ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. O. A., Υπόθεση αρ. 1104/2025, 28/2/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. O. A., Υπόθεση αρ. 1104/2025, 28/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 1104/2025

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

 

M. O. A.

 

 

___________________

 

 

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή

Η. Σατολιάς, για τον Κατηγορούμενο

Κατηγορούμενος: παρών

 

 

Αίτημα για κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.        Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 12 κατηγορίες, για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 23.02.2025, σχετιζόμενα με τη συμπεριφορά του έναντι στην πρώην συμβία του. Αυτό ενώ την 26.07.2024 είχε εκδοθεί διάταγμα αποκλεισμού στην ποινική υπόθεση 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου, με το οποίο απαγορεύονταν στον Κατηγορούμενο να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων την οικία της παραπονούμενης ή την παραπονούμενη οπουδήποτε κι αν βρίσκεται ή να την παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο. Συναφώς, εκκρεμούν εναντίον του Κατηγορούμενου οι ακόλουθες υποθέσεις:

 

(α) ποινική υπόθεση 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου, για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 12.11.2024, ίδιας ή παρόμοιας φύσης με τα προβλήματα στην σχέση του Κατηγορούμενου με την παραπονούμενη.

 

(β) ποινική υπόθεση 5661/2024 Ε.Δ. Πάφου, για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 21.11.2024, παρόμοιας φύσης.

 

Υπήρξε καταδίκη του Κατηγορούμενου στην υπόθεση με αριθμό 8886/2023 Ε.Δ. Πάφου, για αδικήματα που φέρονται να έχουν διαπραχθεί το 2023 και δεν είναι της σοβαρότητας που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς εκτίμησης του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται το να ληφθούν υπόψη για σκοπούς συνεκτίμησης των στοιχείων του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου.

 

Υπήρξε προηγούμενη καταδίκη του και στην υπόθεση με αριθμό 3584/2023 Ε.Δ. Πάφου για αδικήματα που φέρονται να έχουν διαπραχθεί τον Απρίλιο του 2023, παρόμοιας φύσης.

 

Υπήρξε προηγούμενη καταδίκη του και στην υπόθεση με αριθμό 8967/2023 Ε.Δ. Πάφου για αδικήματα παρόμοιας φύσης που φέρονται να έχουν διαπραχθεί την 07.10.2023, περιλαμβανόμενου αδικήματος για παράβαση διατάγματος αποκλεισμού.

 

Τέλος, υπήρξε καταδίκη του στην υπόθεση 10577/2023 Ε.Δ. Πάφου για αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν την 24.12.2023, παρόμοιας φύσης. Είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης με αναστολή. Λήφθηκε υπόψη η υπόθεση 8967/2023 και η υπόθεση 3584/2023.

 

2.        Ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε τις εναντίον του κατηγορίες. Η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για την κράτηση του Κατηγορούμενου του μέχρι τη δίκη. Το αίτημα βασίζεται στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη. Έχω ενώπιον μου το μέχρι στιγμής μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης (Τεκμήριο Α), που περιλαμβάνει και τις προαναφερόμενες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς και το διάταγμα αποκλεισμού, καθώς και τις προηγούμενες καταδίκες (Τεκμήριο Β). Ενόψει της ένστασης που υπήρξε στο αίτημα, αναπτύχθηκε σχετική επιχειρηματολογία, που έχω υπόψη μου, στο σύνολό της. Ο κύριος Σατολιάς εστίασε στη φύση των αδικημάτων, αναμεταξύ της παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου, καθώς και στο γεγονός ότι η παραπονούμενη φέρεται αναποφάσιστα ως προς το εάν έχει παράπονο ή όχι από τον Κατηγορούμενο, υποβάλλοντας σχετικές ένορκες δηλώσεις προς το Δικαστήριο (Τεκμήριο Γ). Η υπόθεση 2880/2024 Ε.Δ. Πάφου, στην οποία αφορά το Τεκμήριο Γ, δεν αναφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, προς υποστήριξη του αιτήματός της.

 

3.        Στη σύνοψή τους, τα γεγονότα που ανάγονται στο κατηγορητήριο της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από την όψη της μαρτυρίας που περιέχεται στο Τεκμήριο Α, είναι τα εξής: Η παραπονούμενη, την 23.02.2025 και γύρω στις 20:30, ενώ βρίσκονταν στο σπίτι της, είδε να σταθμεύει έξω από την οικία της όχημα, από το οποίο να εξέρχεται ο Κατηγορούμενος, με τον οποίο συζούσε στο κοντινό παρελθόν. Της ζήτησε να του κάνει καφέ. Του είπε πως υπάρχει διάταγμα του Δικαστηρίου να μην την πλησιάζει και τότε την απείλησε με την φράση «εγώ γ*** την Αστυνομία, τους δικαστές σας, εν φοούμαι κανένα, τούτο ε σπίτι δικό μου». Επίσης, την εξύβρισε με τις φράσεις «να πάεις στ’ ανάθεμα εάν ειδοποιήσεις την Αστυνομία, στα αρτιή**** μου». Του είπε να φύγει, ξανά, ειδάλλως θα ειδοποιήσει την Αστυνομία. Όταν πήγε να καλέσει την Αστυνομία, την ακολούθησε και της επιτέθηκε, δηλαδή την άρπαξε από τα χέρια. Κατάφερε να καλέσει την Αστυνομία και εκείνος της είπε «γ*** την Αστυνομία» και μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Φοβάται για τη ζωή της, όπως ανέφερε. Ο Κατηγορούμενος, στην ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε πως είναι όλα ψέματα.

 

Εξέταση

4.        Η απόλυση ενός Κατηγορούμενο ενόσω εκκρεμεί η δίκη του είναι ένας κανόνας που απορρέει από το κατοχυρωμένο δικαίωμά του στην ατομική ελευθερία. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να επιβληθεί η κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του[1]. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους για τους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η εξαίρεση. Η πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων είναι ένας εξ αυτών.

 

5.        Συναφώς αναφέρεται πως για την κατάληξη σε συμπέρασμα ότι υπάρχει  κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων[2], δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Ο λόγος είναι για πιθανότητα και αρκεί, με τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, να δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δηλαδή, ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά στο μέλλον. Τέτοια στοιχεία, μπορούν να αναφέρονται στο ιστορικό και στον χαρακτήρα του Κατηγορούμενου, στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις. Μπορούν να προκύπτουν από τυχόν υφιστάμενο ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας ή και από στοιχεία προερχόμενα από την ίδια την υπόθεση την οποία ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει[3]. Όπου τα υπό κατηγορία αδικήματα εμπίπτουν σε χρονική περίοδο κατά την οποία ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ελεύθερος υπό όρους σε άλλη ποινική υπόθεση, για αδικήματα ιδίας ή παρόμοιας φύσης, αυτό αποκτά αυξημένη ισχύ κατά την εξέταση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, δεικνύοντας συγκεκριμένη τάση επαναλαμβανόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς[4]. Η πιθανολόγηση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων βάσει ποινικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του υποδίκου ή στοιχείων προερχόμενων από την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει, δεν αντίκειται στο τεκμήριο της αθωότητας[5].

 

6.        Στην Ε.Α.Β.Ο. v. Αστυνομίας, ΠΕ 133/24, 11.07.2024 όπου ο εφεσείων αντιμετώπιζε αδικήματα κατά συζύγου, απειλή, παρενόχληση θύματος βίας, ψυχολογική βία, ψυχικής βλάβη, παραβίαση διατάγματος αποκλεισμού ενώ εναντίον του εκκρεμούσαν και άλλες δύο ποινικές υποθέσεις για ίδιας ή παρόμοιας φύσης αδικήματα κατά της πρώην συζύγου του, η κράτηση επικυρώθηκε λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του ότι υπήρχε παλαιότερο διάταγμα αποκλεισμού το οποίο δεν φαινόταν να είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά. Αντίθετα, στη Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, στην οποία παρέπεμψε ο κύριος Νικήτα, που αφορούσε αδικήματα βίας στην οικογένεια, καθώς και φερόμενης παράβασης όρων υφιστάμενου διατάγματος αποκλεισμού, εκδοθέντος σε παλαιότερη υπόθεση που εκκρεμούσε για παρόμοια αδικήματα, οικογενειακής βίας, ψυχολογικής βίας, απειλής και κακόβουλης ζημιάς, δεν δικαιολογείτο η κράτηση γιατί εκεί είχε προηγηθεί τήρηση του διατάγματος για 14 μήνες, ομαλή συνεργασία των δύο και το σύνολο της μαρτυρίας (που αφορούσε μια συνάντηση) δεν προκαλούσε την απαιτούμενη ισχυρή εντύπωση περί μελλοντικής διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

7.        Στη Φ.Φ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 171/2024, 02.08.2024, στην οποία παρέπεμψε ο κύριος Νικήτα, ο Κατηγορούμενος αντιμετώπιζε συνολικά 16 κατηγορίες που αφορούσαν πέντε διαφορετικά χρονικά σημεία κατά τα έτη 2019 έως 2024 και αναφέρονταν σε δύο αδικήματα βιασμού της συζύγου, ψυχολογικής βίας κατά γυναίκας, βίας στην παρουσία ανηλίκου, ψυχικής βλάβης ανηλίκου, απειλών και επιθέσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εγκρίνει την κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι την εμφάνισή του στο Κακουργιοδικείο, όπου παραπέμφθηκε. Η πρωτόδικη κρίση είχε βασιστεί στις καταθέσεις της συζύγου, της θυγατέρας, και της πεθεράς του Κατηγορούμενου, παρατηρώντας ότι τα αδικήματα εναντίον των παραπονούμενων εκτείνονται σε βάθος χρόνου και δεν αποτελούν μεμονωμένη περίπτωση, σχηματίζοντας δι’ αυτού του δεδομένου την εντύπωση ότι, σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος αφήνονταν ελεύθερος, θα διαπράξει νέα αδικήματα. Κατ’ επέκταση, ό,τι είχε επιδράσει στην κρίση του Δικαστηρίου, ήταν το γεγονός ότι το κατηγορητήριο εκτείνονταν σε περίοδο πέντε ετών (2019 έως 2024) και το ότι σε αυτό γινόταν αναφορά σε πέντε περιστατικά. Το Εφετείο, διαφωνώντας με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμφώνησε με τη θέση πως είχε τη σημασία του το ότι τα σοβαρά αδικήματα για τα οποία η σύζυγος προέβη σε καταγγελία φέρονταν να είχαν διαπραχθεί κατά το τελευταίο δίμηνο της έγγαμης σχέσης του ζεύγους. Τα περιστατικά του τελευταίου διμήνου, για τα οποία κατήγγειλε η σύζυγος, φέρονταν να αφορούν την ερωτική ζωή του ζεύγους και να είχαν ως βάση τη φερόμενη απαίτηση για ερωτική επαφή και τη συνακόλουθη απουσία συναίνεσης για κάτι τέτοιο. Τα υπόλοιπα δύο περιστατικά, κοινής επίθεσης, φέρονταν να είχαν λάβει χώρα σε παλαιότερο χρόνο, ήτοι προ τριετίας και πενταετίας αντίστοιχα. Άλλη μαρτυρία αναφερόταν στο ότι το ίδιο βράδυ, της αρχικής κατάθεσης της συζύγου, η Αστυνομία ζήτησε από τον Κατηγορούμενο/Εφεσείοντα να φύγει από τη συζυγική οικία και στο ότι αυτός το έπραξε αυτοστιγμεί. Διατυπώθηκε η άποψη του Εφετείου πως όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία του μαρτυρικού υλικού θα έπρεπε να ελκύσουν μεγαλύτερη προσοχή κατά την πρωτόδικη εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων και πριν τη διατύπωση της οριστικής κατάληξης ότι ο χρόνος διάπραξης και ο αριθμός περιστατικών δημιουργούσαν «την αναγκαία ισχυρή εντύπωση». Διατυπώθηκε πως το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων από τη μαρτυρία, σε συνδυασμό με τη φερόμενη εγκληματική δράση σε συγκεκριμένο περιβάλλον, ήταν εναντίον μελών της οικογένειας, και όχι γενικά στην κοινωνία, και ότι γι’ αυτό όφειλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, να προβληματιστεί για την αναγκαιότητα της κράτησης με την έννοια των λεχθέντων στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/2021, 01.09.2021:

 

«Ήταν συναφές και έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η μαρτυρία δεν αναδείκνυε τάση του Εφεσείοντα προς την παρανομία γενικά, αλλά με αναφορά στον πατέρα του. Σε αντιδιαστολή με τις περιπτώσεις ροπής προς το έγκλημα γενικά ή έστω προς κατηγορίες αδικημάτων όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει την ελευθερία του υπόδικου με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά, στις περιπτώσεις όπου η παρανομία για την οποία υπάρχει η ανάγκη προφύλαξης είναι συγκεκριμένη, είναι ευχερέστερη και μπορεί να εξυπηρετήσει η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων προς διασφάλιση έναντι του κινδύνου της επανάληψης των αδικημάτων και αποφυγή της κράτησης που είναι η έσχατη λύση και που μπορεί να διαταχτεί εκεί και μόνο όπου κρίνεται ότι κανένα άλλο μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει».

 

Αναφέρθηκε, στη Φ.Φ. (ανωτέρω), πως, όπως και στη Γεωργίου (ανωτέρω), θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός της καταγγελίας, που εκεί είχε γίνει για πρώτη φορά, και ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου/Εφεσείοντα στην οποία γινόταν αναφορά στη μαρτυρία αφορούσε σε χρόνους πριν την καταγγελία. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που επαναδιατυπώθηκε ο λόγος της Γεωργίου (ανωτέρω) πως η συμπεριφορά του κατ' εξακολούθηση παραβάτη, που ενδεχομένως αισθάνεται ότι μπορεί να ενεργεί εκτός των πλαισίων του νόμου, ενδέχεται να διαφοροποιείται μετά την καταγγελία, δεδομένου ότι το θύμα του έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής, ανοχής ή και ενδοιασμούς στο να τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου θύτης και θύμα είναι του ιδίου περιβάλλοντος ή συγγενικά πρόσωπα. Έτσι, και στη Φ.Φ. (ανωτέρω), κρίθηκε πως η συγγενική σχέση μεταξύ φερόμενου θύτη και θυμάτων, θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί υπό αυτή την οπτική.

 

8.        Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και στη Φ.Φ. (ανωτέρω), ο Κατηγορούμενος φέρεται να εμπλέκεται σε αδικήματα που σχετίζονται με τη διαταραγμένη σχέση του με την παραπονούμενη, τα οποία κινούνται χρονικά εδώ και αρκετό καιρό, από το 2023, και να μην έχει ευρύτερη εμπλοκή με άλλες εγκληματικές ενέργειες που να θέτουν σε κίνδυνο και την ευρύτερη κοινωνία, πτυχή που λαμβάνεται υπόψη. Υπάρχει οξυθυμία, που εξέφρασε και στο εδώλιο, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ενώ η προηγούμενη καταδίκη του στην υπόθεση 8886/2023 αφορούσε σε παράλειψη συμμόρφωσης με σήμα τροχαίας και σε κοινή οχληρία. Η διαφοροποίηση, από τη Φ.Φ. (ανωτέρω), είναι πως, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξαν προηγούμενες καταγγελίες από την παραπονούμενη, βάσει των οποίων εκκρεμούν δύο ακόμα υποθέσεις εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς και προηγούμενες καταδίκες. Άρα, δεν τίθεται πλέον ως διαθέσιμη η οπτική της εξέτασης της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου μετά από την αντίδραση του φερόμενου ως θύματος να καταγγείλει και την συνεπακόλουθη εμπλοκή των διωκτικών αρχών και το σχετικό βίωμα του Κατηγορούμενου, ως καταγγελλόμενου. Αφαιρουμένης αυτής της παραμέτρου, υπάρχει η συχνότητα και η συνέχεια στα καταγγελλόμενα περιστατικά, που δίδει ένα μοτίβο τέτοιας συμπεριφοράς διάπραξης αδικημάτων εναντίον της παραπονούμενης. Δίδει τέτοιο μοτίβο ακόμα κι αν ο κίνδυνος που απορρέει από αυτήν την συμπεριφορά δεν αφορά σε ολόκληρη την κοινωνία ή εν γένει στο κοινωνικό σύνολο, αλλά σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ουδόλως η διατύπωση θα μπορούσε να είναι πως επιτρέπεται η διαφαινόμενη διάπραξη εγκλήματος, εάν αυτό στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου μόνον προσώπου.

 

9.        Έπειτα, πρόσθετη διαφοροποίηση από τα δεδομένα της Φ.Φ. (ανωτέρω), είναι πως, στην προκειμένη περίπτωση, έχουν ήδη επιβληθεί απαγορεύσεις στο πλαίσιο της υπόθεσης 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου. Ουδέποτε τροποποιήθηκαν ή ζητήθηκε κάποια πρόσθετη εξαίρεση, από οποιονδήποτε, για λόγους που να σχετίζονται με προσπάθεια συμφιλίωσης ή επανένωσης του Κατηγορούμενου με την παραπονούμενη ή για διαφοροποιητικούς λόγους που σχετίζονται με την συμπεριφορά της παραπονούμενης. Οι όροι που τίθενται από το Δικαστήριο πρέπει να είναι σεβαστοί και να τηρούνται, ανεξαρτήτως προσωπικών επιθυμιών ή αποφάσεων, μέχρι να και εφόσον παύσουν να ισχύουν. Το πρόσωπο που φέρεται ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κατά τεκμήριο ευρισκόμενο σε ευάλωτη θέση, δεν θεωρείται πως μπορεί να λάβει έγκυρα απόφαση να εγκαταλειφθούν όροι που έχουν τεθεί για την προστασία του, χωρίς να ακολουθηθούν πρώτα ορισμένες διασφαλίσεις. Συναφώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί, με βάση ό,τι προκύπτει από την όψη της μαρτυρίας, και τα λεγόμενα του Κατηγορούμενου, να θεωρήσει, σε αυτό το στάδιο και για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, πως λέει ψέματα η παραπονούμενη. Έπειτα, συνεκτιμώντας αυτήν την παράμετρο, να της δώσει τέτοια βαρύτητα ώστε να ωθηθεί να καταλήξει πως οι απαγορευτικοί όροι που τέθηκαν ήταν ως να μην είχαν τεθεί, επιστρέφοντας στον λογισμό και τον λόγο της Φ.Φ. (ανωτέρω). Ασφαλώς και δεν διαφεύγουν από την προσοχή του Δικαστηρίου οι κίνδυνοι που εγγενώς υπάρχουν σε τέτοιας φύσης διαφορές, αναμεταξύ συζύγων, με πιθανόν εναλλασσόμενες διαθέσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές, έναντι στις οποίες τιθέμενος, ο περιορισμός της ατομικής ελευθερίας, μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μοιάζει δυσανάλογος. Δεν θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει και υποτίμηση των καταγγελλόμενων αδικημάτων, με επίρριψη ευθύνης προς την παραπονούμενη, ή επειδή έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερα διαταραγμένης σχέσης. Δεν θα μπορούσε να υποτιμηθεί γενικότερα η καταγγελία της παραπονούμενης και το περιεχόμενό της, με αξιολόγηση και αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της. Είναι σε τέτοια αξιολόγηση επί της ουσίας που κάλεσε το Δικαστήριο ο κύριος Σατολιάς, θίγοντας, λόγου χάριν, το ότι δεν κατήγγειλε άμεσα το επεισόδιο, ενώ ήταν η Αστυνομία σπίτι της, και επέλεξε να ηρεμίσει πρώτα, και να μεταβεί στον σταθμό. Αναφέρθηκαν γενικότερα επικριτικά σχόλια σε σχέση με τη συμπεριφορά της παραπονούμενης, την οποία η πλευρά του Κατηγορούμενου θεωρεί καταχρηστική ή σκόπιμη. Νοείται ότι η καταγγελία ανύπαρκτων ή φανταστικών αδικημάτων στην Αστυνομία είναι αξιόποινη. Υπό το σύνολο τελικά των δεδομένων, υπάρχει ισχυρή εντύπωση διάπραξης όμοιας ή και σοβαρότερης φύσης αδικημάτων εναντίον της παραπονούμενης μέχρι τη δίκη, και εφόσον διαπιστώνεται αυτός ο κίνδυνος, δεν μπορεί να προληφθεί με κάποιον άλλον τρόπο, πόσω μάλλον εφόσον έχει δοκιμαστεί και αποτύχει η αποτρεπτικότητα του απαγορευτικού διατάγματος. Οι όροι που προτάθηκαν δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τους όρους που περιέχονται στο υφιστάμενο διάταγμα. Η κράτηση προκύπτει, πλέον, ως το έσχατο μέσο, και ως απολύτως αναγκαία.

 

 

Κατάληξη

 

10.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για την κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τη δίκη του εγκρίνεται.

 

 

(Υπ.) ……………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.

[2] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.05.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 04.02.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.

[3] Μπατιρίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 231/2024, 08.10.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Παταϊσιας, ΠΕ 157/2024, 30.09.2024, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 271/23, 24.01.2023, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109.

[4] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024.

[5] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 ΑΑΔ 373.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο