
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5840/2024
Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου
εναντίον
Α. Θ.
Κατηγορούμενη
Ημερομηνία: 20/02/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Σ. Σοφοκλέους
Για την Κατηγορούμενη: κος Η. Σατολιάς
Κατηγορούμενη παρούσα
Π Ο Ι Ν Η
Α. Το Κατηγορητήριο
Η Κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη μετά από δική της παραδοχή στις ακόλουθες κατηγορίες:
· Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτής ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία)∙
· Άνοιγμα πόρτας οχήματος προς την πλευρά διακινήσεως οχημάτων, κατά τρόπο ώστε η ενέργεια της να καταστεί μη εύλογα ασφαλής και να παρενοχλεί την κίνηση άλλων οχημάτων προκαλώντας δυστύχημα (δεύτερη κατηγορία)∙ και
· Στάθμευση μηχανοκίνητου οχήματος σε πεζοδρόμιο κατά παράβαση των Κανονισμών 2, 58(13), 71 και 72 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών ΚΔΠ 66/84 (τρίτη κατηγορία).
Β. Τα Γεγονότα της Υπόθεσης
Τα γεγονότα, τα οποία κατατέθηκαν γραπτώς από την Κατηγορούσα Αρχή (Έγγραφο Α) και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση, έχουν ως ακολούθως:
Στις 05/02/2022 και περί την ώρα 12.05 η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] στην οδό Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Πάφο με βόρεια κατεύθυνση προς την Λεωφόρο Ελλάδος. Σε ένα σημείο του δρόμου σταμάτησε το όχημα της στην άκρια του δρόμου σύμφωνα με την πορεία της κατά τέτοιον τρόπο ούτως ώστε το αριστερό μέρος του αυτοκινήτου της να ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Η Κατηγορούμενη ανοίγοντας την πόρτα του οχήματος της για να μεταβεί σε παρακείμενο φαρμακείο, παρέλειψε να ελέγξει ικανοποιητικά την τροχαία κίνηση ερχόμενη από πίσω της μέσω του δεξιού εξωτερικού καθρέφτη του αυτοκινήτου της με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του μοτοποδήλατου με αριθμούς εγγραφής KMC683, το οποίο οδηγούσε το θύμα κατά μήκος της εν λόγω οδού με βόρεια κατεύθυνση και την συγκεκριμένη στιγμή περνούσε δίπλα από την δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου της. Η παράλειψη αυτή της Κατηγορούμενης είχε ως αποτέλεσμα να ανακοπεί η πορεία του μοτοποδήλατου που οδηγούσε το θύμα, κτυπώντας στην ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου της Κατηγορούμενης με αποτέλεσμα το θύμα να ανατραπεί με το μοτοποδήλατο του στον δρόμο.
Συνεπεία του δυστυχήματος το θύμα τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου. Όταν ενημερώθηκε το Τμήμα της Τροχαίας Πάφου για την σύγκρουση, επισκέφθηκε την σκηνή την ίδια ημέρα περί ώρα 12.30 ο Αστυφύλακας 3882, Π. Φοινικαρίδης. Κατά την άφιξη του στην σκηνή το όχημα της Κατηγορούμενης βρισκόταν στην τελική του θέση, η Κατηγορούμενη ήταν στην σκηνή, ενώ το θύμα είχε ήδη μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
Στην συνέχεια ο Αστυφύλακας 3882, Π. Φοινικαρίδης, στην παρουσία της Κατηγορούμενης, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, στο οποίο τοποθέτησε την τελική θέση του αυτοκινήτου της Κατηγορούμενης, καθώς και το σημείο σύγκρουσης του μοτοποδήλατου του θύματος με το όχημα της Κατηγορούμενης. Η Κατηγορούμενη συμφώνησε με το σχέδιο και υπέγραψε αυτό.
Το θύμα μετά την μεταφορά του στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, την ίδια ημέρα του τραυματισμού του, διαπιστώθηκε ότι από το δυστύχημα υπέστηκε κρανιοεγκεφαλική κάκωση και την ίδια ημέρα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για νοσηλεία, όπου παρέμεινε για 12 εβδομάδες. Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου εκεί αφού νοσηλεύτηκε για 2 μήνες μεταφέρθηκε στο Μέλαθρον Αγωνιστών για αποκατάσταση. Εκεί παρέμεινε για μια βδομάδα και στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου για περαιτέρω νοσηλεία. Στις 27/07/2022 και ώρα 19.55 το θύμα απεβίωσε, και μετά από εξέταση του θύματος από τον Δρ. Α. Κυριάκου όπου βεβαίωσε τον θάνατο του εξέδωσε σχετική βεβαίωση θανάτου.
Μετά τον θάνατο του θύματος, την διερεύνηση της σύγκρουσης ανέλαβε ο Λοχίας 1289 Π. Αναστάση, όπου στις 28/08/2022 μετέβηκε στο σημείο που επεσυνέβηκε η σύγκρουση, λαμβάνοντας συμπληρωματικά μέτρα για σχεδιαγράφηση της σκηνής σε κλίμακα.
Στις 02/08/2022 στο Νεκροτομείο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου ο ιατροδικαστής Ν. Χαραλάμπους διενήργησε νεκροτομή της σορού του θύματος για να διαπιστώσει τα ακριβά αίτια του θανάτου του θύματος και προς τούτο παρέλαβε από την σορό βιολογικά δείγματα για ιστολογικές εξετάσεις. Με βάση τα αποτελέσματα των ιστιοπαθολογικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν στα βιολογικά δείγματα που λήφθηκαν από την σορό του θύματος, ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι ο θάνατος του θύματος προήλθε λόγω οξείας πνευμονίας από εισρόφηση και οξείας ισχαιμίας του μυοκαρδίου, επί εδάφους υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας λόγω βαλβικής αορτοπάθειας επί εδάφους αλλοιώσεων συμβατών με αποφρακτικού τύπου πνευμονοπάθειας και επί εδάφους προηγηθείσας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης.
Στις 03/10/2024 ο Λοχίας 1289 κατηγόρησε γραπτώς την Κατηγορούμενη αναφορικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και αφού της επέστησε την προσοχή της στο Νόμο αυτή απάντησε «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».
Το δυστύχημα έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας με αίθριο καιρό. Στο σημείο όπου έγινε η σύγκρουση η εν λόγω οδός αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφοράς, μια για κάθε κατεύθυνση, και δεν διαχωρίζονται μεταξύ τους με γραμμή στο κέντρο του δρόμου. Ο δρόμος βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και το όριο ταχύτητας είναι 50 χιλιόμετρα ανά ώρα. Η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν στεγνή και η ορατότητα που είχε η Κατηγορούμενη προς τα πίσω της ήταν περίπου 60 μέτρα. Δεν υπήρχαν κίτρινες γραμμές στην αριστερή λωρίδα, ούτε οποιαδήποτε άλλη σήμανση που να απαγόρευε την στάση ή την στάθμευση.
Από την σύγκρουση το όχημα της Κατηγορούμενης υπέστηκε ζημιές στην μπροστινή δεξιά του πόρτα και το μοτοποδήλατο του θύματος υπέστηκε ζημιά στην αριστερή χειρολαβή του τιμονιού και στην δεξιά πλευρά του λόγω της ανατροπής του στον δρόμο.
Συμπληρωματικά των πιο πάνω γεγονότων, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσε σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (Έγγραφο Β) και ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και δεν βαρύνεται με βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης της.
Γ. Εισηγήσεις Συνηγόρου Κατηγορούμενης
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής της Κατηγορούμενης, εξέφρασε την παραδοχή, απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια της Κατηγορούμενης. Ως προς τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος ανέφερε ότι στο σημείο όπου στάθμευσε η Κατηγορούμενη το όχημα της δεν υπήρχε διπλή κίτρινη γραμμή, και δεν απαγορεύετο η στάθμευση με οποιοδήποτε τρόπο. Όταν άνοιξε την πόρτα του οχήματος της δεν είδε το μοτοποδήλατο του θύματος. Ήταν η θέση του κου Σατολία ότι οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας κατατάσσουν την υπό κρίση περίπτωση στις λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις λόγω της στιγμιαίας αβλεψίας της Κατηγορούμενης. Από το 2022 η Κατηγορούμενη έχει συμπαρασταθεί στην οικογένεια του θύματος, και κατά την διάρκεια της νοσηλείας του θύματος απέκτησε άψογη σχέση με την κόρη του θύματος. Προς τούτο η οικογένεια του θύματος δεν έχει οποιοδήποτε παράπονο από την Κατηγορούμενη, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής. Περαιτέρω η Κατηγορούμενη μέσω της ασφαλιστικής εταιρείας που συνεργάζεται αποζημίωσε πλήρως τους κληρονόμους του θύματος (Τεκμήριο Α).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την άμεση παραδοχή της, το λευκό της ποινικό μητρώο και το λευκό της οδικό μητρώο. Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές της συνθήκες ανέφερε ότι είναι νυμφευμένη και μητέρα 3 παιδιών, ηλικίας 18, 14 και 10. Λαμβάνει μηνιαίο μισθό €847 από την εργασία της στο δημόσιο και λόγω της εργασίας του συζύγου της εκτός της επαρχίας Πάφου είναι επιφορτισμένη με την φροντίδα των ανήλικων τέκνων της, να τους μεταφέρει στο σχολείο τους και στα διάφορα φροντιστήρια και δραστηριότητες που έχουν το απόγευμα. Αυτά αναφέρθηκαν από τον συνήγορο της και ως προς την αναγκαιότητα της άδειας οδήγησης της.
Τέλος ο συνήγορος της Κατηγορούμενης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος, αλλά και τον θάνατο του θύματος, μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης αυτής. Όπως ανέφερε η πρώτη κατάθεση της Κατηγορούμενης λήφθηκε κατά την ημέρα του δυστυχήματος στις 05/02/2022, το θύμα απεβίωσε στις 27/07/2022, η ανακριτική κατάθεση από την Κατηγορούμενη λήφθηκε τον Οκτώβριο του 2024 και το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε τον Δεκέμβριο του 2024.
Καταλήγοντας, ο κος Σατολιάς εισηγήθηκε ότι ενόψει των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης δεν ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης, αλλά σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη κατάλληλη ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, τότε δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις αναστολή αυτής.
Δ. Νομική Πτυχή
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, ήτοι αυτό της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτής ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 είναι πολύ σοβαρό.
Η σοβαρότητα του κατ’ αρχήν αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη ποινή στο άρθρο 210 του Κεφ.154 που είναι αυτή της φυλάκισης μέχρι τέσσερα έτη ή την επιβολή χρηματικής ποινής ύψους μέχρι €4.270. Περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου (Ν.86/1972), το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να στερήσει σε καταδικασθέντα δυνάμει του άρθρου 210 του Κεφ. 154, το δικαίωμα να κατέχει ή να χρησιμοποιεί άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 20Α του ίδιου νόμου το Δικαστήριο μπορεί για το συγκεκριμένο αδίκημα να επιβάλει από 5 έως 10 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του καταδικασθέντα.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632 το ανώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή, στοιχείο προσδιοριστικό και της σοβαρότητας του αδικήματος. Εκεί όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, δεδομένου του ότι καμία ποινή δεν είναι ικανοποιητική όταν χάνεται μια ανθρώπινη ζωή (βλ. Λοϊζίδης κ.α. ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ, 965).
Πέραν της σοβαρότητας όπως αυτή καταδεικνύεται ως ανέφερα πιο πάνω, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επισημάνει επανειλημμένως την ανησυχητική έξαρση που παρατηρείται στα τροχαία ατυχήματα. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232 λέχθηκαν τα εξής:
«Τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημιά είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που στην περίπτωση της οδικής αμέλειας χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας.»
Ανησυχητική έξαρση παρατηρείται και στα θανατηφόρα δυστυχήματα ως ήταν και η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μακρής ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση. αρ 49/2021, ημερομηνίας 21/12/2021. Ακριβώς λόγω αυτής της έξαρσης, η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με τροχαίες παραβάσεις, είναι αδιαμφισβήτητα επιβεβλημένη.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331, η οποία, αφορούσε τροχαίο θανατηφόρο δυστύχημα, δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπ' όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει χρήμα και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (βλ. Παμπακάς και άλλος ν Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191, έγινε αναφορά στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57 Cr.App.R. 349, στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210. Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 ΑΑΔ 355 όπου τονίστηκε ότι όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρηση της άδειας οδηγού. Στην εν λόγω υπόθεση δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον χρόνο που είχε παρέλθει ως μετριαστικός παράγοντας.
Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η Παντέλας ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562, η οποία υπενθύμισε ότι στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331 λέχθηκε πως η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορούμενου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπ΄ όψιν, όπως υπενθύμισε και το ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ΄ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Στην Παντέλας ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε αναφορά στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, στην οποία παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι επιβαρυντικοί και κάποιοι ελαφρυντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την επιβολή ποινής σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες αναφέρονται, επί παραδείγματι, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή σύλληψη.
Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατός του στον οδηγό.
Ε. Εκτίμηση Δικαστηρίου
Από το λεκτικό του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι το ζητούμενο είναι η απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε τον θάνατο του θύματος λόγω κάποιας αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς. Οι προαναφερόμενοι όροι υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος (βλ. Ζυπιτής κ.α ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220). Το εν λόγω άρθρο δεν καθορίζει κριτήρια ως προς το τι αποτελεί απερίσκεπτη ή αλόγιστη ή επικίνδυνη πράξη και αφήνεται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει το νομοθέτημα με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.
Τέλος, με βάση το λεκτικό του εν λόγω άρθρου οι πιο πάνω αναφερόμενες συμπεριφορές, πρέπει να συνδέονται με το αποτέλεσμα, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς με το αποτέλεσμα, δηλαδή τον θάνατο άλλου προσώπου.
Για να καταδειχθεί απερισκεψία το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι:
1) Ο κατηγορούμενος πράγματι οδηγούσε το όχημα κατά τρόπο που να δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης φυσικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιούσε το δρόμο ή ουσιαστικής ζημιάς σε περιουσία· και
2) O κατηγορούμενος οδηγούσε κατ' αυτό τον τρόπο χωρίς να είχε στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εν τούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντας τον (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 ΑΑΔ 473, Μαρίνος Ιωάννου ν Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 256, R v. Lawrence [1982] 1 AC 510 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673).
Στην απόφαση R. v Lawrence [1981] 1 All Ε.R. 974, αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea), με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγεί με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο (βλ. Πέτρου ν Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233). Επομένως το κριτήριο δεν είναι μόνο αντικειμενικό αλλά και υποκειμενικό και θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την οδήγηση του κατηγορουμένου.
Όπως λέχθηκε στην απόφαση Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233, για να αποδειχθεί επικίνδυνη οδήγηση απαιτείται τουλάχιστο απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους (fault) εκ μέρους του οδηγού. Πρέπει να αποδειχθεί η πρόκληση, αντικειμενικά ιδωμένης, επικίνδυνης κατάστασης από σφάλμα του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού (βλ. Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 ΑΑΔ 18).
Στην υπόθεση Σάββα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) επισημάνθηκε ότι η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Αυτό που πρέπει να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στην τελευταία περίπτωση είναι το κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνο που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό, ενώ στην περίπτωση της επικίνδυνης οδήγησης, είναι αν η συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη ότι την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, το οποίο όμως δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί την μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης.
Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, στην απόφαση R. v. Gosney [1971] 2 Q.Β. 674 λέχθηκαν τα ακόλουθα (σε μετάφραση):
«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, να αποτελεί μια αιτία».
Η έννοια «σφάλμα» δεν περιλαμβάνει κατ' ανάγκη εσκεμμένη παράβαση ή απερισκεψία ή πρόθεση οδήγησης κατά τρόπο που αντίκειται στο ορθό επίπεδο οδήγησης. Ούτε το σφάλμα κατ’ ανάγκη εμπεριέχει ηθική μομφή. Επομένως, υπάρχει σφάλμα εάν ένας άπειρος ή εκ φύσεως κακός οδηγός, ενώ προσπαθεί να πράξει το ορθό, πέφτει κάτω από το επίπεδο ενός ικανού και προσεκτικού οδηγού.
Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σαζός (2001) 2 ΑΑΔ 18 αναφέρθηκε ότι «η επικίνδυνη οδήγηση δεν αποδεικνύεται απόλυτα μόνο με την ύπαρξη κάποιου λάθους (fault). Το στοιχείο αυτό είναι το ελάσσον που πρέπει να αποδειχθεί και συνυπολογίζεται πάντα με τις υπόλοιπες συνθήκες και την οδική συμπεριφορά που οδήγησε στη σύγκρουση. Η λέξη 'επικίνδυνος' στη συνήθη γραμματική της ερμηνεία, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο, φόβο ή απειλή για τους άλλους (Επίτομο Νέο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Σπύρου Τσιούνη)». Επομένως απαιτείται τουλάχιστον απόδειξη κάποιας παράλειψης ή λάθους εκ μέρους του οδηγού, ο οποίος έστω και στιγμιαία πέφτει κάτω από το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού. Η δε λέξη «επικίνδυνος» στην συνήθη της γραμματική έννοια, σημαίνει αυτόν που εμπεριέχει κίνδυνο.
Σε σχέση με την ερμηνεία του όρου «αλόγιστη», είναι η πράξη ή συμπεριφορά η οποία εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια προσώπων, τον οποίο ο Κατηγορούμενος αψηφά. Είναι η μη λελογισμένη ενέργεια δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. Κώστας Ζυπίτης κ.α. ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220).
Στρεφόμενη τώρα στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η συμπεριφορά της Κατηγορούμενης μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγωιστική και αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου ή ότι δεν είναι τέτοια που να εμπεριέχει το στοιχείο της εγωιστικής συμπεριφοράς και αδιαφορίας. Περεταίρω ,θα πρέπει να εξεταστεί αν το δυστύχημα, ακόμη και αν κριθεί η οδική συμπεριφορά της απερίσκεπτη, οφειλόταν σε στιγμιαίο σφάλμα.
Στην υπόθεση Βαλεντίνα Χαραλάμπους ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 153/2023, ημερομηνίας 29/02/2024, εξετάστηκε το ζήτημα της στιγμιαίας αβλεψίας, στην οποία λέχθηκε ότι ως στιγμιαία αβλεψία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια απρόσεκτη (αμελής) ενέργεια ή παράλειψη που προκύπτει σε μια στιγμή χρόνου, σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, η οποία να ευθύνεται για ατύχημα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοκλέους (2001) 2 ΑΑΔ 48, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453). Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι το σφάλμα της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως στιγμιαία αβλεψία, καθότι αναμφίβολα είχε προκύψει όταν το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας ευρίσκετο εξ ολοκλήρου και ευθυγραμμισμένο στην αντίθετη λωρίδα, στην οποία και οδηγείτο έστω και αν δεν προηγήθηκε εύρημα για τη χρονική διάρκεια οδήγησης στην αντίθετη λωρίδα. Όπως λέχθηκε στιγμιαία ήταν η κίνηση αποφυγής της σύγκρουσης αλλά όχι η προηγηθείσα οδήγηση η οποία δημιούργησε τον κίνδυνο και εν τέλει συνιστούσε τη γενεσιουργό αιτία του θανατηφόρου ατυχήματος.
Σχετική είναι επίσης η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Ηρακλέους, Ποινική Έφεση αρ. 244/2017, 08/07/2019, ECLI:CY:AD:2019:B285 στην οποία αποφασίστηκε ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου δεν ήταν αποτέλεσμα εγωιστικής συμπεριφοράς, αλλά στιγμιαίας αβλεψίας που ενείχε όμως το στοιχείο της απερισκεψίας. Η οδήγηση που προκάλεσε το θάνατο του μοτοποδηλάτη ήταν αποτέλεσμα λανθασμένου προσπεράσματος τη δεδομένη στιγμή και η αποτυχία του να αντιληφθεί ενδεχόμενο κίνδυνο και δεν υπήρξε ηθελημένα ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου. Ενόψει και των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου, μεταξύ άλλων το λευκό του ποινικό μητρώο, την καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης και στην εν συνεχεία επιβολή ποινής, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η επιλογή του Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης που είχε επιβάλει ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς και η αποστέρηση της κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο εννέα μηνών.
Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Φαίδωνα Μιχαηλίδη Ιωάννου (2015) 2 ΑΑΔ 647 στην οποία λέχθηκε ότι η στιγμιαία αβλεψία έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής, είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια.
Για να αποφασιστεί το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η Κατηγορούμενη τη δεδομένη στιγμή.
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, σε συνάρτηση πάντοτε και με το σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος (Έγγραφο Β), προκύπτει ότι η συμπεριφορά της Κατηγορούμενης δεν ήταν αποτέλεσμα εγωιστικής οδήγησης ή παντελούς αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων, ούτε υπήρχε από την ίδια ηθελημένη ανάληψη κινδύνου. Το μοιραίο σφάλμα της Κατηγορούμενης ήταν ότι άνοιξε την πόρτα του οχήματος της χωρίς να κοιτάξει από το δεξιό καθρεφτάκι του οχήματος της με αποτέλεσμα να μην δει το θύμα το οποίο επενέβαινε στο μοτοποδήλατο του την δεδομένη στιγμή, και να επέλθει η σύγκρουση. Η κρίση μου είναι ότι η Κατηγορούμενη υπέπεσε σε μοιραίο, δυστυχώς, αλλά στιγμιαίο σφάλμα και απροσεξία.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν παραβλέπω το αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης, το οποίο είναι τραγικό, αφού απώλεσε την ζωή του ένας άνθρωπος.
ΣΤ.Εξατομίκευση Ποινής
Η επιβολή ποινής είναι ένα δύσκολο και πολύ λεπτό έργο αφού απαιτείται η εξισορρόπηση του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης από τη μια και η εξατομίκευση της ποινής στα πλαίσια του συγκεκριμένου κατηγορουμένου από την άλλη.
Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω). Πόσο μάλλον σε περιπτώσεις όπως τα θανατηφόρα ατυχήματα τα οποία, βρίσκονται δυστυχώς σε έξαρση και αποτελούν μάστιγα της κοινωνίας μας. Είναι, πλέον, αναγκαίο τα Δικαστήρια να δώσουν το μήνυμα ότι απερίσκεπτες συμπεριφορές που επιφέρουν θάνατο σε πρόσωπα, πόνο αλλά και οικονομικές ζημιές δεν μπορούν πλέον να γίνονται ανεκτές.
Ως μετριαστικούς παράγοντες, προς όφελος της Κατηγορούμενης λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:
Το γεγονός ότι το δυστύχημα, ως αναλύθηκε ανωτέρω, οφειλόταν σε ένα στιγμιαίο σφάλμα της Κατηγορούμενης και οι περιστάσεις του δυστυχήματος δεν αναδεικνύουν αδιαφορία από μέρους της Κατηγορούμενης ή εγωιστική συμπεριφορά. Η πράξη η οποία προκάλεσε τον θάνατο ήταν ότι η Κατηγορούμενη άνοιξε την πόρτα του οχήματος της χωρίς να κοιτάξει από το καθρεφτάκι του οχήματος της. Όμως η πράξη της αυτή δεν αποτελεί μια από τις σοβαρές πράξεις που συνήθως συνδέονται με παραπτώματα κάτω από το άρθρο 210 του Κεφ. 154 (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Πέτρου Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241).
Το λευκό της ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο της δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό της τη μέγιστη δυνατή επιείκεια, καθώς και το ότι δεν βαρύνεται με οποιουσδήποτε βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης της.
Τα δύο αυτά δεδομένα εξετάζονται σε συνδυασμό με την ηλικία της Κατηγορούμενης. Συνάγεται λοιπόν ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό εφόσον το οδικό μητρώο της είναι άψογο, γεγονός που δείχνει ότι σε ολόκληρη τη ζωή της είχε σεβασμό προς τους νόμους και τους κανόνες που διέπουν τα θέματα της τροχαίας. Ο πρότερος έντιμος βίος της Κατηγορούμενης νομολογικά λαμβάνεται υπόψη και επενεργεί ουσιαστικά στην επιλογή και το ύψος στην ποινή. Σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά (1992) 2 ΑΑΔ 241:
«Η νομοταγής ζωή ενός ανθρώπου έχει παρομοιασθεί με τη ζωή του νοικοκυρεμένου ανθρώπου ο οποίος μια ολόκληρη ζωή εξοικονομεί για να βρει τις οικονομίες του στις δύσκολες μέρες».
Την άμεση παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, διότι αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.
Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές της περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου της. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στο ότι είναι μητέρα 3 παιδιών και εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένεια της.
Σημασία δίδεται στην καλή σχέση που έχει με την οικογένεια του θύματος αλλά και ότι αποζημίωσε, μέσω της ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία συνεργάζεται, τους κληρονόμους του θύματος (βλ. Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στην Κατηγορούμενη που ανέρχεται στα 3 έτη περίπου. Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).
Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).
Στην υπό κρίση περίπτωση τα υπό τιμωρία αδικήματα διαπράχθηκαν στις 05/02/2022, το θύμα απεβίωσε περί τα τέλη Ιουλίου του 2022 και παρόλα αυτά η ανακριτική κατάθεση από την Κατηγορούμενη λήφθηκε τον Οκτώβριο του 2024 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 02/12/2024. Η θέση του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, και συγκεκριμένα ότι μετά τον θάνατο του θύματος έγινε θανατική ανάκριση και γίνοντας εσωτερικές διαβουλεύσεις ούτως ώστε να διαφανεί επί ποιου νομοθετικού άρθρου θα προωθηθεί η ποινική δίωξη, δεν δικαιολογούν την καθυστέρηση που παρήλθε, η οποία είναι ιδιαίτερη μεγάλη. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος της Κατηγορούμενης.
Ζ. Κατάληξη – Ποινή
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, και κατόπιν έντονου προβληματισμού κρίνω ότι οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν εκτεθεί, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι το ατύχημα οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία της Κατηγορούμενης, η οποία τονίζεται είναι λευκού ποινικού και οδικού μητρώου, καθώς και η πάροδος 3 ετών από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης, μπορούν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί και συνηγορούν στο ότι η επιβολή χρηματικής αντί στερητική της ελευθερίας ποινή είναι επαρκής και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
Σχετικά με την στέρηση της άδειας οδηγού θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ποινή βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η άδεια οδήγησης αποτελεί επίκτητο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου είναι συνυφασμένη με τους όρους που θέτει ο Νόμος για την οδική ασφάλεια (βλ. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465). Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη όπως επίσης και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης (βλ. Ελευθερίου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300). Το ότι το πρόσωπο που αποστερείται του δικαιώματος οδήγησης χρειάζεται καθημερινά την άδειά του στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση του εύρους της περιόδου στέρησης της άδειας (αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής), αλλά δεν αποκλείει την επιβολή του μέτρου στέρησης της άδειας (βλ. Νικόλαος Νικοδήμου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 67).
Τα όσα έχουν εκτεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Κατηγορούμενης σχετικά με την αναγκαιότητα της άδεια οδήγησης της Κατηγορούμενης, για να μεταβαίνει στην εργασία της, και να μεταφέρει τα παιδιά της προς και από το σχολείο αλλά και στις διάφορες δραστηριότητες τους τα απογεύματα, σε συνδυασμό με το ότι ο σύζυγος της μεταβαίνει στην εργασία του κάθε πρωί πολύ νωρίς και επιστρέφει αργά το βράδυ, δεν συνιστούν ειδικούς λόγους για να μην επιβληθεί και αυτό το είδος ποινής στην Κατηγορούμενη. Ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στην Κατηγορούμενη και αυτό το είδος της ποινής. Ωστόσο τα όσα αναφέρθηκαν από τον κο Σατολιά έχουν ληφθεί υπόψη ως προς το εύρος της στέρησης.
Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στην Κατηγορούμενη τις ακόλουθες ποινές:
- Στην πρώτη κατηγορία ποινή προστίμου €3,000. Επιπλέον να αναγραφούν επί της άδειας οδήγησης της 8 βαθμοί ποινής. Περαιτέρω, επιβάλλεται στην Κατηγορούμενη ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 2 μηνών από αύριο.
- Καμία ποινή στην δεύτερη και τρίτη κατηγορία, ενόψει της επιβολής χρηματικής ποινής στην πρώτη κατηγορία που είναι και η πιο σοβαρή, έχοντας υπόψη μου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής.
Ενόψει της οικονομικής κατάστασης της Κατηγορούμενης το ποσό του προστίμου να καταβληθεί με μηνιαίες δόσεις των €100 αρχής γενόμενης την 01/03/2025, και την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο