
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 6/2025 (826/2025)
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
v.
Ν. Σ.
_______________
Ημερομηνία: 17 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή/Αιτητές
Μ. Κωνσταντινίδου (κα), για τον Κατηγορούμενο/Καθ’ ου η αίτηση
Κατηγορούμενος/Καθ’ ου η αίτηση: παρών
Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 03.02.2025
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αίτηση
1. Εναντίον του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση καταχωρίστηκε κατηγορητήριο που περιλαμβάνει κατηγορίες για αδικήματα βίας στην οικογένεια. Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, υποβλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή αίτηση, με την οποία ζητά την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων, στη σύνοψή τους:
Α. Διάταγμα αποκλεισμού δυνάμει του ν.115(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση να εισέρχεται ή και να παραμένει εντός της οικίας στην οδό που αναφέρεται.
Β. Διάταγμα δυνάμει του ν.114(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση να προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων και να παρενοχλεί, με οποιονδήποτε τρόπο το φερόμενο ως θύμα.
2. Στη νομική βάση της αίτησης, περιλαμβάνονται τα σχετικά άρθρα των προαναφερόμενων νόμων.
3. Από την όψη της μαρτυρίας που υποστηρίζει την αίτηση, χωρίς αξιολόγησή της, προκύπτουν τα εξής γεγονότα: Την 31.01.2025, καταγγέλθηκε από την παραπονούμενη στην Αστυνομία πως ο Καθ’ ο η αίτηση, με τον οποίο τέλεσαν γάμο το 2011, έχουν αποκτήσει και δύο παιδιά, και διαμένουν στην ίδια στέγη, από την αρχή του γάμου τους, εκδήλωνε ζήλια και επιθετικότητα. Την 30.01.2025, γύρω στις 20:30, συζητούσαν, και της είπε «έννα δεις ρε Γεωργία τι έννα γίνει». Η παραπονούμενη εξέλαβε πως ήταν απειλή, διότι είχε πει στον υιό τους να πάει να μαζέψει τις ακαθαρσίες του σκύλου του, ενώ η ίδια δεν το είπε. Επίσης, της είπε ότι θα βγάλει τις τζαμαρίες που είναι τοποθετημένες στο υπόγειο γιατί εκείνος τις αγόρασε. Στη βάση αυτών των δεδομένων, η παραπονούμενη του είπε πως τελείωσε πλέον μαζί του, και, ακολούθως, πήγε στην Αστυνομία και έκανε αναφορά. Ανέφερε στην Αστυνομία πως και στο παρελθόν, τον Νοέμβριο του 2024, ενώ εκείνη μαγείρευε στο σπίτι, την φώναξε ο Κατηγορούμενος να πάει κοντά του, πήγε, εκείνη είδε πως τα παιδιά προκαλούσαν ακαθαρσίες, τον ρώτησε γιατί τα άφησε να προκαλούν ακαθαρσίες, εφόσον η ίδια ήταν εγχειρισμένη, και εκείνος είπε πως δεν τα είδε. Έπειτα, εκείνος θύμωσε, έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό της, εκείνη του ζήτησε να μην την αγγίζει και να φύγει από το σπίτι, εκείνος, από τα νεύρα του, όταν πήγε να φύγει από το σπίτι, κλώτσησε την γλάστρα, με αποτέλεσμα να κτυπήσει στον γοφό της. Ήρθε ο πατέρας της και τον απομάκρυνε, αλλά δεν έκανε καταγγελία, ούτε πήγε σε ιατρό. Επίσης, όπως ανέφερε, καθημερινά την εξυβρίζει με τις φράσεις «έχεις φίλο, έννα σσιήφκω να μπω στο σπίτι αλλό λίο, πουτάνα, είσαι άχρηστη». Οι εξυβρίσεις, όπως ανέφερε, είναι καθημερινές, και άρχισαν από το καλοκαίρι του 2024. Βάσει αυτών, η παραπονούμενη εξέφρασε φόβους για τη ζωή της, καθότι βίωσε αγωνία, τρόμο και ανησυχία. Βάσει της καταγγελίας της παραπονούμενης, η Αστυνομία μπήκε στη διαδικασία να μεταφέρει την ίδια και τα παιδιά σε συγγενικό τους σπίτι και να αιτηθεί τη σύλληψη του Καθ’ ου η αίτηση. Το αίτημά της για την έκδοση εντάλματος σύλληψης απορρίφθηκε, λόγω μη αναγκαιότητας. Σύμφωνα με ενημέρωση από το θύμα και από σχετικό έλεγχο, δεν εκκρεμούσε, κατά τον χρόνο της αίτησης, οποιαδήποτε διαδικασία στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Επειδή η Αστυνομία θεωρεί πως ο Καθ’ ου η αίτηση είναι «επικίνδυνος» (παράγραφος 9 της ένορκης δήλωσης), αιτείται την έκδοση των διαταγμάτων αποκλεισμού και περιορισμού του Καθ’ ου η αίτηση.
Η ένσταση
4. Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης και την κατέστησε δια κλήσεως του Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος υπέβαλε ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, προβάλλοντας λόγους για τους οποίους, κατά τη θέση του, θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση. Οι λόγοι ένστασης συνοψίζονται στο ότι η αίτηση καταχωρίστηκε βεβιασμένα, χωρίς δέουσα νομική βάση και διερεύνηση της υπόθεσης και αναφορά στα πραγματικά γεγονότα, και γι’ αυτό είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη. Δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, η έκδοση των οποίων καταστρατηγεί τα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση και θέτει σε κίνδυνο την ψυχική υγεία των ανήλικων παιδιών του.
5. Και η ένσταση υποστηρίζεται από μαρτυρία, δια της οποίας, στην όψη της και χωρίς αξιολόγηση, επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης και αναφέρονται τα εξής, ως προς τα γεγονότα: Στην αρχή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες. Ο Καθ’ ου η αίτηση εργάστηκε σκληρά, για να ολοκληρωθεί η κατοικία στην οποία διαμένουν. Προσπαθούσε να εκπληρώνει κάθε επιθυμία της παραπονούμενης, η οποία, από τον Αύγουστο του 2024, άρχισε, χωρίς λόγο, να απομακρύνεται, να εκφράζει παράπονα, να δημιουργεί προστριβές, για ασήμαντους λόγους. Η ίδια τελείωνε την εργασία της νωρίς το απόγευμα, δεν ασχολείτο με τις δουλειές του σπιτιού και την φροντίδα των παιδιών και ανέμενε τον Καθ’ ου η αίτηση να επιστρέψει από την εργασία του το βράδυ, για να αναλάβει εκείνος όλες τις υποχρεώσεις. Με κάθε ευκαιρία, έβαζε τις φωνές, τόσο στα παιδιά όσο και στον ίδιο, λέγοντας στα παιδιά «γιατί σας έκανα, εχάλασα τη ζωή μου». Έπειτα, ηρεμούσε, επισκέπτονταν ψυχολόγο, αλλά άρχιζε τα ίδια. Προέβη και ο ίδιος σε καταγγελία στην Αστυνομία, καθότι τον Νοέμβριο του 2024 τον είχε σπρώξει, προκαλώντας τον, δηλώνοντας όμως πως δεν επιθυμούσε τη δίωξή της. Περί τα τέλη του 2024, του ανέφερε πως θέλει να χωρίσουν και του ζήτησε να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία, χωρίς εξήγηση. Όλες οι προσπάθειές του να περισώσει τον γάμο του έπεσαν στο κενό. Περί τα μέσα του Ιανουαρίου του 2025, είχαν διευθετήσει ραντεβού με τους δικηγόρους τους, για τα οικογενειακά θέματα, και με έκπληξή του ενημερώθηκε πως την 31.01.2025 η σύζυγός του έκανε καταγγελία, βασιζόμενη σε ψεύδη, ο ίδιος θεωρώντας ότι η παραπονούμενη ενήργησε καταχρηστικά. Στο ραντεβού που είχαν, ουδεμία αναφορά είχε γίνει σε επικίνδυνο επεισόδιο ή στο ότι βιώνει τρόμο, απεναντίας, ήταν ομιλητική, ανέβαζε τόνους και επιχειρούσε να χειραγωγήσει την κατάσταση. Πώς είναι δυνατόν, διερωτάται, να την απείλησε την 30.01.2025, εκείνη να έμεινε στο σπίτι όλο το βράδυ, και να φοβήθηκε ξαφνικά την 31.01.2025 για τη ζωή της. Ακριβώς δίπλα, είναι το σπίτι των γονιών της, λέει. Αναφέρει, ο Καθ’ ου η αίτηση, συντονισμένες προσπάθειες της οικογένειας της παραπονούμενης να τον απομακρύνουν από το σπίτι και τα παιδιά του. Στο μεταξύ, μετά την αίτηση, ακολούθησαν και διαδικασίες στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Διαδικασία
6. Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, χωρίς αντεξέταση.
7. Οι δύο πλευρές αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας υπέρ της οριστικοποίησης ή της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, αντίστοιχα.
8. Έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τις δύο πλευρές, στην πλήρη τους μορφή.
Εξέταση
9. «Βία», στο πλαίσιο του ν.115(Ι)/2021, σημαίνει πράξη, παράλειψη ή σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα και περιλαμβάνει σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική και κάθε άλλης μορφής βία ή πόνο έναντι γυναίκας, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, καθώς και εξαναγκασμό ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτά διενεργούνται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Ο «εξαναγκασμός» αναφέρεται στην κάμψη της ελεύθερης βούλησης προσώπου με την χρήση βίας ή απειλών ή κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης ή με τη χρήση άλλων μέσων απαγορευμένων διά νόμου, με σκοπό την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας του στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο ή τη σύναψη αναγκαστικού γάμου· την απειλή πρόκλησης βλάβης εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικού περιορισμού οποιουδήποτε προσώπου· οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο στοχεύει στη δημιουργία της εντύπωσης σε πρόσωπο ότι η παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένης πράξης θα επιφέρει βλάβη εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικό περιορισμό προσώπου· κατάχρηση ή επαπειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου· κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης. Η άσκηση βίας κατά γυναίκας είναι ποινικό αδίκημα, διακεκριμένης μορφής, σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο ν.115(Ι)/2021 καλύπτει και μορφές ενδοοικογενειακής βίας, όπου «ενδοοικογενειακή βία», στο πλαίσιο του εν λόγω νόμου, σημαίνει πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά προσώπου που προκαλεί βλάβη σε μέλος της οικογένειάς του και περιλαμβάνει βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος και τον περιορισμό της ελευθερίας του, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμου. Επιπρόσθετα των προβλεπόμενων στον περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία των Θυμάτων) Νόμο αδικημάτων, αδίκημα βίας κατά γυναίκας, όταν αυτό διαπράττεται εναντίον προσώπου από μέλος της οικογένειας του, είτε διαμένει είτε διέμενε με αυτό στο παρελθόν, ανεξαρτήτως του κατά πόσο μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια στέγη με το θύμα.
10. Σύμφωνα με το άρθρο 32 §§ 2, 6, το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας κατά γυναίκας / ενδοοικογενειακής βίας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου εφόσον προσκομιστούν ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του νόμου.
11. Η ουσιαστική προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 είναι η εκ πρώτης όψεως υπόδειξη κινδύνου άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή η ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πώς. Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν εκδικάζει την υπόθεση, αλλά την εξετάζει στην όψη της, όπως εκτίθεται ενώπιον του.
12. «Παρενόχληση», στο πλαίσιο του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙ «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση ενός προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Το αξιόποινο είναι διευρυμένο σε περίπτωση κατά την οποία η παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του.
13. Ουσιαστικά ζητούμενο, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5, είναι η εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κινδύνου επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.
14. Το προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 παρέχει ακόμα ευρύτερη προστασία στο θύμα, εφόσον επεκτείνεται στην απαγόρευση παρενόχλησής του με οποιονδήποτε τρόπο.
15. Η επίδραση διαταγμάτων που εκδίδονται με βάση τους προαναφερόμενους νόμους στα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση να διαμένει στη συγκεκριμένη οικία και να έχει επαφή και επικοινωνία με τα παιδιά του, που διαμένουν με την παραπονούμενη[1], επιβάλλει την προσεκτική εξέταση των δεδομένων που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο, ώστε τέτοια διατάγματα να είναι αναγκαία, για νόμιμο σκοπό, όπως, για παράδειγμα, τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή των δικαιωμάτων άλλων ατόμων, αλλά και εντός του πλαισίου της αναλογικότητας. Τέτοιας φύσης διατάγματα δεν εκδίδονται με αυτοματισμό, χωρίς όμως να σημαίνει και ότι ο κίνδυνος πρέπει να αποδεικνύεται σε επίπεδο πέραν της εύλογης πιθανολόγησης. Έπειτα, σε περίπτωση έκδοσής τους, τέτοια διατάγματα, που θα μπορούσαν να επιβληθούν και ως ποινή, με τέτοια ισχύ, θα πρέπει να καθορίζουν τη διάρκεια χρονικής ισχύος τους, ή να επανεξετάζονται, εάν η εκκρεμοδικία είναι χρονικά παρατεταμένη, σε συνάρτηση με τον ίδιο σκοπό.
16. Η σοβαρότητα και οι συνθήκες που φέρονται ως οι συνθήκες διάπραξης των υπό εκδίκαση αδικημάτων, ως προκύπτουν στην όψη της μαρτυρίας, είναι μία παράμετρος από την οποία δεν αποκλείεται να αναδύεται εύλογος φόβος και κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης ενδοικογενειακής βίας. Η ύπαρξη περισσότερων προηγούμενων επεισοδίων βίας, που διαφαίνονται είτε μέσα από περισσότερες κατηγορίες ή εκκρεμείς υποθέσεις είτε μέσα από προηγούμενες καταδίκες, σε συνάρτηση με την ένταση ή τη συχνότητά τους, είναι μία άλλη παράμετρος. Στοιχεία από τα οποία να αντλούνται πληροφορίες για τον χαρακτήρα και τις τάσεις του κατηγορούμενου, επίσης, έχουν σημασία[2], όπως και οι περιστάσεις που στο μεταξύ διαμορφώνονται με την ύπαρξη καταγγελίας και της ποινικής υπόθεσης.
17. Η δραστικότητα των περιοριστικών μέτρων επιβάλλει όπως ο κίνδυνος που αναδύεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα ανάγεται σε επίπεδο ισχυρής εντύπωσης, όπως, με αναλογία δικαίου[3], ισχύει στην περίπτωση περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας εκκρεμούσης της δίκης, στη βάση του κινδύνου διάπραξης αδικημάτων μέχρι τη δίκη. Η αναγωγή σε αυτό τον βαθμό δημιουργεί την επιμέρους προϋπόθεση της συγκεκριμενοποίησης του κινδύνου, παρά της γενικευμένης, αφηρημένης και αόριστης αίσθησής του[4]. Τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται για σκοπούς γενικής πρόληψης.
18. Έπειτα, ακόμα και όταν διαφανεί πως τέτοια διατάγματα είναι κατάλληλα προληπτικά μέτρα, θα πρέπει να μην υπάρχει άλλο μέτρο, ηπιότερο, για να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός.
19. Οι διατυπώσεις που γίνονται στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος για έκδοση τέτοιας φύσης διαταγμάτων δεν παραβιάζουν εκ προοιμίου το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά και η προσέγγιση που γίνεται για την αξιολόγηση των δεδομένων για την έκδοσή τους δεν θα πρέπει να αφήνει εκτός υπολογισμού, ακριβώς, πως ο κατηγορούμενος απολαμβάνει το τεκμήριο της αθωότητας, έναντι στο οποίο μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, με την στάθμιση όλων των δεδομένων, το διάταγμα αποκλεισμού ή ένας δραστικός περιορισμός να καθίστανται δυσανάλογα μέτρα ή πρώιμη τιμωρία ή ποινή. Συναφώς, και η εκδοχή του κατηγορούμενου για τα υπό εκδίκαση αδικήματα, όπου υφίσταται, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη.
20. Καταρχάς, τα προαναφερόμενα άρθρα, δηλαδή το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2001 και το άρθρο 6 ν.114(Ι)/2021, συνιστούν αυτοτελείς νομικές βάσεις, που περιλαμβάνονται στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης, ανάμεσα σε άλλες διατάξεις. Επαρκεί η νομική βάση της αίτησης για να εξεταστεί η ουσία της.
21. Έπειτα, η υπό εξέταση αίτηση, η οποία υποβλήθηκε από την Αστυνομία και υποστηρίζεται από μαρτυρία που περιλαμβάνει κατάθεση του θύματος, είναι παραδεκτά υποβληθείσα αίτηση, με τον τρόπο που υποβλήθηκε, και μπορεί να εξεταστεί.
22. Τα ζητήματα βίας είναι ευαίσθητα και κινούνται σε λεπτές γραμμές, όπως με κάθε ευκαιρία αναφέρεται. Συχνά, οι λέξεις δύσκολα τα συνθέτουν, για να εκφράσουν τα διάφορα συναισθήματα, στα οποία μπορούν οι σιωπές, τα βλέμματα, οι κινήσεις, να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τις εκφρασμένες λέξεις και τις έκδηλες συμπεριφορές που αφήνουν ορατά ίχνη. Ουδείς είναι υποχρεωμένος να ανέχεται και να βιώνει βία, περιλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας, και περιστατικά βίας θα πρέπει να καταγγέλλονται.
23. Είναι όμως δεδομένο και πως δεν θα πρέπει να γίνονται καταγγελίες στην Αστυνομία για φανταστικά αδικήματα, ώστε να ενεργοποιείται η Αστυνομία για να παρέχεται προστασία με αλλότρια κίνητρα ή σκοπούς. Τέτοια συμπεριφορά, ψευδούς καταγγελίας φανταστικών αδικημάτων, είναι αξιόποινη.
24. Καθ’ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο για την επίλυση διαφορών οικογενειακού δικαίου, περιλαμβανομένης της αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής στέγης, του διαζυγίου, της γονικής μέριμνας, των περιουσιακών διαφορών, είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο, η αποκλειστική δικαιοδοσία του οποίου δεν μπορεί να μετατοπίζεται, εμμέσως, στην ποινική δικαιοδοσία, ανάγοντας κάθε ένα επεισόδιο ενδοοικογενειακής διαφοράς, που είναι σε επίπεδο διαφωνίας ή έντασης, και σε αξιόποινη βία. Από την άλλη, όταν επέλθει διάσταση στην έγγαμη συμβίωση, επειδή αυτή μπορεί να αποτελέσει και εστία βίαιης συμπεριφοράς, που να εκφεύγει από το σύνηθες πλαίσιο επικοινωνιακής τριβής και προστριβής μεταξύ του ζεύγους, θα πρέπει, όπου χρειάζεται, να γίνονται άμεσες παρεμβάσεις, για την προσωρινή τουλάχιστον απομάκρυνση των ατόμων που ξαφνικά δεν μπορούν να συνυπάρξουν και προσπαθούν να βλάψουν ο ένας τον άλλον, μέχρι να επικρατήσει η ηρεμία και η δυνατότητα συνεννόησης και επίλυσης των επιμέρους διαφορών.
25. Μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας, χωρίς αυτή να αξιολογείται, στην όψη της, το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είπε, την 30.01.2025, στο πλαίσιο συζήτησης, στην παραπονούμενη, «έννα δεις ρε Γεωργία τι έννα γίνει», δεν δείχνει, εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον μέσα από τις δοσμένες συνθήκες, αντικειμενικά, κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας και βλάβης της παραπονούμενης. Ούτε η αναφορά του Καθ’ ου η αίτηση ότι θα βγάλει τις τζαμαρίες που είναι τοποθετημένες στο υπόγειο γιατί εκείνος τις αγόρασε. Με δεδομένο ότι το ζεύγος βρίσκεται σε διάσταση, στο μέσο της οποίας τίθενται ζητήματα από την κοινή τους συμβίωση, περιλαμβανομένων των εκατέρωθεν περιουσιακών διεκδικήσεων, που πρέπει να επιλυθούν, και που προκαλούν φυσιολογικά ενστάσεις και διάφορα αρνητικά συναισθήματα. Δεν συνιστούν οι περιουσιακές διεκδικήσεις αναμεταξύ των συζύγων που χωρίζουν, από μόνες τους ή κατ’ ανάγκη, και οικονομική βία με την έννοια του ν.115(Ι)/2021.
26. Υπάρχει βεβαίως και η αναφορά της παραπονούμενης ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος διαχρονικά επιδείκνυε ζήλεια και επιθετικότητα, προ μηνών, ξέσπασε με νεύρα, στο πλαίσιο μιας μεταξύ τους συζυγικής διαφωνίας, κλωτσώντας μία γλάστρα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της παραπονούμενης, από την θραύση της γλάστρας. Ακόμα κι αν το περιστατικό αυτό δεν είναι τέτοιας σοβαρότητας και δεν πλαισιώνεται με επαρκείς λεπτομέρειες, για να καταδείξει, από μόνο του ή σε συνάρτηση με γενικά τιθέμενα χαρακτηριστικά, ως χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Καθ’ ου η αίτηση, τάση ή ροπή του Καθ’ ου η αίτηση προς την άσκηση βίας, υπάρχει και η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι ο Καθ’ ου η αίτηση την εξυβρίζει «καθημερινά», ως αποτέλεσμα της μεταξύ τους διάστασης, ασκώντας σε αυτήν λεκτική βία, με την φράση «έχεις φίλο, έννα σσιήφκω να μπω στο σπίτι αλλό λίο, πουτάνα, είσαι άχρηστη». Ειδικότερα, οι λέξεις και οι χαρακτηρισμοί που υποβιβάζουν τη γυναίκα και σύζυγο, ως προς την τιμή και την αξία της, συνιστούν μορφή λεκτικής βίας. Ακόμα κι αν με βάση αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να λεχθεί, εξ όψεως της μαρτυρίας, πως δικαιολογείται αντικειμενικά και φόβος για τη ζωή της παραπονούμενης, είναι κατανοητό πως είναι δυνατόν να προκαλείται ή να προκληθεί στην παραπονούμενη ένταση και αναστάτωση από επικοινωνία, που να λαμβάνει τη μορφή λεκτικής βίας, σε βαθμό που να δημιουργεί τον κίνδυνο πρόκλησης ψυχικής βλάβης. Ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση ανέφερε πως η παραπονούμενη δέχεται τη βοήθεια ψυχολόγου.
27. Υπάρχουν βεβαίως και οι περί του αντιθέτου αναφορές του Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος αμφισβητεί αυτά τα λεγόμενα της παραπονούμενης, και καταλογίζει στην ίδια βίαιη συμπεριφορά, προς τον ίδιο, αλλά και τα παιδιά. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αντεξετάστηκε, ούτε οι δικοί του ισχυρισμοί αντικρούστηκαν με δικονομικά αποδεκτό τρόπο. Σε αυτή τη διαδικασία, εν πάση περιπτώσει, εξετάζονται τα παράπονα της παραπονούμενης, που ανάγονται στα υπό εκδίκαση αδικήματα, χωρίς να μπορεί να υπεισέλθει το Δικαστήριο σε συμπεριφορά της παραπονούμενης προς τον Καθ’ ου η αίτηση σε άλλες περιπτώσεις, που ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση, με τάση στρεψοδικίας ως σε ιδιωτική αντιπαράθεση, παραθέτει. Δεν επιλύεται εδώ ιδιωτική διαφορά. Το κοινώς δηλούμενο, εν τέλει, της ύπαρξης έντασης αναμεταξύ του ζεύγους, που φτάνει σε επίπεδα λεκτικής τουλάχιστον βίας, αλλά και να απασχολεί, αμφοτερόπλευρα, την ποινική δικαιοσύνη, με όλη τη σοβαρότητα που διέπει το διάβημα, επιβάλλει, αν μη τι άλλο, την προσοχή έναντι στο ενδεχόμενο βλάβης περισσότερων ατόμων.
28. Η παραπονούμενη, ως γεγονός, που προκύπτει από το όλο μαρτυρικό υλικό, απομακρύνθηκε από την οικία της, κοντά στην οποία βρίσκεται και η οικία των γονιών της. Δεν μαρτυρήθηκε πως ο Καθ’ ου η αίτηση έχει άλλο τόπο να διαμείνει ή κάποιο συγγενικό σπίτι κοντά, όπου μπορεί να φιλοξενηθεί. Ο ίδιος ανέφερε πως η στέγαση εκάστου ήταν θέμα προς συζήτηση, γνωρίζοντας και οι δύο τους τη διάσταση στην σχέση τους. Ο Κατηγορούμενος δεν μαρτυρήθηκε πως αντιμετωπίζει άλλες κατηγορίες πλην όσων περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο της υπόθεσης, ούτε πως έχει καταδίκες για αδικήματα βίας η για οποιαδήποτε άλλα αδικήματα.
29. Υπό το σύνολο των δεδομένων, ό,τι εκ πρώτης όψεως φέρεται να βιώνει η παραπονούμενη, είναι η ένταση από την επικοινωνία και επαφή που έχει με τον Καθ’ ου η αίτηση, ως αποτέλεσμα της διάστασής τους, και των σχετικών με αυτήν προστριβών. Δεν υπήρξαν συμπεριφορικές ακρότητες, αλλά διαφαίνεται κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης λεκτικής βίας και πρόκλησης ψυχικής βλάβης στην παραπονούμενη, η οποία ήδη παρακολουθείται από ψυχολόγο. Παρά τη διάσταση στη σχέση της παραπονούμενης με τον Καθ’ ου η αίτηση, και το γεγονός ότι η κοινή τους συμβίωση φαίνεται να προκαλεί προβλήματα, συνεχίζουν να διαμένουν στην ίδια στέγη, γεγονός που αποτελεί εγγενώς εστία κινδύνου, για ανάπτυξη βίαιης συμπεριφοράς. Έχοντας υπόψη αυτά, αλλά και πως εκκρεμούν σχετικές διαδικασίες στο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά και τα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση και των ανήλικων τέκνων, δεν θεωρώ ότι θα πρέπει, προς το παρόν, να εκδοθεί κάποιο δραστικό διάταγμα σε αυτή τη δικαιοδοσία, που να παρεμβαίνει με φυσικό τρόπο, για να αποκλειστεί ο Καθ’ ου η αίτηση από την οικία στην οποία διαμένει ή για τον καθορισμό φυσικής απόστασης μεταξύ του ιδίου και της παραπονούμενης, που θα παρεμβάλλονταν και ως εμπόδιο στη διαμονή του στη συγκεκριμένη οικία ή στην επικοινωνία με τα παιδιά του. Δεν αναφέρθηκε βίαιη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση προς τα παιδιά του, ούτε τέθηκε πως θα ήταν προς το συμφέρον των παιδιών ο αποκλεισμός του Καθ’ ου η αίτηση από την οικία στην οποία διαμένουν όλοι μαζί. Μάλιστα, ο Καθ’ ου η αίτηση μαρτύρησε, αναφέροντας πως είναι η παραπονούμενη που, αισθανόμενη ψυχολογική πίεση, εκδηλώνεται με τρόπο έναντι και στα παιδιά, που θα μπορούσε να ενέχει βία, εφόσον τους λέει ότι χάλασε τη ζωή της που τους έκανε. Η χρήση της οικογενειακής στέγης και το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τα παιδιά του θα πρέπει να ρυθμιστούν, μεταξύ άλλων, από το Οικογενειακό Δικαστήριο, που είναι το καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο γι’ αυτά τα ζητήματα. Στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας αυτής της υπόθεσης, που είναι ποινική υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με σοβαρότητα, μπορεί να τεθεί, αρχικά, ηπιότερος όρος, για την προστασία της παραπονούμενης, που φέρεται ως πρόσωπο σε ευάλωτη θέση. Δεν αποκλείεται, εάν δεν υπάρχει δυνατότητα τήρησής του, με τον τρόπο που αρχικά αφήνεται στον Καθ’ ου η αίτηση να βρει, να εκδοθεί διάταγμα αποκλεισμού ή επιβολής φυσικής απόστασης σε κατοπινό στάδιο.
Κατάληξη
30. Επειδή, με τα επί του παρόντος δεδομένα, μπορεί να αποφευχθεί η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων για την πρόληψη κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας ή και πρόκλησης ψυχικής ή σωματικής βλάβης προς την παραπονούμενη, η ανησυχία της οποίας μπορεί να αντιμετωπιστεί αρχικά με ηπιότερους όρους, η αίτηση απορρίπτεται.
31. Τίθεται ο ακόλουθος όρος, που ισχύει ενόσω εκκρεμεί η ποινική υπόθεση, ο οποίος όρος δεν είναι περιοριστικός οποιουδήποτε δικαιώματός του, αλλά από το επίπεδο της γενικής και αφηρημένης πρόβλεψής του στον νόμο, στρέφεται ειδικά προς τον Καθ’ ου η αίτηση:
Απαγορεύεται στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο η άσκηση σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής, οικονομικής και κάθε άλλης μορφής βία έναντι στην παραπονούμενη, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, και κάθε μορφή παρενόχλησης της παραπονούμενης.
Σε περίπτωση παράβασης του όρου αυτού, ο Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενος υπόκειται σε σύλληψη, και το Δικαστήριο δυνατόν να εξετάσει εκ νέου την αναγκαιότητα έκδοσης διατάγματος αποκλεισμού ή και επιβολής άλλων μέτρων, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.
(Υπ.) ………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Άρθρο 15 του Συντάγματος.
[2] Muller v. France (1997) ECHR, App. 21802/92, παρ. 44, Veliyev v. Russia (2010) ECHR App. 24202, παρ. 155.
[3] Κράτηση (περιορισμός προσωπικής ελευθερίας) σε περίπτωση αδικημάτων άλλου είδους βίας: Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.03.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.05.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 04.02.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.
[4] Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο