
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση Προσωποκράτησης αρ. 132/2025
Αναφορικά με τον Δ. Σ. και τον Τ. Σ. και την αίτηση της Αστυνομίας ημερομηνίας 06.06.2025 για προσωποκράτηση (ανανέωση)
____________
Ημερομηνία: 06 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Αστυνομία
Ν. Χρήστου, για τον ύποπτο 1
Η. Σατολιάς, για τον ύποπτο 2
Ύποπτοι 1 και 2: παρόντες
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
1. Με αίτηση της Αστυνομίας που υποβάλλεται μέσω του Ανώτερου Υπαστυνόμου Μ. Νικολάου, η Αστυνομία ζητά την κράτηση των φερόμενων ως ύποπτων, που κατονομάζονται στην αίτηση, για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση:
· Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος [άρθρα 371, 20 ΠΚ]
· Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις [άρθρα 298, 20 ΠΚ]
· Κατάρτιση και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου [άρθρα 339, 340, 20 ΠΚ]
· Διενέργεια εράνου χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή [άρθρο 18 περί διενέργειας εράνων νόμος του 2014, άρθρο 20 ΠΚ]
· Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [ν.188(Ι)/2007]
· Παράνομη κατοχή περιουσίας [άρθρο 309 ΠΚ]
2. Η αίτηση υποστηρίζεται από τον όρκο του Αστ.2970 Μ. Ματθαίου, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σε έγγραφη μορφή, υιοθετήθηκε, και συνιστά το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, μαζί με τις απαντήσεις που έδωσε ο μάρτυρας κατά την αντεξέτασή του από τους συνηγόρους των δύο υπόπτων, ως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας.
3. Έχω ακούσει επίσης την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εκτενώς σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα.
Νομικές αρχές
4. Όπως προκύπτει από τον νόμο[1] αλλά και τη νομολογία, ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[2].
5. Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου. Τέτοια διατάγματα πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ύποπτου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων είναι οι εξής[3]:
(i) υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα·
(ii) η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του·
(iii) οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη· και
(iv) η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων
Όταν η αίτηση αφορά παράταση του χρόνου κράτησης, τα ζητήματα που τίθενται είναι: κατά πόσον ο διαρρεύσας χρόνος αξιοποιήθηκε δεόντως από την Αστυνομία, για τη διερεύνηση των αδικημάτων, και κατά πόσον η παράταση της κράτησης κρίνεται ευλόγως αναγκαία για την περαιτέρω διερεύνηση.
6. Οι προαναφερόμενες αρχές αποτελούν προϋποθέσεις τη συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύει η Αστυνομία, σωρευτικά.
7. Όσον αφορά το «εύλογο» της υπόνοιας ή υποψίας, η τελική απόφαση συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας, τέτοιων, που να τείνουν, κατά λογική προέκταση, να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά. Δεν αξιολογούνται στο στάδιο αυτό η μαρτυρία, ως προς την αποδεικτική της αξία ή την δραστικότητά της[4]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να αποδεικνύει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτε μαρτυρία που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση του ύποπτου με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο λόγος είναι περί εύλογης υπόνοιας ή υποψίας, όπου υπόνοια και υποψία χρησιμοποιούνται, για τους σκοπούς της διαδικασίας, ως συνώνυμες. Η υπόνοια, για να είναι «εύλογη», δεν θα πρέπει να είναι εντελώς θεωρητική ή υποθετική, αλλά να είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο. Πρέπει να εξισορροπηθεί, από τη μια, η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να δοθεί λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα.
8. Οι γενικές αρχές στις οποίες αναφέρεται και η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 5 § 1, κατ’ επέκταση και αυτές με βάση τις οποίες ερμηνεύεται το εγχώριο Σύνταγμα, είναι η αρχή του κράτους δικαίου και, σε συνάρτηση με αυτήν, της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας από την αυθαιρεσία που είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος του άρθρου 5 ΕΣΔΑ[5]. Η έννοια της αυθαιρεσίας ποικίλλει, ανάλογα με το είδος της κράτησης που εμπλέκεται. Μπορεί να προκύψει αυθαιρεσία όταν υπήρξε στοιχείο κακής πίστης ή εξαπάτηση εκ μέρους των αρχών· όπου η εντολή κράτησης και η εκτέλεση της κράτησης δεν συμμορφωνόταν πραγματικά με τον σκοπό των περιορισμών που επιτρέπονται από τη σχετική υποπαράγραφο του άρθρου 5 § 1· ακόμα και όπου δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας[6]. Ο περιορισμός που επιτρέπεται υπό το άρθρο 5 § 1 (γ) ΕΣΔΑ, και αντίστοιχα από το άρθρο 11 § 2 (γ) του Συντάγματος, που περιλαμβάνει και την προσωποκράτηση για σκοπούς διευκόλυνσης των ανακρίσεων, δεν προϋποθέτει η αστυνομία να έχει στοιχεία με βαθμό επάρκειας τέτοια, για να απαγγείλει και κατηγορίες[7]. Εάν είχε τέτοια στοιχεία, δεν θα χρειάζονταν τη διερεύνηση. Θα πρέπει οπωσδήποτε, όμως, να έχει επαρκή στοιχεία για σκοπούς διερεύνησης. Η επάρκεια για σκοπούς διερεύνησης συνυφαίνεται ακριβώς με την αναγκαιότητα η υποψία ή υπόνοια για την εμπλοκή του υπόπτου στη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων να είναι «εύλογη» (reasonable). Το αντικείμενο της ανάκρισης, κατά τη διάρκεια της αιτούμενης κράτησης, νοείται, είναι ακριβώς η προώθηση της εγκληματολογικής έρευνας μέσω της επιβεβαίωσης ή της διάλυσης της συγκεκριμένης υποψίας που στηρίζει τη σύλληψη[8]. Το «εύλογο» της υποψίας στην οποία πρέπει να βασίζεται μια σύλληψη, κατ’ επέκταση και η προσωποκράτηση για σκοπούς διερεύνησης, αποτελεί ουσιαστικό μέρος του περιορισμού του ατομικού δικαιώματος, και προσεγγίζεται με αυστηρότητα και στενότητα[9]. Το γεγονός ότι υπάρχει καλόπιστη υποψία δεν αρκεί από μόνο του[10]. Θα πρέπει να είναι και «εύλογη».
9. Η «εύλογη» υποψία ότι έχει διαπραχθεί ποινικό αδίκημα προϋποθέτει την ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών που θα ικανοποιούσαν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο ύποπτος διέπραξε αδίκημα[11]. Όπως λέχθηκε, το τι είναι «εύλογο», εξαρτάται εν πολλοίς από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Βεβαίως, τα γεγονότα που εγείρουν μια υποψία δεν χρειάζεται να είναι του ίδιου επιπέδου με εκείνα που είναι απαραίτητα για να δικαιολογηθεί μια καταδίκη ή ακόμη και η απαγγελία κατηγορίας[12]. Ο όρος «λογικότητα» (reasonableness) σημαίνει, επίσης, το όριο που πρέπει να πληροί η υποψία για να ικανοποιήσει τον αντικειμενικό παρατηρητή σχετικά με την πιθανότητα των κατηγοριών[13]. Κατά κανόνα, προβλήματα σχετικά με την «εύλογη υποψία» προκύπτουν σε επίπεδο γεγονότων. Το ερώτημα είναι εάν η σύλληψη και κράτηση βασίζονται σε επαρκή αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν μια «εύλογη υποψία», ότι τα επίμαχα γεγονότα έχουν όντως συμβεί.
10. Εκτός από το πραγματικό σκέλος, η ύπαρξη «εύλογης υποψίας» κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 (γ) απαιτεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση να μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν σε ένα από τα άρθρα του νόμου που ρυθμίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Συναφώς, δεν θα μπορούσε να υπάρξει «εύλογη υποψία» εάν σε περίπτωση που ίσχυαν οι πράξεις ή τα γεγονότα κατά του κρατουμένου δεν θα αποτελούσε έγκλημα η συμπεριφορά κατά την στιγμή που συνέβησαν[14]. Έπειτα, δεν πρέπει να φαίνεται ότι τα ίδια τα εικαζόμενα αδικήματα σχετίζονται με την άσκηση δικαιωμάτων του υπόπτου[15].
11. Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ικανοποιείται το ελάχιστο πρότυπο για το «εύλογο» μιας υπόνοιας, για μια σύλληψη ή κράτηση ενός ατόμου, που, επαναλαμβάνεται, δεν είναι αξιολόγηση επιμέρους μαρτυρίας για σκοπούς ελέγχου της αξιοπιστίας της ως σε δίκη, το Δικαστήριο οφείλει, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, να λαμβάνει υπόψη το γενικό πλαίσιο των γεγονότων της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένης της ιδιότητας του υπόπτου, της σειράς των γεγονότων, του τρόπου με τον οποίον διενεργήθηκαν έρευνες και τη συμπεριφορά των αρχών[16]. Τα ελάχιστα πρότυπα δεν πληρούνταν, για παράδειγμα, στη Shmorgunov and Others v. Ukraine, 2021, §§ 464-477, κατά τη σύλληψη και κράτηση υπόπτων, με την υποψία ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα συναφή με το γεγονός ότι συμμετείχαν σε διαδήλωση· υπερτερούσε η αυθαιρεσία, κι η σύλληψη περισσότερο αναδεικνύονταν και αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής των αρχών προκειμένου να εμποδίσουν και να τερματίσουν ειρηνικές διαδηλώσεις. Ενώ πρέπει να υπάρχει εύλογη υποψία κατά την στιγμή της σύλληψης και της αρχικής κράτησης, πρέπει επίσης να αποδεικνύεται, σε περιπτώσεις παρατεταμένης κράτησης, ότι η υποψία παρέμεινε και παραμένει «εύλογη» καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης.
12. Είναι νομολογημένο και σε εγχώρια νομολογία ότι, για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι εύλογη ή όχι, η Αστυνομία δεν είναι υποχρεωμένη να αποκαλύπτει είτε ονόματα μαρτύρων, είτε άλλες πληροφορίες, αν αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία των αστυνομικών ανακρίσεων. Ωστόσο, η Αστυνομία είναι δυνατό να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου έγγραφα και καταθέσεις που συνδέουν τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς την ανάγκη αυτά να παρουσιαστούν στον ύποπτο ή το δικηγόρο του, αν αυτό θα παράβλαπτε το ανακριτικό έργο[17]. Στη Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.2) (1997) 2 ΑΑΔ 165 υποδείχθηκε πως η προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει αίτημα για προσωποκράτηση, είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει, για ευνόητους λόγους, τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη.
13. Σε περίπτωση που η αίτηση της Αστυνομίας αφορά σε περισσότερα αδικήματα, το Δικαστήριο δεν οφείλει, σε αυτή τη διαδικασία, να προβεί σε ξεχωριστή σύνδεση του ύποπτου με έκαστο από τα αδικήματα, ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική εξέταση του κάθε αδικήματος ξεχωριστά, όπως θα το εξέταζε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης[18].
14. Σε ότι αφορά το «γνήσιο» της υποψίας, αυτή δεν πρέπει να αναδύεται από κατάχρηση εξουσίας ή να προσβλέπει προς μια τέτοια κατεύθυνση, σε κράτηση για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους επιτρέπεται τέτοιου είδους περιορισμός της ελευθερίας. Κάθε τέτοια πιθανότητα πρέπει να αποκλείεται σε κάθε περίπτωση.
15. Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το ζήτημα εξετάζεται πρόσθετα και σε συνάρτηση με τη φύση του ανακριτικού έργου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κίνδυνος επηρεασμού είτε μαρτύρων είτε καταστροφής τεκμηρίων η εν γένει οιοσδήποτε επηρεασμός, τότε δικαιολογείται η κράτηση.
16. Δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ο ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια. Κριτήριο αποτελεί το κατά πόσον υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι και εύλογος δικαιολογημένος φόβος να επηρεαστεί το ανακριτικό έργο[19].
17. Αναφορικά με την χρονική διάρκεια της κράτησης, αυτή μπορεί να συναρτηθεί άμεσα και μόνο με το εναπομείναν ανακριτικό έργο. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τον όγκο του εναπομείναντος έργου και το είδος των ανακριτικών πράξεων· αυτό, όμως, όχι προς αντιπαραβολή ή ελάττωση της υποχρέωσης των ανακριτικών αρχών για γρήγορη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου, που θα οδηγήσει στο ξεκαθάρισμα της θέσης του ύποπτου. Είναι καθήκον της Αστυνομίας να περατώσει το ανακριτικό έργο το ταχύτερο δυνατό. Επειδή ο χρόνος κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται με κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης. Αναμένεται, επίσης, παροχή περισσότερων λεπτομερειών, για τη φύση της μαρτυρίας που τείνει να καταδείξει εμπλοκή του υπόπτου[20].
Εξέταση
18. Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, προχωρώ στην εξέταση της αίτησης.
19. Η αίτηση για προσωποκράτηση υποβλήθηκε παραδεκτά και μπορεί να τύχει ουσιαστικής εξέτασης. Το αίτημα αφορά σε ανανέωση της κράτησης των δύο υπόπτων. Είναι δηλαδή αίτημα για περαιτέρω κράτησή τους.
20. Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, προς υποστήριξη της αίτησης, προκύπτουν τα εξής, σε συνάρτηση με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις:
20.1. Υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχουν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Ειδικότερα, μέσα από τα γεγονότα που εκτίθενται, στη σύνοψή τους, προκύπτει πως έχει στηθεί ένας μηχανισμός διεξαγωγής παράνομων εράνων, μέρος των εισπράξεων των οποίων οικειοποιούνταν οι ύποπτοι, συνεργαζόμενοι, με τον τρόπο που περιγράφεται στη λεπτομερώς στη μαρτυρία και δεν θα τύχει επανάληψης.
20.2. Η υφιστάμενη μαρτυρία εκτιμώ πως εξακολουθεί να δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι οι δύο ύποπτοι εμπλέκονται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, τα οποία δεν χρειάζεται να συγκεκριμενοποιηθούν περαιτέρω με αναφορά σε απόδειξη στα συστατικά τους στοιχεία. Ανάγονται, τα γεγονότα, εκ πρώτης όψεως, στις σχετικές νομικές βάσεις. Εάν κατά τη διερεύνηση προέκυψαν εύλογες υποψίες και για άλλο αδίκημα και το ανακριτικό έργο συνεχίζεται και για το νέο αδίκημα, δεν σημαίνει δίχως άλλο κατάχρηση η περίληψή του στην ίδια αίτηση. Οι ύποπτοι έχουν κατονομαστεί από μάρτυρες και στην κατοχή τους έχει εντοπιστεί υλικό και χρήματα, που φέρονται να σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Είναι λογικό να διερευνώνται για τη διάπραξη των προαναφερόμενων αδικημάτων, χωρίς να αναζητείται οτιδήποτε επιπλέον στο στάδιο αυτό.
20.3. Οι ανακρίσεις, ως γεγονός, βρίσκονται σε εξέλιξη. Ειδικότερα, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα το ανακριτικό έργο και υπάρχουν ενέργειες που πρέπει να γίνουν, οι οποίες τυγχάνουν λεπτομερούς περιγραφής στη δοθείσα μαρτυρία.
20.4. Δεν προκύπτει ακριβώς κωλυσιεργία σε σχέση με τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων, όπως ήταν η εισήγηση από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση. Η Αστυνομία φαίνεται να εργάζεται ενεργά πάνω στην υπόθεση, ακόμα κι αν δεν διεκπεραίωσε όλο το ανακριτικό έργο που θα μπορούσε να είχε διεκπεραιώσει, και που εξ αρχής είχε προγραμματίσει. Είναι σαφώς κατανοητές και οι δυσκολίες που προκύπτουν, από τον όγκο των δεδομένων που προκύπτουν με τρόπο σταδιακό, που επίσης μαρτυρούν ότι το ανακριτικό έργο μπορεί να συνεχίσει ακόμα για αρκετό χρονικό διάστημα. Η φύση της διερευνώμενης υπόθεσης είναι τέτοια που παραπέμπει σε μακρά ανακριτική διαδικασία. Θα έπρεπε, όμως, να εστιαστεί η προσπάθεια στη διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου που θα μπορούσε να είχε επηρεαστεί από τους υπόπτους, η ελευθερία των οποίων είχε περιοριστεί για τον σκοπό αυτό.
20.5. Σε αυτό το τελευταίο σημείο είναι που εστιάζεται η προσοχή σε συνάρτηση με το γεγονός πως, όπως δέχθηκε και ο μάρτυρας, το αναφέρει στον όρκο του, όπως και στην προφορική του μαρτυρία, το νεότερο στοιχείο που προέκυψε, και ήταν το καθοριστικό της ανάγκης για περαιτέρω διερεύνηση και κατ’ επέκταση και υποβολής του υπό εξέταση αιτήματος για περαιτέρω κράτηση ‒ χωρίς το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, όπως ανέφερε, θα αφήνονταν ελεύθεροι οι ύποπτοι σήμερα ‒, ήταν η έρευνα της θυρίδας που έγινε σήμερα, στην παρουσία του 2ου υπόπτου, ιδιοκτήτη της, μέσα στην οποία εντοπίστηκαν χρηματικά ποσά και αντικείμενα, που περιγράφονται· περιλαμβανομένων συλλεκτικών νομισμάτων, πετρών και διαμαντιών, ποσών σε ξένα χαρτονομίσματα και μικρών χρηματικών ποσών σε Ευρώ. Στη βάση αυτή, υποστήριξε, πρέπει να γίνουν πρόσθετες εξετάσεις. Ωστόσο, οι ενέργειες που αναφέρει ότι θα γίνουν, δηλαδή οι 33 καταθέσεις από πρόσωπα που εργάστηκαν για λογαριασμό των υπόπτων, από συγκεκριμένα τυπογραφεία και υπεραγορές από τις οποίες εξασφαλίζονταν άδειες για εράνους, η αναμονή εργαστηριακών εξετάσεων και πληροφοριών από άρση τραπεζικού απορρήτου, δεν φέρονται να συνδέονται σαφώς, αφενός, με τα κατ’ επίκληση νέα στοιχεία, ως τουλάχιστον εξηγήθηκαν, αφετέρου, με συγκεκριμένα ζητούμενα, που να μπορούν να εξηγηθούν από τον μάρτυρα, στον βαθμό που απαιτείται, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Σημειώνεται πως μέρος της μαρτυρίας που αναφέρονταν σε προηγούμενες αιτήσεις, αναφέρεται εκ νέου στον νέο κατάλογο ενεργειών, χωρίς σαφή εξήγηση γιατί δεν έγιναν στο πλαίσιο της ήδη υφιστάμενης κράτησης. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει αποσειστεί το αυξημένο βάρος που υπάρχει σε αυτό το στάδιο, για την εύλογη αναγκαιότητα της παράτασης της κράτησης των δύο ύποπτων, προς αποφυγή επηρεασμού συγκεκριμένου ανακριτικού έργου. Ειδικότερα, δεν έχω πειστεί ότι, σε περίπτωση που αφεθούν ελεύθεροι οι ύποπτοι, θα επηρεάσουν μάρτυρες από τους οποίους αναμένεται να ληφθούν καταθέσεις που δεν ήταν εφικτό να ληφθούν ήδη ή να επηρεάσουν υφιστάμενη μαρτυρία ή συγκεκριμένη μαρτυρία η οποία αναμένεται να ληφθεί. Ο μάρτυρας, ερωτώμενος κατ’ επανάληψη επί τούτου, ανέφερε: «δεν γνωρίζω».
Κατάληξη
21. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν έχω πειστεί για την αναγκαιότητα της έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, για οποιονδήποτε από τους δύο υπόπτους. Η διαπίστωση αυτή, νοείται, δεν εμποδίζει τη συνέχιση του ανακριτικού έργου. Η ώρα είναι 16:08. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) ……………………..……….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155
[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.
[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025, Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 330, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.
[4] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.
[5] Simons v. Belgium (dec.), 2012, § 32.
[6] James, Wells and Lee v. the United Kingdom, 2012, §§ 191-195, Saadi v. the United Kingdom [GC], 2008, §§ 68-74.
[7] Petkov and Profirov v. Bulgary, 2014, § 52· Erdagöz v. Turkey, 1997, § 51.
[8] Mehmet Hasan Altan ν. Τurkey, 2018, § 125; Brogan and Others v. the United Kingdom, 1988, §§ 52-54; Labita ν. Italy [GC], 2000, § 155; O'Hara v. The United Kingdom, 2001, § 36.
[9] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314, Mehmet Hasan Altan v. Turkey, 2018, § 124; Fernandes Pedroso v. Portugal, 2018, § 87.
[10] Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, § 145.
[11] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, 2014, § 88; Erdagöz ν. Turkey, 1997, § 51; Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, 1990, § 32).
[12] Merabishvili v. Georgia [GC], 2017, § 184
[13] Kavala v. Turkey, 2019, § 128.
[14] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 317; Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, §§ 146-147.
[15] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 318; Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, § 148; Ragıp Zarakolu v. Turkey, 2020, § 41.
[16] Ibrahimov and Mammadov ν. Azerbaijan, 2020, §§ 113-131.
[17] Ι.Μ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 40/2023, ECLI:CY:AD:2023:B120, 04.04.2023, Tsirides v. Police (1973) 2 CLR 204.
[18] Ζανέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652.
[19] Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.
[20] Σχουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56, Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο