
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4237/2024
Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου
εναντίον
R. D. B.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 23/01/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος M. Παπαγεωργίου μαζί με κο Σ. Σοφοκλέους
Για τον Κατηγορούμενο: κα Ε. Πατσαλίδου
Κατηγορούμενος παρών
Π Ο Ι Ν Η
Α. Το Κατηγορητήριο
Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή στις ακόλουθες κατηγορίες:
· Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτής ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία)∙ και
· Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος σε χρόνο που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερβαίνει το όριο κατά παράβαση των άρθρων 5, 6, 7 και 11 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986 (δεύτερη κατηγορία).
Β. Τα Γεγονότα της Υπόθεσης
Τα γεγονότα, τα οποία κατατέθηκαν γραπτώς από την Κατηγορούσα Αρχή (Έγγραφο Α1) και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση, έχουν ως ακολούθως:
Στις 17/11/2006 και περί την ώρα 21.10 ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [….] στον κύριο δρόμο από το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου στην Τάλα, προς το χωριό Τρεμιθούσα, με κατεύθυνση προς Τρεμιθούσα. Συνοδηγός του οχήματος ήταν ο αδελφός του, και στα πίσω καθίσματα βρισκόταν η σύζυγος του αδελφού του Κατηγορούμενου (το θύμα) και ο υιός του θύματος.
Σε κάποιο σημείο του δρόμου, μετά από μια δεξιά στροφή σύμφωνα με την κατεύθυνση του, ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να οδηγεί με την δέουσα προσοχή με αποτέλεσμα οι αριστεροί τροχοί του αυτοκινήτου του να εκτραπούν από το δρόμο στο μη χρησιμοποιήσιμο παγκέττο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του, όπου είχε δημιουργηθεί αυλάκι από την βροχόπτωση. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος έστριψε το τιμόνι του οχήματος του απότομα προς τα δεξιά για να επαναφέρει το όχημα του στον δρόμο, μη λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα του οχήματος του την δεδομένη στιγμή, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος του, και αυτό να εκτραπεί από τον δρόμο προς τα δεξιά σύμφωνα με την κατεύθυνση του σε παρακείμενο χωράφι και να ανατραπεί.
Στην σκηνή του δυστυχήματος η ώρα 21.25 έφθασε αρχικά ασθενοφόρο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Το θύμα εξετάστηκε στην σκηνή και διαπιστώθηκε ότι δεν παρουσίαζε ζωτικά σημεία. Το ασθενοφόρο παρέλαβε το θύμα και τον υιό του θύματος και τους μετέφερε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, όπου το θύμα εξετάστηκε από την επί καθηκόντι ιατρό, η οποία πιστοποίησε τον θάνατο του θύματος. Ο υιός του θύματος κρατήθηκε στο Νοσοκομείο για περαιτέρω νοσηλεία.
Ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε τελική εξέταση αλκοόλης στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου με ένδειξη 36 εκατομμυριοστών του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής, αντί 22 που ήταν το επιτρεπτό από το νόμο όριο.
Την ίδια ημέρα, την σκηνή του δυστυχήματος επισκέφθηκε ο Λοχίας 1289 Π. Αναστάση ο οποίος αφού έλαβε τις αναγκαίες μετρήσεις, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, στο οποίο τοποθέτησε όλη την πραγματική μαρτυρία που υπήρχε.
Στις 18/11/2006 και ώρα 01.00 στο Τμήμα Τροχαίας Πάφου ο Λοχίας 1289 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης και αφού του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο απάντησε «I didn’t cause the accident». Την ίδια ημέρα και ώρα 09.20 στο Τμήμα Τροχαίας Πάφου, ο Λοχίας 1289 επιθεώρησε το όχημα του Κατηγορούμενου και διαπίστωσε ότι αυτό δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε βλάβη που να συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος.
Την ίδια ημέρα μεταξύ των ορών 11.50 και 13.10 ο Λοχίας 1289 αφού επέστησε την προσοχή στον Κατηγορούμενο, έλαβε από αυτόν ανακριτική κατάθεση σχετικά με το αναφερόμενο δυστύχημα. Στην ανακριτική του κατάθεση αναφέρθηκε στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος. Εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε το όχημα στο χαντάκι και μετά από αυτό ανέφερε ότι πανικοβλήθηκε και έστριψε το τιμόνι του αυτοκινήτου του προς τα δεξιά στην προσπάθεια του να επιστρέψει στον δρόμο σύμφωνα με την κατεύθυνση του, αλλά έχασε τον έλεγχο του οχήματος του λόγω ολισθηρότητας του δρόμου, με αποτέλεσμα στην συνέχεια το όχημα του να ανατραπεί.
Ο δρόμος στο σημείο που έγινε το υπό αναφορά τροχαίο δυστύχημα είναι άσφαλτος, μονής κατεύθυνσης και κατά την ουσιώδη στιγμή ήταν ολισθηρός λόγω έντονης βροχόπτωσης και λόγω της βροχόπτωσης είχε δημιουργηθεί αυλάκι στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Και στις δύο πλευρές του δρόμου δεν υπήρχαν χρησιμοποιήσιμα παγκέττα και δεν υπήρχε οδικός φωτισμός. Το όριο ταχύτητας είναι 65 ΧΑΩ. Η ορατότητα που είχε ο Κατηγορούμενος από το σημείο που το όχημα του άρχισε να πλαγιολισθένει ήταν 200 μέτρα περίπου.
Το όχημα του Κατηγορούμενου υπέστηκε εκτεταμένες ζημιές στο πισινό μέρος και στην καμπίνα του.
Στις 20/11/2006 και ώρα 12.00 στο Νεκροτομείο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου ο ιατροδικαστής Ν. Χαραλάμπους διενήργησε νεκροτομή από της σορού του θύματος και διαπίστωσε ότι ο θάνατος της προκλήθηκε από βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνέπεια τροχαίου δυστυχήματος. Σοβαρούς τραυματισμούς υπέστηκε και ο υιός του θύματος.
Συμπληρωματικά των πιο πάνω γεγονότων, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσε σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (Έγγραφο Β) και ανέφερε ότι ο Kατηγορούμενος οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και δεν βαρύνεται με βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του.
Γ. Εισηγήσεις Συνηγόρου Κατηγορούμενου
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορούμενου, τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή αγόρευση της για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια του Κατηγορούμενου. Ως προς τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος ανέφερε ότι ενώ ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του εντός ορίου ταχύτητας, στην προσπάθεια του να ελαττώσει ταχύτητα, λόγω της έντονης βροχόπτωσης την δεδομένη στιγμή αλλά και της ολισθηρότητας του δρόμου, συγχύστηκε, και έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του στρίβοντας ταυτόχρονα το τιμόνι του οχήματος του ελαφρώς αριστερά, με αποτέλεσμα οι αριστεροί τροχοί του οχήματος του να εκτραπούν από τον δρόμο στο μη χρησιμοποιήσιμο παγκέττο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του, με αποτέλεσμα το όχημα του να πέσει στο χαντάκι, όπου λόγω των βροχών είχε δημιουργηθεί αυλάκι. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος πανικόβλητος ανέπτυξε ταχύτητα για να απεγκλωβιστεί από το χαντάκι και να επαναφέρει το όχημα του στην άσφαλτο, όμως έστριψε το τιμόνι του οχήματος του στα δεξιά, με αποτέλεσμα αυτό να βρεθεί στην απέναντι πλευρά του δρόμου και να αναποδογυριστεί καταλήγοντας σε παρακείμενο χωράφι στην δεξιά πλευρά του δρόμου, όπου υπήρχε υψομετρική διαφορά 2,5 μέτρων. Σημείωσε επίσης ότι κατά τους ουσιώδης χρόνους απουσίαζαν από την άσφαλτο περιμετρικές δικλίδες ασφαλείας που θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία του οχήματος και να το ακινητοποιήσουν. Επίσης δεν υπήρχε σχετική σήμανση στον δρόμο που να προειδοποιεί τους οδηγούς για την ύπαρξη επικίνδυνής στροφής. Τόνισε ότι στο συγκεκριμένο σημείο μεταξύ των ετών 2006 – 2011 έχουν καταγραφεί τέσσερα σοβαρά τροχαία δυστυχήματα, καθώς και το υπό κρίση θανατηφόρο δυστύχημα. Το έτος 2012, μετά την ενιαία οικοδομική ανάπτυξη της περιοχής, ο δρόμος στο συγκεκριμένο σημείο διαπλατύνθηκε και έχει κατασκευαστεί πεζοδρόμιο στην δεξιά πλευρά του δρόμου, κατά μήκος του δρόμου στο σημείο όπου υπάρχει υψομετρική διαφορά (Έγγραφο Η). Η κα Πατσαλίδου ανέφερε επίσης ότι το θύμα δεν έφερε ζώνη ασφαλείας. Σχετικά με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είχε καταναλώσει μόνο δύο μπύρες και ήταν σε θέση να οδηγήσει.
Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι αυτός υπέπεσε σε στιγμιαίο σφάλμα, και λόγω του ότι δεν υπήρχε σχετική σηματοδότηση που να προειδοποιεί για την επικείμενη στροφή, ενόψει και της ιδιομορφίας της σκηνής, αλλά και λόγω του ότι δεν υπήρχε κιγκλίδωμα ή πεζοδρόμιο στην δεξιά πλευρά του δρόμου, όπου θα μπορούσε να αποτρέψει να πέσει το όχημα του Κατηγορούμενο από ύψος 2,5 μέτρων στο παρακείμενο χωράφι, προκλήθηκε το μοιραίο αυτό δυστύχημα.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορούμενου κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την άμεση παραδοχή του, το λευκό του ποινικό μητρώο και ότι είναι επαγγελματίας οδηγός στην Αγγλία. Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές του συνθήκες η συνήγορος του ανέφερε ότι είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών ενήλικων παιδιών, οικογενειάρχης, και προσφέρει την βοήθεια του σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Τόνισε ότι το δυστύχημα αυτό τον επηρέασε ψυχολογικά και προς τούτο λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή (Έγγραφο Ζ), σημειώνοντας μάλιστα ότι αυτός βοήθησε το θύμα να απεγκλωβιστεί από το όχημα, όπου και ξεψύχησε στα χέρια του. Περαιτέρω λέχθηκε ότι ο Κατηγορούμενος αποζημίωσε χρηματικά τους κληρονόμους του θύματος μέσω της ασφαλιστικής εταιρείας όπου συνεργάζεται.
Η συνήγορος του Κατηγορούμενου τόνισε ότι το αδίκημα συνέβη πριν από 18 χρόνια, και λόγω του χρόνου που παρήλθε δύναται να επηρεαστεί το είδος της ποινής που θα επιβληθεί από το Δικαστήριο. Τόνισε ότι από το 2006 ο Κατηγορούμενος είχε ταξιδέψει στην Κύπρο άλλες 3 φορές αλλά ουδέποτε δεν τον συνέλαβαν για το εν λόγω αδίκημα, παρά μόνο την τελευταία φορά που ήρθε στην Κύπρο, τον Σεπτέμβριο του 2024. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο Κατηγορούμενος από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα και πολύ πρόσφατα απεβίωσε ο αδελφότεκνος του, ο υιός του θύματος και έχει επηρεαστεί ψυχολογικά.
Καταλήγοντας, η κα Πατσαλίδου εισηγήθηκε ότι ενόψει των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης δεν ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης, αλλά σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη κατάλληλη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, τότε δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις αναστολή αυτής.
Δ. Νομική Πτυχή
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, ήτοι αυτό της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτής ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 είναι πολύ σοβαρό.
Η σοβαρότητα του κατ’ αρχήν αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη ποινή στο άρθρο 210 του Κεφ.154 που είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι τέσσερα έτη ή την επιβολή χρηματικής ποινής ύψους μέχρι €4.270. Περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972), ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και πριν την τροποποίηση του από τον Ν.129(Ι)/2020, το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να στερήσει σε καταδικασθέντα δυνάμει του άρθρου 210 του Κεφ. 154, το δικαίωμα να κατέχει ή να χρησιμοποιεί άδεια οδήγησης για όσο χρονικό διάστημα κρίνει πρέπον το Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 20Α του ίδιου νόμου το Δικαστήριο μπορεί για το συγκεκριμένο αδίκημα να επιβάλει από 5 έως 10 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του καταδικασθέντα.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή, στοιχείο προσδιοριστικό και της σοβαρότητας του αδικήματος. Εκεί όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου του ότι καμία ποινή δεν είναι ικανοποιητική όταν χάνεται μια ανθρώπινη ζωή (βλ. Λοϊζίδης κ.α. ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ, 965).
Πέραν της σοβαρότητας όπως αυτή καταδεικνύεται ως ανέφερα πιο πάνω, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επισημάνει επανειλημμένως την ανησυχητική έξαρση που παρατηρείται στα τροχαία ατυχήματα. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232 λέχθηκαν τα εξής:
«Τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημιά είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που στην περίπτωση της οδικής αμέλειας χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας.»
Ανησυχητική έξαρση παρατηρείται και στα θανατηφόρα δυστυχήματα ως ήταν και η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μακρής ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση. αρ 49/2021, ημερομηνίας 21/12/2021. Ακριβώς λόγω αυτής της έξαρσης, η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με τροχαίες παραβάσεις, είναι αδιαμφισβήτητα επιβεβλημένη.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331, η οποία, αφορούσε τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα, δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει χρήμα και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (βλ. Παμπακάς και άλλος ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191, έγινε αναφορά στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57 Cr.App.R. 349, στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210. Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 ΑΑΔ 355 όπου τονίστηκε ότι όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρηση της άδειας οδηγού. Στην εν λόγω υπόθεση δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον χρόνο που είχε παρέλθει ως μετριαστικός παράγοντας. Αναγνωρίστηκε ότι οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα είχαν αλλάξει ριζικά, αφού από εικοσάχρονος εθνοφρουρός τον Φεβρουάριο του 1989 ήταν κατά τους χρόνους επιβολής της ποινής επιστήμονας, υποψήφιος για εργοδότηση στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Λόγω αυτού κρίθηκε ότι στην εν λόγω περίπτωση η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται, γιατί πέντε σχεδόν χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος δεν θα εξυπηρετήσει κανένα χρήσιμο σκοπό, αυξάνοντας την ποινή προστίμου σε £800.
Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562, η οποία υπενθύμισε ότι στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331 λέχθηκε πως η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορούμενου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ΄ όψιν, όπως υπενθύμισε και το ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ΄ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Στην Παντέλας ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε αναφορά στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, στην οποία παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι επιβαρυντικοί και κάποιοι ελαφρυντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την επιβολή ποινής σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες αναφέρονται, επί παραδείγματι, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή σύλληψη.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατός του στον οδηγό.
Ε. Εκτίμηση Δικαστηρίου
Από το λεκτικό του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι το ζητούμενο είναι η απόδειξη ότι ο Κατηγορούμενος προκάλεσε τον θάνατο του θύματος λόγω κάποιας αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς. Οι προαναφερόμενοι όροι υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος (βλ. Ζυπιτής κ.α ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220). Το εν λόγω άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί απερίσκεπτη ή αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.
Τέλος, με βάση το λεκτικό του εν λόγω άρθρου οι πιο πάνω αναφερόμενες συμπεριφορές, πρέπει να συνδέονται με το αποτέλεσμα, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς με το αποτέλεσμα, δηλαδή τον θάνατο άλλου προσώπου.
Για να καταδειχθεί απερισκεψία το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι:
1) Ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιούσε το δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία· και
2) O κατηγορούμενος οδηγούσε κατ' αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εν τούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντας τον (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 ΑΑΔ 473, Μαρίνος Ιωάννου ν Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 256, R v. Lawrence [1982] 1 AC 510 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673).
Στην απόφαση R. v Lawrence [1981] 1 All Ε.R. 974, αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea), με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγεί με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο (βλ. Πέτρου ν Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233). Επομένως το κριτήριο δεν είναι μόνο αντικειμενικό αλλά και υποκειμενικό και θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την οδήγηση του κατηγορουμένου.
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233, για να αποδειχθεί επικίνδυνη οδήγηση απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού. Πρέπει να αποδειχθεί η πρόκληση, αντικειμενικά ιδωμένης, επικίνδυνης κατάστασης από σφάλμα του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού (βλ. Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 ΑΑΔ 18).
Στην υπόθεση Σάββα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) επισημάνθηκε ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Αυτό που πρέπει να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στην τελευταία περίπτωση είναι το κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνο που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό, ενώ στην περίπτωση της επικίνδυνης οδήγησης, είναι αν η συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη ότι την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, το οποίο όμως δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί την μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης.
Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, στην απόφαση R. v. Gosney [1971] 2 Q.Β. 674 λέχθηκαν τα ακόλουθα (σε μετάφραση):
«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, να αποτελεί μια αιτία».
Η έννοια «σφάλμα» δεν περιλαμβάνει κατ' ανάγκη εσκεμμένη παράβαση ή απερισκεψία ή πρόθεση οδήγησης κατά τρόπο που αντίκειται στο ορθό επίπεδο οδήγησης. Ούτε το σφάλμα κατ’ ανάγκη εμπεριέχει ηθική μομφή. Επομένως, υπάρχει σφάλμα εάν ένας άπειρος ή εκ φύσεως κακός οδηγός, ενώ προσπαθεί να πράξει το ορθό, πέφτει κάτω από το επίπεδο ενός ικανού και προσεκτικού οδηγού.
Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 ΑΑΔ 18 αναφέρθηκε ότι «η επικίνδυνη οδήγηση δεν αποδεικνύεται απόλυτα μόνο με την ύπαρξη κάποιου λάθους (fault). Το στοιχείο αυτό είναι το ελάσσον που πρέπει να αποδειχθεί και συνυπολογίζεται πάντα με τις υπόλοιπες συνθήκες και την οδική συμπεριφορά που οδήγησε στη σύγκρουση. Η λέξη 'επικίνδυνος' στη συνήθη γραμματική της ερμηνεία, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο, φόβο ή απειλή για τους άλλους (Επίτομο Νέο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Σπύρου Τσιούνη)». Επομένως απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους εκ μέρους του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού. Η δε λέξη «επικίνδυνος» στην συνήθη της γραμματική έννοια, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο.
Σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «αλόγιστη», είναι η πράξη ή συμπεριφορά η οποία εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια προσώπων, τον οποίο ο Κατηγορούμενος αψηφά. Είναι η μη λελογισμένη ενέργεια δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. Κώστας Ζυπίτης κ.α. ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220).
Στρεφόμενη τώρα στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η οδική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγωιστική και αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου ή ότι δεν είναι τέτοια που να εμπεριέχει το στοιχείο της εγωιστικής συμπεριφοράς και αδιαφορίας. Περεταίρω ,θα πρέπει να εξεταστεί αν το δυστύχημα, ακόμη και αν κριθεί η οδήγηση απερίσκεπτη, οφειλόταν σε στιγμιαίο σφάλμα.
Στην υπόθεση Βαλεντίνα Χαραλάμπους ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 153/2023, ημερομηνίας 29/02/2024, εξετάστηκε το ζήτημα της στιγμιαίας αβλεψίας, στην οποία λέχθηκε ότι ως στιγμιαία αβλεψία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια απρόσεκτη (αμελής) ενέργεια ή παράλειψη που προκύπτει σε μια στιγμή χρόνου, σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, η οποία να ευθύνεται για ατύχημα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοκλέους (2001) 2 ΑΑΔ 48, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453). Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι το σφάλμα της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως στιγμιαία αβλεψία, καθότι αναμφίβολα είχε προκύψει πως το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας ευρίσκετο εξ ολοκλήρου και ευθυγραμμισμένο στην αντίθετη λωρίδα, στην οποία και οδηγείτο έστω και αν δεν προηγήθηκε εύρημα για τη χρονική διάρκεια οδήγησης στην αντίθετη λωρίδα. Όπως λέχθηκε στιγμιαία ήταν η κίνηση αποφυγής της σύγκρουσης αλλά όχι η προηγηθείσα οδήγηση η οποία δημιούργησε τον κίνδυνο και εν τέλει συνιστούσε τη γενεσιουργό αιτία του θανατηφόρου ατυχήματος.
Σχετική είναι επίσης η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Ηρακλέους, Ποινική Έφεση αρ. 244/2017, 08/07/2019, ECLI:CY:AD:2019:B285 στην οποία αποφασίστηκε ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν ήταν αποτέλεσμα εγωιστικής συμπεριφοράς, αλλά στιγμιαίας αβλεψίας που ενείχε όμως το στοιχείο της απερισκεψίας. Η οδήγηση που προκάλεσε το θάνατο του μοτοποδηλάτη ήταν αποτέλεσμα λανθασμένου προσπεράσματος τη δεδομένη στιγμή και η αποτυχία του να αντιληφθεί ενδεχόμενο κίνδυνο και δεν υπήρξε ηθελημένα ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου. Ενόψει και των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου, μεταξύ άλλων το λευκό του ποινικό μητρώο, την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης και στην εν συνεχεία επιβολή ποινής, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η επιλογή του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που είχε επιβάλει ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς και η αποστέρηση της κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο εννέα μηνών.
Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Φαίδωνα Μιχαηλίδη Ιωάννου (2015) 2 ΑΑΔ 647 στην οποία λέχθηκε ότι η στιγμιαία αβλεψία έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής, είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια.
Για να αποφασιστεί το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του τη δεδομένη στιγμή.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του εντός του ορίου ταχύτητας, σε ένα δρόμο όπου ήταν ολισθηρός λόγω της βροχόπτωσης και ενώ δεν υπήρχε οδικός φωτισμός. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο Κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να ελαττώσει ταχύτητα, λόγω της έντονης βροχόπτωσης την δεδομένη στιγμή αλλά και της ολισθηρότητας του δρόμου, συγχύστηκε, και έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του στρίβοντας ταυτόχρονα το τιμόνι του οχήματος του ελαφρώς αριστερά, με αποτέλεσμα οι αριστεροί τροχοί του οχήματος του να εκτραπούν από τον δρόμο στο μη χρησιμοποιήσιμο παγκέττο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του, με αποτέλεσμα το όχημα του να πέσει στο χαντάκι, όπου λόγω των βροχών είχε δημιουργηθεί αυλάκι. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος πανικόβλητος ανέπτυξε ταχύτητα για να απεγκλωβιστεί από το χαντάκι και να επαναφέρει το όχημα του στην άσφαλτο, όμως έστριψε το τιμόνι του οχήματος του στα δεξιά και έχασε τον έλεγχο του οχήματος του λόγω ολισθηρότητας του δρόμου, το οποίο στην συνέχεια εκτράπηκε από τον δρόμο, προς τα δεξιά σύμφωνα με την πορεία του σε παρακείμενο χωράφι, όπου και ανατράπηκε. Λόγω υψομετρικής διαφορά 2,5 μέτρων, αλλά και λόγω απουσίας κιγκλιδώματος ή πεζοδρομίου, που θα μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία του οχήματος και να το ακινητοποιήσουν, προκλήθηκε το μοιραίο δυστύχημα.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω σε συνάρτηση πάντοτε και με το σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος (Έγγραφο Β) προκύπτει ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου δεν ήταν αποτέλεσμα εγωιστικής οδήγησης ή παντελούς αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων, ούτε υπήρχε από τον ίδιο ηθελημένη ανάληψη κινδύνου. Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και τις περιστάσεις που επικρατούσαν στο δρόμο τη δεδομένη στιγμή η κατάληξη είναι ότι ο Κατηγορούμενος υπέπεσε σε μοιραίο, δυστυχώς, αλλά στιγμιαίο σφάλμα και απροσεξία. Δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα που να καταδεικνύουν ότι η οδηγητική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ήταν εγωιστική ή αδιάφορη ως προς την ασφάλεια τρίτων προσώπων. Δεν οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα ούτε με οποιοδήποτε απερίσκεπτο τρόπο.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν παραβλέπω το αποτέλεσμα της πιο πάνω οδηγητικής συμπεριφοράς του Κατηγορουμένου, το οποίο είναι τραγικό, αφού απώλεσε την ζωή του ένας άνθρωπος.
ΣΤ.Εξατομίκευση Ποινής
Η επιβολή ποινής είναι ένα δύσκολο και πολύ λεπτό έργο αφού απαιτείται η εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης από τη μια και η εξατομίκευση της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου κατηγορουμένου από την άλλη.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω). Πόσο μάλλον σε περιπτώσεις όπως τα θανατηφόρα ατυχήματα τα οποία, βρίσκονται δυστυχώς σε έξαρση και αποτελούν μάστιγα της κοινωνίας μας. Είναι, πλέον, αναγκαίο τα Δικαστήρια να δώσουν το μήνυμα ότι απερίσκεπτες συμπεριφορές που επιφέρουν θάνατο σε πρόσωπα, πόνο αλλά και οικονομικές ζημιές δεν μπορούν πλέον να γίνονται ανεκτές. Μάλιστα, στην υπό κρίση περίπτωση, ως επιβαρυντικό στοιχείο λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης.
Ως μετριαστικούς παράγοντες, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:
Το γεγονός ότι το ατύχημα, ως αναλύθηκε ανωτέρω, οφειλόταν σε ένα στιγμιαίο σφάλμα του Κατηγορούμενου και οι περιστάσεις του δυστυχήματος δεν αναδεικνύουν αδιαφορία από μέρους του Κατηγορούμενου ή εγωιστική συμπεριφορά. Περαιτέρω, σημασία δίδεται στην ιδιομορφία του συγκεκριμένου δρόμου όπου έγινε το δυστύχημα, και στην απουσία πεζοδρομίου ή κιγκλιδώματος στην δεξιά πλευρά του δρόμου, ενώ υπήρχε υψομετρική διαφορά 2,5 μέτρων. Δεν παραβλέπω επίσης ότι το κράτος αντιλαμβανόμενο της επικινδυνότητας του δρόμου το 2012 διαπλάτυνε τον δρόμο στο σημείο όπου έγινε το δυστύχημα και κατασκεύασε πεζοδρόμιο στην δεξιά πλευρά του δρόμου.
Το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο του δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό του τη μέγιστη δυνατή επιείκεια, καθώς και το ότι δεν βαρύνεται με οποιουσδήποτε βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του.
Τα δύο αυτά δεδομένα εξετάζονται σε συνδυασμό με την ηλικία του Κατηγορούμενου. Συνάγεται λοιπόν ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό εφόσον το οδικό μητρώο του είναι άψογο, γεγονός που δείχνει ότι σε ολόκληρη τη ζωή του είχε σεβασμό προς τους νόμους και τους κανόνες που διέπουν τα θέματα της τροχαίας. Ο πρότερος έντιμος βίος του Κατηγορούμενου νομολογικά λαμβάνεται υπόψη και επενεργεί ουσιαστικά στην επιλογή και το ύψος στην ποινή. Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241:
«Η νομοταγής ζωή ενός ανθρώπου έχει παρομοιασθεί με τη ζωή του νοικοκυρεμένου ανθρώπου ο οποίος μια ολόκληρη ζωή εξοικονομεί για να βρει τις οικονομίες του στις δύσκολες μέρες».
Την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, διότι αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.
Το γεγονός ότι μετά την διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων δεν διέπραξε άλλο αδίκημα.
Σημασία δίδεται στην σχέση του Κατηγορούμενου με το θύμα. Το θύμα ήταν η σύζυγος του αδελφού του Κατηγορούμενου, όπου επενέβαιναν στο όχημα οικογενειακώς μαζί με τον υιό τους. Είναι αδιαμφισβήτητο το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατος του θύματος στον Κατηγορούμενο.
Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση της συνηγόρου του. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στο ότι είναι οικογενειάρχης, έχει πολύ καλές σχέσεις με την οικογένεια του θύματος, πρόσφατα έχει αποβιώσει ο αδελφότεκνος του, και υιός του θύματος, αλλά και ότι αποζημίωσε, μέσω της ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία συνεργάζεται, τους κληρονόμους του θύματος (βλ. Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο που ανέρχεται στα 18 έτη περίπου. Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).
Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).
Στην υπό κρίση περίπτωση τα υπό τιμωρία αδικήματα διαπράχθηκαν στις 17/11/2006 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 20/09/2024, δηλαδή 18 έτη μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος, η οποία θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλη, θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορούμενου.
Ζ. Κατάληψη – Ποινή
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, και κατόπιν έντονου προβληματισμού κρίνω ότι οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν εκτεθεί, και ιδιαίτερα η πάροδος 18 ετών από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ατύχημα οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία του Κατηγορούμενου, ο οποίος τονίζεται είναι λευκού ποινικού και οδικού μητρώου, μπορούν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί και συνηγορούν στο ότι η επιβολή χρηματικής αντί στερητική της ελευθερίας ποινή είναι επαρκής και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις. Τυχόν ποινή φυλάκισης στην υπό κρίση περίπτωση αντενδείκνυται αφού λόγω της παρέλευσης του προαναφερόμενου μακρού χρονικού διαστήματος μειώνεται ουσιαστικά η αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο.
Σχετικά με την στέρηση της άδειας οδηγού θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ποινή βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η άδεια οδήγησης αποτελεί επίκτητο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου είναι συνυφασμένη με τους όρους που θέτει ο Νόμος για την οδική ασφάλεια (βλ. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465). Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη όπως επίσης και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης (βλ. Ελευθερίου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300). Το ότι το πρόσωπο που αποστερείται του δικαιώματος οδήγησης χρειάζεται καθημερινά την άδειά του στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση του εύρους της περιόδου στέρησης της άδειας (αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής), αλλά δεν αποκλείει την επιβολή του μέτρου στέρησης της άδειας (βλ. Νικόλαος Νικοδήμου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 67).
Δεν έχουν εκτεθεί οποιοιδήποτε ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί και αυτό το είδος της ποινής. Ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στον Κατηγορούμενο και ποινή στερητική της άδειας οδήγησης.
Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
- Στην πρώτη κατηγορία ποινή προστίμου €2,500. Επιπλέον να αναγραφούν επί της άδειας οδήγησης του 8 βαθμοί ποινής. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 μηνών από αύριο.
- Στην δεύτερη κατηγορία ποινή προστίμου €200. Επιπλέον να αναγραφούν επί της άδειας οδήγησης του 2 βαθμοί ποινής.
Το συνολικό ποσό του προστίμου να καταβληθεί εντός 4 μηνών από σήμερα.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο