ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Σ. Χ., Αρ. Υπόθεσης: 2156/2023, 27/1/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Σ. Χ., Αρ. Υπόθεσης: 2156/2023, 27/1/2025

 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2156/2023

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

Σ. Χ.

Κατηγορούμενος

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27/01/2025

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Σ. Σοφοκλέους

Για Κατηγορούμενο: κος Κ. Τούμπας

Κατηγορούμενος παρών

Π Ο Ι Ν Η

 

Ο Κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος μετά από δική του παραδοχή στις ακόλουθες κατηγορίες:

1.    Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου (πρώτη κατηγορία)∙

2.    Αποφυγή λήψης σάλιου για προκαταρτική εξέταση για χρήση ναρκωτικών από άτομο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα (δεύτερη κατηγορία)∙

3.    Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος που είχε δηλωθεί ως ακινητοποιημένο (τρίτη κατηγορία)∙

4.    Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος για το οποίο δεν εκδόθηκε άδεια κυκλοφορίας (τέταρτη κατηγορία)∙

5.    Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας (πέμπτη κατηγορία)∙ και

6.    Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος όπου επί των υαλοπινάκων των θυρών των θέσεων οδηγού και συνοδηγού επικολλήθηκε διαφανές πλαστικό υλικό (έκτη κατηγορία).

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των ως άνω αδικημάτων, όπως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση, έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 30/6/2020 η ώρα 06:16 στη λεωφόρο Ακαμαντίδος στη Χλώρακα, ο Μ.Κ.1 επί του κατηγορητηρίου ανέκοψε για έλεγχο το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής [….].  Από τον έλεγχο που διενήργησε διαπίστωσε ότι το όχημα οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου, ενώ είχε δηλωθεί ως ακινητοποιημένο, χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας και άδειας κυκλοφορίας και με παράθυρα με περιορισμένη ορατότητα. Από συνομιλία που είχε ο Μ.Κ. 1 με τον Κατηγορούμενο διαπίστωσε ότι το όχημα μύριζε κάνναβη και αφού ο Μ.Κ.1 τον ρώτησε αν καπνίζει αυτός στη συνέχεια απάντησε «όχι».   Στη συνέχεια τον πληροφόρησε ότι θα διενεργούσε προκαταρτική εξέταση για ανίχνευση ύπαρξης ναρκωτικών και τον κάλεσε να κατέβει από το όχημα,  αφού του επεστήθηκε η προσοχή στον νόμο.  Ακολούθως ο Κατηγορούμενος απάντησε «κάμε ό,τι θέλεις», ξεκίνησε το αυτοκίνητο του και οδήγησε αυτό αναπτύσσοντας ταχύτητα. Το όχημα διέφυγε προς τη λεωφόρο Έμπας. 

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πρόσθεσε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και βαρύνεται με 8 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του.

 

Με την ικανή αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια του.

 

Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές του συνθήκες ο συνήγορος υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της έκθεσης που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 06/03/2024, και η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, στην οποία, αναφέρονται, συνοπτικά,  τα ακόλουθα:

 

Ο Κατηγορούμενος, ηλικίας σήμερα 35 ετών, κατάγεται από τη Πάφο. Είναι αρραβωνιασμένος, και έχει δύο ανήλικα τέκνα, ηλικίας 11.5 και 3.5 ετών. Από τις 11/08/2023 βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές. Πριν την σύλληψη του διέμενε με την οικογένεια του σε ανώγεια κατοικία. Η αρραβωνιαστικιά του είναι άνεργη τους τελευταίους μήνες και δέχεται καθημερινά στήριξη από την μητέρα και τα αδέλφια της, καθώς και από τους γονείς του Κατηγορούμενου. Ο Κατηγορούμενος δεν κατέχει οποιαδήποτε ακίνητη ή κινητή περιουσία στο όνομα του, ούτε οποιεσδήποτε αποταμιεύσεις.  

 

Ο Κατηγορούμενος διέκοψε την φοίτηση του στην Β’ Λυκείου, καθώς έμεινε στάσιμος λόγω απουσιών. Σε ηλικία 16-17 ετών άρχισε να εργάζεται στην εργοληπτική εταιρεία του πατέρα του. Υπηρέτησε για 3 μήνες στην Εθνική Φρουρά και ακολούθως έλαβε αναστολή μέχρι που απαλλάχθηκε, για να συνεχίσει να εργάζεται για να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του. Από το 2015 ο Κατηγορούμενος εργαζόταν περιστασιακά σε εταιρεία μετακομίσεων και ως σιδεράς. Πριν την σύλληψη του βοηθούσε τον πατέρα του στη λειτουργία περιπτέρου το οποίο διατηρεί στην Πάφο. Ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ιστορικό χρήσης κάνναβης από την ηλικία των 20 ετών. Δηλώνει ότι δεν λαμβάνει οποιεσδήποτε παράνομες ουσίες από την σύλληψη του.

 

Στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, ο συνήγορος του κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων, μέχρι σήμερα όπου καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή, την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου και την συνεργασία του με την Αστυνομία, ότι είναι πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, και είναι ο μοναδικός οικονομικός προστάτης της οικογενείας του,  καθώς και το ότι δεν υπάρχει δείγμα ως προς το τι είδους ναρκωτικά είχε, αν είχε, λάβει ο Κατηγορούμενος. Περαιτέρω, ανέφερε ότι κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν σχετικά νεαρός σε ηλικία, και ότι ο Κατηγορούμενος από τις 15/05/2024 εκτίει ποινή φυλάκισης 9 ετών. Κάλεσε το Δικαστήριο, αν προσανατολίζεται να επιβάλει ποινή φυλάκισης στην δεύτερη κατηγορία να αναστείλει αυτή.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει υπόψη του προς όφελος του Κατηγορούμενου ότι από τον εγκλεισμό του στις Κεντρικές Φυλακές έχει καλή διαγωγή και δεν έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε άλλο παράπτωμα. Τέλος, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη προς όφελος του Κατηγορούμενου ότι αν η παρούσα υπόθεση λαμβάνετο υπόψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής στην υπόθεση αρ. 7195/2023 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, θα του επιβάλλετο μια ποινή και δεν θα υπήρχε κίνδυνος για διαδοχικές ποινές. Σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 7195/2023 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, καταδικάστηκε στις κατηγορίες υπ’ αριθμό 5, 10 και 11, οι οποίες αφορούσαν την κατοχή με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, δηλαδή κοκαΐνης, συνολικού βάρους 688,9. Οι υπόλοιπες κατηγορίες που αφορούσαν τον Κατηγορούμενο στην εν λόγω υπόθεση είχαν ανασταλεί (Έγγραφα Α και Β).

 

Για σκοπούς επιβολής της ποινής, θα εξετάσω πρώτα την δεύτερη κατηγορία, η οποία αφορά την αποφυγή λήψης σάλιου για προκαταρτική εξέταση για χρήση ναρκωτικών από πρόσωπο που οδηγεί οποιοδήποτε όχημα σε οδό κατά παράβαση του άρθρου 11 (Γ)(7) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86, η οποία είναι και η πιο σοβαρή. Στο άρθρο 11 (Γ)(7),  προνοούνται τα ακόλουθα:

«Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή αποφεύγει να μεταβεί με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (5) στον καθοριζόμενο αστυνομικό σταθμό ή αρνείται ή αποφεύγει με οποιοδήποτε τρόπο να δώσει δείγμα σάλιου για προκαταρκτική ή εργαστηριακή εξέταση όταν αυτό του ζητηθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διαπράττει ποινικό αδίκημα:

Νοείται ότι αποτελεί υπεράσπιση του προσώπου αυτού η επίκληση ιατρικών λόγων που δικαιολογούν την πιο πάνω άρνηση.»

 

Το άρθρο 11Ζ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 ως ίσχυε κατά τους χρόνους διάπραξης του εν λόγω αδικήματος προέβλεπε «ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€3.500)  ή σε στέρηση της ικανότητάς του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε όλες ή σε οποιαδήποτε ή σε οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω ποινές.» Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 20Α(2) του Ν.86/72, προβλέπετο η επιβολή κατ’ ελάχιστον 3 βαθμών ποινής και κατά μέγιστο 6 βαθμών ποινής σε πρόσωπο που καταδικάζεται για το εν λόγω αδίκημα, αναλόγως βέβαια των περιστάσεων.

 

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το αδίκημα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρό. Αυτό διαφαίνεται πρωτίστως από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264 και Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632).

 

Ο κατηγορούμενος με τη συμπεριφορά του επέδειξε έλλειψη σεβασμού προς τους κανονισμούς της τροχαίας και την Αστυνομία. Επιεικής μεταχείριση ατόμων τα οποία αψηφούν τους Νόμους που διέπουν την οδική ασφάλεια δίνει λανθασμένα μηνύματα και ενθαρρύνει τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων (βλ. Νικήτα v Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75). Ιδιαίτερα δε σε αδικήματα αυτής της φύσης όπως είναι η αποφυγή παροχής δείγματος για εξέταση ναρκωτικών ουσιών, τυχόν επιεικής μεταχείριση θα απέληγε στο να παραμείνει ο σκοπός και το γράμμα του Νόμου κενού περιεχομένου.

 

Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος διαφαίνεται βεβαίως και μέσα από την ανησυχητικά αυξανόμενη συχνότητα με την οποία όμοιας φύσης αδικήματα διαπράττονται, και για την οποία λαμβάνω δικαστική γνώση από την ενασχόληση του Δικαστηρίου με πλειάδα τέτοιων υποθέσεων επί καθημερινής βάσης.

 

Ένεκα και τούτου του λόγου προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση  Παναγή ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 75:

«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού και εφαρμογής των νόμων, αλλά είναι απαραίτητη κοινωνική ανάγκη, ενόψει του σοβαρού και ανησυχητικού ρυθμού με τον οποίο συμβαίνουν αυτοκινητικά δυστυχήματα και χάνονται ανθρώπινες ζωές ή προκαλούνται σοβαρές υλικές ζημιές. Είναι μόνο με την απόλυτη συμμόρφωση προς όλους τους κανονισμούς που θα επιτευχθεί μείωση ατυχημάτων τα οποία πολλές φορές έχουν ολέθρια και ανεπανόρθωτα επακόλουθα.»

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τροχαία αδικήματα όταν περιέχουν το στοιχείο της αδιαφορίας επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Τουμάζου ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 166/16, ημερομηνίας 05/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B432, η οποία αφορούσε αδικήματα υπέρβασης ορίου ταχύτητας και παράλειψης συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού, χρήση οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας και χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας. Επισημαίνοντας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε με «υπέρμετρη επιείκεια» τον κατηγορούμενο, περιοριζόμενο σε χρηματικές ποινές ανέφερε τα ακόλουθα:

«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους τροχαίες παραβάσεις είναι, για τους λόγους που αναφέραμε, επιβεβλημένη. Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου».

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι με την πράξη του να αρνηθεί να παράσχει δείγμα σάλιου για προκαταρτική εξέταση για ανίχνευση ύπαρξης ναρκωτικών επέδειξε πλήρη ασέβεια, και κατ’ επέκταση, αδιαφορία για την σωματική υγεία όλων όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης, για πάταξη τέτοιων φαινομένων, δημιουργεί την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Οι οδηγοί και χρήστες των δρόμων πρέπει να διακατέχονται από το αίσθημα της ασφάλειας και της βεβαιότητας για τη ζωή και σωματική τους  ακεραιότητα η οποία δεν θα επηρεάζεται από συμπεριφορές του είδους που επέδειξε ο Κατηγορούμενος, οι οποίες βέβαια πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα αυστηρότητα.

 

Σοβαρό επίσης είναι και το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης, το οποίο αφορά την πρώτη κατηγορία, λόγω, μεταξύ άλλων, των σοβαρών επιπτώσεων για τα θύματα δυστυχημάτων από ανασφάλιστη χρήση οχήματος (βλ. Πουλλής ν Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 57). Σύμφωνα με το άρθρο 3(4) του Ν.96(1)/2000, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πρόσωπο που καταδικάζεται για το εν λόγω αδίκημα τιμωρείται, σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος και/ή χρηματική ποινή μέχρι και τις χίλιες λίρες. Σύμφωνα δε με το εδάφιο 5 του πιο πάνω άρθρου η στέρηση που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου 4, εκτός και εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που το Δικαστήριο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα θεωρήσει κατάλληλη.

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, πάντα σε σχέση με το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης, ακόμα ένας παράγοντας που συνηγορεί στην επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι και η έντονα ανησυχητική έξαρση στην διάπραξη της συγκεκριμένης φύσεως αδικημάτων, γεγονός για το οποίο αντλώ δικαστική γνώση από την ενασχόληση μου με τροχαίας φύσεως υποθέσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι σχεδόν καθημερινά το Δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεων που είτε αφορούν αποκλειστικά είτε περιλαμβάνουν το εν λόγω αδίκημα.

 

Όσον αφορά τα αδικήματα των υπόλοιπων κατηγοριών αυτά είναι ήσσονος σοβαρότητας και αντιμετωπίζονται κατά κανόνα με επιβολή χρηματικού προστίμου.

 

Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Κατηγορούμενος ήδη βαρύνεται με 8 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του, στοιχείο που καταδεικνύει τάση του Κατηγορούμενου προς την παραβατικότητα και καθιστά πρόδηλη την ανάγκη για αναμόρφωση της οδηγητικής του συμπεριφοράς.

 

Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

 

Το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο του δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό του τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.

 

Την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αμείβεται «με σχετική έκπτωση στην ποινή». Σημειώνεται ότι ο συνήγορος του Κατηγορούμενου στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινή του αναφέρθηκε στην άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, ο Κατηγορούμενος αρχικά αρνήθηκε τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και στις 21/11/2024 ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αλλάξει την απάντηση του από μη παραδοχή σε παραδοχή.  

 

Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης 9 ετών από τις 15/05/2024.

 

Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την έκθεση του τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, καθώς και μέσα από  την αγόρευση του συνηγόρου του. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στο γεγονός ότι είναι πατέρας 2 ανήλικων τέκνων, τα οποία ενόψει και της επιβολής ποινής φυλάκισης 9 ετών από το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 7195/2023, έχουν απωλέσει την πατρική φιγούρα στην καθημερινότητα τους.

 

Δεν παραβλέπω ότι από την σύλληψη του ο Κατηγορούμενος δεν λαμβάνει οποιεσδήποτε ναρκωτικές ουσίες, καθώς και την καλή του διαγωγή κατά την περίοδο που αυτός βρίσκεται κατάδικος στις Κεντρικές Φυλακές (βλ. ΚΙΛΙΝΚΑΡΙΔΗΣ ν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2015) 2 ΑΑΔ 277).

 

Λαμβάνω υπόψιν μου, προς όφελος του Κατηγορούμενου, το ότι από τη συμπεριφορά του δεν προκλήθηκε ζημιά ή βλάβη σε τρίτο πρόσωπο.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο που ανέρχεται στα 4,5 έτη περίπου.

Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365). Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα υπό τιμωρία αδικήματα διαπράχθηκαν στις 30/06/2020 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 14/03/2023, δηλαδή σχεδόν 3 χρόνια μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται επίσης ότι η υπόθεση δεν χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος, η οποία θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλη, θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορούμενου.

 

Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή διαπιστώνω ότι παρήλθε 1 χρόνος και 10 μήνες περίπου. Ωστόσο αυτό που προκύπτει από τον φάκελο του Δικαστηρίου σχετικά με την καθυστέρηση, είναι ότι σε διάφορες ημερομηνίες ο Κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, και όταν εμφανίστηκε και κλήθηκε να απολογηθεί στις κατηγορίες απάντησε μη παραδοχή, ως φυσικά είχε συνταγματικό δικαίωμα να πράξει, αλλά με αυτό τον τρόπο η υπόθεση προγραμματίστηκε για ακρόαση σύμφωνα με το πρόγραμμα του Δικαστηρίου. Στην συνέχεια ο Κατηγορούμενους ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αλλάξει την απάντηση του από μη παραδοχή σε παραδοχή, και προς τούτο η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και επιβολή ποινής. Ως εκ των ανωτέρω, μερίδιο ευθύνης για την καθυστέρηση από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι την σημερινή ημερομηνία όπου το Δικαστήριο θα επιβάλει ποινή, έχει και ο Κατηγορούμενος.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω όμως, ως προς το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, δεν παραβλέπω ότι υπήρξε ουσιαστική αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα όταν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εξέταση αδικήματα ήταν ένας ελεύθερος πολίτης, ενώ από τις 11/08/2023 μέχρι και σήμερα βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή στην ζωή του Κατηγορούμενου, στην οποία δίδεται ιδιαίτερη σημασία από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής της ποινής.

 

Δεν παραβλέπω ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου για σκοπούς επιβολής ποινής. Στην υπόθεση Παραρέ ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 έγινε αναφορά στο άρθρο 81 του Κεφ, 155 που επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος, των οποίων είτε δεν άρχισε ακόμη η δίωξη, είτε η δίκη επ' αυτών, και, τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η διαπίστωση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα μπορούσαν τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης να ληφθούν κατά την επιμέτρηση της ποινής από άλλο Δικαστήριο, έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος υπό το φως της έτερης και προεξάρχουσας αρχής ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τυγχάνει του ευεργετήματος να τιμωρείται μια και μόνο φορά για όλη την εγκληματική του συμπεριφορά την οποία παραδέχεται και ζητεί είτε ο ίδιος, είτε μέσω της κατηγορούσας αρχής, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στη  Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76:

«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.»

 

Σημειώνεται ότι ακόμη και αν σε προηγούμενες υποθέσεις ο κατηγορούμενος δεν ζήτησε να ληφθούν υπόψη εκκρεμούσες υποθέσεις, δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση τους σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και μπορεί να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποια θα ήταν η ποινή στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί να ληφθούν υπόψη τότε (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47).

 

Επομένως, το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής ποινής στην παρούσα υπόθεση.

 

Σχετικά με την εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου, ότι κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ήταν ένα νεαρό άτομο και επομένως πρέπει να δοθεί βαρύτητα ως μετριαστικός παράγοντας, σημειώνω ότι δεν με βρίσκει σύμφωνη. Κατά τους χρόνους διάπραξης των αδικημάτων ο Κατηγορούμενος ήταν άνω των 30 ετών. Περαιτέρω, ακόμη και να πρόκειτο για ένα νεαρό άτομο, ως έχει νομολογηθεί το νεαρό της ηλικίας δεν μπορεί να επενεργεί πάντα ως ελαφρυντικός παράγοντας ενόψει της δραματικής αύξησης των θανατηφόρων δυστυχημάτων στον τόπο μας, της εμπλοκής σε πολλές περιπτώσεις νεαρών προσώπων και της συνακόλουθης ανάγκης να συνετιστούν τα άτομα νεαρής ηλικίας μέσω της επιβολής αυστηρών ποινών (βλ. Χρίστου Μιχαήλ ν Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562). 

 

Ούτε κρίνω ως μετριαστικό παράγοντα την θέση του κου Τούμπα ότι δεν υπάρχει δείγμα ως προς το ποιες ναρκωτικές ουσίες έλαβε ο Κατηγορούμενος. Ακριβώς αυτό αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα θα έλεγα, αφού ο Κατηγορούμενος αψήφησε παντελώς τις πρόνοιες του Νόμου, και οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί αν όντως ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Σε περίπτωση που ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, κάτι που φυσικά δεν μπορεί να διαπιστωθεί λόγω ακριβώς της άρνησης του να παράσχει δείγμα σάλιου για προκαταρτική εξέταση, καθιστούσε το όχημα του είναι κινητό κίνδυνο, που σε περίπτωση ενεχόμενου δυστυχήματος μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές ζημιές και βλάβες τόσο στους συνανθρώπους του όσο και στις περιουσίες τους.

 

Ο κατηγορούμενος διέπραξε σωρεία σοβαρών αδικημάτων και ως θέμα αρχής η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν θα ήταν λάθος. Στη Huseyin Topaloglurari v. Aστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 478 λέχθηκε ότι η διάπραξη σωρευτικών τροχαίων αδικημάτων δεν αποκλείει την επιβολή ποινής φυλάκισης, όπου αυτή δικαιολογείται από τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες του Κατηγορούμενου, όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας που βρέθηκε ένοχος και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Τα αδικήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540).  Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο σχετικά με την πρώτη και δεύτερη κατηγορία. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).

 

Όσον αφορά το ζήτημα της στέρησης της άδειας οδήγησης δεν έχουν εκτεθεί οποιοιδήποτε ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί και αυτό το είδος της ποινής. Ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στον Κατηγορούμενο και ποινή στερητική της άδειας οδήγησης. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η επιβολή τέτοιου είδους ποινής  είναι εφικτή ακόμα και στην περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης, όμως θα πρέπει, όποτε είναι αναγκαία στον κατηγορούμενο για την απασχόληση του, είτε να συμπίπτει με τον εγκλεισμό του, είτε να μην είναι πολύ μακρύτερη σε χρονική διάρκεια από το χρόνο της αποφυλάκισής του (βλ. Ευθυμίου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 327). Ωστόσο, δεν αποκλείεται η έναρξη της περιόδου στέρησης να ισχύει από την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χριστάκης Ανθίας ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 107/2022, ημερομηνίας 05/07/2022.

 

Ως εκ των ανωτέρω, επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:

·         Στην πρώτη κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 15 ημερών. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 30 ημερών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του.

·         Στην δεύτερη κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 5 μηνών και 5 βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου.  Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του.

·         Ενόψει της ποινής φυλάκισης που επέβαλα στη πρώτη και δεύτερη κατηγορία δεν κρίνω σκόπιμο να επιβάλω οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες. Έλαβα προς τούτο υπόψη μου την αρχή της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής.

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν μεταξύ τους. Οι ποινές στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης να συντρέχουν μεταξύ τους.

 

Ενόψει της επιβολής βαθμών ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου στην δεύτερη κατηγορία, συσσωρεύονται 13 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης του Κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, κρίνω, ότι είναι πρέπον όπως ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 20Α(7)και (8)(α) του Ν.86/72, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 19 και επιπρόσθετα οποιασδήποτε άλλης ποινής, προκειμένου να διατάξω τη στέρηση της άδειας οδήγησης του Κατηγορουμένου λόγω συσσώρευσης πέραν των 12 βαθμών ποινής, για περίοδο 4 μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του Κατηγορούμενου, η έναρξη της οποίας να συντρέχει με την έναρξη της περιόδου στέρησης άδειας οδήγησης που επέβαλα δυνάμει του άρθρου 19 του Ν.86/72. Οι συσσωρευμένοι βαθμοί ποινής διαγράφονται.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί.

 

Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Siminoiu v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).

 

Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποινική. Έφεση Αρ. 121/2017, ημερομηνίας 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Κατηγορούμενου κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε ικανός λόγος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Οι περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, ο χρόνος που παρήλθε, όπως και όλοι οι υπόλοιποι μετριαστικοί παράγοντες που προαναφέρθηκαν, έχουν επαρκώς ληφθεί υπόψη προς όφελος του κατά την επιμέτρηση της ποινής σε βαθμό που αν αναστελλόταν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αυτή δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε.

 

Περαιτέρω, σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για τα αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, τα οποία είναι πολύ σοβαρά δεδομένης και της έξαρσης στην οποία βρίσκονται, και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον Κατηγορούμενο όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων σε ότι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους.

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Στη συνέχεια θα προχωρήσω να εξετάσω αν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε, η ποινή φυλάκισης, που έχω σήμερα επιβάλει στον Κατηγορούμενο θα πρέπει να συντρέχει ή να είναι διαδοχική με την ήδη εκτιόμενη ποινή 9 ετών που του επιβλήθηκε στις 15/05/2024 από το Κακουργιοδικείο Πάφου στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 7195/2023.

 

Το άρθρο 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 προνοεί τα ακόλουθα:

«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου θέματος. Στην υπόθεση Κουφού κ.α v. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 396 τονίστηκε ότι το Δικαστήριο για να εκδώσει διαφορετική διαταγή (ήτοι όπως η ποινή να συντρέχει) πρέπει να υπάρχουν στην υπό κρίση περίπτωση ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Στην εν λόγω υπόθεση ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης για σειρά εγκλημάτων εναντίον περιουσίας, και καταδικάστηκε για αδίκημα που αφορούσε σε ναρκωτικές ουσίες. Το Εφετείο αναφέροντας ότι επρόκειτο για εντελώς διαφορετικά αδικήματα έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διαταγής διαφορετικής της γενικής πρόνοιας του άρθρου 117(2).

 

Στη Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, στην οποία ο Κατηγορούμενος είχε ήδη καταδικαστεί στα πλαίσια άλλης υπόθεσης για παρόμοιας φύσης αδικήματα, το Εφετείο έκρινε ορθό ότι θα έπρεπε όλες οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

 

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

 

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

 

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής.  Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

 

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

 

………

 

Με δεδομένη την ποινή των δυόμισι ετών ως το μέτρο που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως ορθό (και η ποινή εκείνη δεν εφεσιβλήθη), το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, έχοντας υπ' όψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στο θέμα, δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής τεσσεράμισι ετών.  Ή, θέτοντας το κάπως διαφορετικά, αν η υπόθεση αυτή ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν επιβάλλετο ποινή στην 9399/03 και ελαμβάνετο υπόψη, αμφιβάλλουμε αν η ποινή που θα επέβαλλε το Κακουργιοδικείο, με δεδομένο πάντοτε το μέτρο των δυόμισι ετών που το ίδιο έκρινε ως ορθό, θα ήταν αισθητά διαφορετική από εκείνη που επεβλήθη. Υπό το φως του συνόλου  των περιστάσεων όπως τις έχουμε αξιολογήσει πιο πάνω, και έχοντας το όφελος και της απόφασης του Κακουργιοδικείου η οποία ετέθη ενώπιον μας, δεν θα είμαστε βέβαιοι ότι η ποινή των δυόμισι ετών που είχε επιβληθεί στην 9399/03 θα ήταν αυξημένη, ή αρκούντως αυξημένη, αν είχε ληφθεί υπ' όψη τότε η υπόθεση αυτή, ώστε να δικαιολογούσε άλλη απόφαση μας παρά ότι οι συντρέχουσες ποινές που επεβλήθησαν στην υπόθεση αυτή θα πρέπει να συντρέχουν με την ήδη επιβληθείσα ποινή των δυόμισι ετών.»

 

Θα πρέπει να εξετάζεται σε τέτοια περίπτωση το ζήτημα της συνολικότητας της ποινής, έννοια που έχει έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου, στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Χριστοφόρου ανωτέρω).

 

Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση αρ. 132/17, ημερομηνίας 26.6.2019, ως ακολούθως:

«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas Principles of Sentencing, σελ. 47 κ. επ.).  Η ομοιότητα των  παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v P (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, 6 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).

 

Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (RvBuckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214, ECLI:CY:AD:2018:B214.

 

Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το  Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (Blake [1961] 45 CrAppRep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»

 

Όπως προκύπτει από την πλούσια νομολογία για το εν λόγω ζήτημα, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά ποσό οι ποινές πρέπει να δομούνται ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 54/2019, 19/05/2022, ECLI:CY:AD:2022:D195). Είναι καθήκον του Δικαστηρίου αν θα επιβάλει διαδοχικές ποινές, όπως βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (βλ. Σωτηριάδου ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356).

Η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η τυχόν συνάφεια γεγονότων και ο χρόνος διάπραξης τους είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψιν G.MPikisSentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331).

 

Ακόμη όμως και αν τα αδικήματα ήταν του ίδιου ή παρόμοιου χαρακτήρα, αν διαρπάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, είχαν ως θύματα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και βασίζονταν κάθε φορά σε αυτοτελή γεγονότα, η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (βλ. Κατσιαρή ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 163/2019, ημερ. 20/12/2019, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541). Κατά γενική δε αρχή, το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών.

 

Από την άλλη, η διαφορετικότητα της φύσεως των αδικημάτων, δεν είναι το μόνο αποφασιστικό κριτήριο του κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή θα πρέπει να είναι διαδοχική. Έτσι για παράδειγμα στην Παραρέ v Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 στην οποία τονίστηκε ξανά η σημασία της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής και πως η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 117(2) του Κεφ.115 δεν πρέπει να είναι άκαμπτη, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης των δυο μηνών που επιβλήθηκε σε σχέση με κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β συντρέχει με ποινή που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο σε σχέση με διαφορετικής φύσης αδικήματα, ήτοι ένοπλης ληστείας και κλοπής. 

 

Από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές προκύπτει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει στο σύνολο της την παραβατική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου. Θα πρέπει δηλαδή να αξιολογηθεί, με αναφορά το σύνολο της έκνομης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, το κατά πόσο η επιβολή της ποινής φυλάκισης ως συντρέχουσας με την ποινή που ήδη εκτίει ή επιβολής της ως διαδοχική με αυτή αποτελεί δίκαιη και ανάλογη ποινική μεταχείριση (βλ. Γ.Ε ν. Κύρρη Ποινική Έφεση αρ. 70/22 ημερ. 07/02/2023).

 

Υποβάλλοντας στον εαυτό μου το ερώτημα κατά ποσό η συνολική ποινή των 9 χρόνων και 5 μηνών άμεσης φυλάκισης, που προκύπτει από την διαδοχικότητα των ποινών στην παρούσα και την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, η οποία επιβλήθηκε και άρχισε να προσμετρά από τις 15/05/2024, είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς το σύνολο της παραβατικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου σε σχέση με τα υπό τιμωρία αδικήματα, φρονώ πως η απάντηση είναι θετική. Στην κατάληξη μου αυτή έλαβα υπόψιν το ύψος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής για τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης, την καθυστέρηση καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης, την δυνατότητα που είχε η παρούσα υπόθεση να ληφθεί υπόψη στην προηγηθείσα καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος του Κατηγορούμενου που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Θέτοντας το διαφορετικά, αν η παρούσα υπόθεση ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν επιβάλλετο ποινή στην υπόθεση αρ. 7195/2023 και λαμβανόταν υπόψη, θεωρώ ότι η ποινή που θα επέβαλλε το Δικαστήριο δεν θα ήταν διαφορετική από αυτή των 9 ετών που το ίδιο έκρινε ως ορθό και επιβλήθηκε.

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης, κρίνω ότι δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μου η συντρέχουσα επιβληθείσα ποινή φυλάκισης να συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 9 ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο Πάφου.  

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο