ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ν. V.S. GENERAL PARTS & REPAIRS LTD κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 8448/2023, 18/2/2025
print
Τίτλος:
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ν. V.S. GENERAL PARTS & REPAIRS LTD κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 8448/2023, 18/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 8448/2023

 

ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

εναντίον

 

1.    V.S. GENERAL PARTS & REPAIRS LTD

2.    Χ. Σ.

Κατηγορούμενων

 

Ημερομηνία: 18/02/2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Κ. Παφίτη

Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2: κος Κ. Σιαηλής

Κατηγορούμενος 2 παρών

 

Π  Ο  Ι  Ν  Η

 

Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 βρέθηκαν ένοχοι στην υπό κρίση υπόθεση, κατόπιν δικής τους παραδοχής, σε συνολικά 19 κατηγορίες που τους προσάχθηκαν από τον Έφορο Φορολογίας για παραβάσεις προνοιών του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000), ως έχει τροποποιηθεί, και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών. Ειδικότερα, οι κατηγορίες υπ’ αριθμό 1 έως 11 αφορούν το αδίκημα της παράλειψης εμπρόθεσμης καταβολής Φ.Π.Α. συνολικού ύψους €75,219.37 που φαίνεται ως καταβλητέος σε φορολογικές δηλώσεις για τις φορολογικές περιόδους που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από 01/09/2019 μέχρι 30/11/2019, από 01/12/2019 μέχρι 29/02/2020, από 01/03/2020 μέχρι 31/05/2020, από 01/06/2020 μέχρι 31/08/2020, από 01/09/2020 μέχρι 30/11/2020, από 01/12/2020 μέχρι 28/02/2021, από 01/03/2021 μέχρι 31/05/2021, από 01/06/2021 μέχρι 31/08/2021, από 01/09/2021 μέχρι 30/11/2021, από 01/12/2021 μέχρι 28/02/2022 και από 01/09/2022 μέχρι 30/11/2022. Οι λοιπές κατηγορίες, ήτοι οι κατηγορίες υπ’ αριθμό 12 έως 19, αφορούν στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής πρόσθετου φόρου και τόκου, συνολικού ύψους €6,997.74, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής Φ.Π.Α.

 

Ως γεγονότα που στοιχειοθετούν την καταδίκη των Κατηγορούμενων υιοθετήθηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής τα γεγονότα που εκτίθενται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, με την συνήγορο να αναφέρει συμπληρωματικά ότι δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό μέχρι την εν λόγω ημερομηνία. Λόγω της μη συμμόρφωσης, ζήτησε για το οφειλόμενο ποσό την έκδοση σχετικών διαταγμάτων είσπραξης εναντίον της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, δυνάμει του άρθρου 46(12) της σχετικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το περιεχόμενο του Έγγραφου Α, το οποίο κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Τέλος, η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγορούμενων, με την ικανή αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτοί αντιμετωπίζουν και εξέφρασε την απολογία και μεταμέλεια τους.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τους Κατηγορούμενους ο κος Σιαηλής ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 2 ασκεί το επάγγελμα του ισιωτή αυτοκινήτων από το 2010. Ένεκα έλλειψης λογιστικών συμβουλών η Κατηγορούμενη 1 εξέδιδε τιμολόγια για τις υπηρεσίες που παρείχε, αρκετά των οποίων δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι και σήμερα. Περαιτέρω, ο συνήγορος των Κατηγορούμενων σημείωσε ότι καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των €30,000 για την αποπληρωμή του Φ.Π.Α., για χρονικές περιόδους διαφορετικές από αυτές του κατηγορητηρίου, και για τις φορολογικές περιόδους μετά το 2022 είναι συμμορφωμένοι με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. 

 

Στην συνέχεια, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγορούμενων, υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερομηνίας 24/09/2024 η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου και αφορά τον Κατηγορούμενο 2, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα.

 

Ο Κατηγορούμενος 2 είναι σήμερα ηλικίας 33 ετών, άγαμος και άτεκνος, και κατάγεται από την Πάφο. Είναι το μοναδικό παιδί που απέκτησαν οι γονείς του. Ο πατέρας του, σήμερα ηλικίας 63 ετών, πάσχει από καρκίνο τα τελευταία 4 χρόνια, έχει υποβληθεί σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις λόγω της ασθένειας του, και τα τελευταία 4 χρόνια δεν εργάζεται. Η μητέρα του Κατηγορούμενου 2, σήμερα ηλικίας 72 ετών, είναι συνταξιούχος. Ο Κατηγορούμενος 2 διαμένει με τους γονείς του και διατηρεί από το 2010 γκαράζ ισιώματος αυτοκινήτων και λαμβάνει μηνιαίο μισθό ύψους €2,000. Κατέχει 4 χωράφια σε χωριό της επαρχίας Πάφου και το γκαράζ οχημάτων όπου διατηρεί, το οποίο είναι υποθηκευμένο για σκοπούς δανειοδότησης.

 

Περαιτέρω ο κος Σιαηλής αναφέρθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες που κατά την θέση του είναι ορθό και δίκαιο να ληφθούν υπόψιν υπέρ των Κατηγορούμενων. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στον χρόνο που παρήλθε από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, και ιδιαίτερα της πρώτης κατηγορίας, μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και μέχρι σήμερα όπου το Δικαστήριο καλείτε να επιβάλει ποινή, σε συνδυασμό με την αντικειμενική αλλαγή που επήλθε στην ζωή του Κατηγορούμενου 2 κατά την πάροδο αυτών των χρόνων λόγω της ασθένειας του πατέρα του. Το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει υπόψιν προς όφελος του Κατηγορούμενου 2 το νεαρό της ηλικίας του, το γεγονός ότι καταβλήθηκε το ποσό των €30,000 για την αποπληρωμή του Φ.Π.Α. για χρονικές περιόδους διαφορετικές από αυτές του κατηγορητηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Κατηγορούμενων τόνισε ότι η κατάσταση της υγείας του πατέρα του Κατηγορούμενου 2 είναι προχωρημένη, και ο Κατηγορούμενος 2 κάθε 3 βδομάδες τον μεταφέρει στο Ογκολογικό. Επιπλέον η μητέρα του έχει πρόσφατα χειρουργηθεί στο γόνατο, η επέμβαση δεν ήταν επιτυχής, και η ίδια δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, πόσο μάλλον να βοηθήσει τον πατέρα του. Ήταν η θέση του κου Σιαηλή ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι ο προστάτης της οικογένειας του, τόσο οικονομικά αφού οι γονείς του λαμβάνουν συνολική σύναξη €1,100, όσο και πρακτικά και κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις συνέπειες που θα είχε στους γονείς του η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης αλλά και στην εργασία του αφού η επιχείρηση του θα καταστραφεί και κάποιοι άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι.

 

Καταλήγοντας, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την παραδοχή τους, το λευκό τους ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του Κατηγορούμενου 2, τονίζοντας ότι όλα τα προαναφερόμενα δικαιολογούν αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο 2 είναι αυτή της φυλάκισης, να αναστείλει αυτήν.

 

Έλαβα υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Πιο κάτω θα αναφερθώ στα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κρίνονται ουσιαστικά για την διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος και την έκταση της επιβαλλόμενης ποινής.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 46(9) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000) (ο «Νόμος»), οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

Το άρθρο 46(10Α) του Νόμου, καθορίζει ότι πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού  είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού.

 

Περαιτέρω, το άρθρο 46(12) του Νόμου, δίδει εξουσία σε ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον Έφορο το εν λόγω ποσό.

 

Η πρόνοια αυτή, όπως πρόσφατα έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ασσιώτης ν Εφόρου Φορολογίας, Ποινική Έφεση 143/2020, ημερομηνίας 12/04/2021, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα δια του οποίου να διατάσσεται το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο, που εν προκειμένω είναι η Κατηγορούμενη 1, να καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας την εναπομείνασα οφειλή.

 

Ευθύνη για ποινικό αδίκημα που διαπράττεται από νομικό πρόσωπο, φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου (άρθρο 48(1) του Νόμου).

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα για την διάπραξη των οποίων οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 κρίθηκαν ένοχοι είναι σοβαρά, κυρίως σε ότι αφορά τα αδικήματα των κατηγοριών μη καταβολής Φ.Π.Α. Αυτό διαφαίνεται και από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο.

 

Η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων που σχετίζονται με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών έχει τονιστεί επανειλημμένα. Ενδεικτικά παραπέμπω στην  υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Antreas Makris Tourist Taxi Service Co Ltd (1996) 2 A.A.Δ. 262 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θέτει ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και κάθε άλλη φορολογική νομοθεσία, συνιστά σοβαρό παράπτωμα και η εκπλήρωσή τους ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών... Κατά συνέπεια, οι ποινές που πρέπει να επιβάλλονται, πρέπει να αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και παράλληλα να είναι αποτρεπτικές για τους αδικοπραγούντες και για το κοινό, για να μην υπάρχει ενθάρρυνση στην παρανομία και στην παράνομη κατακράτηση των εσόδων του κράτους.»

 

Η είσπραξη του συγκεκριμένου φόρου από τους πολίτες που ασκούν εμπορική δραστηριότητα, καθιστά αυτούς ως εντολοδόχους απέναντι στο κράτος και η παράλειψη τους να αποδώσουν τα ποσά αυτά συνιστά παράνομη οικειοποίηση των χρημάτων αυτών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου Σπύρου Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, ημ. 18/09/2017).

 

Παραπέμπω επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζακατζιώτη (2001) 2 ΑΑΔ 85 στην οποία παρατηρήθηκε ότι:

 

«Η μικρή ποινή σε σχέση με τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε υπόθεσης αποτελεί έμμεσο τρόπο ενθάρρυνσης της παρανομίας, όταν η σοβαρότητα των αδικημάτων επιβάλλει την παρουσία του στοιχείου της αποτρεπτικότητας

[..] 

Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας καθίσταται οφειλόμενος από τη στιγμή που διενεργείται η παράδοση ή παροχή υπηρεσιών και ο επιχειρηματίας καθίσταται εμπιστευματοδόχος του κράτους για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο επιχειρηματίας έχει υποχρέωση να εισπράττει αμέσως τις σχετικές φορολογικές επιβαρύνσεις και να τις αποδίδει χωρίς καθυστέρηση στο κράτος. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα ελαφρυντικά που έχουν προβληθεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων αφού από αυτές απουσιάζει έντονα το στοιχείο της αποτρεπτικότητας

 

Όπως έχει επίσης νομολογηθεί, τα αδικήματα αυτής της μορφής είναι ιδιαίτερα σοβαρά και η σημασία τους αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι η επιβολή στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν είναι ασύνηθης επιλογή (βλ. Κύπρος Κυπριανού ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 144).

 

Ωστόσο, σύμφωνα με την νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά και ακόμη και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ποινή της φυλάκισης, πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος και οι συνθήκες και ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη ποινή κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής λαμβάνω υπόψη μου στην παρούσα περίπτωση την σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, στα πλαίσια της προαναφερθείσας νομολογίας. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ως επιβαρυντικό παράγοντα το μεγάλο ποσό που συνολικά οφείλεται προς την υπηρεσία Φ.Π.Α., το οποίο ανέρχεται στις €82,217.11. Σε σχέση μάλιστα με τον οφειλόμενο φόρο, τονίζεται ότι το ταμείο του κράτους στερήθηκε ένα μεγάλο ποσό εσόδων το οποίο του ανήκει. Δεν παραγνωρίζω επίσης ότι κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε έναντι των οφειλόμενων ποσών για τις περιόδους που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος των Κατηγορούμενων 1 και 2 λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

 

Το λευκό τους ποινικό μητρώο.

 

Την παραδοχή τους, έστω και στο στάδιο όπου έγινε, όπου σύμφωνα με την νομολογία αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούμπαλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).

 

Προς όφελος τους προσμετρά ότι έχουν συμμορφωθεί με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις για χρονικές περιόδους διαφορετικές από τις επίδικές, και έχουν καταβάλει το συνολικό ποσό των €30,000.

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου 2 λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου του. Συγκεκριμένα λαμβάνω υπόψη μου το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του Κατηγορούμενου 2, και την φροντίδα που του παράσχει ο Κατηγορούμενος 2 μεταφέροντας τον στα διάφορα ιατρικά ραντεβού του.

 

Τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, και ιδιαίτερα ότι αυτά διαπράχθηκαν ένεκα της έλλειψης λογιστικής συμβουλής των Κατηγορούμενων που είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να εισπράξουν τα οφειλόμενα ποσά προς αυτούς και στην συνέχεια να καταβάλουν το οφειλόμενο Φ.Π.Α. καθώς και το ότι το ποσό του Φ.Π.Α. που φαίνεται ότι εισπράχθηκε από την Κατηγορούμενη 1 δεν έχει στην πραγματικότητα εισπραχθεί.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στους Κατηγορούμενους  που ανέρχεται στα 5 έτη περίπου. Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).

 

Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα αδικήματα της πρώτης κατηγορίας διαπράχθηκαν περί τα τέλη του 2019 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 14/09/2023, δηλαδή 3.5 χρόνια μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται επίσης ότι οι εν λόγω κατηγορίες δεν χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα. Οι υπόλοιπες κατηγορίες φυσικά αφορούν μεταγενέστερες περιόδους.

 

Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα, όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, διαπιστώνω ότι παρήλθε 1.5 χρόνος περίπου. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος, θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος των Κατηγορούμενων.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές, την ανάγκη για αποτροπή και την ίδια ώρα την υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε αυτή να αρμόζει στις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη επιβάλλω σε αυτούς τις ακόλουθες ποινές:

 

Κατηγορούμενη 1

 

Σε σχέση με την Κατηγορούμενη 1 από την στιγμή που πρόκειται για νομικό πρόσωπο η ποινή που δύναται να της επιβληθεί δεν μπορεί να είναι άλλη από την χρηματική. Ως εκ τούτου, επιβάλλω σε αυτήν τις πιο κάτω χρηματικές ποινές:

·         Στην 1η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €500∙

·         Στη 2η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €500∙

·         Στην 3η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €500∙

·         Στην 4η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €500∙

·         Στην 5η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €500∙

·         Στην 6η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €100∙

·         Στην 7η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €100∙

·         Στην 8η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €2,000∙

·         Στην 9η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €1,000∙

·         Στη 10η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €1,000∙

·         Στην 11η κατηγορία χρηματική ποινή ύψους €1,000.

 

Δεν επιβάλλω καμία ποινή  στις κατηγορίες αρ. 12 έως 19, εφόσον οι καταβληθείσες χρηματικές επιβαρύνσεις, πρόσθετος φόρος και τόκος μπορούν να εισπραχθούν στη βάση διατάγματος που θα εκδώσω πιο κάτω, αλλά και χάριν της αρχής της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής.  

 

Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 46(12) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου εκδίδονται 19 διατάγματα εναντίον της Κατηγορούμενης 1 για τα ποσά που καταγράφονται στο Έγγραφο Α που κατατέθηκε από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, έγγραφο το οποίο θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.

 

 

 

Κατηγορούμενος 2

 

Σε ότι αφορά τον Κατηγορούμενο 2 τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας των αδικημάτων που βρέθηκε ένοχος και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου 2 είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Τα αδικήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).  Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο 2 και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).

 

Κατά συνέπεια και επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια στον Κατηγορούμενο 2  επιβάλλω ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε έκαστη των κατηγοριών 1 μέχρι 11. Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν εφόσον αφορούν αδικήματα ίδιας φύσεως που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο ενιαίας συμπεριφοράς. Επιβολή διαδοχικών ποινών στην υπό κρίση περίπτωση θα καθιστούσε την ποινή δυσανάλογη (βλ. Έφορος Φορολογίας ν. K & M FAMAGUSTA Developers and Constructions Ltd κ.α Ποινική Έφεση αρ. 164/2020 ημερ. 08.07.2022).

 

Δεν επιβάλλω οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες λαμβάνοντας υπόψη τις ποινές που του επιβλήθηκαν στις πιο πάνω κατηγορίες και χάριν της αρχής της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι στον καθορισμό της ποινής έλαβα υπόψη μου το συνολικά οφειλόμενο ποσό στη βάση των κατηγοριών 1 μέχρι και 11, αμφότερων περιλαμβανομένων.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο 2 θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Κατηγορούμενου 2.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 ΑΑΔ 373). Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (βλ. Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Άγγελος Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930 το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα πρέπει εκ νέου να εξετάσει τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής.

 

Όπως έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης είναι:

(α)  Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του      εγκλήματος,

(β)  το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και

(γ)  η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή.

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου 2 θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Κατηγορούμενου 2 κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε ικανός λόγος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Οι περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 2 όπως και όλοι οι υπόλοιποι μετριαστικοί παράγοντες που προαναφέρθηκαν, έχουν επαρκώς ληφθεί υπόψη προς όφελος του κατά την επιμέτρηση της ποινής σε βαθμό που αν αναστελλόταν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αυτή δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε.

Θεωρώ κρίσιμο να αναφέρω ότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του Κατηγορούμενου 2 είναι απολύτως κατανοητά και σεβαστά από το Δικαστήριο αλλά κρίνω ότι δεν αποκλείουν την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο 2.

 

Περαιτέρω, σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για τα αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, τα οποία είναι πολύ σοβαρά και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον Κατηγορούμενο 2 όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων σε ότι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης τους σκεπτικού του Δικαστηρίου, σημειώνω ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται από αυτές της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Καραολής, Ποινική Έφεση αρ. 230/2019, 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B177, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 2. Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την αναστολή ποινής φυλάκισης 3 μηνών, μεταξύ άλλων, λόγω του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, που ήταν περίπου 7 έτη. Στην εν λόγω υπόθεση ο Εφεσίβλητος είχε δείξει την έμπρακτη του μεταμέλεια με την καταβολή σημαντικού ποσού, έτσι ώστε το οφειλόμενο ποσό να μειωθεί από €170,333.46 σε €84,506.81. Όπως διαφαίνεται από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην συμμόρφωση που υπήρξε μέσω της καταβολής ενός μεγάλου ποσού έναντι του οφειλόμενου, σχεδόν του ήμισυ του οφειλόμενου ποσού, με αποτέλεσμα να επικυρώσει την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης. Αυτό το δεδομένο απουσιάζει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αφού ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε κανένα ποσό από την καταχώρηση της υπόθεσης αυτής μέχρι σήμερα. Αυτό αναφέρεται έχοντας υπόψη μου μάλιστα ότι η όλη καθυστέρηση η οποία υπήρξε, στην πραγματικότητα άφηνε στον Κατηγορούμενο χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης, έτσι ώστε είτε να αποφευχθεί η ποινική δίωξη αν ήταν αυτό δυνατό, ή να αποπληρωθεί το οφειλόμενο ποσό (βλ. Κωνσταντίνου Κώστας ν Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2009) 2 ΑΑΔ 403).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

Στη συνέχεια θα προχωρήσω να εξετάσω αν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε, η ποινή φυλάκισης, που έχω σήμερα επιβάλει στον Κατηγορούμενο θα πρέπει να συντρέχει ή να είναι διαδοχική με την ποινή 3 μηνών που του επιβλήθηκε αμέσως προηγουμένως από το παρόν Δικαστήριο στην υπόθεση αρ. 1393/2021 του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Το άρθρο 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου θέματος. Στην υπόθεση Κουφού κ.α v. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 396 τονίστηκε ότι το Δικαστήριο για να εκδώσει διαφορετική διαταγή (ήτοι όπως η ποινή να συντρέχει) πρέπει να υπάρχουν στην υπό κρίση περίπτωση ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Στην εν λόγω υπόθεση ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης για σειρά εγκλημάτων εναντίον περιουσίας, και καταδικάστηκε για αδίκημα που αφορούσε σε ναρκωτικές ουσίες. Το Εφετείο αναφέροντας ότι επρόκειτο για εντελώς διαφορετικά αδικήματα έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διαταγής διαφορετικής της γενικής πρόνοιας του άρθρου 117(2).

 

Στη Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, στην οποία ο Κατηγορούμενος είχε ήδη καταδικαστεί στα πλαίσια άλλης υπόθεσης για παρόμοιας φύσης αδικήματα, το Εφετείο έκρινε ορθό ότι θα έπρεπε όλες οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.

 

Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:

 

"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."

 

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής.  Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:

 

"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."

 

………

 

Με δεδομένη την ποινή των δυόμισι ετών ως το μέτρο που το Κακουργιοδικείο έκρινε ως ορθό (και η ποινή εκείνη δεν εφεσιβλήθη), το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, έχοντας υπ' όψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στο θέμα, δεν θα δικαιολογούσε την επιβολή ποινής τεσσεράμισι ετών.  Ή, θέτοντας το κάπως διαφορετικά, αν η υπόθεση αυτή ήταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου όταν επιβάλλετο ποινή στην 9399/03 και ελαμβάνετο υπόψη, αμφιβάλλουμε αν η ποινή που θα επέβαλλε το Κακουργιοδικείο, με δεδομένο πάντοτε το μέτρο των δυόμισι ετών που το ίδιο έκρινε ως ορθό, θα ήταν αισθητά διαφορετική από εκείνη που επεβλήθη. Υπό το φως του συνόλου  των περιστάσεων όπως τις έχουμε αξιολογήσει πιο πάνω, και έχοντας το όφελος και της απόφασης του Κακουργιοδικείου η οποία ετέθη ενώπιον μας, δεν θα είμαστε βέβαιοι ότι η ποινή των δυόμισι ετών που είχε επιβληθεί στην 9399/03 θα ήταν αυξημένη, ή αρκούντως αυξημένη, αν είχε ληφθεί υπ' όψη τότε η υπόθεση αυτή, ώστε να δικαιολογούσε άλλη απόφαση μας παρά ότι οι συντρέχουσες ποινές που επεβλήθησαν στην υπόθεση αυτή θα πρέπει να συντρέχουν με την ήδη επιβληθείσα ποινή των δυόμισι ετών.»

 

Θα πρέπει να εξετάζεται σε τέτοια περίπτωση το ζήτημα της συνολικότητας της ποινής, έννοια που έχει έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου, στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Χριστοφόρου ανωτέρω).

 

Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρέχουσων ή διαδοχικών ποινών, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση αρ. 132/17, ημερομηνίας 26.6.2019, ως ακολούθως:

«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas Principles of Sentencing, σελ. 47 κ. επ.).  Η ομοιότητα των  παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v P (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, 6 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).

 

Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (RvBuckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214, ECLI:CY:AD:2018:B214.

 

Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το  Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (Blake [1961] 45 CrAppRep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»

 

Όπως προκύπτει από την πλούσια νομολογία για το εν λόγω ζήτημα, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά ποσό οι ποινές πρέπει να δομούνται ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 54/2019, 19/05/2022, ECLI:CY:AD:2022:D195). Είναι καθήκον του Δικαστήριο αν θα επιβάλει διαδοχικές ποινές, όπως βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (βλ. Σωτηριάδου ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356).

 

Η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η τυχόν συνάφεια γεγονότων και ο χρόνος διάπραξης τους είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψιν G.MPikisSentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331).

 

Ακόμη όμως και αν τα αδικήματα ήταν του ίδιου ή παρόμοιου χαρακτήρα, αν διαρπάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, είχαν ως θύματα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και βασίζονταν κάθε φορά σε αυτοτελή γεγονότα, η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς δεν ενδείκνυται να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (βλ. Κατσιαρή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 163/2019, ημερ. 20/12/2019, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541). Κατά γενική δε αρχή, το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών.

 

 Από την άλλη, η διαφορετικότητα της φύσεως των αδικημάτων, δεν είναι το μόνο αποφασιστικό κριτήριο του κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή θα πρέπει να είναι διαδοχική. Έτσι για παράδειγμα στην Παραρέ v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 στην οποία τονίστηκε ξανά η σημασία της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής και πως η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 117(2) του Κεφ.115 δεν πρέπει να είναι άκαμπτη, το Ανώτατο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης των δυο μηνών που επιβλήθηκε σε σχέση με κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β συντρέχει με ποινή που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο σε σχέση με διαφορετικής φύσης αδικήματα, ήτοι ένοπλης ληστείας και κλοπής. 

Από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές προκύπτει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει στο σύνολο της την παραβατική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 2. Θα πρέπει δηλαδή να αξιολογηθεί, με αναφορά το σύνολο της έκνομης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου 2, το κατά πόσο η επιβολή της ποινής φυλάκισης ως συντρέχουσας με την ποινή που του επιβλήθηκε αμέσως προηγουμένως ή επιβολής της ως διαδοχική με αυτή αποτελεί δίκαιη και ανάλογη ποινική μεταχείριση του (βλ. Γ.Ε ν. Κύρρη Ποινική Έφεση αρ. 70/22 ημερ. 07.02.2023).

 

Υποβάλλοντας στον εαυτό μου το ερώτημα κατά ποσό η συνολική ποινή των 6 μηνών άμεσης φυλάκισης, που προκύπτει από την διαδοχικότητα των ποινών στην παρούσα και στην υπόθεση 1393/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, η οποία επιβλήθηκε αμέσως προηγουμένως και άρχισε να προσμετρά από σήμερα, είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς το σύνολο της παραβατικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου 2 σε σχέση με τα υπό τιμωρία αδικήματα, φρονώ πως η απάντηση είναι θετική. Στην κατάληξη μου αυτή έλαβα υπόψιν το ύψος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής για τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης, την καθυστέρηση καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης, καθώς και ότι πρόκειται για ίδιας φύσης αδικήματα προς το ίδιο ταμείο του Κράτους, και υφίσταται συσχετισμός των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων. Θέτοντας το διαφορετικά, αν η παρούσα υπόθεση λαμβάνετο υπόψη στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 1393/2021, θεωρώ ότι η ποινή που θα επιβάλλετο δεν θα ήταν διαφορετική από αυτή των 3 μηνών.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η ποινή φυλάκισης που σήμερα επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2 θα συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 3 μηνών που έχει σήμερα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο 2 στην υπόθεση αρ. 1393/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο