
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 4171/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
____________________
Ημερομηνία: 25 Φεβρουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Κατηγορούμενο
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
(ex tempore)
Οι Κατηγορίες
1. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει έξι κατηγορίες, ως εξής:
1η Κατηγορία: ότι την 21.04.2019, στην οδό Δ. Α. στη Μεσόγη, της Επαρχίας Πάφου, παραβίασε τους όρους διατάγματος αποκλεισμού ημερομηνίας 30.07.2018, στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου 2801/2018, το οποίο βρίσκονταν σε ισχύ και σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν σε αυτόν να πλησιάζει με οποιονδήποτε τρόπο την οικία του στην οδό Α. στη Μεσόγη, την οικία της Χ. Μ. και της οικογένειάς της, ήτοι μετέβηκε στην οικία των πεθερικών του που βρίσκεται στην οδό Δ. Α. στη Μεσόγη, δηλαδή στην ίδια οδό και πλησίον της οικίας της Χ. Μ. και της οικογένειάς της [άρθρα 2, 34 § 6 του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος 91(Ι)/2014].
2η Κατηγορία: ότι την 21.04.2019, στην οδό A., στη Μεσόγη, της Επαρχίας Πάφου, παραβίασε τους όρους διατάγματος αποκλεισμού ημερομηνίας 30.07.2018, στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου 2801/2018, το οποίο βρίσκονταν σε ισχύ και σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν σε αυτόν να πλησιάζει με οποιονδήποτε τρόπο την οικία του στην οδό A. στη Μεσόγη, την οικία της Χ. Μ. και της οικογένειάς της, ήτοι μετέβηκε στην οικία του στην οδό Αλώνια 25 [άρθρα 2, 34 § 6 ν.91(Ι)/2014].
3η Κατηγορία: ότι την 12.06.2019, στο Δημοτικό Σχολείο Μεσόγης, προέβη σε πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιονδήποτε τρόπο ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία, δηλαδή εξύβρισε την ανήλικη Χ. Μ. από την Πάφο, η οποία είναι η βασική μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση με αριθμό 2801/2018 του Κακουργιοδικείου Πάφου με τη φράση «γ*** τον σ***** σου» [άρθρο 122(α) ΠΚ]
4η Κατηγορία: ότι την 12.06.2019, στο Δημοτικό Σχολείο Μεσόγης, προέβη σε πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία, δηλαδή εξύβρισε την ανήλικη Χ. Μ. από την Πάφο, η οποία είναι η βασική μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση με αριθμό 2801/2018 του Κακουργιοδικείου Πάφου με τη φράση «γ*** τον σ***** σου» [άρθρο 122(β) ΠΚ]
5η Κατηγορία: ότι την 12.06.2019, στο Δημοτικό Σχολείο Μεσόγης, παραβίασε τους όρους διατάγματος αποκλεισμού ημερομηνίας 30.07.2018, στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου 2801/2018, το οποίο βρίσκονταν σε ισχύ και σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν να έχει οποιαδήποτε επαφή με την ανήλικη Χ. Μ., ήτοι ήρθε σε επαφή με την πιο πάνω ανήλικη και την εξύβρισε με την φράση «γ*** τον σ***** σου» [άρθρα 2, 34 § 6 ν.91(Ι)/2014].
6η Κατηγορία: ότι την 12.06.2019, σε δημόσιο χώρο, δηλαδή στο Δημοτικό Σχολείο Μεσόγης, εξύβρισε την Χ. Μ. από την Πάφο με την φράση «γ*** τον σ***** σου», κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση [άρθρο 99 ΠΚ].
Διαδικασία
2. Ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων που του καταλογίζονται.
3. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, υποβλήθηκε εισήγηση, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε ο Κατηγορούμενος να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπισή του.
4. Οι δύο πλευρές αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Νομικές αρχές
5. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση για αθωότητα ή για ενοχή, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου είναι εισήγηση ή διαπίστωση βασικά πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).
6. Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης σε αυτό το στάδιο και, κατ’ επέκταση, η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, όταν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή
(β) η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.
7. Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία, και έπειτα εάν επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Αυτή είναι η πιο εύκολη περίπτωση.
8. Η πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Και πάλι, μπορεί να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον σε αυτήν την υφιστάμενη μαρτυρία. Θεωρείται στην όψη της, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας στη μαρτυρία, χωρίς όμως αξιολόγησή της, στην όψη της και μόνον, θα πρέπει να είναι καταφανώς θεμελιακό το πρόβλημα που αναδεικνύεται σε αυτήν μέσα από την αμφισβήτησή της, δια της αντεξέτασης, ώστε να μην μπορεί, οποιοδήποτε Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν σε ένα επόμενο στάδιο προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής.
9. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν την συγκεκριμένη μαρτυρία, στο απόγειό της, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, εκ πρώτης όψεως υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί. Αντίθετα, δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν εκθεμελιώθηκε, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη να μην προχωρήσει η υπόθεση. Αυτή η προσέγγιση συμβαίνει στη λειτουργία της λογικής πως, εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο πολύ αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια της υπόθεσης.
10. Συναφώς, εάν μπορεί αντικειμενικά να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία.
11. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως και με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς ανάλυση της μαρτυρίας[2].
Περιγραφή της μαρτυρίας
12. Η μαρτυρία εκτίθεται περιγραφικά, χωρίς επιμέρους αξιολόγησή της:
12.1. Την 07.10.2024 κατατέθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως την 30.07.2018 το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, στην υπόθεση 2801/2018, επέβαλε τους όρους απόλυσης, που περιέχονται στο Τ1.
12.2. Η ΜΚ1, αδελφή της παραπονούμενης, κατέθεσε (Τ2, Τ3) πως την 12.06.2019, ενώ βρίσκονταν στο διαμέρισμά της, κοντά στο πατρικό της, ώρα 18:31, της τηλεφώνησε η αδελφή της, «κλαμένη», και της ανέφερε πως ενώ βρίσκονταν στη γιορτή του δημόσιου νηπιαγωγείου στο δημοτικό σχολείο Μεσόγης, ο Κατηγορούμενος, από κοντινή απόσταση, της είπε, με έντονο ύφος, «γ*** το σ***** σου». Στη συνέχεια, η αδελφή της ήρθε και της τα είπε από κοντά. Ακολούθως, μαζί με τον πατέρα τους, πήγαν στην Αστυνομία και κατήγγειλαν το συμβάν. Ανέφερε στο Δικαστήριο πως η αδελφή της φάνηκε να ήταν πολύ ταραγμένη και η αναφορά της ήταν ότι ο Κατηγορούμενος την εξύβρισε. Η ταραχή της ήταν γιατί υπήρχε ιστορικό αναμεταξύ τους. Κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε πως δεν γνωρίζει την εξέλιξη της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο, αλλά γνωρίζει τα αληθινά γεγονότα, που, κατά τη θέση της, δεν ανταποκρίνονται στη δικαστή απόφαση. «Ο Θεός βλέπει», ανέφερε. Το γεγονός ότι η αδελφή της υπέστη σεξουαλικό αδίκημα, όπως ανέφερε, είχε ειπωθεί στον «πνευματικό» της και μέσω αυτού στη μητέρα της. Ό,τι γνωρίζει για το περιστατικό την 12.06.2019, είπε, είναι ό,τι της είπε η αδελφή της, εφόσον η ίδια δεν ήταν παρούσα.
12.3. Την 25.11.2024 κατατέθηκε εκ συμφώνου το Τ4, κατάθεση του Αστ.3894 Α. Γερμανού, ο οποίος φωτογράφισε το κινητό της ΜΚ1, και δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το περιεχόμενο της κατάθεσής του είναι αληθές.
12.4. Ο ΜΚ2 (Αστ.4908 Μ. Χρίστου) κατέθετε (Τ5) πως την 22.04.2019 ανέλαβε τη διερεύνηση υπόθεσης που αφορούσε το αδίκημα της παρακοής διατάγματος αποκλεισμού που φέρονταν να διαπράχθηκε την 21.04.2019. Για την υπόθεση, συνελήφθη ο Κατηγορούμενος. Την 23.04.2019, μεταξύ των ωρών 02:00-02:30, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο (Τ6) και την ίδια ημέρα, αμέσως μετά, μεταξύ των ωρών 02:35-02:40, τον κατηγόρησε γραπτώς (Τ7). Στην ανακριτική του κατάθεση (Τ7), ο Κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του τη δεδομένη χρονική στιγμή (πολύ πρωινές ώρες) και ότι θα δοκίμαζε ξανά το πρωί. Προχώρησε η λήψη της κατάθεσής του. Στην ερώτηση πού βρίσκονταν την 21.04.2019 μετά τις 12:00, ανέφερε πως είχε δεχθεί τηλεφώνημα της γυναίκας του ότι η μητέρα της, που αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, έπεσε στο έδαφος, μέσα στο σπίτι της. Η σύζυγός του ήταν μόνη της και δεν μπορούσε να την σηκώσει. Η πεθερά του είχε εγχειριστεί πρόσφατα στον σπόνδυλο και δεν μπορούσε να κινηθεί, και πολλές φορές, λόγω του βάρους της, έπεφτε στο έδαφος. Επομένως, μετέβη στο σπίτι των πεθερικών του, στην οδό που αναφέρει, και βοήθησε να σηκωθεί και να κάτσει στον καναπέ. Έμειναν μισή ώρα εκεί και στη συνέχεια έφυγε με τη σύζυγό του, με το αυτοκίνητό του, και πήγαν σε ψαροταβέρνα για φαγητό. Εκεί ήταν με τους γείτονές τους, που κατονομάζει, και τα στοιχεία των οποίων δίδει, για περίπου μέχρι τις 15:30-15:40. Στη συνέχεια, έφυγαν με τη σύζυγό του και το παιδί του και πήγαν στο Φοινί, στους συμπέθερούς τους. Γύρω στις 18:00, έφυγαν από το Φοινί και πήγαν στην Κοίλη. Όσον αφορά τους περιοριστικούς όρους, ανέφερε ότι τους γνωρίζει και τους τηρεί. Δεν είχε σκοπό να τους παραβιάσει, ωστόσο, έπρεπε να παράσχει τη ζητούμενη βοήθεια. Ήταν Κυριακή και γνώριζε ότι οι γείτονές του, που έχουν μαζί του πρόβλημα, λείπουν από το σπίτι τις Κυριακές, επομένως, δεν θεώρησε πως θα δημιουργείτο πρόβλημα, εάν ανταποκρίνονταν στην άμεση ανάγκη. Ουδέποτε είχε παραβεί τους όρους που τέθηκαν, είπε, και ουδέποτε δημιούργησε πρόβλημα. Δεν πήγε στο σπίτι του. Μόλις έφυγαν από το σπίτι των πεθερικών του, πήγαν στην ταβέρνα και μετά στο Φοινί, γεγονότα που μπορούσαν, όπως είπε, να επιβεβαιώσουν και τα άτομα που ανέφερε. Στην γραπτή κατηγορία του (Τ7) ανέφερε πως δεν παραδέχεται τη δεύτερη κατηγορία, ότι δηλαδή πήγε και στην οικία του. Ο ΜΚ2 δεν αντεξετάστηκε.
12.5. Η ΜΚ3, παραπονούμενη, κατέθεσε (Τ8) πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μαθήτρια της πρώτης Λυκείου. Ήταν, κατ’ εκείνο τον χρόνο, παραπονούμενη σε υπόθεση που αφορά σεξουαλικό αδίκημα εναντίον της από τον Κατηγορούμενο. Στη δίκη, είπε, το Δικαστήριο επέβαλε κάποιους όρους. Μεταξύ αυτών ήταν να μην την πλησιάζει ο Κατηγορούμενος για 500 μέτρα. Την 12.06.2019 βρίσκονταν στη γιορτή του δημόσιου νηπιαγωγείου Μεσόγης, που διεξάγονταν στο δημοτικό σχολείο Μεσόγης, για να δει τον αδελφό της. Ενώ ήταν εκεί, στην αίθουσα όπου γίνονταν η γιορτή, ήταν εκεί και ο Κατηγορούμενος, με τη σύζυγό του. Σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου, γύρισε και της είπε, με θυμωμένο ύφος, «γ*** το σ***** σου». Εκείνη, όπως ανέφερε, δεν απάντησε, φοβήθηκε, και πήρε τηλέφωνο την αδελφή της, σε λιγότερο από 4-5 λεπτά, και πήγε στο σπίτι της και της είπε τι έγινε. Στη συνέχεια, όταν πήγε στο πατρικό της σπίτι, το είπε και στον πατέρα της. Έχει παράπονο εναντίον του Κατηγορούμενου. Διαμένει στην ίδια οδό στην οποία βρίσκεται στο σπίτι των πεθερικών του Κατηγορούμενου. Απέναντι από το σπίτι της, είναι το σπίτι του Κατηγορούμενου, ωστόσο, η ονομασία της οδού αλλάζει, λόγω της διαμόρφωσης των δρόμων στην περιοχή, όπου υπάρχει και αδιέξοδο. Ο λόγος που φοβήθηκε όταν ειπώθηκε η συγκεκριμένη φράση, ανέφερε, ήταν γιατί έχει προηγούμενα με τον Κατηγορούμενο που, κατά τη θέση της, της έκανε κακό. Κατά την κυρίως εξέτασή της, είπε πως ο Κατηγορούμενος δεν πρέπει να μιλά, γιατί έκανε ό,τι έκανε, πως «έχει Θεό και βλέπει», και πως η ίδια, η οποία «βασανίστηκε» πολύ με την υπόθεση, δεν θα τα παρατήσει ποτέ. Κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε πως για τον όρο των 500 μέτρων είχε τέτοια πληροφόρηση από την εισαγγελέα που χειρίζονταν την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Στο σημείο όπου έλαβε χώρα το συμβάν την 12.06.2019, στην είσοδο της αίθουσας εκδηλώσεων, ήταν ο Κατηγορούμενος και η σύζυγός του, ο υπόλοιπος κόσμος, περιλαμβανομένης της μητέρας της, κάθονταν μέσα στην αίθουσα. Μετά το συμβάν, είπε, δεν θεώρησε πως έπρεπε να μπει μέσα στην αίθουσα, στη μητέρα της, να διακόψει την γιορτή, αλλά να πάρει την αδελφή της τηλέφωνο και να φύγει από τη γιορτή. Μεταξύ άλλων, ανέφερε, πως δεν είχε λόγο να ξυπνήσει ένα πρωί και να φτιάξει μια ιστορία εναντίον του Κατηγορούμενου, εάν δεν έγινε οτιδήποτε. Ερωτώμενη για άλλες καταγγελίες που έκανε εναντίον του Κατηγορούμενου, δεν απάντησε, επιβάλλοντας, στον συνήγορο του Κατηγορούμενου να τη ρωτά μόνο για την υπόθεση που εκδικάζεται. Ερωτώμενη εάν μισεί τον Κατηγορούμενο, ανέφερε πως δεν θέλει να τον βλέπει μπροστά της και πως θα έκανε οτιδήποτε για να τον κατηγορήσει. Επανεξεταζόμενη, διευκρίνισε πως δεν θα έλεγε και ψέματα, με σκοπό να τον κατηγορήσει.
12.6. Ο ΜΚ4 (Αστ.2986 Κ. Λουκά) κατέθεσε (Τ9) πως την 23.04.2019, ώρα 01:00, συνέλαβε τον Κατηγορούμενο δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης και τη σχετική διαδικασία που ακολούθησε (Τ10, Τ11).
12.7. Ο ΜΚ5 (Αστ.1503 Κ. Καγκαλλής) κατέθεσε (Τ12) πως έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο την 13.06.2019 ώρα 07:30-08:00 (Τ14) και την ίδια ημέρα, ώρα 13:12-13:17 τον κατηγόρησε (Τ13). Στην ανακριτική του κατάθεση (Τ14), για το συμβάν στο δημοτικό, ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε πως συνέβη το περιστατικό που ανέφερε η παραπονούμενη. Όντως, πήγε στη γιορτή του σχολείου, ώρα 18:30, μόνος του, και συνάντησε εκεί τη σύζυγό του. Εκεί ήταν και ο εξάχρονος τότε υιός του. Γνωρίζει τους απαγορευτικούς όρους, γι’ αυτό, ουδέποτε επιδίωξε να έχει επαφή με την παραπονούμενη. Μάλιστα, κάποτε, που μπορεί τυχαία να τη δει στο “Mall”, την αποφεύγει. Κατά την 16:40, δεν ήταν στο σχολείο, εφόσον ώρα 17:00 πήγε να υπογράψει στον Αστυνομικό Σταθμό Στρουμπιού. Όταν πλέον ήταν στο σχολείο, ντύθηκαν τα μωρά, και ξεκίνησε με τη σύζυγό του να πάει στη μεγάλη αίθουσα όπου θα ήταν η γιορτή. Ενώ πλησίαζαν στην κύρια είσοδο της αίθουσας, είδε ξαφνικά, σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων, να μπαίνει από την απέναντι κύρια είσοδο στην αίθουσα εκδηλώσεων, με γρήγορα βήματα, η παραπονούμενη. Αμέσως, ο ίδιος άγγιξε στο χέρι τη γυναίκα του και της είπε να σταματήσουν, για να μπει μέσα πρώτα εκείνη. Αφού μπήκε στην αίθουσα η παραπονούμενη, στη συνέχεια, μπήκαν και οι ίδιοι και κάθισαν σε αρκετή απόσταση, στις μπροστινές σειρές προς τα δεξιά. Η παραπονούμενη ήταν στις τελευταίες σειρές προς τα αριστερά. Ξεκίνησε η γιορτή και αφού τελείωσε, γύρω στις 21:00, έφυγαν. Ουδέποτε ήρθε σε επαφή με την παραπονούμενη, ούτε την πλησίασε, ούτε της είπε το παραμικρό. Θεωρεί ότι η πράξη της παραπονούμενης είναι εσκεμμένη και καθοδηγούμενη. Όταν συνάντησε τη σύζυγό του, της είπε ότι είδε στην αυλή του σχολείου την παραπονούμενη να μιλά στο τηλέφωνο και μετά βρέθηκε να μπαίνει στην αίθουσα την ίδια στιγμή που έμπαιναν εκείνοι. Στην γραπτή κατηγορία του (Τ13), ο Κατηγορούμενος ανέφερε πως είναι όλα ψέματα και δεν είπε οτιδήποτε στην παραπονούμενη. Ο ΜΚ5 δεν αντεξετάστηκε.
12.8. Ο ΜΚ6, πατέρας της παραπονούμενης, κατέθεσε, σε σχέση με τα γεγονότα της 21.04.2019 (Τ15, Τ16, Τ17), πως ενώ υπάρχουν περιοριστικά μέτρα ο Κατηγορούμενος να μην βρίσκεται σε απόσταση 500 μέτρων από την κατοικία του, την 21.04.2019, ώρα 12:15, τον πήρε τηλέφωνο φιλικό του πρόσωπο, που εκ των υστέρων κατονόμασε, και του ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος βρίσκεται στην οικία του πεθερού του, που είναι περίπου 300 μέτρα από τη δική του οικία. Κατά τη διάρκεια της δίκης, είχε όντως ζητήσει ο Κατηγορούμενος να επισκέπτεται την κατοικία του πεθερού του ως εξαίρεση, αλλά το Δικαστήριο αρνήθηκε. Έχει παράπονο γιατί, όπως αναφέρθηκε, παραβίασε τους όρους. Στη συνέχεια, ώρα 16:00, του τηλεφώνησε και ο υιός της γειτόνισσάς τους, του είπε ότι ο Κατηγορούμενος, ώρα 14:30, βρίσκονταν στο σπίτι του, που είναι απέναντι από το δικό τους. Στη συνέχεια, ώρα 18:00, η σύζυγός του πήγε και συνάντησε τη γειτόνισσα που της επιβεβαίωσε ότι ο Κατηγορούμενος, από την 14:30 και για περίπου 40 λεπτά, βρίσκονταν στην οικία του. Είναι σε απόσταση 20 μέτρα και είναι, κατά τη θέση του, παράβαση των περιοριστικών όρων. Σε σχέση με το συμβάν στο σχολείο, κατέθεσε (Τ18) πως την 12.06.2019, περίπου ώρα 20:30, ενώ βρίσκονταν στο σπίτι, πήγε η παραπονούμενη, «κλαμένη» και φοβισμένη, και του ανέφερε πως την ίδια ημέρα, περίπου ώρα 16:40, ενώ βρίσκονταν σε σχολική γιορτή στο δημοτικό σχολείο Μεσόγης, κάποια στιγμή, πήγε να μπει στον χώρο όπου γίνονταν η γιορτή και στην είσοδο της αίθουσας στέκονταν ο Κατηγορούμενος με τη σύζυγό του. Την ώρα που πέρασε από δίπλα του, την ύβρισε με την φράση «γ*** τον σ***** σου» και αυτή, χωρίς να του πει τίποτε, προχώρησε και μπήκε στην αίθουσα. Υπάρχει εναντίον του διάταγμα απομάκρυνσης από την οικία και την ίδια την παραπονούμενη για απόσταση 500 μέτρων. Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΚ6 δεν μπορούσε να θυμηθεί με ακρίβεια τις ώρες που έλαβαν χώρα τα γεγονότα κατά την 12.06.2019. Ό,τι γνωρίζει, είναι ό,τι του ανέφερε η παραπονούμενη. Δόθηκε στον ΜΚ6 αεροφωτογραφία της περιοχής στη Μεσόγη (Τ19), στην οποία φαίνονται οι αποστάσεις αναμεταξύ των σπιτιών της παραπονούμενης, των πεθερικών του Κατηγορούμενου, του δικού του, και οι δρόμοι που οδηγούν σε αυτά, ζητώντας από τον ΜΚ6 να προσδιορίσει το σημείο όπου το φιλικό του πρόσωπο του ανέφερε πως είδε τον Κατηγορούμενο την 21.04.2019, όπως και έπραξε. Τα «500 μέτρα» απόσταση τους τα ανέφερε η εισαγγελέας της υπόθεσης. Ό,τι γνωρίζει για όσα ανέφερε πως έγιναν την 21.04.2019, είναι επίσης ό,τι του είπαν τρίτα πρόσωπα, τα λεγόμενα των οποίων πιστεύει και υιοθετεί. Του υποβλήθηκε πως η υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου είναι κατασκευασμένη για να τον πλήξουν, επειδή ο ίδιος και κάποια φιλικά τους πρόσωπα τον θεωρούν ένοχο βιασμού και θα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους, με όποια άνομα μέσα, να τον τιμωρήσουν. Ο ΜΚ6, μη αρνούμενος την εκδοχή αυτή, απάντησε πως δεν είναι δυνατόν ένα μωρό 13 ετών να είχε πάει στο σπίτι αναστατωμένο, «κλαμένο», για να δημιουργήσει όλο αυτό, ενώ και με τον Κατηγορούμενο, πριν συμβεί ό,τι συνέβη, ήταν σαν αδέλφια, θέτοντας, εμμέσως, πως δεν αποδέχεται την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου και δεν θεωρεί ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη.
12.9. Η ΜΚ7 είναι το φιλικό πρόσωπο του ΜΚ6 που τον ειδοποίησε τηλεφωνικώς ότι είδε τον Κατηγορούμενο στη Μεσόγη την 21.04.2019. Κατέθεσε (Τ20) ότι γνωρίζει τη σύζυγο του Κατηγορούμενου. Τον ίδιο, τον γνωρίζει μόνο φυσιογνωμικά, και τον αναγνώρισε και στο Δικαστήριο. Την Κυριακή, 21.04.2019, κατά το μεσημέρι, ώρα 12:30 με «μία παρά», ενώ έφυγε από το σπίτι της με το αυτοκίνητο της κόρης της και κατευθύνονταν προς τον κτηνίατρο, μέσω της Μεσόγης, σε κάποιο σημείο του δρόμου, κοντά στο πρώην καφενείο του «Μιχαλάκη», πριν από την ταβέρνα του «Χ’ Όμορφου», που ο δρόμος είναι στενός και έχει στρίψιμο προς τα αριστερά ένα στενό ανήφορο, συνάντησε τον Κατηγορούμενο με το αυτοκίνητό του, που περιγράφει. Ήταν έξω από το σπίτι του πεθερού του, κάθονταν στη θέση του οδηγού και δεν είχε άλλον μέσα στο όχημα. Το θυμάται γιατί ήταν στενός ο δρόμος και έκανε όπισθεν για να μπορέσει εκείνη να περάσει. Δεν θυμάται τη διεύθυνση που τον συνάντησε, αλλά γνώριζε την υπόθεση που ήταν Κατηγορούμενος. Κατά την αντεξέτασή της, εξέφρασε βεβαιότητα πως το πρόσωπο που είδε ήταν ο Κατηγορούμενος, γι’ αυτό ειδοποίησε και τον ΜΚ6, εφόσον γνώριζε πως υπήρχε η υπόθεση και είχαν τεθεί απαγορευτικοί όροι. Ανέφερε ότι ήταν κοντά στο σπίτι του πεθερού του, συμπεραίνοντάς το, γιατί δεν είχε αλλού να πάει, ήταν χωράφια τότε· δεν είπε, όπως διευκρίνισε, και ότι μπήκε μέσα στο σπίτι του πεθερού του, εφόσον δεν είδε κάτι τέτοιο. Γνώριζε για την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο και τους περιοριστικούς όρους λόγω της φιλικής σχέσης με τον ΜΚ6, αν και γνωρίζει για χρόνια και την οικογένεια του Κατηγορούμενου. Πήρε τηλέφωνο τον ΜΚ6, μετά που είχε τον Κατηγορούμενο στο συγκεκριμένο σημείο, και τον ρώτησε εάν ήταν μέσα στους όρους που της είπε ότι υπήρχαν, χωρίς να θέλει να του προκαλέσει άγχος. Δεν είχε δει κάποιο άλλο άτομο μέσα στο αυτοκίνητο ή κάποια σκιά.
12.10. Έπειτα, κατέθεσε η ΜΚ8, εργάζεται στο Ποινικό Τμήμα του Πρωτοκολλητείου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Κατέθεσε το Κατηγορητήριο που είχε καταχωριστεί στην υπόθεση 2801/2018 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου (Τ21), και τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας (Τ22, Τ23). Ανέφερε πως υπάρχει το πρακτικό ημερομηνίας 30.07.2018, που αναφέρει τις διαταγές, και ήταν σε ισχύ. Δεν αντεξετάστηκε.
12.11. Όπως αναφέρεται στο Τ22, η κατ’ ισχυρισμό παράβαση όρων απόλυσης είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 08.10.2019 είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς περί τέτοιας παράβασης. Ανέφερε, το Κακουργιοδικείο:
«ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι η απλή παρουσία του καθ’ ου η αίτηση στις 21/4/2019 στην οικία του πεθερού του στην οδό [] που βρίσκεται σε απόσταση 300 μέτρων από την οικία της παραπονούμενης δεν αποτελεί παραβίαση του διατάγματος ημερομηνίας 30/7/2018».
Επίσης ότι:
«ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι από την ενώπιον μας μαρτυρία η αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι στις 21/4/2019 στη 14:30 ο καθ’ ου η αίτηση βρισκόταν για 40 λεπτά στην οικία του κατά παράβαση του διατάγματος ημερομηνίας 30/7/2018».
Επίσης, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό επαφή με την παραπονούμενη στο δημοτικό σχολείο, στη γιορτή, ότι:
«ως αποτέλεσμα των πιο πάνω δεν έχει στοιχειοθετηθεί ηθελημένη ανυπακοή του καθ’ ου η αίτηση προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/7/2018 και ούτε πρόθεση του καθ’ ου η αίτηση να πλησιάσει την παραπονούμενη κατά παράβαση των όρων του διατάγματος».
Τέλος, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό φράση, και το κατά πόσο αποτελεί επηρεασμό μάρτυρα, το Κακουργιοδικείο, στην ίδια απόφαση (Τ22), είχε αποφασίσει, βάσει μαρτυρίας που είχε παρουσιάσει ο Κατηγορούμενος, ότι δεν αποδεικνύονταν τέτοιος επηρεασμός.
12.12. Εκ συμφώνου, κατατέθηκε η Κατάθεση του Λοχία 2639 Ζ. Ζήνωνος (Τ24), στην οποία γίνεται αναφορά στις ενέργειες που έγιναν από μέρους του, όσον αφορά το καταγγελλόμενο, από την παραπονούμενη περιστατικό στο σχολείο την 12.06.2019. Κατατέθηκαν, επίσης, έντυπα με αναφορά στα οχήματα ιδιοκτησίας του Κατηγορούμενου (Τ25). Επίσης, έντυπο δικαιωμάτων (Τ26) και το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε την 12.06.2019 εναντίον του Κατηγορούμενου κατόπιν της καταγγελίας της παραπονούμενης (Τ27). Τέλος, κατατέθηκε ημερολόγιο ενεργείας με καταχώριση ημερομηνίας 25.06.2019 (Τ28) και επιστολή ημερομηνίας 14.06.2019 από τους δικηγόρους του Κατηγορούμενου μαζί με εξουσιοδότηση (Τ29), καταχωρίσεις στο ημερολόγιο ενεργείας ημερομηνίας 26.06.2019 (Τ30) και αντίγραφο της πρόσκλησης για την εκδήλωση στο δημοτικό σχολείο (Τ31). Έχουν σημειωθεί και οι δηλώσεις που έχουν αναφερθεί.
Εξέταση
13. Έχοντας υπόψη τις νομικές αρχές και τη μαρτυρία, προχωρώ στην εξέταση της εισήγησης.
14. Σχετικά με τις κατηγορίες για παράβαση του διατάγματος αποκλεισμού (1η κατηγορία, 2η Κατηγορία, 5η Κατηγορία), σύμφωνα με το άρθρο 34 ν.91(Ι)/2014, στο οποίο βασίζονται:
34.(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος με βάση τον παρόντα Νόμο, διάταγμα, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που δυνατό να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει σε αυτό να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή το χώρο διαμονής του θύματος ή σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά.
(2) Το δικαστήριο στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού.
(3) Κατά την πιο πάνω εξέταση, το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.
(4) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
(5) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής του παρόντος άρθρου ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιοδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σ' αυτό διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.
15. Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα αυτό, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα:
(α) η έκδοση διατάγματος αποκλεισμού με βάση άρθρο 34 του εν λόγω νόμου·
(β) η ισχύς του διατάγματος αποκλεισμού·
(γ) οι όροι του διατάγματος αποκλεισμού·
(δ) η γνώση του Κατηγορούμενου σχετικά με την ύπαρξη, την ισχύ και τους όρους του διατάγματος αποκλεισμού·
(ε) συμπεριφορά του Κατηγορούμενου που συνιστά παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους του διατάγματος αποκλεισμού.
16. Το διάταγμα αποκλεισμού θα πρέπει να έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 34 ν.91(Ι)/2014, νόμιμα, ώστε να δημιουργείται υποχρέωση υπακοής σε αυτό. Για να δημιουργεί υποχρέωση υπακοής, θα πρέπει οι όροι που συνθέτουν το περιεχόμενό του να μπορούν να επιβληθούν. Έπειτα, οι όροι και κατ’ επέκταση η υποχρέωση υπακοής που δημιουργείται θα πρέπει να είναι συγκεκριμένα, να αναφέρονται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά που ο Καθ’ ου το διάταγμα έχει, είτε αφορά προσταγή είτε απαγόρευση, έτσι ώστε εάν δεν συμπεριφερθεί ως ορίζει το διάταγμα, να επέρχεται παράβαση.
17. Το αποτέλεσμα της παράβασης δεν αρκεί από μόνο του, ώστε να έχει ποινική σημασία ακόμα και η τυχαιότητα. Χρειάζεται ενός βαθμού βουλητικό στοιχείο. Αυτό προϋποθέτει την γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του διατάγματος, αλλά, λόγω και της αυστηρής ευθύνης με την οποία περιβάλλει ο νομοθέτης την υποχρέωση τήρησης τέτοιας φύσης διαταγμάτων, για την προστασία των προσώπων που φέρονται ως θύματα, αρκείται στην αμέλεια ή και την απροσεξία του Κατηγορούμενου. Δεν χρειάζεται δηλαδή ο Κατηγορούμενος να σκοπεύει να παραβιάσει το διάταγμα, να επιθυμεί αυτό το αποτέλεσμα.
18. Το Τ1 δεν είναι διάταγμα αποκλεισμού που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 34 ν.91(Ι)/2014. Δεν αναφέρεται ως τέτοιο διάταγμα, που απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή τον χώρο διαμονής του θύματος ή σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά. Ούτε ορίζει περίοδο αποκλεισμού και ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία να εξεταστεί το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου, και την προβλεπόμενη διαδικασία εξέτασης. Το διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται με βάση το άρθρο 34 ν.91(Ι)/2014 είναι διάταγμα που εκδίδεται μόνο μέσα από την προβλεπόμενη διαδικασία, και είναι δραστικό, ώστε να μπορεί να επιβληθεί και ως ποινή.
19. Το Τ1 περιλαμβάνει όρους απόλυσης, που είχαν επιβληθεί στον Κατηγορούμενο την 30.07.2018, για όσο εκκρεμεί η δίκη. Αυτοί οι όροι περιλάμβαναν τα εξής, ανάμεσα σε άλλους όρους απόλυσης:
«(5) Απαγορεύεται ο κατηγορούμενος να έχει οποιαδήποτε επαφή με την παραπονούμενη [] ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς της.
(6) Απαγορεύεται στον κατηγορούμενο όπως πλησιάζει με οποιονδήποτε τρόπο την οικία του στην οδό [], στη Μεσόγη, καθώς και την οικία της παραπονούμενης και της οικογένειάς της στην ίδια οδό.
(7) Διατάσσεται ο κατηγορούμενος όπως διαμένει στην οδό [] στο χωριό [] ή στην εξοχική του κατοικία στο χωριό [].»
20. Οι όροι απόλυσης επιβάλλονται από το εκδικάζον δικαστήριο ως εύλογοι για την απόλυση του Κατηγορούμενου, με προοπτική είτε την εξασφάλιση της παρουσίας του στο Δικαστήριο, είτε την πρόληψη διάπραξης άλλων αδικημάτων παρόμοιας φύσης ή σοβαρότητας μέχρι τη δίκη, είτε την αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων και συνακόλουθα την προστασία και του φερόμενου ως θύματος. Οι όροι απόλυσης υπόκεινται στην κρίση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Σε περίπτωσή παράβασης ή παραβίασης τέτοιων όρων απόλυσης, ο παραβάτης υπόκειται σε σύλληψη και, χωρίς να αποκλείεται δίωξη για ανυπακοή διαταγής με βάση το άρθρο 137 ΠΚ, του ζητήματος αμεσότερα επιλαμβάνεται το εκδικάζον Δικαστήριο, σε συνάρτηση με το ενδεχόμενο διαφοροποίησής τους ή ακόμα και την εκ νέου εξέταση τυχόν αιτήματος κράτησης του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη, στο πλαίσιο της οποίας είχαν τεθεί, για τους σκοπούς της. Όπως φαίνεται στο Τ22, το εκδικάζον Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τέθηκε το ζήτημα, έκρινε πως δεν υπήρξε παράβαση των όρων που έθεσε.
21. Επειδή, από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, δεν προκύπτει πως οποτεδήποτε υπήρξε διάταγμα αποκλεισμού, εκδοθέν με βάση το άρθρο 34 ν.91(Ι)/2014, δεν μπορεί να θεμελιωθεί και εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου στις συγκεκριμένες κατηγορίες, που βασίζονται σε παράβαση τέτοιου διατάγματος αποκλεισμού με βάση το άρθρο 34 § 6 ν.91(Ι)/2014 (1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία, 5η Κατηγορία).
22. Σχετικά με τις κατηγορίες που έχουν να κάνουν με παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία (3η Κατηγορία, 4η Κατηγορία), αναφέρονται και οι δύο σε ένα περιστατικό στο δημοτικό σχολείο. Σύμφωνα με το άρθρο 122(α)(β) ΠΚ:
Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-
(α) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιαδήποτε δικαστική ιδιότητα ή με οποιοδήποτε τρόπο ως συνήγορος, μάρτυρας ή διάδικος σε δικαστική διαδικασία
(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
23. Για την απόδειξη του αδικήματος αυτού, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα:
(α) ότι ο Κατηγορούμενος προέβη σε συγκεκριμένη πράξη·
(β) ότι η συγκεκριμένη πράξη προορίζονταν (calculated) ή μπορούσε: είτε να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιονδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται σε δικαστική διαδικασία [περίπτωση (α)], είτε να παρεμποδίσει ή να επηρεάσει δικαστική διαδικασία ή έρευνα για την έναρξή της ή με βάση τον νόμο [περίπτωση (β)].
24. Η περίπτωση (α) δεν είναι όμοια με την περίπτωση (β).
25. Στην περίπτωση (α), ο λόγος είναι όχι για οποιαδήποτε πράξη, αλλά για πράξη που προορίζεται ή μπορεί να αποτρέψει, στην προκειμένη περίπτωση την παραπονούμενη, ως κύρια μάρτυρα κατηγορίας (to deter any person from acting). Έχει, δηλαδή, εξ αντικειμένου, αυτήν την τάση[3]. Η αποτροπή προσώπου από το να ενεργήσει ως μάρτυρας έχει την έννοια του να μην καταθέσει στη δίκη, ασχέτως της φυσικής παρουσίας του. Η πράξη του δράστη θα πρέπει να έχει την τάση να εμποδίσει ή να επηρεάσει την κατάθεση του μάρτυρα. Αυτό μπορεί να συμβεί με διάφορους τρόπους, όπως με απειλή ή εκφοβισμό, για να μην εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να μην καταθέσει την αλήθεια, με διαφθορά ή δωροδοκία του για να καταθέσει ψευδώς ή να αποσιωπήσει την αλήθεια, ή ακόμα με απειλές κατά της ασφάλειας του μάρτυρα ή των συγγενών του, με σκοπό να μην καταθέσει.
26. Στην περίπτωση (β), ο λόγος είναι, και πάλι, όχι για οποιαδήποτε πράξη, αλλά για πράξη που μπορεί να θεωρηθεί ως παρέμβαση ή που συνοδεύεται από το ενδεχόμενο επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας (interference with the proceedings), εν προκειμένω της εκκρεμούς τότε δίκης στο Κακουργιοδικείο. Η πράξη του δράστη θα πρέπει να είναι προορισμένη ή να μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης, να έχει εξ αντικειμένου αυτήν την τάση[4], κατ’ επέκταση την ανάλογη σοβαρότητα που μπορεί να απολήγει σε τέτοια συνέπεια. Όπως το να εκβιάσει ή να δωροδοκήσει, να πιέσει, να απειλήσει ή να εκφοβίσει παράγοντες της δίκης, για να επιτύχει αλλαγή ή επηρεασμό της κρίσης ή της απόφασης ή της συμπεριφοράς τους κατά τη διάρκεια της δίκης, ή ακόμα να πράξει οτιδήποτε σχετικά με αλλοίωση ή καταστροφή ή εξαφάνιση αποδεικτικών στοιχείων της δίκης.
27. Για το αδίκημα αυτό, και στις δύο περιπτώσεις, (α) και (β), χρειάζεται η βασική πρόθεση. Ο δράστης να επιθυμεί το αποτέλεσμα της πράξης του, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς θα επέλθει· ή να προβλέπει ότι πιθανώς θα επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι[5].
28. Δεν αρκεί από μόνη της η απλώς ανεπίτρεπτη διαδικαστικά επικοινωνία με παράγοντα της δίκης, για να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία. Ενδεικτικά, στην Ακκελίδου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 249, στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο και ο κύριος Πουργουρίδης, η εφεσείουσα, που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Υπουργός Υγείας και Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου και αρμόδια για τον καθορισμό Κέντρων Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης, είχε δώσει οδηγίες σε λειτουργό του Υπουργείου να συντάξει και να στείλει επιστολή σε δικαστή σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση ορισμένη ενώπιον της που αφορούσε χρήστη ναρκωτικών. Η επιστολή απευθύνονταν προσωπικά στη δικαστή. Συνοδευόταν από έκθεση για την πορεία θεραπείας του κατηγορούμενου και τις προοπτικές, και καταληκτικά εκφραζόταν η άποψη πως, σε περίπτωση φυλάκισης, υπήρχε κίνδυνος εξουδετέρωσης των ως τότε ωφελημάτων της θεραπείας. Με αφορμή το συμβάν, είχε ξεσπάσει θύελλα αντιδράσεων σχετικά με ενδεχόμενη ποινική, κατ’ επέκταση πολιτική ευθύνη, και η εφεσείουσα βρέθηκε αντιμέτωπη με κατηγορία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία κατά παράβαση του άρθρου 122(β) ΠΚ. Υπήρξε πρωτόδικη καταδίκη. Κατ’ έφεση, αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η επιστολή της και η συνοδευτική έκθεση, ασχέτως εάν απευθύνονταν στη δικαστή, αφορούσαν απλώς τον τρόπο μεταχείρισης του αδικοπραγήσαντα σε κατηγορίες τις οποίες είχε παραδεχθεί και δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι θα ήταν δυνατόν η δικαστική κρίση να επηρεαστεί κατά τρόπο αξιόποινο. Η επικοινωνία έγινε για να πληροφορηθεί το Δικαστήριο ειδικά σε σχέση με την πτυχή των επιπτώσεων της ποινής φυλάκισης, σύμφωνα με την άποψη του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού. Το υλικό θα ήταν χρήσιμο προκειμένου το Δικαστήριο να αντίκρυζε καλύτερα την περίπτωση εφόσον παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο. Στην πραγματικότητα, δεν προοριζόταν ως προσωπική, αλλά ως επίσημη, κρατική. Δεν υπήρχε το ενδεχόμενο – δεν είχε εξ αντικειμένου την τάση – να λειτουργήσει βλαπτικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε actus reus, αλλά ούτε και έρεισμα για mens rea, ότι δηλαδή η εφεσείουσα γνώρισε ότι ήταν ηθικά μεμπτή η πράξη της και είχε τέτοια ένοχη σκέψη.
29. Διαφορετική ήταν η κατάληξη στην Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 367, όπου ήταν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα, σε σχέση με παρέμβαση σε αστυνομική έρευνα, με βάση το ίδιο άρθρο. Εκεί είχε ληφθεί πληροφορία από την αστυνομία ότι σε συγκεκριμένη περιοχή γινόταν διακίνηση ναρκωτικών. Ο εφεσείων, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα Αναπληρωτή Λοχία της Αστυνομίας, ορίστηκε επικεφαλής κλιμακίου ανδρών της ΥΚΑΝ που θα ερευνούσε το μέρος. Ο ίδιος και άλλα δύο μέλη της ΥΚΑΝ επιβιβάστηκαν αυτοκινήτου. Καθ' οδόν προς το μέρος στο οποίο θα διεξαγόταν η έρευνα, ο εφεσείων τηλεφώνησε σε δύο πρόσωπα, το ένα από τα οποία ήταν πρόσωπο με το οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις και ήταν γνωστό στην ΥΚΑΝ για χρήση και εμπορία ναρκωτικών. Ο εφεσείων γνώριζε ότι ο φίλος του διέμενε κοντά στην περιοχή που θα διεξαγόταν η έρευνα. Κατά την τηλεφωνική τους συνομιλία, ανέφερε και τα εξής, «ρε είσαι τζιαμαί κοντά στην περιοχή, κοντά στον ποταμό; αν είσαι, αν έσιεις νουν κατάλαβε». Ο ένας από τους αστυφύλακες που συμμετείχε στην αποστολή διαμαρτυρήθηκε έντονα προς τον εφεσείοντα, από τον οποίο ζήτησε εξηγήσεις για την πιο πάνω ενέργεια του. Μετά τη διεξαγωγή έρευνας στο μέρος, από την οποία δεν προέκυψε οτιδήποτε, ο εφεσείων είπε στον προαναφερόμενο αστυφύλακα ότι το πρόσωπο στο οποίο τηλεφώνησε είναι φίλος του, δικαιολογία που προβλήθηκε και όταν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για το περιστατικό, προσθέτοντας ότι δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με το πρόσωπο αυτό γιατί είναι φίλος του. Είχε καταδικαστεί για παρέμβαση σε αστυνομική έρευνα, με βάση το άρθρο 122(β) ΠΚ και είχε επικυρωθεί η καταδίκη του, εφόσον η επικοινωνία με τον φίλο του είχε την έννοια της προειδοποίησής του για την επικείμενη αστυνομική έρευνα, για να λάβει τα απαραίτητα μέτρα αποφυγής των συνεπειών της, και ήταν πράξη εξ αντικειμένου προοριζόμενη να την επηρεάσει, δηλαδή να μην επιτύχει, όπως και, ως γεγονός, έγινε.
30. Προσθέτω την Πατσαλίδης ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 76/2022, 19.01.2023, ECLI:CY:AD:2023:B13, που αφορούσε, όπως και η παρούσα υπόθεση, προσπάθεια επηρεασμού μάρτυρα κατηγορίας, σε σοβαρή υπόθεση, και δια παραβίασης όρων που έθεσε δικαστήριο, και όπου ο εφεσείων είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί, μεταξύ άλλων, και με βάση το άρθρο 122(α) ΠΚ. Τα γεγονότα είχαν στη σύνοψή τους ως εξής: Ο εφεσείων ζήλευε παθολογικά την παραπονούμενη, με την οποία είχε διασαλευμένη ερωτική σχέση. Όταν κατέστη ύποπτος για εμπρησμό, με βάση και κατάθεσή της, την απειλούσε κατ’ εξακολούθηση, με σαφές περιεχόμενο, να μην τολμήσει να καταθέσει ξανά εναντίον του, και με πρόδηλο σκοπό τον εκφοβισμό της στο να καταθέσει εναντίον του. Όταν εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκ συμφώνου διάταγμα στο πλαίσιο αγωγής μεταξύ τους, με το οποίο επιβάλλονται διάφορες απαγορεύσεις στον εφεσείοντα, όπως να συνομιλεί, να επικοινωνεί και να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων το πρόσωπο, την κατοικία, την εργασία και το εξοχικό της παραπονούμενης, ο εφεσείων, παρά ταύτα, έστειλε στο κινητό τηλέφωνο της διάφορα μηνύματα τα οποία είχαν απειλητικό χαρακτήρα, καθώς επίσης αφορούσαν την πορεία της υπόθεσης που είχε καταχωριστεί εναντίον του στο Κακουργιοδικείο αναφορικά με τον εμπρησμό. Όταν κατηγορήθηκε για τον εμπρησμό, τέθηκε υπό κράτηση, εκκρεμούσης της δίκης. Ως αποτέλεσμα όμως των εν λόγω μηνυμάτων, η παραπονούμενη τρομοκρατήθηκε και ζήτησε από τους δικηγόρους της να αποστείλουν επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα, λέγοντας ότι ήταν αδύνατο να παραστεί στο δικαστήριο και να δώσει μαρτυρία εναντίον του. Πράγματι, οι δικηγόροι της απέστειλαν τέτοια επιστολή. Όταν ο εφεσείων αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους και η υπόθεση του παρέμεινε ορισμένη, στο ενδιάμεσο, συνέχισε να αποστέλλει μηνύματα στην παραπονούμενη μέσω των εφαρμογών Instagram και WhatsApp, προσπαθώντας να την αποτρέψει από το να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και να δώσει μαρτυρία εναντίον του. Τρεις ημέρες πριν τη δικάσιμο, εξερράγη και χειροβομβίδα μπροστά από το κομμωτήριο της παραπονούμενης, προκαλώντας υλικές ζημιές.
31. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τη μαρτυρία, θεωρούμενη στην όψη της και στο απόγειό της, ενώ υπήρχαν όροι απόλυσης που είχαν τεθεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου την 30.07.2018, στην υπόθεση 2801/2018, μεταξύ των οποίων απαγόρευση ο Κατηγορούμενος να έρχεται σε επαφή με την παραπονούμενη, την 21.06.2019, ο Κατηγορούμενος φέρεται να συναντήθηκε με την παραπονούμενη στην είσοδο της αίθουσας εντός της οποίας ήταν η γιορτή που διεξάγονταν στο δημοτικό σχολείο Μεσόγης, όπου παρευρίσκονταν και άλλος κόσμος. Ενώ η παραπονούμενη ήταν η βασική μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του σε δίκη για σεξουαλικά αδικήματα, ο Κατηγορούμενος φέρεται πως, όταν τη συνάντησε στην είσοδο της πόρτας, μαζί με τη σύζυγό του, γύρισε προς αυτήν, από κοντινή απόσταση, και της απηύθυνε, θυμωμένα, την φράση «γ*** τον σ***** σου». Η παραπονούμενη αναστατώθηκε και φοβήθηκε, γι’ αυτό κάλεσε τηλεφωνικώς την αδελφή της, κλαίγοντας, έφυγε από την γιορτή, και όταν επέστρεψε στο σπίτι, ενημερώθηκε και ο πατέρας της, οπότε έγινε καταγγελία του Κατηγορούμενου αυθημερόν στην Αστυνομία, για παράβαση των όρων απόλυσης.
32. Σε γενικές γραμμές, η χυδαία εξύβριση προσώπου που φέρεται ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης δεν αποκλείεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνιστά και παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία, εάν επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογική κατάσταση του φερόμενου ως θύματος, με τρόπο και σε βαθμό που τείνει να εμποδίζει την ελεύθερη άσκηση των δικαιωμάτων του κατά τη δικαστική διαδικασία. Η δικαστική διαδικασία πρέπει να διασφαλίζει ότι τα φερόμενα ως θύματα δεν υπόκεινται σε περαιτέρω κακοποίηση ή εκφοβισμό, καθώς η κατάθεσή τους μπορεί να είναι ήδη ψυχολογικά επίπονη. Οποιαδήποτε συμπεριφορά στοχεύει στην πρόκληση δυσχέρειας στο φερόμενο ως θύμα να καταθέσει ή να συμμετάσχει ενεργά στη διαδικασία, μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη παρέμβαση, μη εξαιρουμένης της χυδαίας εξύβρισης. Σημασία, όμως, έχουν οι περιστάσεις κάθε υπόθεσης, καθώς δεν έχει κάθε παράβαση σχετικού όρου το αυτόματο αποτέλεσμα παρέμβασης στη δικαστική διαδικασία.
33. Καταρχάς, στην προκειμένη περίπτωση, η συνάντηση του Κατηγορούμενου με την παραπονούμενη στη γιορτή του σχολείου καθαυτή δεν μαρτυρήθηκε ως σκόπιμη. Ότι ο Κατηγορούμενος πήγε στη σχολική γιορτή με τη σύζυγό του με σκοπό να έρθει σε επαφή με την παραπονούμενη. Ούτε τέτοια σκοπιμότητα μπορεί εκ πρώτης όψεως να συναχθεί από τα περιστατικά που τέθηκαν στην υφιστάμενη μαρτυρία.
34. Έπειτα, χωρίς να αξιολογείται η υφιστάμενη μαρτυρία ως προς την αλήθεια ή την αξιοπιστία της, η εξ αυτής τιθέμενη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, δηλαδή, κατά την φερόμενη ως τυχαία συνάντηση στο δημοτικό σχολείο, να γυρίσει και να απευθύνει εξύβριση στην παραπονούμενη, με την συγκεκριμένου περιεχομένου φράση, σύμφωνα με τη δική της πάντοτε εκδοχή, δεν συνδέθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, με τη δίκη στην ποινική υπόθεση 2801/2018 και με την προοπτική της κατάθεσης της παραπονούμενης εναντίον του Κατηγορούμενου στην εν λόγω δίκη, κατ’ επέκταση και με το ενδεχόμενο επηρεασμού της δικαστικής διαδικασίας. Δεν συνδέθηκε ούτε με γεγονότα από τα οποία να μπορούσε εκ πρώτης όψεως να συναχθεί τέτοια ενδεχόμενη επίδραση ή τάση.
35. Η δικαστική διαδικασία εκκρεμούσε από το 2018 και είναι άγνωστο πότε θα κατέθετε η παραπονούμενη. Όπως φαίνεται από τη μαρτυρία, διεξήχθη τελικά, έδωσε μαρτυρία η παραπονούμενη, αλλά ο Κατηγορούμενος αθωώθηκε (Τ23). Ως γεγονός, δεν αναφέρθηκε να είχε κάποια επίδραση το κατ’ ισχυρισμό συμβάν στο δημοτικό την 12.06.2019 στη μαρτυρία της παραπονούμενης στο Κακουργιοδικείο, σε άγνωστο χρόνο, ή στο αθωωτικό αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας. Εκ του αποτελέσματος μόνο (ότι δηλαδή υπήρξε αθωωτική απόφαση στο Κακουργιοδικείο), δεν μπορεί να εξαχθεί, υποθετικά, ότι, λόγω της κατ’ ισχυρισμό εξύβρισης της παραπονούμενης, στο δημοτικό σχολείο την 12.06.2019, επηρεάστηκε και η μαρτυρία της παραπονούμενης στη δίκη, και λόγω του επηρεασμού της μαρτυρίας της παραπονούμενης στη δίκη, επηρεάστηκε και η κρίση του εκδικάζοντος Κακουργιοδικείου. Δεν υπάρχουν γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου που να οδηγούν σε τέτοια πιθανή διάσταση και με τρόπο που να συνθέτουν το αξιόποινο του άρθρου 122 ΠΚ ή και που αντανακλαστικά θα μπορούσαν να θεμελιώσουν ισχυρισμό για μη δίκαιη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
36. Αντίθετα, η εστίαση της μαρτυρίας της παραπονούμενης (ΜΚ3), και δια των δικών της λεγομένων της μαρτυρίας της αδελφής της (ΜΚ1) και του πατέρα της (ΜΚ6), ήταν μόνον στο γεγονός ότι υπήρχε απαγορευτικός όρος στο Τ1, με τον τρόπο που τον πληροφορήθηκαν ή τον κατανόησαν, ο οποίος, κατά τη θέση τους, παραβιάστηκε, γιατί ο Κατηγορούμενος, έξω από την αίθουσα της γιορτής, σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου, γύρισε και είπε, με θυμωμένο ύφος, στην παραπονούμενη, τη συγκεκριμένη φράση. Αυτό ήταν το παράπονο που έγινε και στην Αστυνομία από την παραπονούμενη (Τ8), την ίδια ημέρα, ώρα 22:00. Όπως και από τους οικείους της. Η παραβίαση όρου. Ουδεμία αναφορά σε εκφοβισμό ή πρόκληση δυσχέρειας στην παραπονούμενη ως προς το να καταθέσει εναντίον του Κατηγορούμενου στην εκκρεμή δίκη ή σε τέτοια πρόθεσή του. Η δε κατ’ ισχυρισμό παραβίαση όρων εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο και δεν έγινε αποδεκτή ως μια έγκυρη θέση (Τ22).
37. Η ΜΚ3, μάλιστα, όχι μόνον δεν ανέφερε πως ο φόβος που κατ’ ισχυρισμό αισθάνθηκε, όταν άκουσε τη συγκεκριμένη φράση, και την παρακίνησε στο να τηλεφωνήσει στην αδελφή της ή να εκδηλωθεί με «κλάμα», ήταν φόβος στο να πάει στο Δικαστήριο να καταθέσει εναντίον του Κατηγορούμενου ή συναφής επηρεασμός ή λόγω του θυμωμένου τόνου που περιέγραψε, αλλά η ίδια ανέφερε κάτι άλλο. Ότι της έκανε κακό στο παρελθόν ο Κατηγορούμενος. Στο παρελθόν αυτό αναφέρθηκε και η αδελφή της, ΜΚ1. Ειδικότερα, η παραπονούμενη ισχυρίζεται πως είχε υποστεί σεξουαλικής φύσης αδίκημα, επομένως, η κατά τη θέση της θυμωμένη και χυδαία φράση με αυτό το περιεχόμενο («γ*** τον σ***** σου»), μέσα από τα λεγόμενα της ίδιας, ήταν λεκτική αναπαράσταση, υπενθύμιση και επανάληψη του δυσάρεστου βιώματός της, σε δημόσιο χώρο. Δεν συνδέθηκε με την ποινική δίκη και με την προοπτική κατάθεσης εναντίον του Κατηγορούμενου για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο στο Κακουργιοδικείο. Αντίθετα, συνδέθηκε με τις θέσεις της παραπονούμενης ότι ο Κατηγορούμενος είχε διαπράξει εναντίον της τα συγκεκριμένα αδικήματα, που αντανακλούν την εξύβριση ως επαναληπτικό βίωμα για την ίδια. Όχι μόνον η κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρχε το ενδεχόμενο ή η προοπτική να την αποθαρρύνει από το να καταθέσει εναντίον του προσώπου που κατ’ ισχυρισμό τη βίασε ή αποπειράθηκε να τη βιάσει, δεν είχε δηλαδή εξ αντικειμένου αυτήν τη δυναμική ή την ικανότητα, αλλά, και ως μαρτυρούμενο γεγονός, ώθησε την παραπονούμενη να πάει στην Αστυνομία, την ίδια ημέρα, και να τον καταγγείλει, ότι παραβίασε τον απαγορευτικό όρο. Δεν δικαιολογείται το να εκληφθεί, από την υφιστάμενη μαρτυρία, προσπάθεια αποτροπής της παραπονούμενης από το να καταθέσει εναντίον του Κατηγορούμενου και με αυτόν τον τρόπο επηρεασμού και της διαδικαστικής διαδικασίας.
38. Αν και η μη απόδειξη πράξης που προορίζονταν (calculated) ή μπορούσε είτε να αποτρέψει την παραπονούμενη από το να καταθέσει σε δικαστική διαδικασία, είτε να παρεμποδίσει ή να επηρεάσει δικαστική διαδικασία ή έρευνα για την έναρξή της ή με βάση τον νόμο επαρκεί για την κατάληξη σε σχέση με τις εν λόγω κατηγορίες, χωρίς να χρειάζεται η εξέταση της υποκειμενικής υπόστασης, δεν μπορεί να προκύψει από τη μαρτυρία, εκ πρώτης όψεως, και ότι ο Κατηγορούμενος είχε αυτήν την βασική πρόθεση. Ότι εκφόβισε ένα φερόμενο ως θύμα βιασμού σε δημόσιο χώρο, μπροστά στη σύζυγό του, με θυμωμένη έκφραση και περιεχόμενο φράσης που παραπέμπει σε λεκτικό βιασμό, για να μην καταθέσει εναντίον του στην ποινική δίκη. Ότι επιθυμούσε το αποτέλεσμα αυτό, ανεξάρτητα από το αν πρόβλεψε ή όχι ότι πιθανώς θα επέλθει· ή ότι πρόβλεψε ότι πιθανώς θα επέλθει, είτε το επιθυμούσε είτε όχι. Δεν έγινε αναφορά είτε στην εκκρεμή δίκη είτε σε άλλες κρούσεις από πλευράς Κατηγορούμενου (κινήσεις, ενέργειες, εκφράσεις, κ.λπ.), συνδεόμενες με τη διεξαγωγή της δίκης στο Κακουργιοδικείο, στοιχεία από τα οποία να μπορεί να αναδυθεί, άμεσα ή έμμεσα, τέτοια πρόθεσή του να μην καταθέσει η παραπονούμενη στην εναντίον του δίκη ή να επηρεαστεί με συγκεκριμένο τρόπο η δικαστική διαδικασία. Η υποκειμενική υπόσταση πρέπει να αποδεικνύεται και μπορεί να εξεταστεί και σε αυτό το στάδιο[6].
39. Υπό όσα εξηγήθηκαν, η κλήση του Κατηγορούμενου σε απολογία, για παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία, κατά το άρθρο 122 ΠΚ, θα είχε αναπόφευκτα τη λειτουργία της αναζήτησης πρόσθετης μαρτυρίας από τον Κατηγορούμενο, για τη στοιχειοθέτηση της εναντίον του υπόθεσης, κάτι που θα δεν ήταν επιτρεπτό. Δεν θα ήταν επιτρεπτό και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήδη το ίδιο ουσιαστικό ζήτημα εκδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο αποφάσισε, στη βάση των ίδιων γεγονότων, πως δεν υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού μάρτυρα ή της διαδικασίας, που να καθιστά αναγκαία την τροποποίηση των όρων που έθεσε και την κράτηση του Κατηγορούμενου (Τ22).
40. Η 6η Κατηγορία αφορά δημόσια εξύβριση. Σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ:
Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
41. Για την απόδειξη του αδικήματος αυτού, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα:
(α) Εξύβριση, δηλαδή συμπεριφορά με υβριστικό περιεχόμενο·
(β) που έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι μεν δημόσιος αλλά με τρόπο ή υπό συνθήκες ώστε να μπορεί να ενδέχεται να ακουστεί από πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο·
(γ) και η οποία είναι τέτοια ώστε να ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση.
42. Η έννοια του δημόσιου χώρου περιλαμβάνει τα κέντρα αναψυχής[7] ή τα καταστήματα[8] ή τους ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους που είναι ανοιχτοί για το κοινό[9]. Μπορεί να περιλάβει και το σχολείο που είναι σε λειτουργία, στο πλαίσιο εορταστικής εκδήλωσης.
43. Οι λέξεις που εκστομίζονται προσεγγίζονται με βάση το συνηθισμένο τους νόημα. Το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική, και όχι απλώς αγενής, είναι θέμα πραγματικό, και, στο πραγματικό πλαίσιο εξέτασης, μπορεί να μην έχει σημασία η ατελής ή μη ορθή προφορά[10]. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί και δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα ή την ιδιότητα των προσώπων που είναι παρόντα[11].
44. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ3, και εξ ακοής της των ΜΚ1, ΜΚ5 και ΜΚ6, ο Κατηγορούμενος είπε στην ΜΚ3 την φράση «γ*** τον σ***** σου», σε χώρο δημόσιου σχολείου, σε ώρα λειτουργίας του με σκοπό τη διεξαγωγή σχολικής εκδήλωσης, που μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσιος χώρος. Η φράση, εάν γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της ΜΚ3 ότι όντως ειπώθηκε, ζήτημα καθαρά αξιοπιστίας της, ενδέχεται να οδηγήσει σε καταδίκη για δημόσια εξύβριση. Ειδικότερα, επειδή έχει περιεχόμενο που, υπό τις περιστάσεις που εκτέθηκαν, εάν γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της παραπονούμενης ως αληθής και αξιόπιστη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υβριστικό, και ικανό να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση και εκ των γεγονότων που ανέφερε. Υπάρχει η μαρτυρία της παραπονούμενης και, εξ ακοής της, οι μαρτυρίες των οικείων της. Υπάρχει και η αντίθετη εξ ακοής μαρτυρούμενη εκδοχή του Κατηγορούμενου πως ήταν, όντως, στη γιορτή του γιού του, στο σχολείο, με τη σύζυγό του, αλλά ουδέποτε ήρθε σε επαφή ή μίλησε με την παραπονούμενη, την οποία απέφυγε.
45. Ο κύριος Πουργουρίδης παρέπεμψε στη E.C. Fresh Meat Ltd v. Γεωργίου, ΠΕ 43/2017, 05.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, για να εισηγηθεί, βάσει αυτής, πως όπου η μαρτυρία είναι τόσο πρόδηλα αντινομική και αντιφατική σε ουσιώδη πτυχή της υπόθεσης, θα πρέπει να διακόπτεται η δίκη, στο στάδιο αυτό. Εισηγήθηκε πως, αντεξεταζόμενη η ΜΚ3 παραδέχθηκε πως ελαύνεται από αισθήματα εκδικητικότητας εναντίον του Κατηγορούμενου, που συνεχίζει να πιστεύει πως είναι ο «βιαστής» της. Έγινε αναφορά και σε άλλες επιμέρους λεπτομέρειες της μαρτυρίας, ιδίως σχετικά με τις αναφορές της παραπονούμενης στην ώρα που κατά τη θέση της είχε γίνει το συμβάν στο σχολείο, αρχικά, μέσω του πατέρα της, στις 16:40, και μετέπειτα λίγο πριν την 16:30.
46. Εάν το πραγματικό ζήτημα του κατά πόσον ειπώθηκε ή όχι από τον Κατηγορούμενο στην παραπονούμενη η συγκεκριμένη υβριστική φράση δεν εκδικάζονταν από το Κακουργιοδικείο (Τ22), θα πρέπει να λεχθεί πως το Δικαστήριο θα αρκούνταν στην υπόλοιπη μαρτυρία, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας της ΜΚ3, που δεν αξιολογείται σε αυτό το στάδιο ως προς την αξιοπιστία και την αλήθεια της, για να δεχθεί πως μπορεί και πρέπει να συνεχίσει η δίκη για την κατηγορία αυτή, ώστε να προβάλει την υπεράσπισή του και ο Κατηγορούμενος, και να αξιολογηθεί η μαρτυρία μετά από την πλήρη δίκη.
47. Ωστόσο, το ίδιο πραγματικό ζήτημα, εάν ειπώθηκε ή όχι η συγκεκριμένη φράση, εξετάστηκε ήδη επί της ουσίας του, στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου (Τ22), η οποία προσκομίστηκε στο Δικαστήριο με τη μαρτυρία της τελευταίας μάρτυρος από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής. Εξετάστηκε βάσει μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τους εμπλεκόμενους και αξιολογήθηκε, στο πλαίσιο της αίτησης για τροποποίηση των όρων και κράτηση του κατηγορούμενου λόγω της κατ’ ισχυρισμό παράβασης των όρων απόλυσης ή και παρακοής των διαταγών του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως η μαρτυρία που είχε παρουσιάσει ο κατηγορούμενος σχετικά με την ώρα που είχε καταφθάσει στο σχολείο και τη διακίνησή του στον χώρο, δεν δικαιολογούσε τον ισχυρισμό ότι ειπώθηκε στην παραπονούμενη η συγκεκριμένη φράση πριν από το τηλεφώνημά της στην αδελφή της. Το Τ22, δικαστική απόφαση, αντίθετη με τις θέσεις των λοιπών μαρτύρων, αποδυναμώνει σε τέτοιο βαθμό τη μαρτυρία τους, αντικειμενικά, εκθεμελιώνοντάς την, που δεν μπορεί να επιβιώσει σε ένα επόμενο στάδιο, και να βασίσει καταδίκη.
48. Πρόσθετα, είναι και το εξής: Η αίτηση στο Κακουργιοδικείο δεν ήταν κατηγορητήριο (indictment), αλλά αυτοτελής διαδικασία στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που καταπιάστηκε με ζητήματα ανυπακοής και παράβασης των όρων απόλυσης (indictable offences). Ο Κατηγορούμενος αναχαίτισε τον κίνδυνο υποβολής του σε καθεστώς κράτησης μέχρι τη δίκη του στο Κακουργιοδικείο, προβάλλοντας τις θέσεις του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς που σχετίζονται μεταξύ άλλων με το εάν ειπώθηκε ή όχι η συγκεκριμένη φράση στο δημοτικό σχολείο. Αξιολογήθηκαν και αποφασίστηκαν από το Κακουργιοδικείο. Δεν φαίνεται πως μπορεί να αγνοηθεί η απόφαση του Κακουργιοδικείου, και να δικαιολογηθεί η επανάληψη της ακρόασης του ιδίου επακριβώς πραγματικού ζητήματος, στο πλαίσιο εξέτασης ενός διαφορετικού νομικού πλαισίου ή ποινικού αδικήματος. Θα δημιουργείτο, σε κάθε περίπτωση, η προοπτική ή ο κίνδυνος να προκύψει κρίση διαφορετική από την κρίση που διαμόρφωσε το Κακουργιοδικείο για ίδιο ζήτημα, στη βάση της ίδιας μαρτυρίας, συνθήκη που, υπό τις περιστάσεις, θα αντανακλούσε στο κύρος και την υπόληψη του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Έναντι σε αυτήν την προοπτική ή σε αυτόν τον κίνδυνο, δεν τίθεται, εκ πρώτης όψεως, επιβλητικότερο το δημόσιο συμφέρον υπό κάποια άλλη οπτική του, όπως, για παράδειγμα, την ανάγκη εκδίκασης σοβαρότερου από άποψη κοινωνικής απαξίας αδικήματος και διεξοδικής διερεύνησης πολύπλοκου πραγματικού σκέλους που δεν καλύφθηκε από την ακρόαση της αίτησης. Η συνέχιση της δίκης φαίνεται να συνιστά εξέλιξη που περισσότερο θα μπορούσε να απολήξει προς την πλευρά της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Δεν υπάρχουν εκ προοιμίου περιορισμένες κατηγορίες για την κατάχρηση, ούτε όλες οι μορφές είναι ίδιες ή παρόμοιες, και κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της δεδομένων. Στη σύνοψή της η συνθήκη που επικρατεί εδώ είναι πως, παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο αποφάσισε πως δεν παραβιάστηκαν από τον Κατηγορούμενο οι όροι που το ίδιο έθεσε, προωθήθηκε η υπόθεση αυτή, στη βάση κατηγοριών που ενέχουν τα ίδια ακριβώς εκδικασμένα ζητήματα, επιμένοντας, με βάση την ίδια μαρτυρία ως προς τα γεγονότα, στην αντίθετη θέση, ότι οι όροι που έθεσε το Κακουργιοδικείο παραβιάστηκαν, με τους ίδιους τρόπους που όμως ήδη αποφασίστηκε δικαστικά πως δεν συνιστούσαν τέτοια παραβίαση. Δεν υπάρχει μεν “issue estoppel” στις ποινικές διαδικασίες, και δεν είναι αυτό ακριβώς που ειπώθηκε στην ουσία της Connelly v. DPP [1964] AC 1254[12], ωστόσο, το αναμενόμενο είναι να μην υπάρχει επιμονή στην προώθηση ζητημάτων ως προς τα οποία υπήρξε είτε αθώωση είτε εξέλιξη παρεμφερής με την αθώωση σε κατηγορίες, κατά τρόπο ώστε να εκδηλώνεται περισσότερο μη αποδοχή υφιστάμενης δικαστικής ετυμηγορίας[13] (όπως είναι το Τ22). Παρεμβάλλεται πως, για την υπόθεση αυτή, ο Κατηγορούμενος έπρεπε να εμφανίζεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και μετά από την 08.10.2019, που είχε εκδοθεί η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου (Τ22), για τα επόμενα πέντε και πλέον χρόνια, υπέστη πίεση με τα θέματα εκπροσώπησής του και εν τέλει ακροαματική διαδικασία, έχοντας να ακούσει πρόσωπα να του καταλογίζουν ξανά τις ίδιες συμπεριφορές, που είχαν ήδη δικαστεί και αποφασιστεί, κατά τρόπο που δεν θα μπορούσε να λεχθεί πως δεν υπήρξε δυσμενής επηρεασμός του[14]. Η καταδίκη για δημόσια εξύβριση, πέντε και πλέον χρόνια μετά το συμβάν, συνηθέστερα, δεν θα έδιδε πιθανότητες επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, ενώ η ανώτατη προβλεπόμενη χρηματική ποινή είναι Λ.Κ.75 που αντιστοιχεί σε €128,14. Υπό το σύνολο των περιστάσεων, εάν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, παρά την ύπαρξη του Τ22, που εκθεμελιώνει αντικειμενικά την υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή σχετικά με το εάν ειπώθηκε η υβριστική φράση στο σχολείο, το Δικαστήριο, με σεβασμό, θα κινείτο στην εξαιρετική τροχιά της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
Κατάληξη
49. Καταληκτικά, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ώστε να δικαιολογείται η συνέχιση της δίκης. Ειδικότερα, όσον αφορά την 1η Κατηγορία, τη 2η Κατηγορία, την 3η Κατηγορία, την 4η Κατηγορία και την 5η Κατηγορία, δεν υπάρχει μαρτυρία που να καλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται οι κατηγορίες αυτές. Όσον αφορά την 6η Κατηγορία, υπάρχει μεν μαρτυρία που καλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στο οποίο αναφέρεται η κατηγορία αυτή (δημόσια εξύβριση), αλλά εκθεμελιώνεται αντικειμενικά από την ύπαρξη της δικαστικής απόφασης που έκρινε το ίδιο ακριβώς πραγματικό ζήτημα, του εάν ειπώθηκε ή όχι η συγκεκριμένη υβριστική φράση από τον Κατηγορούμενο στην παραπονούμενη, αποφασίζοντας πως δεν επρόκειτο για μία έγκυρη θέση. Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων αυτών, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
50. Έξοδα €330 να πληρωθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[2] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[6] Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδής, ΠΕ54/2017, 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531.
[7] Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25.
[8] Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362.
[9] Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493.
[10] Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297, Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 ΑΑΔ 89, Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 884.
[11] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503.
[12] Βλ. και DPP v Humphrys [1977] AC 1, που ανέτρεψε τη R v Hogan [1974] QB 398 και διαφώνησε με το obiter dicta της Connelly v DPP [1964] AC 1254 ότι το issue estoppel θα μπορούσε να εφαρμόζεται στα κατάλληλα γεγονότα, ακόμα κι όπου δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των δογμάτων autrefois acquit και autrefois convict (double jeopardy).
[13] Βλ. και Sambasivam v Public Prosecutor, Federation of Malaya [1950] AC 458, PC που ακολουθήθηκε στη R v Hay (1983) 77 Cr App Rep 70, CA, και R v Z [2000] 2 AC 483. Αν και η R v Hay δεν ανέτρεψε τη R v Z, το σκεπτικό του Court of Appeal στη R v Hay δεν συνάδει απόλυτα με το σκεπτικό του House of Lords στη R v Z. Βλ. και R v Terry [2004] EWCA Crim 3252 [41] από Auld LJ.
[14] Connelly v DPP [1964] AC 1254, Ex Parte Bennett [1994] 1 A.C. 42, R v. Latif [1996] 1 W.L.R. 104, R v. Beedie [1998] Q.B. 356, R v. Phipps (2005) EWCA Crim. 33, R v. Maxwell [2011] 4 All E.R. 941, Warren v. A-G for Jersey [2012] 1 A.C. 22, R v. JFJ [2013] EWCA Crim. 569, R v. Norman [2017] 4 W.L.R. 16.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο