
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 6295/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
HASSAN FARHAT
_____________
Ημερομηνία: 26 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για Κατηγορούσα Αρχή
Κ. Σοφοκλέους (κα), για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
Η κατηγορία
1. Ο Κατηγορούμενος κατηγορείται πως, μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και της 10.09.2019, στην Πάφο, μαζί με τρίτο πρόσωπο, που κατονομάζεται, είχαν στην κατοχή τους ένα I-PAD model A1395 με S/No. DMPHQWVGDKPH, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας ΜΙ άσπρο, ένα GPS μάρκας HUAWEI μαύρο και ασημί, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας LG Nexus μαύρο με S/No. 352136066176666, μία θήκη μαύρη με ένα ηλεκτρικό τρυπάνι κίτρινο Stanley Fatmaxm, μία θήκη μαύρη με ένα ηλεκτρικό κατσαβίδι De Walt κίτρινο με μαύρο, με μπαταρία και φορτιστή, και ένα ποδήλατο που διπλώνεται ORIENT KA062 μαύρο και γκρίζο, για τα οποία υπήρχαν εύλογες υπόνοιες ότι ήταν κλοπιμαία.
2. Μετά το πέρας της παρουσίασης της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, υποβλήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε να υποχρεούται ο Κατηγορούμενος να προβάλει υπεράσπιση.
3. Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν επί αυτής της εισήγησης και έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, σε πλήρη μορφή.
Νομικές πτυχές
4. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση περί αθωότητας ή ενοχής, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός, τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου, είναι εισήγηση ή διαπίστωση πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).
5. Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης στο στάδιο αυτό και κατ’ επέκταση η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνον σε δύο περιπτώσεις, εάν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η κατηγορία, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή
(β) η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.
6. Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Η πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που να επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, αλλά, και πάλι, να χρειάζεται να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον στην υφιστάμενη μαρτυρία, σε αντινομικότητα ή μη πειστικότητά της. Θεωρείται στην όψη της η μαρτυρία, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας, χωρίς όμως αξιολόγηση, στην όψη της μαρτυρίας, θα πρέπει το πρόβλημα που αναδεικνύεται να είναι καταφανώς θεμελιακό, ώστε να μην μπορεί, οποιοδήποτε Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν σε ένα επόμενο στάδιο προχωρήσει με επιμέρους αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει με βάση αυτήν, στο απόγειό της. Εάν η απάντηση είναι θετική, τότε να μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν περισσότερο ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί. Αντίθετα, δεν θα πρέπει να συνεχιστεί εάν εκθεμελιώθηκε, λόγου χάριν, με συντριπτική αντεξέταση, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη για τη διακοπή της. Εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια. Εάν μπορεί αντικειμενικά να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του Κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως στάδιο με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς τέτοια ανάλυση της μαρτυρίας που θα ωθούσε σε αξιολόγηση[2].
Συστατικά στοιχεία του αδικήματος
7. Η παράνομη κατοχή περιουσίας είναι αδίκημα κατά το άρθρο 309 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 309 ΠΚ:
«Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους.»
8. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού, θα πρέπει να αποδειχθούν τα εξής:
(α) κατοχή κινητής περιουσίας σε συγκεκριμένο χρόνο·
(β) η δημιουργία εύλογης υπόνοιας σε άλλο πρόσωπο ότι αυτή η κινητή περιουσία είναι κλοπιμαία.
Με τη απόδειξη των πιο πάνω, το αποδεικτικό βάρος μετατίθεται στον Κατηγορούμενο, για να αποδείξει εκείνος, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι απέκτησε νόμιμα την κατοχή της περιουσίας.
9. Η εύλογη υπόνοια ότι η περιουσία είναι κλοπιμαία πρέπει να αποδεικνύεται ως αντικειμενικό γεγονός, από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Όπως προκύπτει και από την Καρυπίδης ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 237, το εύλογο των υπονοιών του προσώπου που τις επικαλείται, περιλαμβανομένου του μέλους της Αστυνομίας που διερευνά την υπόθεση, δεν μπορεί να υποδειχθεί, με την έκφραση της υποκειμενικής του κρίσης, αλλά το ζήτημα προσεγγίζεται αντικειμενικά. Δηλαδή, πρέπει να προσκομιστεί μαρτυρία από την οποία να αναδύεται, αντικειμενικά, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια πως πρόκειται για κλοπιμαία περιουσία. Η εύλογη υπόνοια πρέπει να προκαλείται σε κάποιο πρόσωπο που βλέπει ή βρίσκει την περιουσία στην κατοχή του Κατηγορούμενου, ενόσω η περιουσία παραμένει στην κατοχή του τελευταίου. Η πρόνοια βρίσκει εφαρμογή όταν ο Κατηγορούμενος κατέχει περιουσία υπό τέτοιες ύποπτες περιστάσεις ώστε, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είναι κλοπιμαία, εύλογα, εξ' αντικειμένου, δημιουργούνται υποψίες στο πρόσωπο που τον βλέπει να κατέχει τέτοια περιουσία, ότι αυτή είναι κλοπιμαία.
Η μαρτυρία
10. Η μαρτυρία τίθεται περιγραφικά, χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση. Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία των Αστ.739 Θ. Κωνσταντινίδη (ΜΚ1) και Αστ.737 Γ. Νικολάου (ΜΚ2), ενώ έγιναν παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα. Τα γεγονότα που αναδύονται μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε, στην όψη της, είναι τα εξής: Την 10.09.2019, περί ώρα 20:00, κατόπιν πληροφορίας, μαζί με άλλα μέλη του ΟΠΕ Πάφου και του κλιμακίου πληροφοριών, ο ΜΚ2 μετέβη με άλλα μέλη της Αστυνομίας στη διεύθυνση που κατονομάζεται και, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Κατηγορούμενου (Τ7), ενοίκου του μέρους, Συριακής καταγωγής, εισήλθαν στο διαμέρισμά του για έρευνα, που έλαβε χώρα μεταξύ των ωρών 20:05 και 20:45. Σε ένα ράφι, δίπλα από την είσοδο, βρίσκονταν το I-PAD, το GPS και τα δύο κινητά τηλέφωνα που περιγράφονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Του τα υπέδειξε και του επέστησε την προσοχή στον νόμο και ο Κατηγορούμενος απάντησε ότι του τα έφερε ένας φίλος του. Ο ΜΚ2 του υπέβαλε περαιτέρω ερωτήσεις, που δεν καταγράφονται, χωρίς, κατά τη θέση του, ο Κατηγορούμενος να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις, με αποτέλεσμα να τον συλλάβει. Κατά τη σύλληψή του, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Ακολούθως, στη βεράντα του διαμερίσματος, βρέθηκαν οι θήκες και με το ηλεκτρικό τρυπάνι και το ηλεκτρικό κατσαβίδι, οι μπαταρίες και ο φορτιστής, καθώς και το ποδήλατο, που περιγράφονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος. Ο ΜΚ2, και πάλι, υπέδειξε τα αντικείμενα αυτά στον Κατηγορούμενο και τον ρώτησε και για εκείνα, έχοντας επιστήσει την προσοχή του στον νόμο, και ο Κατηγορούμενος απάντησε, επίσης, πως του τα έφερε ένας φίλος του, χωρίς, κατά τη θέση του Αστυνομικού, να μπορεί ο Κατηγορούμενος να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για την προέλευσή τους. Στη συνέχεια, ο Κατηγορούμενος οδηγήθηκε στον σταθμό, όπου ενημερώθηκε και για τα δικαιώματά του (Τ6). Την ίδια ημέρα, ώρα 22:00, στο ΤΑΕ Πάφου, ο ΜΚ1 παρέλαβε από τον ΜΚ2 τα προαναφερόμενα αντικείμενα, που κατασχέθηκαν, και τα έθεσε υπό ασφαλή φύλαξη. Ακολούθως, με τη βοήθεια διερμηνέως από τα Αραβικά στα Ελληνικά, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο (Τ5, Τ1, Τ3). Στην ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (Τ2), ο Κατηγορούμενος ανέφερε, ερωτώμενος σχετικά με την περιουσία που βρέθηκε στην κατοχή του, ότι το I-PAD το αγόρασε για €50 από κάποιο πρόσωπο, που κατονομάζει. Τα δύο τηλέφωνα τα αγόρασε από το ίδιο πρόσωπο €10 το καθένα και το GPS, πάλι, από το ίδιο πρόσωπο, για €20. Το ποδήλατο, το ηλεκτρικό τρυπάνι και το κατσαβίδι τα αγόρασε από κάποιο άλλο πρόσωπο, που κατονομάζει, πριν από 20 ημέρες. Για το ποδήλατο, του τηλεφώνησε ο ίδιος και του είπε πως ήθελε να του το πωλήσει, για €220, διότι ήθελε να πάρει το μωρό του στο νοσοκομείο. Τα υπόλοιπα, του τα πώλησε €120 το ένα και €90 το άλλο. Αυτοί που του τα πώλησαν, όπως είπε, δεν του ανέφεραν πού τα βρήκαν, το ποδήλατο, όμως, του είπε ότι θα έρχονταν να το αγοράσει ξανά σε δύο ημέρες, αλλά δεν ήρθε. Ερωτήθηκε για τα στοιχεία των προσώπων που ανέφερε, τα οποία έδωσε. Μόνον ο ένας εξ αυτών του πώλησε και στο παρελθόν πράγματα. Δεν υποψιάστηκε ότι θα μπορούσαν να ήταν κλοπιμαία. Είχε βρει τα χρήματα για να αγοράσει εφόσον εργάζονταν σε εστιατόριο και μόλις πριν 15 ημέρες ήταν που είχε σταματήσει να εργάζεται. Εάν ήξερε πως ήταν κλοπιμαία, είπε, δεν θα τα αγόραζε. Δεν αμφισβητήθηκε η πιστότητα της μετάφρασης που έγινε για τους σκοπούς της ανακριτικής κατάθεσης του Κατηγορούμενου. Το Τ3 είναι η κατάθεση του Αστ.2543 Τ. Τρύφωνος, που αναφέρει τις ενέργειές του σχετικά με τη λήψη και φύλαξη των φωτογραφιών. Δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το περιεχόμενο του Τ3 είναι αληθές. Δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός, επίσης, πως οι φωτογραφίες που περιέχονται στο Τ4 είναι αυτές που αναφέρονται στο Τ3. Επίσης, ότι τα αντικείμενα που απεικονίζονται στο Τ4 είναι αυτά που αναφέρονται στο υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός, όσον αφορά την παραλαβή, συσκευασία, φύλαξη και διακίνηση των τεκμηρίων της υπόθεσης, μέχρι τη φύλαξή τους στην Αστυνομία έγινε ορθά και νομότυπα, χωρίς να έχει επέλθει οποιαδήποτε αλλοίωση ή επέμβαση από οποιονδήποτε.
11. Ο ΜΚ1, κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ανέφερε πως είναι ο εξεταστής της υπόθεσης, και αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο, ως το πρόσωπο στο οποίο γίνεται αναφορά στην κατάθεσή του (Τ5). Υποδείχθηκε στον μάρτυρα ο αστυνομικός φάκελος και ερωτήθηκε τι επάγγελμα δήλωσε πως έκανε ο Κατηγορούμενος, και ο ΜΚ1 απάντησε πως δήλωσε πως ήταν άνεργος. Σε σχέση με το ένα εκ των προσώπων που κατονόμασε ο Κατηγορούμενος ως προμηθευτή μέρους των αντικειμένων, είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση, αλλά δεν επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου, ενώ σε έρευνα που έγινε στην οικία του, δεν εντοπίστηκε τίποτε επιλήψιμο και σε ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε μετέπειτα εναντίον του, αθωώθηκε. Όσον αφορά το άλλο πρόσωπο, δεν εντοπίστηκε, με τα στοιχεία που δόθηκαν, πως υφίσταται. Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως δεν έκρινε σκόπιμο να αναφέρει με κατάθεσή του τις διερευνητικές ενέργειες στις οποίες προέβη ή και τις εξελίξεις σχετικά με τα πρόσωπα που κατονόμασε ο Κατηγορούμενος, με ενδεχομένως κάποια συμπληρωματική κατάθεση, αν και διαφώνησε πως δεν έχει σημασία για την υπόθεση. Δεν εντοπίστηκε κάποια καταγγελία για κλοπή, που να αφορά τα αντικείμενα του Τ4. Κατά τον ίδιο, η εύλογη υποψία αναδύεται από το γεγονός πως έχουν μία αξία τα συγκεκριμένα αντικείμενα, ο Κατηγορούμενος ήταν άνεργος, τη δεδομένη χρονική στιγμή, και αυτά βρέθηκαν στην κατοχή του. Δεν ανέφερε, κατά τον ίδιο, πως είχε εργασία και εισοδήματα παλαιότερα. Το τρίτο πρόσωπο που είχε κατονομάσει ο Κατηγορούμενος και διώχθηκε ποινικά, είχε διωχθεί για την ίδια κατηγορία και για τα ίδια αντικείμενα, αλλά δεν έχει την απόφαση αθώωσής του. Κατά το στάδιο που είχε ληφθεί κατάθεση από εκείνο το πρόσωπο, και δεν επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου, ανακρίνονταν ως ύποπτος.
12. Κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ο ΜΚ2, ο οποίος διενήργησε την έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου και εντόπισε εκεί τα αντικείμενα του Τ4, αναγνώρισε, επίσης, τον Κατηγορούμενο, ως προς το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Όπως ανέφερε, ο Κατηγορούμενος δεν τους έδωσε εξηγήσεις για το πού βρήκε ή και δεν παρουσίασε αποδείξεις για την αγορά τους. Κατά την αντεξέτασή του, ερωτήθηκε εάν η εύλογη υπόνοια δημιουργήθηκε μόνο από αυτό, και ανέφερε πως, επίσης, ο Κατηγορούμενος δεν εργάζεται, δεν έχει πόρους και δεν έδωσε κάποιες εξηγήσεις ο ίδιος. Δεν υπήρξε καταγγελία ότι πρόκειται για κλοπιμαία αντικείμενα. Στη συνέχεια, ανέφερε, ερωτώμενος για το ποιος του είπε πως ήταν άνεργος, πως ο Κατηγορούμενος είναι άτομο που απασχολεί συχνά την Αστυνομία και είναι πολλές οι περιπτώσεις και γνωρίζει τις υποθέσεις του, αν και δεν γνωρίζει ότι είχε κατηγορηθεί ξανά για παράνομη κατοχή περιουσίας και αθωώθηκε. Στη συνέχεια, ανέφερε πως τον ρώτησε ο ίδιος αν είναι άνεργος. Ερωτήθηκε, σε ποια γλώσσα, και είπε στα «σπαστά ελληνικά», αλλά νομίζει πως κατανόησε.
Εξέταση
13. Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει, αντικειμενικά, εύλογη υπόνοια ότι η κατοχή των αντικειμένων που αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος από τον Κατηγορούμενο αναφέρεται σε κλοπιμαία αντικείμενα. Ο Κατηγορούμενος είχε τα συγκεκριμένα αντικείμενα στο σπίτι του. Στα σπίτια τους, κι άλλοι άνθρωποι, που ζουν σε μια γενικά ανεπτυγμένη κοινωνία, είναι δυνατόν να έχουν, πάνω σε ένα ράφι, σε εμφανές σημείο, ηλεκτρονικές συσκευές, όπως κινητά, I-PAD, GPS, και έξω στη βεράντα ηλεκτρονικό τρυπάνι και κατσαβίδι, εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για οικιακές ή άλλες εργασίες, και ποδήλατο. Όπως ο καθένας μπορεί να έχει και άλλα αντικείμενα στο σπίτι του, ηλεκτρικές συσκευές και επίπλωση, που να έχουν κάποια αξία. Δεν τα είχε κρυμμένα κάπου ο Κατηγορούμενος, ούτε τα κατείχε υπό ύποπτες συνθήκες, ενώ ο ίδιος συγκατατέθηκε στην έρευνα στην οικία του, χωρίς κινήσεις ή ενέργειες ή αντιδράσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υποψία πως κρύβει στην οικία του κάτι κλοπιμαίο.
14. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος ήταν άνεργος, σε δεδομένη χρονική στιγμή, δεν καθιστά ύποπτη την κατοχή των περιουσιακών του στοιχείων, εφόσον δεν υπάρχει μαρτυρία πως αποκτήθηκαν ενώ τελούσε σε κατάσταση ανεργίας και ότι διαβίωνε υπό συνθήκες φτώχειας που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την απόκτηση και ύπαρξη στην κατοχή του τέτοιων αντικειμένων, γιατί θα ήταν αντικείμενα πολυτελείας, για τα δεδομένα του ιδίου. Δεν έγινε περιγραφή της οικίας του και των υπόλοιπων αντικειμένων που υπήρχαν σε αυτήν, ούτε εξηγήθηκαν οι λόγοι για τους οποίους ο ΜΚ2 επέλεξε τα συγκεκριμένα αντικείμενα από την οικία του Κατηγορούμενου, και τον ρώτησε για εκείνα. Ο Κατηγορούμενος αναφέρθηκε ως ένοικος διαμερίσματος που βρίσκεται στη Λεωφόρο Ελευθέριου Βενιζέλου, στην Πάφο. Εξάλλου, στην ανακριτική του κατάθεση, ο Κατηγορούμενος είχε αναφέρει πως εργάζονταν σε συγκεκριμένο χώρο, μέχρι λίγες ημέρες προηγουμένως, και δεν υπάρχει μαρτυρία, συγκεκριμένη, που να αναφέρει ως γεγονός την ανεργία ή την χρονική διάρκεια της ανεργίας του Κατηγορούμενου.
15. Δεν μπορεί να προκύψει εύλογη υποψία παράνομης κατοχής από το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να βρει και να προσκομίσει αποδείξεις αγοράς για τα αντικείμενα που έχει στο σπίτι του, όπως δεν μπορεί να ισχύει γενικευμένα δηλαδή πως, όποιος δεν έχει αποδείξεις ή τις αποδείξεις αγοράς, για κάθε αντικείμενο που έχει τοποθετημένο στο σπίτι του, για το οποίο ερωτάται ξαφνικά από την Αστυνομία που εισέρχεται στο σπίτι του, για να τις δείξει εκείνη την ώρα, μπορεί να σημαίνει πως κατέχει τα αντικείμενα παράνομα ως πιθανόν κλοπιμαία, και ότι πρέπει να συλληφθεί και αυτά τα αντικείμενα να κατασχεθούν. Ουδεμία αναφορά έγινε στην πληροφορία που οδήγησε σε έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου. Από ποιον ήταν και τι πληροφορία ήταν, για ποιο ζήτημα. Η αντίδραση του Κατηγορούμενου, όταν ερωτήθηκε για την προέλευση των αντικειμένων, επίσης, δεν μαρτυρήθηκε ως τέτοια, περίεργη, που να συμβάλλει στη δημιουργία εύλογης υποψίας, για τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Δεν αναφέρθηκε κάποια συστολή, φόβος, έστω έκφραση άβολης θέσης. Λέχθηκε πως ο Κατηγορούμενος απάντησε, σε «σπαστά Ελληνικά», πως τα έφερε φίλος του, ισχυρισμό που διατήρησε και μετέπειτα, στην ανακριτική του κατάθεση, όπου, με τη βοήθεια διερμηνέα, έδωσε περαιτέρω στοιχεία. Δεν αναφέρθηκαν οι περαιτέρω εξηγήσεις που ζητήθηκαν από τον ΜΚ2 και που δεν δόθηκαν από τον Κατηγορούμενο, συγκεκριμένα, και γενικότερα, υπό ποια υφιστάμενη κατάσταση υποψίας ζητούνταν οι εξηγήσεις, για τα συγκεκριμένα αντικείμενα, μέσα στην οικία του Κατηγορούμενου.
16. Μη σχετικό, επίσης, είναι το γεγονός πως ο Κατηγορούμενος έχει απασχολήσει ξανά την Αστυνομία ή είναι «γνωστός στην Αστυνομία». Δεν υπάρχει τεκμήριο πως κάθε περιουσιακό στοιχείο (π.χ. κινητό τηλέφωνο) που κατέχεται από πρόσωπα που έχουν απασχολήσει ξανά την Αστυνομία στο παρελθόν κατέχεται παράνομα, και τέτοια στερεοτυπική αντίληψη, που δημιουργεί στίγμα συνεχούς υποψίας ενοχής σε ανθρώπους, δεν είναι αποδεκτή, πόσω μάλλον όταν κρούει και σε προηγούμενη δικαστική αθώωση.
17. Τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν από την οικία του Κατηγορούμενου, τα οποία δεν αντιστοιχούν με αντικείμενα που δηλώθηκαν οποτεδήποτε ως κλοπιμαία ή και αναζητούνταν ως τέτοια, δεν ήταν παράξενο να είναι στην οικία του, λόγω της φύσης τους (π.χ. να ήταν σπάνια, μη χρηστικά σε καθημερινό επίπεδο), της κατάστασής τους (π.χ. να ήταν νέα μοντέλα, καινούρια), του αριθμού (π.χ. να ήταν σε μεγάλο αριθμό), ή της αξίας τους (π.χ. να είχαν πολύ μεγάλη αξία, που αποκλείει την πρόσβαση σε αυτά σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού). Επίσης, δεν κατέχονταν από τον Κατηγορούμενο με ύποπτο τρόπο μέσα στην οικία του (π.χ. κρυφά ή συγκεντρωμένα ή αταίριαστα με τον χώρο και τον τρόπο φύλαξής τους), και ο τρόπος με τον οποίον κατέχονταν, συνολικά, δεν καθίσταται ύποπτος με οποιοδήποτε από τα δεδομένα, ή ακόμα και με τον συνδυασμό και συνύπαρξη όλων των δεδομένων που εκτέθηκαν.
18. Ο Κατηγορούμενος συνελήφθη την 10.09.2019, ανακρίθηκε την 11.09.2019, και καταχωρίστηκε αυτή η ποινική υπόθεση εναντίον του την 16.09.2019, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά πως, πριν από τη δίωξή του, έγιναν άλλες ερευνητικές ενέργειες, στη βάση των οποίων ελέγχθηκαν και διαψεύστηκαν ισχυρισμοί του, που λειτούργησαν εκείνες οι ερευνητικές ενέργειες, πρόσθετα, προς την κατεύθυνση του να δημιουργηθεί εύλογη υποψία, και να διωχθεί τελικά ο Κατηγορούμενος για παράνομη κατοχή περιουσίας. Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε σχετική κατάθεση ή καταχώριση σε ημερολόγιο ενέργειας, εάν και πότε έγιναν τέτοιες ερευνητικές πράξεις, ενώ ο ΜΚ1 δεν αναφέρθηκε σε χρονικά συγκεκριμένα δεδομένα και στοιχεία. Έπειτα, το τρίτο πρόσωπο που συνελήφθη ως ύποπτο για το ίδιο αδίκημα, σε άγνωστο για το Δικαστήριο χρόνο, είχε κάθε λόγο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και στο πλαίσιο αυτό, να αρνηθεί ότι πώλησε ο ίδιος στον Κατηγορούμενο οποιαδήποτε αντικείμενα. Το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε το άλλο πρόσωπο, στα δοθέντα – υπό συνθήκες κράτησης του Κατηγορούμενου – στοιχεία, δεν λέει κάτι από μόνο του.
19. Η μαρτυρία που υπάρχει δεν επαρκεί για την εκ πρώτης όψεως κάλυψη του συστατικού στοιχείου της δημιουργίας εύλογης υπόνοιας ότι η κινητή περιουσία που κατείχε ο Κατηγορούμενος είναι κλοπιμαία. Η υπόθεση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε ένα επόμενο στάδιο.
Κατάληξη
20. Επειδή δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η δημιουργία εύλογης υπόνοιας ότι αυτή η κινητή περιουσία που περιγράφεται στις λεπτομέρειες αδικήματος είναι κλοπιμαία, δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε η κλήση του Κατηγορούμενου σε απολογία.
21. Ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων)
(Υπ.) …………………………..
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[2] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο