ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ν. Χ. Σ., Αρ. Υπόθεσης: 1393/2021, 18/2/2025
print
Τίτλος:
ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ν. Χ. Σ., Αρ. Υπόθεσης: 1393/2021, 18/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1393/2021

 

ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

εναντίον

 

               Χ. Σ.

Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία: 18/02/2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Κ. Παφίτη

Για τον Κατηγορούμενο: κος Κ. Σιαηλής

Κατηγορούμενος παρών

 

Π  Ο  Ι  Ν  Η

 

Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος στην υπό κρίση υπόθεση, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε συνολικά 11 κατηγορίες που του προσάχθηκαν από τον Έφορο Φορολογίας για παραβάσεις προνοιών του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000), ως έχει τροποποιηθεί, και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών. Ειδικότερα, οι κατηγορίες υπ’ αριθμό 1 έως 7 αφορούν το αδίκημα της παράλειψης εμπρόθεσμης καταβολής Φ.Π.Α. συνολικού ύψους €79,852.92 που φαίνεται ως καταβλητέος σε φορολογικές δηλώσεις για τις φορολογικές περιόδους που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από 01/09/2017 μέχρι 30/11/2017, από 01/09/2018 μέχρι 30/11/2018, από 01/03/2019 μέχρι 31/05/2019, από 01/06/2019 μέχρι 31/08/2019, από 01/12/2019 μέχρι 29/02/2020, από 01/03/2020 μέχρι 31/05/2020 και από 01/06/2020 μέχρι 31/08/2020. Οι λοιπές κατηγορίες, ήτοι οι κατηγορίες υπ’ αριθμό 8 έως 11, αφορούν στο αδίκημα της παράλειψης καταβολής πρόσθετου φόρου και τόκου, συνολικού ύψους €4,881.10, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής Φ.Π.Α.

Ως γεγονότα που στοιχειοθετούν την καταδίκη του Κατηγορούμενου υιοθετήθηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής τα γεγονότα που εκτίθενται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, με την συνήγορο να αναφέρει συμπληρωματικά ότι το αρχικά οφειλόμενο ποσό ήταν €97,354.64 και ο Κατηγορούμενος προέβη σε κάποιες πληρωμές με αποτέλεσμα το συνολικά οφειλόμενο ποσό να μειωθεί σε €84,734.02. Διευκρίνισε ότι οι εν λόγω πληρωμές έγιναν πριν την καταχώρηση της υπόθεσης, και μετά την καταχώρηση της υπόθεσης δεν έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό. Λόγω της μη συμμόρφωσης, ζήτησε για το οφειλόμενο ποσό την έκδοση σχετικών διαταγμάτων είσπραξης εναντίον του Κατηγορούμενου, δυνάμει του άρθρου 46(12) της σχετικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το περιεχόμενο του Έγγραφου Α, το οποίο κατατέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης. Τέλος, η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

Χωρίς να αμφισβητήσει τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου, με την ικανή αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει και εξέφρασε την απολογία και μεταμέλεια του.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο ο κος Σιαηλής ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος ασκεί το επάγγελμα του ισιωτή αυτοκινήτων από το 2010. Ένεκα έλλειψης λογιστικών συμβουλών ο Κατηγορούμενος εξέδιδε τιμολόγια για τις υπηρεσίες που παρείχε, αρκετά των οποίων δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι και σήμερα. Σε μεταγενέστερους χρόνους ο ίδιος έλαβε συμβουλή από τους οικονομικούς του συμβούλους και έτσι ίδρυσε εταιρεία. Περαιτέρω, ο συνήγορος του Κατηγορούμενου σημείωσε ότι ο ίδιος κατέβαλε το συνολικό ποσό των €30,000 για την αποπληρωμή του Φ.Π.Α., για χρονικές περιόδους διαφορετικές από αυτές του κατηγορητηρίου. 

 

Στην συνέχεια, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου, υιοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερομηνίας 24/09/2024 η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα.

 

Ο Κατηγορούμενος είναι σήμερα ηλικίας 33 ετών, άγαμος και άτεκνος, και κατάγεται από την Πάφο. Είναι το μοναδικό παιδί που απέκτησαν οι γονείς του. Ο πατέρας του, σήμερα ηλικίας 63 ετών, πάσχει από καρκίνο τα τελευταία 4 χρόνια, έχει υποβληθεί σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις λόγω της ασθένειας του, και τα τελευταία 4 χρόνια δεν εργάζεται. Η μητέρα του Κατηγορούμενου, σήμερα ηλικίας 72 ετών, είναι συνταξιούχος. Ο Κατηγορούμενος διαμένει με τους γονείς του και διατηρεί από το 2010 γκαράζ ισιώματος αυτοκινήτων και λαμβάνει μηνιαίο μισθό ύψους €2,000. Κατέχει 4 χωράφια σε χωριό της επαρχίας Πάφου και το γκαράζ οχημάτων όπου διατηρεί, το οποίο είναι υποθηκευμένο για σκοπούς δανειοδότησης.

 

Περαιτέρω ο κος Σιαηλής αναφέρθηκε στους μετριαστικούς παράγοντες που κατά την θέση του είναι ορθό και δίκαιο να ληφθούν υπόψιν υπέρ του Κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στον χρόνο που παρήλθε από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, και ιδιαίτερα της πρώτης κατηγορίας, μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και μέχρι σήμερα όπου το Δικαστήριο καλείτε να επιβάλει ποινή, σε συνδυασμό με την αντικειμενική αλλαγή που επήλθε στην ζωή του κατά την πάροδο αυτών των χρόνων λόγω της ασθένειας του πατέρα του. Το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει υπόψιν προς όφελος του Κατηγορούμενου το νεαρό της ηλικίας του, το γεγονός ότι κατέβαλε το ποσό των €30,000 για την αποπληρωμή του Φ.Π.Α. για χρονικές περιόδους διαφορετικές από αυτές του κατηγορητηρίου, και ότι ο Κατηγορούμενος κατέχει ακίνητη περιουσία και επομένως με την έκδοση διατάγματος είσπραξης εναντίον του Κατηγορούμενου τα ταμεία του Κράτους θα είναι πλήρως εξασφαλισμένα, με την εγγραφή ΜΕΜΟ επί της περιουσίας του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου τόνισε ότι η κατάσταση της υγείας του πατέρα του Κατηγορούμενου είναι προχωρημένη, και ο Κατηγορούμενος κάθε 3 βδομάδες τον μεταφέρει στο Ογκολογικό. Επιπλέον η μητέρα του έχει πρόσφατα χειρουργηθεί στο γόνατο, η επέμβαση δεν ήταν επιτυχής, και η ίδια δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, πόσο μάλλον να βοηθήσει τον πατέρα του. Ήταν η θέση του κου Σιαηλή ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο προστάτης της οικογένειας του, τόσο οικονομικά αφού οι γονείς του λαμβάνουν συνολική σύναξη €1,100, όσο και πρακτικά και κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τις συνέπειες που θα είχε στους γονείς του η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης, αλλά και στην εργασία του αφού η επιχείρηση του θα καταστραφεί και κάποιοι άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι.

Καταλήγοντας, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του το νεαρό της ηλικίας του, την παραδοχή του Κατηγορούμενου, το λευκό του ποινικό μητρώο, τονίζοντας ότι όλα τα προαναφερόμενα δικαιολογούν αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης, να αναστείλει αυτήν.

 

Έλαβα υπόψη μου όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Πιο κάτω θα αναφερθώ στα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία κρίνονται ουσιαστικά για την διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος και την έκταση της επιβαλλόμενης ποινής.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 46(9) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000) (ο «Νόμος»), οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

Το άρθρο 46(10Α) του Νόμου, καθορίζει ότι πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού  είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού.

 

Περαιτέρω, το άρθρο 46(12) του Νόμου, δίδει εξουσία σε ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής στον Έφορο οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στον Έφορο το εν λόγω ποσό.

 

Η πρόνοια αυτή, όπως πρόσφατα έχει ερμηνευθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ασσιώτης ν Εφόρου Φορολογίας, Ποινική Έφεση 143/2020, ημερομηνίας 12/04/2021, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα δια του οποίου να διατάσσεται το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο, να καταβάλει στον Έφορο Φορολογίας την εναπομείνασα οφειλή.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα για την διάπραξη των οποίων ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος είναι σοβαρά, κυρίως σε ότι αφορά τα αδικήματα των κατηγοριών μη καταβολής Φ.Π.Α. Αυτό διαφαίνεται και από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο.

 

Η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων που σχετίζονται με την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών έχει τονιστεί επανειλημμένα. Ενδεικτικά παραπέμπω στην  υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Antreas Makris Tourist Taxi Service Co Ltd (1996) 2 A.A.Δ. 262 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων που θέτει ο Νόμος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, όπως και κάθε άλλη φορολογική νομοθεσία, συνιστά σοβαρό παράπτωμα και η εκπλήρωσή τους ενέχει μεγάλη σημασία για το δημόσιο. Ανάλογα μεγάλη είναι και η ευθύνη των πολιτών για εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών... Κατά συνέπεια, οι ποινές που πρέπει να επιβάλλονται, πρέπει να αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και παράλληλα να είναι αποτρεπτικές για τους αδικοπραγούντες και για το κοινό, για να μην υπάρχει ενθάρρυνση στην παρανομία και στην παράνομη κατακράτηση των εσόδων του κράτους.»

 

Η είσπραξη του συγκεκριμένου φόρου από τους πολίτες που ασκούν εμπορική δραστηριότητα, καθιστά αυτούς ως εντολοδόχους απέναντι στο κράτος και η παράλειψη τους να αποδώσουν τα ποσά αυτά συνιστά παράνομη οικειοποίηση των χρημάτων αυτών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου Σπύρου Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, ημ. 18/09/2017).

 

Παραπέμπω επίσης στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζακατζιώτη (2001) 2 ΑΑΔ 85 στην οποία παρατηρήθηκε ότι:

«Η μικρή ποινή σε σχέση με τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε υπόθεσης αποτελεί έμμεσο τρόπο ενθάρρυνσης της παρανομίας, όταν η σοβαρότητα των αδικημάτων επιβάλλει την παρουσία του στοιχείου της αποτρεπτικότητας

[..] 

Ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας καθίσταται οφειλόμενος από τη στιγμή που διενεργείται η παράδοση ή παροχή υπηρεσιών και ο επιχειρηματίας καθίσταται εμπιστευματοδόχος του κράτους για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.  Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο επιχειρηματίας έχει υποχρέωση να εισπράττει αμέσως τις σχετικές φορολογικές επιβαρύνσεις και να τις αποδίδει χωρίς καθυστέρηση στο κράτος. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα ελαφρυντικά που έχουν προβληθεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν αντανακλούν τη σοβαρότητα των αδικημάτων αφού από αυτές απουσιάζει έντονα το στοιχείο της αποτρεπτικότητας

 

Όπως έχει επίσης νομολογηθεί, τα αδικήματα αυτής της μορφής είναι ιδιαίτερα σοβαρά και η σημασία τους αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι η επιβολή στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν είναι ασύνηθης επιλογή (βλ. Κύπρος Κυπριανού ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 144).

 

Ωστόσο, σύμφωνα με την νομολογία, κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά και ακόμη και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ποινή της φυλάκισης, πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος και οι συνθήκες και ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη ποινή κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575).

 

Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής λαμβάνω υπόψη μου στην παρούσα περίπτωση την σοβαρότητα των αδικημάτων καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, στα πλαίσια της προαναφερθείσας νομολογίας. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου ως επιβαρυντικό παράγοντα το μεγάλο ποσό που συνολικά οφείλεται προς την υπηρεσία Φ.Π.Α., το οποίο ανέρχεται στις €84,734.02. Σε σχέση μάλιστα με τον οφειλόμενο φόρο, τονίζεται ότι το ταμείο του κράτους στερήθηκε ένα μεγάλο ποσό εσόδων το οποίο του ανήκει. Δεν παραγνωρίζω επίσης ότι από την καταχώρηση της υπόθεσης κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε έναντι των οφειλόμενων ποσών για τις περιόδους που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

 

Το λευκό του ποινικό μητρώο.

 

Την παραδοχή του, έστω και στο στάδιο όπου έγινε, όπου σύμφωνα με την νομολογία αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούμπαλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28).

 

Προς όφελος του προσμετρά το γεγονός ότι μέσω του συνηγόρου του δήλωσε μεταμελημένος για τα αδικήματα τα οποία παραδέχθηκε ότι διέπραξε και μάλιστα ο ίδιος κατέβαλε το ποσό των €12,500 περίπου πριν την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, γεγονός που δεικνύει την έμπρακτη μεταμέλεια του.  Επιπλέον λαμβάνεται υπόψη ότι έχει συμμορφωθεί με τις φορολογικές του υποχρεώσεις για χρονικές περιόδους διαφορετικές από τις επίδικές, και έχει καταβάλει το συνολικό ποσό των €30,000.

 

Προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου του. Συγκεκριμένα λαμβάνω υπόψη μου το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του Κατηγορούμενου, και την φροντίδα που του παράσχει ο Κατηγορούμενος μεταφέροντας τον στα διάφορα ιατρικά ραντεβού του.

 

Τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, και ιδιαίτερα ότι αυτά διαπράχθηκαν ένεκα της έλλειψης λογιστικής συμβουλής του Κατηγορούμενου που είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά προς αυτόν και στην συνέχεια να καταβάλει το οφειλόμενο Φ.Π.Α. καθώς και το ότι το ποσό του Φ.Π.Α. που φαίνεται ότι εισπράχθηκε από τον Κατηγορούμενο δεν έχει στην πραγματικότητα εισπραχθεί.

 

Σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο  που ανέρχεται στα 7 έτη περίπου. Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).

 

Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα αδικήματα της πρώτης κατηγορίας διαπράχθηκαν μεταξύ της περιόδου Σεπτεμβρίου 2017 μέχρι Νοεμβρίου 2017 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 05/03/2021, δηλαδή 3.5 χρόνια μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται επίσης ότι οι εν λόγω κατηγορίες δεν χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα. Οι υπόλοιπες κατηγορίες φυσικά αφορούν μεταγενέστερες περιόδους.

 

Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα, όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, διαπιστώνω ότι παρήλθαν περίπου 4 χρόνια. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος, η οποία θεωρώ ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλη, θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορούμενου.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές, την ανάγκη για αποτροπή και την ίδια ώρα την υποχρέωση για εξατομίκευση της τιμωρίας ώστε αυτή να αρμόζει στις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη κρίνω ότι τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας των αδικημάτων που βρέθηκε ένοχος και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Τα αδικήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).  Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).

 

Κατά συνέπεια και επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια στον Κατηγορούμενο  επιβάλλω ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε έκαστη των κατηγοριών 1 μέχρι 7. Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν εφόσον αφορούν αδικήματα ίδιας φύσεως που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο ενιαίας συμπεριφοράς. Επιβολή διαδοχικών ποινών στην υπό κρίση περίπτωση θα καθιστούσε την ποινή δυσανάλογη (βλ. Έφορος Φορολογίας ν. K & M FAMAGUSTA Developers and Constructions Ltd κ.α Ποινική Έφεση αρ. 164/2020 ημερ. 08.07.2022).

 

Δεν επιβάλλω οποιαδήποτε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες λαμβάνοντας υπόψη τις ποινές που του επιβλήθηκαν στις πιο πάνω κατηγορίες και χάριν της αρχής της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι στον καθορισμό της ποινής έλαβα υπόψη μου το συνολικά οφειλόμενο ποσό στη βάση των κατηγοριών 1 μέχρι και 7, αμφότερων περιλαμβανομένων.

 

Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 46(12) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου εκδίδονται 11 διατάγματα εναντίον του Κατηγορούμενου για τα ποσά που καταγράφονται στο Έγγραφο Α που κατατέθηκε από τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, έγγραφο το οποίο θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Κατηγορούμενου.

 

Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί. Το εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του Κατηγορουμένου».

 

Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από το Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Στέφανου Περατικού (1997) 2 ΑΑΔ 373). Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (βλ. Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Άγγελος Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 930 το Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής θα πρέπει εκ νέου να εξετάσει τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής.

 

Όπως έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης είναι:

(α)  Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του      εγκλήματος,

(β)  το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και

(γ)  η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή.

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Κατηγορούμενου κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε ικανός λόγος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Οι περιστάσεις της υπόθεσης αλλά και οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορούμενου όπως και όλοι οι υπόλοιποι μετριαστικοί παράγοντες που προαναφέρθηκαν, έχουν επαρκώς ληφθεί υπόψη προς όφελος του κατά την επιμέτρηση της ποινής σε βαθμό που αν αναστελλόταν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αυτή δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε.

 

Θεωρώ κρίσιμο να αναφέρω ότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο πατέρας του Κατηγορούμενου είναι απολύτως κατανοητά και σεβαστά από το Δικαστήριο αλλά κρίνω ότι δεν αποκλείουν την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο.

 

Περαιτέρω, σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για τα αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, τα οποία είναι πολύ σοβαρά και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον Κατηγορούμενο όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων σε ότι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης τους σκεπτικού του Δικαστηρίου, σημειώνω ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται από αυτές της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Καραολής, Ποινική Έφεση αρ. 230/2019, 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B177, στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου. Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την αναστολή ποινής φυλάκισης 3 μηνών, μεταξύ άλλων, λόγω του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, που ήταν περίπου 7 έτη. Στην εν λόγω υπόθεση ο Εφεσίβλητος είχε δείξει την έμπρακτη του μεταμέλεια με την καταβολή σημαντικού ποσού, έτσι ώστε το οφειλόμενο ποσό να μειωθεί από €170,333.46 σε €84,506.81. Όπως διαφαίνεται από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην συμμόρφωση που υπήρξε μέσω της καταβολής ενός μεγάλου ποσού έναντι του οφειλόμενου, σχεδόν του ήμισυ του οφειλόμενου ποσού, με αποτέλεσμα να επικυρώσει την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης. Αυτό το δεδομένο απουσιάζει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αφού ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε κανένα ποσό από την καταχώρηση της υπόθεσης αυτής μέχρι σήμερα, εκτός των πληρωμών ύψους €12,500 περίπου πριν την καταχώρηση της υπόθεσης. Αυτό αναφέρεται έχοντας υπόψη μου μάλιστα ότι η όλη καθυστέρηση η οποία υπήρξε, στην πραγματικότητα άφηνε στον Κατηγορούμενο χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης, έτσι ώστε είτε να αποφευχθεί η ποινική δίωξη αν ήταν αυτό δυνατό, ή να αποπληρωθεί το οφειλόμενο ποσό (βλ. Κωνσταντίνου Κώστας ν Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2009) 2 ΑΑΔ 403).

 

Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο