
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττο, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 7218/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
v.
Κ. Κ.
_______________
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για Κατηγορούσα Αρχή
Σ. Μάτσας, για Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
(ex tempore)
Η κατηγορία
1. Ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι την 25η Μαρτίου 2019, στο περίπτερο με την ονομασία «Bayside», στη Λεωφόρο Χρυσονέρας, στην Κισσόνεργα, της Επαρχίας Πάφου, έκλεψε ένα μαύρο ανδρικό δερμάτινο πορτοφόλι, αξίας €25, το οποίο περιείχε χρηματικό ποσό €2.100, περιουσία του Ι. Χ. από την Πάφο.
Διαδικασία
2. Ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.
3. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, υποβλήθηκε εισήγηση, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπισή του.
4. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν και έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή. Ο κύριος Μάτσας εισηγήθηκε πως η μαρτυρία που υφίσταται δεν καλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής. Η εισήγηση εστίασε πως, κατά την εκτίμηση της πλευράς της υπεράσπισης, σε κάποιο στάδιο, η κάμερα που κάλυπτε το πολυσύχναστο σημείο όπου έπεσε το πορτοφόλι έδειχνε πως το πορτοφόλι εξαφανίστηκε, πριν να περάσει ο Κατηγορούμενος για να πάρει το πορτοφόλι, κατά τη θέση της χωρίς εξήγηση. Εκφράστηκε η άποψη πως υπάρχει κενό στη μαρτυρία που θα έπρεπε να καλύψει η Κατηγορούσα Αρχή και που παρέμεινε κενό. Περαιτέρω, αναφέρθηκε, είναι εξόφθαλμο και φαίνεται καθαρά πως, από την στιγμή που πήρε το πορτοφόλι ο Κατηγορούμενος, επέστρεψε στο περίπτερο και δεν πήγε προς άλλη κατεύθυνση. Πήγε μέσα στο περίπτερο, είδε πως δεν είχε με κανένα τρόπο χρήματα στο εσωτερικό του πορτοφολιού και έφυγε. Ο εκ των υστέρων ισχυρισμός ότι δήθεν κρύφθηκε ο Κατηγορούμενος για να μην τον βρουν δεν μπορεί να ευσταθεί, εφόσον, όπως ανέφερε ο κύριος Μάτσας, ήταν ορατές οι κάμερες και ήταν τακτικός πελάτης, ενώ δεν υπήρχε και άλλος χώρος να σταθεί μέσα στο περίπτερο, μέσα στους στενούς διαδρόμους, για να ανοίξει το πορτοφόλι, που ήταν ένα μεταχειρισμένο πορτοφόλι του οποίου αναφέρεται μόνον η αξία αγοράς. Η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου γενικά, όπως έθεσε, δεν δείχνει άνθρωπο που διέπραξε κλοπή, ενώ η συμπεριφορά του παραπονούμενου, που έχασε το πορτοφόλι, που ήταν Αστυνομικός, δεν ήταν η δέουσα, εφόσον, άρχισε τις ανακρίσεις ο ίδιος, χωρίς να είναι αρμόδιος και ενώ ήταν προσωπικά εμπλεκόμενος, και έχοντας προαποφασίσει πως ο Κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα, και παραβιάζοντας δικαιώματά του. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέπτυξε τη θέση πως όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος καλύπτονται με την υφιστάμενη μαρτυρία και πως θα πρέπει να συνεχίσει η δίκη και ο Κατηγορούμενος να κληθεί σε απολογία. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα σημεία της μαρτυρίας που, κατά τη θέση του, καλύπτουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, επαρκώς. Διαφώνησε, μεταξύ άλλων, με τη θέση του κύριου Μάτσα πως υπάρχει κενό στη μαρτυρία όσον αφορά τη ροή των πλάνων, αναφερόμενος στη μαρτυρία που επεξηγεί πως δεν υπάρχει τέτοιο κενό. Εξάλλου, όπως επισήμανε, το πορτοφόλι, από την στιγμή που έπεσε στο έδαφος, μέχρι την στιγμή που το έλαβε ο Κατηγορούμενος από το έδαφος, δεν φαίνεται να είχε αλλάξει θέση. Σχετικά με το ποσό που περιέχεται στο πορτοφόλι, η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, έδωσε τη δική της θέση.
Νομικές αρχές
5. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση για αθωότητα ή για ενοχή, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου είναι εισήγηση ή διαπίστωση βασικά πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).
6. Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης σε αυτό το στάδιο και, κατ’ επέκταση, η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, όταν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή
(β) η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.
7. Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία, και έπειτα εάν επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Αυτή είναι η πιο εύκολη περίπτωση.
8. Η πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Και πάλι, μπορεί να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον σε αυτήν την υφιστάμενη μαρτυρία. Θεωρείται στην όψη της, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας στη μαρτυρία, χωρίς όμως αξιολόγησή της, στην όψη της και μόνον, θα πρέπει να είναι καταφανώς θεμελιακό το πρόβλημα που αναδεικνύεται σε αυτήν μέσα από την αμφισβήτησή της, δια της αντεξέτασης, ώστε να μην μπορεί, οποιοδήποτε Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν σε ένα επόμενο στάδιο προχωρήσει με την επιμέρους αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής.
9. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν την συγκεκριμένη μαρτυρία, στο απόγειό της, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται περισσότερο υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, τότε η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί. Η συνέχισή της όμως δεν χρειάζεται εάν αυτή η μαρτυρία εκθεμελιώθηκε, με συντριπτική αντεξέταση ή και χωρίς αντεξέταση όπου δεν χρειάζεται, ώστε να αναδύεται εντελώς φυσιολογικά η ανάγκη για διακοπή της, στη λειτουργία της λογικής πως εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας γιατί είναι τόσο πολύ αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια της υπόθεσης.
10. Συναφώς, εάν δεν υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή εάν υφίσταται μαρτυρία και εκθεμελιώνεται ώστε να μην μπορεί να επιβιώσει σε περίπτωση που συνεχίσει η δίκη, και μπορεί αντικειμενικά να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», τότε είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία.
11. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως και με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς ανάλυση της μαρτυρίας[2].
Εξέταση
12. Σύμφωνα με το άρθρο 255 ΠΚ:
«(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-
(i) με τέχνασμα
(ii) με εκφοβισμό
(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο
(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα
(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.
(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.
(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.»
13. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα[3]:
(α) απόκτηση κατοχής ή αποκόμιση ή ιδιοποίηση πράγματος (υπαλλακτικά)·
(β) που ανήκει σε άλλο πρόσωπο·
(γ) που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής·
(δ) ενώ υπάρχει απουσία συναίνεσης του ιδιοκτήτη του πράγματος·
(ε) και ενώ υπάρχει απουσία αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη·
(στ) με σκοπό, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς αυτής, ο ιδιοκτήτης του πράγματος να στερηθεί το πράγμα αυτό μόνιμα·
(ζ) με δόλο, που καλύπτει όλα τα προαναφερόμενα, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει αυτά.
14. Ο ΜΚ1 (Αστ.2965 Ν. Χριστοφή) κατέθεσε (Τ1) πως συνέλαβε τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα της κλοπής, βάσει δικαστικού εντάλματος σύλληψης (Τ2) και όταν του επέστησε την προσοχή στον νόμο, απάντησε «ήβρα το τσεντί αλλά δεν είχε τίποτε μέσα». Έλαβε επίσης ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο (Τ3), στην οποία ο Κατηγορούμενος ανέφερε, απαντώντας σε ερώτηση εάν βρήκε το πορτοφόλι έξω από το περίπτερο: «ναι βρήκα ένα πορτοφόλι χρώματος μαύρο έξω από το περίπτερο στο δρόμο. Το πήρα και επέστρεψα πίσω προς το περίπτερο για να το παραδώσω μέσα στον περιπτερά αλλά με το που έμπαινα μέσα στο περίπτερο άνοιξα το πορτοφόλι και είδα ότι μέσα το πορτοφόλι δεν είχε τίποτε ούτε λεφτά ούτε κάρτα ή οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Έτσι είπα πού να το παραδώσω και το πήρα και φεύγοντας από το περίπτερο με το αυτοκίνητό μου με αριθμούς εγγραφής KHD668 και πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο μου προς την Πέγεια άνοιξα το παράθυρο του συνοδηγού και το πέταξα στα Πότιμα κοντά στη θάλασσα». Στη συνέχεια, ανέφερε: «Μετά από μισή ώρα περίπου με πήρε τηλέφωνο ο Αντρέας ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου με την ονομασία “Bay Side” στην Κισσόνεργα και με ρώτησε αν βρήκα κάτι στο περίπτερο του. Εγώ του απάντησα πως βρήκα ένα πορτοφόλι το οποίο ήταν τελείως άδειο … …». Συνέχισε την απάντησή του, ο Κατηγορούμενος, λέγοντας, μεταξύ άλλων, πως ο ιδιοκτήτης του πορτοφολιού αρχικά ισχυρίστηκε πως το πορτοφόλι είχε μέσα €1.200, μετά είπε ότι είχε €1.500, και στο τέλος ανέφερε ότι είχε €2.100. Θέση του Κατηγορούμενου, στην ανακριτική του κατάθεση, ήταν ότι το πορτοφόλι ήταν άδειο. Ο Κατηγορούμενος είχε υποδείξει στον ΜΚ1 τον τόπο που πέταξε το πορτοφόλι, χωρίς όμως να εντοπιστεί (Τ1, Τ4). Ο ΜΚ1 κατέθεσε απόσπασμα από το ημερολόγιο ενεργειών, με τις σχετικές καταχωρίσεις (Τ4), και το έγγραφο δικαιωμάτων προσώπων που συλλαμβάνονται και τελούν υπό κράτηση (Τ5). Δεν αντεξετάστηκε.
15. Ο ΜΚ2 (Αστ.3782 Ν. Νικολάου) κατέθεσε (Τ6) πως την 28.03.2019 παρέδωσε στον Αστ.307 Α. Αριστείδου τεκμήριο που αναγράφεται στο Αστ.161 με αρ. ΥΠ. ΕΓ.Ε. 1729/2019 το οποίο αφορά κλοπή που εξετάζεται και το οποίο παρέδωσε στο εργαστήρι φωτογραφίας του Αρχηγείου Αστυνομίας την ίδια ημέρα. Την 27.06.2019 παρέλαβε από τον Αστ.3854 τα τεκμήρια της υπόθεσης και την έκθεση του εργαστηρίου φωτογραφίας και προέβη στη φύλαξή τους. Κατέθεσε στο Δικαστήριο τα τεκμήρια στα οποία αναφέρεται στην κατάθεσή του, Τ7, που είναι το USB και ο ψηφιακός δίσκος (T8) που περιέχουν τα οπτικά πλάνα που φέρονται ως τα πλάνα από τις κάμερες ασφαλείας του κυκλώματος παρακολούθησης του περιπτέρου “Bay Side”. Κατέθεσε επίσης το αίτημα προς το εργαστήριο φωτογραφίας (Τ9), με αιτούμενη εξέταση να γίνει ένα πιστό αντίγραφο σε ψηφιακό δίσκο, καθώς και την έκθεση του εργαστηρίου φωτογραφίας (Τ10), στην οποία αναφέρονται τα σχετικά με την αναπαραγωγή του αντιγράφου. Προβλήθηκαν στην αίθουσα του Δικαστηρίου όλα τα αρχεία με όλα τα πλάνα που φέρονται ως τα πλάνα από τις κάμερες ασφαλείας του περιπτέρου. Υποδείχθηκαν πλάνα που δείχνουν πρόσωπο που σύμφωνα με τη μαρτυρία είναι ο παραπονούμενος, να εξέρχεται από το περίπτερο και να του πέφτει το πορτοφόλι, πλάνα που δείχνουν πρόσωπο που σύμφωνα με τη μαρτυρία είναι ο Κατηγορούμενος να παίρνει το πορτοφόλι από το έδαφος, που φέρεται να είναι στον χώρο έξω από το περίπτερο “Bay Side”, αφού παίρνει το πορτοφόλι να εισέρχεται στο περίπτερο, εισερχόμενος στο περίπτερο να φτάνει μέχρι τα ψυγεία, να ανοίγει το πορτοφόλι και να κοιτάζει το περιεχόμενό του, να βάζει το πορτοφόλι κάτω από τη μασχάλη του, και να φεύγει. Στη συνέχεια, να επιστρέφει ο ιδιοκτήτης του πορτοφολιού και να το αναζητά. Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, ο μάρτυρας ανέφερε πως δεν γνωρίζει εάν είχε οτιδήποτε και τι είχε μέσα το πορτοφόλι, εφόσον αυτό δεν μπορεί να φανεί από τα πλάνα. Έγινε προσπάθεια να υποδειχθεί χρονικό κενό στη συνέχεια των πλάνων που δείχνουν το πορτοφόλι στο έδαφος, μετά που είχε πέσει από τον παραπονούμενο, μέχρι και την παραλαβή του από τον κατηγορούμενο, αφήνοντας να νοηθεί πως μπορεί να μεσολάβησε οτιδήποτε άλλο, όπως άδειασμα του πορτοφολιού από οποιονδήποτε άλλο περαστικό και η επανατοποθέτησή του στο έδαφος άδειου, εφόσον πρόκειται για πολυσύχναστο χώρο. Είναι ζήτημα περαιτέρω εξέτασης και επιμέρους αξιολόγησης της υφιστάμενης μαρτυρίας.
16. Ο ΜΚ3 (Α. Χ.), ιδιοκτήτης του περιπτέρου, κατέθεσε (Τ11) πως λόγω των γνώσεων του στα ηλεκτρονικά, εγκατέστησε ο ίδιος στο περίπτερο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, αποτελούμενο από εννέα κάμερες, που κατέγραφαν εσωτερικά και εξωτερικά του περιπτέρου. Το βίντεο από κάθε κάμερα μεταφέρεται και αποθηκεύεται σε συσκευή DVR. Η ημερομηνία που φαίνεται στο βίντεο είναι η ορθή. Η ώρα είναι περίπου επτά λεπτά πίσω από την πραγματική ώρα. Αναφέρθηκε στα πλάνα που καταγράφθηκαν τη συγκεκριμένη ημέρα, που δείχνουν το πορτοφόλι να πέφτει από πρόσωπο που αναγνώρισε ως τον παραπόνουμενο και μετά από περίπου δύο λεπτά να το παίρνει πρόσωπο που αναγνώρισε ως τον Κατηγορούμενο. Αναγνώρισε και περιέγραψε μέσα από τα πλάνα τον Κατηγορούμενο να εισέρχεται στο περίπτερο, και αφού ανοίγει το πορτοφόλι και βλέπει το περιεχόμενό του, ακολούθως να φεύγει από το περίπτερο. Ανέφερε πως μίλησε με τον Κατηγορούμενο, ο οποίος του είπε πως ήταν άδειο το πορτοφόλι και το πέταξε στα «Πότιμα». Αναφέρθηκε, επίσης, στη διαδικασία μεταφοράς του βίντεο και αποθήκευσής του σε USΒ από το DVR. Κατά την αντεξέτασή του, αρνήθηκε την εκδοχή που του υποβλήθηκε πως δεν υπάρχει χρονική συνέχεια στα πλάνα του βίντεο, και ότι υπάρχει χρονικό κενό όπου το πορτοφόλι εξαφανίζεται και επανεμφανίζεται, αναφερόμενος στον τρόπο αποθήκευσης των πλάνων στα διάφορα αρχεία. Ο ίδιος δεν ήταν εκεί όταν έγινε το περιστατικό, συμφώνησε πως εάν είχε το πορτοφόλι μέσα ποσό €2.100, θα ήταν ογκώδες, και ανέφερε πως δεν μπορεί ο ίδιος να γνωρίζει το περιεχόμενό του.
17. Εκ συμφώνου κατατέθηκε η κατάθεση του Αστ.3854 Χρ. Χριστοφόρου (Τ12) και δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως το περιεχόμενό της είναι αληθές. Αναφέρει, στο Τ12, πως προέβη σε έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε, ότι παρέλαβε από τον ιδιοκτήτη του περιπτέρου το USB με τα οπτικά πλάνα από τις κάμερες, ότι κατηγόρησε τον Κατηγορούμενο, που δεν παραδέχθηκε, και τον απέλυσε για να κλητευθεί αργότερα. Έπειτα, ότι παρέλαβε από το εργαστήρι φωτογραφίας και γραφικών τα τεκμήρια, που είναι τα αντίστοιχα στο Δικαστήριο Τ7 και Τ8.
18. Έπειτα, υπάρχει η μαρτυρία του παραπονούμενου (ΜΚ4), ο οποίος κατέθεσε (Τ13) ότι απώλεσε το πορτοφόλι του στο συγκεκριμένο περίπτερο, πληροφορήθηκε από τα πλάνα ότι ήταν ο Κατηγορούμενος που το πήρε, επικοινώνησε μαζί του αλλά ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως το πορτοφόλι, που όντως πήρε, δεν είχε μέσα χρήματα και το πέταξε. Ο ΜΚ4 ισχυρίζεται πως το πορτοφόλι του ήταν αξίας €25 και είχε μέσα το χρηματικό ποσό των €2.100, σε χαρτονομίσματα των €50 και ένα χαρτονόμισμα των €500. Ανέφερε πως είναι σίγουρος για το ποσό αυτό, καθότι το φύλαξε και το είχε εντός του πορτοφολιού, για να μεταβεί στην Ελλάδα, σε προγραμματισμένο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη που ήταν για την 27.03.2019. Κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, είδε τα πλάνα του Τ7, μεταξύ άλλων, περιέγραψε τις κινήσεις που βλέπει και αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που διέπραξε, κατά τη θέση του, την κλοπή. Ανέφερε πως επειδή ήταν μεγάλο το ποσό που ήταν μέσα, ήταν και έντονα αγωνιώδεις οι κινήσεις του, κοίταζε κατ’ επανάληψη σε διάφορα σημεία του περιπτέρου, τρέχοντας, κοίταξε ακόμα και κάτω από τα ράφια ή μέσα στα ψυγεία. Κατά την αντεξέτασή του, αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των ενεργειών του, θέτοντάς του ότι οι ενέργειές του, που σχετίζονται με την ταυτόχρονη χρήση της ιδιότητάς του ως Αστυνομικός και ως παραπονούμενος, έπληξαν το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη, αλλά και ότι δεν υπήρχε χρηματικό ποσό στο πορτοφόλι κατά την εύρεσή του από τον Κατηγορούμενο. Ο παραπονούμενος, απαντώντας, έθεσε τις θέσεις του.
19. Προ ολίγου, κατέθεσε και ο Α. Χ., ταμίας του περιπτέρου (ΜΚ5). Κατέθεσε (Τ14) τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την 25.03.2019 σχετικά με την απώλεια του πορτοφολιού από τον παραπονούμενο, την αναζήτησή του, τη θέαση των πλάνων από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, και αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο. Κατά την αντεξέτασή του, δεν διαφώνησε πως έξω από το περίπτερο υπάρχει πλατεία και χώρος στάθμευσης, όπου σταθμεύουν πολλοί, διακινείται και κόσμος που δεν μπαίνει στο περίπτερο να πάρει πράγματα. Δεν πρόσεξε και δεν φαίνονταν εάν είχε χρήματα μέσα στο πορτοφόλι, όταν ο Κατηγορούμενος το άνοιξε, σύμφωνα με όσα μπορεί να διακρίνει στο σχετικό πλάνο. Ανέφερε πως, κατά τη δική του αντίληψη, «χώστηκε» ο Κατηγορούμενος και άνοιξε το πορτοφόλι, εξηγώντας πως ο ίδιος δεν τον είδε, γιατί ήταν σε σημείο που δεν υπήρχε ορατότητα από το ταμείο.
20. Το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλοπής του πορτοφολιού. Ειδικότερα, με βάση την υφιστάμενη μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος φέρεται να απέκτησε την κατοχή του πορτοφολιού, μετά που το βρήκε στο έδαφος, έξω από το περίπτερο, και το κράτησε, φεύγοντας από το περίπτερο με το πορτοφόλι στην κατοχή του. Το πορτοφόλι φέρεται να ανήκε σε άλλο πρόσωπο, τον ΜΚ4. Το πορτοφόλι φέρεται να είναι αντικείμενο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής. Δεν φαίνεται να υπήρξε συναίνεση του ιδιοκτήτη του πορτοφολιού στο να αποκτήσει την κατοχή του ο Κατηγορούμενος, ούτε ο Κατηγορούμενος να έχει αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη επί του πορτοφολιού. Προκύπτει, εξ όψεως της μαρτυρίας, και ότι ο σκοπός του Κατηγορούμενου, με το να πάρει το πορτοφόλι και να απομακρυνθεί από το περίπτερο, μη επιστρέφοντάς το, ήταν να το στερηθεί ο ιδιοκτήτης του μόνιμα, γνωρίζοντας και επιθυμώντας αυτό το αποτέλεσμα. Θεωρούμενη στο απόγειό της, η μαρτυρία αυτή, θα μπορούσε να οδηγήσει ένα Δικαστήριο και σε καταδίκη, κατά τρόπο ώστε φυσιολογικά να προκύπτει πως θα πρέπει να συνεχιστεί η δίκη, για να προβάλει ο Κατηγορούμενος την υπεράσπισή του.
21. Ειδικότερα, όσον αφορά το περιεχόμενο του πορτοφολιού, που είναι αμφισβητούμενο, πρώτον, δεν διατυπώνεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής η συγκεκριμένη πρόσθετη – δια του περιεχομένου του φερόμενου ως κλαπέντος πορτοφολιού – αξία του· στον βαθμό που, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν το καθιστά μη επιδεκτικό κλοπής, ακόμα και άδειο. Νοείται πως άλλη μπορεί να είναι η αξία ενός δερμάτινου πορτοφολιού χωρίς περιεχόμενο, και άλλη μπορεί να είναι η αξία του με συγκεκριμένο περιεχόμενο, χαρτονομίσματα με νομισματική αξία που αναφέρεται σε αυτά. Υπάρχει μαρτυρία πως το πορτοφόλι, με ή χωρίς οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο, είναι αντικείμενο με αξία, και εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο κλοπής. Η σύσταση του αδικήματος της κλοπής δεν φαίνεται να επηρεάζεται από το περιεχόμενο του πορτοφολιού όσον αφορά την πράξη της κλοπής καθαυτή. Απλούστερα, το αδίκημα της κλοπής συνίσταται στην αφαίρεση της ξένης κινητής περιουσίας χωρίς τη συναίνεση του κυρίου της, με πρόθεση να την κρατήσει ο δράστης για τον εαυτό του. Η αξία του πορτοφολιού, που συντίθεται και από τυχόν χρηματικό ποσό που περιέχει, θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει σημασία σε άλλη διαδικασία, για παράδειγμα, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ενοχή και πρέπει να επιβληθεί ποινή, ως προς το ύψος της, στον βαθμό που κλοπές με μεγάλη αξία δυνατόν να θεωρούνται σοβαρότερες.
22. Δεύτερον, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει και η μαρτυρία του ιδιοκτήτη του πορτοφολιού σχετικά και με το περιεχόμενό του, πως ήταν χαρτονομίσματα συνολικής αξίας €2.100. Δεν εκθεμελιώνεται ούτε αυτή η μαρτυρία κατά τρόπο που να μπορεί να χαρακτηριστεί αντινομική ή αντικειμενικά στερούμενη πειστικότητας σε θεμελιακό βαθμό, ώστε να επιβάλλει τη διακοπή της δίκης σε αυτό το στάδιο. Όπως θα πρέπει να είναι αντιληπτό, είναι περισσότερο ζητήματα αξιοπιστίας αυτά που τίθενται σε σχέση με την ύπαρξη και την αξία του πορτοφολιού που κρατούσε και χρησιμοποιούσε (π.χ. εάν ήταν €25 ή χωρίς οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη αξία) αλλά και κάποιου περιεχομένου στο πορτοφόλι. Και πάλι, επιβάλλεται φυσιολογικά η συνέχιση της δίκης, για να μπορέσει να αξιολογηθεί κανονικά η σχετική μαρτυρία επί της ουσίας της, στο τέλος της δίκης. Τέτοια αξιολόγηση, όπως ήδη εξηγήθηκε, δεν είναι επιτρεπτό να συμβεί σε αυτό το στάδιο, αλλά προϋποθέτει την ολοκλήρωση της δίκης.
Κατάληξη
23. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, καταληκτικά, υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου για το αδίκημα της κλοπής, και ο Κατηγορούμενος καλείται να προβάλει την υπεράσπισή του στην κατηγορία αυτή.
[εξηγούνται στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματά του]
(Υπ.) ……………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[2] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[3] Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR 174, R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, Lawrence v Commissioner of Police of the Metropolis (otherwise known as R v Lawrence) [1972] AC 262, Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 CLR 382, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 700, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 236/2018, 11.01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο