
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 2316/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
v.
Ρ. Χ.
_______________
Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή
Ρ. Ξιναρή, για Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
Οι κατηγορίες
1. Ο Κατηγορούμενος κατηγορείται, σε τρεις κατηγορίες, ότι μεταξύ των ημερομηνιών 20.04.2018 και 21.04.2018, στην οδό που αναφέρεται, στην Πάφο, έκλεψε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής [ ] μάρκας Nissan, χρώματος μαύρου, αξίας €2.000, περιουσία του προσώπου που κατονομάζεται από τη Συρία και τώρα στην Πάφο (1η Κατηγορία: κλοπή, άρθρα 255, 262 ΠΚ), ότι από το όχημα αυτό έκλεψε τις μπροστινές και πισινές πινακίδες εγγραφής και το ραδιοκασετόφωνο μάρκας Pioneer (2η Κατηγορία: κλοπή, άρθρα 255, 262 ΠΚ) και ότι εσκεμμένα και παράνομα του προξένησε ζημιά, δηλαδή βαθούλωμα στο αριστερό πίσω φτερό και στα πισινά φώτα πέδησης, άγνωστης αξίας (3η Κατηγορία: κακόβουλη ζημιά, άρθρο 324 § 1 ΠΚ).
Διαδικασία
2. Ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
3. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, υποβλήθηκε εισήγηση, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπισή του.
4. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν και έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Νομικές αρχές
5. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση για αθωότητα ή για ενοχή, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου είναι εισήγηση ή διαπίστωση βασικά πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).
6. Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης σε αυτό το στάδιο και, κατ’ επέκταση, η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, όταν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή
(β) η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.
7. Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία, και έπειτα εάν επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Αυτή είναι η πιο εύκολη περίπτωση.
8. Η πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Και πάλι, μπορεί να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον σε αυτήν την υφιστάμενη μαρτυρία. Θεωρείται στην όψη της, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας στη μαρτυρία, χωρίς όμως αξιολόγησή της, στην όψη της και μόνον, θα πρέπει να είναι καταφανώς θεμελιακό το πρόβλημα που αναδεικνύεται σε αυτήν μέσα από την αμφισβήτησή της, δια της αντεξέτασης, ώστε να μην μπορεί, οποιοδήποτε Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν σε ένα επόμενο στάδιο προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής.
9. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν την συγκεκριμένη μαρτυρία, στο απόγειό της, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν αυτή η μαρτυρία δεν εκθεμελιώθηκε, με συντριπτική αντεξέταση ή και χωρίς αντεξέταση όπου δεν χρειάζεται, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη να μην προχωρήσει η υπόθεση, και όχι το αντίθετο. Αυτή η προσέγγιση συμβαίνει στη λειτουργία της λογικής πως, εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο πολύ αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια της υπόθεσης.
10. Συναφώς, εάν δεν υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή εάν υφίσταται μαρτυρία και εκθεμελιώνεται ώστε να μην μπορεί να επιβιώσει σε περίπτωση που συνεχίσει η δίκη, και μπορεί αντικειμενικά να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία.
11. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως και με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς ανάλυση της μαρτυρίας[2].
Εξέταση
12. Σύμφωνα με το άρθρο 255 ΠΚ:
«(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-
(i) με τέχνασμα
(ii) με εκφοβισμό
(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο
(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα
(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.
(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.
(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.»
13. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα[3]:
(α) απόκτηση κατοχής ή αποκόμιση ή ιδιοποίηση πράγματος (υπαλλακτικά)·
(β) που ανήκει σε άλλο πρόσωπο·
(γ) που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής·
(δ) ενώ υπάρχει απουσία συναίνεσης του ιδιοκτήτη του πράγματος·
(ε) και ενώ υπάρχει απουσία αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη·
(στ) με σκοπό, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς αυτής, ο ιδιοκτήτης του πράγματος να στερηθεί το πράγμα αυτό μόνιμα·
(ζ) με δόλο, που καλύπτει όλα τα προαναφερόμενα, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει αυτά.
14. Σύμφωνα με το άρθρο 324 § 1 ΠΚ:
«Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκείται δυνάμει του άρθρου αυτού, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η ισχυριζόμενη άσκηση ειλικρινούς αξίωσης δικαιώματος ήταν και εύλογη υπό τις περιστάσεις.»
15. Για να αποδειχθεί το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, κατά το άρθρο 324 § 1 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:
(α) καταστροφή ή πρόκληση ζημιάς σε περιουσία·
(β) εσκεμμένα·
(γ) παράνομα.
16. Η μαρτυρία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο είναι αυτή της Αστ.1982 Π. Γαβριήλ, εξετάστριας της υπόθεσης (ΜΚ1), η οποία κατέθεσε τα έγγραφα που κατέχει και εξήγησε τις ενέργειες που έγιναν. Επίσης, κατέστησαν παραδεκτά όσα ανέφερε ο παραπονούμενος στις καταθέσεις του (Τ10, Τ11). Με βάση αυτές, την 20.04.2018 ο παραπονούμενος, ιδιοκτήτης του οχήματος ΕΕΝ342, αξίας €2.000, επέστρεψε στο σπίτι του με την οικογένειά του. Το όχημα ήταν σταθμευμένο στον χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας στην οποία διαμένουν, περί ώρα 22:00. Την 21.04.2018, περί ώρα 12:00, διαπίστωσε ότι το αυτοκίνητο έλειπε. Τα κλειδιά τα είχε μόνον ο ίδιος και το όχημα είχε δηλωθεί ως ακινητοποιημένο. Επομένως, αντιλήφθηκε πως είχε κλαπεί, μεταξύ της 20.04.2018 ώρα 22:00 και 21.04.2018 ώρα 12:00, και άρχισε να το αναζητά. Ρώτησε φίλους και γνωστούς εάν ήξεραν κάτι. Ένας φίλος του, που κατονομάζει, του ανέφερε πως είδε το αυτοκίνητό του την ίδια ημέρα στην Κάτω Πάφο, αλλά δεν πρόσεξε ποιος το οδηγούσε. Δεν υποψιάζονταν οποιονδήποτε ο παραπονούμενος, ούτε έχει κάμερες ασφαλείας στην οικία του. Στην κατάθεση του, ημερομηνίας 21.04.2018 (Τ10), ο παραπονούμενος ανέφερε πως το όχημα το αγόρασε από έναν Άγγλο που βρίσκονταν στη Λεμεσό, τον Φεβρουάριο του 2017, και άλλαξε κάποια πράγματα επάνω ο ίδιος, όπως τα χερούλια των πορτών, τα ριμς, και άλλα. Την 22.04.2018, ο παραπονούμενος πληροφορήθηκε από άλλον φίλο του, που κατονομάζει, πως το όχημα αυτό θεάθηκε να είναι σταθμευμένο στον Μούτταλο, κοντά στον μιναρέ. Πήγε ο ίδιος στο μέρος, διαπίστωσε πως όντως πρόκειται για το όχημά του και τηλεφώνησε στην Αστυνομία. Το όχημα είχε τις ζημιές που περιγράφει, είχαν αφαιρεθεί οι πινακίδες μπροστά και πίσω και έλειπε και το ραδιόφωνο. Ο Αστ.2588 Α. Παπακλεοβούλου, περί ώρα 11:00 της ίδιας ημέρας, μετέβη στον χώρο στάθμευσης πίσω από τον μιναρέ, στον Μούτταλο, για εξετάσεις στο όχημα [ ]. Στην παρουσία του Αστ.2952, είναι παραδεκτό γεγονός πως ο Αστ.2588 διενήργησε δακτυλοσκοπικές και δειγματολογικές εξετάσεις στο όχημα και παρέλαβε ως τεκμήρια το κάλυμμα του τιμονιού, swab από το χερούλι ανοίγματος της πόρτας οδηγού και swab από τις ταχύτητες του οχήματος, τα οποία συσκεύασε και σφράγισε και παρέδωσε στον Γ/Αστ.1982 για τα περαιτέρω (Τ4, Τ5, Τ6, Τ7). Την 04.05.2018 υποβλήθηκε αίτημα για την επιστημονική εξέταση των τεκμηρίων, που διαβιβάστηκε την 10.05.2018. Το αίτημα ήταν να σταλούν στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας για απομόνωση γενετικού υλικού και σύγκριση με την υφιστάμενη συλλογή (Τ9). Την 23.07.2018 ετοιμάστηκε η έκθεση πραγματογνωμοσύνης που περιέχει τα αποτελέσματα αυτής της επιστημονικής εξέτασης (Τ8). Στα συμπεράσματα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, αναφέρεται πως από το κάλυμμα του τιμονιού απομονώθηκε μικτό γενετικό υλικό και ότι ο Κατηγορούμενος δεν αποκλείεται ως δότης μέρους αυτού. Από το χερούλι της πόρτας του οδηγού απομονώθηκε μονό γενετικό προφίλ και μελετήθηκε το πλήρες ανδρικό γενετικό προφίλ που ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του Κατηγορούμενου που ήταν καταχωρισμένο. Από τις ταχύτητες απομονώθηκε πολύ μικρή ποσότητα μικτού γενετικού προφίλ που δεν επέτρεψε συγκρίσεις. Την 05.01.2019, η ΜΚ1 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο βάσει δικαστικού εντάλματος, στην παρουσία της δικηγόρου του, και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στον νόμο, είπε πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο. Του δόθηκαν τα δικαιώματά του, τα οποία υπέγραψε πως παρέλαβε. Την ίδια ημέρα, ελήφθη ανακριτική κατάθεση και κατηγορήθηκε γραπτώς (Τ1). Στην ανακριτική του κατάθεση (Τ2), ο Κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν γνωρίζει για την υπόθεση για την οποία ερωτάται, δεν γνωρίζει τον παραπονούμενο, ούτε το συγκεκριμένο όχημα. Δεν παραδέχθηκε και οποιανδήποτε από τις κατηγορίες (Τ3).
17. Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΚ1 ανέφερε πως το κάλυμμα του τιμονιού του οχήματος ή και τα χερούλια μπορούσαν να αλλάξουν και ο παραπονούμενος είχε αναφέρει πως όταν αγόρασε το όχημά του, το 2017, είχε αλλάξει τα χερούλια. Δέχθηκε πως ο μόνος λόγος που ο Κατηγορούμενος είναι στο Δικαστήριο είναι γιατί ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που βρέθηκε στο κάλυμμα του τιμονιού και στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου. Επανεξεταζόμενη, ανέφερε πως δεν είναι ειδική για να ξέρει εάν και πότε βγήκε το κάλυμμα του τιμονιού ή εάν τοποθετήθηκε άλλο, αλλά ό,τι γνωρίζει, είναι από τις καταθέσεις που έλαβε. Όταν εντοπίστηκε το όχημα, ήταν με το συγκεκριμένο κάλυμμα στο τιμόνι του.
18. Κατά τις αγορεύσεις, η κυρία Ξιναρή εισηγήθηκε πως η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής βασίζεται αποκλειστικά σε περιστατική μαρτυρία και ειδικότερα στο DNA που βρέθηκε στο κάλυμμα του τιμονιού και στο χερούλι της πόρτας του οδηγού. Η ύπαρξη του γενετικού υλικού, όπως ανέφερε, δεν δείχνει ότι προέβη σε αυτά τα αδικήματα ο Κατηγορούμενος. Δεν μπορεί με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα πως το γενετικό υλικό τοποθετήθηκε κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, μπορεί να μεταφέρθηκε, όπως και τα αντικείμενα, το κάλυμμα του τιμονιού και το χερούλι, μπορούσαν να αφαιρεθούν και να μετακινηθούν, και με βάση τη μαρτυρία του παραπονούμενου είχαν τύχει αλλαγής. Στο χερούλι ταχυτήτων, αντίθετα, είπε, δεν υπάρχει DNA, δεδομένο που ενισχύει κατά τη θέση της την εκδοχή πως δεν τοποθετήθηκε το DNA κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Δεν είδε κάποιος τον Κατηγορούμενο στο συγκεκριμένο σημείο, για να ενοχοποιηθεί, βρέθηκε στα αρχεία της Αστυνομίας από άλλες υποθέσεις. Δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία που να τον συνδέει. Λόγω έλλειψης στοιχείων, δεν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω η υπόθεση, όπως ανέφερε.
19. Από την άλλη, η κυρία Παλαζαράρου εισηγήθηκε πως, με την υφιστάμενη μαρτυρία, φαίνεται πως υπάρχει γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου στο τιμόνι του οχήματος και στο χερούλι της πόρτας του οδηγού, ενώ ο ίδιος είχε αναφέρει πως δεν γνωρίζει το όχημα, έτσι ώστε να προκύπτει λογικά η ανάγκη να δώσει εξηγήσεις. Η μαρτυρία αυτή, που δεν αξιολογείται, όπως έθιξε, επιβάλλει τη συνέχιση της δίκης, για να προβάλει την υπεράσπισή του ο Κατηγορούμενος.
20. Διευκρινιστικά, υπάρχει μαρτυρία ότι την επομένη της καταγγελίας της κλοπής του οχήματος, λήφθηκε γενετικό υλικό που διαπιστώθηκε πως ανήκει στον Κατηγορούμενο, στο χερούλι της πόρτας του οδηγού του οχήματος (μονό) και στο τιμόνι (μικτό). Δεν μπόρεσαν να γίνουν συγκρίσεις με το δείγμα που συλλέχθηκε από την ταχύτητα, λόγω της μικρής ποσότητας. Ο παραπονούμενος δεν ανέφερε πως άλλαξε οποτεδήποτε το κάλυμμα του τιμονιού. Ανέφερε πως άλλαξε τα χερούλια και έβαλε ανοδείξωτα το 2017, τα ριμς και άλλα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε από τον παραπονούμενο αλλαγή οποιουδήποτε προσαρτήματος του οχήματος μεταξύ της αναφερόμενης ως ημερομηνίας κλοπής και του εντοπισμού του οχήματος.
21. Έχω υπόψη, μεταξύ άλλων, τη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 485, όπου ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε αδικήματα κλοπής εμπορευμάτων από όχημα και κακόβουλης ζημιάς σε όχημα. Εκεί, με βάση τη μαρτυρία, μια από τις πίσω πόρτες του αυτοκινήτου με το οποίο μεταφέρονταν τα εμπορεύματα ήταν ανοικτή και στο έδαφος υπήρχαν κουτιά από τσιγάρα. Το γυαλί της μιας πόρτας του αυτοκινήτου ήταν σπασμένο, ενώ έλειπε αριθμός εμπορευμάτων. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία η οποία προέβη στη λήψη δειγμάτων από τη σκηνή. Η Αστυνομία κατέληξε στον εφεσείοντα και το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καταλήξει σε ενοχή του εφεσείοντα μόνο γιατί στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου είχε απομονωθεί γενετικό υλικό το οποίο επιστημονικά αποδόθηκε στον εφεσείοντα. Επίσης, στην εσωτερική πλευρά της δεξιάς πόρτας, είχε ανιχνευθεί μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού για το οποίο, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία, ο εφεσείων δεν μπορούσε να αποκλειστεί ως δότης. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι αναμενόταν από τον κατηγορούμενο να δώσει κάποιες εξηγήσεις για την παρουσία του γενετικού του υλικού στην πόρτα του αυτοκινήτου, οι οποίες δεν δόθηκαν. Είχε αναφερθεί στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ. 746 και Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 571, για τη θέση ότι η ταύτιση αποτυπωμάτων σε ουσιαστικό σημείο που αφορά τη διάπραξη της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς, χωρίς ο κατηγορούμενος να παράσχει οποιαδήποτε δικαιολογία για την ανεύρεση του γενετικού του υλικού στον συγκεκριμένο χώρο, θεμελιώνει χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος συνδέεται με τη διάπραξη της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς. Έτσι, αποφάσισε ότι η κατηγορούσα αρχή είχε αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και την ενοχή του κατηγορουμένου.
22. Το Εφετείο, στο οποίο κατέληξε η υπόθεση εκείνη, επισήμανε πως, πλην του γενετικού υλικού, τίποτε δεν συνέδεε τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των κατηγοριών και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δώσει υπερβολική σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την ύπαρξη του γενετικού του υλικού στο χερούλι της πόρτας του συγκεκριμένου αυτοκινήτου. Η απομόνωση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα, όπως αναφέρθηκε, επέτρεπε λογικά την ταύτισή του με αυτό, αλλά και την παρουσία του κοντά στο αυτοκίνητο. Δεν αποδείκνυε, όμως, και τον τόπο και τον χρόνο της παρουσίας αυτής. Επομένως, δεν δικαιολογείτο η καταδίκη του εφεσείοντα και η χωρίς άλλη μαρτυρία διαπίστωση ότι το γενετικό υλικό εναποτέθηκε κατά τη διάπραξη του αδικήματος. Η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ήταν ότι ο εφεσείων ακούμπησε, ίσως, το χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου. Περαιτέρω, το μεικτό γενετικό υλικό που βρέθηκε στην εσωτερική πλευρά της πόρτας έλεγε απλώς ότι ο εφεσείων δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που είχε απομονωθεί, και δεν θα μπορούσε να είναι στέρεη βάση για καταδίκη.
23. Όταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής στηρίζεται σε περιστατική μαρτυρία, για να μπορεί να στηρίξει καταδίκη, θα πρέπει να αναδεικνύεται – και σε αυτό το στάδιο να φαίνεται εκ πρώτης όψεως – ασυμβίβαστη με οτιδήποτε άλλο, εκτός από την ενοχή του κατηγορουμένου. Αν και ένα-ένα τα κομμάτια της περιστατικής μαρτυρίας δεν θα μπορούσαν να συνιστούν από μόνα τους απόδειξη ενοχής, το συλλογικό τους αποτέλεσμα, όταν ιδωθεί μαζί, θα πρέπει να μπορεί να αποδείξει ενοχή, νοουμένου ότι δεν είναι συμβατό με οποιανδήποτε άλλη βάση. Τα επιμέρους τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας θα πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας και συνέχειας, και να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο που, μέσα στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας, να μπορεί να οδηγεί στην ενοχή[4].
24. Η ταύτιση αποτυπωμάτων στη σκηνή χωρίς να δοθεί από τον κατηγορούμενο οποιαδήποτε δικαιολογία μπορεί να συνδέσει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη αδικημάτων σε ορισμένες περιπτώσεις. Στη Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 746, για παράδειγμα, το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου βρέθηκε στην εσωτερική επιφάνεια δακτυλίου περόνης ασφαλείας της χειροβομβίδας που προκάλεσε την έκρηξη, καθώς και στην εξωτερική επιφάνεια του μοχλού όπλισής της. Στη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ. 571 υπήρχε σαφής διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τόσο στην κουκούλα την οποία φορούσε ο δράστης της ένοπλης ληστείας, όσο και στη μοτοσικλέτα που χρησιμοποίησε, βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου και πρόσθετα το άλλοθι που προέβαλε ο κατηγορούμενος είχε διαπιστωθεί ως ψευδές. Αντίθετα, στη Γεωργίου (ανωτέρω), που αναφέρθηκε προηγουμένως, που είναι πιο κοντά στα δεδομένα αυτής της υπόθεσης, το γενετικό υλικό του εφεσείοντα εντοπίστηκε μόνον στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου από το οποίο έγινε η κλοπή των εμπορευμάτων και στο οποίο έγινε η κακόβουλη ζημιά. Η ανεύρεση του γενετικού υλικού δεν είχε την αμεσότητα και τη σύνδεση με το αδίκημα που υπήρχε στις άλλες προαναφερόμενες υποθέσεις. Όπως λέχθηκε και στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΑ 428, η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε άλλης περιστατικής μαρτυρίας, πλην του εντοπισμού γενετικού υλικού του εφεσείοντα στη σκηνή, αφαιρεί την ασφάλεια του υπόβαθρου της καταδίκης. Δεν μπορεί να υπάρξει κατάληξη σε συμπεράσματα ενοχής του κατηγορουμένου από τη δική του παράλειψη να δώσει εξηγήσεις για την ύπαρξη του γενετικού του υλικού στη σκηνή, κατά τρόπο που να μεταθέτει το βάρος απόδειξης στους ώμους του, να αποδείξει βασικά την αθωότητά του. Όσο έντονες ενδείξεις κι αν δημιουργεί η απομόνωση γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο χερούλι της πόρτας, όπως λέχθηκε στη Γεωργίου (ανωτέρω), δεν είναι αρκετή για να αποδειχτεί ενοχή, ελλείψει έστω και ίχνους άλλης μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντα.
25. Κι εδώ, σε αυτήν την υπόθεση, αν και είμαστε στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, η μόνη μαρτυρία που υπάρχει και συνδέει τον Κατηγορούμενο με τα υπό εξέταση αδικήματα είναι το γενετικό υλικό του στο χερούλι της πόρτας του οχήματος, το οποίο κλάπηκε, ενώ δεν αποκλείεται ο Κατηγορούμενος ως δότης γενετικού υλικού που βρέθηκε στο κάλυμμα του τιμονιού. Δεν υπάρχει ίχνος άλλης μαρτυρίας εναντίον του Κατηγορούμενου. Με βάση τη μαρτυρία αυτή, δημιουργούνται μεν ενδείξεις ότι ο Κατηγορούμενος μπορεί να άγγιξε το χερούλι της πόρτας του συγκεκριμένου οχήματος σε άγνωστο τόπο και χρόνο, ή και να άγγιξε το κάλυμμα του τιμονιού σε άγνωστο τόπο και χρόνο, ενόψει της απουσίας άλλης εξήγησης. Ωστόσο, αυτές οι ενδείξεις, από μόνες τους, σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε αναφορά, δεν επαρκούν. Αφενός, δεν καλύπτουν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της κλοπής και της κακόβουλης ζημιάς, όπως εκτέθηκαν προηγουμένως. Αφετέρου, ακόμα κι αν μπορούσε να θεωρηθεί πως καλύπτουν τα συστατικά στοιχεία των υπό εξέταση αδικημάτων με μια γενικευμένη συμπερασματική λογική, κανένα Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει την απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να εμπλέκει τον Κατηγορούμενο και, βασιζόμενο μόνον σε αυτές τις ενδείξεις που δίδει η μη αμφισβητούμενη γενετική μαρτυρία, να προβεί σε καταδίκη.
26. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, και εδώ, το να κληθεί ο Κατηγορούμενος σε απολογία, θα ήταν σαν να του ζητείτο να παράσχει εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε το DNA του στα συγκεκριμένα σημεία του κλαπέντος οχήματος, για να αποδείξει την αθωότητά του, ενώ το να μην παράσχει αυτές τις εξηγήσεις για το γενετικό του υλικό, δεν δημιουργεί συμπέρασμα ενοχής του για κλοπή και κακόβουλη ζημιά στο όχημα. Θα ήταν τουλάχιστον αχρείαστο να συνεχιστεί η δίκη, εφόσον, ούτως ή άλλως, με βάση την υφιστάμενη μαρτυρία, που δεν αμφισβητείται επί της ουσίας ως έχει για να τύχει και περαιτέρω αξιολόγησης, δεν μπορεί να υπάρξει καταδίκη του Κατηγορούμενου για κλοπή ή για κακόβουλη ζημιά στο συγκεκριμένο όχημα. Συμφωνώ, επομένως, με τη θέση της κυρίας Ξιναρή πως δεν είναι επαρκής η μαρτυρία, υπό τις περιστάσεις.
Κατάληξη
27. Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για το αδίκημα της κλοπής, της 1ης Κατηγορίας, και ο Κατηγορούμενος αθωώνεται στην 1η κατηγορία και απαλλάσσεται από αυτήν.
28. Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, της 2ης Κατηγορίας, και ο Κατηγορούμενος αθωώνεται στην 2η κατηγορία και απαλλάσσεται από αυτήν.
29. Δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, της 3ης Κατηγορίας, και ο Κατηγορούμενος αθωώνεται στην 3η κατηγορία και απαλλάσσεται από αυτήν.
30. Οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων από την Κατηγορούσα Αρχή:
· Τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο να επιστραφούν στην Αστυνομία, μέσω της Κατηγορούσας Αρχής.
· Τα τμήματα του οχήματος (κάλυμμα τιμονιού, κ.λπ.) να επιστραφούν στον ιδιοκτήτη του οχήματος ή με τη συγκατάθεσή του να τύχουν άλλου χειρισμού.
· Τα δείγματα γενετικού υλικού που ελήφθησαν από το όχημα, μετά την τελεσιδικία, να κατασχεθούν και να καταστραφούν.
(Υπ.) ……………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[2] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[3] Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR 174, R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, Lawrence v Commissioner of Police of the Metropolis (otherwise known as R v Lawrence) [1972] AC 262, Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 CLR 382, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 700, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 236/2018, 11.01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3.
[4] Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 AAΔ 172, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο