ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ν. UTOPIATECH LTD, Αίτηση Κατακράτησης Τεκμηρίων: 191/2024, 24/2/2025
print
Τίτλος:
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ν. UTOPIATECH LTD, Αίτηση Κατακράτησης Τεκμηρίων: 191/2024, 24/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Αίτηση Κατακράτησης Τεκμηρίων: 191/2024

 

 

 

 

 

 

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

 

 

UTOPIATECH LTD

 

 

 

 

 

 

 

___________________

 

 

Ημερομηνία: 24 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Σ. Χρυσοστόμου, για τον Αιτητή

 

Ε. Καπαρδή (κα), για την Καθ’ ης η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

1.        Με αίτησή του, ο Αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος κατακράτησης, από την Αστυνομία, των τεκμηρίων που περιγράφονται στο Τεκμήριο Β, μέχρι την ολοκλήρωση των αστυνομικών ανακρίσεων και μέχρι την καταχώριση και εκδίκαση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας εγερθεί σε σχέση με αυτά.

 

2.        Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 2, 25, 27, 32, 32Α και 33 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, στα άρθρα 2 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στο άρθρο 20 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154, στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, στα άρθρα 2 και 26 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 και στο άρθρο 23(3) του Συντάγματος, στη νομολογία, τους διαδικαστικούς κανονισμούς πολιτικής δικονομίας, και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

3.        Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Αστ.1100 Κ. Πολυκάρπου, από το Γραφείο Εκτέλεσης Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας του ΤΚΕ Αρχηγείου, δια της οποίας αναφέρονται τα γεγονότα. Αυτά δεν μπορούν να αναφερθούν αυτούσια εδώ, εφόσον αποτελούν το περιεχόμενο Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (ΕΕΕ) και ισχύει η αρχή της εμπιστευτικότητας. Συνοπτικά μόνο, για να καταστεί κατανοητό το αντικείμενο της αίτησης, συλλέχθηκαν έγγραφα και μέσα αποθήκευσης κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ και ειδικότερα του ερευνητικού μέτρου της έρευνας στα γραφεία και τα υποστατικά της Καθ’ ης η αίτηση, φερόμενης ως ύποπτης για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων που διερευνώνται στη Γερμανία. Η Αστυνομία, για τον σκοπό αυτό, είχε αιτηθεί και η ίδια από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την έκδοση ενταλμάτων έρευνας στα γραφεία και τα υποστατικά της Καθ’ ης η αίτηση, που εγκρίθηκαν (άλλες συνθέσεις). Από την εκτέλεση του δεύτερου εντάλματος έρευνας, προέκυψε η κατάσχεση των αντικειμένων που αναφέρονται, ως τα τεκμήρια. Όπως αναφέρει ο μάρτυρας, σε περίπτωση που τα αντικείμενα αυτά, δηλαδή τα έγγραφα και αποθηκευτικά μέσα που κατασχέθηκαν ως αποδεικτικά μέσα, κατακρατηθούν, ως η αίτηση, τότε, θα μεταφερθούν, σε συνεννόηση με τις Γερμανικές Αρχές, στη Γερμανία, για να τύχουν οι ηλεκτρονικές συσκευές δικανικής εξέτασης, και τα έγγραφα να τύχουν μελέτης και αξιολόγησης, για να διαπιστωθεί κατά πόσο συνδέονται με την υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία. Μετά το πέρας των εξετάσεων, θα επιστραφούν στους ιδιοκτήτες τους. Ενόψει των πιο πάνω, όπως αναφέρει ο μάρτυρας, και δεδομένου ότι το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας δεν έχει ολοκληρωθεί, η Αστυνομία ζητά την κατακράτηση των αναφερόμενων τεκμηρίων, καθώς ενδεχόμενη επιστροφή των αντικειμένων αυτών θα οδηγήσει αναπόδραστα σε επηρεασμό της μαρτυρίας είτε με αλλοίωση των χαρακτηριστικών της είτε με καταστροφή είτε με εξαφάνιση ώστε να μην καταστεί εφικτή η απονομή της Δικαιοσύνης από το Δικαστήριο της Γερμανίας.

 

4.        Κατέστη γνωστή η ύπαρξη της αίτησης στην πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση, ιδιοκτήτριας των κατασχεθέντων τεκμηρίων, που εμφανίστηκε κατά την ημερομηνία που η αίτηση ήταν ορισμένη για εξέταση. Το Δικαστήριο δέχθηκε να ακούσει την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση. Με ένσταση που καταχώρισε η Καθ’ ης η αίτηση, προβάλλει λόγους για τους οποίους, κατά τη θέση της, δεν θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, αλλά θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση. Οι λόγοι ένστασης έχουν ως εξής, στη σύνοψή τους:

 

4.1.       Δεν αποκαλύπτεται ή και δεν προκύπτει διασύνδεση ή συσχετισμός των τεκμηρίων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή και η περιγραφή τους είναι γενική και αόριστη.

 

4.2.       Δεν αποκαλύπτεται ή και δεν προκύπτει χρονική διάρκεια στην κράτηση των αντικειμένων, αλλά αυτή φαίνεται να είναι επ’ άπειρον.

 

4.3.       Έγινε εσφαλμένη χρήση πολιτικού εντύπου και νομική βάση πολιτικής δικονομίας σε αίτηση κατακράτησης τεκμηρίων.

 

5.        Η ένσταση συνοδεύεται, επίσης, από ένορκη δήλωση, δια της οποίας αναφέρεται πως το αρχικό ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί, εξουσιοδοτώντας την έρευνα στην αρχικά αναφερόμενη διεύθυνση, είχε ακυρωθεί. Έπειτα, αναλύονται περαιτέρω οι λόγοι ένστασης.

 

6.        Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, χωρίς πρόσθετη μαρτυρία. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου το περιεχόμενο της αίτησης και της ένστασης, καθώς και των αγορεύσεων, στην πλήρη του μορφή.

 

7.        Η αίτηση, στη νομική της βάση, αναφέρεται στα σχετικά άρθρα του Κεφ.155, κατά τρόπο που δίδει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να την εξετάσει. Ως προς το κατά πόσο η αυτοτελής αυτή διαδικασία είναι «ποινική» ή «πολιτική», θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο τρίτος λόγος ένστασης, στην Ησαΐα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 669, είχε γίνει παραπομπή στο άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, για τους σκοπούς του, και αποφασίστηκε, ομόφωνα, ότι πρόκειται για διαδικασία που εμπίπτει στον ορισμό της «πολιτικής διαδικασίας», που περιλαμβάνει και ποινικές αιτήσεις που δεν εισάγουν διαδικασίες με σκοπό την τιμωρία του παραβάτη. Και στο άρθρο 2 Κεφ. 155 ορίζεται η «ποινική διαδικασία» ως οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος. Στην Ησαΐας (ανωτέρω) υιοθετήθηκε το σκεπτικό της Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2010) 1 ΑΑΔ 181, και της εκεί παρατιθέμενης νομολογίας [Γενικός Εισαγγελέας v. Vlatislav (2009) 1 AAΔ 1299]. Συναφώς, ο χαρακτηρισμός μιας διαδικασίας ως «πολιτικής», δυνατόν να αφορά και διαδικασία που σχετίζεται με το ποινικό δίκαιο, άμεσα ή έμμεσα, ή που προβλέπεται στο Κεφ.155 ή σε άλλον ειδικό ποινικό νόμο.

 

8.        Ακόμα κι αν μπορεί να μην έχει εξαντληθεί ακαδημαϊκά το ζήτημα, δεν συμφωνώ με τη θέση της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση ότι έχει εγκαταλειφθεί η θέση που προαναφέρεται και ότι επικράτησε κάποια άλλη θέση με τη Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, ΠΕ 205/2021, 26.10.2022 και την αναφορά της πως δεν πρόκειται για αστικής φύσης διαφορά. Προφανώς, δεν πρόκειται για αστικής φύσης διαφορά, εφόσον ρητά αποτελεί μέρος της ποινικής δικονομίας, χωρίς, όμως, αυτό να αναιρεί και τον χαρακτηρισμό της ως «πολιτική διαδικασία» και τη ρηθείσα προγενέστερη νομολογία. Εκεί ήδη εξηγήθηκε πως, ασχέτως εάν πρόκειται για «πολιτική διαδικασία», προσβάλλεται με ποινική έφεση. Συναφώς, και η Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ (ανωτέρω) παρέπεμψε στην Ησαΐα (ανωτέρω) και επιβεβαίωσε τον λόγο της, όπως και τη λοιπή νομολογία, που παραθέτει. Η νομική βάση της αίτησης δεν έχει σχέση με τη φύση της.

 

9.        Οι περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, που θεσπίστηκαν το 1953, ως στο μεταξύ τροποποιήθηκαν, προβλέπουν τα έντυπα που χρησιμοποιούνται σε σχέση με την ποινική διαδικασία που ορίζει ο νόμος, με τροποποιήσεις που απαιτούν οι περιστάσεις της κάθε περίπτωσης. Δεν παραπέμπουν στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας για οποιονδήποτε λόγο. Τα περιορισμένα έντυπα των αιτήσεων που περιέχονται στους περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς έχουν μορφοποίηση που είναι πιο συμβατή με τους προϊσχύσαντες Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Οι περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί δεν περιέχουν συγκεκριμένο ποινικό έντυπο για το αίτημα που υποβάλλεται από την Αστυνομία βάσει των άρθρων 32 ή 33 Κεφ.155, όπως και δεν περιέχουν πρότυπο και για άλλες αιτήσεις βάσει διατάξεων του Κεφ.155.

 

10.     Εν πάση περιπτώσει, η απουσία διαδικαστικού περιορισμού ως προς το μέσο με το οποίο η Αστυνομία ζητά από το Δικαστήριο οδηγίες σχετικές με τα τεκμήρια ή ως προς την επιμέρους διαδικασία, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο, αφενός, να εξετάσει το αίτημα, αφετέρου, να ακολουθεί μία δίκαιη διαδικασία. Δεν θα μπορούσε να προβληθεί πως δεν έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το αίτημα ή αντίστοιχα η ένσταση με ορθό τύπο, ως να υπήρχε κάποιος άλλος ορθός τύπος, που δεν εφαρμόστηκε, ή ως γενικότερα το ζήτημα να είχε να κάνει με την τήρηση γραπτών τύπων[1]. Από την άλλη, του να επιληφθεί το Δικαστήριο του αιτήματος δια τέτοιας αίτησης, στη φόρμα που υποβλήθηκε, στην οποία περιέχονται και αναφορές διατάξεων που δεν εφαρμόζονται, όπως και το να ακούσει την Καθ’ ης η αίτηση που ως ιδιοκτήτρια των κατασχεθέντων προβάλλει ένσταση στην κράτησή τους, δεν σημαίνει ότι προσδίδεται στην αίτηση ή τη διαδικασία αστική φύση με έννοια που να παραπέμπει σε «αστική διαφορά». Ομοίως, η αναλογική εφαρμογή, ως προς την ακολουθητέα διαδικασία υποβολής ένστασης και ακρόασης της αίτησης και της ένστασης, αντίστοιχα, για τη διασφάλιση του δίκαιου της διαδικασίας, δεν καθιστά την αίτηση ή τη διαδικασία της αίτησης «αστική διαφορά».

 

11.     Έχοντας καταλήξει πως υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτά υποβληθείσα αίτηση, που μπορεί να εξεταστεί, κατ’ επέκταση ότι δεν ευσταθεί ο τρίτος λόγος ένστασης, προέχει το θέμα της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, ως θέμα δημοσίας τάξης. Για την εξέταση του πρώτου λόγου ένστασης, όπως και της αίτησης, προϋποτίθεται η ύπαρξη αρμοδιότητας. Όπως και εδώ διαφαίνεται, όπως και στην Διευθυντής Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος ν. E.V., Αίτηση Κατακράτησης Τεκμηρίων 195/2024, 04.11.2024, οι εγχώριες Αρχές δεν διεξάγουν τις ανακρίσεις μαζί με τις Γερμανικές Αρχές, πέραν της αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επίσης, δεν αναφέρθηκε ενδεχόμενο άσκησης οποιασδήποτε ποινικής δίωξης στην Κυπριακή Δημοκρατία ή άλλη αναγκαιότητα διατήρησης των τεκμηρίων στην κατοχή των διωκτικών αρχών της Δημοκρατίας, που αιτούνται και την κατακράτηση. Έπειτα, η αίτηση δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε διάταξη σχετίζεται με την εκτέλεση της ΕΕΕ και δεν αφορά διαδικασία εκτέλεσης της ΕΕΕ, στο πλαίσιό της.

 

12.     Με βάση το άρθρο 2 Κεφ.155, «Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο Δικαστήριο. Τα αντικείμενα που κατάσχονται στο πλαίσιο έρευνας, με ή χωρίς δικαστικό ένταλμα, σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 25 Κεφ.155, αντίστοιχα, μεταφέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας ή άλλου Δικαστηρίου, για να τύχουν μεταχείρισης με βάση το άρθρο 32 Κεφ.155[2]. Η αναφορά είναι, σε κάθε περίπτωση, στο αρμόδιο Δικαστήριο. Ομοίως, στο άρθρο 33 Κεφ.155. Οι πρόνοιες αυτές δίδουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διατάξει την κατακράτηση των αντικειμένων που κατασχέθηκαν, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση τους, μέχρι και την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής ανακριτικής ή αποδεικτικής διαδικασίας, αναλόγως του σταδίου της υπόθεσης. Η κατακράτηση έχει την έννοια της διατήρησης της φυσικής κατοχής τους στην Αστυνομία. Η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με την κατακράτηση ή την επιστροφή τεκμηρίων και γενικότερα τη μεταχείριση των τεκμηρίων συναρτάται με την αναγκαιότητά τους για τους σκοπούς της ανακριτικής ή αποδεικτικής διαδικασίας, κρίση που μπορεί να διαμορφώσει μόνον εάν είναι το αρμόδιο Δικαστήριο, που μπορεί να ασκήσει ποινική δικαιοδοσία, προς εκδίκαση υπόθεσης που θα καταχωριστεί ή που καταχωρίστηκε ή και που έχει ήδη εκδικάσει (αναλόγως του σταδίου της διαδικασίας). Τα Δικαστήρια που έχουν εγκαθιδρυθεί με βάση τον ν.14/60 ασκούν την ποινική δικαιοδοσία στα όρια που προβλέπονται.

 

13.     Η ΕΕΕ είναι δικαστική απόφαση που εκδίδει ένα κράτος μέλος της Ε.Ε., εν προκειμένω της Γερμανίας, για να εκτελεστούν ερευνητικά μέτρα σε ένα άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., εν προκειμένω η Κύπρος. Βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, επομένως η αρχή έκδοσης ενεργεί ως ευρωπαϊκή αρχή και η αρχή εκτέλεσης υποχρεούται να την αναγνωρίσει και να μεριμνήσει για την εκτέλεσή της, χωρίς περιττές διαδικασίες και διατυπώσεις, εκτός εάν συντρέχει οποιοσδήποτε εκ των προβλεπόμενων λόγων μη εκτέλεσης ή αναβολής. Η ΕΕΕ εκτελείται με τον ίδιο τρόπο ως η εκτέλεση με βάση εθνικό ένταλμα έρευνας.

 

14.     Με τον περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμο 181(I)/2017 ενσωματώνεται στο εγχώριο δίκαιο και η απόφαση-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και η Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις. Προϋπήρχε και η απόφαση-πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων, για το σκοπό της συγκέντρωσης αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων, χρησιμοποιουμένων στην ποινική δικαιοσύνη, που ίσχυε μόνο για τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν ήδη, η οποία καταργήθηκε με τον Κανονισμός (ΕΕ) 2016/95 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016 για την κατάργηση ορισμένων πράξεων στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η θέσπιση της ΕΕΕ είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να καταστήσει αποτελεσματικότερη τη συνεργασία στον τομέα της συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων.

 

15.     Όπως προκύπτει και από την εισαγωγική σκέψη 34 της Οδηγίας, η εκτίμηση κατά πόσο ένα στοιχείο πρέπει να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο, άρα ως αντικείμενο μιας ΕΕΕ, ανήκει στην αρχή έκδοσης.

 

16.     Σύμφωνα με το άρθρο 13 της Οδηγίας, ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης της ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης διαβιβάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο κράτος έκδοσης τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε ή που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης. Εφόσον ζητείται στην ΕΕΕ και είναι δυνατόν βάσει εθνικού νόμου του κράτους εκτέλεσης, τα αποδεικτικά στοιχεία διαβιβάζονται απευθείας στις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης που συντρέχουν στην εκτέλεση της ΕΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 9 § 4. Η διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να ανασταλεί όσο εκκρεμεί η απόφαση σχετικά με ένδικο μέσο, εκτός εάν η αρχή έκδοσης έχει αποδείξει επαρκώς στην ΕΕΕ ότι η άμεση διαβίβαση είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή διεξαγωγή της έρευνας ή τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, η διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων αναστέλλεται σε περίπτωση που θα προκαλούσε σοβαρή και μη αναστρέψιμη ζημία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Όταν διαβιβάζει τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή εκτέλεσης επισημαίνει εάν επιθυμεί να επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης.

 

17.     Όπως προνοείται και στο άρθρο 14 της Οδηγίας, οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της ΕΕΕ μπορούν να προσβληθούν μόνο με ένδικο μέσο ενώπιον του κράτους έκδοσης, με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκτέλεσης.

 

18.     Το Κεφάλαιο VI της Οδηγίας σχετίζεται με τα προσωρινά μέτρα. Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδοθεί από την εκδίδουσα αρχή για να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο με σκοπό την προσωρινή πρόληψη της καταστροφής, μετατροπής, απομάκρυνσης, μεταφοράς ή διάθεσης ενός στοιχείου το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη. Η αρχή εκτέλεσης αποφασίζει και κοινοποιεί την απόφασή της περί των προσωρινών μέτρων το συντομότερο δυνατόν και, εφόσον είναι εφικτό, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της ΕΕΕ. Σε περίπτωση που ζητείται το προσωρινό μέτρο που προβλέπεται, η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ αν τα αποδεικτικά στοιχεία θα μεταβιβασθούν στο κράτος έκδοσης ή αν θα παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης. Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει και εκτελεί αυτήν την ΕΕΕ και μεταβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στην Οδηγία. Σε περίπτωση που η ΕΕΕ συνοδεύεται από εντολή να παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης τα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή έκδοσης καθορίζει την ημερομηνία άρσης του προσωρινού μέτρου που προβλέπεται, ή την προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη μεταφορά των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης. Όταν τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα είναι ήδη χρήσιμα για άλλη διαδικασία, η αρχή εκτέλεσης, κατόπιν ρητής αίτησης και έπειτα από διαβουλεύσεις με την αρχή έκδοσης, μπορεί να διαβιβάσει προσωρινά τα αποδεικτικά στοιχεία υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή/ευκαιρία που θα συμφωνηθεί μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

 

19.     Με βάση τον εναρμονιστικό ν.181(Ι)/2017, «κυπριακή αρχή εκτέλεσης» σημαίνει τον κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστή, όταν, σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, τέτοιος δικαστής έχει δικαιοδοσία να διατάξει τη λήψη ερευνητικού μέτρου, το οποίο καλύπτεται από την ΕΕΕ, ή την κατά περίπτωση αρμόδια από τις ακόλουθες αρχές, όταν, σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση, η εν λόγω αρχή έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει τη λήψη ερευνητικού μέτρου το οποίο καλύπτεται από την ΕΕΕ: Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Αρχηγός Αστυνομίας, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων, ο Έφορος Φορολογίας.

 

20.     Στο άρθρο 14 ν. 181(Ι)/2017 προβλέπεται όμοια πως η κυπριακή αρχή εκτέλεσης διαβιβάζει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο κράτος έκδοσης τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε ή που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης της ΕΕΕ. Σε περίπτωση που ζητείται στην ΕΕΕ και, είναι δυνατόν, βάσει του δικαίου της Δημοκρατίας, τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία διαβιβάζονται απευθείας στις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης που συμβάλλουν στην εκτέλεση της ΕΕΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 § 4 της Οδηγίας. Η διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων δύναται να ανασταλεί όσο εκκρεμεί απόφαση σχετικά με ένδικο μέσο, εκτός αν η αρχή έκδοσης έχει αποδείξει επαρκώς στην ΕΕΕ ότι η άμεση διαβίβαση είναι ουσιώδους σημασίας για την ορθή διεξαγωγή της έρευνας ή τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων, ωστόσο η διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων αναστέλλεται σε περίπτωση που θα προκαλούσε σοβαρή και μη αναστρέψιμη ζημία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Κατά τη διαβίβαση των συγκεντρωθέντων αποδεικτικών στοιχείων, η κυπριακή αρχή εκτέλεσης επισημαίνει κατά πόσο επιθυμεί όπως τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία επιστραφούν στη Δημοκρατία μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης. Σε περίπτωση που τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα είναι ήδη χρήσιμα για άλλη διαδικασία, η κυπριακή αρχή εκτέλεσης, κατόπιν ρητής αίτησης της αρχής έκδοσης και έπειτα από διαβουλεύσεις με την αρχή έκδοσης, δύναται να διαβιβάσει προσωρινά τα αποδεικτικά στοιχεία υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν στη Δημοκρατία μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή ή υπό οποιαδήποτε περίσταση που θα συμφωνηθεί μεταξύ των αρμοδίων αρχών. Η κυπριακή αρχή έκδοσης δύναται να υποβάλει ρητή αίτηση για να διαβιβαστούν προσωρινά τα αποδεικτικά στοιχεία σε αυτή και να διαβουλευτεί προς το σκοπό αυτό με την αρχή εκτέλεσης υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στη Δημοκρατία ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή ή υπό οποιαδήποτε περίσταση που θα συμφωνηθεί μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

 

21.     Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της μαρτυρίας, υφίσταται ΕΕΕ που εκτελέστηκε ήδη και από την εκτέλεσή της αυτή, συλλέχθηκαν αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θα πρέπει να διαβιβαστούν στο κράτος έκδοσης.

 

22.     Το υπό εξέταση αίτημα δεν υποβάλλεται στο Δικαστήριο αυτό δια ΕΕΕ ή ως εντολή ή προσωρινό μέτρο από το κράτος έκδοσης, στο πλαίσιο της υφιστάμενης δικαστικής συνεργασίας, και το Δικαστήριο αυτό, κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης, δεν ενεργεί ως αρχή εκτέλεσης με βάση τον ν.181(Ι)/2017. Ενεργεί ως το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται αίτησης του Αιτητή, με βάση το δίκαιο που εκτίθεται στη νομική βάση της αίτησης.

 

23.     Η υποχρέωση διαβίβασης αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ, προς ολοκλήρωση της διαδικασίας, απορρέει απευθείας εκ του άρθρου 14(1)(α) του εναρμονιστικού ν.181(Ι)/2017, αναλόγως και του περιεχομένου της εκτελεσθείσας ΕΕΕ, που δεν είναι υπόψη του Δικαστηρίου, δια του σχετικού εντύπου.

 

24.     Η διαβίβαση είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας εκτέλεσης της ΕΕΕ και η διευκόλυνσή της ήταν ένας εκ των λόγων που θεσπίστηκε η Οδηγία, ως εκφράζεται και στην εισαγωγική σκέψη 3, δηλαδή η ανάγκη να προχωρά απρόσκοπτα και η διαδικασία της διαβίβασης, χωρίς να κατακερματίζεται η εκτέλεση σε διαφορετικά στάδια.

 

25.     Στο πρότυπο έντυπο που χρησιμοποιείται για την ΕΕΕ, στο Παράρτημα Α, στην Ενότητα Λ, θα πρέπει να αναφέρεται το «κύριο σημείο επαφής» για σκοπούς εκτέλεσης. Δεν τίθεται ως επιλογή η διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων που θα συλλεχθούν στο κράτος έκδοσης. Η αρχή του κράτους εκτέλεσης επικοινωνεί με το σημείο επαφής και ενημερώνεται σε ποια αρχή του κράτους έκδοσης θα πρέπει να διαβιβαστούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Η διαβίβαση πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατόν. Εάν χρειάζεται τα αποδεικτικά μέσα να επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης, όταν δεν θα είναι απαραίτητα για τη διαδικασία στο κράτος έκδοσης, γίνεται σχετική γνωστοποίηση κατά τη διαβίβαση. Με την προσωρινή διαβίβαση, αποφεύγεται η ανάγκη αναβολής της διαδικασίας. Μέσω της ΕΕΕ, μπορεί η αρχή έκδοσης να υποδείξει πως η άμεση διαβίβαση είναι ουσιώδους σημασίας. Εάν ο Καθ’ ου η εκτέλεση επικαλεστεί πως προκαλείται σοβαρή και μη αναστρέψιμη ζημιά, η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης μπορεί να σταθμίσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα και εάν χρειάζεται να αναστείλει τη διαβίβαση.

 

26.     Ενόψει της καταρχήν υποχρεωτικής διαβίβασης με βάση τον ν.181(Ι)/2017 και της μη απαγόρευσης της διαβίβασης στο εγχώριο δίκαιο εάν δεν τηρηθεί οποιαδήποτε προηγούμενη διαδικασία, δεν χρειάζεται να μεσολαβήσει αίτηση για κατακράτηση των τεκμηρίων, με σκοπό τη διαβίβαση και την ποινική διερεύνηση από τις Γερμανικές Αρχές, με βάση το Κεφ.155. Εξάλλου, τα τεκμήρια δεν θα «κατακρατηθούν» από τις εγχώριες Αρχές, ούτε κατασχέθηκαν για να κατακρατηθούν από τις εγχώριες Αρχές, ενώ και το Δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης δεν μπορεί να απευθύνει διαταγή προς Δικαστήριο του κράτους έκδοσης, να κατακρατήσει τεκμήρια ή να τα μεταχειριστεί άλλως πώς, ως μπορεί να πράξει το αρμόδιο Δικαστήριο στο πλαίσιο του Κεφ.155.

 

27.     Είναι κατανοητό ότι η αίτηση αυτή ενδεχομένως να καταχωρίζεται θεωρώντας ότι, επειδή η διαδικασία της κατακράτησης με βάση το Κεφ.155 συμβαίνει στις περιπτώσεις εκτέλεσης εθνικού εντάλματος έρευνας από το οποίο προέκυψε η κατάσχεση σχετικών αντικειμένων, χρειάζεται να συμβεί και στην περίπτωση εκτέλεσης ΕΕΕ, λόγω και των προνοιών ότι η ΕΕΕ εκτελείται ως το εθνικό ένταλμα έρευνας, τηρουμένων τυχόν αναγκαίων διαδικασιών, περιλαμβανομένης της λήψης τυχόν προβλεπόμενης δικαστικής έγκρισης.

 

28.     Ωστόσο, η ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, τυχόν ανάγκης λήψης οποιουδήποτε μέτρου με σκοπό την προσωρινή πρόληψη της καταστροφής, μετατροπής, απομάκρυνσης, μεταφοράς ή διάθεσης ενός στοιχείου το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη, γίνεται ευθέως και συγκεκριμένα δια του άρθρου 33 ν.181(Ι)/2017, σε περίπτωση που αυτό ζητείται δια της ΕΕΕ, ώστε και με αυτή την προσέγγιση, να καθίσταται η αίτηση κατακράτησης βάσει του Κεφ.155 αχρείαστη. Εφόσον η αρμόδια αρχή εκτέλεσης, εάν τεθεί ενώπιον της τέτοιο αίτημα από την αρχή του κράτους έκδοσης, δια της ΕΕΕ, για λήψη προσωρινού σχετικά με οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 33 §§ 2, 3(β) ν.181(Ι)/2017. Η ρύθμιση εκείνη συνάδει και με την αρχή πως η κρίση για τη μεταχείριση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ ανήκει καταρχήν στο κράτος έκδοσης.

 

29.     Επειδή (ενδεχομένως λόγω και της παρεμβατικότητας του ερευνητικού μέτρου της έρευνας εντός των υποστατικών της Καθ’ ης η αίτηση και στη βάση των προαναφερόμενων) μεσολάβησε και η έκδοση εθνικού εντάλματος έρευνας, δεν σημαίνει, εξ αυτής και μόνον της συνθήκης, πως το Δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης αποκτά δυνατότητα να αποφασίσει το ίδιο να κατακρατηθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν δια της εκτέλεσης ΕΕΕ ή άλλη μεταχείριση. Ο σκοπός της έκδοσης και ήδη γενόμενης εκτέλεσης της ΕΕΕ ήταν να συλλεχθούν και να διαβιβαστούν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι με βάση τον ν.181(Ι)/2017 για το αντίθετο. Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί και να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια δια του Κεφ.155, στο πλαίσιο τέτοιας αίτησης για κατακράτηση. Οι λόγοι αναβολής της εκτέλεσης, περιλαμβανομένης της διαβίβασης, προβλέπονται στο άρθρο 16 ν.181(Ι)/2017 και μόλις εκλείψουν, και πάλι, προχωρά η εκτέλεση και διαβίβαση.

 

30.     Μια διαδικασία, πρόσθετη, εξάρτησης της διαβίβασης των αποδεικτικών στοιχείων που συλλέχθηκαν κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ από την απόφαση του εγχώριου Δικαστηρίου να κατακρατηθούν ή μη τα τεκμήρια, θεωρούμενη ως αναγκαία επειδή λαμβάνει χώρα στις περιπτώσεις εκτέλεσης εθνικών ενταλμάτων έρευνας, αφενός, θα δημιουργούσε αδικαιολόγητα εμπόδιο ή καθυστέρηση στην υποχρέωση διαβίβασης, πιθανόν contra legem, αφετέρου, θα έθετε και το Δικαστήριο αυτό σε θέση ώστε να πρέπει να διαμορφώσει κρίση ως προς τη μεταχείριση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ και που ενδεχομένως να χρειάζονται ή να μην χρειάζονται για τους σκοπούς της διαδικασίας στο κράτος έκδοσης, στο οποίο ανήκει καταρχήν η εκτίμηση αυτή.

 

31.     Συναφώς, δεν προβλέπεται ούτε στην εγχώρια νομοθεσία που εναρμονίζει το δίκαιο σχετικά με την ΕΕΕ (όπου οι ρυθμίσεις της Οδηγίας μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες) προηγηθείσα διαδικασία κατακράτησης των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί κατά την εκτέλεση ΕΕΕ, με σκοπό τη διαβίβαση σε άλλο κράτος, σύμφωνα με το Κεφ.155. Εάν προβλέπονταν, θα υπήρχε προβληματισμός ως προς το κατά πόσον η προϋπόθεση προηγούμενης δικαστικής απόφασης από Δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης για την κατακράτηση ή μη των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί δια της εκτέλεσης ΕΕΕ, για σκοπούς διαβίβασης και πριν από τη διαβίβαση, κατ’ αναλογία με ό,τι συμβαίνει σε περίπτωση εκτέλεσης εθνικού εντάλματος έρευνας, αντιτίθεται στις πρόνοιες της Οδηγίας που καθιστούν υποχρεωτική τη διαβίβαση εάν δεν συντρέχουν λόγοι για το αντίθετο (και ενώ δεν έχει ασκηθεί σχετικό ένδικο μέσο από επηρεαζόμενο πρόσωπο), και μεταφέρει την κρίση για τη μεταχείριση των τεκμηρίων, που συνδέεται με τη σχετικότητα ή χρησιμότητά τους για την ανακριτική ή αποδεικτική διαδικασία, από την ευθύνη του κράτους έκδοσης, στην ευθύνη του κράτους εκτέλεσης, που δεν έχει επαρκή πληροφόρηση για τα υπό διερεύνηση αδικήματα, λόγω της συνοπτικότητας που συνηθέστερα χαρακτηρίζει την ΕΕΕ.

 

32.     Το Δικαστήριο όμως, εν προκειμένω, επιλαμβάνεται αίτησης βάσει του Κεφ.155 και παρεμπιπτόντως είναι που αναφέρεται, στη μαρτυρία της αίτησης, πως η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων ήταν μέσω εκτέλεσης ΕΕΕ, για χρησιμοποίησή τους από τις Γερμανικές Αρχές. Την ίδια στιγμή που ο ν.181(Ι)/2017 δεν παραπέμπει αυτός σε διαδικασία κατακράτησης πριν από τη διαβίβαση με βάση το Κεφ.155, η εγχώρια διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων που προβλέπεται στο Κεφ.155 (υπό τον έλεγχο του αρμόδιου Δικαστηρίου) έχει σκοπούς που φαίνονται να εναντιώνονται στην έννοια και τη λειτουργία της διαβίβασης σε άλλο κράτος και σε άλλη ανακριτική αρχή με βάση τον ν.181(Ι)/2017.

 

33.     Με την υπό εξέταση αίτηση, δεν ζητείται η διατύπωση γνωστοποίησης σχετικά με τη διαβίβαση, όπως λόγου χάριν τα αποδεικτικά μέσα να επιστραφούν στο κράτος εκτέλεσης, όταν το κράτος έκδοσης δεν θα τα χρειάζεται πλέον, ώστε να δοθούν στον δικαιούχο τους. Τυχόν ανάγκη τέτοιας διατύπωσης, θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί κατά τη διαβίβαση των αποδεικτικών μέσων, η οποία γίνεται μέσω των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Είναι γεγονός ότι η Οδηγία δεν παρέχει και έντυπο διαβίβασης, για τη διευκόλυνση της διαδικασίας και τη θέση τυχόν αναγκαίων γνωστοποιήσεων, με αποτέλεσμα να αφήνει στα κράτη μέλη πεδίο εφαρμογής δικών τους πρακτικών.

 

34.     Με την αίτηση κατακράτησης τεκμηρίων, ιδωμένη ως τέτοια πρακτική, του κράτους έκδοσης, είναι ως να συγχέεται με το ένδικο μέσο που πρέπει να παρέχεται από το κράτος εκτέλεσης, για εναντίωση στην εκτέλεση της ΕΕΕ στο τελικό στάδιο της διαβίβασης, ζητώντας από το Δικαστήριο να διαπιστώσει εκ προοιμίου και μονομερώς το αντίθετο, ότι δηλαδή μπορούν να διατηρηθούν τα κατασχεθέντα στην κατοχή των ανακριτικών αρχών (όπου οι ανακριτικές Αρχές Κύπρου και Γερμανίας θεωρούνται ως ένα), γιατί, στο ισοζύγιο, υπερτερεί η ανάγκη εξιχνίασης της υπόθεσης, έναντι στο δικαίωμα του ιδιοκτήτη τους να τα κατέχει και να τα χρησιμοποιεί.  

 

35.     Αν και στο εγχώριο δίκαιο δεν απαγορεύεται σε Καθ’ ου η κατάσχεση, που με κάποιον τρόπο λαμβάνει γνώση της αίτησης κατακράτησης τεκμηρίων πριν από την έκδοση σχετικού διατάγματος, να εμφανιστεί και να ενστεί, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, πρακτικά, η αίτηση κατακράτησης δεν μπορεί, με βάση την ενωσιακή αρχή της ισοδυναμίας, να επιτελέσει τη λειτουργία τέτοιου ένδικου μέσου για τους σκοπούς της ΕΕΕ. Στο εγχώριο δίκαιο, δεν χρησιμοποιείται ως ένδικο μέσο κατά της εκτέλεσης εντάλματος έρευνας. Έπεται της εκτέλεσής του και αφορά την περαιτέρω κράτηση ή μη των κατασχεθέντων αντικειμένων στην κατοχή της διωκτικής αρχής, αφού η διωκτική αρχή τα έχει ήδη αξιολογήσει ή και χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της ποινικής διερεύνησης.

 

36.     Την ίδια στιγμή, δεν αποκλείεται, ως εξ αρχής θετικό διάβημα η αίτηση κατακράτησης, από μόνη της, όταν χρησιμοποιεί σε μια διακριτή δικαστική διαδικασία στο κράτος εκτέλεσης τα δεδομένα του περιεχομένου της ΕΕΕ, αντί απλώς να τα διαβιβάσει το συντομότερο δυνατόν στην αρχή του κράτους έκδοσης για τον περαιτέρω χειρισμό τους (εάν δεν συντρέχει λόγος αναβολής), να δημιουργεί αχρείαστο κίνδυνο να διαρρηχθεί η εμπιστευτικότητα της έρευνας πριν από τη διαβίβαση και εξέταση από το κράτος έκδοσης των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεχθεί.

 

37.     Το να διαβιβαστούν τα αποδεικτικά μέσα που έχουν συλλεχθεί, αμελλητί, με ασφάλεια και αξιοπιστία, καθορίζει και την αποτελεσματικότητα της ΕΕΕ. Όσον αφορά το ένδικο μέσο, κατά το άρθρο 15 § 1 ν.181(Ι)/2017, με τον τρόπο που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα μπορούσε να εναντιωθεί στην κατάσχεση αντικειμένων κατόπιν εκτέλεσης εθνικούς εντάλματος έρευνας, μπορεί να εναντιωθεί και στην κατάσχεση και κατ’ επέκταση διαβίβαση αντικειμένων κατόπιν εκτέλεσης ΕΕΕ[3]. Μπορεί, περαιτέρω, να προσβάλει ουσιαστικά την ΕΕΕ, στο κράτος έκδοσης, όπως ορίζει και το άρθρο 15 § 2 ν.181(Ι)/2017, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα της διπλής προσβολής.

 

38.     Τα υπόλοιπα άρθρα που εκτίθενται στη νομική βάση της αίτησης, πέραν των άρθρων του Κεφ.155, δεν δίδουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα κατακράτησης, ενώ υφίσταται ρητή νομική υποχρέωση διαβίβασης, εάν δεν συντρέχουν λόγοι άρνησης ή αναβολής της διαβίβασης, και εφόσον η κατακράτηση, ως προβλέπεται στο Κεφ.155, και ως ζητείται, δεν είναι διαδικασία προβλεπόμενη στον ν.181(Ι)/2017 και ενδεχομένως να μπορεί να εννοηθεί ως αντίθετη με καθαυτή την έννοια και λειτουργία της διαβίβασης κατά τον ν.181(Ι)/2017.

 

39.     Στην επέκταση του συλλογισμού, δηλαδή, εάν εγκριθεί τέτοια αίτηση, για οποιονδήποτε λόγο, μπορεί και να προκύψει το επιχείρημα πως, ενώ Δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης έκρινε ότι είναι αναγκαία η κατακράτηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων με βάση το Κεφ.155, αυτά, παρά ταύτα, να έχουν διαβιβαστεί στο κράτος έκδοσης, πριν να εκλείψει η ταυτόχρονα διαγνωσμένη αναγκαιότητα της κράτησής τους από τις διωκτικές Αρχές του κράτους εκτέλεσης.

 

40.     Μη αποκλίνοντας από το σκεπτικό της Διευθυντής Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος ν. E.V., Αίτηση Κατακράτησης Τεκμηρίων 195/2024, 04.11.2024, που σχετίζεται με την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου να μεταχειριστεί τεκμήρια που έχουν κατασχεθεί στο πλαίσιο ΕΕΕ για σκοπούς ποινικής διαδικασίας στη Γερμανία, από τις διωκτικές αρχές της Γερμανίας, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης. Πρακτικά, δεν θα μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας ισχυρισμούς ή θέσεις περί «διασύνδεσης» ή μη των τεκμηρίων με τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα στη Γερμανία, και να παρέμβει στην ποινική διαδικασία που διεξάγεται στη Γερμανία (πρώτος λόγος ένστασης). Έπειτα, συνοπτικά μόνον και χάριν πληρότητας, εάν το παρόν Δικαστήριο είχε την αρμοδιότητα να εξετάσει την κατακράτηση των τεκμηρίων που συλλέχθηκαν δια της εκτέλεσης της ΕΕΕ (απλώς επειδή μεσολάβησε και έκδοση εθνικού εντάλματος έρευνας), δεν θα θεωρούσε αναγκαίο ή και εφικτό τον προσδιορισμό, ημερολογιακά, του χρόνου κράτησης (δεύτερος λόγος ένστασης).

 

41.     Καταληκτικά, για όλους τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η αίτηση για κατακράτηση των αντικειμένων που αναφέρονται στο Παράρτημα Β από τον Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, γι’ αυτό απορρίπτεται.

 

42.     Η απόρριψή της, κατά τη γνώμη μου, δεν συνεπάγεται υποχρέωση επιστροφής των τεκμηρίων που συλλέχθηκαν στον Καθ’ ου η αίτηση[4], εφόσον υφίσταται νόμιμη υποχρέωση διαβίβασής τους προς την αρχή του κράτους έκδοσης με βάση τον ν.181(Ι)/2017, ως μέρος της εκτέλεσής της και προς ολοκλήρωση της εκτέλεσης της ΕΕΕ στο πλαίσιο της οποίας κατασχέθηκαν.

 

 

(Υπ.) ………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Βλ. και διαδικαστικός κανονισμός 7.

[2] Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 360.

[3] A.L. and E.J. v. France (dec.) - 44715/20 και 47930/21, 24.9.2024 [Section V],    Re Μεφάλ Δημόσια Λτδ, Πολιτική Αίτηση 127/2021, 25.06.2021.

[4] Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Αίτηση 15/2022, 23.02.2022. Αλλά ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει επιστροφή, εάν δεν θα καταχωριστεί ποινική υπόθεση, βλέπετε και την κατάληξη στην Εφετειακή Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, ΠΕ 205/2021, 26.10.2022.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο