ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Κ. Κ., Υπόθεση 4/2025, 10/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Κ. Κ., Υπόθεση 4/2025, 10/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Υπόθεση 4/2025

 

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

v.

 

 

 

 

 

 

Κ. Κ.

 

 

 

 

_______________

 

 

Ημερομηνία: 10 Μαρτίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή / Αιτητές

 

Κ. Μαραβελάκη (κα), για τον Κατηγορούμενο / Καθ’ ου η αίτηση

 

Κατηγορούμενος / Καθ’ ου η αίτηση: παρών

 

 

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 03.01.2025 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η αίτηση

 

1.        Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή αιτείται την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

Α. Προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού, με το οποίο απαγορεύεται στον Καθ’ ου η αίτηση, δυνάμει του ν.119(Ι)/2000, να εισέρχεται και να παραμένει εντός της οικίας, στη διεύθυνση που αναγράφεται.

 

Β. Προσωρινό διάταγμα δυνάμει του ν.114(Ι)/2021, με το οποίο απαγορεύεται στον Καθ’ ου η αίτηση να προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων ή και να παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο τον παραπονούμενο, είτε τηλεφωνικώς, είτε με γραπτά ή φωνητικά μηνύματα, μέσω οποιασδήποτε εφαρμογής.

 

2.        Στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνονται τα σχετικά άρθρα των προαναφερόμενων νόμων.

 

3.        Η μαρτυρία επί της οποίας βασίζεται η αίτηση αναφέρει τα εξής γεγονότα, συνοπτικά: Ο παραπονούμενος, γεννηθείς την 25.09.2010, είναι ανήλικος. Διαμένει με τη μητέρα του, τον αδελφό του, και τον Κατηγορούμενο, που είναι ο σύντροφος της μητέρας του, στο σπίτι της μητέρας του. Ο βιολογικός πατέρας του, μετά το διαζύγιο με τη μητέρα του, εδώ και πολλά χρόνια, διαμένει σε διαφορετικό σπίτι. Την 02.01.2025, ο ανήλικος, με τη συνοδεία του βιολογικού πατέρα του, μετέβη στην Αστυνομία και κατήγγειλε ότι την 01.01.2025, περί ώρα 12:20, δέχθηκε επίθεση από τον Κατηγορούμενο. Ειδικότερα, ο παραπονούμενος βρίσκονταν στο σπίτι του. Του ζήτησε η μητέρα του να βγάλει έξω τα σκουπίδια και άρχισαν να συζητούν. Ο Κατηγορούμενος, που βρίσκονταν και εκείνος στο σπίτι, τότε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του παραπονούμενου, άρχισε να του φωνάζει δυνατά. Ο παραπονούμενος φοβήθηκε και του είπε να τον αφήσει ήσυχο. Τότε, ο Κατηγορούμενος έσπρωξε τον παραπονούμενο με τα χέρια του, με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να κτυπήσει με την πλάτη του πάνω στο παράθυρο του μπάνιου. Στη συνέχεια, τον έπιασε με το ένα χέρι από τον λαιμό και σχημάτισε με το άλλο χέρι του γροθιά, εξυβρίζοντας παράλληλα και απειλώντας τον, με τις λέξεις και φράσεις «κωλομωρό» «έτσι να σου δώκω μια μες τα μούτρα». Επενέβη η μητέρα του, και ο Κατηγορούμενος τον άφησε. Όπως κατήγγειλε ο παραπονούμενος, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Κατηγορούμενος του έκανε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θυμάται και πότε ακριβώς έγινε κάτι άλλο. Θυμάται, όμως, ότι τον Δεκέμβριο 2024, μία φορά, τον απείλησε με την φράση «τρώει σε ο κ**** σου». Ανέφερε πως φοβάται ότι ο Κατηγορούμενος θα του κάνει κακό και ότι από τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, αναστατώθηκε, φοβήθηκε, ανησύχησε και αγχώθηκε. Την 02.01.2024 ώρα 11:30 επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Πάφου και εξετάστηκε από ιατρό που διαπίστωσε ότι έφερε οίδημα και εκδορά παράμεσου δακτύλου δεξιάς άκρας χειρός και εκδορά αριστερής ωμοπλάτης. Βάσει της καταγγελίας του παραπονούμενου, ο Κατηγορούμενος συνελήφθη, αναφέροντας κατά τη σύλληψή του, πως είναι όλα ψέματα. Έπειτα, όταν στην ανακριτική του κατάθεση ερωτήθηκε για το καταγγελλόμενο περιστατικό, επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα στη σιωπή. Ανέφερε, ωστόσο, και τα εξής, στο τέλος της κατάθεσης του: «είναι ψέματα του Χ. γιατί παρόλο που τον αγαπώ και τον μεγαλώνω τα τελευταία έξι χρόνια σαν δικό μου παιδί αυτός ποτέ δεν δέχθηκε το γεγονός ότι είμαι με τη μητέρα του. Επίσης να σου πως ότι ο Χ. έχει θέματα συμπεριφοράς αλλά ποτέ μου δεν του έκανα κακό και προσπαθώ να τον βοηθήσω με αγάπη». Η μητέρα του παραπονούμενου ανέφερε πως δεν επιθυμεί να δώσει κατάθεση.

 

Η ένσταση

 

4.        Το Δικαστήριο δεν εξέδωσε τα διατάγματα μονομερώς, ζητώντας να ακούσει και τον Καθ’ ου η αίτηση. Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση, προβάλλοντας λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Στη σύνοψή τους, οι λόγοι ένστασης έχουν ως εξής: Είναι πρόωρη η καταχώριση της αίτησης για την έκδοση τέτοιων «δρακόντειων» διαταγμάτων, χωρίς να έχει προηγηθεί η διεξαγωγή επαρκούς ή στοιχειώδους έρευνας, από αρμόδιες κρατικές αρχές. Ο ανήλικος δεν εξετάστηκε από παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο ή από ιατροδικαστή ώστε να διαπιστωθεί εάν τα σημάδια που εντοπίστηκαν στο σώμα του έχουν σχέση με καταγγελλόμενη πράξη. Ενώ ήταν παρούσα στο περιστατικό η μητέρα του ανηλίκου και δεν έλαβε θέση και ενώ ο Κατηγορούμενος είχε αναφέρει ότι πρόκειται για ψέματα, δεν έγινε περαιτέρω διερεύνηση, να ληφθεί έστω κατάθεση από τον βιολογικό πατέρα του ανηλίκου, που τον συνόδευσε. Εάν γίνονταν διερεύνηση, όπως τίθεται, θα ήταν γνωστό ότι από την 06.06.2024 ο παραπονούμενος παρακολουθείται από ψυχολόγο με σκοπό την επίλυση θεμάτων θυμού και συμπεριφοράς που έχει, ότι ο ίδιος διαθέτει ένα «νταν» μαύρης ζώνης στο καράτε και δεν είναι δυνατόν να δεχθεί επίθεση, αλλά και ότι συχνά συμμετέχει σε καυγάδες ή «φιλικούς αγώνες ξύλου» με φίλους, ακόμα και με τον μικρότερό του αδελφό. Οι βεβιασμένες ενέργειες της Αστυνομίας συντάραξαν την οικογενειακή γαλήνη. Όλη η οικογένεια, αίφνης, διαχωρίστηκε, ο παραπονούμενος, για 15 ημέρες περίπου, μετέβη στην οικία του βιολογικού του πατέρα. Έπειτα, ζήτησε από την οικογενειακή σύμβουλο και την Αστυνομία να μην συνεχίσει να διαμένει εκεί, αλλά να επιστρέψει στην οικία της μητέρας του, αναγνωρίζοντας πως ο Κατηγορούμενος τον αγαπά και τον φροντίζει. Συναφώς, δεν υφίσταται πλέον ανάγκη εξέτασης της υπόθεσης, εφόσον ο παραπονούμενος, από την 18.01.2025, είχε προβεί σε ένορκη κατάθεση ενώπιον των Αρχών, δηλώνοντας πως επέστρεψε οικειοθελώς στο σπίτι, όπου διαμένει με τον Κατηγορούμενο, και ότι ζήτησε συγγνώμη από τον Κατηγορούμενο. Η απουσία διερεύνησης, η απουσία προσωπικής γνώσης του αστυνομικού που ορκίζεται την ένορκη δήλωση και βάση για την αίτηση, η παράλειψη εξασφάλισης περαιτέρω μαρτυρίας, καθιστούν την αίτηση πραγματικά αβάσιμη, ενώ δεν συντρέχουν και οι νομικές προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, εφόσον δεν υφίσταται μαρτυρία για εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας. Ο Κατηγορούμενος φροντίζει τα παιδιά της συμβίας του για έξι χρόνια και τα υπεραγαπά, ενώ η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει αρνητικές συνέπειες σε αμφότερα τα παιδιά, θα διαρρηχθεί το σύνολο της καθημερινής ζωής τους, δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου, ενώ είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση.

 

5.        Η ένσταση υποστηρίζεται από εκτενή μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση, στην οποία αναλύονται περαιτέρω οι λόγοι ένστασης. Προσκομίζονται διάφορα στοιχεία, για να καταδειχθεί πως ο Κατηγορούμενος, ο οποίος εργάζεται σε υποδοχή ιδιωτικού νοσοκομείου, και είναι επίσης πατέρας δύο ενηλίκων παιδιών, που έχουν σπουδάζει και καταρτιστεί στους τομείς τους, είναι ήρεμος, συμπονετικός και ευγενικός άνθρωπος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους άλλους, που έχουν ανάγκη. Με τη μητέρα του παραπονούμενου, όπως αναφέρει, είναι σε δεσμό για περίπου έξι χρόνια. Η συμβία του έχει ακόμα μία θυγατέρα, ενήλικη. Επειδή ο ίδιος δεν είχε ποτέ γιους, αγαπά πολύ τα παιδιά της συμβίας του, και διαμένουν όλοι μαζί ως οικογένεια. Ο ίδιος φροντίζει και το σπίτι και γενικότερα για να περνούν όμορφα, ως οικογένεια, με ταξίδια και ωραίες εμπειρίες. Προσκόμισε ακόμα και φωτογραφίες, για να δείξει τις όμορφες στιγμές που έχουν ζήσει, ως οικογένεια. Δυστυχώς, όπως αναφέρει, η εφηβεία, όπως και η έλλειψη επικοινωνίας με τον βιολογικό πατέρα των παιδιών, έχουν αφήσει έντονα σημάδια στον παραπονούμενο, έλλειψης συνεργασίας, ευγένειας, σεβασμού προς τη μητέρα του  και τον αδελφό του και γενικά τους γύρω του. Έχει επιμονή να γίνεται το δικό του, να βγαίνει μόνος του, να μένει στην πλατεία μέχρι να νυχτώσει, να μην διαβάζει, να είναι αμελής στις σχολικές υποχρεώσεις του, να μπλέκει σε καυγάδες. Όλες οι προσπάθειες να του εξηγήσουν πως μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι ορθή και συνεπής για ένα παιδί της ηλικίας του βρίσκει έντονη άρνηση, αντιδράσεις, φωνές και αδιαλλαξία. Άρχισε να γίνεται επιθετικός προς τον αδελφό του. Γι’ αυτό, μετά από αρκετή σκέψη, και ενημέρωση και του βιολογικού πατέρα του, αποτάθηκαν σε συμβουλευτικό κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης, για τη διαχείριση προβλημάτων θυμού και επιθετικότητας κατά την εφηβεία, αφού απέδωσαν τη συμπεριφορά του αυτή στην εφηβεία του. Προσκομίζει σχετικά στοιχεία. Μέχρι σήμερα, παρακολούθησε 23 συνεδρίες, και συνεχίζει. Μετείχε και ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση σε δύο από αυτές, καθώς τους ζητήθηκε να προσυπογράψουν έναν «οδηγό κανόνων συμπεριφοράς» με τις υποχρεώσεις, τις επιβραβεύσεις, τις «τιμωρίες», τον οποίο προσκομίζει. Ο παραπονούμενος είναι μαθητής της Γ’ Γυμνασίου. Δυστυχώς, όπως αναφέρει ο Καθ’ ου η αίτηση, από την αρχή του σχολικού έτους, υποτροπίασε, δέχθηκε επαναλαμβανόμενες αποβολές για ανάρμοστη συμπεριφορά. Μόνο στο 1ο τετράμηνο, έκανε 130 απουσίες. Προσκομίζονται στοιχεία.

 

6.        Ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό της Πρωτοχρονιάς, ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει τα εξής: Την 31.12.2024 είχαν στο σπίτι προσκεκλημένες τις οικογένειές τους, περίπου 25 άτομα, και θα παρέθεταν δείπνο, κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ανάμεσα στα προσκεκλημένα άτομα, ήταν και τρία ακόμα παιδιά, περίπου συνομήλικα με τα δικά τους. Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, 01.01.2025, ήταν προσκεκλημένοι για μεσημεριανό γεύμα στο σπίτι της αδελφής του. Έτσι, σηκώθηκαν το πρωί, γύρω στις 08:00, και πήγαν να πάρουν το πρωινό τους. Έπειτα, άρχισαν να συγυρίζουν όλοι από λίγο το σπίτι, μέχρι να φύγουν. Στις εκκλήσεις της μητέρας του, αυτές του Καθ’ ου η αίτηση, του μικρού του αδελφού, να λάβει και ο παραπονούμενος μέρος στο συγύρισμα, εκείνος έδειχνε πλήρη αδιαφορία, παραμένοντας ξαπλωμένος στον καναπέ. Γύρω στις 12:00, είχαν τελειώσει. Ο παραπονούμενος έμενε ακόμα στον καναπέ. Η μητέρα του, του ζήτησε να μαζέψει τουλάχιστον τα σκουπίδια από το δωμάτιο του. Προσπαθούσε επί 20 λεπτά να τον ωθήσει να σηκωθεί. Τότε, εκείνος, εκνευρισμένος, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες, προς το δωμάτιο του, λέγοντας ότι, εντάξει, θα μαζέψει τα σκουπίδια, όμως δεν θα πήγαινε μαζί τους, αλλά θα πήγαινε στην πλατεία με τους φίλους του. Η μητέρα του άρχισε να του εξηγεί πως, σε μια τέτοια ημέρα, όλοι είναι με τις οικογένειές τους, και δεν μπορεί να γυρίζει μόνος του, άλλωστε δεν θα ήταν κάποιο άλλο παιδί έξω. Τότε, εκείνος άρχισε να φωνάζει. Η μητέρα του ανέβηκε στο δωμάτιο του. Ο Καθ’ ου η αίτηση άκουσε φωνές και κάποια στιγμή και τη μητέρα του παραπονούμενου να φωνάζει «μη με σπρώχνεις». Τότε, ανέβηκε πάνω, καθώς νόμισε ότι της επιτέθηκε, για να τους χωρίσει. Ήταν πολύ κοντά και μιλούσαν έντονα. Ο παραπονούμενος ήταν εκτός εαυτού. Μπήκε ανάμεσά τους, να τους χωρίσει. Απλώς έβαλε τα χέρια του ανάμεσά τους και ζήτησε από τη συμβία του να βγει έξω. Ο παραπονούμενος ήταν μπροστά στη λεκάνη, μέσα στο μπάνιο, ο ίδιος στη μέση και η μητέρα του παραπονούμενου έξω ακριβώς από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου. Ο παραπονούμενος συνέχιζε να φωνάζει έντονα, του ζήτησε να σταματήσει και να μιλά στη μητέρα του με όμορφο τρόπο. Δεν τον κτύπησε, ούτε τον απείλησε, ούτε τον τρόμαξε, απλώς του ζήτησε να ηρεμίσει και ότι μια τέτοια ημέρα δεν θα έπρεπε να αρχίζει με καυγάδες. Σαφώς και δεν τον έπιασε από τον λαιμό, όπως ο ίδιος είπε. Ζήτησε από τη συμβία του να πάει να ετοιμαστεί και από τον παραπονούμενο να πάει στο δωμάτιο του. Ο παραπονούμενος ήθελε να φύγει πρώτα η μητέρα του και ύστερα έφυγε και ο παραπονούμενος, μάλιστα προσπαθώντας να προσπεράσει τον Καθ’ ου η αίτηση, που ήταν μπροστά του, στο άνοιγμα της πόρτας. Το περιστατικό τελείωσε εκεί. Ο παραπονούμενος βεβαίως έμεινε ανυποχώρητος παρά τις εκκλήσεις να πάει μαζί τους στο γεύμα. Πήγαν στο γεύμα και επέστρεψαν μετά από περίπου 3-4 ώρες. Την επόμενη ημέρα, πληροφορήθηκε για την καταγγελία. Επιχειρηματολογεί, ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι δεν μπορεί να ισχύει, ούτε λογικά, η αναληθής εκδοχή του παραπονούμενου ότι χτυπήθηκε, προσκομίζοντας σχετικά στοιχεία, περιλαμβανομένων στοιχείων για τον χώρο του μπάνιου, το ύψος και την απόσταση του παραθύρου. Ουδέποτε, όπως λέει, χειροδίκησε. Είναι άνθρωπος χαμηλών τόνων, που προσπαθεί να επιλύει τα προβλήματα με διάλογο, μάλιστα επιρρίπτοντας ευθύνη και στον εαυτό του, που ο παραπονούμενος εξελίσσεται σε έναν ανυπάκουο και επιθετικό έφηβο. Το μικρότερο παιδί τους είπε πως, κατά το δείπνο της παραμονής, 31.12.2024, «έπαιζαν ξύλο» στο δωμάτιο του παραπονούμενου, ο οποίος είχε χτυπήσει την πλάτη του στη βιβλιοθήκη. Αυτό εξηγεί την ύπαρξη της εκδοράς στην πλάτη του, καθώς ο παραπονούμενος δεν είχε χτυπήσει κατά το περιστατικό που κατήγγειλε, ούτε ακούμπησε έστω στο παράθυρο του μπάνιου του.  Όλο αυτό το περιστατικό, όπως περιγράφει ο Καθ’ ου η αίτηση, και η δοκιμασία του να περάσει μία νύχτα στα κρατητήρια, ως «κοινός εγκληματίας», τον στιγμάτισε, τον πόνεσε βαθιά, τον τάραξε. Θα μπορούσε, όπως λέει, να δεχθεί την έκδοση των διαταγμάτων και να φύγει από το σπίτι, ακόμα κι αν δεν έχει άλλο τόπο να διαμείνει προς το παρόν, αλλά υπερτερεί έναντι αυτών των δικών του πρόσκαιρων σκέψεων, η ανάγκη της οικογενειακής γαλήνης και της ανατροφής των δύο παιδιών, που είναι σε τρυφερή ακόμα ηλικία, με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν. Εκείνη η ανάγκη είναι, όπως λέει, ό,τι του δίνει τη δύναμη, να μπορεί να σταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ζητώντας όμως και ο ίδιος από το Δικαστήριο την προστασία του και τη βοήθειά του. Καταβάλλουν και ο ίδιος και η μητέρα του παραπονούμενου, όπως είπε, πολλές προσπάθειες, για να παραμείνουν ήρεμοι μπροστά σε όλα τα προβλήματα, να ακολουθούν τις υποδείξεις των ειδικών, να είναι σταθεροί, για να υποδεικνύουν το σωστό. Γι’ αυτό εκφράζει και παράπονα, ο Καθ’ ου η αίτηση, για τη βεβιασμένη κίνηση της Αστυνομίας, να καταχωρίσει υπόθεση εναντίον του και να ζητήσει και τον αποκλεισμό του. Δεν πήγαν καν στο σπίτι να δουν τον χώρο, όπου υποτίθεται έλαβε χώρα το περιστατικό, τις αποστάσεις μεταξύ των αντικειμένων, να δουν πως δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που καταγγέλθηκε. Μετά τη συγγνώμη του παιδιού, την 18.01.2025, προσπαθούν όλοι να γιατρέψουν τις πληγές που άφησε η ενέργεια του παραπονούμενου. Ο ίδιος παραδέχθηκε στη μητέρα του πως ένιωθε θυμό με ό,τι έλαβε χώρα, σχετικά με το συγύρισμα, αλλά και με το ότι δεν τον άφησαν να πάει στην πλατεία, και είχε στείλει μήνυμα στον πατέρα του, λέγοντάς του ότι τον έδειραν. Μετά, όπως είπε, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω.

 

7.        Μαρτυρία προς υποστήριξη της ένστασης δίδει και η μητέρα του παραπονούμενου, η οποία αναφέρει εν πολλοίς με όμοιο τρόπο τα γεγονότα, όπως ο Καθ’ ου η αίτηση, τόσο για τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί, όσο και για το περιστατικό που ο παραπονούμενος κατήγγειλε. Η ίδια αναφέρει πως εάν οποτεδήποτε ο Καθ’ ου η αίτηση ασκούσε βία προς το παιδί της, η ίδια θα ήταν η πρώτη που θα του ζητούσε να φύγει από το σπίτι, αλλά και η ίδια είναι ήρεμη, χαμηλών τόνων, και δεν επιτρέπει βίαιες συμπεριφορές. Όταν έμαθαν για την καταγγελία, η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει πως έγινε επίκληση και ιατρικής μαρτυρίας, εφόσον ήταν παρούσα στο περιστατικό, και ουδέποτε είχε σπρωχτεί ή χτυπηθεί το παιδί. Τότε ο μικρότερος υιός της της ανέφερε ότι το προηγούμενο βράδυ, που οι μεγάλοι ήταν κάτω, άρχιζε να «παίζει ξύλο» με άλλο παιδί, που ήταν καλεσμένο, και είχε πέσει κάποια στιγμή στη βιβλιοθήκη με την πλάτη του. Προσκομίζει και η ίδια διάφορα στοιχεία. Μετά το περιστατικό, όπως αναφέρει, ο παραπονούμενος πήγε για 15 ημέρες στον βιολογικό πατέρα του. Την 17.01.2025, πήγε και τον πήρε, γιατί ήθελε να τον δει, βγήκαν έξω, τον πήγε στη μητέρα της. Το απόγευμα, όταν τον επέστρεφε στο σπίτι του πατέρα του, της είπε πως, εάν συνέχιζε να οδηγεί, θα άνοιγε την πόρτα να πέσει έξω από το κινούμενο όχημα. Πήγαν στην Αστυνομία, ο επί καθήκοντι οδηγός κάλεσε τον πατέρα του, να του εξηγήσει πώς έχει η κατάσταση, ο πατέρας του εκνευρίστηκε και είπε πως δεν ήθελε να του τον πάει. Τον πήγε σπίτι, εκείνος έτρεξε προς τον Καθ’ ου η αίτηση, τον αγκάλιασε και του ζήτησε συγγνώμη. Την επόμενη ημέρα, πήγαν μαζί στην Αστυνομία και έδωσε έγγραφη κατάθεση πως δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του βιολογικού πατέρα του αλλά να μείνει με τον Καθ’ ου η αίτηση, που δεν τον φοβάται. Αναφέρθηκε τότε πως είχε πει ψέμα πάνω στον θυμό του για ό,τι έγινε την Πρωτοχρονιά.

 

Διαδικασία

 

8.        Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, χωρίς αντεξέταση. Οι δύο πλευρές αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας υπέρ της έκδοσης των διαταγμάτων ή της απόρριψης της αίτησης, αντίστοιχα. Έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τις δύο πλευρές, στην πλήρη τους μορφή.

 

Νομικές πτυχές

 

9.        «Βία», στο πλαίσιο του ν.119(Ι)/2000, είναι οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του. Οποιοσδήποτε ασκεί τέτοια βία, διαπράττει αδίκημα δυνάμει του νόμου αυτού. Η «βία» εννοιοδοτείται με τον συγκεκριμένο τρόπο, ακόμα κι αν δεν διαβαθμίζεται ως «άκρως σοβαρή βία».

 

10.     Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 2, 3(δ), το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου. Ο νόμος εξουσιοδοτεί άλλα πρόσωπα να υποβάλλουν εκ μέρους θύματος αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, παρέχοντας και τη σχετική μαρτυρία, που μπορεί να περιλαμβάνει απλώς κατάθεση του θύματος ή ακόμα και άλλων προσώπων, μάλιστα σε οποιαδήποτε μορφή. Δεν υπάρχει περιορισμός στα αποδεικτικά μέσα.

 

11.     Συναφώς, και με βάση το άρθρο 14 ν.119(Ι)/2000,  χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ.9, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αστυνομικό, οικογενειακό σύμβουλο, λειτουργό ευημερίας, ψυχολόγο, γιατρό, περιλαμβανομένου ψυχιάτρου, που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μέλος του Συνδέσμου Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας στην Οικογένεια ή μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί μαρτυρία.

 

12.     Μέλος της Αστυνομίας που, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δέχεται παράπονο ή δήλωση που αφορά την άσκηση βίας, μπορεί, εντός εύλογου χρόνου, να αιτηθεί και να μαρτυρήσει στη βάση του παραπόνου που δέχθηκε, ζητώντας, εκ μέρους του θύματος, την ακατάλληλη προστασία. Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 είτε από το ίδιο το θύμα (σε οποιαδήποτε μορφή της) είτε από άλλο πρόσωπο, θα πρέπει να καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας. Η ποιότητα της μαρτυρίας σχετίζεται με τη δυνατότητά της να αποδείξει εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας, παρά με την αποδεκτότητά της.

 

13.     Βασική προϋπόθεση έκδοσης τέτοιου προσωρινού διατάγματος, με βάση το άρθρο 22, είναι η απόδειξη εκ πρώτης όψεως κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας. Το Δικαστήριο θεωρεί τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση στην όψη της, χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγησή της. Δεν εκδικάζει την υπόθεση, ούτε διαμορφώνει κρίση ενοχής του Κατηγορούμενου, ο οποίος ασφαλώς είναι δυνατόν, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί. Από την όψη και μόνον της μαρτυρίας, θα πρέπει να προκύπτει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος μπορεί να αφορά είτε σε άσκηση (για πρώτη φορά) βίας είτε σε επανάληψη βίας. Ο σκοπός του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού είναι να αποτρέψει την άσκηση ή την επανάληψη βίας, ενόψει τέτοιου κινδύνου. Ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος.

 

14.     «Παρενόχληση», στο πλαίσιο του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙ «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση ενός προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Το αξιόποινο είναι διευρυμένο σε περίπτωση κατά την οποία η παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του.

 

15.     Και στην περίπτωση έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 6 § 5 ν.114(Ι)/2021, μπορεί να γίνει χρήση ένορκης δήλωσης εκπροσώπου του θύματος που γνωρίζει τα γεγονότα ή κατέχει στοιχεία. Η Αστυνομία, δια οποιουδήποτε μέλους της, εφόσον νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αίτηση για λογαριασμό του θύματος, βασιζόμενη στην καταγγελία και μαρτυρία του θύματος, κατέχει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να προσφέρει τη σχετική μαρτυρία. Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 και όσον αφορά το άρθρο 6 § 5 ν.114(Ι)/2021 ως προς τον τρόπο υποβολής της αίτησης.

 

16.     Ουσιαστικά ζητούμενο, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 ν.114(Ι)/2021, είναι η εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κινδύνου επανάληψης ή και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή και σωματική ή και ψυχική υγεία του θύματος ή και μέλους της οικογένειάς του. Το προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 παρέχει ακόμα ευρύτερη προστασία στο θύμα, εφόσον επεκτείνεται στην απαγόρευση παρενόχλησής του με οποιονδήποτε τρόπο. Και στην περίπτωση αυτή, η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου.

 

 

 

Ουσιαστική εξέταση

 

17.     Καταρχάς, τα προαναφερόμενα άρθρα, δηλαδή το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 και το άρθρο 6 ν.114(Ι)/2021, συνιστούν αυτοτελείς νομικές βάσεις, που περιλαμβάνονται στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης, ανάμεσα σε άλλες διατάξεις. Επαρκεί η νομική βάση της αίτησης για να εξεταστεί η ουσία της.

 

18.     Έπειτα, η υπό εξέταση αίτηση, η οποία υποβλήθηκε από την Αστυνομία και υποστηρίζεται από μαρτυρία που περιλαμβάνει κατάθεση του θύματος είναι παραδεκτά υποβληθείσα αίτηση, με τον τρόπο που υποβλήθηκε, και μπορεί να εξεταστεί.

 

19.     Τα ζητήματα βίας είναι ευαίσθητα και κινούνται σε λεπτές γραμμές. Όπως και άλλοτε λέχθηκε, συχνά, οι λέξεις δύσκολα τα συνθέτουν, για να εκφράσουν τα διάφορα συναισθήματα, στα οποία μπορούν οι σιωπές, τα βλέμματα, οι κινήσεις, να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τις εκφρασμένες λέξεις και τις έκδηλες συμπεριφορές που αφήνουν ορατά ίχνη. Ουδείς είναι υποχρεωμένος να ανέχεται και να βιώνει βία, περιλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας, είτε είναι ανήλικος είτε ενήλικος, και περιστατικά βίας θα πρέπει να καταγγέλλονται.

 

20.     Είναι όμως δεδομένο και πως δεν θα πρέπει να γίνονται καταγγελίες στην Αστυνομία για φανταστικά αδικήματα, ώστε να ενεργοποιείται η Αστυνομία για να παρέχεται προστασία με αλλότρια κίνητρα ή σκοπούς. Τέτοια συμπεριφορά, ψευδούς καταγγελίας φανταστικών αδικημάτων, είναι αξιόποινη.

 

21.     Νοείται πως, εάν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εκδίκαση αδικήματα ή όχι, εάν αυτά μπορούν να στοιχειοθετηθούν ή όχι, θα απασχολήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, εφόσον προωθηθεί. Επίσης, εάν ο ανήλικος έδωσε ψευδή κατάθεση στην Αστυνομία, ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπίσει τις σχετικές έννομες συνέπειες.

 

22.     Επί της ουσίας της αίτησης, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας, χωρίς αυτή να αξιολογείται, στην όψη της, υπάρχει μία καταγγελία για άσκηση βίας, έναντι στην οποία υπάρχει και η αντίθετη εκδοχή. Ωστόσο, πέραν αυτού, ο Καθ’ ου η αίτηση φέρεται να συμβιώνει αρμονικά με τα παιδιά της συμβίας του, στην ουσία ως ο θετός πατέρας τους, για χρονική περίοδο περίπου έξι ετών, χωρίς να έχει αναφερθεί συγκεκριμένο περιστατικό βίας στο παρελθόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί ισχυρή εντύπωση πως υπάρχει κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας από τον Καθ’ ου η αίτηση προς τον παραπονούμενο, ή πρόκλησης στον παραπονούμενο ψυχολογικής ή και σωματικής βλάβης.

 

23.     Ο Καθ’ ου η αίτηση όχι μόνον δεν περιγράφεται ικανά, στην υφιστάμενη μαρτυρία, ως άτομο με γενικά βίαιη συμπεριφορά ή με ροπή ή τάση προς τη βία. Απεναντίας, μέσα από τη μαρτυρία που ο ίδιος και η συμβία του προσκόμισαν, και δεν αντικρούστηκε, προβάλλεται ως ένας άνθρωπος νοικοκύρης, με αφοσίωση στον θεσμό της οικογένειας, ενεργή συμμετοχή στις καθημερινές ανάγκες της, και με γνώση τρόπων διαπαιδαγώγησης. Η αναφορά του παραπονούμενου ότι προ μηνών ο Καθ’ ου η αίτηση του είπε συγκεκριμένη φράση «τρώσει σε ο κ**** σου», υπό μη δοσμένες συνθήκες, που ο ίδιος, με άγνωστο τρόπο, εξέλαβε ως απειλή, δεν επαρκεί, για να συνθέσει τέτοια εντύπωση κινδύνου.

 

24.     Έπειτα, δεν αμφισβητήθηκε, με αντεξέταση ή συμπλήρωση της μαρτυρίας της πλευράς του Αιτητή, η εμμάρτυρη εκδοχή του Καθ’ ου η αίτηση και της μητέρας του παραπονούμενου, τόσο σχετικά με τα γεγονότα της Πρωτοχρονιάς και τα ευρύτερα προβλήματα στη συμπεριφορά του παραπονούμενου, όσο και σχετικά με το γεγονός ότι ο παραπονούμενος απέκτησε τα ελαφρά τραύματα στο σώμα του υπό άλλη συνθήκη, ένα συμβάν το προηγούμενο βράδυ, καθώς και ότι δεν θα μπορούσε πρακτικά να είχε χτυπηθεί με τον τρόπο που ανέφερε στην Αστυνομία.

 

25.     Παρέχουν, τα όσα εκτίθενται στην ένσταση, ένα αρκετά λεπτομερές και συγκεκριμένο γεγονοτικό πλαίσιο, έναντι στην επάρκεια του οποίου, η κατάθεση του παραπονούμενου, σε συνάρτηση με την ιατρική μαρτυρία, δεν επαρκούν, για να καταδείξουν τέτοιο κίνδυνο, ικανό να απολήξει σε αποκλεισμό ή περιορισμό του Καθ’ ου η αίτηση και σε στέρηση του δικαιώματός του να συμβιώνει με την οικογένειά του ή και σε περιορισμό των δικαιωμάτων άλλων ατόμων να συμβιώνουν με τον Καθ’ ου η αίτηση. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ούτε πως θα ήταν προς το καλύτερο συμφέρον του παραπονούμενου η απομάκρυνση του Καθ’ ου η αίτηση από κοντά του. Είναι ακριβώς το αντίθετο που αναδύεται από τη μαρτυρία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

26.     Μέσα από την ακρόαση της αίτησης, επικράτησε επιτακτικά η εικόνα πως οι δύο γονείς προσπαθούν, με υπομονή και με όλους τους τρόπους που μπορούν, να συνετίσουν τον έφηβο υιό τους, με δυσκολίες, που είναι κατανοητό πως υπάρχουν, είτε από την ανάγκη του εφήβου για διεκδίκηση σημασίας και αποκλειστικής προσοχής, έξω από την αυστηρή τήρηση των πλαισίων των διαφόρων συμπεριφορικών κανόνων, είτε από άλλους παράγοντες. Ο παραπονούμενος, που φέρεται ως το θύμα επίθεσης από τον θετό πατέρα του, Καθ’ ου η αίτηση, λαμβάνει ήδη την φροντίδα ειδικών, κατά τρόπο ώστε να μην αρμόζει η παρέμβαση είτε της Αστυνομίας είτε του Δικαστηρίου, προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση από εκείνην που οι ίδιοι οι ειδικοί ορίζουν.

 

27.     Αν και η διαπίστωση αυτή αρκεί, καθιστώντας αχρείαστη την ενασχόληση με οτιδήποτε άλλο, είναι χρήσιμο να σημειωθεί πως τα παράπονα που εκφράστηκαν περί μη επαρκούς ή πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία, ως ένα βαθμό, δεν δικαιολογούνται πλήρως. Θα μπορούσαν, όπως άλλωστε πάντοτε μπορούν, να γίνουν περαιτέρω ανακριτικές και άλλες πράξεις, πριν από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης. Προφανώς, όμως, η Αστυνομία θεώρησε ότι έπρεπε να δράσει άμεσα, βάσει της συγκεκριμένης καταγγελίας, εφόσον υπήρχε και η ιατρική μαρτυρία, που της έδιδε μια εκ πρώτης όψεως ρεαλιστική διάσταση. Έναντι στα στοιχεία αυτά, που είχε υπόψη της, ο Καθ’ ου η αίτηση επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής, και η μητέρα του παραπονούμενου να μην καταθέσει, μη δίδοντας την ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές, σε εκείνο το στάδιο, να γνωρίζουν τα πλήρη γεγονότα, από τη δική τους οπτική, και να διαφοροποιήσουν την εικόνα που εξέλαβαν ως ισχύουσα από τα υφιστάμενα στοιχεία. Συναφώς αναφέρεται πως το δικαίωμα σιωπής είναι ασφαλώς κατοχυρωμένο και μπορεί και θα πρέπει να ασκείται όπου χρειάζεται (π.χ. εάν υπάρχει κίνδυνος αυτοενοχοποίησης, έλλειψη επαρκών στοιχείων, αδυναμία αποφυγής λάθους τη δεδομένη χρονική στιγμή ή ελλιπής υπερασπιστική γραμμή, αθέμιτες ανακριτικές μέθοδοι, ανασφάλεια για τις συνέπειες της κατάθεσης, κ.λπ.), χωρίς να σημαίνει πως είναι πάντοτε προς όφελος των συμφερόντων του υπόπτου. Από την άλλη, βεβαίως, ενώ η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ανέφερε την εκδοχή του, έστω κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, δια της ένστασης, παρά ταύτα, προωθήθηκε η αίτηση, με επιμονή, ως είχε, με βάση τα αρχικά στοιχεία που δεν είχαν εξ αρχής πείσει το Δικαστήριο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, χωρίς να διαφανεί ή να αναφερθεί διερεύνηση των επιπλέον στοιχείων που προσκόμισε η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση, ενώ και κατά την ακρόαση της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, οι θέσεις του Καθ’ ου η αίτηση χαρακτηρίστηκαν, από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, ως «φλυαρία». Στη βάση αυτή, δικαιολογείται η δυσαρέσκεια της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Κατάληξη

 

28.     Καταληκτικά, επειδή από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, δεν προκύπτει κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας προς τον παραπονούμενο ή πρόκλησης στον παραπονούμενο ψυχολογικής ή και σωματικής βλάβης, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο