
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4480/2023
Ε. Λ.
v
1. A.S. M. CO I. I. G. LTD
2. A. A.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 21/01/2025
Για την Παραπονούμενη: κος Α. Χουβαρτάς
Για τον Κατηγορούμενο 2: κος Ν. Νικήτα
Κατηγορούμενος 2 απών
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης απόφασης είναι κατά πόσο το Δικαστήριο θα ασκήσει την διακριτική του εξουσία και θα προχωρήσει με την ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του Κατηγορουμένου 2, ενόψει της μη εμφάνισης του τελευταίου ενώπιον του Δικαστηρίου.
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αντιμετωπίζουν τρείς κατηγορίες που αφορούν την έκδοση επιταγής άνευ αντικρίσματος κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (πρώτη και δεύτερη κατηγορία) και την εξασφάλιση αγαθών δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 297, 298, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα (τρίτη κατηγορία).
Α. Χρονολογική Εξέλιξη Γεγονότων
Για σκοπούς ορθής εξέτασης του αντικείμενου με το οποίο ασχολείται η παρούσα ενδιάμεση απόφαση, θεωρώ αναγκαίο αλλά και συνάμα χρήσιμο να αναφερθώ στη χρονολογική εξέλιξη των γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά την πορεία αυτής της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης καταχωρήθηκε στις 20/06/2023 και επιδόθηκε στους Κατηγορούμενους. Η υπόθεση τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου στις 28/11/2023, όπου ο Κατηγορούμενος 2 εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 απάντησαν μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 23/04/2024. Την εν λόγω ημερομηνία ο Κατηγορούμενος 2 δεν εμφανίστηκε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, και το οποίο ορίστηκε για έλεγχο στις 30/10/2024. Την ίδια ημερομηνία ορίστηκε και η υπόθεση για ακρόαση. Στις 30/10/2024 και πάλι ο Κατηγορούμενος 2 δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αφού ως ενημέρωσε ο συνήγορος του δεν του επιτρέπεται η είσοδος στην Δημοκρατία. Το Δικαστήριο όρισε εκ νέου το ένταλμα σύλληψης για έλεγχο στις 18/12/2024, όπου και πάλι ο Κατηγορούμενος 2 δεν εμφανίστηκε. Ο συνήγορος της Παραπονούμενης υπέβαλε αίτημα όπως η διαδικασία προχωρήσει και ολοκληρωθεί στην απουσία του Κατηγορουμένου 2.
Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση στις 13/01/2025 για να αγορεύσουν οι συνήγοροι και των δύο πλευρών για το αίτημα του συνηγόρου της Παραπονούμενης να προσχωρήσει το Δικαστήριο με την ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του Κατηγορούμενου 2.
Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση ολων όσων ανέφεραν οι συνήγοροι των μερών κατά την αγόρευση τους, αφού αυτά βρίσκονται καταγεγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Θα αναφέρω συνοπτικά την θέση της κάθε πλευράς.
Ο κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου της Παραπονούμενης ήταν ότι ο Κατηγορούμενος 2 κατόπιν δικών του ενεργειών και παραλείψεων δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και επομένως έχει απωλέσει το δικαίωμα του να παρουσιαστεί και να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Αναφερόμενος στις υπό κρίση κατηγορίες, ανέφερε ότι η επιταγή ημερομηνίας 10/04/2023, που αφορά την πρώτη και δεύτερη κατηγορία, εκδόθηκε για να αποπληρωθούν τα δικηγορικά έξοδα της Υπόθεσης αρ. 1638/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Στην αντίπερα όχθη, ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2 ανέφερε ότι ο τελευταίος ταξίδεψε εκτός της Δημοκρατίας στις 30/05/2024 μετά από σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29/05/2024 στα πλαίσια των υποθέσεων αρ. 2428/2019 και 2501/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Τεκμήριο Γ). Στις 24/06/2024 επιχείρησε να επιστρέψει πίσω στην Κύπρο. Ωστόσο δεν του επιτράπηκε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο αφού ειδοποιήθηκαν οι σχετικές αρχές στο Άμπου Ντάμπι (Τεκμήριο Ε). Ως εξήγησε, ο λόγος που δεν του επιτράπηκε η είσοδος στην Δημοκρατία ήταν η απόρριψη της αίτησης του για άδεια παραμονής στην Δημοκρατία μετά από απόφαση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 23/04/2024. Στις 12/05/2024 ο Κατηγορούμενος καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής (Τεκμήριο Α). Με επιστολή ημερομηνίας 19/08/2024 το Τμήμα Μετανάστευσης του Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή (Τεκμήριο Ζ). Ο κ. Νικήτα ανέφερε ότι στα πλαίσια των υποθέσεων αρ. 2428/2019 και 2501/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αιτήθηκε τροποποίηση των όρων παρουσίας του με σκοπό να ταξιδέψει εκτός Κύπρου, και με την κατάθεση χρηματικών ποσών κάθε φορά ταξίδευε εκτός Κύπρου και επέστρεφε πίσω στην Κύπρο όπου διαμένει τα τελευταία 20 χρόνια (Τεκμήρια Η -Ν). Ήταν η θέση του συνηγόρου του ότι αν ο Κατηγορούμενος 2 ήθελε να αποφύγει τις ευθύνες του, δεν θα επέστρεφε στην Κύπρο όταν εκκρεμούσαν οι προαναφερόμενες υποθέσεις εναντίον του. Ο μοναδικός λόγος που δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η ανάκληση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του.
Β. Νομική Πτυχή
Η σοβαρότητα των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2 καθιστά το αίτημα της Παραπονούμενης ένα λεπτό θέμα κεφαλαιώδους σημασίας, το οποίο θα πρέπει να τύχει της δέουσας ενδελεχούς εξέτασης.
Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις στην απουσία κατηγορουμένου καθορίζεται από το άρθρο 89(1) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Αν σε συνοπτική δίκη κατηγορούμενος ο οποίος δεν έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση να παραστεί αυτοπροσώπως δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 45, παραλείπει να εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο για εμφάνιση, κατόπιν απόδειξης επίδοσης σε αυτόν κλητηρίου εντάλματος, το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του ή, αν θεωρεί σκόπιμο να αναβάλει την υπόθεση και να εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψη του δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού».
Σχετικά είναι επίσης τα άρθρα 63 και 112 του Κεφ. 155.
Η εφαρμογή του άρθρου 89(1) εξετάστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραπέμπω στη Γρηγορίου ν Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποινική Έφεση 100/2014, ημερομηνίας 27/09/2016, στην οποία ο κατηγορούμενος είχε αρχικά αρνηθεί τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, και λόγω της απουσίας του τις ημερομηνίες όπου ήταν ορισμένη η υπόθεση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργοποίησε την εξουσία του και προχώρησε με την εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορούμενου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη διαδικασία, τονίζοντας ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου ενείχε το στοιχείο της περιφρόνησης προς την δικαστική διαδικασία, αφού ενώ αρχικά επέλεξε να μην παρουσιαστεί στην πρωτόδικη διαδικασία, στην συνέχεια (κατ’ έφεση) παρουσιάστηκε ως παραπονούμενος στην απόφαση του Δικαστηρίου να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης στην απουσία του. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα το οποίο είναι άκρως κατατοπιστικό:
«Είναι γεγονός ότι η παρουσία ενός κατηγορουμένου σε μια δίκη μπορεί ταυτόχρονα να νοηθεί και σαν δικαίωμα και σαν υποχρέωση. Η διφυής αυτή φύση διέπεται από τις αρχές που αφορούν την προστασία της έννομης τάξης η οποία καθορίζεται από την ανάγκη σεβασμού της δικαστικής διαδικασίας ως προαπαιτούμενο για την ύπαρξη της. Επίσης διέπεται από τις αρχές προστασίας του ατομικού δικαιώματος της παρουσίας ενός ατόμου σε διαδικασία που τον αφορά, ποινικής υφής, με τις συνέπειες που μπορεί αυτή να έχει.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, αλλά και το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, το θέμα ανάγεται - και σωστά - σαν θέμα που αφορά άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ως του μόνου κριτή εξισορρόπησης της διφυούς φύσεως της παρουσίας του κατηγορούμενου, ανάλογα ως δικαιώματος και ως υποχρεώσεως.
Η συμπεριφορά του ίδιου του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης και την ποινή που δύναται να επιβληθεί είναι δύο βασικοί παράμετροι που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία. Ωστόσο και σε σοβαρές υποθέσεις το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση στην απουσία του κατηγορουμένου, αν η απουσία του είναι αποτέλεσμα οικειοθελούς πράξης με σκοπό την παρεμπόδιση της πορείας της δικαιοσύνης».
Στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016 σελ.1923 υπό τον τίτλο «Failure of an accused to appear» τονίζεται η σημασία του οικειοθελούς της παραίτησης εκ του δικαιώματος παρουσίας, αλλά και ταυτόχρονα επιδοκιμάζεται η ανάγκη εξέτασης του θέματος υπό το πρίσμα πάντοτε των συμφερόντων της δικαιοσύνης «With due regard for the interest of justice». Σημειώνετε περαιτέρω ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στη νομολογία του ΕΔΑΔ που να εισηγείται ότι εκδίκαση ποινικής υπόθεσης ενός κατηγορουμένου στην απουσία του είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Regina v. Jones {2002} UKHL 5 (20th February 2002)).
Σχετική επίσης είναι η απόφαση Δοξάκη ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 68/2021, ημερομηνίας 13/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B566, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το κατά πόσο το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην απουσία του κατηγορούμενου να ακούσει την υπόθεση του και να επιβάλει ποινή ή να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για να είναι αυτός παρών επαφίεται στη διακριτική του εξουσία η οποία ασκείται δικαστικά. Μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της είναι η φύση και η σοβαρότητα των κατηγοριών, κατά πόσο αυτές ενέχουν το στίγμα της ανεντιμότητας, το είδος και το ύψος της ποινής που επιβάλλεται για τέτοιου είδους κατηγορίες, αν ο κατηγορούμενος βαρύνεται ή όχι με προηγούμενες καταδίκες, κατά πόσο αυτός έχει παραιτηθεί οικειοθελώς του δικαιώματος να είναι παρών ή, καίτοι απών, εκπροσωπείται από συνήγορο και δηλώνει ότι επιθυμεί να είναι παρών (Ποταμός v. Alpha Bank Cyprus Ltd (2012) 2 Α.Α.Δ. 167).
Η συμπεριφορά του ίδιου του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης και την ποινή που δύναται να επιβληθεί ξεχωρίζουν ως οι πλέον δύο βασικοί παράμετροι που το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ασκώντας τη σχετική διακριτική του εξουσία».
Παραπέμπω επίσης, στην απόφαση Surefood Ltd v Μιχαήλ, Ποινική Έφεση αρ. 46/2015, ημερομηνίας 07/11/2018. Στην εν λόγω υπόθεση, ο εφεσείων, ενώ του επιδόθηκε το κατηγορητήριο, επέλεξε να μην εμφανιστεί στον ορισμένο χρόνο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν τέλει όμως εμφανίστηκε και δεν παραδέχτηκε την εναντίον του κατηγορία, την οποία στη συνέχεια παραδέχτηκε αφού εκτελέστηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης. Ακολούθως όμως, προφασιζόμενος ότι θα εξοφλούσε την επιταγή, εξασφάλισε αναβολή της υπόθεσης και επιδεικνύοντας για πολλοστή φορά ασέβεια προς το κύρος της εναντίον του δικαστικής διαδικασίας δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να προχωρήσει στο να του επιβάλει ποινή στην απουσία του (in absentia) προς διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας και προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος να περατώνονται οι δίκες σε εύλογο χρόνο. Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης εναντίον του το οποίο δεν εκτελέστηκε, δεν συνιστούσε εμπόδιο να πράξει ως ανωτέρω.
Στην απόφαση Μάριος Αριστοδήμου ν Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2007) 2 ΑΑΔ 193 το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας το άρθρο 89(1) του Κεφ. 155, έκρινε ότι σε υποθέσεις που ενέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) και η ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, είναι ορθό όπως το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης για να είναι παρών ο κατηγορούμενος. Περαιτέρω, σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο σκοπεύει εκτός από τη χρηματική ποινή, να εκδώσει και κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορουμένου, όπως π.χ. διάταγμα τερματισμού λειτουργίας ενός κέντρου αναψυχής, η απονομή της δικαιοσύνης επιτυγχάνεται καλύτερα με το να είναι παρών ο κατηγορούμενος και να ακούγεται επί του θέματος.
Από τη νομολογία λοιπόν του Ανώτατου Δικαστηρίου προκύπτει ότι, το κατά πόσον ένα Δικαστήριο θα προχωρήσει να ακούσει την υπόθεση στην απουσία του κατηγορούμενου (in absentia) ή κατά πόσον θα επιλέξει όπως εκδώσει ένταλμα σύλληψης ούτως ώστε να γίνει προσπάθεια διασφάλισης της παρουσίας του ενώπιον της Δικαιοσύνης κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί ζήτημα το οποίο παραμένει στη διακριτική του ευχέρεια. Σε υποθέσεις δε όπου υπάρχει το στοιχείο της ανεντιμότητας (dishonesty) ή της καταδολίευσης (deception) και για τις οποίες προβλέπεται ποινή φυλάκισης, ή σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο ενδέχεται να εκδώσει κάποιο διάταγμα εναντίον του κατηγορούμενου, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα σύλληψης (βλ. Αριστοδήμου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2007) 2 Α.Α.Δ. 193).
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω δεν φαίνεται να υπάρχει άκαμπτος ή απόλυτος κανόνας για κάθε περίπτωση. Αυτό όμως που σίγουρα δεν πρέπει να λησμονείται είναι ότι η παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη του είναι εκτός από δικαίωμα και υποχρέωση του. Στα πλαίσια απονομής δικαιοσύνης το Δικαστήριο καλείται από τη μια να διασφαλίσει τις αρχές της δίκαιης δίκης και από την άλλη να προστατέψει το κύρος της διαδικασίας και την έννομη τάξη, βασικός πυρήνας των οποίων είναι ο σεβασμός προς το Δικαστήριο και τη δικαστική διαδικασία, αποστολή που καθίσταται δυσκολότερη όταν μέσα από τη δίκη κρίνεται η ανθρώπινη ελευθερία. Εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι συνυφασμένη με τη σύμφυτη εξουσία του να διασφαλίζει το κύρος της διαδικασίας που βρίσκεται ενώπιον του σε εξέλιξη, αν θα προχωρήσει να επιληφθεί της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου ή αν θα διατάξει την έκδοση εντάλματος σύλληψης του για να προσαχθεί ενώπιον του προτού η δίκη προχωρήσει. Τέτοια εξουσία πρέπει πάντοτε να ασκείται με φειδώ, μετά από βαθύ προβληματισμό, κατόπιν ενδελεχούς εκτίμησης και στάθμισης όλων των στοιχείων, δεδομένων αλλά και γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση καθώς και μόνον εκεί που είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί το κύρος της διαδικασίας του Δικαστηρίου χωρίς παράλληλα να τίθεται σε κίνδυνο το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη ως καθορίζεται από το Σύνταγμα και τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Γ. Κατάληξη
Δεν παραβλέπω ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2 είναι σοβαρά, γεγονός που διαφαίνεται στην προβλεπόμενη εκ του νόμου ποινή, αλλά και ότι τα εν λόγω αδικήματα ενέχουν το στοιχείο της ανεντιμότητας.
Πέραν όμως της σοβαρότητας και του στοιχείου της ανεντιμότητας που χαρακτηρίζει τις κατηγορίες, έχοντας υπόψη μου το ύψος του ποσού της επιταγής, θα έλεγα ότι η ποινή που πιθανόν επιβληθεί, αν φυσικά αποδειχθούν οι κατηγορίες, είναι αυτή της επιβολής προστίμου, παρά επιβολή ποινής φυλάκισης.
Στα πλαίσια εξέτασης της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για το ζήτημα όπου τίθεται, λαμβάνω υπόψη μου τα ακόλουθα:
· Ο Κατηγορούμενος 2 έλαβε γνώση του κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε εναντίον του και εμφανίστηκε στο Δικαστήριο μαζί με τον δικηγόρο του, όπου και αρνήθηκε τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
· Ο Κατηγορούμενος 2 εκπροσωπείται μέχρι και σήμερα από δικηγόρο.
· Η άδεια παραμονής του Κατηγορούμενου 2 στην Δημοκρατία έχει ανακληθεί στις 23/04/2024. Ο Κατηγορούμενος 2 καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στις 12/05/2024 εναντίον της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
· Ενώ ο Κατηγορούμενος 2 γνώριζε την ανάκληση της άδειας παραμονής του στην Δημοκρατία, και την εκκρεμότητα της ιεραρχικής προσφυγής που καταχώρησε, αποφάσισε να ταξιδέψει στις 30/05/2024 εκτός της Δημοκρατίας, με τον κίνδυνο να μην του επιτραπεί η είσοδος στην Δημοκρατία.
· Το ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον του Κατηγορούμενου 2 δεν κατέστη δυνατόν να εκτελεστεί ένεκα της απουσίας του από την Δημοκρατία.
· Στις 19/08/2024 απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του Κατηγορούμενου 2.
· Μέχρι και σήμερα ο Κατηγορούμενος 2 εξακολουθεί να βρίσκεται στο εξωτερικό, και είναι άγνωστο αν θα του επιτραπεί να επιστρέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Με την απόφαση του να μεταβεί στο εξωτερικό, ενώ είχε ανακληθεί η άδεια παραμονής του στην Δημοκρατία και το γνώριζε, προτού εκδικαστεί η υπό κρίση υπόθεση, ο Κατηγορούμενος 2 έδειξε πως δεν τον ενδιαφέρει να βρίσκεται παρών στο υπόλοιπο της δικαστικής διαδικασίας επιλέγοντας συνειδητά κάτι τέτοιο. Ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2 απεκδύθηκε του δικαιώματος του να είναι παρών στη δίκη του, δείχνοντας αδιαφορία για την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την πλήρη απαξίωση και περιφρόνηση του σε ότι αφορά την διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, το Δικαστήριο αλλά και την δικαιοσύνη γενικότερα.
Θεωρώ πως στην παρούσα υπόθεση πληρούνται τα εχέγγυα για να ασκηθεί η εξουσία και να διαφυλαχθεί το κύρος της δικαστικής διαδικασίας υπέρ της εκδίκασης της υπόθεσης, στην απουσία του Κατηγορουμένου 2. Υπό τις παρούσες περιστάσεις, κρίνω ότι η επ’ αόριστο αναβολή και παραμονή της υπόθεσης σε εκκρεμότητα ή ακόμη οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση του ζητήματος, έρχεται σε σύγκρουση με την σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να διαφυλάξει το κύρος της ενώπιον του διαδικασίας. Διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος θα σήμαινε στην ουσία ότι το Δικαστήριο επικροτεί την μη παρουσίαση του Κατηγορούμενου 2 ενώπιον του Δικαστηρίου και θα έδιδε πιστεύω λανθασμένα μηνύματα και σε άλλους κατηγορούμενους που ενδεχομένως να σκέφτονται να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο για αποφυγή της δίκης τους, για να μην πω ότι ενδεχομένως να τους ενθάρρυνε να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο.
Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω θεωρώ ότι είναι από τις περιπτώσεις όπου δικαιολογείται πλήρως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του Κεφ. 155, στο να προχωρήσει η διαδικασία στην απουσία του Κατηγορούμενου 2.
Συνακόλουθα το ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου 2 ακυρώνεται.
Η υπόθεση θα οριστεί για ακρόαση στην απουσία του Κατηγορούμενου 2, αφού πρώτα ακουσθεί ο δικηγόρος του Κατηγορούμενου 2 για το κατά πόσο θα συνεχίσει να τον εκπροσωπεί.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο