Σ. Α. ν. Α. Κ. Μ., Αρ. Υπόθεσης: 7861/2022, 20/1/2025
print
Τίτλος:
Σ. Α. ν. Α. Κ. Μ., Αρ. Υπόθεσης: 7861/2022, 20/1/2025

 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 7861/2022

 

Σ. Α.

 

εναντίον

 

Α. Κ. Μ.

Κατηγορούμενη

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 20/01/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Παραπονούμενη: κος Ν. Νικήτα

Για Κατηγορούμενη: κος Η. Ηλιάδης

Κατηγορούμενη παρούσα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.   Εισαγωγή

Η Κατηγορούμενη με βάση το κατηγορητήριο αντιμετωπίζει την κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης (πρώτη κατηγορία) και τις κατηγορίες της απειλής βιαιοπραγίας (δεύτερη και τρίτη κατηγορία).

 

Μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία το Δικαστήριο τροποποίησε τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας στην βάση του άρθρου 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με τις τροποποιημένες λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας η Κατηγορούμενη κατηγορείται ότι:

 

«Η κατηγορούμενη την 24/05/2022 στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, εξύβρισε την παραπονούμενη, Σ. Α., με τις φράσεις «είσαι παλαβή» και «είσαι καθυστερημένη», κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει οποιοδήποτε παρευρισκόμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση».

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη κατηγορείται ότι:

 

«Η κατηγορούμενη την 31/05/2022 στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας, στην οδό Γεωργίου Νικολάου, με σκοπό υποκίνησης της παραπονούμενης Σ. Α. για να παραλείψει πράξη την οποία αυτή είχε νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απείλησε την παραπονούμενη ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία της, λέγοντας σε αυτή την φράση «άλλη φορά μεν ρέξεις που δαμέ που εν ο λάκκος, γιατί ένι ξέρω ιννα μπου να γενεί».

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της τρίτης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη κατηγορείται ότι:

 

«Η κατηγορούμενη την 07/06/2022 στον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας, στην οδό Γεωργίου Νικολάου, με σκοπό υποκίνησης της παραπονούμενης Σ. Α. για να παραλείψει πράξη την οποία αυτή είχε νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απείλησε την παραπονούμενη ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία της, λέγοντας σε αυτή την φράση «θωρείς τούτη την τσάππα δαμέ, αν έρτει ποινική υπόθεση, έννα την εχρησιμοποιήσω».

 

Προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε μαρτυρία η Παραπονούμενη και η κ. Γιάννα Παυλίδου (Μ.Κ.2).

 

Η Κατηγορούμενη αρνήθηκε τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία. Η Κατηγορούμενη μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχη και κλήθηκε σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και κάλεσε τον κο Δ. Σπύρου (Μ.Υ.1) ως μάρτυρα υπεράσπισης.

 

Περαιτέρω δηλώθηκε ως παραδεκτό το πιο κάτω γεγονός το οποίο εγκρίθηκε από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9:

  • Η Παραπονούμενη καταχώρησε την υπόθεση υπ’ αριθμό 7640/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εναντίον του Γ. Μ., συζύγου της Κατηγορούμενης στην παρούσα υπόθεση, και η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 20/01/2025.

Αντίγραφο του κατηγορητηρίου της εν λόγω υπόθεσης κατατέθηκε εκ συμφώνου ως Τεκμήριο 4.

 

Οι αγορεύσεις του συνηγόρου της Παραπονούμενης και του συνηγόρου της Κατηγορούμενης έχουν μελετηθεί και τις έχω κατά νου. Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση τους. Αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Β.   Μαρτυρία

Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (βλ. Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 35).

 

Μ.Κ.1

Η Παραπονούμενη, Μ.Κ.1,  κα Σ. Α., υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση της (Έγγραφο Α), ως μέρος της κυρίως εξέτασης της. Σε αυτήν αναφέρει, ότι κατά τους ουσιώδεις χρόνους διέμενε με τον υιό της, Α. Λ., ο οποίος απεβίωσε, στην οδό Γεωργίου Νικολάου, στον Κάτω Πύργο Τυλληρίας. Η Κατηγορούμενη διαμένει μαζί με τον σύζυγο της σε οικία δίπλα από το σπίτι της Παραπονούμενης, και τα δύο σπίτια εφάπτονται στην οδό Γεωργίου Νικολάου, ο οποίος είναι κύριος δρόμος. Πολλές φορές η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της εισέρχονταν εντός του οικοπέδου της Παραπονούμενης, όπου βρίσκεται η οικία της, και στάθμευαν το όχημα τους έξω από την κουζίνα της. Τόσο η ίδια όσο και ο αποβιώσαντας υιός της, τους ζητούσαν να μετακινήσουν το όχημα τους χωρίς όμως αποτέλεσμα, έχοντας μάλιστα ύφος απειλητικό. Λόγω της συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης και του συζύγου της, τόσο η ίδια όσο και ο υιός της αναστατώνονταν και τους μιλούσαν με έντονο τρόπο προσπαθώντας να τους πείσουν να μην εισέρχονται στο οικόπεδο τους. Η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της δεν συμμορφώνονταν στα καλέσματα τους και πολλές φορές οι τελευταίοι φώναζαν στην Παραπονούμενη και στον αποβιώσαντα υιό της, τους απειλούσαν και τους εξύβριζαν, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να αισθάνεται η Παραπονούμενη φόβο.

 

Στις 24/05/2020, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης προσπάθησε να εισέλθει στο οικόπεδο της Παραπονούμενης για να παρκάρει το όχημα του. Η Παραπονούμενη εξήλθε από την οικία της για να του ζητήσει να μην παρκάρει εκεί, ο ίδιος δεν το αποδέχθηκε, και τότε βγήκε από την οικία της η Κατηγορούμενη η οποία την εξύβρισε αναφέροντας της τις φράσεις «Είσαι παλαβή», «Είσαι καθυστερημένη» και «Τώρα να δεις τι θα σου κάνω». Τις εν λόγω φράσεις τις άκουσε και ο υιός της Παραπονούμενης, ο οποίος βρισκόταν στο σαλόνι της οικίας τους.

 

Στις 31/05/2022 ενώ η Παραπονούμενη επέστρεφε στην οικία της, πέρασε έξω από την βεράντα της, όπου βρίσκεται ένας λάκκος αποχέτευσης, και η Κατηγορούμενη η οποία εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην αυλή της, την απείλησε με την φράση «Άλλη φορά μεν ρέξεις που δαμέ που εν ο λάκκος, γιατί ένι ξέρω ιννα μπου να γενεί». Η Παραπονούμενη στο άκουσμα της φράσης αυτής αισθάνθηκε απειλή, φόβο και ταραχή.

 

Στις 07/06/2022, ενώ η Κατηγορούμενη βρισκόταν στο κήπο της οικία της, έσκυψε να πάρει τον κασμά που ήταν τοποθετημένος στο έδαφος, και γυρίζοντας προς το μέρος της Παραπονούμενης και του υιού της, οι οποίοι βρίσκονταν στην βεράντα της οικίας τους την δεδομένη στιγμή, τους ανέφερε «θωρείς τούτη την τσάππα δαμα, αν έρτει ποινική υπόθεση, εννά την εχρησιμοποιήσω». Την εν λόγω φράση την άκουσε ο υιός της Παραπονούμενης, ο οποίος την μετέφερε στην Παραπονούμενη και εκείνη αισθάνθηκε απειλή, φόβο και ταραχή.

 

Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι για τα πιο πάνω περιστατικά δεν προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία γιατί όπως ανέφερε δεν την λάμβαναν υπόψη, αλλά τα ανέφερε στον δικηγόρο της. Σημείωσε μάλιστα ότι ούτε η Αστυνομία ούτε το Κοινοτικό Συμβούλιο του Κάτω Πύργου ενδιαφερόταν να μεταβεί στην οικία της «ότι και να συνέβαινε», ακόμη και αν τους τηλεφωνούσε, αλλά δεν γνώριζε να αναφέρει τον λόγο της αδιαφορίας τους.

 

Ο Παραπονούμενη έτυχε μακράς αντεξέτασης σχετικά με ζητήματα τα οποία άπτονταν των συνοριακών διαφορών μεταξύ της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης. Ως της υποβλήθηκε από τον συνήγορο της Κατηγορούμενης, πριν από λίγο καιρό η Κατηγορούμενη είχε καλέσει το Τμήμα Χωρομετρίας με σκοπό να οριοθετήσει το οικόπεδο της. Η Παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της συμφώνησε ότι όντως το οικόπεδο της Κατηγορούμενης οριοθετήθηκε από το Τμήμα Χωρομετρίας, και ο σύζυγος της Κατηγορούμενης τοποθέτησε σίδερα για να υποδειχθούν τα σύνορα. Η ίδια τους ανέφερε ότι τα όρια δεν ήταν ορθά γιατί ενέπιπταν εντός του ακινήτου της, αναφέροντας μάλιστα ότι και το Τμήμα Χωρομετρίας ανέφερε στην Κατηγορούμενη και τον σύζυγο της ότι το σημείο που τοποθετήθηκε το σίδερο ήταν εντός του ακινήτου της Παραπονούμενης. Ανέφερε ότι η ίδια άκουσε τον υπάλληλο του αρμόδιου τμήματος να αναφέρει ότι το γκαράζ της Κατηγορούμενης είχε ανεγερθεί εντός του ακινήτου της Παραπονούμενης. Ερωτώμενη σχετικά με την αναφορά της στην παράγραφο 4 της γραπτής της δήλωσης, και συγκεκριμένα ότι η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της την κοίταζαν απειλητικά, εξήγησε ότι την κοίταζαν με «ύφος». Ανέφερε ότι λόγω της συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης και του συζύγου της δεν μπορούσαν να βγουν έξω από το σπίτι τους γιατί φοβούνταν. Ερωτήθηκε κατά πόσον η ίδια και ο αποβιώσαντας υιός της παρακολουθούνταν από το Γραφείο Ευημερίας, και απάντησε αρνητικά, διευκρινίζοντας ότι το Γραφείο Ευημερίας παρακολούθησε τον άλλο της υιό, Λάμπρο, ο οποίος νοσηλεύετο σε ίδρυμα στην Λευκωσία.

 

Ερωτώμενη για τις σχέσεις της με τους άλλους της γείτονες, απάντησε ότι είναι πολύ καλές και ανέφερε ότι η ίδια δεν απασχόλησε ποτέ την αστυνομία του Κάτω Πύργου.

 

Μ.Κ.2

Η κα Ι. Παυλίδου, υπάλληλος του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, Μ.Κ.2,  κατέθεσε τα κατηγορητήρια των υποθέσεων αρ. 7989/2022 (Τεκμήριο 1) και 8017/2022 (Τεκμήριο 2). Όπως προκύπτει από τα εν λόγω τεκμήρια οι υποθέσεις καταχωρήθηκαν από τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης εναντίον της Κατηγορούμενης. Ανέφερε ότι όπως προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου και για τις δύο υποθέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερομηνίας 11/04/2024 καταχώρησε αναστολή της ποινικής δίωξης των εν λόγω υποθέσεων (Τεκμήριο 3). Η Μ.Κ.2 δεν αντεξετάστηκε επί των όσων ανέφερε.

 

Κατηγορούμενη

Η Κατηγορούμενη υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση της (Έγγραφο Β), ως μέρος της κυρίως εξέτασης της. Στην γραπτή της δήλωση ανέφερε ότι η οικία της συνορεύει με την οικία της Παραπονούμενης και ότι ουδέποτε εξύβρισε ή απείλησε την Παραπονούμενη. Αναφέρθηκε στις 4 ποινικές υποθέσεις που καταχωρήθηκαν εναντίον της, τόσο από την Παραπονούμενη, όσο και από τον αποβιώσαντα υιό της. Επίσης ανέφερε ότι κανένας υπάλληλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου δεν ήταν παρών στα επίδικα συμβάντα (και προς τούτο κατατέθηκε σχετική βεβαίωση ως Τεκμήριο 5). Στις 06/08/2021 ο δικηγόρος της Παραπονούμενης απέστειλε επιστολή στον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου στην οποία ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη εξύβριζε την Παραπονούμενη. Τότε μετέβηκαν στην σκηνή αστυνομικοί για να λάβουν κατάθεση από την Παραπονούμενη, και η τελευταία αναφέρθηκε στις συνοριακές διαφορές που είχαν με την Κατηγορούμενη. Η Παραπονούμενη κατά την κατάθεση της ανέφερε ότι κλήθηκε το Τμήμα Χωρομετρίας, με σκοπό να οριοθετήσει το ακίνητο της Κατηγορούμενης, το οποίο γειτονεύει με το ακίνητο της Παραπονούμενης, αλλά η ίδια δεν συμφώνησε με την απόφαση του τμήματος, και αφαίρεσε τα σχετικά όρια. Είναι η θέση της Κατηγορούμενης ότι η Παραπονούμενη ψευδώς καταχώρησε τις εν λόγω ποινικές υποθέσεις εναντίον της ίδιας και του συζύγου της, λόγω του ότι διακατέχεται από έχθρα εναντίον τους ένεκα των συνοριακών διαφορών. Επίσης ανέφερε ότι ψευδώς ισχυρίστηκε στην αντεξέταση της η Παραπονούμενη ότι δεν κατήγγειλε τις ισχυριζόμενες εξυβρίσεις στην Αστυνομία γιατί δεν την λάμβαναν υπόψη.  

 

Η Κατηγορούμενη στις 31/05/2022 τηλεφώνησε στον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου και ανέφερε ότι ο αποβιώσαντας υιός της Παραπονούμενης ήταν εκτός ελέγχου και φώναζε. Ο αναπληρωτής λοχίας του Αστυνομικού Σταθμού ενημέρωσε σχετικά το Γραφείο Ευημερίας, το οποίο παρακολουθούσε τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης. Στο Έγγραφο Β γίνεται αναφορά ότι το Γραφείο Ευημερίας ανέφερε ότι το θέμα προέκυψε λόγω συνοριακής διαφοράς μεταξύ της Κατηγορούμενης, και του συζύγου της, με την Ιερά Μητρόπολη Κύκκου και Τηλλυρίας, ως ιδιοκτήτες της οικίας της Παραπονούμενης.

Στην δια ζώσης μαρτυρία της ανέφερε ότι η ίδια είχε βαφτίσει τον υιό της Παραπονούμενης, Λ., διευκρινίζοντας κατά την αντεξέταση της ότι γνωρίζονταν από πολύ μικρές με την Παραπονούμενη αφού τα πατρικά τους σπίτια γειτνίαζαν. Ανέφερε ότι η Παραπονούμενη και ο αποβιώσαντας υιός της έβριζαν πολύ συχνά την Κατηγορούμενη και τον σύζυγο της, και μάλιστα αναγκάζονταν να καλούν την Αστυνομία για να τους «βάλει σε τάξη». Σχετικά με τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης, ανέφερε ότι επικοινώνησε και η ίδια με το Γραφείο Ευημερίας, και της ζήτησαν να ετοιμάσει ένορκη δήλωση ότι ήταν επικίνδυνο άτομο, αλλά η ίδια δεν ήθελε να προχωρήσει στα άκρα το ζήτημα και δεν έπραξε το οτιδήποτε. Ανέφερε ότι η Παραπονούμενη ήταν τσακωμένη με όλους τους γείτονες.

 

Σχετικά με τις συνοριακές διαφορές που είχαν ανέφερε ότι η ίδια κάλεσε το Τμήμα Χωρομετρίας, και τον Ιούλιο του 2020 αρμόδιοι λειτουργοί επισκέφθηκαν το ακίνητο της, και οριοθέτησαν το ακίνητο της τοποθετώντας σχετικά όρια. Τότε η Παραπονούμενη και ο αποβιώσαντας υιός της άρχισαν να φωνάζουν και έβγαλαν τα σχετικά σύνορα. Η Κατηγορούμενη ανέφερε στην κυρίως εξέταση της ότι  το ακίνητο δεν ανήκει πλέον στην Παραπονούμενη, αλλά στην Ιερά Μητρόπολη Κύκκου & Τηλλυρίας.

 

Τοποθέτησε χρονικά την αλλαγή της συμπεριφοράς της Παραπονούμενης προς την ίδια και την οικογένεια της τον Ιούλιο του 2020, μετά από την επίσκεψη του Τμήματος Χωρομετρίας. Πριν από την επίσκεψη του Τμήματος Χωρομετρίας, χαρακτήρισε τις σχέσεις της με την Παραπονούμενη ως άριστες, αναφέροντας ότι ήταν προτεραιότητα της η Παραπονούμενη («έβλεπα πρώτα τη Σωτήρα και μετά εμένα»), και ότι παρείχαν στην Παραπονούμενη ότι βοήθεια ήθελε με διάφορες εργασίες του σπιτιού της.

 

Σχετικά με το ακίνητο της Παραπονούμενης, ανέφερε ότι κάποιοι την είχαν ξεγελάσει και είχε πωλήσει το ακίνητο το οποίο της άνηκε, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε χρήματα, αναφερόμενη μάλιστα σε ανήθικους λόγους. Για αυτούς τους λόγους η μητέρα της Παραπονούμενης είχε κακές σχέσεις με την Παραπονούμενη.  Σημείωσε περαιτέρω ότι μέσω της βοήθειας κάποιων κατοίκων του χωριού, αγόρασε το ακίνητο η Ιερά Μητρόπολη Κύκκου & Τηλλυρίας, και της παραχώρησε την οικία για να διαμένει. Όταν ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση της τι εννοούσε όταν αναφέρθηκε σε ανήθικους λόγους αρνήθηκε να απαντήσει.

Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι η ίδια δεν ανέφερε ποτέ στην Παραπονούμενη ότι το ακίνητο δεν της άνηκε, και ότι πραγματικός ιδιοκτήτης είναι η Ιερά Μητρόπολη Κύκκου & Τηλλυρίας, γιατί λόγω των συνοριακών διαφορών δεν τους μιλούσε, παρά μόνο τους εξύβριζε. Ανέφερε ότι όταν η ίδια κάλεσε το Τμήμα Χωρομετρίας (που η ίδια τοποθέτησε χρονικά στο έτος 1994) ήξερε ότι το ακίνητο δεν άνηκε στην Παραπονούμενη, και όταν ήρθαν επί τόπου οι αρμόδιοι λειτουργοί το 2020 ρώτησε εκ νέου για το ζήτημα αυτό, αλλά λόγω του ότι δεν γνώριζαν οι αρμόδιοι λειτουργοί, ρώτησε το Κοινοτικό Συμβούλιο του Κάτω Πύργου, όπου της επιβεβαίωσαν ότι το ακίνητο φορολογείτο στο όνομα της Ιεράς Μητρόπολης Κύκκου & Τηλλυρίας. Ερωτώμενη γιατί δεν ανέφερε στην Παραπονούμενη πριν το έτος 2020 ότι δεν της άνηκε το ακίνητο, όταν οι σχέσεις τους ήταν καλές, ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρη ότι το σπίτι δεν της άνηκε τότε.

 

Ανέφερε ότι η μητέρα της Κατηγορούμενης είχε ενημερώσει την Παραπονούμενη, τόσο πριν όσο και μετά την επίσκεψη του Τμήματος Χωρομετρίας, ότι δεν της άνηκε το ακίνητο. Εξήγησε ότι η αντίδραση της Παραπονούμενης, όποτε η μητέρα της Κατηγορούμενης της το ανέφερε αυτό, ήταν να την εξυβρίζει.

 

Ανέφερε ότι μετά την επίσκεψη του Τμήματος Χωρομετρίας η Παραπονούμενη ξεκίνησε να εξυβρίζει και να καταριέται την ίδια, τον σύζυγο της, τα παιδιά της και τους γονείς της. Η ίδια κάλεσε 6 ή 7 φορές την Αστυνομία για να μεταβεί στο σπίτι της Παραπονούμενης λόγω των εξυβρίσεων της Παραπονούμενης προς τους ίδιους για να την συνετίσουν. Η ίδια δεν ερχόταν ποτέ σε αντιπαράθεση μαζί της, δεν θύμωνε ποτέ και προσπαθούσε να της εξηγήσει, αλλά σταμάτησε να ασχολείται με την Παραπονούμενη όταν διαπίστωσε ότι δεν αντιλαμβάνετο τι της έλεγαν.  

 

Κατά την αντεξέταση της συμφώνησε ότι το σπίτι της είναι δίπλα από το σπίτι της Παραπονούμενης, και ότι και τα δύο σπίτια εφάπτονται επί της οδού Γεωργίου Νικολάου. Ερωτήθηκε εκτεταμένα κατά την αντεξέταση της αναφορικά με την διαφωνία που είχαν με την Παραπονούμενη σχετικά με το σημείο που πάρκαραν το όχημα τους, και την απόσταση που είχε το εν λόγω σημείο από την βεράντα της Παραπονούμενης. Ήταν η θέση της ότι το εν λόγω σημείο εμπίπτει εντός του ακινήτου της. Ανέφερε ότι η πρώτη φορά που η Παραπονούμενη τους έκανε παρατήρηση σχετικά με τον χώρο που στάθμευαν τα οχήματα τους ήταν η ημέρα που επισκέφθηκε το ακίνητο το Τμήμα Χωρομετρίας. Στην συνέχεια της αντεξέτασης της ανέφερε ότι και πριν την επίσκεψη του Τμήματος Χωρομετρίας η Παραπονούμενη τους είχε ζητήσει με λιγότερο έντονο ύφος να μην παρκάρουν στο σημείο που φαίνεται ότι εφάπτεται στα δύο ακίνητα, αλλά όταν έγινε η οριοθέτηση η συμπεριφορά της Παραπονούμενης ήταν εκτός ελέγχου.

 

Αρνήθηκε ότι η Παραπονούμενη και ο αποβιώσαντας υιός της ένιωθαν φόβο λόγω της συμπεριφοράς της και ότι ανέφερε τις φράσεις που αναγράφονται στις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας. Ανέφερε ότι πληρώνει άτομο για να της καθαρίζει τον κήπο του σπιτιού της, και η ίδια δεν έτυχε να χρησιμοποιήσει ποτέ κασμά, παρά σκαλιστήρι.  Η ίδια όταν την εξύβριζε η Παραπονούμενη, δεν ένοιωθε φόβο από την ίδια, αλλά φοβόταν τις τελευταίες φορές από τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης και προς τούτο αποτάθηκε στην Αστυνομία και στο Γραφείο Ευημερίας.

 

Ερωτώμενη σχετικά με τον φάκελο που κατέχει το Γραφείο Ευημερίας, ως ανέφερε στην παράγραφο 6 της γραπτής της δήλωσης (Έγγραφο Β), απάντησε ότι δεν είδε η ίδια τον φάκελο, δεν γνώριζε τον αριθμό του φακέλου, αλλά τηλεφώνησε η ίδια κάποιες φορές στο Γραφείο Ευημερίας για να τους ενημερώσει ότι ο αποβιώσαντας υιός της Παραπονούμενης ήταν πλέον επικίνδυνος, αλλά όταν της ζήτησαν να δηλώσει αυτό ενόρκως για να εξεταστεί από τις ψυχιατρικές υπηρεσίες, δεν το έκανε. Ανέφερε ότι η οικογένεια της Παραπονούμενης παρακολουθείτο από το Γραφείο Ευημερίας γιατί δεν μπορούσαν να αυτοσυντηρηθούν, αναφέροντας περαιτέρω ότι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα οικονομικά τους αλλά και διάφορα θέματα με το νοικοκυριό.   Αναφέρθηκε επίσης στην κατάσταση της υγείας του άλλου της υιού, Λάμπρου, ο οποίος πριν την νοσηλεία του σε ίδρυμα, ήταν επικίνδυνος.

 

Μ.Υ.1

Ο κος Δ. Σπύρου (Μ.Υ.1), ο οποίος κατέχει τον βαθμό του Βοηθού Υπαστυνόμου στην Αστυνομία, υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Γ), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτήν αναφέρει ότι εργάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου και γνωρίζει λόγω του επαγγέλματος του και την Παραπονούμενη και την Κατηγορούμενη. Ανέφερε ότι στις 22/06/2021 και 26/05/2022 η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της τηλεφώνησαν στον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου και ανέφεραν ότι η Παραπονούμενη τους διαβάλλει και τους εξυβρίζει. Η Αστυνομία στις 22/06/2021 μετέβη στην οικία της Παραπονούμενης και της συνέστησαν να μην διαβάλει ξανά τον σύζυγο της Κατηγορούμενης. Στις 31/05/2022 η Κατηγορούμενη επικοινώνησε με την Αστυνομία για να τους αναφέρει ότι ο αποβιώσαντας υιός της Παραπονούμενης φώναζε και ήταν εκτός ελέγχου. Η Αστυνομία επικοινώνησε με το Γραφείο Ευημερίας το οποίο παρακολουθούσε το εν λόγω άτομο, και ο Μ.Υ.1 ζήτησε την άμεση παρέμβαση του Γραφείου Ευημερίας για να εξεταστεί κατά πόσο χρειάζεται να εκδοθεί διάταγμα ψυχιατρικής εξέτασης του αποβιώσαντα υιού της Παραπονούμενης.

 

Στις 06/08/2021 έλαβαν επιστολή από τον δικηγόρο της Παραπονούμενης ότι η Κατηγορούμενη εξυβρίζει την Παραπονούμενη. Μετέβηκαν στην οικία της Παραπονούμενης οι Αστυνομικοί 1652 και 3524 για να λάβουν κατάθεση από την Παραπονούμενη. Η ίδια τους ανέφερε ότι από το 2020 έχουν συνοριακές διαφορές με την Κατηγορούμενη και τον σύζυγο της, και ότι δεν αποδέχθηκε την οριοθέτηση του ακινήτου της Κατηγορούμενης από το Τμήμα Χωρομετρίας. Στις 28/07/2022 ο δικηγόρος της Παραπονούμενης επικοινώνησε με τον Αστυνομικό Σταθμό Κάτω Πύργου αναφέροντας τους ότι η Παραπονούμενη είχε προβλήματα με τους γείτονες της. Η Αστυνομία επισκέφθηκε τις εν λόγω οικίες, και πληροφορήθηκε ότι το θέμα που προέκυψε οφείλετο στο ότι η Κατηγορούμενη ενοικίασε την ισόγεια κατοικία της, και οι ενοικιαστές στάθμευσαν το όχημα τους στην αυλή της οικίας της Παραπονούμενης.

 

Στις 14/09/2023 η Κατηγορούμενη ανέφερε ότι κάποιος Μάριος Ευαγγέλου της ανέφερε ότι η Παραπονούμενη πιθανόν να προβεί σε κακόβουλη ζημιά στην οικία της, μέσω άλλου προσώπου, λόγω συνοριακών διαφορών. Ο Μ.Υ.1 επικοινώνησε με την Παραπονούμενη η οποία του ανέφερε ότι η πληροφορία είναι ψευδής.

 

Στην γραπτή του δήλωση ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι η Παραπονούμενη ουδέποτε κάλεσε την Αστυνομία Κάτω Πύργου για να καταγγείλει κάποιο πρόβλημα που είχε με την Κατηγορούμενη, και ότι αντίθετα είναι η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της που τους καλούσαν για προβλήματα που είχαν με την Παραπονούμενη. Ανέφερε περαιτέρω ότι η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της είναι φιλήσυχα άτομα, χαίρουν εκτίμησης στο χωριό και ουδέποτε απασχόλησαν την Αστυνομία του Κάτω Πύργου για οποιοδήποτε θέμα.

 

Στην δια ζώσης μαρτυρία του ανέφερε ότι όσες φορές είχε κληθεί η Αστυνομία από την Παραπονούμενη για να επιληφθεί οποιουδήποτε παραπόνου, η Αστυνομία άμεσα εξέταζε το κάθε παράπονο. Όπως εξήγησε πάντα η Αστυνομία, την ίδια ημέρα για την οποία ενημερώνεται για κάποιο συμβάν, καταχωρεί στο ηλεκτρονικό μητρώο της Αστυνομίας τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει, καθώς και το αποτέλεσμα των ερευνών της.

 

Ήταν ενήμερος για την συνοριακή διαφορά που προέκυψε μεταξύ της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης, ότι το ακίνητο της Παραπονούμενης ανήκε πλέον στην Ιερά Μητρόπολη Κύκκου & Τηλλυρίας, και ότι ένεκα των συνοριακών διαφορών η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της υπέβαλαν διάφορα παράπονα στην Αστυνομία σχετικά με την συμπεριφορά της Παραπονούμενης. Σημείωσε ότι η Παραπονούμενη δεν εξέφρασε κάποιο παράπονο εναντίον της Κατηγορούμενης ή του συζύγου της για να εξεταστεί ποινικό αδίκημα και να καταχωρηθεί ποινική υπόθεση από την Αστυνομία εναντίον της Κατηγορούμενης.

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι η Παραπονούμενη δεν ενημέρωσε την Αστυνομία ότι δέχθηκε εξύβριση ή απειλή από την Κατηγορούμενη, αφού αν γινόταν κάτι τέτοιο θα καταγραφόταν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας. Προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 6, το οποίο έγγραφο είναι ο ηλεκτρονικός κατάλογος καταγραφής παραπόνων και συμβάντων της Αστυνομίας. Ανέφερε ότι ο Αστυνομικός που επιλαμβάνεται κάποιου παραπόνου προβαίνει σε καταχώρηση στο μητρώο του ηλεκτρονικού συστήματος της Αστυνομίας, και αυτόματα καταχωρείται από το σύστημα η ώρα καταχώρησης, και η οποία δεν μπορεί να αλλοιωθεί μεταγενέστερα.  Εξήγησε ότι εκτύπωσε το εν λόγω έγγραφο από το σύστημα της Αστυνομίας 3-4 ημέρες πριν την μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου για να φρεσκάρει την μνήμη του. Διευκρίνισε ότι όταν αναγράφεται η ταυτότητα ενός ατόμου στο σύστημα, ή το όνομα του, το σύστημα αποτυπώνει όλα τα συμβάντα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο από το 2009 που έχει μηχανογραφηθεί το σύστημα της Αστυνομίας. Σχετικά με το πρόσωπο της Παραπονούμενης μόνο όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 6 έχουν καταγραφεί.  

 

Για τα 6 συμβάντα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 6 η Αστυνομία μετέβη στις εν λόγω οικίες, όμως απ’ όσο γνωρίζει το Κοινοτικό Συμβούλιο του Κάτω Πύργου δεν μετέβηκε. Δεν γνώριζε για την ύπαρξη του Τεκμηρίου 5, ανέφερε ότι δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την Κατηγορούμενη και τον σύζυγο της παρά το ότι μια φορά, μετά τα επίδικα συμβάντα, μετέβη στο σπίτι της Κατηγορούμενης για κοινωνικούς σκοπούς, σε αντίθεση με την Παραπονούμενη όπου έχει συγγένεια εξ αίματος με την πεθερά του, διευκρινίζοντας ότι δεν είχε κανένα λόγο να αγνοήσει οποιοδήποτε παράπονο της Παραπονούμενης. Ανέφερε ότι η Αστυνομία ανταποκρίθηκε σε όλα τα καλέσματα του δικηγόρου της Παραπονούμενης, και οι ενέργειες τους καταγράφηκαν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας και παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 6.

 

Του υποδείχθηκαν οι επιστολές ημερομηνίας 15/07/2021 και 22/12/2021 του δικηγόρου της Παραπονούμενης (Τεκμήρια Α και Β προς Αναγνώριση), αλλά ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι δεν ήταν εις γνώση του αυτές οι επιστολές εξηγώντας ότι ο αριθμός φαξ που αναγράφεται στις επιστολές είναι λανθασμένος και δεν είναι του Αστυνομικού Σταθμού Κάτω Πύργου. Αναφερόμενος στα παράπονα του κ. Νικήτα, που αναφέρονται στο Τεκμήριο 6, ανέφερε ότι εξέτασαν τα ζητήματα που εγέρθηκαν, έλαβαν καταθέσεις και του απάντησαν γραπτώς με επιστολή ότι δεν πρόκυπτε ποινικό αδίκημα. Για την επιστολή του κ. Νικήτα ημερομηνίας 06/08/2021 ο Μ.Υ.1 παρέπεμψε στην 2η σελίδα του Τεκμηρίου 6, στην οποία αναγράφεται ότι η Αστυνομία έλαβε κατάθεση από την Παραπονούμενη, στην οποία ανέφερε ότι από το 2020 δεν έχει συνομιλήσει με την Κατηγορούμενη και τον σύζυγο της, αλλά άκουσε στον παρελθόν την Κατηγορούμενη να αποκαλεί κάποια «παλαβή», χωρίς να γίνεται αναφορά σε όνομα και έτσι υπέθεσε ότι αναφερόταν στο πρόσωπο της. Αρνήθηκε την θέση που του υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία του έχει σκοπό να βοηθήσει την θέση της Κατηγορούμενης και του συζύγου της.

 

Αναφερόμενος στην επικοινωνία που είχε με το Γραφείο Ευημερίας εξήγησε ότι λόγω κάποιων αντιδράσεων του αποβιώσαντα υιού της Παραπονούμενης, επικοινώνησε μαζί τους για να εξεταστεί αν δύναται να προωθηθεί διαδικασία για ψυχιατρική εξέταση και νοσηλεία του. Όταν ενημερώθηκε ότι δεν δύνατο να προωθηθεί τέτοια διαδικασία στο εν λόγω στάδιο, σταμάτησαν και οι σχετικές έρευνες από την Αστυνομία.

 

Γ.    Νομική Πτυχή

Προτού προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα παραθέσω την νομική πτυχή των κατηγοριών που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη.

Δημόσια Εξύβριση

Το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης (πρώτη κατηγορία) διέπεται από το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα και τα συστατικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα:

1.    Άτομο να εξυβρίσει άλλον∙

2.     Η εξύβριση να γίνεται με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση∙ και

3.    Η εξύβριση να γίνεται σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.

 

Όσον αφορά το τι συνιστά δημόσιο χώρο, ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Κεφ. 154, ως εξής:

 

«"δηµόσιος χώρος" ή "δηµόσιο υποστατικό" περιλαµβάνει δηµόσια διάβαση και κτίριο, µέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωµα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε µε όρο πληρωµής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιµοποιείται κάθε φορά για δηµόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δηµόσια συνεδρίαση».

 

(βλ. Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25 και Μιχαήλ κ.α ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362).

 

Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Στην υπόθεση Brutus vCozens (1972) 2 All E.R. 1297 που αφορούσε κατηγορία βάση του άρθρου 4 του Public Order Act 1986, με παρόμοια συστατικά στοιχεία με αυτά του άρθρου 99 του Ποινικού μας Κώδικα, αποφασίσθηκε ότι η ερμηνεία της λέξης «insulting» (σε ελληνική μετάφραση «υβριστικός») δεν είναι νομικό θέμα και θα πρέπει να αποδίδεται σε αυτή το κανονικό της νόημα. Αναφέρθηκε δε σχετικά ότι ο μέσος συνετός άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ύβρη όταν τη βλέπει ή την ακούει. Το κριτήριο για την ύπαρξη όλων των πιο πάνω στοιχείων είναι καθαρά αντικειμενικό. Στην Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 98, κρίθηκε ως ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λέξη «καραγκιόζης» που είχε εκστομίσει η εφεσείουσα εναντίον Αστυνομικού, στον τόπο και υπό τις συνθήκες που χρησιμοποιήθηκε είναι υβριστική και εκδηλώνει περιφρόνηση προς το πρόσωπο προς το οποίο εκστομίζεται και είναι γενικά προσβλητική και μειωτική του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται. Επιπρόσθετα στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι δεν χρειάζεται απόδειξη ότι προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. Είναι αρκετό ότι ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Κάτι τέτοιο συνάγεται στην κάθε περίπτωση από τις περιστάσεις στο σύνολο τους. Ως προς το σημείο δε αυτό στην ίδια υπόθεση κρίθηκε ότι από το σύνολο των περιστάσεων ήταν βέβαιο ότι ο παραπονούμενος δεν θεώρησε αθώα την επίμαχη έκφραση ούτε ασφαλώς την εξέλαβε ως εκδήλωση ευγένειας, διότι, αν μη τι άλλο, υπέβαλε παράπονο στην Αστυνομία.

 

Απειλή Βιαιοπραγίας

Σύμφωνα με το άρθρο 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, «όποιος με σκοπό υποκίνησης προσώπου σε πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να πράξει ή για να παραλείψει πράξη στην οποία αυτό έχει δικαίωμα να προβεί, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές, είναι ένοχος πλημμελήματος».

 

Η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού προς το σκοπό αποτροπής εκτέλεσης καθήκοντος. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή που έχει εξωπραγματικό χαρακτήρα, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού (βλ. ΝΤΖΙΑΝ ΝΕΤΖΙΗΠ ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1). Επομένως το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό.

 

Στην υπόθεση Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 510, λέχθηκε ότι πέρα από τα απειλητικά λόγια, συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η απειλή να αποσκοπεί στο να εκφοβίσει κάποιον από το να διενεργήσει πράξη την οποία δικαιούται νόμιμα να διενεργήσει. Αν λείπει το τελευταίο αυτό στοιχείο, τα απειλητικά λόγια δεν στοιχειοθετούν το αδίκημα της απειλής βιαιοπραγίας αλλά αυτό της εξύβρισης.

 

 

 

Δ.   Βάρος Απόδειξης

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401).

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλSener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246). Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

 

Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).

 

Ε.   Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Έχοντας παραθέσει τις πιο πάνω αρχές, θα προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ.  Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ.454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).

Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ.  Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).

 

Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).

 

Μ.Κ.1 – Παραπονούμενη

Αξιολογώντας την μαρτυρία της Παραπονούμενης, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με έπεισε για την γνησιότητα των όσων ανέφερε. Παρακολουθώντας την να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα και παρατηρώντας τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά της, τον τρόπο και το ύφος της μαρτυρίας της, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει όλα όσα πραγματικά διαδραματίσθηκαν. Εξηγώ.

 

Η Παραπονούμενη μιλούσε με έντονο ύφος κατά την αντεξέταση της, και μάλιστα απαντούσε θυμωμένα όταν εγέρθηκε, κατά την αντεξέταση της, το ζήτημα των συνοριακών διαφορών. Περαιτέρω, κάποιες απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από υπερβολή, όπως η θέση της ότι δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι της γιατί ένοιωθε φόβο από την συμπεριφορά της Κατηγορούμενης και του συζύγου της.

 

Από την αντεξέταση της προέκυψε ότι οι σχέσεις της με την Κατηγορούμενη ήταν τεταμένες ακριβώς λόγω του ζητήματος των συνοριακών διαφορών, αναφέροντας μάλιστα κατά την αντεξέταση της ότι «όπως παν εν να μου πιάσουν τζαι την αυλή μου τούτοι». Έδωσε την εντύπωση ότι αισθανόταν έντονα αδικημένη και πικραμένη για το ζήτημα αυτό. Ο λόγος που προβαίνω σε αυτή την επισήμανση είναι για να υποδείξω πως κάτω από την συναισθηματική φόρτιση, η Παραπονούμενη δεν κατόρθωσε να καταθέσει με αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια.

 

Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση της υπέπεσε σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα η Παραπονούμενη κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν απασχόλησε ποτέ την Αστυνομία του Κάτω Πύργου, ενώ όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 6, διάφορα ζητήματα που προέκυψαν μεταξύ Παραπονούμενης – Κατηγορούμενης απασχόλησαν την Αστυνομία. Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν έκανε κάποια καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον της Κατηγορούμενης γιατί δεν την λάμβαναν υπόψη, όμως στην συνέχεια ανέφερε ότι τηλεφώνησε στην  Αστυνομία και στο Κοινοτικό Συμβούλιο του Κάτω Πύργου για να τους ενημερώσει για τα διάφορα περιστατικά που έγιναν, αλλά αυτοί δεν έρχονταν ακόμη και όταν τους τηλεφωνούσε. Κάτι που επίσης διαψεύδεται από την πραγματική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμήριο 6), όπου διαφαίνεται ότι η Αστυνομία ανταποκρίθηκε στα καλέσματα της Κατηγορούμενης και του συζύγου της που αυτά αφορούσαν το πρόσωπο της Παραπονούμενης, αλλά και στα καλέσματα του συνηγόρου της Παραπονούμενης για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τους γείτονες της. 

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, σε συνδυασμό με την γενικότερη εντύπωση που σχημάτισα για την Παραπονούμενη, η αξιοπιστία της έχει πληγεί καίρια και δεν μου επιτρέπεται να αποδώσω βαρύτητα στη μαρτυρία της Παραπονούμενης, η οποία απορρίπτεται στην ολότητα της ως καθ’ όλα αναξιόπιστη.

 

Μ.Κ.2

Η Μ.Κ.2 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνω ότι κατέθεσε αντικειμενικά και αμερόληπτα. Η μαρτυρία της στην ουσία περιορίστηκε στην κατάθεση των Τεκμηρίων 1 -3. Άλλωστε δεν αντεξετάστηκε από την υπεράσπιση και έτσι το γεγονός ότι είχαν καταχωρηθεί οι υποθέσεις αρ. 7989/2022 και 8017/2022 από τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης εναντίον της Κατηγορούμενης, οι οποίες διακόπηκαν στις 11/04/2024 από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός.

 

Κατηγορούμενη

Η Κατηγορούμενη δεν έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας. Οδηγήθηκα στην εν λόγω εντύπωση, διότι η προφορική της μαρτυρία παρουσίαζε υπερβολές, έβριθε από ανακολουθίες και αντιφάσεις, και χαρακτηριζόταν από έλλειψη συνοχής και συνέπειας. Ήταν εμφανής η προσπάθεια της Κατηγορούμενης να παρουσιάσει τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάσει την Παραπονούμενη ως μονίμως υβριστική προς την ίδια και την οικογένεια της, και από την άλλη να παρουσιάσει τον εαυτό της ως άτομο πράο και συμπονετικό, παρά την συμπεριφορά της Παραπονούμενης προς την ίδια. Εξηγώ.

 

Για το πρόσωπο της Παραπονούμενης, απέδωσε πολλούς αρνητικούς ισχυρισμούς, αναφερόμενη μάλιστα σε ανήθικους λόγους που σχετίζονταν με την πώληση της οικίας της Παραπονούμενης, αρνούμενη μάλιστα κατά την αντεξέταση της να εξηγήσει αυτή την σοβαρή αιχμή που άφησε για το πρόσωπο της Παραπονούμενης. Ανέφερε ότι η Παραπονούμενη είχε τσακωθεί με όλους τους γείτονες και με την μητέρα της. Αναφέρθηκε σε ζητήματα άσχετα με τις υπό κρίση κατηγορίες, για τα οποία δεν ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση της αλλά τα ανέφερε με δική της επιδίωξη, με σκοπό να χρωματίσει το πρόσωπο της Παραπονούμενης με αρνητικά χρώματα. Εκτός από την αναφορά της σε ανηθικότητα σχετιζόμενη με την πώληση της οικίας,  ανέφερε ότι η μητέρα της Παραπονούμενης δεν ήθελε την τελευταία. Αναφέρθηκε στην ανικανότητα της Παραπονούμενης να διαχειριστεί τα οικονομικά της («η σύνταξη τελείωνε την πρώτη βδομάδα και δανείζονταν από δεξιά και αριστερά») αλλά και στην ανικανότητα της Παραπονούμενης σε θέματα νοικοκυριού («το σπίτι τους ήταν ένα αχούρι»).

 

Από την άλλη παρουσίασε τον εαυτό της με φωτεινά χρώματα, σε βαθμό υπερβολής, που φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος. Αναφερόμενη στην περίοδο που οι σχέσεις τους ήταν καλές, ανέφερε ότι η Παραπονούμενη αποτελούσε προτεραιότητα της («έβλεπα πρώτα τη Σωτήρα και μετά εμένα»), αυτή και ο σύζυγος της, της παρείχαν ότι βοήθεια ήθελε με διάφορες εργασίες του σπιτιού της, και πάντοτε οι ίδιοι είχαν κάθε καλή πρόθεση για να την βοηθήσουν και την βοηθούσαν. Περαιτέρω παρουσίασε τον εαυτό της ως πράο, αναφέροντας μάλιστα ότι δεν ερχόταν ποτέ σε αντιπαράθεση μαζί της, και δεν θύμωνε με τις αντιδράσεις της Παραπονούμενης, που ως ήταν η δική της θέση, την εξύβριζε συνεχώς και καταριόταν την ίδια και την οικογένεια της.

 

Η προσπάθεια της να παρουσιάσει τον εαυτό της ως μονίμως πράο, χωρίς να θυμώνει ή έστω να αναστατώνεται στα ισχυριζόμενα ξεσπάσματα της Παραπονούμενης, αντιστρατεύεται στην λογική. Ως έχει νομολογηθεί, οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου οφείλουν να απορρέουν από την ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εμπειρίας που εν πολλοίς είναι και οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (βλ. Θεοφάνους Θεόδωρος Κώστας ν Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161).

 

Περαιτέρω, κατά την αντεξέταση της υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι οποίες δημιουργούν ρήγματα στην μαρτυρία της. Ανέφερε ότι δεν είπε στην Παραπονούμενη ότι το ακίνητο δεν την άνηκε πλέον, γιατί η Παραπονούμενη δεν τους μιλούσε λόγω των συνοριακών διαφορών, που η ίδια τοποθέτησε τον Ιούλιο του 2020. Ανέφερε όμως στην συνέχεια της αντεξέτασης της ότι ήξερε από το έτος 1994, όταν δηλαδή ήταν καλές οι σχέσεις τους με την Παραπονούμενη, ως ήταν η θέση της ίδιας, ότι το ακίνητο δεν άνηκε στην τελευταία. Όταν της υποδείχθηκε η εν λόγω αντίφαση, ανέφερε ότι το έτος 1994 δεν ήταν σίγουρη και επιβεβαιώθηκε μετά τον Ιούλιο του 2020. Περαιτέρω, ενώ στην γραπτή της δήλωση αναγράφεται ο αριθμός φακέλου του Γραφείου Ευημερίας, όταν ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τον αριθμό αυτό.

 

Δεν παραβλέπω ότι στην μαρτυρία της προέβη σε εξ’ ακοής αναφορές, τις οποίες θα αξιολογήσω ξεχωριστά.

 

Στην δήλωση της ανέφερε ότι κανένας υπάλληλος του Κοινοτικού Συμβουλίου του Κάτω Πύργου δεν έχει γνώση των υπό κρίση κατηγοριών, και προς τούτο κατέθεσε σχετική βεβαίωση του προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου (Τεκμήριο 5). Έχοντας υπόψη μου τα όσα προνοούνται στο Άρθρο 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, και ειδικότερα στα εδάφια (2) και (3) κρίνω ότι δεν μπορώ να προσδώσω καμία βαρύτητα σε αυτήν την αναφορά, καθότι δεν δόθηκε καμία εξήγηση για ποιο λόγο δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες που θα μπορούσαν να δώσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, δηλαδή είτε ο Πρόεδρος είτε τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου του Κάτω Πύργου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 και Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1108 και Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χριστοδούλου (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1779).

 

Σχετικά με τις εξ ακοής αναφορές της για το Γραφείο Ευημερίας, το οποίο παρακολουθούσε τον αποβιώσαντα υιό της Παραπονούμενης, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω επίσης δεν δίδεται καμία βαρύτητα από το Δικαστήριο. Περαιτέρω σημειώνεται ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσέφεραν το οτιδήποτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα, παρά το ότι απασχόλησαν εκτενώς την αντεξέταση της Κατηγορούμενης, και ως αποτέλεσμα δεν χρήζει, κατά την άποψη μου, αξιολόγησης, καθώς η αξιολόγηση  αφορά τη διεργασία για την εκφορά κρίσης επί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα η οποία γίνεται σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα (Hasan ν Ανδρέου, Πολιτική Έφεση αρ. 2/2011 ημερ.02.12.15). Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το Δικαστήριο δεν πρέπει κατά κανόνα να λαμβάνει υπόψη στοιχεία που είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα (Hellenic Bank Public Co Ltd ν Χριστοδουλίδη (2016) 1 ΑΑΔ 585), ανεξαρτήτως αν τούτα παρεΐσδυσαν χωρίς ένσταση (Hasan ν Ανδρέου (2015) 1 ΑΑΔ 2624).

 

Τέλος, σχετικά τις εξ ακοής αναφορές της για τις ενέργειες που έλαβε η Αστυνομία, αν και εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον στη συνέχεια οι εν λόγω αναφορές μετουσιώθηκαν σε πραγματικότητα για την οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία του Μ.Υ.1, θα αξιολογηθούν στα πλαίσια της μαρτυρίας του Μ.Υ.1.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι η αξιοπιστία της Κατηγορούμενης πλήγηκε καίρια και δεν μπορεί να δοθεί καμία βαρύτητα στην μαρτυρία της.

 

Μ.Υ.1

Ο Μ.Υ.1 θεωρώ ότι κατέθεσε αντικειμενικά και αμερόληπτα και αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αληθή και αξιόπιστη υπό την ιδιότητα του αστυνομικού μέλους, η οποία μαρτυρία περιστρέφεται γύρω από τις ενέργειες τις οποίες έλαβε αυτός, αλλά και άλλοι συνάδελφοι του, συμμετέχοντας στην διερεύνηση διαφόρων παραπόνων ως παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 6. Κατά την αντεξέταση του απαντούσε αυθόρμητα και με αμεσότητα και ο λόγος του ήταν σταθερός. Η εικόνα που αποκόμισα από τον μάρτυρα είναι ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο στα πλαίσια των καθηκόντων του διερεύνησε τα διάφορα παράπονα και ανέφερε με ειλικρίνεια τα αποτελέσματα των ερευνών της Αστυνομίας.  

 

Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν διαπίστωσα οποιεσδήποτε αντιφάσεις, οι οποίες να δημιουργούν ρήγματα στα όσα ανάφερε, ή οποιοδήποτε εκδικητικό κίνητρο εναντίον της Παραπονούμενης, ή αντίθετα ότι ήθελε να ενισχύσει την θέση της Κατηγορούμενης, και ως εκ τούτου κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, για αυτό την αποδέχομαι στην ολότητα της.

Η Αστυνομία διερεύνησε τόσο τα παράπονα της Κατηγορούμενης και του συζύγου της εναντίον της Παραπονούμενης, όσο και του δικηγόρου της Παραπονούμενης, και οι ενέργειες που έλαβε καταγράφονται στο Τεκμήριο 6. Σημειώνεται ότι τα Τεκμήρια Α και Β προς Αναγνώριση, δεν έτυχαν αναγνώρισης και επομένως καμία βαρύτητα δεν δίδεται στο περιεχόμενο τους.

 

Τέλος, σχετικά με την επικοινωνία που είχε ο Μ.Υ.1 με το Γραφείο Ευημερίας σχετικά με ζητήματα που αφορούν το πρόσωπο του αποβιώσαντα υιού της Παραπονούμενης, δεν αμφισβητείται ότι ανέφερε την αλήθεια σχετικά με την επικοινωνία που έγινε, ωστόσο το εν λόγω ζήτημα είναι παντελώς άσχετο με την υπό κρίση υπόθεση, παρά το ότι απασχόλησε εκτενώς κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, και επομένως καμία βαρύτητα δεν δίδεται σε αυτό.

 

ΣΤ.Κατάληξη - Συμπεράσματα

 

Προτού προχωρήσω με την παράθεση των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την κατάληξη του Δικαστηρίου, σημειώνω ότι ο ισχυρισμός και το παράπονο της Παραπονούμενης για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ως εκφράστηκε στην αγόρευση του συνηγόρου της Παραπονούμενης, σαφώς και δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης και επομένως δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο.

 

Έχοντας υπόψη  μου τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και έγγραφα, τα παραδεκτά γεγονότα και την τεθείσα ενώπιον μου αποδεκτή έγγραφη και δια ζώσης μαρτυρία καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση:

 

·         Η Παραπονούμενη και η Κατηγορούμενη διαμένουν σε γειτονικά τεμάχια, τα οποία συνορεύουν.

·         Οι σχέσεις της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης δεν ήταν καλές λόγω συνοριακών διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους.

·         Ο αποβιώσαντας υιός της Κατηγορούμενης καταχώρησε τις υποθέσεις αρ. 7989/2022 και 8017/2022 εναντίον της Κατηγορούμενης, για τις οποίες η ποινική δίωξη αναστάλθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα.

·         Η Παραπονούμενη καταχώρησε την υπόθεση υπ’ αριθμό 7640/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εναντίον του Γ. Μενελάου, συζύγου της Κατηγορούμενης στην παρούσα υπόθεση, και η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 20/01/2025.

·         Όλα τα περιστατικά που αφορούν το πρόσωπο της Παραπονούμενης και σχετίζονται είτε με καταγγελίες στις οποίες προέβη η ίδια εναντίον άλλων, ή άλλοι εναντίον της Παραπονούμενης από το έτος 2009 και εντεύθεν βρίσκονται καταγεγραμμένα στο Τεκμήριο 6.

·         Η Κατηγορούμενη και ο σύζυγος της προέβησαν σε διάφορα παράπονα εναντίον της Παραπονούμενης στην Αστυνομία του Κάτω Πύργου, ωστόσο δεν προώθησαν επίσημη καταγγελία εναντίον της.

·         Ο συνήγορος της Παραπονούμενης στις 06/08/2021 απέστειλε επιστολή στην Αστυνομία του Κάτω Πύργου ότι η Κατηγορούμενη εξυβρίζει την Παραπονούμενη. Η Αστυνομία έλαβε κατάθεση από την Παραπονούμενη και όπως διαφάνηκε το ζήτημα που προέκυψε μεταξύ τους ήταν γιατί η Κατηγορούμενη θα ενοικίαζε την ισόγειο κατοικία δίπλα από την οικία της Παραπονούμενης.

·         Στις 28/07/2022 ο συνήγορος της Παραπονούμενης επικοινώνησε με την Αστυνομία για να τους ενημερώσει ότι η Παραπονούμενη είχε προβλήματα με τους γείτονες της. Η Αστυνομία επισκέφθηκε την οικία της Παραπονούμενης όπου τους ενημέρωσε ότι η Κατηγορούμενη ενοικίασε την ισόγειο κατοικία, και οι ενοικιαστές πάρκαραν τα οχήματα τους στην αυλή της οικίας της Παραπονούμενης. Η Αστυνομία την συμβούλεψε όπως οριοθετήσει το ακίνητο της και εξασφαλίσει σχετική άδεια για την περίφραξη του.

 

Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας της Παραπονούμενης, η Παραπονούμενη απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον της Κατηγορούμενης, και ως εκ τούτου η Κατηγορούμενη απαλλάσσεται και αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Κατηγορούμενης και εναντίον της Παραπονούμενης ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο