
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4535/2024
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
εναντίον
I. Z. Y.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 24/02/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Σ. Σοφοκλέους
Για τον Κατηγορούμενο: κα Β. Χαραλάμπους
Κατηγορούμενος παρών
Π Ο Ι Ν Η
Ο Κατηγορούμενος μετά από δική του παραδοχή βρέθηκε ένοχος στις ακόλουθες κατηγορίες:
1. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών (πρώτη κατηγορία)∙
2. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος από πρόσωπο που έχει αποστερηθεί της ικανότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης (δεύτερη κατηγορία)∙
3. Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου (τρίτη κατηγορία).
Σημειώνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή καταχώρησε προφορική ποινική δίωξη για την τέταρτη κατηγορία που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα η εν λόγω κατηγορία να διακοπεί και ο Κατηγορούμενος να απαλλαγεί στην εν λόγω κατηγορία.
Τα γεγονότα, όπως αυτά έχουν εκτεθεί από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής έχουν ως το κατηγορητήριο. Συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος στις 02/06/2024, ημέρα Κυριακή, στις 13.10 στην οδό Τεύκρου στη Κάτω Πάφο, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ]. O M.K.1 ανέκοψε για έλεγχο το εν λόγω όχημα, όπου διαπίστωσε ότι οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο. Από έλεγχο που διενέργησε διαπίστωσε ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα κατά παράβαση διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην υπόθεση με αριθμό 9593/2023, το οποίο του στερούσε την ικανότητα να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για περίοδο 4 μηνών, δηλαδή από 16/03/2024 μέχρι 23/07/2024. Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος κατά τον πιο πάνω χρόνο και τόπο οδηγούσε το εν λόγω όχημα χωρίς να ευρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης, που αφορά ευθύνη του οδηγού του αναφερόμενου οχήματος έναντι τρίτου. Όταν τον πληροφόρησε για τα αδικήματα που διέπραξε, αυτός απάντησε ότι η στέρηση της άδειας οδήγησης του ήταν μόνο για Σαββατοκύριακα.
Από την συνομιλία τους ο Μ.Κ.1 διαπίστωσε ότι ήταν διεσταλμένες οι κόρες των ματιών του Κατηγορούμενου και η συμπεριφορά του ήταν περίεργη. Ο Μ.Κ.1, αφού του επέστησε την προσοχή στον Νόμο, τον υπέβαλε σε προκαταρκτική εξέταση νάρκοτεστ, με θετικό αποτέλεσμα. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε τελική εξέταση νάρκοτεστ και από τις επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους διαπιστώθηκε ότι αυτός οδηγούσε υπό την επήρεια κάνναβης.
Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πρόσθεσε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και βαρύνεται με 8 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του.
Με την ικανή αγόρευσή της για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορούμενου αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια του Κατηγορούμενου. Ανέφερε ότι δεν πρόκειται για τακτικό χρήστη ναρκωτικών ουσιών, αλλά υπέπεσε σε μια στιγμή αδυναμίας. Σχετικά με την δεύτερη και τρίτη κατηγορία ανέφερε ότι αναγκάστηκε να οδηγήσει για να μεταφέρει την σύζυγο του στον ιατρό και ότι υπήρχε ασφάλιση ευθύνης έναντι τρίτου, όμως λόγω της στέρησης της άδειας οδήγησης του δεν ήταν σε ισχύ (Τεκμήριο Α). Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές του συνθήκες η συνήγορος του υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 23 ετών, κατάγεται από την Βουλγαρία, και είναι το μοναδικό παιδί που απέκτησαν οι γονείς του από τον γάμο τους. Ο Κατηγορούμενος έχει ένα ετεροθαλή αδελφό από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του, ο οποίος διαμένει στην Βουλγαρία. Οι γονείς του χώρισαν όταν ο ίδιος ήταν ηλικίας 4 ετών, και το 2012 εγκαταστάθηκε με την μητέρα του στην Κύπρο για βιοποριστικούς λόγους. Ο Κατηγορούμενος είναι απόφοιτος Τεχνικής Σχολής στον κλάδο της ηλεκτρολογίας. Τα τελευταία 4 χρόνια εργάζεται ως κηπουρός σε φυτώριο και λαμβάνει από την εργασία του μηνιαίο μισθό ύψους €800. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ο πατέρας του είναι κλινήρης λόγω προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, και ο Κατηγορούμενος στέλνει χρηματική βοήθεια στον πατέρα του για την κάλυψη των βασικών αναγκών του καθώς και για τα έξοδα φροντίδας του.
Αναφέρθηκε ότι στα πλαίσια των καθηκόντων στην εργασία του ο Κατηγορούμενος χρειάζεται να οδηγεί καθημερινά για να μεταφέρει το προσωπικό της εταιρείας στον χώρο εργασίας τους, όπως επίσης και την μεταφορά κλαδεμάτων στους χώρους αποβλήτων (Τεκμήριο Β). Ο ίδιος πλέον δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και προς τούτο κατατέθηκαν στο Δικαστήριο σχετικές αναλύσεις του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 13/12/2024 και 07/02/2025 (Τεκμήριο Γ).
Για σκοπούς επιβολής της ποινής, θα εξετάσω πρώτα την δεύτερη κατηγορία, η οποία αφορά ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή Δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 19Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972, Ν. 86/72, η οποία είναι και η πιο σοβαρή. Σύμφωνα με το άρθρο 19Α:
«Πρόσωπο, το οποίο έχει αποστερηθεί με απόφαση ή διάταγμα του δικαστηρίου, της ικανότητας να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση της πιο πάνω απόφασης ή διατάγματος, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα έξι χιλιάδες ευρώ οκτακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ (€6.834) ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Πρόσθετα, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 19 (1) του Ν. 86/72, παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο να αποστερήσει στον καταδικασθέντα το δικαίωμα να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδηγού για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται δικαστικό διάταγμα οφείλει να συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του διατάγματος αφού η υπακοή σε διατάγματα δικαστηρίου συνιστά μια σημαντική πτυχή του κράτους δικαίου (βλ. Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας ν Ντούμα κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 133). Παρακοή σε διάταγμα δικαστηρίου πλήττει το θεμέλιο της έννομης τάξης και πρέπει, κατά κανόνα, να αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης και μόνο κατ’ εξαίρεση με πρόστιμο (βλ. Kay v Municipality of Larnaca (1982) 2 C.L.R. 236, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ).
Στην απόφαση CCC Laundries (Paphos) Limited v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 ΑΑΔ 288, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Η απείθεια σε διαταγή του Δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του Δικαστηρίου. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα η τέλεση του οποίου πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης. Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή. Οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται Βλ. Kay v. Municipality of Larnaca (1982) 2 A.A.Δ. 236. Οι πολίτες σε όποια κοινωνική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν ή σε όποια θέση βρίσκονται, υπέχουν αυστηρή υποχρέωση υπακοής στα δικαστικά διατάγματα που τους αφορούν. Αυτό επιβάλει η αρχή της ισονομίας. Οι δικαστές προσηλωμένοι στην αποστολή τους με πλήρη διαφάνεια και αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκτελούν το καθήκον τους. Συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν το έργο τους δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές.»
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το αδίκημα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρό. Αυτό διαφαίνεται πρωτίστως από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264 και Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632).
Τέτοια αδικήματα διαπράττονται κυρίως από νεαρά άτομα και είναι τα άτομα αυτά που θα πρέπει να συνετιστούν (βλ. Παντέλα Κυριάκος ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562). Η διάπραξη τροχαίων αδικημάτων, δυστυχώς από νεαρά πρόσωπα, αποτελεί συχνό φαινόμενο, για το οποίο αντλώ γνώση από την εκδίκαση μεγάλου όγκου τέτοιας φύσεως υποθέσεων, και ταυτόχρονα μείζων κοινωνικό πρόβλημα, αποτέλεσμα κακής νοοτροπίας που δεν φαίνεται να υποχωρεί. Τα αδικήματα αυτά, ιδιαίτερα της παρακοής δικαστικού διατάγματος, δεν μπορούν απλά να αποδίδονται σε νεανική επιπολαιότητα ή απερισκεψία αλλά πρέπει να αντιμετωπιστούν με αυστηρότητα για να σταλούν τα αναγκαία μηνύματα (βλ. Παντέλα ανωτέρω).
Η φύση του διατάγματος, οι πιθανές συνέπειες της παράβασης του, αλλά και οι λόγοι παρακοής, αποτελούν σχετικούς παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του στην επιλογή της ποινής (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 196).
Στο σύγγραμμα Wilkinson’s Road Traffic Offences, 23rd ed, 2007, Vol. 1, στη σελ 1/745, παρ. 11.85 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, για το αδίκημα οδήγησης μετά από στέρηση, ως επιβαρυντικοί παράγοντες, αν η οδήγηση έγινε από πρόσωπο που ήταν ελεύθερο με εγγύηση, αν δεν πέρασε ποτέ εξέταση οδήγησης, η οδήγηση έναντι αμοιβής, η προσπάθεια αποφυγής εντοπισμού, η μεγάλη απόσταση οδήγησης, ο προσχεδιασμός, η συνεχιζόμενη παράβαση του διατάγματος και η πρόσφατη επιβολή ανικανότητας. Ως μετριαστικοί παράγοντες αναφέρονται το έκτακτο συμβάν, το μικρό της απόστασης οδήγησης, η συνεργασία με την αστυνομία και η μεταμέλεια.
Δεν παραβλέπω ότι και το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας είναι πολύ σοβαρό. Σύμφωνα με το άρθρο 11 (Β) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86:
«Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει οποιοδήποτε όχημα σε οποιαδήποτε οδό ενώ τελεί υπό την επήρεια ναρκωτικών, διαπράττει αδίκημα.»
Ως ναρκωτικά το άρθρο 11 (Α) ερμηνεύει τις ελεγχόμενες ουσίες, όπως αυτές καθορίζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977.
Το άρθρο 11Ζ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 ως έχει τροποποιηθεί προβλέπει για τον παραβάτη του εν λόγω αδικήματος «ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή σε στέρηση της ικανότητάς του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε όλες ή σε οποιαδήποτε ή σε οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω ποινές.»
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 20Α(2) του Ν.86/72, ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, προβλέπεται η επιβολή κατ’ ελάχιστον 5 βαθμών ποινής και κατά μέγιστο 10 βαθμών ποινής σε πρόσωπο που καταδικάζεται για το εν λόγω αδίκημα, αναλόγως βέβαια των περιστάσεων.
Σοβαρό επίσης είναι και το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης, το οποίο αφορά την τρίτη κατηγορία, λόγω, μεταξύ άλλων, των σοβαρών επιπτώσεων για τα θύματα δυστυχημάτων από ανασφάλιστη χρήση οχήματος (βλ. Πουλλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 57, 61). Σύμφωνα με το άρθρο 3(4) του Ν.96(1)/2000, πρόσωπο που καταδικάζεται για το εν λόγω αδίκημα τιμωρείται, σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος και/ή χρηματική ποινή μέχρι και €3.000, και σε περίπτωση δεύτερης καταδίκης, με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και/ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €6.000. Σύμφωνα δε με το εδάφιο 5 του πιο πάνω άρθρου η στέρηση που επιβάλλεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου 4, εκτός και εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι θα είναι για περίοδο όχι μικρότερη των έξι μηνών από την ημερομηνία της καταδίκης, ή για τέτοια μεγαλύτερη περίοδο που το Δικαστήριο, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα θεωρήσει κατάλληλη.
Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 20Α του Νόμου 86/1972, το Δικαστήριο για το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης μπορεί να επιβάλει από 3 έως 6 βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησης του Κατηγορούμενου, αναλόγως πάντοτε των περιστάσεων της υπόθεσης.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, πάντα σε σχέση με το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης, ακόμα ένας παράγοντας που συνηγορεί στην επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι και η έντονα ανησυχητική έξαρση στην διάπραξη των συγκεκριμένων φύσεως αδικημάτων, γεγονός για το οποίο αντλώ δικαστική γνώση από την ενασχόληση μου με τροχαίας φύσεως υποθέσεις.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Κατηγορούμενος ήδη βαρύνεται με 8 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του, στοιχείο που καταδεικνύει τάση του Κατηγορούμενου προς την παραβατικότητα και καθιστά πρόδηλη την ανάγκη για αναμόρφωση της οδηγητικής του συμπεριφοράς.
Ο Κατηγορούμενος στις 02/06/2024 όταν αποφάσισε να οδηγήσει κατά τη διάρκεια της ισχύος της στέρησης που του είχε επιβληθεί και χωρίς ασφάλεια, και υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, επέδειξε πλήρη αδιαφορία και ανευθυνότητα. Αυτή η οδική του συμπεριφορά ήταν απαράδεκτη και αντικοινωνική. Τέτοιου είδους συμπεριφορές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα και τα Δικαστήρια, μέσω των ποινών που επιβάλλουν, οφείλουν να στείλουν ξεκάθαρα μηνύματα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνονται αποδεκτές.
Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).
Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:
Το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίου του δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό του τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αμείβεται «με σχετική έκπτωση στην ποινή», διότι αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (βλ. Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28 και Θεοδώρου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 208/18, 27/11/2019).
Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την έκθεση του τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας. Ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 23 ετών, εργάζεται και ζει στην Κύπρο και αποστέλλει χρήματα στον πατέρα του για να τον βοηθήσει οικονομικά.
Λαμβάνω υπόψιν μου, προς όφελος του Κατηγορούμενου, το ότι από τη συμπεριφορά του δεν προκλήθηκε ζημιά ή βλάβη σε τρίτο πρόσωπο, καθώς και την απολογία του και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές, στοιχείο ενδεικτικό της έμπρακτης μεταμέλειας του Κατηγορούμενου.
Περαιτέρω, δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο το Δικαστήριο το νεαρό της ηλικίας του Κατηγορούμενου ο οποίος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν σχεδόν 22 ετών. Σύμφωνα με τη Νομολογία το νεαρό της ηλικίας αποτελεί επιπρόσθετο ελαφρυντικό παράγοντα. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση Βασίλης Φανάρας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50 «Κρίνεται πως δεν είναι επιθυμητό νεαρό άτομο, στα αρχικά δηλαδή στάδια της δημιουργίας της προσωπικότητας του, να στερηθεί της ευκαιρίας να ωριμάσει για να κάνει τις επιλογές του στη ζωή».
Στην Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449 σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
«Νεαρά άτομα αυτής της ηλικίας ιδιαίτερα χρήζουν αυτής της μεταχείρισης εφόσον το αποτέλεσμα που θα επιτυγχάνετο από μια ποινή άμεσης φυλάκισης μακράς σχετικώς διάρκειας, όπως είναι οι ποινές που επιβλήθησαν στην προκειμένη περίπτωση, ενδέχεται να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος που θα προέρχετο από την προσδοκία, με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, ότι όντως θα υπάρξει αναμόρφωση και θα αποφευχθεί μια χειροτέρευση της θέσης των Εφεσειόντων εάν αυτοί περνούσαν στη φυλακή το μεγάλο αυτό σχετικά χρονικό διάστημα.»
Όπως έχει νομολογηθεί ο νεαρός κατηγορούμενος δεν πρέπει να μένει με την εντύπωση ότι η κοινωνία τον έχει ξεγράψει από τους κόλπους της. Αντιμετωπίζεται με περισσότερη επιείκεια από το Δικαστήριο δίνοντας του τη δυνατότητα να αναμορφώσει την παραβατική του συμπεριφορά και να γίνει χρήσιμος πολίτης της πολιτείας. Όταν δε υπάρχει ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από τη σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα του νεαρού κατηγορουμένου, η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας του είναι αναπόφευκτη. Σε κάθε περίπτωση επιβολή ποινής φυλάκισης σε νεαρά πρόσωπα θα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή του Δικαστηρίου εκτός αν κρίνει ότι τούτο είναι η μόνη ορθή επιλογή.
Ωστόσο, ως έχει νομολογηθεί το νεαρό της ηλικίας δεν μπορεί να επενεργεί πάντα ως ελαφρυντικός παράγοντας ενόψει της δραματικής αύξησης των θανατηφόρων δυστυχημάτων στον τόπο μας, της εμπλοκής σε πολλές περιπτώσεις νεαρών προσώπων και της συνακόλουθης ανάγκης να συνετιστούν τα άτομα νεαρής ηλικίας μέσω της επιβολής αυστηρών ποινών (βλ. Χρίστου Μιχαήλ ν Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562). Τα Δικαστήρια οφείλουν να στέλνουν στους νεαρούς παραβάτες του Οδικού Κώδικα το μήνυμα ότι οφείλουν να απέχουν από την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, αφού μπορεί να δημιουργήσουν κίνδυνο επί της οδού τον οποίο να μην μπορούν να διαχειριστούν λόγω μειωμένης οδικής ικανότητας.
Αποδίδεται επίσης καταλυτική σημασία στο ότι ο Κατηγορούμενος δεν λαμβάνει πλέον ναρκωτικές ουσίες και προς τούτο κατατέθηκαν ως Τεκμήριο Γ σχετικές αναλύσεις στις οποίες δεν εντοπίστηκαν ναρκωτικές ουσίες (βλ. Γιαννακάκης ν Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 364).
Ο κατηγορούμενος διέπραξε σωρεία σοβαρών αδικημάτων και ως θέμα αρχής η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν θα ήταν λάθος. Στη Huseyin Topaloglurari v. Aστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 478 λέχθηκε ότι η διάπραξη σωρευτικών τροχαίων αδικημάτων δεν αποκλείει την επιβολή ποινής φυλάκισης, όπου αυτή δικαιολογείται από τα γεγονότα της υπόθεσης.
Τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες του Κατηγορούμενου, όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας του αδικήματος της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας που βρέθηκε ένοχος και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Τα αδικήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540). Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).
Με αναφορά τώρα στη στέρηση της άδειας οδηγού θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ποινή βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η άδεια οδήγησης αποτελεί επίκτητο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου είναι συνυφασμένη με τους όρους που θέτει ο Νόμος για την οδική ασφάλεια (βλ. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465).
Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη όπως επίσης και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης (βλ. Ελευθερίου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300).
Το ότι το πρόσωπο που αποστερείται του δικαιώματος οδήγησης χρειάζεται καθημερινά την άδειά του στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση του εύρους της περιόδου στέρησης της άδειας (αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής), αλλά δεν αποκλείει την επιβολή του μέτρου στέρησης της άδειας (βλ. Νικόλαος Νικοδήμου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 67).
Έχοντας κατά νου τη σοβαρότητα των αδικημάτων, σε συνδυασμό πάντοτε με τους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιβληθεί στον Κατηγορούμενο και αυτό το είδος ποινής. Θα πρέπει όμως να αναφέρω ότι τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου προς μετριασμό της ποινής του καθώς και τις επακόλουθες επιπτώσεις στον Κατηγορούμενο που θα έχει αυτό το είδος ποινής, στην εργασία του, σε συνδυασμό με το λευκό του ποινικό μητρώο, και την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου θα ληφθούν υπόψιν, και λαμβάνονται, ως προς τον καθορισμό του εύρους της στέρησης.
Ως εκ των ανωτέρω, επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
· Στην πρώτη κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 2 μηνών και 6 βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για τις επόμενες 20 ημέρες από αύριο.
· Στην δεύτερη κατηγορία επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 7 μηνών και 8 βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για περίοδο 2 μηνών από αύριο.
· Καμία ποινή στην τρίτη κατηγορία έχοντας επιβάλει ποινή φυλάκισης στις πιο πάνω κατηγορίες και έχοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής.
Οι ποινές φυλάκισης και οι ποινές στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης να συντρέχουν.
Περαιτέρω στην βάση του άρθρου 11(Θ) του Νόμου ο Κατηγορούμενος να καταβάλει έξοδα ύψους €180 πλέον Φ.Π.Α στη Δημοκρατία, ως αντίτιμο για το κόστος των εργαστηριακών εξετάσεων.
Ενόψει της επιβολής βαθμών ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου, συσσωρεύονται 22 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης του Κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, κρίνω, ότι είναι πρέπον όπως ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 20Α(7)και (8)(α) του Ν.86/72, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 19 και επιπρόσθετα οποιασδήποτε άλλης ποινής, προκειμένου να διατάξω τη στέρηση της άδειας οδήγησης του Κατηγορουμένου λόγω συσσώρευσης πέραν των 16 βαθμών ποινής, για περίοδο 3 μηνών από αύριο, η έναρξη της οποίας να συντρέχει με την έναρξη της περιόδου στέρησης άδειας οδήγησης που επέβαλα δυνάμει του άρθρου 19 του Ν.86/72.
Οι συσσωρευμένοι βαθμοί ποινής διαγράφονται.
Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί.
Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).
Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει μεγαλύτερη απαίτηση για αναστολή. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποινική. Έφεση Αρ. 121/2017, ημερομηνίας 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:
«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.
Εκτός από το λευκό του ποινικό μητρώο και την άμεση παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορουμένου, και ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο γεγονός ότι είναι νεαρό άτομο, εργάζεται και βοηθά οικονομικά τον πατέρα του ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι είναι άτομο εργατικό που προσπαθεί να βελτιώσει το μέλλον του ιδίου και της οικογένειας του. Σε περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης αυτό θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στον ίδιο. Βαραίνει ακόμα στην κρίση μου το γεγονός ότι, ναι μεν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα όπως ανέφερα, αλλά φαίνεται να διέπονται από μια μεγάλη επιπολαιότητα. Η τιμωρία νεαρών παραβατών πρέπει να αποβλέπει στην αναμόρφωση αυτών, και όχι στην τιμωρία για χάριν της τιμωρίας.
Όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι συνηγορούν υπέρ της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί και πως δικαιούται της ευκαιρίας να καταδείξει εμπράκτως πως όντως έχει πλήρως αντιληφθεί την σοβαρότητα των αδικημάτων, έχει μεταμεληθεί και δύναται να είναι νομοταγές μέλος της Κυπριακής κοινωνίας και να γίνει χρήσιμος πολίτης αυτής. Η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης θα άφηνε την εντύπωση στον Κατηγορούμενο ότι η πολιτεία τον έχει ξεγράψει από τους κόλπους της.
Ως εκ των άνω διατάσσω όπως η συντρέχουσα ποινή φυλάκισης, η οποία επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο ανασταλεί για περίοδο 3 ετών.
(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο