Δημοκρατία ν. Χ. Χ, Αρ. Υπόθεσης: 2895/24, 12/5/2025
print
Τίτλος:
Δημοκρατία ν. Χ. Χ, Αρ. Υπόθεσης: 2895/24, 12/5/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:     Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.

                        Χρ. Χατζηγεωργίου, Α.Ε.Δ.

                        Σ. Συμεού, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης:  2895/24

 

   Δημοκρατία

                                                ν.

                                     

                                       Χ. Χ

Κατηγορουμένου

 

- - - - - - - - - - - - - -

 

Ημερομηνία: 12.05.25

Εμφανίσεις:

Για τη Δημοκρατία: κα Ξ. Ξενοφώντος

Για Κατηγορούμενο: κος Λ. Νεοφύτου

Κατηγορούμενος: παρών

Γονείς Κατηγορουμένου: παρόντες

 

[Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών]

 

Π Ο Ι Ν Η

(Η κυκλοφορία της απόφασης υπόκειται σε περιορισμό. Το πρωτότυπο θα παραμείνει στο φάκελο. Θα κυκλοφορήσει κείμενο της απόφασης χωρίς ονομασίες προσώπων, τόπων και άλλων στοιχείων των εμπλεκομένων που ενδέχεται να οδηγήσουν σε αποκάλυψη προσώπων. Η πιο πάνω πρόνοια σκοπό έχει την προστασία προσώπων που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικα

 

Ο κατηγορούμενος, σήμερα ηλικίας 18 ετών και 4 μηνών περίπου, κατόπιν δικής του παραδοχής βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού (κατηγορία 5) κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(4)(α), 14 & 34 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) και των άρθρων 1, 2, 12, 38, 84, 88,100, 102, 119, 120 & 121 του περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο του 2021 (Ν.55(Ι)/2021).

 

Να σημειωθεί ότι κατά την διάπραξη του αδικήματος  στο οποίο ο κατηγορούμενος δήλωσε παραδοχή ήταν ηλικίας 17 ετών και 3,5 μηνών περίπου. Επομένως η παρούσα υπόθεση διέπεται δικονομικά από τις πρόνοιες του Ν.55(Ι)/2021 μετά των συναφών τροποποιήσεων.

 

Με βάση τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, στις 30.04.24 στο χωριό [ ] της επαρχίας Πάφου ο κατηγορούμενος καταχρώμενος τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε πάνω σε παιδί (παραπονούμενη) συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη με την ανήλικη A. G. (στο εξής η «παραπονούμενη») με ημερομηνία γέννησης [ ].11 (στο εξής η «παραπονούμενη»), η οποία δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης, διεισδύοντας το πέος του στο γεννητικό της όργανο.

 

Σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2, 3 και 4 που αφορούν άλλες τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και μία κατηγορία εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, η κατηγορούσα αρχή προχώρησε στη διακοπή τους και ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος απαλλάχτηκε σ' αυτές.

 

Τα γεγονότα που έχουν εκτεθεί από την κατηγορούσα αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση, παρατίθενται αυτολεξεί (Τεκμήριο ‘Α’):

«Τα γεγονότα είναι όπως αναφέρονται στις λεπτομέρειες αδικήματος της 5ης κατηγορίας. Επιπλέον, καταγράφονται και τα ακόλουθα για να αποτελέσουν μέρος των γεγονότων:

1.    Η παραπονούμενη A. C., είναι Τουρκοκύπρια, ανήλικη, με ημερομηνία γέννησης [ ]/2011 και διαμένει στην [ ] με την οικογένεια της.

2.    Ο κατηγορούμενος είναι Τουρκοκύπριος, με ημερομηνία γέννησης [ ]/2007 και διαμένει επίσης με την οικογένεια του στην [ ].

3.    Ο κατηγορούμενος είναι συγγενής με την παραπονούμενη ανήλικη, Μ.Κ. 1, ήτοι πρώτα ξαδέλφια με τον πατέρα της.  (Η μητέρα του κατηγορούμενου και η γιαγιά της ανήλικης, Μ.Κ. 3, είναι αδελφές).

4.    Ο κατηγορούμενος διατηρούσε φιλική σχέση με τον δεκαπεντάχρονο αδελφό της A. C. και  επισκεπτόταν πολύ συχνά την οικία τους.

5.    Στις 30/04/2024 το απόγευμα ειδοποιήθηκε η Αστυνομία για την παρούσα υπόθεση και αμέσως Αστυνομικοί του Σταθμού Κελοκεδάρων, μεταξύ αυτών και ο Αστυφύλακας 1922 Π. Πέτρου, Μ.Κ.4, μετέβησαν στην οικία της παραπονούμενης στην χχχχχχχχχχχ όπου έλαβαν φωτογραφίες από την οικία και παρέλαβαν διάφορα τεκμήρια για διενέργεια επιστημονικών εξετάσεων.

6.    Μετά από γραπτή κατάθεση που λήφθηκε από τη γιαγιά της ανήλικης, Μ.Κ. 3, χχχχχχχ χχχχχχ, διαπιστώθηκε ότι στις 30/04/2024 και περί ώρα 16:30, η Μ.Κ. 3  (γιαγιά της ανήλικης) περνούσε έξω από το σπίτι του γιού της, xxxxxxxx xxxxxxxxxu με σκοπό να πάει σε μια χωριανή της και είδε ένα νεαρό να στέκεται έξω από το σπίτι του γιου της.  Τότε, σταμάτησε και τον ρώτησε τι έκανε εκεί και ο νεαρός της απάντησε ότι περίμενε τον κατηγορούμενο να πιάσει maggi.  Η Μ.Κ. 3 μπήκε εντός του σπιτιού του γιου της για να δει τι γινόταν και είδε στο υπνοδωμάτιο τον κατηγορούμενο ο οποίος είναι αδελφότεχνος της και την εγγονή της να βρίσκονται στο κρεβάτι.  Ο κατηγορούμενος ήταν από πάνω της έχοντας κατεβασμένο το παντελόνι του και η εγγονή της από κάτω και είχε κατεβασμένο το κοντό παντελόνι που φορούσε.  Ο κατηγορούμενος, μόλις είδε την Μ.Κ. 3, έφυγε από την οικία, από το παράθυρο του υπνοδωματίου.

7.    Στις 30/04/2024, η ανήλικη, προσήλθε στο σπίτι του παιδιού στην Λευκωσία, συνοδευόμενη από τους γονείς της, όπου έγινε Ιατροδικαστική εξέταση.  Η Δρ. Αγγελική Παπέττα, Ιατροδικαστής, Μ.Κ. 5, διαπίστωσε ότι υπήρχε παλαιά ρήξη παρθενικού υμένα χωρίς πρόσφατες κακώσεις στα γεννητικά όργανα και στο υπόλοιπο σώμα.  Από την εξέταση παραλήφθηκαν τεκμήρια για περαιτέρω επιστημονικές εξετάσεις.

8.    Στις 01/05/2024, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορούμενου και αναζητείτο.

9.    Στις 25/06/2024 και ώρα 09:50, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου ο Μ.Κ. 14 συνέλαβε δυνάμει Δικαστικού Εντάλματος, τον κατηγορούμενο, στην παρουσία του πατέρα του χχχχχ χχχχχχ. Ακολούθως, του παραδόθηκε το έγγραφο δικαιωμάτων παιδιών σε σύγκρουση με τον Νόμο  που συλλαμβάνονται, στην βάση του νόμου και υπέγραψε την σχετική βεβαίωση παραλαβής τους.

10.  Στις 25/06/2024 ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, όπου εναντίον του εξασφαλίστηκε Διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο 3 ημερών.

11.  Την ίδια ημέρα, 25/06/2024 και μεταξύ των ωρών 12:14 – 13:30, στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου, ο Μ.Κ. 14 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στην παρουσία της μητέρας του χχχχχχχ χχχχχχχ και του δικηγόρου του, Λοίζου Νεοφύτου, αφού προηγουμένως τον πληροφόρησε για την υπόθεση που διερευνά και του επέστησε γραπτώς την προσοχή του στο νόμο.  Η κατάθεση του διαβάστηκε αφού ανάφερε ότι δεν ξέρει να διαβάζει ούτε να γράφει.  Στην ανακριτική του κατάθεση, ανάφερε μεταξύ άλλων, ότι την συγκεκριμένη ημέρα, 30/04/2024, μετέβηκε στο σπίτι της παραπονούμενης, αφού ήθελε να συναντήσει τον αδελφό της. Επιπλέον, ανέφερε ότι με την παραπονούμενη συνδέονταν τους δυο τελευταίους μήνες.

12.  Η Δρ. Σταυρούλα Ξενοφώντος, η οποία εργάζεται στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου, μετά από εξέταση των τεκμηρίων της παρούσας υπόθεσης, ετοίμασε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης με τα συμπεράσματα της.  Μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι από τραχηλικά και κολπικά επιχρίσματα που λήφθηκαν από την ανήλικη χχχχχχχ χχχχχχχχ, στις 30/04/24 από την Ιατροδικαστή Μ.Κ. 5, απομονώθηκε γενετικό υλικό που ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου και μάλιστα εντοπίστηκε και σπερματικό μέρος.

13.  Κατά τον ίδιο τρόπο, επιχρίσματα που λήφθηκαν εξωτερικά από τα γεννητικά όργανα της ανήλικης εντοπίστηκε γενετικό υλικό και δη σπερματικό μέρος, το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό προφίλ του κατηγορούμενου.

14.  Στην βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων της Δρ. Σταυρούλας Ξενοφώντος, ο κατηγορούμενος, στις 30/04/24, είχε διείσδυση το πέους του στο γεννητικό όργανο της ανήλικης.

15.   Στις 13/10/24, η παραπονούμενη ανήλικη έδωσε  οπτικογραφημένη κατάθεση στο σπίτι του παιδιού.  Στην βάση της οπτικογραφημένης κατάθεσης της ανήλικης, διαπιστώθηκε στις 30/04/24 ότι η ανήλικη βρισκόταν με τον μικρότερο αδελφό της, ηλικίας 4 ετών στην οικία της, στην χχχχχχχχχχ.  Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας απουσίαζαν. Ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην οικία της διότι ήθελε maggi.  Εν συνεχεία, η ανήλικη πήγε στο υπνοδωμάτιο του αδελφού της για να το συγυρίσει. Ο κατηγορούμενος την ακολούθησε και έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου.  Κατόπιν, την έβαλε στο κρεβάτι και κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του μέχρι τα γόνατα.  Ακολούθως, κατέβασε το παντελονάκι και το εσώρουχο της ανήλικης μέχρι τα γόνατα και διείσδυσε το πέος του στο γεννητικό της όργανο.  Σε λίγο, στο δωμάτιο εισήλθε η γιαγιά της η οποία άρχισε να φωνάζει και ο κατηγορούμενος έφυγε από το παράθυρο του υπνοδωματίου.

16.  Η παραπονούμενη ανήλικη παραπέμφθηκε στο Σπίτι του Παιδιού για ψυχολογική αξιολόγηση.

17.  Η κα Ελπίδα Λοίζου, Κλινική Ψυχολόγος στο Σπίτι του Παιδιού, παρακολουθούσε την ανήλικη παραπονούμενη σε αρκετές συνεδρίες και ετοίμασε σχετική έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης της.

18.  Στην βάση των συμπερασμάτων της κας Λοϊζου, ανωτέρω, κατά την ψυχοδιαγνωστική αξιολόγηση, παρατηρήθηκε μια αποστασιοποιημένη σχέση μεταξύ των μελών της οικογένειας της ανήλικης όπου δεν υπήρχε συναισθηματική εγγύτητα και άνεση στην έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων. Παράλληλα, η ανήλικη αναλάμβανε ένα ενήλικο φροντιστικό ρόλο απέναντι στη μητέρα και τον 4χρονο αδελφό του, καθώς η μητέρα αδυνατούσε να ανταποκριθεί λόγω των ψυχοσυναισθηματικών της δυσκολιών. Επίσης, η ανήλικη εξέφρασε έντονα την επιθυμία όπως μετακόμιζε μαζί με την μητέρα και τον 4χρονο αδελφό της μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια.  Συνέδεσε την επιθυμία αυτή με περιστατικό βίας από τον 15χρονο της αδελφό προς την ίδια, σε παλαιότερα περιστατικά βίας από τον πατέρα προς τη μητέρα στα οποία ήταν μάρτυρας, αλλά και λόγω ενημέρωσης που είχε για εμπλοκή του πατέρα σε παρόμοιο περιστατικό με το υπό αναφορά.

19.  Διαφάνηκε ότι η ανήλικη είχε μελαγχολική διάθεση σε καθημερινή βάση και μειωμένο κίνητρο, χωρίς να μπορούσε να προσδιορίσει την περίοδο έναρξης τους, ενώ εξέφρασε την ανάγκη όπως αποκτούσε δραστηριότητες σχετικές με τα ενδιαφέροντα της.  Παρατηρήθηκε να διατηρούσε χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεικόνα, ενώ διαπιστώθηκε η ανάγκη της όπως γίνει αναγνωρίσιμη και επιθυμητή από τους άλλους στη βάση άλλων ικανοτήτων, όπως το τραγούδι και τη μουσική.  Περαιτέρω, διαφάνηκε ότι καθημερινά στο σπίτι πρόκυπταν συγκρούσεις μεταξύ των μελών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνταν εντάσεις και φωνές, με την ανήλικη να απομονώνεται στην προσπάθεια της να βρει την ησυχία και την ηρεμία που επιζητούσε.

20.  Η κα Ελπίδα Λοίζου κατέληξε ότι από την κλινική ψυχοδιαγνωστική αξιολόγηση, παρατηρήθηκε ότι η ανήλικη ήταν ανεπτυγμένη στα αναμενόμενα για το φυσιολογικό επίπεδα.  Παρατηρήθηκε να προϋπήρχαν σημαντικά ελλείμματα στην επικοινωνία και συναισθηματική σύνδεση του οικογενειακού πλαισίου της ανήλικης, τα οποία διαπιστώθηκε να συνδεόταν με τις δυσκολίες συναισθηματικής αυτορρύθμισης της και τα οποία σε συνάφεια με το ιστορικό βίας στην οικογένεια και το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, καθιστούσαν την ανήλικη ως υψηλού κινδύνου για εμπλοκή σε ανεπιθύμητες καταστάσεις.

21.  Κατά την παρούσα ψυχολογική αξιολόγηση, η ανήλικη παρουσίαζε ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες με συμπτώματα άγχους, χωρίς ωστόσο να πληροί τα κριτήρια κλινικής διάγνωσης.

22.  Μεταξύ των εισηγήσεων της κας Λοίζου, ήταν η λήψη ατομικής ψυχολογικής στήριξης του παιδιού.

23.  Ο κατηγορούμενος, λόγω της συγγένειας με την οικογένεια της ανήλικης, αλλά και της στενής φιλικής σχέσης που διατηρούσε με τον αδελφό της, επισκεπτόταν την οικία της πολύ συχνά.  Κατά τις επισκέψεις του, συναντούσε πολύ συχνά την ανήλικη, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα πριν το καταγγελλόμενο περιστατικό.

24.  Ο κατηγορούμενος, στις 30/04/2024, μετά το μεσημέρι, επισκέφθηκε την οικία της ανήλικης, Μ.Κ. 1.  Την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, πλην της ανήλικης και του μικρού της αδελφού, 4 ετών, απουσίαζαν όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας από το σπίτι.  Ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος την θέση εμπιστοσύνης και επιρροής που είχε πάνω στην ανήλικη, Μ.Κ. 1, συμμετείχε σε σεξουαλική πράξη μαζί της, ήτοι ήρθε σε συνουσία μαζί της, διεισδύοντας το πέος του στον κόλπο της, ως εξηγήθηκε προηγουμένως.

25.  Ο κατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.»

 

Η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δεν ανάφερε αν έχουν δημιουργηθεί έξοδα στην υπόθεση αυτή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης προέβηκε σε εμπεριστατωμένη αγόρευση με παραπομπή σε νομολογία, το περιεχόμενο της οποίας μελετήσαμε με προσοχή στα πλαίσια διεκπεραίωσης του έργου μας για επιβολή στον κατηγορούμενο της κατάλληλης ποινής σε ότι αφορά το είδος αλλά και το ύψος της. Συγκεκριμένα ο κύριος Νεοφύτου κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τα πιο κάτω ως μετριαστικούς παράγοντες:

(1)        Το λευκό ποινικό μητρώο του πελάτη του.

(2)        Την παραδοχή του κατηγορουμένου που θεωρεί ότι είναι άμεση με την οποίαν, όπως είπε, εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και αποφεύχθηκε περαιτέρω ταλαιπωρία της παραπονούμενης αφού δεν χρειάστηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

(3)        Την απολογία του πελάτη του.

(4)        Τη μικρή διαφορά ηλικίας μεταξύ κατηγορουμένου και παραπονούμενης.

(5)        Το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου.

(6)        Το ότι δεν ασκήθηκε βία εναντίον της παραπονούμενης από τον κατηγορούμενο κατά την διάπραξη του αδικήματος.

(7)        Το ότι εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου δεν προκλήθηκαν επιπτώσεις στη σωματική και/ή ψυχική υγεία της παραπονούμενης.

(8)        Το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα που παραδέχτηκε χωρίς προσχεδιασμό.

(9)        Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κατηγορουμένου σε συνδυασμό με τη ψυχική κατάσταση του μετά το συμβάν.

(10)      Το αδίκημα που διαπράχτηκε να εκληφθεί ως μεμονωμένο περιστατικό ένεκα του λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου και του γεγονότος ότι ο ίδιος ουδέποτε απασχόλησε τη δικαιοσύνη.

 

Σχολιάζοντας τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχτηκε το αδίκημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης ανέφερε ότι το συγκεκριμένο περιστατικό δεν ήταν η πρώτη σεξουαλική εμπειρία της παραπονούμενης. Όπως είπε και τούτο υποστηρίζεται από τα γεγονότα που εκτέθηκαν και με τα οποία συμφωνεί η κατηγορούσα αρχή, στο παρελθόν υπήρξε ρήξη του παρθενικού υμένα της παραπονούμενης.

 

Ένας άλλος παράγοντας που το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει υπόψη του ως μετριαστικό είναι οι προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές συνθήκες του κατηγορουμένου, οι οποίες περιγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας που η υπεράσπιση έχει υιοθετήσει. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η κατηγορούσα αρχή δεν έχει αμφισβητήσει το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, αλλά και αυτά που συμπληρωματικά ανάφερε ενώπιον μας ο συνήγορος υπεράσπισης σε σχέση με το θέμα αυτό. Η έκθεση αυτή ετοιμάστηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 94 του Ν.55(Ι)/2021 με τις πληροφορίες να λαμβάνονται από τον κατηγορούμενο στην παρουσία της μητέρας του, της αδελφής του και του γαμπρού του. Η έκθεση της κηδεμονευτικού λειτουργού περιλαμβάνει πληροφορίες που αφορούν του τομείς που απαιτούνται να περιέχονται από το άρθρο 94 της πιο πάνω νομοθεσίας. Πιο κάτω παραθέτουμε συνοπτικά το περιεχόμενο αυτής της έκθεσης.

    

Όπως έχει αναφερθεί, ο κατηγορούμενος διαμένει με τους γονείς του σε τουρκοκυπριακή κατοικία στο χωριό [ ] της επαρχίας Πάφου. Προέρχεται από φτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Ο κατηγορούμενος είναι το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του διαμένουν στην Μόρφου με τις οικογένειες τους. Η αδελφή του διαμένει στη Λεμεσό μαζί με το σύζυγο της.

 

Ο κατηγορούμενος διέκοψε τη φοίτηση του στη Γ’ Τάξη του Γυμνασίου λόγω μαθησιακών δυσκολιών που αντιμετώπιζε. Σε ηλικία 15 ετών είχε ένα ατύχημα. Συγκεκριμένα ενώ ασχολείτο με την επισκευή σε μηχανάκι, έκοψε τους τένοντες της αριστερής του παλάμης με αποτέλεσμα τρία από τα πέντε δάχτυλα του να έχουν περιορισμένες κινήσεις.

 

Το μοναδικό εισόδημα της οικογένειας του κατηγορουμένου προέρχεται από μεταπώληση παλιών σιδερικών τα οποία μαζεύουν για τον σκοπό αυτό. Από νεαρή ηλικία ο κατηγορούμενος βοηθά τον πατέρα του στην εργασία αυτή. Κατά περιόδους τους στηρίζει οικονομικά ο σύζυγος της αδελφής του.

 

Ο πατέρας του κατηγορουμένου είναι ηλικίας 57 ετών και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Ειδικότερα πάσχει από κολπική μαρμαρυγή και σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια. Η μητέρα του κατηγορουμένου είναι ηλικίας 49 ετών και πάντα ασχολείτο με τη φροντίδα της οικογένειας της.

 

Η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας που ετοίμασε την έκθεση εκτιμά ότι στο στάδιο αυτό ο κατηγορούμενος έχει το κατάλληλο υποστηρικτικό υπόβαθρο. Όλα τα μέλη της οικογένειας του τον στηρίζουν και ειδικότερα ο σύζυγος της αδελφής του, ο οποίος τον συμβουλεύει και τον καθοδηγεί. Σύμφωνα με την εν λόγω λειτουργό ο κατηγορούμενος αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του αδικήματος και ανησυχεί για την έκβαση της υπόθεσης. Τον προβληματίζουν οι ποινικές επιπτώσεις που θα έχει. Σύμφωνα ακόμη με τη λειτουργό, το κίνητρο για την παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου οφείλεται στην ανωριμότητα του και στη νεανική επιπολαιότητα του.

 

Αναφερόμενος σε ενδεχόμενη κράτηση του πελάτη του, ο κύριος Νεοφύτου ευσεβάστως εισηγήθηκε ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται εξουσίας  να επιβάλει τέτοιο είδος ποινής επειδή:

(α)       δεν υπάρχουν χώροι κράτησης ανηλίκων και

(β)       δεν υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργού Δικαιοσύνης που να καθορίζει τέτοιους χώρους.

 

Σύμφωνα με τον εν λόγω συνήγορο, η τροποποίηση του άρθρου 119(4) του Ν.55(Ι)/2021 με τον τροποποιητικό νόμο Ν.36(Ι)/2024 που τέθηκε σε ισχύ στις 03.04.24 που επιτρέπει στη βάση του νόμου την κράτηση ανηλίκου στις Κεντρικές Φυλακές για σκοπούς έκτισης της ποινής δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επειδή απουσιάζει σχετικό διάταγμα του Υπουργού Δικαιοσύνης που καθορίζει τέτοιους χώρους στο σωφρονιστικό ίδρυμα, ως προνοείται από το άρθρο 127(3) του Ν.55(Ι)/2021. Σχολιάζοντας την επιστολή ημερ. 18.02.25 του Τμήματος Φυλακών προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Τεκμήριο ‘Β’) ότι παραβάτες ανήλικοι μπορούν να κρατηθούν σε ξεχωριστή ειδική πτέρυγα που έχει διαμορφωθεί για τον σκοπό αυτό στις Κεντρικές Φυλακές, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης προέβαλε τη θέση πως ακόμη και να υπήρχε εκδομένο τέτοιο διάταγμα οι Κεντρικές Φυλακές είναι εντελώς ακατάλληλες για την κράτηση ανηλίκων επειδή δεν έχει προσωπικό με ειδική εκπαίδευση, δεν επιτρέπει στους ανήλικους να συνεχίσουν την εκπαίδευση τους που λαμβάνουν στα σχολεία και ούτε επιτρέπει τη διευρυμένη και επιτακτική ανάγκη που έχουν οι ανήλικοι για επικοινωνία με την οικογένεια τους. Με λίγα λόγια ο κύριος Νεοφύτου ισχυρίζεται ότι η υφιστάμενη κατάσταση στις Κεντρικές Φυλακές δεν είναι αυτή που πρέπει ως υποδεικνύουν οι πρόνοιες του άρθρου 123 του Ν.55(Ι)/2021.

 

Αντίθετη ήταν η νομική επιχειρηματολογία της εκπροσώπου της κατηγορούσας αρχής η οποία επικαλούμενη την πιο πάνω επιστολή ημερ. 18.02.25 του Τμήματος Φυλακών (Τεκμήριο ‘Β’) και τις διατάξεις του άρθρου 19(4) του Ν.55(Ι)/2021 δήλωσε ότι εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η κατάλληλη ποινή είναι αυτή της κράτησης, υπάρχει ειδικός χώρος στις Κεντρικές Φυλακές για την κράτηση του ανηλίκου.

 

Τέλος ο συνήγορος υπεράσπισης ευσεβάστως ζήτησε από το Δικαστήριο να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια και κατανόηση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου.

 

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας στη βάση του νομοθετικού πλαισίου που είναι συναφές καθώς επίσης υπό το φως της σχετικής νομολογίας.

 

Ο Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014 (Ν.91(1)/2014) προβλέπει την ποινική μεταχείριση προσώπων που διαπράττουν σεξουαλικής φύσεως αδικήματα εις βάρος ανηλίκων προσώπων. Πρόκειται για ένα αυστηρό νομοθέτημα το οποίο συμβάλλει στην αδιάκοπη προσπάθεια της παγκόσμιας κοινότητας να προστατεύσει τα παιδιά από τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση καθώς επίσης γενικότερα από απαράδεκτες συμπεριφορές ανθρώπων (βλέπε Aebi And Others, Criminal Punishment Around The World, Volumes 1-4, ABC-CLIO, 2010). Θεσπίστηκε ειδικά για την πάταξη της σεξουαλικής κακοποίησης και γενικότερα εκμετάλλευσης παιδιών. Η εισαγωγή αυστηρών ποινών αποτρεπτικής φύσεως στοχεύει ακριβώς στην αναχαίτιση εγκλημάτων σεξουαλικής φύσεως (χχχ Γεωργίου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 165/2019 ημερ. 20.05.21), ECLI:CY:AD:2021:B195. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, αδικήματα αυτής της μορφής και φύσης θα πρέπει να  αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259 και Α.Γ.Α. ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 345). Το γεγονός ότι τέτοιου είδους αδικήματα στρέφονται σε βάρος ανηλίκων προσώπων, όπως είναι η υπό κρίση περίπτωση, τα καθιστούν εξαιρετικής σοβαρότητας. Η εκμετάλλευση της νεαρής ηλικίας των θυμάτων, η διάβρωση της παιδικής αθωότητας τους και η σωματική και ψυχική καταρράκωση τους εξαιτίας τέτοιων αδικημάτων με τον θύτη να ενεργεί λόγω ανωριμότητας και επιθυμίας να ικανοποιήσει σεξουαλικές ορέξεις του, είναι στοιχεία που προκαλούν αποστροφή και αποτροπιασμό στην κοινωνία.

 

Η σοβαρότητα που πρέπει να επιδεικνύεται σε περιπτώσεις αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως με θύματα ανήλικα πρόσωπα αποτυπώνεται επίσης μέσα από τη νομολογία. Πιο κάτω γίνεται αναφορά σε διάφορες υποθέσεις στις οποίες το Εφετείο επισήμανε με έντονο τρόπο την ανάγκη επιβολής αυστηρών αδικημάτων αποτρεπτικής φύσεως σε τέτοιους είδους σοβαρά αδικήματα που επιφέρουν σωματικές και ψυχικές βλάβες στο ανήλικο θύμα. Παρόλο ότι στις υποθέσεις αυτές οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τα αδικήματα αυτά όταν ήταν ενήλικοι, εντούτοις η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τους δεν υποβαθμίζεται όταν αδικήματα τέτοιου είδους διαπράττονται από ανήλικα άτομα.

 

Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Λευκαρίτης Κωνσταντίνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165, το οποίο παρέχεται αυτούσιο:  

«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R. v. Perry [2010] 2 Cr. App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της».

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το Κακουργιοδικείο)

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σ. Σ., Ποινική Έφεση Αρ. 202/2021, απόφαση, ημερ. 17/3/2022, το Ανώτατο Δικαστήριο υπογράμμισε ότι:

«Τέτοια αδικήματα έχουν δυστυχώς καταστεί δεσπόζοντα, με αποτέλεσμα να καθίσταται έτι περαιτέρω αναγκαία η επιβολή αυστηρών ποινών για σκοπούς αποτροπής. Όπως επαναλήφθηκε πρόσφατα στην ΣΛ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 155/19, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B57, ECLI:CY:AD:2021:B57, οι ανήλικοι βρίσκονται σε μια κρίσιμη διαδικασία  διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους και ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, ακριβώς σκοπό έχει την προστασία τους.  Στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 69/16, 23.3.2017, τονίστηκε ότι τα δικαστήρια είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατεύσει, δηλαδή τα παιδιά, παραπέμποντας στην προνοούμενη υπό του Νόμου ποινή».  

 

Στην Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 59/16 ημερομηνίας 23.03.17 λέχθηκαν τα εξής:

«Ο Νόμος περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014) και ειδικά τα άρθρα 2, 5 και 6(3) έχουν σκοπό την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης που έχουν διαφορετικές βέβαια βαθμίδες.  Εκείνο όμως που μένει ως σταθερή παράμετρος είναι το ίδιο το θύμα και η ηλικία του, που το κοινωνικό σύνολο θέλει να προστατεύσει, ως ένα πολύτιμο αγαθό.  Γι’ αυτό και ο Νόμος είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις προβλεπόμενες ποινές.»

 

Περαιτέρω στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ν.Ν., Ποινική Έφεση 69/17 ημερομηνίας 05.12.17, το Εφετείο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Σε πρόσφατες αποφάσεις τονίσαμε την ανάγκη όπως οι ποινές σε τέτοιας φύσεως αδικήματα τα οποία στρέφονται εναντίον παιδιών πρέπει να είναι αυστηρές, εφόσον το προστατευόμενο αγαθό είναι ακριβώς τα παιδιά και όσο μικρότερη είναι η ηλικία αυτών, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να προστατευθούν, γι΄ αυτό και η διαβάθμιση που προκύπτει από τον ίδιο το νόμο είναι ότι όταν το παιδί - θύμα είναι κάτω των 13 ετών η προνοούμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης». 

 

Ακόμη στην Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 184/15 ημερομηνίας 13.02.18, ECLI:CY:AD:2018:B72, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

« …… θα τονίσουμε, όχι απλώς την ανησυχία, αλλά την αγωνία των Δικαστηρίων σε σχέση με την ολοένα αυξανόμενη τάση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, τα οποία έχουν καταστεί δεσπόζοντα. Ότι πλήττουν είναι το παιδί και ο ευαίσθητος κόσμος του, αξίες μεγάλης σπουδαιότητας για την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον πολιτισμό.  Η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση τέτοιας σπουδαιότητας αντανακλάται στη θέσπιση αυστηρότερων ποινών δια του Ν. 91(Ι)/2014, ως εκδήλωση της ανησυχίας της κοινωνίας και της αποφασιστικότητας της έννομης τάξης για αντιμετώπιση τέτοιων απαράδεκτων, από κάθε άποψη, συμπεριφορών. Όσο δε νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο.»

  

Το αδίκημα που εδώ διαπράχτηκε είναι, δίχως κανένα ενδοιασμό, εξ’ αντικειμένου πολύ σοβαρό. Αναμφίβολα πρόκειται για ειδεχθές έγκλημα το οποίο δημιουργεί αισθήματα αποστροφής. Η σοβαρότητα που το χαρακτηρίζει αντανακλάται κατ' αρχάς από την προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή. Η προβλεπόμενη από το Νόμο ανώτατη ποινή είναι ενδεικτική της έκτασης της σοβαρότητας ενός αδικήματος και αυτό είναι ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, όπως και το είδος της ποινής που θα επιβληθεί (Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γεν. Εισαγγελέας v. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9).  Όπως τέθηκε στην υπόθεση Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632: «το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή».

 

Ειδικότερα το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού που έχει τη μορφή συμμετοχής σε σεξουαλική πράξη με παιδί μέσα από κατάχρηση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής του κατηγορουμένου εις βάρος της παραπονούμενης τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δια βίου (άρθρο 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/2014 – κατηγορία 5).

 

Από τον καθορισμό του ύψους της πιο πάνω ποινής, καταδεικνύεται η σοβαρότητα που ο νομοθέτης αποδίδει στη διάπραξη του αδικήματος του κατηγορητηρίου.

 

Βεβαίως, τα Δικαστήρια δεν βασίζονται μόνο στην προβλεπόμενη από το νόμο ποινή αλλά λαμβάνουν υπόψη τις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου, τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διενέργεια της εγκληματικής πράξης, τη μορφή της επιλήψιμης συμπεριφοράς, τη συχνότητα διάπραξης τέτοιας παράνομης συμπεριφοράς και τις επιπτώσεις που προκαλούνται στο ανήλικο θύμα (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930).  Όσον αφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, θεωρούμε σκόπιμο να παραπέμψουμε και στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, όπου στις σελίδες 402 – 403 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σχετικά με τη σοβαρότητα των αδικημάτων θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί για τη διάπραξή του. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο]

 

Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση στη διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων με θύματα παιδιά. Επί τούτου λαμβάνουμε δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που καταχωρούνται ενώπιον Δικαστηρίων. Η ανησυχία της κοινωνίας είναι διάχυτη. Η έξαρση αυτών των ειδεχθών εγκλημάτων αντιμετωπίζεται με την επιβολή ποινών αποτρεπτικής φύσεως. Η νομολογία υποδεικνύει ότι η αυξητική τάση του εγκλήματος θα πρέπει να έχει την ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια με την αύξηση των ποινών (Selmani και άλλος. v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854, Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, Λουκά Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577). Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:

«Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.»

 

(Η υπογράμμιση γίνεται από το Κακουργιοδικείο)

 

Κάθε υπόθεση κρίνεται ξεχωριστά και η ποινή που επιβάλλεται είναι εξατομικευμένη για την συγκεκριμένη περίπτωση του κάθε κατηγορουμένου. Η  εξατομίκευση της ποινής «αποτελεί συνθετικό στοιχείο του παρονομαστή της τιμωρίας» (Salaryand ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541). Στα πλαίσια άσκησης της κρίσης για επιλογή του κατάλληλου είδους και ύψους της ποινής που αρμόζει στην κάθε περίπτωση, σταθμίζονται όλοι οι προαναφερόμενοι παράγοντες σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση καθώς και εκείνων που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη.

 

Στην παρούσα υπόθεση το στοιχείο της αποτροπής προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη. Παρόλα αυτά το καθήκον του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου και να εξατομικεύσει την ποινή δεν ατονεί στις περιπτώσεις όπου έχουν διαπραχτεί σοβαρά αδικήματα (Θεοχάρους v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575) και οι ποινές θα πρέπει να είναι αποτρεπτικές (Χρυσοστόμου “Κανάρη” ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ.18).

 

Την ίδια στιγμή δεν παραγνωρίζουμε ότι το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο Παιδιών, καλείται να επιλέξει την κατάλληλη ποινή που αρμόζει στον κατηγορούμενο έχοντας κατά νου τις πρόνοιες της ειδικής νομοθεσίας, ως είναι ο περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο του 2021 (Ν.55(Ι)/2021), οι οποίες δίδουν έμφαση όχι μόνο στην τιμωρία του παραβάτη αλλά στοχεύει στην αναμόρφωση του. Οι διατάξεις του Ν.55(Ι)/2021 παρέχουν την ευκαιρία σε παιδί παραβάτη να ανασυγκροτηθεί και να αναλογιστεί τις πράξεις του σε περιβάλλον πρόσφορο που μπορεί να εξασφαλίσει την ορθή αναμόρφωση του και την ομαλή επανένταξη του στην κοινωνία. Συνεπώς το παρόν Δικαστήριο καλείται να ισοζυγίσει από τη μία τη σοβαρότητα του αδικήματος που έχει διαπραχτεί εις βάρος ενός ανήλικου προσώπου και από την άλλη την ανάγκη αναμόρφωσης του κατηγορουμένου που επίσης πρόκειται για ανήλικο άτομο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, με την επιβολή της καταλληλότερης, υπό τις περιστάσεις, και αρμόζουσας για την περίπτωση αυτή ποινής.  

 

Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι το αδίκημα που ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει είναι εξ’ ορισμού σοβαρό και είναι επίσης σοβαρό αφού είναι από αυτά που παρουσιάζουν ανησυχητική έξαρση. Όπως ήδη λέχθηκε, είναι αδίκημα που χρήζει αυστηρής αντιμετώπισης με την επιβολή ποινής αποτρεπτικής φύσεως, ως εξάλλου διαφαίνεται μέσα από την προαναφερόμενη νομολογία αλλά και από τις πρόνοιες του Ν.91(Ι)/2014.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι στην παρούσα υπόθεση αμφότεροι τόσο η παραπονούμενη όσο και ο κατηγορούμενος είναι ανήλικα πρόσωπα. Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων η ηλικία της παραπονούμενης ήταν τέτοια που δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης για να θεωρηθεί ότι συμμετείχε με τη συγκατάθεση της στις σεξουαλικές πράξεις που περιγράφονται στο κατηγορητήριο. Ομοίως και του κατηγορουμένου. Οι ηλικίες των δύο εμπλεκομένων δεν είναι παρόμοιες αφού έχουν μεταξύ τους διαφορά. Ειδικότερα κατά τη διάπραξη του αδικήματος ο κατηγορούμενος ήταν ηλικίας 17 ετών και 3,5 μηνών περίπου ενώ η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 13 ετών και 2 μηνών περίπου. Το γεγονός αυτό δεν καθιστά τη σεξουαλική πράξη τους συναινετική. Παραπέμπω στις πρόνοιες του άρθρου 12(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014), τις οποίες παραθέτω αυτούσιες:

«Συναινετικές σεξουαλικές δραστηριότητες όπως καθορίζονται στα εδάφια (1) και (3) του άρθρου 6, στο εδάφιο (3) του άρθρου 7, στα εδάφια (1) και (5) του άρθρου 8 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 9 μεταξύ δύο παιδιών τα οποία δεν έχουν φτάσει στην ηλικία συναίνεσης και τα οποία έχουν παρόμοια ηλικία και παρόμοιο βαθμό ψυχολογικής και σωματικής ανάπτυξης ή ωριμότητας, και οι οποίες δραστηριότητες δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε κακοποίηση ή βία ή εκμετάλλευση ή εξαναγκασμό δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

 

[η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου].

 

Δυστυχώς τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση όχι μόνο δεν ενεργοποιούν τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Ν.91(Ι)/2014 αλλά περαιτέρω την καθιστούν σοβαρή περίπτωση.

 

Κατ’ αρχάς η συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος εκδήλωσε είναι στοιχείο που κεντρίζει. Ο δε τρόπος αντίδρασης του δεν μπορεί παρά να σημειωθεί. Σε αντίθεση με ότι ευσεβάστως εισηγήθηκε ο συνήγορος του, ο κατηγορούμενος ενήργησε στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου το οποίο μελετημένα και έντεχνα έθεσε σε εφαρμογή προκειμένου να υλοποιήσει τον συγκεκριμένο παράνομο σκοπό του που ήταν να εκμεταλλευτεί σεξουαλικά την παραπονούμενη. Ο προσχεδιασμός και ο καλά σχεδιασμένος τρόπος διάπραξης εγκλήματος, συνιστά πάντα σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι υπήρχαν στοιχεία προμελέτης, κάτι που λαμβάνεται υπόψη εις βάρος του κατηγορουμένου (Χριστοφής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 71 και Γενικός Εισαγγελέας v. Τσαπατσάρη κ.α. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304). Οι κινήσεις του κατηγορουμένου ήταν προσεκτικές και μεθοδευμένες. ‘Έδρασε στοχευμένα εις βάρος της παραπονούμενης.

 

Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ένεκα της συγγενικής σχέσης του με την παραπονούμενη αλλά και τη φιλική σχέση που είχε τόσο με την ίδια όσο και με τον αδελφό της θα είχε εύκολη πρόσβαση στην οικία τους. Εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία αυτή και μετέβηκε στην οικία της παραπονούμενης όταν όλα τα μέλη της οικογένειας της, εκτός από την ίδια, απουσίαζαν από το σπίτι. Για όποιον τον ρωτούσε τον σκοπό της επίσκεψης του, ο κατηγορούμενος σκέφτηκε να προβάλει ως δικαιολογία ότι χρειάστηκε maggi (ζωμό). Έτσι προφασιζόμενος ότι ήθελε maggi ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην οικία της παραπονούμενης σε χρονική στιγμή που βρισκόταν μόνο η ίδια. Προκειμένου να μπορεί να ενημερωθεί για τον ερχομό οποιουδήποτε στην οικία ενόσω αυτός θα βρισκόταν μαζί με την παραπονούμενη εντός του εν λόγω υποστατικού, ο κατηγορούμενος ανάθεσε σε άλλο άτομο να τηρεί χρέη σκοπού έξω από την οικία. Το πρόσωπο αυτό ήταν ενήμερο, προφανώς από τον κατηγορούμενο, για τη δικαιολογία που έπρεπε να πει σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός από οποιονδήποτε επισκέπτη της οικίας. Είναι γι’ αυτό που αυτό το τρίτο πρόσωπο όταν ερωτήθηκε από την γιαγιά της παραπονούμενης, η οποία ερχόταν στην οικία, ποιος ο σκοπός της παρουσίας του έξω από το συγκεκριμένο υποστατικό αυτός απάντησε ότι «περίμενε τον κατηγορούμενο να πιάσει maggi». Ο κατηγορούμενος εισήλθε στην οικία αλλά δεν ανάμενε στο σαλόνι ή στην κουζίνα της οικίας για να λάβει την maggi που υποτίθεται ότι ήθελε. Με δική του πρωτοβουλία ακολούθησε την παραπονούμενη σε υπνοδωμάτιο της οικίας της. Ήταν αυτός που έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου προφανώς για να μείνει μόνος με την παραπονούμενη. Ήταν αυτός που έπειτα κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο του μέχρι τα γόνατα του. Επίσης ήταν αυτός που στη συνέχεια κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο της παραπονούμενης μέχρι τα γόνατα της. Περαιτέρω ήταν αυτός που ήλθε από πάνω της και αφού διείσδυσε το πέος του στο γεννητικό όργανο της παραπονούμενης ολοκλήρωσε. Όλα αυτά για να διαπράξει την εγκληματική πράξη του.

 

Προκειμένου να πετύχει τον παράνομο σκοπό του ο κατηγορούμενος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη στενή συγγενική σχέση του με την οικογένεια της παραπονούμενης αλλά και τη φιλική σχέση του τόσο με τον αδελφό της όσο και με την ίδια την παραπονούμενη. Ο κατηγορούμενος είναι πρώτος εξάδελφος του πατέρα της παραπονούμενης. Κατ’ επέκταση, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο κατηγορούμενος θεωρείται θείος της παραπονούμενης και του αδελφού της. Η στενή συγγενική και φιλική σχέση που ο κατηγορούμενος είχε με την παραπονούμενη και την οικογένεια της επέτρεπε στον ίδιο να μεταβαίνει ανά πάσα στιγμή ανενόχλητος στην οικία της παραπονούμενης. Την ίδια στιγμή του επέτρεπε να διατηρεί επαφή και να βρίσκεται συχνά με την παραπονούμενη. Τα δεδομένα αυτά, με βάση το άρθρο 2 του Ν.91(Ι)/2014 που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της εν λόγω νομοθεσίας, τοποθέτησαν τον κατηγορούμενο σε θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής έναντι της παραπονούμενης. Χωρίς αμφιβολία ο κατηγορούμενος καταχράστηκε τη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας και επιρροής που είχε έναντι της παραπονούμενης, πλεονεκτήματα τα οποία εκμεταλλεύτηκε προκειμένου να πετύχει τον παράνομο σκοπό του εις βάρος της παραπονούμενης, χωρίς η τελευταία να έχει στην ουσία άλλη επιλογή από του να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση. Αυτό είναι κάτι που σαφώς χρεώνεται στον κατηγορούμενο.

 

Ένα άλλος επιβαρυντικός παράγοντας για τον κατηγορούμενο είναι ότι το αδίκημα διαπράχτηκε εις βάρος ενός ευάλωτου προσώπου. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε την ευάλωτη κατάσταση στην οποίαν βρισκόταν η παραπονούμενη προκειμένου να πετύχει τον παράνομο σκοπό του. Η ευάλωτη κατάσταση στην οποίαν βρισκόταν η παραπονούμενη δεν τον απασχόλησε ώστε να τον αποτρέψει από του να διαπράξει το αδίκημα που παραδέχτηκε. Σύμφωνα με ψυχοδιαγνωστική αξιολόγηση από κλινική ψυχολόγο στο «Σπίτι του Παιδιού», η παραπονούμενη δεν ήταν άνετη στην εκδήλωση σκέψεων και συναισθημάτων. Ήταν απόμακρη από τους γονείς της. Διέμενε μέσα σε συγκρουσιακό οικογενειακό περιβάλλον Η ψυχική υγεία της μητέρας της ήταν κλονισμένη και γι’ αυτό η παραπονούμενη ανέλαβε τη φροντίδα του μικρότερου αδελφού της. Στο παρελθόν η ίδια βίωσε προσωπικά περιστατικό βίας εναντίον της από τον μεγαλύτερο αδελφό της καθώς επίσης ήταν μάρτυρας σε διάφορα περιστατικά βίας του πατέρα της εις βάρος της μητέρας της. Στην άσχημη ψυχολογική της κατάσταση συνέτεινε και η ενημέρωση που είχε για εμπλοκή του πατέρα της σε περιστατικό σεξουαλικής φύσεως. Η παραπονούμενη είχε μελαγχολική διάθεση σε καθημερινή βάση και παρουσίαζε μειωμένο κίνητρο για συμμετοχή της σε δραστηριότητες. Διατηρούσε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η ίδια ήθελε να φύγει μακριά από τον πατέρα της και από τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ο κατηγορούμενος αγνόησε τα προβλήματα που βασάνιζαν την παραπονούμενη και προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου του.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η παρούσα υπόθεση περιβάλλεται από περιστατικά μέσα από τα οποία αναδύεται στοιχείο σοβαρότητας που τη χαρακτηρίζει. Οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος κάθε άλλο παρά την κατατάσσουν ως περίπτωση στην οποίαν θα πρέπει να της αποδοθεί η αρμόζουσα σημασία.

 

Από την άλλη, δίδουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στο λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου. Είναι νομολογημένο ότι ένας αδικοπραγούντας με λευκό ποινικό μητρώο δικαιούται να τύχει της επιείκειας του Δικαστηρίου και  στην προκειμένη περίπτωση που ισχύει ο κατηγορούμενος απολαμβάνει το ευεργέτημα αυτό (Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Αριστοδήμου v. Δημοκρατία Ποινική Έφεση 121/2017 ημερ. 21.09.17), ECLI:CY:AD:2017:D311. Είναι εις γνώση μας ότι είναι άτομο που δεν απασχόλησε ξανά τη δικαιοσύνη για οποιοδήποτε σοβαρό αδίκημα.

 

Επίσης μεγάλη βαρύτητα αποδίδουμε στην παραδοχή του κατηγορουμένου. Έχει επανειλημμένα τονιστεί μέσα από τη νομολογία ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με αποτέλεσμα να μην σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.28 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 110/2014, απόφαση ημερ. 15.06.15). Στην υπόθεση Ανδρέας Ανδρέου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 163/2015 ημερ. 11.07.16 τονίστηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι «η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να «μεταφερθεί» στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής». Το ίδιο σκεπτικό διατυπώθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Τράντα v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 8/2016 ημερ. 14.11.16.

 

Η σημασία της παραδοχής σε αυτού του είδους υποθέσεις τονίστηκε και στην πρόσφατη απόφαση Η.Ε ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 137/18 (σχ. με 50/18) ημερομηνίας 08.04.20. Όπως λέχθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση αυτή η παραδοχή «είναι ο πλέον σημαντικός μετριαστικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση της ποινής (Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28) και δη σε υποθέσεις της εξεταζόμενης φύσεως όπου, με την παραδοχή, αποφεύγεται η ψυχική ταλαιπωρία του θύματος το οποίο με τη μη παραδοχή του δράστη  υποβάλλεται σε αντεξέταση και ως εκ τούτου βιώνει εκ δευτέρου τα όσα τραυμάτισαν το σώμα και την ψυχή του.» Στην αξία της παραδοχής σε περιπτώσεις όπως την παρούσα αναφέρεται και η προγενέστερη υπόθεση Ν.Σ. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) στην οποίαν λέχθηκαν ανάμεσα σ’ άλλα:  «Πολλάκις εκφράσαμε την αξία της παραδοχής, ειδικά σε σεξουαλικά αδικήματα, όπου το θύμα δεν υποβάλλεται στη βάσανο της μαρτυρίας, κάτι που εδώ δεν ισχύει.»

 

Θα εκλάβουμε εδώ την παραδοχή του κατηγορουμένου ότι ήταν άμεση αφού επήλθε μετά τη μελέτη του μαρτυρικού υλικού από τον συνήγορο υπεράσπισης και ευθύς με την τελική διαμόρφωση του κατηγορητηρίου. Η παραδοχή στο στάδιο που έγινε συνέβαλε στο να εξοικονομηθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος και να αποφευχθεί εκ νέου σωματικός και ψυχικός τραυματισμός της παραπονούμενης με την εμφάνιση της στο Δικαστήριο για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης. Συνεπώς της αποδίδουμε τη σημασία που της αρμόζει, παρόλο ότι υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας που επιβεβαιώνει την διάπραξη του αδικήματος από τον κατηγορούμενο (γιαγιά της παραπονούμενης).

 

Ακόμη εκτιμούμε προς όφελος του κατηγορουμένου την απολογία του, όπως αυτή εκφράστηκε από τον ίδιο στην Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας κατά την ετοιμασία της έκθεσης αλλά και μεταγενέστερα ενώπιον μας από τον συνήγορο του. Επίσης προσμετρούμε προς όφελος του κατηγορουμένου το ότι ο ίδιος αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε, πράγμα που μετέφερε στην κηδεμονευτικό λειτουργό που ετοίμασε την έκθεση.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε με τη Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας για την ετοιμασία της έκθεσης. Πιστώνουμε αυτήν την θετική στάση του κατηγορουμένου απέναντι στις αρμόδιες αρχές η οποία αντιστοιχεί σε συνεργασία που οι παραβάτες, σε άλλες περιπτώσεις, επιδεικνύουν στην αστυνομία.

 

Εκλαμβάνουμε την συνεργασία που επέδειξε ο κατηγορούμενος με το Γραφείο Ευημερίας, σε συνάρτηση με την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο, την αντίληψη της σοβαρότητας του αδικήματος που διέπραξε, τον προβληματισμό του για τις επιπτώσεις που θα έχει καθώς και την απολογία του ενώπιον μας αλλά και προς την αρμόδιο λειτουργό, ως έκφραση  έμπρακτης μεταμέλειας από μέρους του, η οποία μέσω της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπεράσπισης ήταν ρητή και χωρίς περιστροφές ή προϋποθέσεις (CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.ά. ν. Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288). Προσμετρούμε προς όφελος του κατηγορουμένου τη στάση και συμπεριφορά του αυτή.

 

Καθίσταται από τώρα σαφές, πως χωρίς την συνεργασία του κατηγορουμένου με την Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, την παραδοχή του στο Δικαστήριο, την απολογία του ενώπιον μας αλλά και προς την αρμόδια λειτουργό και γενικότερα την έμπρακτη μεταμέλεια που αυτός επέδειξε, τα περιθώρια επιείκειας θα ήταν ακόμη πιο στενά.

 

Το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου είναι ένας άλλος μετριαστικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του. Ο κατηγορούμενος όταν διέπραξε το αδίκημα ήταν ανήλικος (ηλικίας 17 ετών και 3,5 μηνών περίπου), όπως ανήλικη ήταν και η παραπονούμενη (ηλικίας 13 ετών και 2 μηνών περίπου). Ως ανήλικος που είναι, για το αδίκημα που διέπραξε δυνάμει των σχετικών νομοθεσιών ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζεται με βάση τις πρόνοιες του Ν.55(Ι)/2021 στα πλαίσια διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον Δικαστηρίου Παιδιών. Είναι γεγονός ότι ο κατηγορούμενος από πολύ μικρός αντίκρυσε τη σκληρή πλευρά της ζωής αφού αντίς να απολαμβάνει ανέμελα τα παιδικά του χρόνια αναγκάστηκε να ριχτεί στη βιοπάλη παρά την περιορισμένη αναπηρία που παρουσιάζει (περιορισμένες κινήσεις σε τρία από τα πέντε δάχτυλα του) βοηθώντας τον πατέρα του στο βιοποριστικό του επάγγελμα λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει.

 

Παράλληλα αποδίδουμε τη συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου στο νεαρό της ηλικίας του. Την ίδια στιγμή το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν απασχόλησε τη δικαιοσύνη στο παρελθόν σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο του μας επιτρέπει να θεωρήσουμε και εκλαμβάνουμε το συγκεκριμένο περιστατικό ως μεμονωμένο.

 

Επιπλέον δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι για την διάπραξη του αδικήματος δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε βία εναντίον της παραπονούμενης και ούτε προκλήθηκε φόβος σ’ αυτήν. Ο κατηγορούμενος προχώρησε στην παράνομη πράξη του χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια και δίχως είτε να πει οτιδήποτε είτε να προβεί σε οποιαδήποτε παράσταση που θα προκαλούσε φόβο στην παραπονούμενη.

 

Επίσης δεν παραγνωρίζουμε το ότι από την παράνομη συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν προκλήθηκαν επιπτώσεις στη σωματική και/ή ψυχική υγεία της παραπονούμενης. Αυτό διαπιστώνεται από τα συμπεράσματα της κλινικής ψυχολόγου Δρ. Λοΐζου μέσα από τη ψυχοδιαγνωστική αξιολόγηση που έκανε στην παραπονούμενη, τα οποία έχουμε μελετήσει με προσοχή. Η απουσία καταλοίπων στην παραπονούμενη συνεπεία της παράνομης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου επιβεβαιώθηκε και από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής κατόπιν σχετικής δήλωσης της στα πλαίσια διευκρινιστικής ερώτησης του Δικαστηρίου.            

 

Περαιτέρω δεχόμαστε όλες τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορουμένου που καταγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, καθώς και συμπληρωματικά αυτά που έχουν αναφερθεί από τον συνήγορο υπεράσπισης στην αγόρευση του, οι οποίες δεν έχουν αμφισβητηθεί από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής.

 

Την ίδια στιγμή όμως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τη θέση του κυρίου Νεοφύτου ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του κατηγορουμένου θα πρέπει να αποτελέσει ελαφρυντικό παράγοντα. Με κάθε σεβασμό στον ευπαίδευτο συνήγορο, η θέση του αυτή δεν έχει έρεισμα στην παρούσα υπόθεση. Έχει προηγουμένως αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος έδρασε στοχευμένα εις βάρος της παραπονούμενης προβαίνοντας σε διάφορες προσεκτικές και μεθοδευμένες κινήσεις. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλείται δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην προσχεδιασμένη συμπεριφορά που επέδειξε ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη του αδικήματος που παραδέχτηκε.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιβολή ποινής είναι λεπτό και συνάμα δύσκολο και πολυδιάστατο δικαστικό έργο, το οποίο, όπως ήδη λέχθηκε, απαιτεί βαθύ προβληματισμό για εξατομίκευση της μέσα από εκτίμηση δεδομένων, των γεγονότων που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, προσωπικών συνθηκών του κατηγορουμένου, επιβαρυντικών και ελαφρυντικών παραγόντων της υπόθεσης, χωρίς να παραγνωρίζεται ο σκοπός του νομοθέτη στη θέσπιση των υπό κρίση αδικημάτων και τη Νομολογία επί του θέματος (Αντωνίου v. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 74/2020 ημερ. 31.07.20). Να σημειωθεί ότι σήμερα που θα του επιβληθεί ποινή ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας 18 ετών και 4 μηνών περίπου.

 

Το Δικαστήριο Παιδιών δύναται να επιβάλει στον κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές (άρθρο 88 του Ν.51(Ι)/2021): 

(α)            Επίπληξη του παιδιού,

(β)            επιβολή προστίμου,

(γ)            επιβολή καταβολής των εξόδων ή/και ειδικές αποζημιώσεις στο θύμα από το παιδί,

(δ)            διάταγμα που υποχρεώνει τους ασκώντες τη γονική μέριμνα αυτού να καταβάλει αποζημίωση στο θύμα,

(ε)             διάταγμα γονικής επιτήρησης,

(στ)          διάταγμα κοινοτικής επιτήρησης,

(ζ)             διάταγμα κράτησης σε χώρο κράτησης παιδιών,

(η)            αναστολή ποινής κράτησης,

(θ)            διάταγμα παρακολούθησης με ηλεκτρονικό βραχιόλι,

(ι)             διάταγμα υποχρεωτικής συνεργασίας του παιδιού με οποιαδήποτε δημόσια αρχή,

(ια)           διάταγμα θεραπείας σε κέντρο θεραπείας ουσιοεξάρτησης αδειοδοτημένο από την Αρχή Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων Κύπρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Θεραπείας Κατηγορούμενων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Νόμου.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ένα από τα είδη ποινής που προβλέπεται στην ειδική νομοθεσία παιδιών που έχουν καταδικαστεί για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων είναι αυτή της κράτησης. Παρόλα αυτά μας έχει προβληματίσει κατά πόσο η ποινή κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις επιλογές που η νομοθεσία παρέχει. Με λίγα λόγια αν το εν λόγω είδος ποινής μπορεί εδώ να είναι εφαρμόσιμο.

 

Με βάση το άρθρο 119(4) του Ν.55(Ι)/2021, σε περίπτωση επιβολής ποινής κράτησης ο κατηγορούμενος κρατείται σε χώρο κράτησης παιδιών. Το άρθρο 2 που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της εν λόγω νομοθεσίας ορίζει ως τέτοιο:

«ειδικό χώρο κράτησης εκτός φυλακών, ο οποίος ορίζεται από τον Υπουργό, είναι ειδικά προσαρμοσμένος για την κράτηση παιδιών, διασφαλίζει την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών, ανεξάρτητα από τον περιορισμό της προσωπικής τους ελευθερίας και πληροί τις προδιαγραφές και προϋποθέσεις που καθορίζονται σε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 127.»

 

Παρά τα πιο πάνω, με την πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (4) του άρθρου 119, προτού αυτή τροποποιηθεί, για περίοδο ενός έτους από την έναρξη ισχύος της εν λόγω νομοθεσίας ο κατηγορούμενος θα κρατείτο σε ειδικό χώρο κράτησης εντός των φυλακών. Ακολούθησε τροποποίηση της πρώτης επιφύλαξης του άρθρου 119(4) με τον τροποποιητικό νόμο 36(Ι)/2024. Με την τροποποίηση αυτή που θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 03.04.24 ο κατηγορούμενος κρατείται σε ειδικό χώρο κράτησης εντός των φυλακών μέχρι την 01.01.26. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία χώρος κράτησης παιδιών ορίζεται ειδικός χώρος εντός των φυλακών που θα τηρεί βασικές αρχές οι οποίες καθορίζονται νομοθετικά από το Ν.55(Ι)/2021.

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω παραπέμπουμε στην πρώτη και τρίτη επιφύλαξη του εδαφίου (4) του άρθρου 119, οι νέες διατάξεις των οποίων ενσωματώθηκαν στο κείμενο της νομοθεσίας με τον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο. Ειδικότερα, αναφορικά με την πρώτη επιφύλαξη εισήχθηκε νέα πρόνοια εις αντικατάσταση της αρχικής, ενώ προστέθηκε εξ ολοκλήρου τρίτη επιφύλαξη. Για καλύτερη αντίληψη του ζητήματος παραθέτω αυτούσιες τις πρόνοιες της πρώτης και τρίτης επιφύλαξης του εδαφίου (4) του άρθρου 119:

«Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου και μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2026, θα αποτελεί ικανοποιητική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το παιδί θα κρατείται σε ειδικό χώρο κράτησης εντός των φυλακών:  - [1η επιφύλαξη]

 

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, κατά την κράτηση παιδιών σε ειδικό χώρο κράτησης εντός των φυλακών εφαρμόζονται οι βασικές αρχές κράτησης παιδιών οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 123.» -                [3η επιφύλαξη].

 

Να σημειωθεί ότι η δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (4) του άρθρου 119 παρέμεινε ως είχε. Οι πρόνοιες της δεύτερης επιφύλαξης έχουν ως εξής:

«Νοείται περαιτέρω ότι, παιδί δεν κρατείται μαζί με οποιοδήποτε ενήλικο πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος της ηλικίας του: »

 

[η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Συνεπώς μέχρι την 01.01.26 χώρος κράτησης παιδιού ορίζεται ένας ειδικός χώρος εντός των Κεντρικών Φυλακών εφόσον σ’ αυτόν δεν θα βρίσκονται άτομα που έχουν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους και νοουμένου ότι τηρούνται οι βασικές αρχές κράτησης παιδιού οι οποίες υποδεικνύονται μέσα από το άρθρο 123 του Ν.55(Ι)/2021. Οι πρόνοιες της δεύτερης επιφύλαξης πρέπει να διαβάζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 123(1)(ιδ) του Ν.55(Ι)/2021, οι οποίες προνοούν ότι:

«(ιδ)     παιδί που έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος της ηλικίας του, ενώ βρίσκεται υπό κράτηση, δεν μεταφέρεται αυτόματα σε φυλακή, παρά μόνο μετά από αξιολόγηση της περίπτωσής του και μόνο εάν η συνέχιση της κράτησής του σε χώρο κράτησης παιδιών συγκρούεται με το δικό του συμφέρον ή/και με το συμφέρον των παιδιών που βρίσκονται στο χώρο κράτησης.»

 

[η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Προσεκτική μελέτη των διατάξεων του άρθρου 123(1)(ιδ) καθιστά αντιληπτό ότι καλύπτει την περίπτωση που ανήλικος κρατείται σε χώρο κράτησης παιδιών και ενόσω βρίσκεται κρατούμενος ενηλικιώνεται συμπληρώνοντας το 21ο έτος της ηλικίας του. Τότε η μετακίνηση του εξαρτάται από τις παραμέτρους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο εδάφιο. Οι πρόνοιες του εν λόγω εδαφίου δεν καλύπτουν περιπτώσεις που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του Ν.55(Ι)/2021, όπως αυτό καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 4 της εν λόγω νομοθεσίας.

 

Στην παρούσα υπόθεση μας παρουσιάστηκε επιστολή ημερ. 18.02.25 του Τμήματος Φυλακών προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που κατατέθηκε ως Τεκμήριο ‘Β’. Με βάση το περιεχόμενο της σημειώνεται ότι στις Κεντρικές Φυλακές «υπάρχει ξεχωριστή Πτέρυγα κράτησης νεαρών αντρών κρατουμένων, ηλικίας 16-21 ετών». Αυτή η αναφορά είναι πολύ γενική και ασαφής αφού δεν διευκρινίζεται κατά τρόπο σαφή ότι αποκλείονται περιπτώσεις κράτησης προσώπων ηλικίας 21 ετών που είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του Ν.55(Ι)/2021. Η γενική αναφορά που υπάρχει στην επιστολή ότι τηρούνται οι βασικές αρχές κράτησης παιδιών που καθορίζονται στο άρθρο 123 του Ν.55(Ι)/2021 δεν είναι αρκετή αφού δεν ξεκαθαρίζει ότι οι περιπτώσεις προσώπων ηλικίας 21 ετών που κρατούνται στην πτέρυγα κράτησης παιδιών είναι όλες στις οποίες οι ανήλικοι κρατούνται σε χώρο κράτησης παιδιών και ενόσω βρίσκονταν κρατούμενοι είχαν συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους.

 

Επιπρόσθετα μας έχει προβληματίσει η αναφορά στην επιστολή ότι «καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την ξεχωριστή διαβίωση των νεαρών κρατουμένων». Η αναφορά αυτή καταδεικνύει ότι δεν διασφαλίζεται ξεχωριστή διαβίωση των νεαρών κρατουμένων στην πτέρυγα αυτή, ως απαιτούν οι πρόνοιες του Ν.55(Ι)/2021. Η απλή καταβολή προσπάθειας δεν είναι αρκετή για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που επιβάλλει η ειδική νομοθεσία για τα παιδιά.

 

Τα πράγματα ενδεχομένως να ήταν διαφορετικά αν στην εν λόγω επιστολή δηλωνόταν ρητά κατά τρόπο που το περιεχόμενο της να μην τελεί υπό αμφιβολία ή να μην επιδέχεται διαφορετικής ερμηνείας ότι στις Κεντρικές Φυλακές υπάρχει ειδικός χώρος κράτησης παιδιών σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.55(Ι)/2021.

 

Ύψιστη υποχρέωση του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίσει το συμφέρον του παιδιού με την αυστηρή τήρηση των προνοιών του Ν.55(Ι)/2021. Οτιδήποτε παρεκκλίνει από την πιστή εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω ειδικής νομοθεσίας θέτει σε κίνδυνο τον σκοπό θέσπισης της.

 

Μετά από πολλή μελέτη και περίσκεψη και αφού λάβαμε υπόψη την ηλικία του κατηγορουμένου, τις προσωπικές συνθήκες του, τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και γενικά τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες, καταλήξαμε ότι μόνη κατάλληλη και αρμόζουσα ποινή θα ήταν αυτή της κράτησης. Καταλήξαμε στην ποινή της κράτησης ως έσχατο μέτρο και αφού πρώτα εξετάσαμε τη δυνατότητα επιβολής όλων των άλλων ειδών ποινής που προβλέπονται από τον Ν.55(Ι)/2021 και αποφασίσαμε ότι οποιαδήποτε από αυτές θα ήταν αναμφίβολα ακατάλληλη, ανεπαρκής και αναποτελεσματική (άρθρο 119(2)(α) & (β) Ν.55(Ι)/2021) αφού θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα μη εξυπηρετώντας τον σκοπό της αποτροπής του ιδίου του κατηγορουμένου και άλλων επίδοξων παραβατών με γνώμονα ότι πρόκειται για αδικήματα σοβαρής φύσεως που διαπράττονται με ιδιαίτερα ανησυχητική συχνότητα.

 

Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Ν.55(Ι)/2021 και τα όσα καταγράφονται στην επιστολή των Κεντρικών Φυλακών (Τεκμήριο ’Β’), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στο παρόν Δικαστήριο να επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή κράτησης. Παράλληλα κρίναμε ότι αναφορά στις κατευθυντήριες γραμμές επιβολής ποινής που ισχύουν στην Αγγλία (Sentencing Guidelines, Sexual Offences Definitive Guideline, Blackstone's CriminalPractice 2019, Rules and Guidelines) οι οποίες έτυχαν χρήσης από τα Κυπριακά Δικαστήρια, δεν θα εξυπηρετούσε σε οτιδήποτε επειδή κυρίως είναι βοηθητικές σε ότι αφορά το ύψος της ποινής κράτησης που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο.

 

Απόρροια της πιο πάνω διαπίστωσης είναι ότι θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο επιβολής ποινής άλλης από αυτήν της κράτησης του κατηγορουμένου.

 

Ανατρέξαμε συνεπώς, εκ νέου στις ποινές που δύναται να επιβάλει το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.55(Ι)/2021. Επίσης προσμετρήσαμε ξανά την ηλικία του κατηγορουμένου, τις προσωπικές συνθήκες του, τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και γενικά όλους τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας κατά νου την αρχή της συνολικότητας και της αναλογικότητας, κρίνεται ότι ενδείκνυται, υπό τις περιστάσεις, η έκδοση σχετικού Διατάγματος Κοινοτικής Επιτήρησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.55(Ι)/2021. Συνακόλουθα εκδίδεται Διάταγμα Κοινοτικής Επιτήρησης του κατηγορουμένου.

 

Το Διάταγμα αυτό θα ισχύει για περίοδο τριών (3) ετών από σήμερα, κατά τη διάρκεια της ισχύος του οποίου ο κατηγορούμενος διατάζεται όπως:

(α)       Τελεί υπό επιτήρηση αρμοδίου για τον σκοπό αυτό κηδεμονευτικού λειτουργού.

(β)       Διαμένει στην ίδια οικία μαζί με τους γονείς του στην περιοχή που έχει δηλωθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήτοι στην κοινότητα χχχχχχχχχχχ της επαρχίας Πάφου.

(γ)        Σε περίπτωση αλλαγής περιοχής διαμονής να ειδοποιεί 15 τουλάχιστον ημέρες προηγουμένως τον κηδεμονευτικό λειτουργό υπό την επιτήρηση του οποίου ο κατηγορούμενος τίθεται.

(δ)        Παρουσιάζεται και/ή επικοινωνεί με τον κηδεμονευτικό λειτουργό σύμφωνα με τις οδηγίες αυτού.

(ε)        Συμμορφώνεται και να συνεργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που ισχύει το διάταγμα με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του κηδεμονευτικού λειτουργού τις οποίες αυτός θεωρεί αναγκαίες για τη διασφάλιση της καλής του διαγωγής και της αποτροπής επανάληψης ή διάπραξης οποιουδήποτε αδικήματος.

(στ)      Ο κηδεμονευτικός λειτουργός θα επισκέπτεται και θα λαμβάνει αναφορά από τον κατηγορούμενο κάθε μήνα και θα υποβάλλει στο Δικαστήριο Έκθεση Προόδου αναφορικά με την τήρηση και εφαρμογή του διατάγματος κάθε έξι (6) μήνες.

(ζ)        Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του διατάγματος ή δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και/ή οδηγίες του κηδεμονευτικού λειτουργού, το Δικαστήριο να ενημερωθεί αμέσως με σχετική έκθεση του κηδεμονευτικού λειτουργού.   

 

Εφόσον στην παρούσα υπόθεση δεν μας έχει αναφερθεί ότι έχουν δημιουργηθεί έξοδα, εκλαμβάνουμε ότι δεν υφίσταται τέτοιο ζήτημα.

 

Οι περιοριστικοί όροι παύουν αμέσως να ισχύουν. Το δε διάταγμα που εκδόθηκε στις 28.06.24 επίσης παύει αμέσως να ισχύει.

 

Αντίγραφο του παρόντος Διατάγματος Κοινοτικής Επιτήρησης να αποσταλεί από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Πάφου.

 

(Υπ.) …..………………………………

                                                                       Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

 

                                                                       (Υπ.) ….….……………………………

                                                                                    Χρ. Χατζηγεωργίου, Α.Ε.Δ.

                            

 

                                                            (Υπ.) …………………………………..

                                                                                    Σ. Συμεού, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο