ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Μ. Κ. Σ. κ.α., Υπόθεση αρ. 2806/2024, 18/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Μ. Κ. Σ. κ.α., Υπόθεση αρ. 2806/2024, 18/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Υπόθεση αρ. 2806/2024

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

v.

 

 

 

 

 

 

 

1.    Μ. Κ. Σ.

2.    S. S.

 

__________________________

 

 

Ημερομηνία: 18 Μαρτίου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή

Π. Σαββίδης, για Κατηγορούμενες

 

Κατηγορούμενες: παρούσες

 

 

 

ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ

(ex tempore)

 

 

 

1.        Μ. Κ. Σ. και S. S., κατόπιν ομολογίας ενοχής, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλει ποινές στις κατηγορίες που περιέχονται στο κατηγορητήριο και αφορούν την παράνομη εργοδότηση και απασχόληση, αντίστοιχα, με αναφορά στην παράβαση των όρων της υφιστάμενης άδειας εργοδότησης.

 

2.        Η παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση των όρων της άδειας εργασίας (1η Κατηγορία) όπως και η παράβαση των όρων της άδειας εισόδου και παραμονής με αναφορά στους όρους εργασίας (2η Κατηγορία) είναι ποινικά αδικήματα με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ.105, ο οποίος προβλέπει και ποινές.

 

3.        Ειδικότερα, για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης (1η Κατηγορία), κατά το άρθρο 14Β Κεφ.105, η μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβάλει το Δικαστήριο είναι τα πέντε χρόνια φυλάκισης ή και οι €20.000. Το Δικαστήριο μπορεί, πρόσθετα, να εκδώσει ορισμένα διατάγματα. Ο νομοθέτης, με τον τροποποιητικό ν.46(Ι)/2021, είχε αυξήσει την προβλεπόμενη ποινή για το άρθρο 14Β, που μέχρι τότε ήταν η φυλάκιση μέχρι τα τρία χρόνια ή και η χρηματική ποινή μέχρι τις Λ.Κ.5.000,00. Η επαύξηση του αξιοποίνου ήταν της έκτασης που δίδει ξεκάθαρα το μήνυμα, ότι απαιτείται η επιβολή αυστηρότερων ποινών για την παράβασή του. Για το αδίκημα της παράβασης των όρων άδειας εισόδου και παραμονής (2η Κατηγορία), κατά το άρθρο 19, η ανώτατη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή είναι οι 12 μήνες φυλάκιση ή και η χρηματική ποινή μέχρι τις Λ.Κ.1.000, που αντιστοιχεί σε €1.708,60. Το Δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε άλλης ποινής.

 

4.        Οι ποινές που επιβάλλει το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι ανάλογες με τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράττονται. Η επιμέτρηση αρχίζει από τη μέγιστη προβλεπόμενη στον νόμο ποινή, αλλά κάθε αδίκημα έχει τη δική του κλίμακα έντασης ή σοβαρότητας[1]. Σε μεγάλο βαθμό, η ταξινόμηση του αδικήματος σε επίπεδο σοβαρότητας εξαρτάται και από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του από το συγκεκριμένο πρόσωπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση (culpability), καθώς και από το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε ή κινδύνευσε να προκληθεί από την παραβατική συμπεριφορά σε πραγματικό επίπεδο (harm)[2]. Το Δικαστήριο, αφού ταξινομήσει το κάθε αδίκημα ως προς το επίπεδο σοβαρότητάς του σε πραγματικό χρόνο, συνεχίζει την επιμέτρηση, λαμβάνοντας υπόψη πρόσθετους παράγοντες που δυνατόν να υπάρχουν και να επιδρούν ελαφρυντικά ή επιβαρυντικά, διαμορφώνοντας ανάλογα την ποινή. Το βάρος που δίδεται σε κάθε ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό παράγοντα δεν είναι το ίδιο σε κάθε υπόθεση ή σταθερό. Η επιμέτρηση δεν γίνεται με αυστηρά ή με ακριβή μαθηματικά κριτήρια, αλλά γίνεται με γνώμονα την αναλογικότητα, η προσέγγιση της οποίας θα πρέπει να γίνεται με διαφανή τρόπο. Η εξατομίκευση της ποινής, που είναι καθήκον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιουσδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[3], αλλά και οι σκοποί της ποινής, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέονται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στα ανώτατα επίπεδα ποινής καταλήγει να κινείται το Δικαστήριο όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλει εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και παράλληλα το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι βεβαρημένο[4]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης, όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία. Όπου είναι απολύτως αναγκαία, η έκτασή της περιορίζεται όσο το δυνατόν για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί για τους οποίους επιβάλλεται.

 

5.        Τα γεγονότα που εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή και από την πλευρά της υπεράσπισης είναι όπως πληρέστερα αναφέρονται στα πρακτικά της διαδικασίας. Εξ αυτών των γεγονότων, σημειώνονται τα εξής: Υφίστατο άδεια για την απασχόληση της Κατηγορούμενης 2 στην Κατηγορούμενη 1 και ο λόγος είναι για παράβαση των όρων της άδειας, ειδικότερα για την εργασία σε διαφορετικό χώρο του ιδίου νόμιμου εργοδότη από αυτόν που δηλώθηκε και περιλαμβάνονταν στην υφιστάμενη άδεια, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, που καταληκτικά αποδίδονται σε μεμονωμένο γεγονός και σε έκτακτη περίσταση, χωρίς αυτό να έχει τύχει αμφισβήτησης σε επίπεδο γεγονότων. Οι όροι της άδειας, περιλαμβανομένου του χώρου εργασίας, θα πρέπει να τηρούνται, αλλά ο τρόπος δράσης στην προκειμένη περίπτωση δεν υποδηλώνει οργανωμένη δράση, για να πληγεί η νόμιμη εργασία γενικότερα. Τα αδικήματα που διαπράχθηκαν δεν είναι τα χειρότερα του είδους τους και είναι σε πλαίσιο χαμηλού επίπεδο έντασης ή σοβαρότητας. Με βάση αυτή την ταξινόμηση, η επιμέτρηση συνεχίζει από τους 15 μήνες φυλάκισης ή και τις €5.000 για την 1η Κατηγορία και από τους τρεις μήνες φυλάκισης ή και τα €400 για την 2η Κατηγορία, με κατώτατο όριο τα €200. Το Δικαστήριο διατηρεί τη δυνατότητα να επιβάλει οποιαδήποτε άλλη ποινή.

 

6.        Οι παράγοντες που προσφέρονται για μετριασμό συμβάλλουν και στη διαμόρφωση της κρίσης ως προς το είδος της ποινής ή της ποινικής μεταχείρισης που είναι κατάλληλη στην περίπτωση. Παράγοντες που έχουν ήδη ληφθεί υπόψη για σκοπούς ταξινόμησης του αδικήματος σε επίπεδο σοβαρότητας, δεν λαμβάνονται εκ νέου υπόψη.

 

7.        Πρόσθετα, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα, για την Κατηγορούμενη 1:

 

7.1.       Η απολογία σε συνάρτηση με τη συνεργασία με τις Αρχές, στον βαθμό που υπήρχε, και υπό τις περιστάσεις που υπήρξε.

 

7.2.       Το λευκό ποινικό μητρώο και ο έντιμος βίος χωρίς εμπλοκή με εγκληματικές δραστηριότητες και γενικότερα με τη δικαιοσύνη.

 

7.3.       Οι προσωπικές συνθήκες, όπως εκτέθηκαν.

 

7.4.       Η παραδοχή στο Δικαστήριο, που θεωρείται άμεση, δίδοντας γι’ αυτό τη μέγιστη ελαφρυντική επίδραση (33%).

 

8.        Πρόσθετα, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα, για την Κατηγορούμενη 2:

 

8.1.       Η απολογία σε συνάρτηση με τη συνεργασία με τις Αρχές, στον βαθμό που υπήρχε, και υπό τις περιστάσεις που υπήρξε.

 

8.2.       Το γεγονός πως δεν προσφέρθηκαν οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες και δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά για οποιεσδήποτε δραστηριότητες που να έχουν απασχολήσει ξανά τη δικαιοσύνη.

 

8.3.       Οι προσωπικές συνθήκες, όπως εκτέθηκαν.

 

8.4.       Η παραδοχή στο Δικαστήριο, που θεωρείται άμεση, δίδοντας γι’ αυτό τη μέγιστη ελαφρυντική επίδραση (33%).

 

9.        Το είδος και η έκταση της ποινής που θα επιβληθεί έχουν καθοριστεί, λαμβάνοντας υπόψη τη νόμιμη ποινή, τους σκοπούς του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105 και των ποινών, τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, την ταξινόμηση της παραβατικότητας σε επίπεδο σοβαρότητας, τις αρχές της επιμέτρησης, όλους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να επιδράσουν στην ποινή, τη νομολογία και τον διαχωρισμό που έχει καθιερώσει ως προς την αντιμετώπιση της παράνομης εργασίας όταν υπάρχει νόμιμη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και όταν δεν υπάρχει, αλλά και τις ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις της παρούσας υπόθεσης[5], και τον βαθμό στον οποίον θα πρέπει να γίνει αισθητή η ποινική μεταχείριση στο σύνολό της[6].

 

10.     Ως προς το είδος της ποινής, νοείται πως δεν είναι αρμόζουσα η ποινή φυλάκισης σε αυτή την περίπτωση. Εάν το Δικαστήριο επιβάλει χρηματική ποινή, με βάση τη μέγιστη στον νόμο προβλεπόμενη χρηματική ποινή, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και το μεμονωμένο της περίπτωσης απόκλισης από τους όρους υφιστάμενης άδειας και το είδος της απόκλισης, τέτοια ποινή, θα ήταν υπερβολική, ενώ και η απουσία προηγούμενων καταδικών δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την εξάντληση της αυστηρότητας του Δικαστηρίου στην περίπτωση αυτή. Εξάλλου, σε τέτοιας φύσης αδικήματα, πέραν της τιμωρίας, στο πλαίσιο της πρόληψης αλλά και της αναμόρφωσης, έχει σημασία και η διασφάλιση της νομιμότητας, ώστε να βοηθά η δέσμευση για ένα χρονικό διάστημα πως θα τηρείται ο συγκεκριμένος νόμος. Για τον σκοπό αυτό, αρμόζουσα ποινή, με τα επί του παρόντος δεδομένα, είναι η επιβολή εγγύησης, το ύψος της οποίας έχει καθοριστεί με βάση το ύψος της συνολικής χρηματικής ποινής που θα μπορούσε να επιβληθεί με βάση την επιμέτρηση, και η χρονική διάρκεια της οποίας έχει καθοριστεί λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της χρονικής δέσμευσης σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να διασφαλιστεί η νομιμότητα υπό τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης.

 

11.     Επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην Κατηγορούμενη 1:

 

1η Κατηγορία: Να υπογραφθεί εγγύηση ύψους €1.000 για την τήρηση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, για περίοδο ενός έτους από σήμερα.

 

Στην Κατηγορούμενη 2:

 

2η Κατηγορία: Να υπογραφθεί εγγύηση ύψους €200 για την τήρηση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, για περίοδο ενός έτους από σήμερα.

 

12.     Σημείωση: με την επιβολή εγγύησης, δόθηκε ουσιαστικά αναστολή εκτέλεσης της χρηματικής ποινής. Εάν, εντός της περιόδου χρονικής ισχύος της εγγύησης, που αναφέρθηκε, υπάρξει οποιαδήποτε παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, τότε, το Δικαστήριο, πέρα από την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής, δυνατόν να διατάξει και την πληρωμή του ποσού της εγγύησης ή μέρους της.

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 08.11.2024.

[2] Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.07.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264.

[3] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.

[4] Pernell Geoffrey Michael John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.

[5] Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231, Qinlong v. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 501, Σαφειρίδου ν. Αστυνομίας, ΠΕ28/2022, 21.03.2022, ECLI:CY:AD:2022:B123.

[6] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ελευθερίου, ΠΕ 46/2023, 16.07.2024, Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 63/2022, 26.10.2022, Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, 447-8.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο