ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ ν. Κ. Π., Αρ. Υπόθεσης: 1015/2024, 7/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ ν. Κ. Π., Αρ. Υπόθεσης: 1015/2024, 7/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1015/2024

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ

v

Κ. Π.

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 07/05/2025

 

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Σ. Σοφοκλέους

Για τον Κατηγορούμενο: κος Θ. Παπαβασιλείου 

Κατηγορούμενος παρών

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η    Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.   Εισαγωγή

Αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης απόφασης είναι η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι το άρθρο 10(1) του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 είναι αντισυνταγματικό.

 

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις ακόλουθες κατηγορίες στην βάση του παρόντος κατηγορητηρίου:

·         Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια αλκοόλης κατά παράβαση των άρθρων 2, 5 και 11 του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86∙ και

·         Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου κατά παράβαση των άρθρων 2, 3 και 40 των Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμος 96(1)/2000.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος στις 27/11/2021, στην λεωφόρο Ακάμαντος στην Πόλη Χρυσοχούς της Επαρχίας Πάφου, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμούς εγγραφής [  ], αφού κατανάλωσε τέτοια ποσότητα αλκοόλης, ώστε η αναλογία αλκοόλης στο αίμα του, υπερέβαινε το καθορισμένο όριο, δηλαδή είχε 98 χιλιοστά αντί 50 χιλιοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε κάθε 100 χιλιοστά του λίτρου αίμα.

 

Πριν να απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, ο συνήγορος του  υπέβαλε αίτημα όπως η Κατηγορούσα Αρχή του παράσχει περαιτέρω και καλύτερες πληροφορίες κατά ποσόν στηρίζονται στο άρθρο 10(1) του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 προς απόδειξη της πρώτης κατηγορίας.

 

Όταν ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής απάντησε θετικά στο προαναφερόμενο ερώτημα του συνηγόρου Υπεράσπισης, ο τελευταίος έθεσε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 10(1) του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86, καλώντας το Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτό πριν να απαντήσει ο Κατηγορούμενος στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

Η θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης είναι ότι το άρθρο 10(1) δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ότι η ποσότητα αλκοόλης στον οδηγό κατά τον χρόνο της οδήγησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη του αποτελέσματος της εργαστηριακής εξέτασης του δείγματος αίματος/ εκπνοής.  Σύμφωνα με την θέση της υπεράσπισης, από το λεκτικό του άρθρου 10(1) διαφαίνεται ότι δεν επιτρέπεται προσκόμιση μαρτυρίας που να υποστηρίζει ότι κατά τον χρόνο της οδήγησης η ποσότητα αλκοόλης στον οργανισμό του οδηγού ήταν μικρότερή, και ενδεχομένως εντός του καθορισμένου από τον Νόμο ορίου, και αυτό παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας του Κατηγορούμενου και το δικαίωμα του σε δίκαια δίκη.

 

Β.   Εξέταση ζητήματος Αντισυνταγματικότητας

Το Άρθρο 144(1) του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022, Ν.103(Ι)/2022, προνοεί ότι κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για τη διάγνωση της εκκρεμούσης ενώπιον του δικαστηρίου υπόθεσης.

 

Το Άρθρο 144(2) ρυθμίζει την παραπομπή από Επαρχιακό Δικαστήριο ζητήματος αντισυνταγματικότητας προς εκδίκαση από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ως ακολούθως:

 

 «Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3)».

 

Όπως αποφασίστηκε από το Εφετείο στην Σωτήρης Ιωάννου ν Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 43/18, ημερομηνίας 13/9/2023:

 

«Προκύπτει από την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου (2) και ειδικά από τη χρήση της λέξης «δύναται» ότι δεν είναι αναγκαστική η παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, οιουδήποτε ζητήματος συνταγματικότητας νόμου τεθεί σε δικαστική διαδικασία. Αντιθέτως η παραπομπή ακόμη και ουσιώδους για τη διαδικασία ζητήματος, επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τίθεται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα.

 

Θεωρούμε ότι η ουσία της τροποποίησης του Άρθρου 144 του Συντάγματος δεν είναι να παραπέμπονται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρονται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο ….»

 

Σχετική επί του θέματος είναι επίσης η υπόθεση Δ.Σ.Δ. ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 271/2022, ημερομηνίας 20/12/2023.

 

Γ.    Εκτίμηση Δικαστηρίου

Ο Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος προβλέπει τον τρόπο που μπορεί να αποδειχθεί σε δικαστήριο η ποσότητα αλκοόλης που περιέχεται στην εκπνοή ή στο αίμα προσώπου που κατηγορείται με το αντίστοιχο αδίκημα. Το άρθρο 10(1) προνοεί τι λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς απόδειξης της παραβίασης του άρθρου 5 και το άρθρο 11 προβλέπει τις επιβαλλόμενες ποινές εάν ένα πρόσωπο διαπιστώνεται ότι έχει διαπράξει το εν λόγω αδίκημα. Το άρθρο 10(1) έχει ως ακολούθως:

 

«Διά σκοπούς αποδείξεως αναφορικώς προς την ποσότητα αλκοόλης ήτις περιείχετο εις την εκπνοήν ή το αίμα προσώπου το οποίον κατηγορείται διά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου, θα λαμβάνεται υπ’ όψιν η ποσότης αλκοόλης ήτις περιείχετο εις το δείγμα εκπνοής ή αίματος, το παρασχεθέν υπ’ αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα θεωρήται δε, διά σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ότι η ποσότης αλκοόλης ήτις περιείχετο εις την εκπνοήν ή το αίμα του κατηγορουμένου κατά τον χρόνον καθ’ ον ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση δεν ήτο μικροτέρα της ποσότητος αλκοόλης ήτις περιείχετο εις το υπ’ αυτού παρασχεθέν δείγμα εκπνοής ή αίματος».

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Βίκτωρας Τιμοθέου ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 24/2012, (2012) 2 ΑΑΔ 671: «Το Άρθρο 10(1) προβλέπει ότι η ποσότητα αλκοόλης η οποία περιέχεται στο δείγμα που δόθηκε δυνάμει του Νόμου, θα θεωρείται για σκοπούς του Νόμου ότι η ποσότητα κατά το χρόνο οδήγησης, δεν ήταν μικρότερη της ποσότητας που περιείχε το δείγμα που δόθηκε από το κατηγορούμενο πρόσωπο. Περαιτέρω το Άρθρο 10(3)(α) του ιδίου Νόμου, προβλέπει ότι «το έντυπο αποτέλεσμα» που παράγεται αυτόματα από τη συσκευή με την οποία διενεργείται η τελική εξέταση δείγματος εκπνοής, συνοδευόμενο από «πιστοποίηση» επί του εντύπου από τον αστυνομικό, ότι το έντυπο είναι σχετικό προς το δείγμα εκπνοής που δόθηκε κατά τον επίδικο χρόνο από το κατηγορούμενο πρόσωπο. Το πιο πάνω έντυπο αποτέλεσμα και πιστοποίηση μπορούν, δυνάμει του Άρθρου 10(4), να γίνουν αποδεχτά από το Δικαστήριο, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να παρουσιαστεί ο ίδιος ο αστυνομικός που τα εξέδωσε. Όμως το Δικαστήριο έχει εξουσία να αρνηθεί την κατάθεση του σχετικού εντύπου, σε περίπτωση που το κατηγορούμενο πρόσωπο, τουλάχιστον τρεις μέρες πριν την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, επιδώσει στην Κατηγορούσα Αρχή ειδοποίηση, με την οποία να ζητείται η προσωπική παρουσία στο Δικαστήριο του Αστυνομικού που υπέγραψε το πιστοποιητικό ή άλλο έντυπο».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 10(1) εδράζεται στο ότι ως ο ίδιος ερμηνεύει το σχετικό άρθρο δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο. Κατά την θέση του, λόγω του αμάχητου τεκμήριου που δημιουργείται, δεν θα μπορεί ο Κατηγορούμενος να προσκομίσει μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι κατά τον χρόνο που οδηγούσε δεν βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης ή ότι το αποτέλεσμα στο δείγμα αίματος του επηρεάστηκε λόγω της ιατρικής κατάστασης του Κατηγορούμενου, ο οποίος βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, και της λήψης ιατροφαρμακευτικής αγωγής. Η δημιουργία ενός τέτοιου τεκμηρίου, ως εισηγείται, είναι αντισυνταγματική, παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας και του δικαιώματος του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη.

 

Όπως έχει νομολογηθεί, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεση (in concreto) (βλ. Παπανδρέα Αθανάση ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 45/2014, ημερ. 5.10.2016 και Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, 15/12/2017).

 

Έρχομαι στο άρθρο 10(1) του Περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου, Ν. 174/86, και στον ισχυρισμό του κ. Παπαβασιλείου περί δημιουργίας αμάχητου τεκμηρίου. 

 

Δεν με βρίσκει σύμφωνη η εισήγηση του ότι δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο, και εξηγώ.

 

Το άρθρο 10(1) του Νόμου προβλέπει ότι για σκοπούς απόδειξης της ποσότητας αλκοόλης που περιέχεται στην εκπνοή ή στο αίμα προσώπου που κατηγορείται στην βάση του άρθρου 5 του Νόμου, θα λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα αλκοόλης που περιέχεται στο δείγμα εκπνοής ή αίματος, και θα θεωρείται ότι κατά τον χρόνο οδήγησης από τον Κατηγορούμενο η ποσότητα αλκοόλης δεν θα ήταν μικρότερη από το αποτέλεσμα των εξετάσεων.

 

Δεν προβλέπεται από την διατύπωση του άρθρου ότι το μόνο που χρειάζεται για να στοιχειοθετηθεί το σχετικό αδίκημα είναι τα εργαστηριακά αποτελέσματα στην εκπνοή ή στο αίμα του κατηγορούμενου. Επομένως δεν δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο ως είναι η εισήγηση του κου Παπαβασιλείου. Επιπλέον το άρθρο 10(2) του Νόμου προβλέπει δύο περιπτώσεις όπου το άρθρο 10(1) δεν εφαρμόζεται. Δεν παραβλέπω επίσης ότι στο άρθρο 10(2) δεν προβλέπεται ότι μόνο στις δύο εξαιρέσεις που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται το άρθρο 10(1).

 

 Άλλωστε η δημιουργία τεκμηρίου, δεν είναι ούτε αντισυνταγματική ούτε είναι αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Case of Radio France and others v France, Application no. 53984/00, 30/03/2004, παρα. 24).

 

Όπως έχει νομολογηθεί σε ποινικές υποθέσεις η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου δεν μπορεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να μεταθέτει το βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο.  Στην υπόθεση Σκούλλου Αυγουστίνος ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζει ότι δεν αποκλείεται, εκ προοιμίου, η καθιέρωση από το νόμο μαχητών τεκμηρίων ή η εναπόθεση αποδεικτικού βάρους στον κατηγορούμενο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά περιορίζονται σε λογικά πλαίσια, τα οποία δεν αντιμάχονται το τεκμήριο της αθωότητος του κατηγορουμένου - (βλ., μεταξύ άλλων, Salabiaku v. France [1988] 13 EHRR 379· H. v. UK App No 15023/89 (4 April 1990, unreported)· Bates v. UK App No 26280/95 (16 January 1996, unreported).

 

Αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων γίνεται στην πολύ πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην R. v. DPP, ex p Kebeline [1999] 4 All E.R. 801.

 

Άποψή μας είναι ότι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου μπορεί να συμβιβασθεί με το θεμελιώδες τεκμήριο της αθωότητος, εφόσον  -

 

(α) τα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την απόδειξη γεγονότων, συναρτώνται άμεσα και αποτελούν φυσιολογικό επακόλουθο των γεγονότων αυτών οπόταν, με την καθιέρωσή τους, ιχνηλατείται αυτό που φυσιολογικά προκύπτει και όχι ανεξάρτητο μη τεκμηριωθέν γεγονός·

 

(β) το αποδεικτικό βάρος, το οποίο εναποτίθεται στον κατηγορούμενο για την απόσεισή τους (των επίμαχων συμπερασμάτων), δεν εκτείνεται πέραν της δημιουργίας λογικής αμφιβολίας για την ύπαρξη των φυσιολογικών επακόλουθων· και

 

(γ) το βάρος απόδειξης της κατηγορίας - (το αποδεικτικό βάρος) - παραμένει στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης και δε μετατίθεται, με τη δημιουργία μαχητού τεκμηρίου, οποιοδήποτε μέρος του».

 

Στην υπό εξέταση νομοθετική πρόνοια, κρίνω ότι δημιουργείται μαχητό τεκμήριο, το οποίο μπορεί να αντικρουστεί με κατάλληλη μαρτυρία. Η δημιουργία μαχητών τεκμηρίων δεν μεταθέτει το νομικό βάρος στον Κατηγορούμενο, αλλά του δίδει την ευκαιρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ.  Σκούλλου ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 87, Μαυρικίου ν Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359 και Emegoakor v Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 31).

 

Επομένως η Υπεράσπιση, έχει κάθε δικαίωμα, αν αυτή επιθυμεί, να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία ως προς το κατά πόσον το αποτέλεσμα στο δείγμα αίματος του Κατηγορούμενου επηρεάστηκε λόγω κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών ή λόγω λήψης φαρμακευτικής αγωγής που λάμβανε ο Κατηγορούμενος λόγω του ότι βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση. Αν η Υπεράσπιση κατορθώσει να το αποσείσει, το μαχητό τεκμήριο θα θεωρείται ότι ουδέποτε ενεργοποιήθηκε (βλ. Παναγιώτου ν Φουρνίδου (2012) 2 ΑΑΔ 916), με την Κατηγορούσα Αρχή να βαρύνεται με απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του κου Παπαβασιλείου περί δημιουργίας αμάχητου τεκμηρίου, έχει εκλείψει η βάση που στηρίζει την εισήγηση της η Υπεράσπιση περί αντισυνταγματικότητας. Ως εκ των ανωτέρω δεν παραμένει οποιοδήποτε θέμα προς εξέταση.

 

Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, δεν τίθεται θέμα άσκησης της διακριτικής μου ευχέρειας για παραπομπή του ζητήματος ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο