
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 986/2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
B. M.
___________________
Ημερομηνία: 18 Φεβρουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή
Ν. Δημοσθένους, για τον Κατηγορούμενο
Αίτημα για κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 27 κατηγορίες, μεταξύ των οποίων κατηγορίες για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση δια διείσδυσης, εξαναγκασμό σε διάπραξη συνουσίας, απαγωγή προσώπου, συναφή και άλλα αδικήματα. Παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, που συνεδριάζει την 04.04.2025.
2. Η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για την κράτηση του Κατηγορούμενου του μέχρι τη δίκη. Το αίτημα βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη. Έχω ενώπιον μου το μέχρι στιγμής μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης (Τεκμήριο Α), που περιλαμβάνει και δύο άλλες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του Κατηγορούμενου. Ενόψει της ένστασης που υπήρξε στο αίτημα, αναπτύχθηκε σχετική επιχειρηματολογία, που έχω υπόψη μου, στο σύνολό της.
3. Στη σύνοψή τους, τα γεγονότα που ανάγονται στο κατηγορητήριο της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την όψη της μαρτυρίας που περιέχεται στο Τεκμήριο Α, είναι τα εξής: Η παραπονούμενη συζούσε με τον Κατηγορούμενο ως ζευγάρι τα τελευταία 15 χρόνια και έχουν αποκτήσει δύο υιούς. Κατήγγειλε στην Αστυνομία τον Κατηγορούμενο για ενδοοικογενειακή βία, σε διάφορες περιπτώσεις, για τις οποίες καταχωρίστηκαν η υπόθεση αρ. 6042/2024 Ε.Δ. Πάφου, για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 12.12.2024 και τον Νοέμβριο του 2024, και η υπόθεση 334/2025 Ε.Δ. Πάφου, για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 21.12.2024. Υπάρχει απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του Κατηγορούμενου που εκδόθηκε την 13.12.2024 στο πλαίσιο της υπόθεσης αρ. 6042/2024, με το οποίο απαγορεύεται στον Κατηγορούμενο να παρενοχλεί και να πλησιάζει την παραπονούμενη. Επίσης, στο πλαίσιο της υπόθεσης 334/2025 Ε.Δ. Πάφου τέθηκαν από το Δικαστήριο, με αυτή τη σύνθεση, την 14.01.2025, ως όροι απόλυσης, μετά από απόρριψη αιτήματος κράτησης, μεταξύ άλλων, απαγόρευση στον Κατηγορούμενο να πλησιάζει τον εκάστοτε χώρο διαμονής ή εργασίας της παραπονούμενης σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων και την παραπονούμενη, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, καθώς και απαγόρευση οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης επαφής ή επικοινωνίας με την παραπονούμενη. Οι όροι που τέθηκαν είχαν εξηγηθεί από το Δικαστήριο και σχετική σημείωση αναγράφθηκε στην απόφαση. Η παραπονούμενη τοποθετήθηκε από τις υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας σε ξενοδοχείο, ενώ τα παιδιά τους, μέχρι πρότινος, έμεναν με τον Κατηγορούμενο. Παρά τη θέση των απαγορευτικών όρων, και χωρίς οποιαδήποτε ακύρωση ή διαφοροποίησή τους, την 02.02.2025, ο Κατηγορούμενος φέρεται να επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την παραπονούμενη, ζητώντας της να πάει να επισκεφθεί τα παιδιά, στο ξενοδοχείο όπου διαμένει ο ίδιος με τα παιδιά. Η ίδια, επειδή ήθελε πράγματι να δει τα παιδιά της, επισκέφθηκε το ξενοδοχείο στο οποίο διέμεναν ο Κατηγορούμενος και τα παιδιά τους, και αποφάσισε, όπως αναφέρει, να διαμείνει και μαζί τους. Όπως έγινε, από την 02.02.2025 μέχρι την 07.02.2025. Την 05.02.2025, και ώρα 09:00, καθώς βρίσκονταν στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Κατηγορούμενος, ο Κατηγορούμενος πήγε να κάνει ντους. Βγήκε από το μπάνιο με μία πετσέτα γύρω από τη μέση του, ρωτώντας την παραπονούμενη εάν ακόμα ήταν σε έμμηνο ρήση. Η παραπονούμενη απάντησε θετικά. Παρόλα αυτά, ο Κατηγορούμενος άρχισε να αναστατώνεται και να της λέει «χρειάζομαι sex. Το χρειάζομαι τώρα. Βγάλε τα ρούχα σου». Την έκανε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, με τα χέρια του στους ώμους της, βάζοντας δύναμη. Βγάζοντας την πετσέτα, έμεινε γυμνός. Άρχισε να της βγάζει τα ρούχα, αφήνοντάς την γυμνή στο κρεβάτι. Είχε ήδη στύση. Μετακίνησε το ταμπόν που φορούσε η παραπονούμενη και έβαλε το πέος του μέσα στον κόλπο της, χωρίς προφυλακτικό, αρχίζοντας να κινείται επιθετικά, και προκαλώντας στην παραπονούμενη πόνο, μέχρι που ολοκλήρωσε την πράξη και φτάνοντας σε οργασμό. Δεν ολοκλήρωσε μέσα της αλλά στο πάτωμα, σκουπίζοντας στη συνέχεια το σπέρμα του, με χαρτί τουαλέτας, που το πέταξε στη λεκάνη, τραβώντας το καζανάκι. Όπως αναφέρει η παραπονούμενη στην κατάθεσή της, δεν του είπε κάτι ενόσω βρίσκονταν μέσα της, ούτε αντιστάθηκε. Έμεινε ακίνητη, επειδή φοβόταν. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να της κάνει. Στη συνέχεια, πήγε και η ίδια στο μπάνιο, έκανε ντους, δεν είπε κάτι στον Κατηγορούμενο, έμεινε καθισμένη στο κρεβάτι χωρίς να του μιλά, νιώθοντας «λερωμένη και άδεια», όπως αναφέρει. Την 07.02.2025, το πρωί, πήγε με τον Κατηγορούμενο και τα παιδιά στο ξενοδοχείο όπου έμενε η παραπονούμενη. Την 08.02.2025 ο Κατηγορούμενος άρχισε να κατηγορεί την παραπονούμενη ότι κοιμάται με άλλους άνδρες. Περί ώρα 16:00, έφερε ουίσκι και μπύρα και άρχισαν να πίνουν. Κάποια στιγμή, περί ώρα 17:00, άρχισε να την αποκαλεί «πόρνη» και να της λέει «δυστυχώς δεν μπορώ να σε σκοτώσω είναι καλύτερα να το κάνεις μόνη σου» και «καλύτερα να κοιμηθείς μαζί μου διαφορετικά θα είμαι σίγουρος ότι κοιμήθηκες με τον μαύρο και θα σας σκοτώσω και τους δύο». Όταν της είπε για «τον μαύρο», εννοούσε έναν άλλο ένοικο του ξενοδοχείου, με τον οποίον ο Κατηγορούμενος πίστευε πως κοιμήθηκε η παραπονούμενη, χωρίς οποτεδήποτε να έχει γίνει κάτι τέτοιο. Η παραπονούμενη άρχισε να κλαίει. Τότε, την έσπρωξε με δύναμη στο κρεβάτι, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους της. Την ανάγκασε να βγάλει τα ρούχα της, και εκείνη, φοβούμενη, ανταποκρίθηκε. Έμεινε γυμνή στο κρεβάτι. Εκείνος έβγαλε το παντελόνι του και έμεινε μόνο με το μπλουζάκι, χωρίς εσώρουχα. Ξάπλωσε πάνω της και έβαλε το πέος του μέσα στον κόλπο της, ερχόμενος σε στύση. Η παραπονούμενη άρχισε να κλαίει, να του λέει πως ποτέ δεν τον αγάπησε, ούτε θα τον αγαπήσει, και ότι είναι ένας «βιαστής». Τότε, εκείνος, θυμώνοντας, άρχισε να την κτυπά με γροθιές στο κεφάλι, επανειλημμένα. Η παραπονούμενη προσπαθούσε να προστατευθεί. Την χτυπούσε με γροθιές και στην αριστερή πλευρά των μαλλιών της, στο μέτωπο, πάνω στο αριστερό μάτι. Δεν θυμάται αν ήταν ακόμα μέσα της ενόσω την κτυπούσε. Όταν την κτυπούσε, έλεγε «είσαι μία πόρνη. Καλύτερα να σκοτώσεις τον εαυτό σου γιατί εγώ δεν μπορώ». Η παραπονούμενη άρχισε να φωνάζει. Την άφησε. Έβαλε τα ρούχα της και έφυγε από το δωμάτιο. Φεύγοντας από το δωμάτιο, πήγε στην κουζίνα όπου ήταν η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου και δύο άλλες κυρίες. Τους είπε ότι ο Κατηγορούμενος την κτύπησε και κάλεσαν την Αστυνομία. Την 08.02.2025, περί ώρα 18:00, η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου τηλεφώνησε στην Αστυνομία. Η παραπονούμενη κατήγγειλε ότι υπέστη βιασμό και την 05.02.2025 και την 08.02.2025. Τα ρούχα που φόρεσε μετά από το περιστατικό τα παρέδωσε στην Αστυνομία για εξετάσεις. Εξετάστηκε από ιατροδικαστή, ενώ υποβλήθηκε και σε άλλες ιατρικές εξετάσεις. Ανέφερε πως φοβάται τον Κατηγορούμενο. Στο Τεκμήριο Α υπάρχει ιατρική εξέταση που καταγράφει αιματώματα και εκδορές. Στην ιατροδικαστική έκθεση αναφέρεται πως δεν υπήρχαν και κακώσεις στην κολπική χώρα. Στον γυναικολογικό έλεγχο εντοπίστηκε «ξεχασμένο» ταμπόν. Αναφέρθηκε πως η παραπονούμενη λαμβάνει ψυχιατρική αγωγή (trazadone, ozapram, duloxetine). Στην ανακριτική του κατάθεση ο Κατηγορούμενος ανέφερε πως ήταν η παραπονούμενη που έρχονταν στον ίδιο, ήταν μεθυσμένη, αυτά που ανέφερε είναι ψέματα και ουδέποτε την κτύπησε ή τη βίασε ή προέβη σε οποιαδήποτε σεξουαλική κακοποίηση ή παρενόχλησή της. Ανέφερε κατ’ επανάληψη πως «είναι ψέματα».
Εξέταση
4. Η απόλυση ενός Κατηγορούμενο ενόσω εκκρεμεί η δίκη του είναι ένας κανόνας που απορρέει από το κατοχυρωμένο δικαίωμά του στην ατομική ελευθερία. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να επιβληθεί η κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του[1]. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους για τους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η εξαίρεση. Ο κίνδυνος φυγοδικίας και η πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων είναι οι δύο εξ αυτών. Θα εξεταστεί πρώτα ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη.
5. Συναφώς αναφέρεται πως για την κατάληξη σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων[2], δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Ο λόγος είναι για πιθανότητα και αρκεί, με τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, να δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δηλαδή, ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά στο μέλλον. Τέτοια στοιχεία, μπορούν να αναφέρονται στο ιστορικό και στον χαρακτήρα του Κατηγορούμενου, στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις. Μπορούν να προκύπτουν από τυχόν υφιστάμενο ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας ή και από στοιχεία προερχόμενα από την ίδια την υπόθεση την οποία ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει[3]. Όπου τα υπό κατηγορία αδικήματα εμπίπτουν σε χρονική περίοδο κατά την οποία ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ελεύθερος υπό όρους σε άλλη ποινική υπόθεση, για αδικήματα ιδίας ή παρόμοιας φύσης, αυτό αποκτά αυξημένη ισχύ κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεικνύοντας συγκεκριμένη τάση επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς[4]. Η πιθανολόγηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων βάσει ποινικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του υποδίκου ή στοιχείων προερχόμενων από την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει, δεν αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας[5].
6. Στην Ε.Α.Β.Ο. v. Αστυνομίας, ΠΕ. 133/24, 11.07.2024 όπου ο εφεσείων αντιμετώπιζε αδικήματα κατά συζύγου, απειλή, παρενόχληση θύματος βίας, ψυχολογική βία, ψυχικής βλάβη, παραβίαση διατάγματος αποκλεισμού ενώ εναντίον του εκκρεμούσαν και άλλες δύο ποινικές υποθέσεις για ίδιας ή παρόμοιας φύσης αδικήματα κατά της πρώην συζύγου του, η κράτηση επικυρώθηκε λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του ότι υπήρχε παλαιότερο διάταγμα αποκλεισμού το οποίο δεν φαινόταν να είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά. Αντίθετα, στη Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, που αφορούσε αδικήματα βίας στην οικογένεια, καθώς και φερόμενης παράβασης όρων υφιστάμενου διατάγματος αποκλεισμού, εκδοθέντος σε παλαιότερη υπόθεση που εκκρεμούσε για παρόμοια αδικήματα, οικογενειακής βίας, ψυχολογικής βίας, απειλής και κακόβουλης ζημιάς, δεν δικαιολογείτο η κράτηση γιατί εκεί είχε προηγηθεί τήρηση του διατάγματος για 14 μήνες, ομαλή συνεργασία των δύο και το σύνολο της μαρτυρίας (που αφορούσε μια συνάντηση) δεν προκαλούσε την απαιτούμενη ισχυρή εντύπωση περί μελλοντικής διάπραξης άλλων αδικημάτων.
7. Στη Φ.Φ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ171/2024, 02.08.2024, ο Κατηγορούμενος αντιμετώπιζε συνολικά 16 κατηγορίες που αφορούσαν πέντε διαφορετικά χρονικά σημεία κατά τα έτη 2019 έως 2024 και αναφέρονταν σε δύο αδικήματα βιασμού της συζύγου, ψυχολογικής βίας κατά γυναίκας, βίας στην παρουσία ανηλίκου, ψυχικής βλάβης ανηλίκου, απειλών και επιθέσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εγκρίνει την κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι την εμφάνισή του στο Κακουργιοδικείο, όπου παραπέμφθηκε. Η πρωτόδικη κρίση είχε βασιστεί στις καταθέσεις της συζύγου, της θυγατέρας, και της πεθεράς του Κατηγορούμενου, παρατηρώντας ότι τα αδικήματα εναντίον των παραπονούμενων εκτείνονται σε βάθος χρόνου και δεν αποτελούν μεμονωμένη περίπτωση, σχηματίζοντας δι’ αυτού του δεδομένου την εντύπωση ότι, σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος αφήνονταν ελεύθερος, θα διαπράξει νέα αδικήματα. Κατ’ επέκταση, ό,τι είχε επιδράσει στην κρίση του Δικαστηρίου, ήταν το γεγονός ότι το κατηγορητήριο εκτείνονταν σε περίοδο πέντε ετών (2019 έως 2024) και το ότι σε αυτό γινόταν αναφορά σε πέντε περιστατικά. Το Εφετείο, διαφωνώντας με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμφώνησε με τη θέση πως είχε τη σημασία του το ότι τα σοβαρά αδικήματα για τα οποία η σύζυγος προέβη σε καταγγελία φέρονταν να είχαν διαπραχθεί κατά το τελευταίο δίμηνο της έγγαμης σχέσης του ζεύγους. Τα περιστατικά του τελευταίου διμήνου, για τα οποία κατήγγειλε η σύζυγος, φέρονταν να αφορούν την ερωτική ζωή του ζεύγους και να είχαν ως βάση τη φερόμενη απαίτηση για ερωτική επαφή και τη συνακόλουθη απουσία συναίνεσης για κάτι τέτοιο. Τα υπόλοιπα δύο περιστατικά, κοινής επίθεσης, φέρονταν να είχαν λάβει χώρα σε παλαιότερο χρόνο, ήτοι προ τριετίας και πενταετίας αντίστοιχα. Άλλη μαρτυρία αναφερόταν στο ότι το ίδιο βράδυ, της αρχικής κατάθεσης της συζύγου, η Αστυνομία ζήτησε από τον Κατηγορούμενο/Εφεσείοντα να φύγει από τη συζυγική οικία και στο ότι αυτός το έπραξε αυτοστιγμεί. Διατυπώθηκε η άποψη του Εφετείου πως όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία του μαρτυρικού υλικού θα έπρεπε να ελκύσουν μεγαλύτερη προσοχή κατά την πρωτόδικη εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων και πριν τη διατύπωση της οριστικής κατάληξης ότι ο χρόνος διάπραξης και ο αριθμός περιστατικών δημιουργούσαν «την αναγκαία ισχυρή εντύπωση». Διατυπώθηκε πως το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων από τη μαρτυρία, σε συνδυασμό με τη φερόμενη εγκληματική δράση σε συγκεκριμένο περιβάλλον, ήταν εναντίον μελών της οικογένειας, και όχι γενικά στην κοινωνία, και ότι γι’ αυτό όφειλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, να προβληματιστεί για την αναγκαιότητα της κράτησης με την έννοια των λεχθέντων στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/2021, 01.09.2021:
«Ήταν συναφές και έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η μαρτυρία δεν αναδείκνυε τάση του Εφεσείοντα προς την παρανομία γενικά, αλλά με αναφορά στον πατέρα του. Σε αντιδιαστολή με τις περιπτώσεις ροπής προς το έγκλημα γενικά ή έστω προς κατηγορίες αδικημάτων όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει την ελευθερία του υπόδικου με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά, στις περιπτώσεις όπου η παρανομία για την οποία υπάρχει η ανάγκη προφύλαξης είναι συγκεκριμένη, είναι ευχερέστερη και μπορεί να εξυπηρετήσει η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων προς διασφάλιση έναντι του κινδύνου της επανάληψης των αδικημάτων και αποφυγή της κράτησης που είναι η έσχατη λύση και που μπορεί να διαταχτεί εκεί και μόνο όπου κρίνεται ότι κανένα άλλο μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει».
Αναφέρθηκε, στη Φ.Φ. (ανωτέρω), πως, όπως και στη Γεωργίου (ανωτέρω), θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός της καταγγελίας, που εκεί είχε γίνει για πρώτη φορά, και ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου/Εφεσείοντα στην οποία γινόταν αναφορά στη μαρτυρία αφορούσε σε χρόνους πριν την καταγγελία. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που επαναδιατυπώθηκε ο λόγος της Γεωργίου (ανωτέρω) πως η συμπεριφορά του κατ' εξακολούθηση παραβάτη, που ενδεχομένως αισθάνεται ότι μπορεί να ενεργεί εκτός των πλαισίων του νόμου, ενδέχεται να διαφοροποιείται μετά την καταγγελία, δεδομένου ότι το θύμα του έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής, ανοχής ή και ενδοιασμούς στο να τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου θύτης και θύμα είναι του ιδίου περιβάλλοντος ή συγγενικά πρόσωπα. Έτσι, και στη Φ.Φ. (ανωτέρω), κρίθηκε πως η συγγενική σχέση μεταξύ φερόμενου θύτη και θυμάτων, θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί υπό αυτή την οπτική.
8. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και στη Φ.Φ. (ανωτέρω), ο Κατηγορούμενος φέρεται να εμπλέκεται σε αδικήματα που σχετίζονται με τον διαταραγμένο έγγαμο βίο του, εναντίον της παραπονούμενης, τα οποία κινούνται χρονικά από τον Νοέμβριο του 2024 μέχρι και τον Φεβρουάριο 2025, και να μην έχει εμπλοκή με άλλες εγκληματικές ενέργειες που θέτουν σε κίνδυνο και την ευρύτερη κοινωνία, πτυχή που λαμβάνεται υπόψη. Η διαφοροποίηση, από τη Φ.Φ. (ανωτέρω), είναι πως, στην προκειμένη περίπτωση, έγιναν ήδη δύο προηγούμενες καταγγελίες από την παραπονούμενη, βάσει των οποίων εκκρεμούν δύο ακόμα υποθέσεις εναντίον του Κατηγορούμενου, πλην της παρούσας. Οι υποθέσεις 334/2025 Ε.Δ. Πάφου και 6042/2024 Ε.Δ. Πάφου. Άρα, δεν τίθεται πλέον ως διαθέσιμη η οπτική της εξέτασης της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου μετά από την αντίδραση του φερόμενου ως θύματος να καταγγείλει και την συνεπακόλουθη εμπλοκή των διωκτικών αρχών και το σχετικό βίωμα του Κατηγορούμενου, ως καταγγελλόμενου. Αφαιρουμένης αυτής της παραμέτρου, υπάρχει η συχνότητα και η συνέχεια στα καταγγελλόμενα περιστατικά, αλλά και η κλιμάκωση όσον αφορά τη σοβαρότητά τους, που δίδει ένα μοτίβο τέτοιας εγκληματικής συμπεριφοράς. Δίδει τέτοιο μοτίβο ακόμα κι αν ο κίνδυνος που απορρέει από αυτήν την συμπεριφορά δεν αφορά σε ολόκληρη την κοινωνία ή εν γένει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ουδόλως η διατύπωση θα μπορούσε να είναι πως επιτρέπεται η διαφαινόμενη διάπραξη εγκλήματος, εάν αυτό στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου μόνον προσώπου.
9. Έπειτα, πρόσθετη διαφοροποίηση από τα δεδομένα της Φ.Φ. (ανωτέρω), είναι πως, στην προκειμένη περίπτωση, έχουν ήδη επιβληθεί απαγορεύσεις στο πλαίσιο της υπόθεσης 6042/2024 Ε.Δ. Πάφου, και ακόμα αυστηρότεροι όροι απόλυσης από το Δικαστήριο, στην υπόθεση 334/2025 Ε.Δ. Πάφου, που εξηγήθηκαν, μάλιστα, στον Κατηγορούμενο. Οι τελευταίοι όροι τέθηκαν μόλις την 14.01.2025. Ουδέποτε τροποποιήθηκαν ή ζητήθηκε κάποια πρόσθετη εξαίρεση. Οι όροι που τίθενται από το Δικαστήριο πρέπει να είναι σεβαστοί και να τηρούνται, ανεξαρτήτως προσωπικών επιθυμιών ή αποφάσεων, μέχρι να και εφόσον παύσουν να ισχύουν. Το πρόσωπο που φέρεται ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κατά τεκμήριο ευρισκόμενο σε ευάλωτη θέση, δεν θεωρείται πως μπορεί να λάβει έγκυρα απόφαση να εγκαταλειφθούν όροι που έχουν τεθεί για την προστασία του, χωρίς να ακολουθηθούν πρώτα ορισμένες διασφαλίσεις. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί, με βάση ό,τι προκύπτει από την όψη της μαρτυρίας, και τα λεγόμενα του Κατηγορούμενου, να θεωρήσει, σε αυτό το στάδιο και για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, πως υπήρξε συμφωνία της παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου. Συμφωνία να διαμείνουν ξανά μαζί ή και να συνευρεθούν. Έπειτα, συνεκτιμώντας αυτήν την παράμετρο, να της δώσει τέτοια βαρύτητα ώστε να ωθηθεί να καταλήξει πως οι απαγορευτικοί όροι που τέθηκαν ήταν ως να μην είχαν τεθεί, επιστρέφοντας στον λογισμό και τον λόγο της Φ.Φ. (ανωτέρω). Ασφαλώς και δεν διαφεύγουν από την προσοχή του Δικαστηρίου οι κίνδυνοι που εγγενώς υπάρχουν σε τέτοιας φύσης διαφορές, αναμεταξύ συζύγων, με πιθανόν εναλλασσόμενες διαθέσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές, έναντι στις οποίες τιθέμενος, ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μοιάζει δυσανάλογος. Δεν θα μπορούσε όμως και να υποτιμηθεί ο καταγγελλόμενος βιασμός, επειδή έλαβε χώρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερα διαταραγμένης ερωτικής ζωής και σχέσης. Δεν θα μπορούσε να υποτιμηθεί γενικότερα η καταγγελία της παραπονούμενης και το περιεχόμενό της, με αναφορές και σε απειλές κατά της ζωής της, με αξιολόγηση και αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της. Υπό το σύνολο τελικά των δεδομένων, υπάρχει ισχυρή εντύπωση διάπραξης όμοιας ή και σοβαρότερης φύσης αδικημάτων εναντίον της παραπονούμενης μέχρι τη δίκη, και εφόσον διαπιστώνεται αυτός ο κίνδυνος, δεν μπορεί να προληφθεί με κάποιον άλλον τρόπο, πόσω μάλλον εφόσον έχει δοκιμαστεί και αποτύχει η αποτρεπτικότητα τόσο του απαγορευτικού διατάγματος όσο και των όρων απόλυσης που είχαν τεθεί στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων εναντίον του Κατηγορούμενου. Η κράτηση προκύπτει, πλέον, ως το έσχατο μέσο, και ως απολύτως αναγκαία.
10. Αν και η έγκριση του αιτήματος στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων καθιστά αχρείαστη την ενασχόληση με οποιαδήποτε άλλη βάση του αιτήματος, χάριν πληρότητας, θα εξεταστεί συνοπτικά και η βάση του αιτήματος επί του κινδύνου φυγοδικίας.
11. Παρεμβάλλεται, σχετικά με τον κίνδυνο φυγοδικίας[6], πως οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται, είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό, αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου. Η σοβαρότητα του αδικήματος δυνατόν να προκύπτει από το ύψος της ποινής αλλά και την ίδια τη φύση των αδικημάτων και την τιμωρία που δυνατόν να υπάρξει, σε περίπτωση καταδίκης. Η πιθανολόγηση καταδίκης προκύπτει από την ισχύ του μαρτυρικού υλικού, κρινόμενου στην όψη του. Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε κρίση επί της δεκτότητας ή σε αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού. Το κριτήριο της πιθανολόγησης είναι χαμηλότερο από εκείνο της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης[7]. Η καταγγελία στην Αστυνομία συνιστά διάβημα με επισημότητα στον λόγο του καταγγέλλοντος, έναντι στις συνέπειες που έχει το αξιόποινο τυχόν ψευδούς καταγγελίας και, ως τέτοια, συνιστά επαρκή μαρτυρία, για να δικαιολογεί (εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις) την δρομολόγηση ενεργειών που περιλαμβάνουν και τον περιορισμό της ατομικής ελευθερίας[8]. Η σημασία της ύπαρξης δεσμών με την Κύπρο έγκειται στο ότι δυνατόν να λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με την πιθανότητα διαφυγής του Κατηγορουμένου και τη μη εμφάνισή του στη δίκη[9]. Το εγχείρημα συνίσταται στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος[10]. Οι δεσμοί δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή αδικημάτων για τα οποία διώκεται και δεν εξαλείφουν με κάποιον αυτονόητο τρόπο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Όταν πρόκειται για Κύπριους, με σταθερή διαμονή και εργασία, χωρίς δεσμούς με άλλη χώρα, είναι κάπως δυσκολότερο να εκληφθεί πως μπορεί να υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, μόνο λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων[11]. Από την άλλη, η παντελής ανυπαρξία πάντως οποιωνδήποτε δεσμών, συνηθέστερα, καθιστά υπαρκτό τον κίνδυνο φυγοδικίας[12]. Ό,τι εξετάζεται, είναι η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης στο Δικαστήριο για τη δίκη. Η ταλαιπωρία του Κατηγορουμένου από την διαταγή κράτησης του, που θα μπορούσε να λεχθεί πως είναι και εγγενής στη φύση του διατάγματος, ή οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του, δεν μπορούν να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη εξασφάλισης της παρουσίας του στη δίκη και κατ’ επέκταση το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης, εάν δεν μπορούν να επιβληθούν άλλοι όροι, για την εξασφάλισή της. Γενικά, εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, δικαιολογείται η κράτηση του υποδίκου.
12. Καταρχάς, τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρά, όπως άλλωστε προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές. Συνηθέστερα, τα σοβαρότερα εξ αυτών, αντιμετωπίζονται με μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Πρόκειται για δυσαπόδεικτα αδικήματα, που εν πολλοίς βασίζονται στη μαρτυρία των φερόμενων ως θυμάτων, η οποία δεν μπορεί να αξιολογηθεί σε αυτό το στάδιο, ως προς την αλήθεια ή την αξιοπιστία της. Η δε απουσία ή αντίστοιχα η ύπαρξη συγκατάθεσης σε συνουσία έχει περιπλοκή, στο πλαίσιο της οποίας δεν αποκλείεται να ελλείπουν οι φυσικές κακώσεις από την κολπική περιοχή. Ασφαλώς, ο Κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος, και στη βάση αυτού του τεκμηρίου, ενυπάρχει πάντοτε στέρεα η αμφιβολία περί της ενοχής του. Από την άλλη, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η ύπαρξη ορατής πιθανότητα καταδίκης, για ορισμένα από τα σοβαρά αδικήματα που περιέχονται στο κατηγορητήριο, η οποία βασίζεται τόσο στην κατάθεση της παραπονούμενης, αλλά και στην ιατρική μαρτυρία, που εξ όψεως εντοπίζει και αιματώματα σε σημεία που ανέφερε και η παραπονούμενη πως κτυπήθηκε. Η παραπονούμενη ανέφερε φόβο που πλαισιώνει στο σύνολο των υποθέσεων που υφίστανται εναντίον του Κατηγορούμενου, που απασχολούν το Δικαστήριο.
13. Αν και τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι σοβαρά και υπάρχει ορατή πιθανότητα καταδίκης σε ορισμένα εξ αυτά, για τους σκοπούς της διαδικασίας, δεν θα μπορούσε να εγκριθεί το αίτημα στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας. Δεν έχει καταδειχθεί απουσία δεσμών του Κατηγορούμενου με την Κυπριακή Δημοκρατία, παρά την αλλοδαπή καταγωγή του. Ο Κατηγορούμενος διαμένει στην Κύπρο για πολλά χρόνια. Εδώ βρίσκονται και τα παιδιά του. Δεν έχουν αναφερθεί ενεργές σχέσεις ή πρόσφατες επαφές σε άλλη χώρα και δεν έχει εκδηλώσει ορατές τάσεις φυγής ή δυσκολίες εντοπισμού του. Υπάρχουν και θα μπορούσαν να υπάρξουν και περαιτέρω περιοριστικοί όροι, αποτρεπτικοί από το να διαφύγει τη δίκη του.
Κατάληξη
14. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του εγκρίνεται, στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.
(Υπ.) ……………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.
[2] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.05.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 04.02.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.
[3] Μπατιρίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 231/2024, 08.10.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παταϊσιας, ΠΕ 157/2024, 30.09.2024, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 271/23, 24.01.2023, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109.
[4] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024.
[5] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 ΑΑΔ 373.
[6] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.
[7] Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/2024, 25.06.2024.
[8] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025.
[9] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.
[10] Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.
[11] Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.
[12] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Μωυσίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 138.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο