ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. GHEORGHE PALADE, Υπόθεση αρ. 3041/2019, 26/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. GHEORGHE PALADE, Υπόθεση αρ. 3041/2019, 26/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

Υπόθεση αρ. 3041/2019

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

GHEORGHE PALADE

 

 

 

_________________

 

 

Ημερομηνία: 26 Μαΐου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή

Μ. Σαββίδου (κα), για τον Κατηγορούμενο

Κατηγορούμενος: παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

Οι κατηγορίες

 

1.        Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, ότι την 17.05.2019, στην Πόλη Χρυσοχούς, διέρρηξε την οικία της Π. Χ., στην οδό που αναφέρεται, και διέπραξε μέσα σε αυτήν κλοπή, δηλαδή έκλεψε το χρηματικό ποσό των €150, περιουσία της Κ. Τ..

 

Διαδικασία

 

2.        Για την απόδειξη της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία της καταγγέλλουσας Κ.Τ. (ΜΚ1), της Αστ.3933 Ε. Ανδρέου (ΜΚ2), της μητέρας της καταγγέλλουσας, Π.Χ. (ΜΚ3), του Αστ.4972 Κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ4) και του Αστ.779 Α. Ιωάννου (ΜΚ5).

 

3.        Ο Κατηγορούμενος κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του, και επέλεξε να μαρτυρήσει ενόρκως (ΜΥ1). Δεν προσκόμισε περαιτέρω μαρτυρία η πλευρά της Υπεράσπισης.

 

4.        Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, η Κατηγορούσα Αρχή και στη συνέχεια η Υπεράσπιση αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας. Συνοπτικά να λεχθεί, η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε πως η υπόθεση αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, καθότι η μαρτυρία της ΜΚ1 είναι, κατά τη θέση της, μία αξιόπιστη μαρτυρία αναγνώρισης και ταυτοποίησης του Κατηγορούμενου ως του δράστη των αδικημάτων που περιέχονται στο κατηγορητήριο. Αναφορά έγινε και στις μαρτυρίες των υπόλοιπων μαρτύρων που, κατά τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής, αδιάφορα από την απουσία γενετικής ταύτισης, είναι αξιόπιστες μαρτυρίες και οι μαρτυρίες των ΜΚ3 και ΜΚ4 υποστηρικτικές της μαρτυρίας της ΜΚ1 ως προς την αναγνώριση. Αντίθετα, όπως υποστήριξε η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου δεν ήταν μαρτυρία της αλήθειας, για τους λόγους που ειδικότερα εκτέθηκαν από τον κύριο Χρυσοστόμου, που εστιάζουν σε αντιφάσεις ή άλλες αδυναμίες της εν λόγω μαρτυρίας. Η πλευρά της Υπεράσπισης, από την άλλη, ανέφερε πως δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, εστιάζοντας παράλληλα και στις αδυναμίες της υφιστάμενης μαρτυρίας, ιδίως της μαρτυρίας της ΜΚ1, η οποία αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως τον δράστη των αδικημάτων. Η κυρία Σαββίδου εξέθεσε τις αδυναμίες της μαρτυρίας της ΜΚ1, καθώς και τις ελλείψεις της έρευνας ως προς τη διερεύνηση του εξ αρχής τιθέμενου ισχυρισμού του Κατηγορούμενου πως ήταν, κατά την ώρα του συμβάντος, στο σπίτι του και κοιμόταν. Επίσης, αναφέρθηκε στην παράλειψη επιστημονικής εξέτασης σχετικά με το πορτοφόλι, από το οποίο, κατά τη θέση της ΜΚ1, είχαν αφαιρεθεί τα χρήματα. Όπως ανέφερε η κυρία Σαββίδου, δεν θα πρέπει να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο επειδή, στην ουσία, ο ίδιος δεν μπορεί να αποδείξει πως ήταν σπίτι και κοιμόταν την ώρα του καταγγελλόμενου συμβάντος, μέσω άλλων μαρτυριών. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, σε πλήρη μορφή.

 

Μαρτυρία

 

5.        Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[1], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να βλέπει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

6.        Το καθήκον των μαρτύρων που καταθέτουν στο Δικαστήριο ως πραγματογνώμονες, και το οποίο προέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου καθήκοντος προς τους εντολείς τους, είναι να παρέχουν αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των επιστημονικών κριτηρίων, με σαφή τρόπο και χωρίς περιπλοκές και εστίες σύγχυσης ή παραπλάνησης, για να μπορεί το Δικαστήριο να διαμορφώσει την ανεξάρτητη κρίση του, εφαρμόζοντάς τα στην υπό κρίση περίπτωση[2]. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων δεν διαφέρει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων γεγονότων, ως προς τις αρχές που εφαρμόζονται[3], με εστίαση περισσότερο στο περιεχόμενο της μαρτυρίας, όπου ρόλο διαδραματίζουν η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία προσεγγίζεται η διατύπωση της γνώσης, η παράθεση και εξήγησης των βάσεων της, η πληρότητα και η σταθερότητά της, χωρίς ασφαλώς τα κριτήρια να είναι εφικτό να προκαθοριστούν εξαντλητικά.

 

ΜΚ1

 

7.        Η ΜΚ1 αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία (Τ1). Στο Τ1, κατάθεση που έδωσε την 17.05.2019 ώρα 10:00, ανέφερε πως την ίδια ημέρα, γύρω στις 09:00, η ίδια βρίσκονταν στο σπίτι της, στην Πόλη Χρυσοχούς, και κοιμόταν. Η μητέρα της απουσίαζε, καθώς ήταν στην εργασία της, και η γιαγιά της ήταν έξω στην αυλή του σπιτιού. Καθώς κοιμόταν, αισθάνθηκε πως κάποιος ήταν μέσα στο υπνοδωμάτιο της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε έναν άνδρα. Υπολογίζει να είναι, όπως είπε, «Ρουμάνος ή Βούλγαρος». Φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο, καρό, κόκκινο με άσπρο, σκουρόχρωμο τζιν παντελόνι, μακρύ, ήταν ύψους γύρω στο 1,70 εκ., με λευκό κανονικό δέρμα, ούτε πολύ μελαχρινός ούτε πολύ λευκός, με κοντά μαλλιά «σπόντες». Για το παντελόνι, δεν είναι απόλυτα σίγουρη, όπως είπε. Στο πρόσωπό του είχε σημάδια, σαν «λακκάκια». Δεν είχε μούσι ή μουστάκι. Τα μάτια του ήταν καστανά. Δεν πρόσεξε τα παπούτσια του. Ήταν λεπτής σωματικής διάπλασης. Ο άνδρας αυτός, μόλις κατάλαβε ότι η ΜΚ1 τον αντιλήφθηκε, πήγε προς το μέρος της, στάθηκε από πάνω της, και, με σπαστά ελληνικά, της είπε «εσύ μεν ταράξεις». Η ΜΚ1 τρομοκρατήθηκε και έμεινε ακίνητη στο κρεβάτι της, ενώ αυτός συνέχισε να ψάχνει τα ντουλάπια και τα πράγματά της. Μετά από την πάροδο λίγων λεπτών, ο δράστης βγήκε από το δωμάτιο της και έτρεξε προς το δωμάτιο του αδελφού της, άνοιξε το φυλλαράκι του παραθύρου και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις έφυγε ο δράστης, η ΜΚ1 σηκώθηκε, την έπιασε πανικός και άρχισε να φωνάζει δυνατά στη γιαγιά της, για να έρθει. Την έπιασε υστερία. Όταν ηρέμισε λίγο, τηλεφώνησε και στη μητέρα της. Η μητέρα της ειδοποίησε τον θείο της, που ήρθε και την πήρε με το αυτοκίνητο έναν περίπατο, να δουν εάν εντοπίζεται τριγύρω αυτός ο άνδρας που είδε μέσα στο σπίτι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, πήγε στο σπίτι και ειδοποίησε την Αστυνομία. Δεν γνωρίζει από πού μπορεί να μπήκε στο σπίτι αυτός ο άνδρας, αλλά η πόρτα της κύριας εισόδου ήταν ανοικτή γιατί έκανε δουλειές η γιαγιά της έξω. Από το πορτοφόλι της, ανέφερε η ΜΚ1, κλάπηκαν €150, και συγκεκριμένα τρία χαρτονομίσματα των €50. Δεν διαπίστωσε να λείπει κάτι άλλο. Η ΜΚ1 αναγνώρισε και υιοθέτησε και τη συμπληρωματική της κατάθεση, που έδωσε στην Αστυνομία την ίδια ημέρα, 17.05.2019 ώρα 20:00, στην οποία ανέφερε πως ώρα 19:30 είχε μεταβεί με τη μητέρα της στον Αστυνομικό Σταθμό Πόλης Χρυσοχούς, για να ρωτήσουν τι έγινε σχετικά με την υπόθεση. Εκεί είδαν ένα άτομο που έμπαινε στον σταθμό, το οποίο η ΜΚ1 αναγνώρισε ως το άτομο που μπήκε το πρωί στο δωμάτιο της. Ειδικότερα, ενώ βρίσκονταν στα γραφεία και μιλούσαν, το άτομο, που κατά τη θέση της είναι ο δράστης, μπήκε στον χώρο του σταθμού και η ίδια τον αναγνώρισε αμέσως, φωνάζοντας «έτον, εν τούτος», και δείχνοντάς τον. Δήλωσε σιγουριά πως ήταν εκείνος. Η ΜΚ1 αναγνώρισε και τον Κατηγορούμενο ως τον άνδρα που περιγράφει στις καταθέσεις της. Ο λόγος που κοιμόταν ώρα 09:00, την 17.05.201, ήταν γιατί ήταν εξεταστική περίοδος και ήταν σε πρόγραμμα διαβασμάτων. Περιέγραψε τι ακριβώς ένιωσε, λέγοντας πως, μετά από εκείνο το επεισόδιο, της πήρε έξι μήνες για να κοιμηθεί ξανά μόνη της. Πήγαινε ο θείος της και έμενε μαζί τους, για να αισθάνεται ασφάλεια. Ούτε μπορούσε να συγκεντρωθεί και να διαβάσει για τις εξετάσεις της, στη συνέχεια. Ήταν 17 ετών τότε.

 

8.        Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΚ1 απάντησε πως η εκτίμηση πως ο δράστης ήταν «Ρουμάνος ή Βούλγαρος» σχετίζονταν με τον τρόπο ομιλίας του, που διέκρινε όταν της μίλησε, σε συνάρτηση με το πρόσωπο, τα χρώματά του, και το στυλ του, καθώς υπάρχουν και αρκετοί στην περιοχή. Όσον αφορά το ύψος του δράστη, δεν τον μέτρησε, αλλά είπε πως ήταν περίπου 1,70, ενώ η ίδια είναι 1,73. Υπολόγισε εκείνη την στιγμή, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι λιγότερο το ύψος του. Χαρακτηριστικά, όπως ανέφερε, θυμάται το καρό πουκάμισο. Όταν γύρισε πάνω της, είδε και τα σημάδια στο πρόσωπό του. Εκείνα μπόρεσε να διακρίνει μέσα στον πανικό της. Ο δράστης δεν φορούσε οτιδήποτε στο κεφάλι, κουκούλα ή μάσκα. Ούτε γάντια φορούσε. Η ΜΚ1 περιέγραψε τον χώρο. Την ώρα που άνοιξε τα μάτια της, εκείνος ήταν γυρισμένος πλάτη και έψαχνε στη σιφονιέρα, είχε την έγνοια να μην ξυπνήσει. Την είδε και ήρθε προς το μέρος της. Και έπειτα συνέχισε, ψαχούλευε, βρήκε τα λεφτά και έφυγε. Τα χαρτονομίσματα, όπως ανέφερε η ΜΚ1, ήταν μέσα στο πορτοφόλι, που ήταν μέσα στη σιφονιέρα. Δεν κάλεσε αμέσως την Αστυνομία καθότι ήταν σε κατάσταση πανικού. Πήγαν με τον θείο της ένα γύρο του τετραγώνου, μήπως ηρεμίσει, και επέστεψαν, στο μεταξύ δεν είδαν ούτε το άτομο που μπήκε στο σπίτι, να κινείται στην περιοχή. Όταν ηρέμισε, πήραν και την Αστυνομία. Ο δράστης δεν είχε πάρει το πορτοφόλι, το άφησε εκεί. Νομίζει πως το υπέδειξε στην Αστυνομία, όταν πήγε στο σπίτι για εξετάσεις, αλλά δεν θυμάται τι έκανε η Αστυνομία. Ταυτότητα δεν είχε μέσα το πορτοφόλι, είχε κάρτες. Δεν έλειπε όμως οτιδήποτε άλλο, μόνο το χρηματικό ποσό, τρία ή τέσσερα πενηντάρικα. Το πορτοφόλι, όταν έφυγε ο δράστης, είχε μείνει μέσα στο συρτάρι. Κάτω είχαν μείνει ελάχιστα πράγματα, αναγνωρίζοντας πως ήταν λάθος της που τα πήρε και τα έβαλε πίσω, στη θέση τους. Στην υποβολή ότι το πρόσωπο που ισχυρίζεται πως είδε στο υπνοδωμάτιο της δεν ήταν ο Κατηγορούμενος, η ΜΚ1 απάντησε με βεβαιότητα ότι ήταν εκείνος και τον είδε.

 

9.        Η ΜΚ1 παρουσίασε τη μαρτυρία της με σαφήνεια και συνέπεια. Η περιγραφή της για τα περιστατικά της 17.05.2019 ήταν λεπτομερής, λογική και απαλλαγμένη από ουσιώδεις αντιφάσεις. Περιέγραψε με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο τα γεγονότα, αλλά και την ψυχολογική της κατάσταση πριν και μετά το περιστατικό. Αναφέρθηκε σε αλλαγές στην καθημερινότητά της, όπως αϋπνία, φόβο και αποσυντονισμό, που είναι συμβατές με την εμπειρία ενός τραυματικού γεγονότος. Οι αναφορές αυτές ενισχύονται από τη μαρτυρία της γιαγιάς της (Τ9) μέσω της ΜΚ2, και της μητέρας της, ΜΚ3 (Τ12). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι στη δίκη δεν αμφισβητήθηκε το ενδεχόμενο να έλαβε χώρα κάποιο περιστατικό κλοπής στην οικία της ΜΚ1. Εκείνο που τέθηκε υπό αμφισβήτηση είναι η εμπλοκή του Κατηγορουμένου στο εν λόγω περιστατικό. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1, ως προς το επίμαχο αυτό ζήτημα, είναι καθοριστική.

 

10.     Η ταύτιση του δράστη με τον Κατηγορούμενο βασίστηκε αποκλειστικά στην προσωπική αντίληψη και μνήμη της ΜΚ1. Αν και η αναγνώριση έγινε αυθόρμητα και χωρίς να προκύπτει κάποιο προσωπικό κίνητρο στοχοποίησης, εντούτοις, έλαβε χώρα υπό συνθήκες πανικού και φόβου που υπήρχαν εξ αρχής, καθώς η ΜΚ1 είχε μόλις ξυπνήσει και, όπως η ίδια ανέφερε στη ΜΚ3, κρύφτηκε κάτω από το σεντόνι, ενώ αρχικά πίστευε ότι θα επρόκειτο για συγγενικό της πρόσωπο. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες η ΜΚ1 είδε τον δράστη και συγκράτησε τα χαρακτηριστικά που ανέφερε δημιουργούν ουσιώδη επιφύλαξη ως προς την αξιοπιστία της αναγνώρισης, στο αρχικό στάδιο.

 

11.     Επιπλέον, η μετέπειτα ταυτοποίηση του δράστη με τον Κατηγορούμενο δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε αντικειμενικό τεκμήριο, όπως γενετικό υλικό, αποτυπώματα ή άλλα ευρήματα που να συνδέουν τον Κατηγορούμενο με τη σκηνή του εγκλήματος ή με το πορτοφόλι απ’ όπου, κατά τη θέση της ΜΚ1, αφαιρέθηκε το χρηματικό ποσό. Το εν λόγω πορτοφόλι δεν κατασχέθηκε ούτε εξετάστηκε, και η ανακρίτρια της υπόθεσης (ΜΚ2) δεν το θυμάται, ούτε και η μητέρα της ΜΚ1 (ΜΚ3).

 

12.     Η απουσία τέτοιων στοιχείων καθίσταται σημαντική εδώ, λαμβανομένου υπόψη ότι με στοιχειωδώς ενδελεχή έρευνα, ενδέχεται να είχαν συλλεγεί. Το γεγονός ότι το πορτοφόλι – κρίσιμο τεκμήριο – δεν εξετάστηκε, υποδηλώνει ελλιπή διερεύνηση, και αποδυναμώνει περαιτέρω τη μαρτυρία της ΜΚ1. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, με κανένα τρόπο η παρουσία του Κατηγορουμένου στην περιοχή την επίμαχη χρονική στιγμή, ούτε ερευνήθηκε κατά πόσο θα μπορούσε να καταγραφεί από σύστημα παρακολούθησης σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής από το σπίτι της ΜΚ1 προς την οικία στην οποία ανέφερε ότι βρίσκονταν, ή να εντοπιστούν άλλοι μάρτυρες. Δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια να εντοπιστεί έστω κάποιο καρό πουκάμισο στην κατοχή του Κατηγορούμενου, που η ΜΚ1 ανέφερε ως χαρακτηριστικό.

 

13.     Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η αναγνώριση του Κατηγορουμένου στον Σταθμό. Η ταύτιση δεν έγινε στο πλαίσιο τυπικής διαδικασίας αναγνώρισης (μέσω φωτογραφιών ή παράταξης), αλλά στον χώρο του Αστυνομικού Σταθμού, υπό συνθήκες που αφενός δεν έτυχαν περιγραφής με πληρότητα σε συνάρτηση με τον χώρο, για παράδειγμα ως προς τις αποστάσεις, αφετέρου δεν προσέφεραν τις αναγκαίες δικονομικές εγγυήσεις για την αποφυγή επηρεασμού ή σφάλματος. Εξάλλου, η προσέλευση της ΜΚ1 και της μητέρας της στον Σταθμό προκειμένου να πληροφορηθούν για την πορεία των ερευνών, ενισχύει την πιθανότητα ύπαρξης προσδοκίας ταύτισης, που ενδέχεται να επηρέασε την κρίση της.

 

14.     Η περιγραφή του δράστη από τη ΜΚ1 ήταν γενική και δεν περιείχε συγκεκριμένα, διακριτά χαρακτηριστικά που να οδηγούν με ασφάλεια στην ταυτότητα του Κατηγορουμένου. Η αναφορά σε καταγωγή («Ρουμάνος ή Βούλγαρος») βασίστηκε σε προσωπική εντύπωση από φωνή και εμφάνιση, ενώ τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε («σημάδια από λακκάκια») δεν αναλύθηκαν επαρκώς, ώστε να αποτελούν στοιχεία ταυτοποίησης.

 

15.     Δεν υπήρξε, επίσης, απόδειξη ότι το επίμαχο ποσό υπήρχε πράγματι στο πορτοφόλι πριν το συμβάν. Η ΜΚ1 ανέφερε αρχικά ποσό €150 και ακολούθως €200, χωρίς να είναι βέβαιη. Η μητέρα της, η ΜΚ3, δήλωσε ότι το ποσό είχε συγκεντρωθεί σταδιακά από φίλους και για αποταμίευση, πως ήταν χρήματα που η ΜΚ1 μετρούσε συνέχεια, γιατί ήθελε να αγοράσει συγκεκριμένα πράγματα, και γι’ αυτό, απάντησε και η ίδια, θα ήξερε επ’ επακριβώς το ποσό. Δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε στοιχείο ή περαιτέρω εξήγηση για χρήματα που η ΜΚ1 λάμβανε από «φίλους» και με τι αφορμές ή ευκαιρίες, και δη σε πενηντάρικα.

 

16.     Τέλος, η ΜΚ1 παραδέχθηκε ότι μετέφερε πίσω αντικείμενα που είχαν διαταραχθεί κατά το συμβάν, γεγονός που αλλοίωσε την αυθεντική εικόνα της σκηνής και στέρησε από τις ανακριτικές Αρχές τη δυνατότητα τεκμηρίωσης της διάρρηξης με φυσικά ευρήματα. Η παρέμβαση αυτή μειώνει ουσιωδώς την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας ως προς την κατάσταση της σκηνής.

 

17.     Υπό το φως όλων των ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη των αδυναμιών της μαρτυρίας της ΜΚ1 στο κρίσιμο σκέλος της ταυτοποίησης του δράστη, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει με ασφάλεια, στη βάση της μαρτυρίας της ΜΚ1, στο συμπέρασμα ότι ο Κατηγορούμενος είναι όντως το πρόσωπο που εισήλθε στην οικία της ΜΚ1 και αφαίρεσε το επίμαχο χρηματικό ποσό.

 

ΜΚ2

 

18.     Η ΜΚ2 (Αστ. 3933 Ε. Ανδρέου) ήταν η εξετάστρια της υπόθεσης. Αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής της (Τ3). Στο Τ3, η ΜΚ2 ανέφερε πως την 17.05.2019, περί ώρα 09:30, ενώ ήταν σε καθήκον, στον Αστυνομικό Σταθμό Πόλης Χρυσοχούς, δέχθηκε την καταγγελία από την ΜΚ1. Μετέβη αμέσως στο μέρος για επιτόπιες εξετάσεις, στην παρουσία της ΜΚ1. Διαπίστωσε ότι ο δράστης εισήλθε από την πόρτα της κύριας εισόδου που ήταν ανοιχτή και βγήκε μέσω αλουμινένιου παραθύρου που ήταν κλειστό και ανασφάλιστο, χρησιμοποιώντας φυσική βία. Η ΜΚ1 υπέδειξε στην ΜΚ2 το συγκεκριμένο σημείο από όπου, κατά την εκδοχή της, έκλεψε τα χρήματα ο δράστης. Η ΜΚ2 κατέθεσε τις δειγματοληψίες (swab) από το χερούλι του αλουμινένιου παραθύρου του υπνοδωματίου της οικίας της ΜΚ1 (Τ4) και από χερούλι ντουλάπας του ιδίου υπνοδωματίου (Τ5), που λήφθηκαν από τον ΜΚ5, καθώς και τα παρειακά επιχρίσματα του Κατηγορούμενου (Τ6). Εξήγησε ότι αυτά μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας για εξετάσεις, παρουσιάζοντας το αποτέλεσμα αυτών των εξετάσεων (Τ7). Στο Τ7, στην ενότητα των συμπερασμάτων, αναφέρεται πως η ποσότητα/ποιότητα του ανθρώπινου πυρηνικού γενετικού υλικού στα αντικείμενα που αναφέρθηκαν ήταν μηδαμινή και μη ικανοποιητική για να επιτρέψει να γίνουν περαιτέρω συγκρίσεις με το δείγμα γενετικού υλικού που απομονώθηκε από τον Κατηγορούμενο. Δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως η παραλαβή, συσκευασία, σφράγιση, φύλαξη και διακίνηση των Τ4 – Τ6, μέχρι την κατάθεσή τους στο Δικαστήριο, έγινε ορθά και νομότυπα, χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση ή επέμβαση από οποιονδήποτε πλην για τις επιστημονικές εξετάσεις στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης. Η ΜΚ2 είχε στην κατοχή της και κατέθεσε και το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε, για έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου (Τ8). Το Τ8 υπογράφθηκε την 17.05.2019 ώρα 23:50, μετά που η ΜΚ1 είχε αναγνωρίζει τον Κατηγορούμενο ως τον δράστη, και εκτελέστηκε την 18.05.2019 ώρα 11:10 – 11:25. Η εν λόγω μάρτυρας ανέφερε, επίσης, πως την 17.05.2019 είχε λάβει κατάθεση και από τη γιαγιά της ΜΚ1, την Μ.Χ., που πλέον έχει αποβιώσει (Τ9, Τ10). Στο Τ9, η γιαγιά της ΜΚ1 ανέφερε πως την 17.05.2019, ενώ η ίδια ήταν στο σπίτι και έκανε δουλειές, κατά τις 09:00, άκουσε την εγγονή της, που ήταν μέσα στο σπίτι, να φωνάζει και να κλαίει μαζί. Πήγε τρέχοντας κοντά της και της είπε πως είχε πει κάποιος μέσα στο υπνοδωμάτιο της για να κλέψει. Ήταν πολύ φοβισμένη. Η ίδια η Μ.Χ., όπως ανέφερε, δεν είδε οτιδήποτε, ούτε κατάλαβε πως κάποιος είχε μπει μέσα στο σπίτι.

 

19.     Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΚ2, δεν θυμόταν οτιδήποτε σχετικά με το πορτοφόλι από το οποίο, κατά την εκδοχή της ΜΚ1, είχε κλαπεί το χρηματικό ποσό, εάν έμεινε στον χώρο ή εάν μεταφέρθηκε εκτός της οικίας από τον δράστη. Ούτε εάν ρώτησε οτιδήποτε την ΜΚ1 για το πορτοφόλι. Επικαλέστηκε την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος. Την πάροδο του χρόνου επικαλέστηκε για να πει πως δεν θυμάται το σημείο που της υπέδειξε η ΜΚ1, εκθέτοντας με αβεβαιότητα ότι ήταν η ντουλάπα ή τέλος πάντων ένα έπιπλο στο δωμάτιο, ούτε εάν της υπέδειξε και το πορτοφόλι μαζί. Είναι γεγονός ότι η πάροδος του χρόνου επηρεάζει την ανθρώπινη μνήμη. Ωστόσο, όπως και η ίδια η ΜΚ2 δέχθηκε (γραμμή 32, σελ. 19, πρακτικά 10.02.2025), εάν η καταγγελλόμενη κλοπή έγινε από το πορτοφόλι, θα ήταν σημαντικό να διαπιστωθεί εάν το πορτοφόλι είχε μείνει στον χώρο ή όχι. Η ΜΚ2 ανέφερε πως η ΜΚ1 της είχε πει πως η κλοπή ήταν κλοπή χρημάτων μέσα από πορτοφόλι, παρόλα αυτά, δεν θυμάται οτιδήποτε σχετικό με το πορτοφόλι, εάν υπήρξε οποιαδήποτε ενασχόληση με αυτό. Ούτε τον λόγο για τον οποίο δεν είχαν γίνει δακτυλοσκοπικές εξετάσεις και εξετάσεις στο πορτοφόλι, από τα άτομα που κάλεσε για τον σκοπό αυτό, αν και η ίδια υποδεικνύει τα σημεία από τα οποία θα πρέπει να γίνουν οι δικανικές λήψεις, βάσει της καταγγελίας που εξετάζει. Δεν αρνήθηκε ότι ενδεχομένως να παρέλειψε να υποδείξει να γίνουν περαιτέρω εξετάσεις. Δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε άλλο τεκμήριο πλην των όσων αναφέρονται. Δεν γνωρίζει εάν όσα της είπαν οι μάρτυρες είναι αλήθεια, ωστόσο δεν είχε και λόγο να τα αμφισβητήσει. Κατά την αντεξέτασή της, αναφέρθηκε και στην ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (Τ11, Τ11Β). Στην ανακριτική του κατάθεση, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι την 17.05.2019 ώρα 09:00, κοιμόταν στο σπίτι του, μόνος του, είχε ξυπνήσει γύρω στις 11:00. Εργάζονταν σε οικοδομικές εργασίες. Δεν γνωρίζει οτιδήποτε για την υπόθεση της ΜΚ1, αναφέροντας πως σίγουρα είδε κάποιον άλλον, όχι τον ίδιο. Η ΜΚ2, όπως ανέφερε, δεν ήταν παρούσα κατά την αναγνώριση του Κατηγορούμενου από την ΜΚ1, ούτε προέβη η ίδια σε άλλες ανακριτικές πράξεις.

 

20.     Η μαρτυρία της ΜΚ2 σχετικά με τη λήψη των καταθέσεων και τις δειγματοληψίες και τα αποτελέσματα των εξετάσεων του γενετικού υλικού που λήφθηκε και μεταφέρθηκε στο Ινστιτούτο Γενετικής, καθώς το γεγονός ότι οι εξετάσεις δεν παρείχαν χρήσιμα αποτελέσματα (μηδαμινή ή μη ικανοποιητική ποσότητα γενετικού υλικού) δεν αμφισβητείται. Το Τ7 είναι παραδεκτό ως προς την αλήθεια του περιεχομένου του, όπως και ότι τα αντικείμενα που περιγράφονται στον πίνακα της σελίδας 7 είναι τα Τ4, Τ5, και Τ6 ενώπιον Δικαστηρίου.

 

21.     Υπάρχουν προφανείς ανακρίβειες στη μαρτυρία της ΜΚ2, λόγω της παρόδου του χρόνου. Η ίδια η ΜΚ2 αναγνωρίζει ότι η πάροδος του χρόνου επηρεάζει την ανθρώπινη μνήμη και επικαλείται την πάροδο του χρόνου για να εξηγήσει την αδυναμία της να θυμηθεί ακριβώς τα γεγονότα, όπως π.χ. αν το πορτοφόλι που αναφέρθηκε από την ΜΚ1 ήταν στο δωμάτιο ή μεταφέρθηκε εκτός της οικίας από τον δράστη. Οι αδυναμίες στη μνήμη της, λόγω της χρονικής απόστασης, επηρεάζουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας της, παρόλο που αυτό είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στην ανθρώπινη μνήμη. Ο επηρεασμός συμβαίνει γιατί η αβεβαιότητα υπεισήλθε και σε κρίσιμα στοιχεία. Η ΜΚ2 δεν θυμόταν εάν υπήρξε οποιαδήποτε αναφορά στο πορτοφόλι και δεν γνωρίζει αν έγιναν δακτυλοσκοπικές εξετάσεις ή εξετάσεις στο ίδιο το πορτοφόλι, αν και είχε την ευθύνη για την επίβλεψη αυτών των διαδικασιών. Αυτή η αβεβαιότητα θέτει υπό αμφισβήτηση την πληρότητα και τη σαφήνεια της έρευνας, γεγονός που κατ’ επέκταση αποδυναμώσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας της ως εξετάστριας της υπόθεσης. Εξάλλου, είναι και η απουσία άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Η ΜΚ2 δεν αναφέρει άλλα στοιχεία ή τεκμήρια εκτός από εκείνα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Δεν καταγράφονται ή δεν φαίνονται άλλες ανακριτικές πράξεις που να έγιναν ή να αναγνωρίστηκαν από την ίδια, γεγονός που υποδεικνύει πιθανή έλλειψη πλήρους και σωστής διαχείρισης της υπόθεσης. Η ΜΚ2 δεν ήταν παρούσα κατά την αναγνώριση του κατηγορούμενου από την ΜΚ1, γεγονός που περιορίζει την χρησιμότητα της μαρτυρίας της όσον αφορά αυτή τη διαδικασία. Η απουσία της από μια τόσο κρίσιμη φάση της έρευνας και η αδυναμία της να κατατοπίσει το Δικαστήριο με ακρίβεια για το ερευνητικό έργο εγείρει αμφιβολίες για την πλήρη αξιολόγηση και τεκμηρίωση των γεγονότων, που οδήγησαν την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κατάθεση της γιαγιάς της ΜΚ1, εξ ακοής μαρτυρία, ως προς την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη η πηγή, δεν προσφέρει οτιδήποτε στην υπόθεση σχετικό με τα αμφισβητούμενα θέματα. Η γιαγιά της ΜΚ1 ήταν μεν παρούσα κατά τη στιγμή του περιστατικού, αλλά η ίδια δεν είδε και δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει την παρουσία του δράστη, προς υποστήριξη της καταγγελίας της ΜΚ1. Δεν υπάρχουν πληροφορίες ως προς τον τόπο που βρίσκονταν και δεν είδε οτιδήποτε, σε συνάρτηση με τη διαπίστωση της ΜΚ2 ότι η είσοδος του δράστη είχε γίνει από την κύρια είσοδο της οικίας και η έξοδός του από συγκεκριμένο σημείο. Συνολικά, η αξιοπιστία της μαρτυρίας της ΜΚ2 επηρεάζεται από την απουσία κατηγορηματικότητας στις περιγραφές της, την αβεβαιότητα των αναφορών της που προκύπτει λόγω της παρόδου του χρόνου και την έλλειψη πλήρων ή επαρκών αποδείξεων σε κάποια σημεία της έρευνας.

 

ΜΚ3

 

22.     Η ΜΚ3, μητέρα της ΜΚ1, αναγνώρισε και υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (Τ12). Στο Τ12, η ΜΚ3 ανέφερε πως την 17.05.2019 περί ώρα 19:30 πήγε στον Αστυνομικό σταθμό Πόλης Χρυσοχούς με την κόρη της, ΜΚ1, για να ρωτήσουν εάν βρήκαν το άτομο που μπήκε στο σπίτι το πρωί της ίδιας ημέρας. Ενώ μιλούσαν με τους Αστυνομικούς, ξαφνικά, μπήκε στον σταθμό ένας άνδρας και τότε η θυγατέρα της, ΜΚ1, πανικόβλητη σηκώθηκε και αφού τον έδειξε, είπε «έτον εν τούτος». Αμέσως, τους είπε πως είναι σίγουρη πως είναι το άτομο που ήταν στο υπνοδωμάτιο της το πρωί. Η ΜΚ3 αναγνώρισε και υιοθέτησε και το περιεχόμενο μεταγενέστερης κατάθεσής της στην Αστυνομία, ημερομηνίας 19.05.2019 (Τ13) στην οποία είχε αναφέρει, συμπληρωματικά, πως το σπίτι εντός του οποίου εισήλθε ο άνδρας που κατήγγειλε η θυγατέρα της ανήκει στην ΜΚ3, ότι έχει και η ίδια παράπονο και ότι επιθυμεί ο δράστης να πάει στο Δικαστήριο. Η ΜΚ3 ερωτήθηκε εάν ο άνδρας που είχε μπει στον σταθμό και αναγνώρισε η θυγατέρα της είναι ο Κατηγορούμενος, ωστόσο η ΜΚ3 ανέφερε πως δεν μπορεί να είναι βέβαιη, εφόσον οι άνθρωποι αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.

 

23.     Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΚ3 ανέφερε πως η ίδια δεν ήταν στο σπίτι το πρωί της ίδιας ημέρας, καθότι εργάζεται. Της τηλεφώνησε η θυγατέρα της, δηλαδή η ΜΚ1, φωνάζοντάς της «μάμα τρέξε, μάμα τρέξε, με έκλεψαν, τρέξε μάμα όσο μπορείς τρέξε». Η ίδια πήγε στον προϊστάμενό της, λέγοντας στη θυγατέρα της, στο μεταξύ, να πάρει τηλέφωνο τον θείο της, για να είναι κάποιος εκεί ή την Αστυνομία. Η ΜΚ1 της είπε «μάμα δεν μπορώ είμαι πολλά αναστατωμένη». Της είπε «κάνε υπομονή και έρχομαι», σε μισή ώρα περίπου ήταν εκεί, ενώ προηγουμένως τηλεφώνησε και η ίδια στον αδελφό της, λέγοντάς του «Ανδρέα τρέξε η Κατερίνα είναι σε άθλια κατάσταση, τρέξε». Όταν πήγε στο σπίτι, εκεί ήταν και η Αστυνομία. Η ΜΚ3 ανέφερε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, καθώς μεγάλωσε μόνη της την ΜΚ1, κάνοντας τρεις δουλειές, από τις 06:00 μέχρι τις 21:00, και γενικά στον αγώνα που έδωσε σχετικά με τα παιδιά της. Όπως είπε, της ανέφερε τηλεφωνικά η ΜΚ1 «εμπήκε άνθρωπος στο σπίτι, στο δωμάτιο μου μάμα μάμα». Ήξερε, λέει, ότι η ΜΚ1 είχε λεφτά, ότι της έδιναν λεφτά οι φίλοι της και τα μάζευε στο πορτοφόλι της, για να αγοράσει αυτά που ήθελε, για να μην επιβαρύνει την ίδια με έξοδα. Της είχε αναφέρει, είπε, πως τον είδε που της έπαιρνε τα χρήματα και η ίδια ήταν «κάτω από το στρώμα, κάτω από το κρεβάτι, το σεντόνι», χωρίς να ξέρει με βεβαιότητα (γραμμή 11-13, σελ. 8, πρακτικά 25.02.2025), φοβόταν και περίμενε να πάρει τα λεφτά και να φύγει. Τον είδε, από τον φόβο της έβαλε το σεντόνι, μέχρι να φύγει ο δράστης, έτρεμε (γραμμή 20-22, σελ. 8, πρακτικά 25.02.2025). Της είπε, επίσης, πως ο δράστης έφυγε από το παράθυρο του υπνοδωματίου του αδελφού της, ότι πάτησε στον καναπέ και έφυγε, για να μην φύγει από την κύρια είσοδο, όπως μπήκε, γιατί ήταν έξω η γιαγιά της και πότιζε. Κι όταν έφυγε ο δράστης, βγαίνοντας η ΜΚ1, φώναζε της γιαγιάς της «γιαγιά εγώ είμαι στο σπίτι με τον κλέφτη και εσύ ποτίζεις;». Η ΜΚ1 της είπε, όπως αναφέρει, «μάμα εγώ τον είδα, είδα τον, είδα τον, έμοιαζε με κάποιον, νόμιζα ότι ήταν κάποιος συγγενής μας, αλλά μόλις άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι δεν ήταν ο συγγενής μας αυτός, νόμιζα ότι ήταν ξάδελφος, αλλά μόλις άνοια τα μάτια μου και δεν ήταν, ήταν ένας άλλος άνθρωπος» και έτρεμε, «ήταν άλλος άνθρωπος, ήταν άλλος άνθρωπος» (γραμμές 1-4, σελ. 9, πρακτικά 25.02.2025). Αμέσως μετά, ανέφερε ότι της είπε, η ΜΚ1, «νόμιζα ότι έρχεται ο ξάδελφος μου και ξύπνησα, και μόλις άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι δεν είναι ο ξάδελφος μου και ήταν κάποιος και ανακάτωνε μέσα στη σιφονιέρα και μου πήρε τα λεφτά μπήκα κάτω από το σεντόνι», γιατί, όπως της είχε αναφέρει, κάτι της είχε πει και την φόβισε, έτρεμε ολόκληρη. Η ΜΚ3 είχε γυρίσει, όπως είπε, από τη δουλειά, και βρήκε τη θυγατέρα της, ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν την ρώτησε τι της είπε, προσπαθούσε να την ηρεμίσει. Ούτε σε κατοπινό στάδιο την ρώτησε και γενικότερα απέφευγε οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα. Ο αδελφός της πήγε να μείνει για λίγο καιρό μαζί τους, καθότι ήταν τρεις γυναίκες μόνες τους. Το σπίτι, όπως ανέφερε, ήταν στον δρόμο, όποιος θέλει θα μπορούσε να μπει άφοβα, χωρίς να τον δει κάποιος. Είπε στην ΜΚ1 ότι θα αγοράσουν και σκύλο, για να ηρεμίσει. Για μία εβδομάδα μετά από το συμβάν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ερωτήθηκε, η ΜΚ3, εάν ήταν φυσιολογικό να μπαίνουν συγγενείς μέσα στο σπίτι, στο υπνοδωμάτιο της ΜΚ1, και απάντησε πως είναι μεγάλη οικογένεια, 27 ξαδέλφια, και μένουν κοντά, χωρίς η ίδια να θεωρεί παράξενο να ήταν ένας ξάδελφός της στο υπνοδωμάτιο της, για να την ξυπνήσει, εφόσον έδινε εξετάσεις. Όταν η ΜΚ1 είχε δει στον σταθμό τον άνδρα που αναγνώρισε ως τον δράστη και πάλι, άρχισε να τρέμει και να φωνάζει, και να βάζει σκέψεις με το μυαλό της, εάν έρθει νύχτα, εάν κρατά μαχαίρι, κ.λπ., και η ίδια προσπαθούσε να την ηρεμίσει.  Στο σπίτι, όπως ανέφερε, δεν υπήρχαν ζημιές. Υπάρχουν γειτονικά κτίρια, αλλά δεν νομίζει να υπάρχει κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Η μητέρα της, όπως είπε, ήταν γυρισμένη στην είσοδο και είχε και πρόβλημα ακοής, θα μπορούσε να είχε μπει αθόρυβα ο κλέφτης, χωρίς να τον δει. Στην υποβολή ότι ο Κατηγορούμενος δεν είναι το πρόσωπο που, σύμφωνα με την εκδοχή της ΜΚ1, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της, η ΜΚ3 ανέφερε πως δεν μπορεί να αμφισβητήσει την θυγατέρα της (γραμμή 11-14, σελίδα 11, πρακτικά 25.02.2025).

 

24.     Η ΜΚ3 κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνοντας τις προηγούμενες καταθέσεις της προς την Αστυνομία και παραθέτοντας τα όσα της είχε μεταφέρει η θυγατέρα της, ΜΚ1, αναφορικά με το περιστατικό που φέρεται να συνέβη στις 17.05.2019. Η μαρτυρία της παρουσιάζει σημαντικές δομικές αδυναμίες, οι οποίες καθιστούν μη ασφαλή τη βασιμότητά της, ιδίως σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα, της ταυτοποίησης του Κατηγορουμένου ως δράστη του συμβάντος.

 

25.     Η ΜΚ3 δεν ήταν παρούσα κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης του καταγγελλόμενου αδικήματος και πληροφορήθηκε το περιστατικό εκ των υστέρων, μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας με τη θυγατέρα της. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία της συνιστά εξ ακοής κατάθεση, στερούμενη άμεσης και προσωπικής αντίληψης των γεγονότων. Η φύση αυτή της κατάθεσης την καθιστά μη χρήσιμη για τη διακρίβωση της ταυτότητας του φερόμενου δράστη, στοιχείο που αποτελεί τον πυρήνα της παρούσας υπόθεσης. Περαιτέρω, στην ερώτηση αν ο άνδρας που υποδείχθηκε από την κόρη της ήταν πράγματι ο Κατηγορούμενος, η ΜΚ3 απάντησε ότι δεν μπορεί να είναι βέβαιη. Η παραδοχή αυτή αναιρεί κάθε αποδεικτική αξία που ενδεχομένως θα είχε η παρουσία της στον αστυνομικό σταθμό κατά τη στιγμή της αναγνώρισης του εν λόγω προσώπου από τη θυγατέρα της.

 

26.     Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε εξάλλου η ΜΚ1, που είναι η αρχικώς δηλούσα, παρουσιάζοντας διαφοροποιήσεις σε σχέση με όσα ανέφερε η ΜΚ3. Η μαρτυρία της τελευταίας συγκρούεται σε σημαντικά σημεία με εκείνη της ΜΚ1 (π.χ. ως προς την αντίδραση προς τη γιαγιά), με τη μαρτυρία της γιαγιάς (Τ9), καθώς και με τις ίδιες της τις καταθέσεις (Τ12 και Τ13), όπου εντοπίζονται διαφοροποιήσεις τόσο στο ύφος όσο και στις λεπτομέρειες. Επιπλέον, η αναφορά της ΜΚ3 ότι οι φίλοι της κόρης της τής έδιναν χρήματα, τα οποία η ΜΚ1 συγκέντρωνε για να προβεί σε αγορές, έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η ΜΚ1 δεν γνώριζε το ακριβές ποσό που υπήρχε στο πορτοφόλι της (αν ήταν €150 ή €200). Εάν πράγματι είχε συγκεντρώσει το ποσό σταδιακά για συγκεκριμένο σκοπό, εύλογα θα αναμενόταν να γνωρίζει την ακριβή του έκταση. Παράλληλα, η δήλωση της ΜΚ3 ότι η κόρη της τής ανέφερε αυτούσια τη φράση: «μαμά μου, μου έκλεψαν €150 που είχα στο πορτοφόλι μου, που μου τα έδωσαν, τα φύλαγα με τόση αγάπη για να τα ποσώσω να αγοράσω αυτά που ήθελα» φανερώνει υπερβολή. Όταν ρωτήθηκε αν η ΜΚ1 γνώριζε ακριβώς το ποσό, απάντησε καταφατικά, ισχυριζόμενη ότι «τα μέτραγε συνέχεια». Παρά την ικανότητά της να ανακαλεί τέτοιες συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις, δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί εάν η ΜΚ1 της είχε πει οτιδήποτε σχετικό με το πορτοφόλι κατά την άφιξή της στο σπίτι, επικαλούμενη την πάροδο του χρόνου και προσωπικές δυσκολίες. Οι αντιφάσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις αποκλίσεις από άλλες μαρτυρίες του οικογενειακού περιβάλλοντος, ενισχύουν την αναξιοπιστία της μαρτυρίας της.

 

27.     Κατά την όλη εξέτασή της, η ΜΚ3 εμφανίστηκε έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, εστιάζοντας διαρκώς στις δυσκολίες ανατροφής της κόρης της και στις ψυχολογικές συνέπειες του συμβάντος. Σε πολλά σημεία, ταυτιζόταν με το βίωμα της ΜΚ1, με αποτέλεσμα να ενσωματώνει συναισθήματα και προσωπικές ερμηνείες στα λεγόμενά της, αντί να περιοριστεί στην περιγραφή πραγματικών περιστατικών. Η συναισθηματική αυτή φόρτιση, αν και κατανοητή, στερεί από τη μαρτυρία της την απαιτούμενη αμεροληψία και αντικειμενικότητα, ώστε να κριθεί αξιόπιστη για τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης. Ουσιαστικά, η κατάθεσή της ανέπτυξε μια αφηγηματική εκδοχή, στηριγμένη περισσότερο στο συναίσθημα παρά στην ακρίβεια.

 

28.     Η ΜΚ3, αναφερόμενη στις τηλεφωνικές επικοινωνίες με τη θυγατέρα της, κατέθεσε διαφορετικές αυτούσιες φράσεις, με έντονο συναισθηματικό ύφος, σαν τα γεγονότα να είχαν συμβεί πρόσφατα, και όχι πριν από έξι χρόνια. Παρά τη λεπτομέρεια με την οποία θυμόταν τέτοιες φράσεις, αδυνατούσε να ανακαλέσει βασικά στοιχεία της επικοινωνίας τους, επικαλούμενη εκ νέου την πάροδο του χρόνου και τις προσωπικές της δοκιμασίες. Η επιλεκτική αυτή μνημονική ανάκληση — με έμφαση στα συναισθηματικά φορτισμένα μέρη και παράλειψη ουσιωδών στοιχείων — πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία της μαρτυρίας της.

 

29.     Η ΜΚ3 δεν φαίνεται να κατασκεύασε γεγονότα, ούτε να είχε πρόθεση ενοχοποίησης συγκεκριμένου προσώπου. Ωστόσο, η έντονη συναισθηματική της φόρτιση και η ανάγκη προστασίας της θυγατέρας της ανέδειξαν μια μεροληπτική στάση, αντίθετη προς την απαιτούμενη αντικειμενικότητα. Περαιτέρω, προκύπτει ασάφεια και αναξιοπιστία στην αναπαραγωγή γεγονότων και πιθανή — έστω και ακούσια — ανάπλαση ή υπερπροσθήκη με σκοπό την στήριξη της ΜΚ1. Δεδομένης της απουσίας προσωπικής γνώσης της ΜΚ3 για το τι συνέβη την 17.05.2019, της έλλειψης ουδετερότητας στην οπτική της, της έντονης συναισθηματικής φόρτισης και της τάσης προς υπερβολή, δεν είναι επιτρεπτό το Δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία της ως αξιόπιστη, ιδίως σε ό,τι αφορά κρίσιμα και αμφισβητούμενα σημεία.

 

30.     Ειδικότερα, δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ότι ο δράστης είναι ο Κατηγορούμενος βάσει της κατάθεσης της ΜΚ3 περί της αντίδρασης της κόρης της στον αστυνομικό σταθμό, καθώς πρόκειται για μεταφερόμενη εντύπωση, χωρίς προσωπική της αντίληψη, την οποία μάλιστα η ίδια η ΜΚ3 δηλώνει ότι δεν μπορεί να αξιολογήσει με βεβαιότητα. Η μαρτυρία της ΜΚ3, αν και διαφωτιστική ως προς τη μετέπειτα ψυχολογική κατάσταση της ΜΚ1 και το οικογενειακό της περιβάλλον, δεν προσφέρεται για να θεμελιώσει κρίσιμο εύρημα ως προς την ταυτότητα του δράστη.

 

ΜΚ4

 

31.     Ο Αστ.4972 Κ. Κωνσταντίνου (ΜΚ4) αναγνώριζε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 19.05.2019 (Τ14). Στο Τ14, ο ΜΚ4 ανέφερε πως την 17.05.2019, περί ώρα 19:30, ενώ βρίσκονταν στον Αστυνομικό σταθμό Πόλης Χρυσοχούς, προσήλθε η ΜΚ1 με την ΜΚ3, για να ενημερωθούν για τη διάρρηξη που είχε καταγγελθεί το πρωί της ίδιας ημέρας. Ενώ βρίσκονταν στον σταθμό και μιλούσαν, εισήλθε ο Κατηγορούμενος, ο οποίος προσέρχεται στον σταθμό για υπογραφή κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή μεταξύ των ωρών 18:00 – 20:00, σύμφωνα με όρους που είχαν τεθεί σε ποινική υπόθεση, που τότε ήταν σε εκκρεμότητα και αφορούσε τη διάρρηξη σχολείου και κλοπής. Αμέσως, η ΜΚ1, βλέποντας τον Κατηγορούμενο, τον υπέδειξε, φωνάζοντας «έτον εν τούτος». Ο ΜΚ4 επέστησε την προσοχή του Κατηγορούμενου στον νόμο, και ο Κατηγορούμενος απάντησε «η ώρα 10:00 ξύπνησα». Τον κάλεσε να αναφέρει το ονοματεπώνυμό του, πράγμα που ο Κατηγορούμενος έπραξε. Την 18.05.2019 ώρα 00:10 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο βάσει δικαστικού εντάλματος (Τ15) που εκδόθηκε την 17.05.2019 ώρα 23:50, κατά την εκτέλεση του οποίου ο Κατηγορούμενος ανέφερε «τίποτε». Ο ΜΚ4 έλαβε επίσης την ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο (Τ11Α-11Β), ενώ κατέθεσε στο Δικαστήριο και το εγχειρίδιο δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου (Τ16).

 

32.     Ο ΜΚ4, κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως είχε ενημερωθεί για την καταγγελία που είχε γίνει κατά την πρωινή βάρδια. Δεν θυμάται, όπως είπε, εάν του ανέφεραν οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες που είχαν γίνει, εάν η καταγγέλλουσα είχε δώσει περιγραφή του δράστη, εάν αναζητούσαν συγκεκριμένο πρόσωπο. Ερωτήθηκε, ο ΜΚ4, εάν εξετάστηκε η εκδοχή της ΜΚ1 ότι το πρόσωπο που είχε μπει στον σταθμό ήταν ο δράστης, βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, και ο ΜΚ4 απέφυγε να απαντήσει αυτό το ζητούμενο, λέγοντας μόνο ότι η ΜΚ1 ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για τον δράστη. Ερωτήθηκε, ο ΜΚ4, εάν έγιναν κάποιες έρευνες, για να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί, ανάλογα, ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου ότι ήταν σπίτι του εκείνη την ώρα, και ο ΜΚ4 ανέφερε πως ο ίδιος δεν είναι ο εξεταστής της υπόθεσης. Ο ίδιος, όπως είπε, δεν γνωρίζει προσωπικά εάν ο δράστης που καταγγέλθηκε είναι ο Κατηγορούμενος.

 

33.     Η μαρτυρία του ΜΚ4 παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες και περιορισμούς που επηρεάζουν την αξιοπιστία και τη χρησιμότητά της στην υπόθεση. Υπάρχει ασάφεια ως προς τις λεπτομέρειες των προηγούμενων ενεργειών. Στην κατάθεσή του, ο ΜΚ4 δηλώνει ότι δεν θυμάται αν του είχαν αναφερθεί άλλες ενέργειες που είχαν γίνει μετά την καταγγελία, όπως αν η καταγγέλλουσα είχε δώσει περιγραφή του δράστη ή αν είχαν αναζητήσει συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτή η αδυναμία στη μνήμη του θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητά του να αναδείξει κρίσιμες πληροφορίες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν ή να αποδυναμώσουν τη μαρτυρία της ΜΚ1. Έπειτα, υπήρξε η αδυναμία να διασαφηνίσει, ο ΜΚ4, τη σύνδεση με την αναγνώριση του δράστη. Ο ΜΚ4 απέφυγε να απαντήσει αν η εκδοχή της ΜΚ1 για την αναγνώριση του Κατηγορουμένου ως του δράστη είχε εξεταστεί. Ο ίδιος ανέφερε μόνον ότι η ΜΚ1 ήταν σίγουρη για την ταυτότητα του δράστη, χωρίς να διευκρινίσει περαιτέρω τις συνθήκες της αναγνώρισης, ή αν υπήρχε κάποια αμφιβολία ή διασταύρωση της πληροφορίας. Έδειξε ότι βασίστηκε στην υποκειμενική κρίση και αυθόρμητη αντίδραση της ΜΚ1, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, προχωρώντας σε επίστηση της προσοχής του Κατηγορούμενου, και χωρίς στη συνέχεια να λάβει υπόψη του πως εξίσου αυθόρμητη ήταν και η απάντηση του Κατηγορούμενου «η ώρα 10:00 εξύπνησα». Υπήρξε ανεπαρκής η έρευνα σχετικά με τον ισχυρισμό του Κατηγορουμένου, με δεδομένο ότι ο ΜΚ4 δεν απάντησε συγκεκριμένα σε ερώτηση σχετικά με το αν πραγματοποιήθηκαν έρευνες, για να διαπιστωθεί αν ο Κατηγορούμενος βρισκόταν στην οικία του την ώρα του συμβάντος ή όχι. Την ίδια στιγμή, δεν αποκλείστηκε η δυνατότητα διασταύρωσης του ισχυρισμού του, με αντικειμενικά δεδομένα. Η απάντηση του ΜΚ4 ότι δεν είναι ο εξεταστής της υπόθεσης έδειξε πως απέφυγε την αναγνώριση των ενεργειών που πιθανώς θα μπορούσαν να διασταυρώσουν τον ισχυρισμό του Κατηγορουμένου, και αυτό, αναπόφευκτα, αφήνει κενά στην όλη διαδικασία της έρευνας. Υπήρξε αποτυχία της μαρτυρίας του ΜΚ4 να συνδέσει το γεγονός πάνω στο οποίο βασίστηκε η ποινική υπόθεση, ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο δράστης, με την έρευνα της υπόθεσης. Όλη η έρευνα της υπόθεσης συνιστά την πεποίθηση της ΜΚ1 πως ο δράστης που είδε, υπό τις συνθήκες που τον είδε, είναι ο Κατηγορούμενος, που είδε στον Σταθμό κατά την ώρα που πήγε, για να δει εάν υπήρξε οποιαδήποτε εξέλιξη. Η μαρτυρία του ΜΚ4 δεν προσφέρει ουσιαστικές πληροφορίες για το εάν υπήρξε κάποια ενδελεχής έρευνα για να διαπιστωθεί αν ο Κατηγορούμενος ήταν πράγματι ο δράστης της διάρρηξης, όπως αναφέρεται από την ΜΚ1. Η αδυναμία να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τις έρευνες που έγιναν επηρεάζει την αξιοπιστία της μαρτυρίας του.

 

ΜΚ5

 

34.     Ο ΜΚ5 (Αστ. 779 Α. Ιωάννου) αναγνώρισε και υιοθέτησε την κατάθεσή του, ημερομηνίας 17.05.2019 (Τ17). Στο Τ17 αναφέρει πως είναι ειδικός στη λήψη αποτυπωμάτων . Την 17.05.2019, ώρα 10:25, έλαβε μία δειγματοληψία από χερούλι αλουμινένιου παραθύρου υπνοδωματίου της οικίας της ΜΚ1 και στη συνέχεια, ώρα 10:40, έλαβε δεύτερη δειγματοληψία από χερούλι ντουλάπας στην ίδια οικία. Σφράγισε κατάλληλα τις δειγματοληψίες σε καφέ φακέλους. Αναγνώρισε πως πρόκειται για τα Τ4 και Τ5 ενώπιον του Δικαστηρίου. Διευκρινίζοντας την ειδίκευσή του στη λήψη αποτυπωμάτων, ανέφερε πως έκανε «course αποτυπωμάτων», για να μπορεί να εξετάζει σκηνές και αποτυπώματα. Τα τεκμήρια που κατά τη θέση του μπορούν να παραληφθούν από μία σκηνή διερεύνησης εγκλήματος προκειμένου να αποσταλούν για επιστημονικές εξετάσεις είναι τα τεκμήρια που, σύμφωνα με την εμπειρία του, θα βοηθήσουν στην εξιχνίαση της υπόθεσης.

 

35.     Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως ο ίδιος αποφασίσει από ποια μέρη της σκηνής θα λάβει δείγματα, αφού πρώτα μιλήσει με τον παραπονούμενο, να του περιγράψει το περιστατικό. Είτε εργάζεται είτε δεν εργάζεται στον σταθμό, επειδή είναι ειδικός για τη λήψη των αποτυπωμάτων και του DNA, τον καλούν, όταν έχουν υπόθεση, για  να μεταβεί στις σκηνές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως είπε, δεν θυμάται ποιος τον κάλεσε, υποθέτοντας μόνο πως η κλήση του θα ήταν κατά την ίδια ημέρα που πήγε και ότι στο σημείο θα ήταν και η εξεταστής της υπόθεσης. Δεν θυμάται εάν υπήρχαν άλλα άτομα, πλην της καταγγέλλουσας, ΜΚ1. Του αναφέρθηκε, όπως είπε, πως μπήκε στο σπίτι άγνωστο άτομο, από την κύρια είσοδο, εντός του υπνοδωματίου, και η ΜΚ1 τον είχε δει να ψάχνει τις ντουλάπες του υπνοδωματίου της. Όταν έγινε αντιληπτός, έφυγε από το παράθυρο. Θυμόταν πως του είχαν πει πως ο δράστης πήρε χρήματα από το πορτοφόλι της ΜΚ1. Επέλεξε να πάρει δείγμα από το παράθυρο γιατί η γιαγιά της ΜΚ1 έκανε καθαριότητες και στο παράθυρο, όπως είπε, θα ήταν πιο ξεκάθαρο το DNA, αν υπήρχε. Επειδή λέχθηκε πως ο δράστης είχε φύγει από το συγκεκριμένο παράθυρο, έλαβε δείγμα από το συγκεκριμένο παράθυρο. Έλαβε δείγμα και από τη ντουλάπα που του υπέδειξε η ΜΚ1 ότι είδε τον δράστη να ψάχνει, στο δωμάτιο της. Προέβη σε αυτές τις ενέργειες αν και δεν του ανέφερε η ΜΚ1 κατά πόσο ο δράστης φορούσε γάντια ή όχι, επειδή, όπως είπε, ήταν πανικόβλητη και δεν θυμόταν. Ερωτήθηκε για το πορτοφόλι. Παρατίθεται το σχετικό μέρος της αντεξέτασης:

 

«Ε: Αυτό το πορτοφόλι, ζήτησες να σου το δείξει;

 

Α: Το είδα.

 

Ε: Από το πορτοφόλι, γιατί δεν έλαβες κάποια δειγματοληψία;

 

Α: Ο λόγος που δεν έλαβα από το πορτοφόλι δειγματοληψία, ήταν γιατί το πορτοφόλι, κατά την άποψή μου και την εμπειρία μου, είναι ένα μολυσμένο αντικείμενο, στο οποίο πιθανόν να εντοπιστούν πολλά DNA πάνω του και δεν θα ήταν ξεκάθαρο σε ποιον ανήκει, το πιο πιθανό αποτέλεσμα ήταν να έβγαζε μικτό γενετικό υλικό. Ο λόγος που απέφυγα να πάρω από το πορτοφόλι ήταν για να έχουμε πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα, εάν ο δράστης δεν φορούσε γάντια, σίγουρα, κατά τη φυγή του, αφού άνοιξε το παράθυρο, θα υπήρχαν DNA του στο παράθυρο, ενώ στο πορτοφόλι θα υπήρχαν διάφορα DNA.

 

 

 

Ε: Επίσης, κύριε μάρτυρα, το γεγονός ότι στο πορτοφόλι σκεφτήκατε ότι μπορεί να υπάρχει μικτό γενετικό υλικό και γι’ αυτό τον λόγο δεν προχωρήσατε στη λήψη δειγματοληψίας: κι αν υπήρχε μικτό γενετικό υλικό, πάλι, δεν θα μπορούσατε να εντοπίσετε μέσα στο μικτό γενετικό υλικό και γενετικό υλικό του δράστη, από τις συγκρίσεις που θα κάνατε;

 

Α: Θα μπορούσε να εμφανιστεί και αποτέλεσμα του οποιουδήποτε πάνω σε ένα αντικείμενο, το οποίο είναι μολυσμένο, μπορεί να ερχόταν ένα αποτέλεσμα με μεγάλο ποσοστό πιθανότητας, να ανήκει σε άγνωστο άντρα, σε γυναίκα, γιατί το πορτοφόλι, όπως ανέφερα, είναι μολυσμένο αντικείμενο.

 

Ε: Θα  μπορούσε όμως να είχε και ένα αποτέλεσμα το οποίο, αν συγκρινόταν με τα παρειακά επιχρίσματα του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου, θα μπορούσε να πείτε ότι μέσα στο μικτό αποτέλεσμα συνδέεται και με τη δειγματοληψία που έγινε αυτού του Κατηγορούμενου, σωστά;

 

Α: Μάλιστα, αλλά εάν υπήρχαν αποτελέσματα στο πορτοφόλι, σίγουρα έπρεπε να υπάρχουν και στο παράθυρο.»

 

Ο ΜΚ5 εξήγησε πως υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους μπορεί να μην εντοπίστηκε DNA του δράστη. Η ΜΚ1, όπως θυμάται, δεν του είχε πει πως ο δράστης, φεύγοντας, είχε κάτι στα χέρια του, με το οποίο να άνοιξε το παράθυρο. Κατά την επανεξέτασή του, ο ΜΚ5 ανέφερε πως είναι μολυσμένο το πορτοφόλι γιατί μπορεί να αγγίξει οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας ή να το ακουμπήσει κάπου, στο καφέ, και να μολυνθεί.

 

36.     Ο ΜΚ5 ανέφερε ότι είναι ειδικός στη λήψη αποτυπωμάτων, με σχετική εκπαίδευση και εμπειρία, και το στοιχείο αυτό δεν αμφισβητήθηκε. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι προέβη στις ενέργειες που περιέγραψε, περιλαμβανομένης της λήψης δειγμάτων από το χερούλι παραθύρου και από τη ντουλάπα της οικίας της ΜΚ1, καθώς και της καταγραφής των σχετικών σημείων στα τεκμήρια Τ4 και Τ5. Ο ΜΚ5 εξήγησε τους λόγους επιλογής αυτών των σημείων, ειδικά ως προς την πιθανότητα ανεύρεσης DNA στο παράθυρο λόγω της φυγής του δράστη από εκεί, ενώ αιτιολόγησε και την απόφασή του να μην λάβει δείγμα από το πορτοφόλι της ΜΚ1, επικαλούμενος τον κίνδυνο μικτού γενετικού υλικού.

 

37.     Ωστόσο, κατά την αντεξέτασή του, διαφάνηκαν αδυναμίες που περιορίζουν την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας του. Ο ΜΚ5 εμφανίστηκε αβέβαιος ως προς το ποιος τον κάλεσε στη σκηνή, δεν είχε πλήρη ανάμνηση των προσώπων που παρευρίσκονταν εκεί και δεν προσδιόρισε με σαφήνεια τις πληροφορίες που έλαβε από την καταγγέλλουσα (ΜΚ1). Επιπλέον, ενώ στην προφορική του κατάθεση στο Δικαστήριο ανέφερε ότι έλαβε περιγραφή του περιστατικού από την ΜΚ1 πριν αποφασίσει για τα σημεία λήψης των δειγμάτων, αυτό δεν περιλαμβανόταν στην αρχική του κατάθεση (Τ17). Η απόκλιση αυτή μεταξύ έγγραφης και προφορικής μαρτυρίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι άλλα άτομα (όπως η ΜΚ2) κατέθεσαν διαφορετικά στοιχεία σχετικά με τις οδηγίες που δόθηκαν, δημιουργεί σύγχυση ως προς το ποιος καθοδήγησε τη διαδικασία λήψης τεκμηρίων και με ποια δεδομένα.

 

38.     Αν και ο ΜΚ5 δικαιολόγησε την αποφυγή λήψης δείγματος από το πορτοφόλι, η αιτιολόγηση του βασίστηκε κυρίως σε προσωπική εκτίμηση και γενικές παραδοχές, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα ή δεδομένα της υπόθεσης. Η χρήση του όρου «μολυσμένο» χωρίς να τεκμηριώσει ότι το αντικείμενο είχε αγγιχτεί από τρίτα πρόσωπα ή μεταφερθεί σε δημόσιους χώρους, καθιστά την εξήγηση του προβληματική. Επίσης, ενώ δεν είναι γενετιστής, προχώρησε σε τεχνικές αξιολογήσεις για την αξιοπιστία του DNA σε μικτά δείγματα, υπερβαίνοντας την ιδιότητά του ως τεχνικού λήψης αποτυπωμάτων. Η προσέγγισή του εμφανίζεται στο Δικαστήριο ως μη επαρκώς ερευνητική, καθώς δεν εξετάστηκε καν η πιθανότητα εντοπισμού χρήσιμου γενετικού υλικού στο πορτοφόλι με μεθόδους εργαστηριακής ανάλυσης. Το Τ7 δεν καταδεικνύει πως δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε γενετικό υλικό του δράστη επειδή ο δράστης δεν άφησε γενετικό υλικό. Καταδεικνύει την αδυναμία να γίνει επιστημονική εξέταση, λόγω της ποσότητας/ποιότητας των δειγμάτων που έλαβε ο ΜΚ5. Συνεπώς, οι θεωρήσεις του ΜΚ5, που εκφεύγουν από την τεχνική που ξέρει, να λαμβάνει αποτυπώματα ή και δείγματα γενετικού υλικού, ήταν αχρείαστες, για το ζητούμενο. Εφόσον δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως το περιεχόμενο του Τ7 είναι αληθές. Εάν ο λόγος που προσφέρθηκε μαρτυρία από τον ΜΚ5 ήταν για να εξηγήσει γιατί δεν έλαβε δείγμα από το πορτοφόλι, ήταν ανεπιτυχής η προσπάθεια εξήγησης με αναφορά σε πιθανότητες που σχετίζονται με τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων. Καταληκτικά, ως προς το σημείο αυτό, η μαρτυρία του ΜΚ5 επηρεάζεται από αβεβαιότητες, ελλείψεις τεκμηρίωσης και υποκειμενικές κρίσεις, περιορίζοντας την αξιοπιστία της, ενώ δεν έχει και αποδεικτική αξία σχετική με το αμφισβητούμενο θέμα στην υπόθεση, δηλαδή την ταυτότητα του δράστη.

 

 

 

Κατηγορούμενος

 

39.     Ο Κατηγορούμενος αναγνώρισε την ανακριτική του κατάθεση (Τ11Α-Β) και δήλωσε ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό της. Ανέφερε ότι η πρώτη φορά που είδε την καταγγέλλουσα ήταν στο Δικαστήριο και ότι δεν γνωρίζει που μένει, ούτε έχει επισκεφτεί το σπίτι της. Σύμφωνα με την εκδοχή της ΜΚ1, το συμβάν συνέβη την ημέρα που ο Κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι βρισκόταν στο σπίτι του και κοιμόταν. Κατά την αντεξέταση του, ο Κατηγορούμενος επανέλαβε ότι η πρώτη φορά που είδε την ΜΚ1 δεν ήταν στον Σταθμό, αλλά στο Δικαστήριο. Η εκδοχή αυτή δεν αντιφάσκει ακριβώς με τις μαρτυρίες των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4, εφόσον, σύμφωνα με εκείνες τις μαρτυρίες, η ΜΚ1 είδε τον Κατηγορούμενο στον Σταθμό και τον αναγνώρισε, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά πως και ο Κατηγορούμενος αντίκρισε την ΜΚ1 στον Σταθμό. Ο χώρος του Αστυνομικού Σταθμού, όπως αναφέρθηκε, ήταν ενιαίος, ενώ δεν δόθηκε μαρτυρία ως προς την απόσταση από την οποία η ΜΚ1 είδε τον Κατηγορούμενο, αναγνωρίζοντάς τον ως τον δράστη, ούτε οποιαδήποτε αναφορά για κάποια άμεση αντίδραση του Κατηγορούμενου στην εκδήλωση της ΜΚ1 «έτον εν τούτος», που στρέφονταν προς τους συνομιλητές της. Όταν ο ΜΚ4 επέστησε την προσοχή του Κατηγορούμενου στον νόμο, δεν ανέφερε ότι του έδειξε και το πρόσωπο της ΜΚ1. Η προσπάθεια του Κατηγορούμενου ήταν να υποστηρίξει πως δεν εμπλέκεται ο ίδιος στα αδικήματα για τα οποία τον κατηγορούν. Ανέφερε πως μπορεί, κατά την παραμονή του στην Κύπρο, να έκανε διάφορα πράγματα για τα οποία να είχε απασχολήσει τις Αρχές, και τα χαρακτήρισε ως «πελλάρες», ωστόσο δεν σχετίζεται με την υπόθεση της καταγγέλλουσας, θεωρώντας ότι εκείνη η υπόθεση τον εμποδίζει και από το να επιστρέψει στη χώρα του. Εάν είναι αντικειμενική ή όχι αυτή η τελευταία θεώρησή του, δεν απασχολεί. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε ο ίδιος ότι δεν μπορεί να έχει ακριβή μνήμη για τα γεγονότα της 17.05.2019, λόγω δύο κυρίως παραμέτρων: αφενός, γιατί ήταν επηρεασμένος από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ την προηγούμενη ημέρα, γεγονός που τον καθυστέρησε να ξυπνήσει, και αφετέρου επειδή έχει παρέλθει αρκετός χρόνος από το συμβάν. Η μαρτυρία του Κατηγορούμενου έκδηλα, για τους λόγους που και ο ίδιος ανέφερε, είχε αδυναμίες και ανακρίβειες. Τόσο ως προς τη μνήμη του για τα γεγονότα της 17.05.2019, όσο και ως προς την ικανότητά του να παραθέσει σαφείς και ακριβείς πληροφορίες για την ώρα που ξύπνησε, την εργασία του, τις δραστηριότητές του την εν λόγω ημέρα, καθώς και τους λόγους που βρέθηκε στον Σταθμό. Βεβαίως, όπως ορθά επισημάνθηκε, η ουσία της θέσης του, πως κοιμόταν στο σπίτι του μέχρι αργά, ήταν εξ αρχής υφιστάμενη και αναλλοίωτη. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του Κατηγορούμενου για να  προβεί σε ευρήματα σχετικά με το τι έλαβε χώρα την 17.05.2019, ωστόσο δεν ήταν υποχρέωση του Κατηγορούμενου να αποδείξει ο ίδιος οτιδήποτε.

 

Νομικές πτυχές και εξέταση

 

40.     Παρεμβάλλεται πως το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή στο ύψιστο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και εάν είναι[4]. Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι αξιόπιστη και σαφής[5]. Εάν απορριφθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είναι δυνατή η καταδίκη[6]. Εάν, στο τέλος της υπόθεσης, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία[7].

 

41.     Σύμφωνα με το άρθρο 292(α) ΠΚ:

 

« 292. Όποιος-

 

(α) διαρρήχνει και εισέρχεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή

 

είναι ένοχος του κακουργήματος της διάρρηξης και ….».

 

42.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα αυτό, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) η διάρρηξη και είσοδος σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος, που χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας·

(β) η διάπραξη κακουργήματος στο κτίριο αυτό, ως αποτέλεσμα της διάρρηξης και της εισόδου στο κτίριο,

(γ) ο σκοπός διάπραξης κακουργήματος σε αυτό.

 

43.     Σύμφωνα με το άρθρο 291 ΠΚ, η διάρρηξη οποιουδήποτε μέρους κτιρίου, εξωτερικού ή εσωτερικού θεωρείται διάρρηξη για τους σκοπούς του νόμου. Το άνοιγμα με ξεκλείδωμα, έλξη, ώθηση, ανύψωση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, θύρας, παραθύρου, παραθυρόφυλλου, πόρτας υπογείου ή άλλου πράγματος προορισμένου για το κλείσιμο ή για την κάλυψη ανοίγματος σε κάποιο κτίριο ή άνοιγμα που επιτρέπει τη δίοδο από ένα μέρος του κτιρίου σε άλλο, θεωρείται ότι διαρρηγνύει το κτίριο. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι εισέρχεται σε κτίριο, αμέσως, όταν οποιοδήποτε μέρος του σώματός του ή οποιοδήποτε μέρος οργάνου που χρησιμοποιείται από το πρόσωπο αυτό, βρίσκεται εντός του κτιρίου. Εκείνος που, επίσης, επιτυγχάνει την είσοδο του σε κτίριο με την χρήση απειλής για αυτό τον σκοπό, ή με τέχνασμα ή με τη συμπαιγνία μαζί με άλλον που βρίσκεται στο κτίριο, ή αυτός που εισέρχεται από την καπνοδόχο ή από άλλη τρύπα του κτιρίου η οποία παραμένει μόνιμα ανοικτή για κάποιον αναγκαίο σκοπό, δεν προορίζεται όμως να χρησιμοποιείται συνήθως ως μέσο εισόδου, θεωρείται, και πάλι, ότι διάρρηξε το κτίριο και ότι εισήλθε σε αυτό.

 

44.     Σύμφωνα με το άρθρο 255 ΠΚ:

 

«(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

 

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

 

(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-

 

(i) με τέχνασμα

(ii) με εκφοβισμό

(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο

(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα

(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.

 

(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.

 

(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.»

 

45.     Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κλοπής, θα πρέπει να αποδειχθούν τα ακόλουθα[8]:

 

(α) απόκτηση κατοχής ή αποκόμιση ή ιδιοποίηση πράγματος (υπαλλακτικά),

(β) το πράγμα ανήκει σε άλλο πρόσωπο,

(γ) το πράγμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής,

(δ) η απουσία συναίνεσης του ιδιοκτήτη του πράγματος,

(ε) η απουσία αξίωσης δικαιώματος με καλή πίστη,

(στ) η ύπαρξη σκοπού, κατά τον χρόνο της συμπεριφοράς αυτής, ο ιδιοκτήτης του πράγματος να στερηθεί το πράγμα αυτό μόνιμα,

(ζ) η ύπαρξη δόλου, που καλύπτει όλα τα προαναφερόμενα, δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει και να θέλει αυτά.

 

46.     Η μη αποδοχή της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου ως αξιόπιστης δεν προσφέρει αποδεικτική δύναμη στη μαρτυρία της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν θυμάται ή δεν είναι σε θέση να δώσει μαρτυρία για το πού ήταν κατά την ώρα της καταγγελλόμενης κλοπής ή για το τι έγινε ακριβώς στον σταθμό, όπου η ΜΚ1 ανέφερε ότι τον αναγνώρισε, δεν σημαίνει ταύτιση του δράστη με τον Κατηγορούμενο.

 

47.     Η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, ως προς το αμφισβητούμενο θέμα, της ταυτότητας του δράστη, δεν έγινε αποδεκτή. Ιδίως, η βασική μαρτυρία επί της αναγνώρισης, που ήταν εκείνη της ΜΚ1. Εξηγήθηκαν οι λόγοι. Δεν υπάρχει άλλη αποδεκτή μαρτυρία, περιλαμβανομένης περιστατικής μαρτυρίας, που να μπορεί να συνθέσει τα γεγονότα κατά τρόπο ώστε, αναπόδραστα με βάση τη λογική, να προκύπτει πως το άτομο που, σύμφωνα με την ΜΚ1, μπήκε στην οικία της την 17.05.2019 το πρωί, με σκοπό να κλέψει, και που έκλεψε, ήταν όντως ο Κατηγορούμενος. Θα ήταν έκδηλα ακροσφαλής η ταύτιση του δράστη με τον Κατηγορούμενο στη βάση της υφιστάμενης μαρτυρίας.

 

 

Κατάληξη

 

 

48.     Ενόψει της μη αποδοχής της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ως προς την ταυτότητα του δράστη, για τους λόγους που αναφέρθηκαν κατά την αξιολόγησή της, και της μη ύπαρξης άλλης αποδεκτής μαρτυρίας σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, δεν μπορεί υπάρξει ασφαλής κατάληξη ως προς το ότι ήταν ο Κατηγορούμενος που διέρρηξε την οικία της ΜΚ1 και εισήλθε σε αυτήν με σκοπό να κλέψει και που έκλεψε. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να επιτύχει η καταδίκη του Κατηγορούμενου.

 

49.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, και απαλλάσσεται από αυτές.

 

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[2] Παναγρίτη ν. Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 439, Σαρρής ν. Καλλέγιας (2011) 1 ΑΑΔ 958, Cybarco Ltd v. Kouashik (2001) 1 ΑΑΔ 2013, Inman v. Abbot and Haliburton (2015) 2 SCR 182, R v. Ward (1992) 2 All ER 577, R. v. Maguire (1992) 2 All ER 433 κ.α..

[3] Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 113.

[4] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.

[5] Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401.

[6] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246.

[7] Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 CLR 110.

[8] Πλατρίτης ν. Αστυνομίας (1967) 2 CLR 174, R. v. Cockburn [1968] 1 All ER 466, Lawrence v Commissioner of Police of the Metropolis (otherwise known as R v Lawrence) [1972] AC 262, Ζησιμίδης ν. Δημοκρατίας (1978) 2 CLR 382, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 14, Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 700, Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 236/2018, 11.01.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο