
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση Προσωποκράτησης 21/2025
Αναφορικά με τον Αστ.ΧΧΧ Ν.Χ. από την Πάφο
____________________
Ημερομηνία: 22 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Αστυνομία
Ε. Κορακίδης με Λ. Κορακίδη, για τον ύποπτο
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(δοθείσα αυθημερόν)
Το αίτημα
1. Με αίτηση της Αστυνομίας, που υποβάλλεται μέσω του Αναπληρωτή Αστυνόμου Β Μαρίνου Κυριακίδη, η Αστυνομία ζητά την κράτηση του φερόμενου ως υπόπτου, για περίοδο οκτώ ημερών, για τη διερεύνηση των αδικημάτων που αναφέρονται στην αίτηση:
(1) Αθέμιτη κτήση περιουσιακού οφέλους, ν.51(Ι)/2004 άρθρο 3, ν.3(Ι)/2018 άρθρο 2
(2) Δεκασμός δημόσιου λειτουργού, Κεφ.154 άρθρο 100, ν.3(Ι)/2018 άρθρο 2
(3) Κλοπή από δημόσιο λειτουργό, Κεφ.154 άρθρα 255, 267, ν.3(Ι)/2018 άρθρο 2
(4) Κατάχρηση εξουσίας, Κεφ.154 άρθρο 105, ν.3(Ι)/2018 άρθρο 2
(5) Δόλος και κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, Κεφ.154 άρθρο 133, ν.3(Ι)/2018 άρθρο 2
(6) Αδικήματα με βάση τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο 188(Ι)/2007
2. Πρόκειται για πολύ σοβαρά αδικήματα, με βάση τις προβλεπόμενες γι’ αυτά ποινές.
3. Η αίτηση βασίζεται στον όρκο του Λοχ.0009 Α. Πηλαβάκη, της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας, στον οποίο αναφέροντα τα εξής, στη σύνοψή τους: Την 21.01.2025 καταγγέλθηκε από την παραπονούμενη ότι την 22.12.2024 είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα. Στη σκηνή είχαν κληθεί η Αστυνομία και εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών. Η ίδια μεταφέρηκε προληπτικά στο νοσοκομείο. Την επομένη του ατυχήματος, 23.12.2024, μετέβη στην Τροχαία Πάφου για να παραλάβει τα κλειδιά του οχήματός της. Ενημερώθηκε ότι το ατύχημα διερευνάται από τον Αστυνομικό Σταθμό Πάφου. Μετέβη στον Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, παρέλαβε τα κλειδιά και αποχώρησε. Λίγες ημέρες μετά, της τηλεφώνησε στο κινητό της τηλέφωνο ο ύποπτος, οποίος της συστήθηκε με το μικρό του όνομα, και της ζήτησε την 28.12.2024 να μεταβεί στον σταθμό για κατάθεση σχετικά με το ατύχημα, και ότι θα εργάζεται μεταξύ των ωρών 07:00-19:00. Την 28.12.2024, η παραπονούμενη μετέβη στον σταθμό, αλλά λόγω άλλου περιστατικού στον σταθμό, δεν κατέστη εφικτό να ληφθεί η κατάθεσή της και αποχώρησε. Λίγες ημέρες μετά, ο ύποπτος την κάλεσε ξανά για να διευθετηθεί η λήψη της κατάθεσής της την 09.01.2025. Την 09.01.2025 η παραπονούμενη μετέβη στον σταθμό και συναντήθηκε με τον ύποπτο. Εκείνη την στιγμή, ήταν ακόμα ένα μέλος της Αστυνομίας παρών. Κατά τη συνομιλία τους, λέει η παραπονούμενη, ο ύποπτος της ανέφερε και ότι είναι πατέρας και τον αριθμό των παιδιών του. Προέβη σε κατάθεση και συμφώνησε με το σχέδιο του ατυχήματος. Αφού υπέγραψε τα σχετικά, ο ύποπτος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, της ανέφερε ότι είχε προκληθεί και ζημιά σε μία πινακίδα καταστήματος απέναντι από την πάροδο από την οποία είχε εξέλθει, όταν προκλήθηκε το ατύχημα. Τον ρώτησε εάν γνωρίζει την αξία της ζημιάς. Ο ύποπτος της ανέφερε πως ήταν €600. Σύμφωνα με την εκδοχή της, το ποσό των €600 αναγράφονταν και σε μια άσπρη κόλα, πάνω στο γραφείο του υπόπτου. Σύμφωνα με την παραπονούμενη, ότι προκάλεσε και ζημιά σε πινακίδα, της το είχε αναφέρει ο ύποπτος και κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία, την τελευταία φορά. Τότε η παραπονούμενη είπε στον ύποπτο ότι θα μεταβεί στην Τράπεζα για να πάρει λεφτά και να επιστρέψει να του τα πάρει, για να κανονίσει ο ίδιος την πληρωμή της ζημιάς, πράγμα που έγινε την ίδια ημέρα. Άφησε πάνω στο γραφείο του υπόπτου τα €600 και αποχώρησε, αφού προηγουμένως της είπε ο ίδιος πως θα τα κανονίσει. Αυτά τα γεγονότα τα ανέφερε η παραπονούμενη και σε συγγενικό της πρόσωπο. Από έλεγχο στο μηχανογραφικό σύστημα, εντοπίστηκε η καταχώριση από τον ύποπτο σχετικά με το ατύχημα, αλλά όχι κάποια αναφορά για ζημιά. Από τις εξετάσεις, διαπιστώθηκε πως όντως ο ύποπτος εργάζονταν κατά την 09.01.2025 ώρα 07:00-19:00. Την 21.01.2025 διαπιστώθηκε πως δεν υπήρξε κάποια ζημιά από το ατύχημα στο κατάστημα ή σε πινακίδα και δεν υπήρχε κάποιο παράπονο στην Αστυνομία. Ενόψει των προαναφερόμενων, η Αστυνομία προχώρησε στην έκδοση εντάλματος σύλληψης και έρευνας, συνέλαβε τον ύποπτο. Όταν του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο, απάντησε «Για όνομα του Θεού, έννα φοούμαστε να κάμνουμε τη δουλειά μας, εν έγινε έτσι πράμα». Ανακρινόμενος προφορικά, ο ύποπτος, ανέφερε, αρνούμενος την ανάμειξή του με τέτοια αδικήματα, πως άγνωστος άντρας που βρίσκονταν στη σκηνή του ατυχήματος είχε αναφέρει ότι το όχημα της παραπονούμενης είχε κτυπήσει σε πινακίδα του Συμβουλίου Κισσόνεργας και προκάλεσε ζημιά, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, δεν εντόπισε τέτοια ζημιά.
4. Είναι η θέση της Αστυνομίας ότι δεν ολοκληρώθηκε το ανακριτικό έργο, αναμένονται να ληφθούν ακόμα 12 καταθέσεις περιλαμβανομένων καταθέσεων από οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον του υπόπτου, ανακριτική κατάθεση από τον ύποπτο για να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του, να εντοπιστεί ο άνδρας που του ανάφερε πως υπήρχε ζημιά σε πινακίδα, να ληφθούν καταθέσεις από πρόσωπα που παρευρέθηκαν στη σκηνή του ατυχήματος, να γίνουν εξετάσεις από τις αρμόδιες αρχές της Κισσόνεργας και να ληφθούν καταθέσεις σχετικά με πινακίδες στη σκηνή του ατυχήματος, να ληφθούν δεδομένα από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και να διαφανούν οι κινήσεις της παραπονούμενης και του υπόπτου, σε όλες τις ημερομηνίες που αναφέρθηκαν. Επίσης, θα γίνουν εξετάσεις στο τραπεζικό ίδρυμα που μετέβη η παραπονούμενη και παρέλαβε χρήματα, θα εκδοθούν διατάγματα αποκάλυψης λογαριασμών και τηλεπικοινωνιακών δεδομένων. Ενόψει αυτών, και επειδή σύμφωνα με την Αστυνομία ο ύποπτος μπορεί ν επηρεάσει μάρτυρες, να καταστρέψει τεκμήρια ή να διαφύγει από τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, είναι αναγκαία, κατ’ αυτήν, η κράτησή του.
5. Υπήρξε ένσταση στο αίτημα, στο πλαίσιο της οποίας ο μάρτυρας αντεξετάστηκε και όλες οι απαντήσεις του έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας.
6. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν εκδοχών. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Νομικές Αρχές
7. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, όταν αποδεικνύεται σε δικαστή ότι δεν συμπληρώθηκε η διεξαγωγή των ανακρίσεων για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο κάποιο πρόσωπο συλλήφθηκε, κατόπιν αίτησης αστυνομικού που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερου, είναι νόμιμο για τον δικαστή, είτε αυτός έχει ή όχι αρμοδιότητα να επιληφθεί του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγονται οι ανακρίσεις, να παραπέμπει, από καιρό σε καιρό, τον συλληφθέντα σε αστυνομική κράτηση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο, υπολογίζοντας ως πρώτη ημέρα αυτής την αμέσως επόμενη ημέρα της παραπομπής.
8. Ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[1].
9. Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου. Τέτοια διατάγματα πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά.
10. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ύποπτου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων προκύπτουν από διαχρονική και πάγια νομολογία[2] και είναι οι εξής:
(i) Ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα
(ii) Ότι η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του
(iii) Ότι οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και
(iv) Ότι η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων
11. Τα πιο πάνω αποτελούν προϋποθέσεις τη συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύει η Αστυνομία, σωρευτικά.
12. Όσον αφορά το «εύλογο» της υποψίας, η τελική απόφαση συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας, που τείνουν, κατά λογική προέκταση, να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά.
13. Δεν αξιολογούνται στο στάδιο αυτό η μαρτυρία και η αποδεικτική της αξία ή η δραστικότητά της, ούτε εάν όντως ο ύποπτος έχει διαπράξει τα αδικήματα ή όχι[3]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να αποδεικνύει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτε μαρτυρία που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση του ύποπτου με τη διάπραξη των αδικημάτων.
14. Είναι νομολογημένο ότι, για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι εύλογη ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων, είτε άλλες πληροφορίες, αν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Ωστόσο, η Αστυνομία είναι δυνατό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου έγγραφα και καταθέσεις που συνδέουν τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς την ανάγκη αυτά να παρουσιαστούν στον ύποπτο ή το δικηγόρο του, αν αυτό θα παράβλαπτε το ανακριτικό έργο[4]. Στη Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165 υποδείχθηκε πως η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση, είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει, για ευνόητους λόγους, τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη.
15. Σε περίπτωση που η αίτηση της Αστυνομίας αφορά σε περισσότερα αδικήματα, το Δικαστήριο δεν οφείλει, σε αυτή τη διαδικασία, να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση του ύποπτου με έκαστο από τα αδικήματα, ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος ξεχωριστά[5].
16. Το ποια τελικά είναι η αλήθεια, η πραγματική διάσταση των πραγμάτων και η πραγματική εμπλοκή, εάν υπάρχει όντως μαρτυρία που να μπορεί να στοιχειοθετήσει αδικήματα, είναι κάτι που διαπιστώνεται μέσα από τις έρευνες της Αστυνομίας, λόγος για τον οποίο η Αστυνομία ζητά ή και πρέπει να ζητά την κράτηση, όπου αυτή είναι αναγκαία.
17. Νοείται ότι, η απλή διατύπωση υπονοιών, όσο καλόπιστες και εάν είναι, αποσυνδεδεμένες από ένα συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο, εντελώς θεωρητικές ή υποθετικές, δεν αρκούν. Έχουμε, από τη μια, να εξισορροπήσουμε την αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να παρέχουμε λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα.
18. Σε ότι αφορά το «γνήσιο» της υποψίας, αυτή δεν πρέπει να αναδύεται από κατάχρηση εξουσίας ή να προσβλέπει προς μια τέτοια κατεύθυνση, σε κράτηση για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους επιτρέπεται τέτοιου είδους περιορισμός της ελευθερίας. Κάθε τέτοια πιθανότητα πρέπει να αποκλείεται σε κάθε περίπτωση.
19. Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το ζήτημα εξετάζεται σε συνάρτηση με τη φύση του ανακριτικού έργου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κίνδυνος επηρεασμού είτε μαρτύρων είτε καταστροφής τεκμηρίων η εν γένει οιοσδήποτε επηρεασμός, τότε δικαιολογείται η κράτηση.
20. Δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ο ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια. Κριτήριο αποτελεί το κατά πόσον υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι και εύλογος δικαιολογημένος φόβος να επηρεαστεί το ανακριτικό έργο[6].
21. Αναφορικά με τη χρονική διάρκεια της κράτησης, αυτή μπορεί να συναρτηθεί άμεσα και μόνο με το εναπομείναν ανακριτικό έργο. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τον όγκο του εναπομείναντος έργου και το είδος των ανακριτικών πράξεων· αυτό, όμως, όχι προς αντιπαραβολή ή ελάττωση της υποχρέωσης των ανακριτικών αρχών για γρήγορη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου, που θα οδηγήσει στο ξεκαθάρισμα της θέσης του ύποπτου. Είναι καθήκον της Αστυνομίας να περατώσει το ανακριτικό έργο το ταχύτερο δυνατό.
Εξέταση
22. Έχω εξετάσει με προσοχή όσα τέθηκαν ενώπιον μου.
23. Αυτό που η Αστυνομία έχει στα χέρια της, είναι βασικά μόνον η κατάθεση ενός προσώπου, της παραπονούμενης, την 21.01.2025, αρκετές ημέρες μετά από την ημερομηνία κατά την οποία η ίδια υποτίθεται πως άφησε πάνω στο γραφείο του υπόπτου €600, χωρίς να θυμάται και οτιδήποτε άλλο σχετικά, όπως ανέφερε κατά την αντεξέτασή του ο Λοχ.0009. Επειδή κατά τη θέση της ο ύποπτος της είπε ότι υπάρχει ζημιά σε πινακίδα που πρέπει να πληρωθεί, χωρίς τελικά να υπάρχει, άφησε πάνω στο γραφείο του €600. Οι κινήσεις που έγιναν προς διερεύνηση της σοβαρότητας και της εκ πρώτης όψεως βασιμότητας αυτής της καταγγελίας, συμφωνώ με τον κύριο Κορακίδη, πως δεν ήταν ουσιαστικές, για να μπορέσει να συγκεντρωθεί μαρτυρικό υλικό, από το οποίο να προκύπτει η διάπραξη των υπό διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων και της εμπλοκής του υπόπτου σε αυτά. Από τη μαρτυρία της παραπονούμενης είναι δυνατόν να προκύπτουν απλές υπόνοιες. Ακόμα και καλόπιστες να είναι, όπως ήδη λέχθηκε, δεν επαρκούν. Κατά την κρίση μου, βεβιασμένα η Αστυνομία προχώρησε, χωρίς οποιεσδήποτε διακριτικές εσωτερικές διερευνητικές πράξεις που να δίνουν στοιχεία, να εκθέσει τον ύποπτο σε έναν κατάλογο τόσο σοβαρών αδικημάτων, και να προχωρήσει και με παρεμβατικά μέτρα, περιλαμβανομένης της αίτησης αυτής, για την προσωποκράτησή του. Ενδεχομένως και η απλή υπόνοια περί ενεργειών της Αστυνομίας που παραπέμπουν σε διαφθορά να δημιουργεί την ανάγκη να επιδειχθεί ζήλος, για την εξωτερίκευση της μη ανοχής και της ανάγκης για πάταξη. Ωστόσο, η ελευθερία του ατόμου δεν περιορίζεται με απλές κουβέντες και υπόνοιες.
24. Ακόμα όμως κι αν το Δικαστήριο ικανοποιούνταν για την ύπαρξη εύλογης και γνήσιας υπόνοιας διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων, από τον ύποπτο, και μπορούσε να προχωρήσει με την επιμέρους εξέταση, και τότε, θα τίθετο ζήτημα ως προς την αναγκαιότητα της κράτησής του, σε συνάρτηση με το αναφερόμενο ανακριτικό έργο. Ο ίδιος, σύμφωνα με τη μαρτυρία που αναφέρθηκε, είπε πως δεν διαπίστωσε να υπήρχε ζημιά σε πινακίδα. Ένα πρόσωπο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ήταν παρών κατά την συνάντηση της παραπονούμενης με τον ύποπτο την 09.01.2025, από το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί κατάθεση χωρίς την κράτηση του υπόπτου. Τα υπόλοιπα που αναφέρθηκαν σχετικά με τη διερεύνηση του ατυχήματος ήταν όντως «παρεμφερή», όπως χαρακτηρίστηκαν από την πλευρά της υπεράσπισης του υπόπτου. Δεν εξηγήθηκε ο εύλογος κίνδυνος επηρεασμού του ανακριτικού έργου που είναι σχετικό με το εάν η παραπονούμενη έδωσε ή όχι στον ύποπτο €600 την 09.01.2025. Έπειτα, δεν προκύπτει λογικά ότι ο ύποπτος θα διαφύγει από τις μη ελεγχόμενες περιοχές, ότι θα εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία, για να διαφύγει τη διερεύνηση, ενώ είναι οικογενειάρχης με παιδιά, σύμφωνα με τη μαρτυρία που κατέχει η Αστυνομία, επειδή μία γυναίκα ανέφερε ότι του έδωσε €600 στη βάση της πληροφόρησης ότι υπήρχε ζημιά σε πινακίδα που δεν υπήρχε.
25. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν κρίνονταν πως υπάρχει αναγκαιότητα κράτησης του υπόπτου, δεν θα υπερέβαινε τη μία ημέρα.
Κατάληξη
26. Επειδή δεν έχει αποδειχθεί πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση τέτοιας φύσης διατάγματος, η αίτηση για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και γι’ αυτό απορρίπτεται.
(Υπ.) ………………………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.
[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.
[3] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας ΠΕ 6331, 06.06.1997, Αντωνίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 7907, 12.04.2005.
[4] Ι.Μ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 40/2023, ECLI:CY:AD:2023:B120, 04.04.2023, Tsirides v. Police (1973) 2 CLR 204.
[5] Ζανέτου v. Αστυνομίας, ΠΕ 181/2013, σχετ. με 182/2013 και 183/2013, 10.10.2013.
[6] Πέτρου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 6850 και 6851, 23.10.1999.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο