar, και όταν είναι μέσα στο bar, να σερβίρει, δημιουργώντας περαιτέρω σκιές ως προς την αξιοπιστία της εκδοχής της ότι ο Κατηγορούμενος να προσπαθούσε να εισέλθει στο bar για να της μιλήσει και ότι τον εμπόδιζαν. Εφόσον η ίδια προσκαλούσε κόσμο στο bar, θα μπορούσε να την δει και έξω από το bar, εάν ήθελε. Δεν ανέφερε επηρεασμό αυτής της εργασίας της, ούτε συγκεκριμένο περιστατικό έξω από το bar.
19. Δεν διαφεύγει από την προσοχή πως και ο Κατηγορούμενος, κατά τη δική του ένορκη μαρτυρία, ανέφερε πως γενικά περνούσε από την οδό Αγίου Αντωνίου, όπου βρίσκονταν και αυτό το bar και άλλα, και ότι μία φορά έτυχε να εισέλθει στο συγκεκριμένο bar, σε απροσδιόριστο χρόνο μετά από την έκδοση του διατάγματος. Πήγε μέχρι το μπιλιάρδο, για να χαιρετίσει γνωστούς τους. Καθώς γύρισε, είδε την παραπονούμενη, η οποία, μόλις τον είδε, σοκαρίστηκε και έτρεξε, χωρίς ο ίδιος να αντιλαμβάνεται γιατί, εφόσον ο ίδιος δεν της έδωσε κάποια σημασία γενικά. Η αναφορά αυτή του Κατηγορούμενου όμως δεν συγκεκριμενοποιεί τη μαρτυρία της ΜΚ1, ούτε προσδίδει σε αυτήν αξιοπιστία, ως προς το ότι ο Κατηγορούμενος την παρενόχλησε οποτεδήποτε μετά την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος, δια συγκεκριμένης συμπεριφοράς του. Ο Κατηγορούμενος, γενικά, ουδέποτε έκρυψε, από την αρχική κατάθεσή του (Τ9), πως κυκλοφορεί γενικά, διαχωρίζοντας αυτή τη δυνατότητα και ελευθερία του από τα θέματα της παραπονούμενης και τον συγκεκριμένο περιοριστικό όρο που τέθηκε από το Δικαστήριο.
20. Η έκδηλη γενικότητα και η απουσία συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου του παραπόνου της ΜΚ1, οι συχνές και εύκολες μετατοπίσεις του παραπόνου της από το ένα θέμα στο άλλο, και ταυτόχρονα η έλλειψη λογικών εξηγήσεων στο περιεχόμενο της κάθε μίας εκδοχής της ΜΚ1, στα σημεία που αναφέρθηκαν, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία της ΜΚ1 ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, για να προβεί σε συγκεκριμένα δικαστικά ευρήματα, ως προς τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου (πότε, πού και τι ακριβώς υποτίθεται πως έπραξε). Δόθηκε περισσότερο η εντύπωση πως η ΜΚ1 ήταν γενικότερα ενοχλημένη με την ύπαρξη και ευρύτερη παρουσία του Κατηγορούμενου, σε συσχετισμό με την κατάσταση στην οποία η ίδια βρίσκονταν, παρά με συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου απέναντί της.
ΜΚ2
21. Η ΜΚ2, που εργάζεται στο Πρωτοκολλητείο του Ε.Δ. Πάφου, στο Ποινικό Τμήμα, κατέθεσε πιστό αντίγραφο του κατηγορητηρίου της ποινικής υπόθεσης 2597/2024 Ε.Δ. Πάφου (Τ6), στο οποίο περιέχονται έξι κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου, που σχετίζονται όλες με συμπεριφορά που αποδίδεται στον Κατηγορούμενο την 04.06.2024, όταν είπε στην παραπονούμενη «θέλω να σε σκοτώσω. Είμαι Θεός. Είμαι Θεός είμαι το άτομο που κάνει τον κόσμο καλό. Θα τους σκοτώσω όλους πουτάνα». Επίσης, η ΜΚ2 αναγνώρισε το Τ2 και κατέθεσε το πιστό αντίγραφό του (Τ2Α). Απάντησε με αμεσότητα και φυσικότητα πως, εφόσον ο Κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την έκδοση του διατάγματος, όπως και η δικηγόρος του, αυτό δεν επιδόθηκε. Κατά την αντεξέτασή της, υποστήριξε σταθερά την εκδοχή πως, εφόσον ήταν όλοι παρόντες κατά την έκδοσή του, δεν επιδόθηκε, εξηγώντας πως όταν είναι παρόντες, συνήθως, δεν επιδίδονται, εκτός εάν δοθούν οδηγίες για επίδοση. Η ΜΚ2 απαντούσε με βάση ό,τι υπάρχει στον φάκελο της υπόθεσης και με βάση τα υφιστάμενα έγγραφα και δεν υπάρχουν σημεία αναξιοπιστίας της μαρτυρίας της, η οποία είναι αποδεκτή, στο σύνολό της.
Σύνοψη ευρημάτων σχετικά με την 4η Κατηγορία και την 5η Κατηγορία
22. Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΚ2 και όσα συνομολογούνται: Την 05.06.2024 καταχωρίστηκε εναντίον του Κατηγορούμενου η ποινική υπόθεση 2597/2024 Ε.Δ. Πάφου (Τ6), στο πλαίσιο της οποίας την 05.06.2024 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο απαγορεύονταν στον Κατηγορούμενο με βάση το άρθρο 15 § 3 ν.119(Ι)/2000, να παρενοχλεί την παραπονούμενη, με οποιονδήποτε τρόπο (Τ2). Την 26.06.2024 η ΜΚ1 προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία ότι ο Κατηγορούμενος παραβίασε τους όρους του διατάγματος αυτού (Τ1), με αποτέλεσμα την 12.07.2024 να ληφθεί ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο και να κατηγορηθεί γραπτώς (Τ3, Τ4, Τ5), μη παραδεχόμενος τις κατηγορίες.
23. Σύμφωνα με το 137 ΠΚ:
«137. Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτημένο για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος …»
24. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 137 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν[6]:
(α) η ύπαρξη διατάγματος, εντάλματος ή διαταγής·
(β) να έχει εκδοθεί από Δικαστήριο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα και κανονική εξουσιοδότηση γι’ αυτό·
(γ) να υπάρχει ανυπακοή στο περιεχόμενό του/της.
25. Το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή θα πρέπει να είναι νόμιμα, ώστε να δημιουργείται υποχρέωση υπακοής. Για να δημιουργεί υποχρέωση υπακοής, θα πρέπει να μπορεί να επιβληθεί, να μην είναι λόγου χάριν απλώς αναγνωριστικής ή ρυθμιστικής φύσης.
26. Έπειτα, η υποχρέωση υπακοής που δημιουργεί θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, να αναφέρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά που ο Καθ’ ου το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή πρέπει να έχει, είτε αφορά προσταγή είτε απαγόρευση, έτσι ώστε εάν δεν συμπεριφερθεί ως ορίζει το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή, να επέρχεται ανυπακοή.
27. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής δεν αρκεί από μόνο του, εφόσον η ανυπακοή (disobedience), ως έννοια, ενέχει βουλητικό στοιχείο. Προϋποθέτει τη γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του διατάγματος, του εντάλματος ή της διαταγής, καθώς και τη βούληση μη εκτέλεσης της υποχρέωσης που επιβάλλει, ώστε να επέλθει το αποτέλεσμα της ανυπακοής.
28. Σύμφωνα με το άρθρο 44 § 1 (ιβ) ν.14/60:
«Οιovδήπoτε πρόσωπov τo oπoίov
…
(ιβ) διαπράττει oιαvδήπoτε άλληv πράξιv σκoπίμoυ ασέβειας εις oιαvδήπoτε δικαστικήv διαδικασίαv, ή πρoς oιovδήπoτε πρόσωπov εvώπιov τoυ oπoίoυ τoιαύτη διαδικασία διεξάγεται, είvαι έvoχov πλημμελήματoς, και υπόκειται εις φυλάκισιv διά περίoδov εξ μηvώv ή εις πρόστιμov μη … …»
29. Η καταφρόνηση του δικαστηρίου (contempt) είναι συμπεριφορά που παρεμβαίνει στη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης ή παρεμποδίζει τη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης[7].
30. Για την απόδειξη του αδικήματος αυτού, της συγκεκριμένης περίπτωσης (ιβ), θα πρέπει να αποδειχθούν:
(α) η ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας·
(β) συμπεριφορά ασέβειας σε αυτήν, ή προς το πρόσωπο που τη διεξάγει·
(γ) η συμπεριφορά αυτή να είναι σκόπιμη, ηθελημένη. Δεν αρκεί η αμέλεια ή η απροσεξία[8].
31. Σύμφωνα με την § 10 του ιδίου άρθρου, στο εν λόγω άρθρο, «δικαστική διαδικασία» σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου είτε η διαδικασία αυτή διεξάγεται ενώπιον ακροατηρίου είτε ιδιαίτερο γραφείο του δικαστή.
32. Η ανυπακοή σε δικαστικό διάταγμα δυνατόν να ιδωθεί και ως μορφή καταφρόνησης, εάν είναι σε επίπεδο σκόπιμης ασέβειας στη δικαστική διαδικασία.
33. Αμφότερες η 4η Κατηγορία και 5η Κατηγορία αναφέρονται στο διάταγμα ημερομηνίας 05.06.2024 που εκδόθηκε στην ποινική υπόθεση 2597/2024 Ε.Δ. Πάφου, το οποίο απαγόρευσε την «παρενόχληση». Συνεπώς, θα πρέπει να αποδειχθεί πως η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, που αναφέρεται ως ανυπακοή του συγκεκριμένου διατάγματος, είναι η «παρενόχληση» του προσώπου που κατονομάζεται στο διάταγμα ως η παραπονούμενη. Εάν πρόκειται για διάταγμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο ειδικής νομοθεσίας, η «παρενόχληση» θα έχει την έννοια που δίδεται στην ίδια νομοθεσία.
34. Συναφώς, η «παρενόχληση» στο πλαίσιο του ν.119(Ι)/2000, με αναφορά σε διάταγμα που εκδίδεται βάσει του άρθρου 15 § 3 ως όρος απόλυσης, εφόσον δεν εννοιοδοτείται διαφορετικά, είναι για την παρεμπόδιση διάπραξης του αδικήματος του άρθρου 32 του ιδίου νόμου («παρενόχληση θύματος και άλλου προσώπου»), ως προς το οποίο εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 15 και για ταχεία εκδίκαση. Εξ αυτών προκύπτει πως η «παρενόχληση» έχει την έννοια της ενόχλησης ή του εκφοβισμού, κατά τρόπο που επηρεάζει ή να μπορεί να επηρεάσει τη διερεύνηση ή εκδίκαση υπόθεσης βίας ή που προκαλεί ψυχική αναστάτωση σε θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας (υπαλλαγή), εν γνώσει του ότι πρόκειται για θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας.
35. Με βάση τα γεγονότα που αποδείχθηκαν, με την αποδεκτή μαρτυρία, δεν ικανοποιούνται όλα τα συστατικά στοιχεία των προαναφερόμενων αδικημάτων. Ειδικότερα, ενώ έχε εκδοθεί δικαστική διαταγή, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, δεν έχει αποδειχθεί πως ο Κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο που να συνιστά ανυπακοή στο περιεχόμενό της και με τέτοια πρόθεση (4η Κατηγορία). Πρόσθετα, δεν αποδείχθηκε πως ο Κατηγορούμενος ενήργησε οποτεδήποτε με τρόπο που να συνιστά ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία και με πρόθεση ασέβειας προς τη δικαστική διαδικασία (5η Κατηγορία).
36. Καταληκτικά, δεν έχε αποδειχθεί ενοχή του Κατηγορούμενου στην 4η Κατηγορία και στην 5η Κατηγορία.
Σχετικά με την 6η Κατηγορία
ΜΚ3
37. Ο ΜΚ3 αναγνώρισε και υιοθέτησε την κατάθεσή του (Τ7), στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι την 22.06.2024, ώρα 11:50, καταγγέλθηκε στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Πάφου, όπου υπηρετεί, από τον ΜΚ4, ότι την ίδια ημέρα και περί ώρα 09:30, ενώ βρίσκονταν στο εστιατόριο όπου εργάζεται, με την ονομασία «Tramps», στη Λεωφόρο Τάφοι των Βασιλέων, ο πρώην υπάλληλός του, Κατηγορούμενος, έκλεψε το κινητό του τηλέφωνο μάρκας Samsung A30 με τη θήκη του, αξίας €150, το οποίο βρίσκονταν σε μικρό τραπέζι του εστιατορίου. Την 25.06.2024 ώρα 10:00, ο παραπονούμενος του παρέδωσε ένα USB στο οποίο καταγράφηκε η κλοπή, που παρέλαβε ως τεκμήριο. Την 12.07.2024 ώρα 11:30, όταν επιστήθηκε η προσοχή του Κατηγορούμενου στον νόμο, σχετικά με το συγκεκριμένο αδίκημα, απάντησε «ok sir». Αναφέρεται στη διαδικασία που ακολούθησε σχετικά με τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου.
38. Ο ΜΚ3 κατέθεσε στο Δικαστήριο το USB στο οποίο αναφέρθηκε στην κατάθεσή του (Τ8), το οποίο ανέφερε πως επιθεώρησε και το οποίο προβλήθηκε στην αίθουσα και έδωσε τις περιγραφές που βλέπει σε αυτό. Υπέδειξε στα πλάνα του βίντεο που υπάρχει στο Τ8 το πρόσωπο που κατά τη θέση του είναι ο Κατηγορούμενος. Κατατέθηκε επίσης η ανακριτική κατάθεση που έλαβε από τον Κατηγορούμενο ο ΜΚ3 (Τ9). Στο Τ9 ο Κατηγορούμενος είχε πει πως δεν ήταν στο σημείο εκείνη την στιγμή και δεν έχει να πει τίποτε άλλο για την κατηγορία που του καταλογίζεται.
39. Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΚ3 ανέφερε πως το πρόσωπο που βλέπει στο βίντεο, κατά τη δική του κρίση, μοιάζει με τον Κατηγορούμενο πλήρως, χωρίς ο ίδιος να λέει πως είναι ο Κατηγορούμενος, με την έννοια του ότι δεν λήφθηκε DNA ούτε έγιναν άλλες ενέργειες και πρόκειται για αναγνώριση βάσει του βίντεο. Εξήγησε ότι τα πλάνα αυτά, οι ομοιότητες που υπάρχουν, σε συνδυασμό με την κατάθεση του παραπονούμενου ότι επρόκειτο για τον Κατηγορούμενο, οδήγησαν στη σύλληψη του Κατηγορούμενου. Στο βίντεο, το πρόσωπο που έχει κατατεθεί από τον παραπονούμενο πως είναι ο Κατηγορούμενος και που κατά την κρίση του ΜΚ3 μοιάζει με τον Κατηγορούμενο, αποσπά το κινητό από το τραπεζάκι, το γυρίζει με το χέρι του και το βάζει ανάμεσα στα πράγματά του. Το αντικείμενο που κρατά είναι το κινητό τηλέφωνο του παραπονούμενου.
40. Δεν υπάρχουν σημεία αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του ΜΚ3 ως προς τις ανακριτικές ενέργειες στις οποίες προέβη, τις οποίες κατέγραψε στο Τ7. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως ο ΜΚ3 παρέλαβε από τον ΜΚ4 το Τ8. Ως προς το περιεχόμενο του Τ8, που κατέθεσε ο ΜΚ3 και που αμφισβητείται, ο Κατηγορούμενος, κατά τη μαρτυρία του, ανέφερε ενόρκως στο Δικαστήριο ότι όντως είναι ο ίδιος που φαίνεται στο Τ8. Επίσης, ο ΜΚ3 εξήγησε τη λογική της κατάληξής του στον Κατηγορούμενο αφού, πλην των ομοιοτήτων στα πλάνα του βίντεο, που και ο ίδιος διαπίστωσε, ο ΜΚ4 τον κατονόμασε και τον αναγνώρισε επίσης, μαρτυρώντας ότι ήταν ο Κατηγορούμενος. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ3.
ΜΚ4
41. Ο ΜΚ4 είναι ο παραπονούμενος για κλοπή, ο οποίος αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεών του στην Αστυνομία (Τ10, Τ11). Στο Τ10 είχε αναφέρει πως εργάζεται στο «Tramps», ιδιοκτησίας του πατέρα του. Την 22.06.2024, περί ώρα 09:30, μετέβη, όπως συνηθίζει καθημερινά στο μαγαζί, για να ανοίξει την επιχείρηση. Καθώς άνοιγε τις πόρτες, είδε έξω από το κατάστημα έναν υπάλληλο που είχε πρόσφατα απολυθεί από τον πατέρα του, που είναι ο Κατηγορούμενος. Του ζήτησε νερό. Εισήλθε στο μαγαζί, ο παραπονούμενος του έδωσε ένα μπουκαλάκι νερό, και αναχώρησε από εκεί. Αμέσως μετά, που έφυγε και το πρόσωπο εκείνο, αντιλήφθηκε πως έλειπε το κινητό του, που είχε τοποθετήσει πάνω σε ένα τραπέζι, δίπλα από το μπαρ, μάρκας Samsung A30, άσπρο, με τη θήκη του, διαφανή, αξίας €150. Αμέσως μετά, μετέβη στις κάμερες ασφαλείας και έκανε έλεγχο μέσω του κλειστού κυκλώματος. Κατά τον έλεγχο, διέκρινε καθαρά πως το πρόσωπο που προανέφερε, ο πρώην υπάλληλος στον οποίο είχε δώσει νερό, ο Κατηγορούμενος, παίρνει το κινητό τηλέφωνο από το τραπεζάκι και απομακρύνεται. Ήταν το μόνο πρόσωπο που είχε εισέλθει στο μαγαζί εκείνη την ώρα, πλην του ιδίου. Στο Τ11 ο ΜΚ4 παρέδωσε το USB από το κλειστό κύκλωμα στον ΜΚ3. Ο ΜΚ4 αναγνώρισε στο Δικαστήριο τον Κατηγορούμενο, ως το ίδιο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται στα Τ10 και Τ11. Μετά που του έδωσε νερό, ο ίδιος συνέχισε τις δουλειές του, στη συνέχεια και ο Κατηγορούμενος έφυγε, και έπειτα αντιλήφθηκε την απώλεια του κινητού του. Ο ΜΚ4 είδε το βίντεο του Τ8 και αναγνώρισε τον χώρο και τον Κατηγορούμενο.
42. Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΚ4 ανέφερε πως θυμάται πως η ημέρα που του ζήτησε νερό ο Κατηγορούμενος ήταν η ίδια που έγινε το συμβάν με το κινητό του και απεικονίζεται στα πλάνα του Τ8 γιατί ήταν και η ημέρα που έπρεπε να παραγγείλει πράγματα για το μαγαζί. Ο Κατηγορούμενος είχε εργαστεί μόνο μία εβδομάδα, και απολύθηκε από τον πατέρα του, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τον λόγο. Θεώρησε πως δεν θα υπήρχε πρόβλημα με το να του δώσει ένα μπουκαλάκι νερό. Το Τ8 το ετοίμασε ο ίδιος και δείχνει το συγκεκριμένο πλάνο, δεν θεώρησε πως θα έπρεπε να βρει και να αποθηκεύσει και το πλάνο που δίδει το μπουκαλάκι με το νερό, όπως ήταν η έμφαση που δόθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης. Γνωρίζει το συγκεκριμένο πρόσωπο και δεν υπήρχε άλλο πρόσωπο που να μπήκε στο μαγαζί εκείνο το πρωί και εντοπίστηκε το πλάνο που τον δείχνει να κλέβει το κινητό. Κατά την επανεξέτασή του, ο ΜΚ4 ανέφερε πως δεν του είχε ζητήσει χρήματα για ένα μπουκαλάκι νερό, αλλά δεν του έδωσε και το κινητό του. Δεν υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι το κινητό στο οποίο αναφέρεται δεν είναι το δικό του ή ότι δεν είναι αυτό που ανέφερε.
43. Ο ΜΚ4 δεν είχε κάποιο λόγο να κατηγορήσει τον Κατηγορούμενο ότι του πήρε το κινητό. Τα λεγόμενά του ήταν απολύτως συμβατά με τα οπτικά πλάνα στο Τ8, το οποίο δείχνει ένα πρόσωπο, που σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ4 ήταν ο Κατηγορούμενος, να κρατά ένα μπουκαλάκι νερό, να παίρνει και να περιεργάζεται το κινητό που βρίσκεται σε ένα τραπεζάκι δίπλα του, να το βάζει προσεκτικά και περίτεχνα ανάμεσα στα πράγματά του, και να φεύγει. Ο ΜΚ4 απαντούσε με βεβαιότητα, σαφήνεια, φυσικότητα, πληρότητα και λογική, χωρίς να αφήνει οποιοδήποτε περιθώριο παρεξήγησης ή παρερμηνείας των λεγομένων του ή αμφισβήτησης της εκδοχής του ότι ήταν τα πραγματικά γεγονότα εκείνα που ανέφερε, όμοια στην κατάθεσή του και στο Δικαστήριο. Δεν υπήρξαν αντιφάσεις, μετατοπίσεις, υπεκφυγές, γενικότητες ή κενά στη μαρτυρία του ΜΚ4 και γενικότερα δεν υπήρξαν χαρακτηριστικά που να αποδομούν την αξιοπιστία της, ως μαρτυρία της αλήθειας, γι’ αυτό είναι αποδεκτή στο σύνολό της.
ΜΚ5
44. Ο ΜΚ5, που εργάζεται στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στο Ποινικό Τμήμα, κατέθεσε πιστό αντίγραφο του κατηγορητηρίου της ποινικής υπόθεσης 5411/2021 Ε.Δ. Πάφου εναντίον του Κατηγορούμενου (Τ12), στο οποίο περιέχεται μία κατηγορία για κλοπή δι’ ευρέσεως κινητού τηλεφώνου μάρκας i-phone, χρώματος κόκκινου, αξίας €250, περιουσία προσώπου που κατονομάζεται. Ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε στην υπόθεση εκείνη και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών (Τ13). Όπως φαίνεται από το Τ13, είχαν ληφθεί υπόψη ακόμα τέσσερις υποθέσεις. Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε και είναι αποδεκτή η μαρτυρία του στο σύνολό της.
Κατηγορούμενος
45. Ο Κατηγορούμενος, ενώ στην ανακριτική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (Τ9) είχε αναφέρει πως ο ίδιος δεν ήταν σε εκείνο το σημείο, δηλαδή στο εστιατόριο «Tramps», οπότε θέτοντας την επιδικία ως προς το εάν το πρόσωπο που φαίνεται στο Τ8 είναι ο Κατηγορούμενος και όχι κάποιο άλλο πρόσωπο, κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, σε σχέση με το παράπονο του ΜΚ4, αποκλίνοντας από την αρχική του θέση, δέχθηκε πως είναι ο ίδιος που εμφανίζεται στο βίντεο του Τ8. Αυτή η απόκλιση δεν είναι ενδεικτική αξιοπιστίας. Έθεσε τότε, για πρώτη φορά, την εκδοχή πως το κινητό που φαίνεται να παίρνει είναι δικό του. Αυτή η εκδοχή του, πέραν του ότι δεν είχε αναφερθεί οποτεδήποτε και δεν είχε υποβληθεί ούτε στον ΜΚ4, οπότε και δεν είχε αμφισβητηθεί το καθεστώς ιδιοκτησίας του συγκεκριμένου κινητού από τον ΜΚ4, δεν ήταν και πειστική σε συνάρτηση με το εν τέλει αποδεκτό – από τον Κατηγορούμενο – περιεχόμενο του Τ8. Ο τρόπος με τον οποίο παίρνει το κινητό ο Κατηγορούμενος – όπως και ο ίδιος δέχθηκε – στο Τ8, το περιεργάζεται και το τοποθετεί ανάμεσα στα πράγματα που κρατά, δεν είναι ο τρόπος που κάποιος παίρνει με φυσικότητα το δικό του, γνωστό στον ίδιο, κινητό, γνωρίζοντας πως είναι το δικό του, για να φύγει. Η μαρτυρία του Κατηγορούμενου σχετικά με την ιδιοκτησία του κινητού, που εν τέλει παραδέχθηκε πως πήρε, δεν είναι αποδεκτή ως αξιόπιστη.
46. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία των ΜΚ3, ΜΚ4 και ΜΚ5 και όσα συνομολογούνται: Την 22.06.2024, περί ώρα 09:30, ο ΜΚ4 μετέβη στο εστιατόριο «Tramps», ιδιοκτησίας του πατέρα του, όπου ο ίδιος εργάζεται, για να ανοίξει την επιχείρηση. Είδε έξω από το κατάστημα τον Κατηγορούμενο που είχε εργαστεί προηγουμένως στο εστιατόριο και είχε πρόσφατα απολυθεί από τον πατέρα του. Ο Κατηγορούμενος ζήτησε από τον παραπονούμενο νερό. Ο Κατηγορούμενος εισήλθε στο μαγαζί, ο παραπονούμενος του έδωσε ένα μπουκαλάκι νερό, και ο παραπονούμενος αναχώρησε από εκεί. Αμέσως μετά, που έφυγε και ο Κατηγορούμενος από το μέρος, ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε πως έλειπε το κινητό του, που είχε τοποθετήσει πάνω σε ένα τραπέζι, δίπλα από το μπαρ, μάρκας Samsung A30, άσπρο, με τη θήκη του, διαφανή, αξίας €150. Δεν είχε επιτρέψει ο ίδιος στον Κατηγορούμενο να το λάβει, ούτε ο Κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να λάβει το συγκεκριμένο κινητό. Ο Κατηγορούμενος έλαβε το κινητό του ΜΚ4 και έφυγε από τον χώρο. Ο ΜΚ4 μετέβη στις κάμερες ασφαλείας και έκανε έλεγχο μέσω του κλειστού κυκλώματος. Κατά τον έλεγχο, διέκρινε καθαρά τον Κατηγορούμενο να παίρνει το κινητό τηλέφωνο από το τραπεζάκι και να απομακρύνεται. Ο Κατηγορούμενος ήταν το μόνο πρόσωπο που είχε εισέλθει στο μαγαζί εκείνη την ώρα, πλην του ιδίου του παραπονούμενου. Την ίδια ημέρα, ώρα 11:50, ο ΜΚ4 μετέβη στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων Πάφου, όπου υπηρετεί ο ΜΚ3, και κατήγγειλε το περιστατικό, δίδοντας σχετική κατάθεση (Τ10). Την 25.06.2024 ώρα 10:00, ο παραπονούμενος παρέδωσε στον ΜΚ3 και το USB με το βίντεο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, στο οποίο καταγράφηκε η κλοπή, που ο ΜΚ3 παρέλαβε ως τεκμήριο (Τ11, Τ8). Ο ΜΚ3 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο και την 12.07.2024 ώρα 11:30, όταν επιστήθηκε η προσοχή του Κατηγορούμενου στον νόμο, σχετικά με το συγκεκριμένο αδίκημα, απάντησε «ok sir». Ακολούθησε διαδικασία σχετικά με τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου και ο ΜΚ3 κατέγραψε τις ενέργειές του σε κατάθεση (Τ7). Λήφθηκε επίσης ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο (Τ9). Ο Κατηγορούμενος είχε προηγουμένως καταδικαστεί στην ποινική υπόθεση 5411/2021 Ε.Δ. Πάφου (Τ12), για κλοπή δι’ ευρέσεως, κινητού τηλεφώνου μάρκας i-phone, χρώματος κόκκινου, αξίας €250, περιουσία προσώπου που κατονομάζεται, σε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών (Τ13). Είχαν ληφθεί υπόψη ακόμα τέσσερις υποθέσεις.
47. Σύμφωνα με το άρθρο 255 ΠΚ:
«(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-
(i) με τέχνασμα
(ii) με εκφοβισμό
(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο
(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα
(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.
(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.
(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.»
48. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, κατά το άρθρο 255 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα[9]:
(α) απόκτηση κατοχής ή αποκόμιση ή ιδιοποίηση πράγματος (υπαλλακτικά),
(β) το πράγμα ανήκει σε άλλο πρόσωπο,
(γ) το πράγμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής,
(δ) η απουσία συναίνεσης του ιδιοκτήτη του πράγματος,
(ε) η απουσία αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη,
(στ) η ύπαρξη σκοπού, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς αυτής, ο ιδιοκτήτης του πράγματος να στερηθεί το πράγμα αυτό μόνιμα,
(ζ) η ύπαρξη δόλου, που καλύπτει όλα τα προαναφερόμενα, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει αυτά.
49. Σύμφωνα με το άρθρο 262 ΠΚ:
«Αυτός που κλέβει οτιδήποτε το οποίο δύναται να κλαπεί, είναι ένοχος του κακουργήματος της κλοπής και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστάσεων της κλοπής ή της φύσης του πράγματος που κλάπηκε, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή.»
50. Σύμφωνα με το άρθρο 272 § 1 ΠΚ:
«Αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη της κλοπής καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 262, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων»
51. Το άρθρο 262 ΠΚ προβλέπει τη γενική ποινή για την κλοπή και το άρθρο 272 § 1 ΠΚ περίπτωση διακεκριμένης κλοπής, όταν υπάρχει προηγούμενη καταδίκη για κλοπή με βάση το άρθρο 262 ΠΚ. Με βάση τις προβλεπόμενες ποινές και ως ρητά αναφέρεται, η κλοπή, ως ορίζεται στο άρθρο 255 ΠΚ και διαπράττεται αφού συσταθεί στη βάση όσων προαναφέρθηκαν αποτελεί κακούργημα.
52. Σύμφωνα με τα γεγονότα που αποδείχθηκαν, ο Κατηγορούμενος, εν γνώσει του, απέκτησε την κατοχή ενός κινητού μάρκας Samsung A30, άσπρου, με τη θήκη του, διαφανή, αξίας €150, που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, στον ΜΚ4, και πρόκειται για αντικείμενο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής. Δεν υπήρξε συναίνεση του ιδιοκτήτη του κινητού στο να το λάβει ο Κατηγορούμενος, ούτε αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος πήρε το αντικείμενο αυτό με σκοπό να το αποστερηθεί μόνιμα ο ιδιοκτήτης του, εφόσον δεν το επέστρεψε σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ επίσης γνώριζε και επιθυμούσε το αποτέλεσμα αυτό, που επήλθε. Είχε προηγουμένως καταδικαστεί για κλοπή στην ποινική υπόθεση 5411/2021 Ε.Δ. Πάφου.
53. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε λογική αμφιβολία σχετικά με τη διάπραξη του αδικήματος της 6ης Κατηγορίας από τον Κατηγορούμενο.
Κατάληξη
54. Καταληκτικά, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει αποδείξει τα αδικήματα της 4ης Κατηγορίας και της 5ης Κατηγορίας, στα οποία ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
55. Έχει όμως αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αδίκημα της 6ης Κατηγορίας, στο οποίο ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.
[2] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.
[3] Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401.
[4] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246.
[6] Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδής, ΠΕ 54/2017, 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531, Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd (2009) 2 ΑΑΔ 634, Police v. Kyriakides (1988) 2 CLR 172, Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 CLR 287, Πετράκη ν. Petraki (2002) 1 ΑΑΔ 911.
[7] A-G v Times Newspapers Ltd [1992] 1 AC 191, [1991] 2 All ER 398, HL, Dobson v Hastings [1992] Ch 394, [1992] 2 All ER 94.
[8] R v Runting (1988) 89 Cr App Rep 243 at 247, CA, per Lord Lane LCJ, R v Schot [1997] 2 Cr App Rep 383, (1997) Times, 14 May, CA, A-G v Punch [2002] UKHL 50, [2003] 1 AC 1046, [2003] 1 All ER 289.
[9] Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR 174, R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, Lawrence v Commissioner of Police of the Metropolis (otherwise known as R v Lawrence) [1972] AC 262, Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 CLR 382, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 700, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 236/2018, ECLI:CY:AD:2019:B3, 11.01.2019.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο