
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Σ. Συμεού Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4782/21
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
v.
MOHAMAD ΧΧΧΧ
Ημερομηνία: 07/05/25
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μ. Αντωνίου
Για τον Κατηγορούμενο: κα. Ε. Μαλά
Κατηγορούμενος: παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει συνολικά 15 κατηγορίες για αδικήματα που διαπράχθηκαν κατ’ ισχυρισμό εναντίον της πρώην συμβίας του V.Z.K από την Λευκορωσία και τώρα στην Πάφο, και αφορούν στο αδίκημα της κοινής επίθεσης (1η και 7η κατηγορία), της απειλής (2η και 8η κατηγορία), της δημόσιας εξύβρισης (3η και 9η κατηγορία) της άσκησης ψυχολογικής βίας (4η και 10η κατηγορία), της παρενόχλησης (5η και 11η κατηγορία), της βίας στην οικογένεια με πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας (6η και 12η κατηγορία), της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές( 13η κατηγορία), της καταφρόνησης Δικαστηρίου (14η κατηγορία) και τέλος της εισόδου σε ξένη περιουσία (15η κατηγορία).
Ο Κατηγορούμενος απάντησε με μη παραδοχή στις εναντίον του κατηγορίες και συνεπώς η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε μία μάρτυρα κατηγορίας η οποία ήταν η παραπονούμενη, από τώρα και στο εξής η «ΜΚ1» ενώ κατατέθηκαν συνολικά και έξι τεκμήρια, τα οποία κάποια από αυτά δηλώθηκαν παραδεκτά. Συνακόλουθα τα όσα καταγράφονται επί των παραδεκτών γεγονότων αποτελούν και μέρος των ευρημάτων μου.
Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεση της Κατηγορούσας, το Δικαστήριο κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει πλην των κατηγοριών 6, 12,13,14 και 15 στις οποίες τον αθωώθηκε τον απάλλαξε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ο Κατηγορούμενος από την άλλη, αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, επέλεξε να προβεί σε ανόμωτη δήλωση ενώ δεν κάλεσε μάρτυρες προς Υπεράσπιση του.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Η βασικότερη μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής είναι χωρίς αμφιβολία είναι η παραπονούμενη, δηλαδή η ΜΚ1, η οποία κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε την γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία σχετικά με την καταγγελία την οποία υπέβαλε εναντίον του Κατηγορούμενου αναφορικά με τι επακριβώς είχε συμβεί την 13/09/21 όταν μετέβηκαν μαζί με τον Κατηγορούμενο στο νοσοκομείο ούτως ώστε να συνυπογράψουν κάποια έγγραφα που ήταν απαραίτητα για την υγεία των παιδιών τους. Σύμφωνα με την γραπτή κατάθεση της ΜΚ1, περί το έτος 2014 γνώρισε τον Κατηγορούμενο με τον οποίο παντρεύτηκε περί το έτος 2016 και απέκτησε μαζί του δύο παιδιά. Με τον Κατηγορούμενο η ΜΚ1 χώρισε το 2020 αφού εφόσον σύμφωνα με την ίδια, κατά την διάρκεια του γάμου τους την κακοποιούσε λεκτικά, σωματικά και ψυχολογικά.
Σύμφωνα με την ΜΚ1 αφού χώρισε μαζί με τον Κατηγορούμενο, αρχικά διέμενε στο ΣΠΑΒΟ το οποίο είναι καταφύγιο για γυναίκες στην Λεμεσό για λίγο χρονικό διάστημα και μετά επέστρεψε και πάλι στη Πάφο με τα δύο της παιδιά όπου και ενοικίασε ένα σπίτι στην Τάλα. Τον Ιανουάριο του 2020 προέβηκε μάλιστα σύμφωνα με την ίδια σε άλλη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου για ενδοοικογενειακή βία η οποία όμως υπόθεση ακόμη εκδικάζεται. Σύμφωνα με την ΜΚ1, το Δικαστήριο στα πλαίσια εκείνης της συγκεκριμένης υπόθεσης, διέταξε περιοριστικά μέτρα εναντίον του Κατηγορούμενου.
Την 13/09/21 επειδή ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με την ΜΚ1 έπρεπε να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο της Πάφου, ήρθε από την Λάρνακα στην οποία και διαμένει και έτσι η ίδια του ζήτησε να την παραλάβει για να την μεταφέρει μαζί με τα παιδιά της στο Γενικό Νοσοκομείου Πάφου, ούτως να μεταβούν τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας για να υπογράψουν κάποια έγγραφα που ήταν απαραίτητα για τα παιδιά τους τα οποία πάσχουν από αυτισμό. Ειδικότερα σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος ως πατέρας των δύο παιδιών θα έπρεπε να συνυπογράψει τα συγκεκριμένα έγγραφα, ούτως ώστε ο ψυχίατρος του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου να μπορεί να τα παρακολουθεί σχετικά με το πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετωπίζουν. Με βάση την γραπτή κατάθεση της ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος καθ’ όλη την διάρκεια που βρίσκονταν στο νοσοκομείο αλλά και προηγουμένως κατά την διαδρομή τους προς αυτό, ήταν επιθετικός προς την ίδια αφού χωρίς κανένα λόγο φώναζε ενώ κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο αλλά και μετέπειτα στο αυτοκίνητο την εξύβρισε και με τις φράσεις « είσαι μουνί του σκύλου», «είσαι σκατά» και ότι τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της είναι «sharmouta» το οποίο σημαίνει πουτάνες στα αραβικά, γλώσσα την οποία και η ΜΚ1 γνωρίζει.
Όταν σύμφωνα με την ΜΚ1 έφυγαν από το νοσοκομείο και βρισκόντουσαν εντός του αυτοκινήτου του, ο Κατηγορούμενος συνέχισε να την εξυβρίζει με τις ίδιες φράσεις ενώ επιχείρησε μάλιστα να την χτυπήσει και με το χέρι του στο κεφάλι της και το πρόσωπο αλλά κάλυψε το κεφάλι της. Επίσης ο Κατηγορούμενος την απείλησε ότι θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά της προκαλώντας δυστύχημα ή με άλλο τρόπο. Σύμφωνα επίσης με την ΜΚ1 η ίδια επιθετική συμπεριφορά από την πλευρά του συνεχίστηκε και στο σπίτι της, όταν δηλαδή είχαν αφιχθεί περί τις 16:30 μμ. αφού ο Κατηγορούμενος άρχισε να την σπρώχνει και να προσπαθεί να την χτυπήσει ξανά, ενώ συνέχισε να την εξυβρίζει και να την απειλεί ότι θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά τους. Η όλη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση, της προκάλεσε άγχος και αγωνία ενώ το ίδιο βράδυ αναγκάστηκε να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο.
Κατά την κυρίως εξέταση της η ΜΚ1 υπέδειξε προφορικά στο Δικαστήριο ότι όταν ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να την χτυπήσει, η ίδια φοβήθηκε για την ζωή της ενώ ισχυρίστηκε ότι αυτό συνέβηκε στην παρουσία και των δύο παιδιών της. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος την είχε απειλήσει δύο φορές ενώ την έκανε να νιώθει ότι ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής της, αφού όπως υπέδειξε τα όσα εξελίχθηκαν έγιναν με από την πλευρά του με βίαιο τρόπο. Επίσης η ΜΚ1 ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος την εξύβρισε τόσο εντός του αυτοκινήτου κατά την διάρκεια της διαδρομής που είχαν από το νοσοκομείο στο σπίτι της όσο και κατά την διάρκεια της παραμονής τους στο νοσοκομείο, αλλά και αργότερα όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους. Μάλιστα υπέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος επαναλάμβανε συνεχώς τις φράσεις αυτές και ήταν θυμωμένος έτοιμος όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, να εκραγεί. Σε ότι αφορά την τωρινή τους σχέση, η ΜΚ1 ανέφερε ότι είναι ανύπαρκτή και ότι μάλιστα μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία απολύτως επικοινωνία γιατί κάθε φορά η οποιαδήποτε επικοινωνία που υφίσταται εξελίσσεται με άσχημο τρόπο αφού ο Κατηγορούμενος είναι επιθετικός.
Αντεξεταζόμενη η ΜΚ1 από την συνήγορο της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου αμφισβητήθηκε έντονα για τα όσα καταλόγισε στον Κατηγορούμενο τόσο δια μέσω της γραπτής της κατάθεσης όσο και δια της προφορικής της μαρτυρίας. Σε σχέση με τον τόπο που διέμενε η ΜΚ1 κατά τον επίδικο χρόνο, ερωτώμενη από την Υπεράσπιση υπέδειξε ότι είχε μετακομίσει σε ένα σπίτι στην περιοχή της Τάλας καθώς και ότι παράλληλα βρισκόταν σε ισχύ διάταγμα να μην την πλησιάζει ο Κατηγορούμενος. Παρόλα αυτά όμως η ΜΚ1 ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε που διέμενε η ίδια αφού μετά που αναγκάστηκε να φύγει από το ΣΠΑΒΟ στο οποίο διέμενε στην Λεμεσό, του τηλεφώνησε και του ζήτησε να του φέρει τα ρούχα των παιδιών της αλλά και τις κουβέρτες τους που βρισκόντουσαν στην Λάρνακα καθότι τα παιδιά της κρύωναν. Σύμφωνα μάλιστα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος την συγκεκριμένη ημέρα εκτός του ότι της έφερε τα χειμερινά ρούχα των παιδιών τους και τις κουβέρτες, και ότι τους αγόρασε και τρόφιμα.
Αναφορικά με το περιστατικό που έλαβε χώρα την 13/09/21, η ΜΚ1 επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους ζήτησε να συναντηθεί με τον Κατηγορούμενο ενώ παράλληλα εξήγησε ότι επειδή η ίδια δεν είχε όχημα για να μεταβεί στην ψυχιατρική πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου στην οποία είχαν ραντεβού, αναγκάστηκε να ζητήσει από τον Κατηγορούμενο να την μεταφέρει με το αυτοκίνητο του, αφού η λειτουργός του γραφείου ευημερίας με την οποία συνεργαζόταν αρνήθηκε για να την βοηθήσει. Έτσι, σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος αφίχθηκε στο σπίτι της περί τις 1230 μμ. για να μεταβούν στο νοσοκομείο, ενώ ερωτώμενη για το κατά πόσο τελικά ο Κατηγορούμενος υπέγραψε τα χαρτιά που έπρεπε να υπογραφούν σχετικά με τα παιδιά τους, η ΜΚ1 απάντησε καταφατικά. Ειδικότερα εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος μετά από πολλά προβλήματα τελικά υπέγραψε. Ερωτώμενη στην συνέχεια η ΜΚ1 για τους λόγους που ο Κατηγορούμενος ξεκίνησε να της φωνάζει στο νοσοκομείο ανάφερε ότι η έκρηξη στην συμπεριφορά του έγινε χωρίς οποιοδήποτε ουσιαστικό λόγο, αφού ούτως η άλλως έτσι συνηθίζει να συμπεριφέρεται. Επίσης ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος αφού μεταξύ άλλων δεν μπορεί να αποδεχτεί ούτε και το γεγονός ότι τα παιδιά τους αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και πιο συγκεκριμένα αυτισμό. Ειδικότερα η ΜΚ1 ερωτώμενη για το τι ήταν αυτό που την έκανε κατά την συγκεκριμένη δεδομένη χρονική στιγμή να φοβηθεί πολύ για να φτάσει στο σημείο να νομίζει ότι είχε κινδυνεύσει και η ζωή της εξαιτίας της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, απαντώντας υπέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος ήταν γενικά πολύ επιθετικός και αγενής και η όλη συμπεριφορά του ήταν και πολύ εκρηκτική. Μάλιστα ανέφερε ότι κατά την διάρκεια που βρισκόταν εντός του αυτοκινήτου του κατά την επιστροφή τους προς το σπίτι από το νοσοκομείο, επειδή ο Κατηγορούμενος προσπαθούσε να εντοπίσει ένα πρατήριο βενζίνης με φθηνά καύσιμα για να βάλει στο όχημα του και δεν το έβρισκε, τρελάθηκε και άρχισε να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα και βιαστικά ενώ οδηγούσε και «ζικ ζάκ» μέσα στον δρόμο αναφέροντας στην ΜΚ1 ότι θα είναι η τελευταία μέρα της ζωής τόσο της ίδιας όσο και των παιδιών τους αφού θα τους σκοτώσει είτε προκαλώντας δυστύχημα ή με άλλο τρόπο.
Σχετικά με το περιστατικό που συνέβηκε εντός του νοσοκομείου, η ΜΚ1 ερωτώμενη για το κατά πόσο είχαν ακούσει τον Κατηγορούμενο να της φωνάζει και να είναι επιθετικός εναντίον της οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, εξήγησε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου τον είχε ακούσει αλλά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να δει τι συμβαίνει. Ερωτώμενη επίσης για τον λόγο που ο Κατηγορούμενος φώναζε κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο, η ΜΚ1 επίσης αντεξεταζόμενη υπέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος ήταν θυμωμένος έτοιμος να εκραγεί και της φώναζε, καθότι δεν μπορούσαν προηγουμένως να βρουν τον σωστό δρόμο για να φτάσουν στο νοσοκομείο με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν.
Αναφορικά με το άγχος και τον φόβο που η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση της για το κατά πόσο μετά από το περιστατικό αυτό είχε αρχίσει να επισκέπτεται οποιοδήποτε ψυχίατρο. Η ΜΚ1 ανέφερε ότι άρχισε να επισκέπτεται ψυχίατρο το τελευταίο ένα έτος και όπως εξήγησε ο λόγος των επισκέψεων της δεν αφορά αυτό καθ’ εαυτό το επίδικο περιστατικό αλλά γενικά τα όσα γεγονότα είχε βιώσει κατά την συμβίωση της μαζί με τον Κατηγορούμενο.
Η ΜΚ1 κατά την αντεξέταση της, κλήθηκε επίσης να απαντήσει σε διάφορες διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις αναφορικά με το κατά πόσο ενόψει του ότι η ίδια δεν εργάζεται, ο Κατηγορούμενος της προσέφερε οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια. Η ΜΚ1 απαντώντας εξήγησε ότι, κατά την διάρκεια του γάμου τους, ο Κατηγορούμενος κάποτε εργαζόταν ενώ άλλες φορές αρνιόταν να πάει στην δουλειά με αποτέλεσμα να μην πληρώνει ούτε το ρεύμα αλλά ούτε και τον ηλεκτρισμό. Επίσης ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος σε καμία περίπτωση δεν την βοηθούσε οικονομικά ενώ κατά την διάρκεια που έμενε στην Πάφο αναγκάστηκε να αλλάξει τέσσερα διαφορετικά σπίτια καθότι δεν είχε την οικονομική ευχέρεια για να πληρώνει το ενοίκιο ενώ αρνήθηκε κατά την υποβολή της θέσης της Υπεράσπισης ότι ο λόγος της αλλαγής των σπιτιών στην Πάφο ήταν εξαιτίας της δικής της συμπεριφοράς προς τους γείτονες της. Περαιτέρω η ΜΚ1 εξήγησε ότι, αφού αναγκάστηκε να φύγει από την Πάφο, φιλοξενήθηκε από άλλα φιλικά της πρόσωπα στην Λεμεσό τα οποία γνώριζε από το τέμενος, κατά τα οποία την βοήθησαν για μικρό χρονικό διάστημα να έχει στέγη για να διαμένει. Ακολούθως σύμφωνα με την ΜΚ1 αναγκάστηκε και πάλι να μετακομίσει στο ίδιο σπίτι μαζί με τον Κατηγορούμενο αφού προηγουμένως είχε επικοινωνήσει μαζί του και του το ζήτησε, καθότι αν δεν το έκανε θα αναγκαζόταν τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά της να μένουν στους δρόμους αφού δεν καθόλου χρήματα. Σύμφωνα με την ΜΚ1, όταν μετακόμισε ξανά με τον Κατηγορούμενο συμφώνησαν να μην τσακώνονται ούτως ώστε αυτός να είχε και την ευκαιρία να γνωρίσει τα παιδιά του καλύτερα, αλλά την επομένη αμέσως κιόλας ημέρα είχαν αρχίσει τα προβλήματα με αποτέλεσμα η διάρκεια της παραμονής της εντός της κατοικίας του να μην ξεπεράσει τις τρείς εβδομάδες. Στην συνέχεια η ΜΚ1 ανέφερε ότι εγκατέλειψε και πάλι τον Κατηγορούμενο και μετακόμισε στην στέγη, αφού το ΣΠΑΒΟ δεν είχε διαθέσιμο χώρο για να τους φιλοξενήσει, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε ξενοδοχείο για διάρκεια τριών μηνών, ενώ τα έξοδα διαμονής τους καταβάλλονταν από το Γραφείο Ευημερίας. Περαιτέρω, ερωτώμενη η ΜΚ1 για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος της καταβάλλει οποιαδήποτε διατροφή, ανέφερε ότι το διάταγμα διατροφής εκδόθηκε από το έτος 2022 ενώ δεν αρνήθηκε ότι ο Κατηγορούμενος ξεκίνησε να της καταβάλλει από τον Ιούλιο του 2022 την διατροφή για τα παιδιά της.
Τέλος, υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση της ΜΚ1 από την Υπεράσπιση η θέση, ότι, ο λόγος της καταγγελίας της εναντίον του Κατηγορούμενου έγινε για αλλότριους σκοπούς και δη για να αποξενώσει τον Κατηγορούμενο από τα παιδιά του. Η ΜΚ1 αρνήθηκε κατηγορηματικά ενώ ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος δεν μπορεί να βλέπει τα παιδιά του στο παρών στάδιο καθότι έχει εκδοθεί εναντίον του διάταγμα να μην την πλησιάζει εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς που είχε επιδείξει στο παρελθόν και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να τους πλησιάζει αφού διαμένουν μαζί της.
Ο Κατηγορούμενος από την άλλη, προέβηκε σε ανόμωτι δήλωση ενώ δεν κάλεσε μάρτυρες προς Υπεράσπιση του.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Θα προχωρήσω στην συνέχεια στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση ,την ακεραιότητα και την ειλικρίνεια τους, τους λόγους που είχαν για να πιστεύουν ή να θυμούνται αυτά για τα οποία κατέθεσαν την φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd 1998 1 Α.Α.Δ 820).
Επίσης έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268 και Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 243/12, ημερομηνίας 02.05.14).
Η ΜΚ1 είναι η βασικότερη μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής. Κατά την μαρτυρία της στο Δικαστήριο μου άφησε θετική εντύπωση αφού η ειλικρίνεια της ήταν διάχυτη και παρά την συναισθηματική φόρτιση που την διακατείχε εξαιτίας των όσων είχε βιώσει από τον Κατηγορούμενο, εντούτοις έδωσε σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις αναφορικά με τα επίδικα περιστατικά που εξελίχθηκαν την 13/09/21 κατά την διαδρομή τους προς το νοσοκομείο, κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο, κατά την αποχώρηση τους από το νοσοκομείο προς το σπίτι καθώς και μετέπειτα στο σπίτι της με αποτέλεσμα να προβεί την επομένη αμέσως ημέρα στην επίδικη καταγγελία εναντίον του. Η ΜΚ1 τόσο στην γραπτή της κατάθεση όσο και προφορικά επέμεινε κατηγορηματικά στις θέσεις της ότι ο Κατηγορούμενος της επιτέθηκε, την απειλούσε και την εξύβρισε χωρίς να κλονιστεί κατά την αντεξέταση της. Επίσης η ΜΚ1 σε ότι και αν είχε ερωτηθεί αναφορικά με το επίδικο περιστατικό, έδωσε σαφείς και εμπεριστατωμένες απαντήσεις επεξηγώντας μάλιστα τους λόγους για τους οποίους ο Κατηγορούμενος είχε εκνευριστεί και ήταν απειλητικός τόσο προς την ίδια όσο και προς τα παιδιά τους χωρίς να υποπέσει σε ουδεμία απολύτως αντίφαση. Η δε ειλικρίνεια της ΜΚ1 προκύπτει μάλιστα και μέσα από το γεγονός ότι ερωτώμενη ουδέποτε αρνήθηκε ότι η ίδια είχε αναγκαστεί να τηλεφωνήσει στον Κατηγορούμενο για να την μεταφέρει στον νοσοκομείο εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και ότι δεν είχε αυτοκίνητο, καθώς και ότι μετά από την φιλοξενία που είχε δεχτεί από κάποια άλλα φιλικά της πρόσωπα στην Λεμεσό από το τέμενος, εξαιτίας του ότι δεν είχε χρήματα για να πληρώνει το ενοίκιο, αναγκάστηκε και πάλι να τηλεφωνήσει στον Κατηγορούμενο για να διαμένει του αφού αν δεν το έκανε θα έμενε τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά τους στον δρόμο. Ούτε επίσης η ΜΚ1 αρνήθηκε ότι τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο και του ζήτησε να της φέρει από την Λάρνακα τα ρούχα αλλά και τις κουβέρτες των παιδιών της στο σπίτι της στην Πάφο αλλά και ούτε ότι την συγκεκριμένη ημέρα μάλιστα τους είχε αγοράσει και τρόφιμα.
Όλα τα πιο πάνω γεγονότα τα οποία η ΜΚ1 αντεξεταζόμενη υπέδειξε, τα ανάφερε στο Δικαστήριο ενόρκως και χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό και ως εκ τούτου δεν διαφάνηκε ότι επιχειρούσε να αποκρύψει οτιδήποτε και αν είχε ερωτηθεί από την Υπεράσπιση κατά την ένορκη της μαρτυρία. Η ΜΚ1 ήταν επίσης ειλικρινής αφού ερωτώμενη για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος της καταβάλλει οποιαδήποτε διατροφή, ανέφερε ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος πληρώνει στην ίδια διατροφή για τα παιδιά τους από τον Ιούλιο του 2022.
Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, και με κάθε σεβασμό προς την πλευρά της Υπεράσπισης σε καμία απολύτως περίπτωση δεν έχει αφεθεί στο Δικαστήριο η εντύπωσή ότι η ΜΚ1 προέβηκε στην επίδικη καταγγελία εκδικητικά εναντίον του Κατηγορούμενου με απώτερο σκοπό να τον αποξενώσει από τα παιδιά του. Σε ότι αφορά τις απειλές που ο Κατηγορούμενος εκστόμισε εναντίον της κατά τον επίδικο χρόνο, η ΜΚ2 ήταν σταθερή και κατηγορηματική στην θέση της ότι είχε φοβηθεί και ότι ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής της αφού ο Κατηγορούμενος συν τοις άλλοις οδηγούσε αλόγιστα και μεγάλη ταχύτητα και ήταν θυμωμένος κατά την στιγμή μάλιστα που τόσο η ίδια όσο και τα παιδιά τους βρισκόντουσαν εντός του αυτοκινήτου του. Ο φόβος της ΜΚ1 μάλιστα τεκμηριώνεται όχι μόνο από την καταγγελία της αλλά και από το γεγονός ότι κατά το επίδικο βράδυ φοβήθηκε και αναγκάστηκε να διαμείνει σε ξενοδοχείο και όχι στο σπίτι της.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, η ΜΚ1 κρίνεται αξιόπιστη και η μαρτυρία της γίνεται αποδεχτή από το Δικαστήριο στην ολότητα της.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι υποβολές της Υπεράσπισης προς την ΜΚ1 παρέμειναν σε επίπεδο απλών υποβολών και δεν υποστηρίχθηκαν με μαρτυρία η οποία να μπορεί να τις τεκμηριώσει.
Ο Κατηγορούμενος
Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος τήρησε ως άλλωστε ήταν δικαίωμα του, το δικαίωμα του να προβεί σε ανόμωτη δήλωση. Πιο συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος ανέφερε «Δεν έκανα οτιδήποτε από αυτά τα αδικήματα που με κατηγορεί η παραπονούμενη. Τα τελευταία χρόνια με ταλαιπωρεί γιατί θέλω τα μωρά μου να πηγαίνουν με καθαρή ενδυμασία στο σχολείο. Εκείνη δεν επιθυμεί να εργάζεται. Διαμένει μέχρι σήμερα φιλοξενούμενη και παίρνει επιδόματα από την κυβέρνηση για τα μωρά μας. Επίσης παίρνει και διατροφή από εμένα. Τους τελευταίους έξι μήνες δεν μου επιτρέπει καθόλου να τους δω. Δεν τους φροντίζει ποτέ και το γραφείο ευημερίας το γνωρίζει. Εγώ δεν αποδέχομαι οτιδήποτε είπε στο Δικαστήριο. Οτιδήποτε είπε είναι ψέματα της».
Η επιλογή ενός κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση ή να παραμείνει σιωπηλός δεν δύναται να εκληφθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του (Βλ. Δημοσθένους κ.α. v. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 129).
Η ανώμοτη δήλωση – όπως και η σιωπή – σε αντίθεση με την ένορκη κατάθεση δεν υπόκειται σε αξιολόγηση (Βλ. Themistocleous v. The Police (1981) 2 CLR 200 και Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97). Έχει κάποια αξία η οποία θα πρέπει να εξετάζεται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας αλλά όχι τέτοια που να ισοδυναμεί με μαρτυρία (Βλ. Ονησιφόρου ν. The Police (1987) 2 CLR 261 και Ιωάννου & Συμιανός ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 195). Δεν προσφέρεται για την απόδειξη ή την κατάρριψη γεγονότων. Ωστόσο, μπορεί από το περιεχόμενό της να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα που θα βοηθήσουν στην θεώρηση της μαρτυρίας από διαφορετική σκοπιά. Η αξία της είναι πειστική παρά αποδεικτική (Βλ. Μαυρίκιου v. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 359).
Στην υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 22 λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το πώς θα πρέπει να προσεγγίζεται η ανώμοτη δήλωση κατηγορούμενου:
«Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορούμενοι (συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα) αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, κάτι βέβαια που ήταν απόλυτο δικαίωμα τους. Σε τέτοια περίπτωση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωότητας ενός κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσο είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη (βλ μεταξύ άλλων Vrakas & Another v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, 188-191, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, σελ. 113, 215, Khadar v. Republic (1978) 2 C.L.R. 152, 245-288, Δημοσθένους κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129 και Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με τη μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση».
Υπό το φως των αρχών που πιο πάνω υποδείχθηκαν δεν δέχομαι ως αληθή τα όσα ο Κατηγορούμενος υπέδειξε με την ανώμοτή του δήλωση. Πρώτο, γιατί η ανώμοτη δήλωση δεν ισοδυναμεί με μαρτυρία και δεν προσφέρεται για την απόδειξη ή την κατάρριψη γεγονότων σύμφωνα με την Νομολογία και, δεύτερο, γιατί δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία στην υπόθεση που να συνηγορεί με αυτή και, έτσι, να καθιστά ασφαλή της αποδοχή της.
Αναφορικά με το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 5Α και 5Β, ο Κατηγορούμενος στην ανακριτική του κατάθεση πέραν του ότι ανέφερε ότι με την ΜΚ1 ήταν παντρεμένοι από το 2016 μέχρι και το 2020 και ότι μαζί απέκτησαν και δύο παιδιά, στις υπόλοιπες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απάντησε, ως άλλωστε είχε δικαίωμα με την στερεότυπη φράση « ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».
Όσον αφορά την γραπτή κατάθεση Κατηγορούμενου σημειώνονται τα ακόλουθα. Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Adrian Keane, 7h έκδοση, σελίδες 177-179 δηλώσεις οι οποίες γίνονται από τον κατηγορούμενο προς την Αστυνομία (statements made on accusation) και οι οποίες συνιστούν παραδοχή (admission) είναι αποδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους νοουμένου ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της αποδεκτότητας. Όσον αφορά στην Κυπριακή Νομολογία ενδεικτική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 όπου αναφέρθηκε ότι όταν η κατάθεση ή δήλωση του κατηγορούμενου στην Αστυνομία είναι αυτοενοχοποιητική μπορεί να γίνει αποδεκτή για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της.
Όταν η κατάθεση ή δήλωση προς την Αστυνομία είναι μικτή (mixed) υπό την έννοια ότι περιέχει ουσιωδώς ενοχοποιητικά και αθωωτικά στοιχεία αυτή είναι εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (Βλ. R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, R v. Hamand (1985) 82 Cr App R. 65, R v. Sharp (1988) 1 All E R 65). Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να εξετάσει την κατάθεση στην ολότητά της για να ανεύρει πού βρίσκεται η αλήθεια. Στην υπόθεση R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, που πιο πάνω μνημονεύεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αθωωτικά στοιχεία της κατάθεσης που ο κατηγορούμενος είχε δώσει στην Αστυνομία δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για τον λόγο ότι ήταν αυτοεξυπηρετικά. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η κατάθεση έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο σύνολό της τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία.
Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή.
Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».
Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση που θα πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετεί αναφορικά με γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου υπό το φως πλέον της τροποποίησης που επέφερε στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/2004. Μετά την πιο πάνω τροποποίηση καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε διαδικασία για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ’ ακοής (Βλ. άρθρο 24 του Κεφ. 9). Επαφίεται δε στο Δικαστήριο να προσδώσει τέτοια βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή ως ήθελε κρίνει σκόπιμο αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία (Βλ. άρθρο 27 του Κεφ. 9).
Στην γραπτή του λοιπόν κατάθεση, ο Κατηγορούμενος δεν δίνει οποιαδήποτε απάντηση σχετικά με τα επίδικα γεγονότα. Το μόνο το οποίο ουσιαστικά αναφέρει και το οποίο αποδέχομαι είναι το ότι ήταν παντρεμένος μαζί με την ΜΚ1 και ότι μαζί απέκτησαν και δυο παιδιά, καθώς και ότι σήμερα έχουν χωρίσει.
Επομένως το μέρος πιο πάνω μέρος της γραπτής κατάθεσης του Κατηγορούμενου υπό το φως της νομολογίας που έχω υποδείξει γίνεται αποδεκτό αφής στιγμής δεν συγκρούεται αλλά τουναντίον επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία την οποία αποδέχτηκα, ήτοι την μαρτυρία της ΜΚ1. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο μέρος της κατάθεσης του Κατηγορούμενου, σε αυτό δεν προσδίδω οποιαδήποτε βαρύτητα ενόψει του ότι ο Κατηγορούμενος ως ανωτέρω υπέδειξα δεν έχει δώσει καμία απολύτως απάντηση στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, ως άλλωστε ήταν δικαίωμα του.
Ευρήματα
Ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ1 συζούσαν ως ανδρόγυνο από αφού παντρεύτηκαν το έτος 2016 ενώ το έτος 2020 χώρισαν. Σημειώνεται ότι από τον γάμο τους απέκτησαν δύο αγόρια τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας αφού πάσχουν από αυτισμό. Κατά την διάρκεια του γάμου τους η ΜΚ1 αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με τον Κατηγορούμενο αφού ήταν απέναντι της επιθετικός και έτσι τον φοβόταν. Εξ’ ου και σε κάποια στιγμή όταν έφυγε από το σπίτι που διέμεναν, φιλοξενήθηκε μαζί με τα παιδιά της στο ΣΠΑΒΟ στην Λεμεσό αλλά και σε κατοικία άλλων φιλικών της προσώπων. Η ΜΚ1 ενόψει του ότι δεν εργάζεται αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει σταθερή στέγη αφού κατά την στιγμή μάλιστα που διέμενε στην Πάφο δεν μπορούσε να πληρώσει τα ενοίκια με αποτέλεσμα να αλλάξει και τέσσερα διαφορετικά σπίτια. Το γεγονός αυτό είχε και ως αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι η ΜΚ1 φοβόταν τον Κατηγορούμενο λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς του, εντούτοις σε κάποιες περιπτώσεις όπως και η επίδικη να αναγκάζεται να επικοινωνεί μαζί του και να του ζητά βοήθεια.
Ειδικότερα την 13/09/21 η ΜΚ1 τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο και του ζήτησε να την μεταφέρει στο νοσοκομείο μαζί με τα παιδιά της αφού η ίδια δεν είχε χρήματα αλλά ούτε και αυτοκίνητο για να οδηγήσει, με σκοπό να υπογράψει τόσο η ίδια όσο και ο Κατηγορούμενος κάποια έγγραφα για να μπορούν τα παιδιά της τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας και πιο συγκεκριμένα αυτισμό να παρακολουθούνται από τον ψυχίατρο των υπηρεσιών ψυχικής υγείας του Νοσοκομείου Πάφου. Σημειώνεται ότι η ΜΚ1 σε κάποια άλλη περίπτωση στο παρελθόν όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει από την Λεμεσό γιατί δεν είχε καθόλου χρήματα για να πληρώνει το ενοίκιο ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να εγκατασταθεί και πάλι μαζί του στο σπίτι του, όπου και άντεξε για διάστημα τριών εβδομάδων αφού ο Κατηγορούμενος επέδειξε και πάλι επιθετική εναντίον της συμπεριφορά.
Την 13/09/21 λοιπόν, ο Κατηγορούμενος παρέλαβε την ΜΚ1 και τα παιδιά τους από το σπίτι τους περί τις 12:30 μμ για να μεταβούν στο Νοσοκομείο και λόγω του ότι δεν έβρισκε τον δρόμο για να φτάσει στο νοσοκομείο εγκαίρως έγινε επιθετικός και φώναζε ενώ όταν έφτασαν στο νοσοκομείο άρχισε να εκστομίζει προς την ΜΚ1 τις φράσεις « είσαι μουνί του σκύλου, είσαι σκατά, εσύ και η μητέρα σου είσαστε « sharmutta» εννοώντας ότι είναι πουτάνες. Τις συγκεκριμένες φράσεις που εκστόμιζε συνεχώς ο Κατηγορούμενος τις άκουγε και το προσωπικό του νοσοκομείου χωρίς όμως οποιοσδήποτε να επέμβει. Αφού τελικά υπέγραψαν τόσο η ΜΚ1 όσο και ο Κατηγορούμενος τα έγγραφα που αφορούσαν τις συνεδριάσεις των παιδιών τους με ψυχίατρο έφυγαν από το νοσοκομείο για να πάνε στο σπίτι, ενώ ο Κατηγορούμενος έψαχνε ένα συγκεκριμένο πρατήριο βενζίνης για να βάλει καύσιμα στο όχημα του και δεν το έβρισκε. Έτσι εκνευρίστηκε ξανά και άρχισε να οδηγεί βιαστικά και να πηγαίνει ζίκ ζακ μέσα στον δρόμο. Επίσης προσπάθησε να χτυπήσει την ΜΚ1 με το χέρι του πάνω στο κεφάλι και το πρόσωπο αλλά η ίδια κάλυψε το κεφάλι της με τα χέρια της. Ο Κατηγορούμενος μάλιστα κατά τον ίδιο χρόνο της ανέφερε ότι θα την σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά της προκαλώντας δυστύχημα ή με άλλο τρόπο, ενώ όταν τελικά έφτασαν στο σπίτι της περί τις 16:30 μ.μ ξεκίνησε και πάλι να την σπρώχνει και προσπάθησε να την χτυπήσει ενώ της ανέφερε ξανά ότι θα την σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και τα παιδιά τους. Στην συνέχεια ο Κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι της ΜΚ1 ενώ η τελευταία επειδή φοβήθηκε από την συμπεριφορά του το ίδιο βράδυ έμεινε σε ξενοδοχείο ενώ την επομένη ημέρα ήτοι την 14/09/21 μετέβηκε στην αστυνομία και προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του η οποία λήφθηκε από την Αστ. 1055 Σ. Χαραλάμπους.
Την 14/10/21 και ώρα 1255 μ.μ στα γραφεία της ΥΑΜ Λάρνακας ο Α/Αστ. 412 Κ. Καραγιώργης συνέλαβε τον Κατηγορούμενο δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης και αφού τον πληροφόρησε για τα δικαιώματα του αυτός δεν έδωσε καμία απάντηση. Την ίδια ημέρα και περί ώρα 1835 μ.μ – 1900 μ.μ ο Αστ. 3699 Μ. Ιωάννου έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο με την βοήθεια διερμηνέα υπό την μορφή ερωτοαπαντήσεων.
Νομική Πτυχή – Συμπεράσματα
Το αδίκημα της κοινής επίθεσης ρυθμίζεται από το άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«Όποιος επιτίθεται εναντίον άλλου παράνομα, είναι ένοχος πλημμελήματος, αν όμως η επίθεση δεν διαπράχτηκε κάτω από περιστάσεις για τις οποίες σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό προνοείται βαρύτερη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές».
Επίθεση αποτελεί οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση να προκαλέσει ή με αδιαφορία (recklessly) αν θα προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (Βλ. R v. Vienna (1975) 3 All E R 788). Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο πρόσωπο χωρίς την συναίνεσή του. Έτσι, περιλαμβάνει την επιβολή ή χρήση παράνομης βίας στο πρόσωπο άλλου χωρίς την συγκατάθεσή του. Η ένοχη διάνοια (mens rea) που πρέπει να υπάρχει για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα είναι πρόθεση (intention) για επιβολή βίας στο πρόσωπο άλλου ή απερισκεψία (recklessness) ως προς το κατά πόσο θα επιβληθεί βία. Στην υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574 λέχθηκε ότι ο Νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα, παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο Κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία.
Σύμφωνα με τα ευρήματά μου ο Κατηγορούμενος τόσο εντός του οχήματος του κατά την στιγμή που επέστρεφαν από τον νοσοκομείο όσο και μετέπειτα στο σπίτι της ΜΚ1 κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος της, αφού στην πρώτη περίπτωση προσπάθησε να την χτυπήσει πάνω στο κεφάλι της ενώ στην δεύτερη περίπτωση είχε αρχίσει να την σπρώχνει και προσπάθησε να την χτυπήσει ξανά. Συνακόλουθα η πιο πάνω συμπεριφορά που επιδείχθηκε από τον Κατηγορούμενο προς ΜΚ1 ήταν επιθετική. Τα όσα ο Κατηγορούμενος ενήργησε αποτελούν μορφή βίας η οποία ασκήθηκε από μέρους του εναντίον της ΜΚ1 χωρίς την συγκατάθεσή της και επομένως, παράνομα.
Υπό το φως των πιο πάνω ο Κατηγορούμενος άσκησε πραγματική και παράνομη βία στο πρόσωπο της ΜΚ1 χωρίς την συγκατάθεσή της και με πρόθεση ως προκύπτει από τις πιο πάνω περιγραφείσες συνθήκες υπό τις οποίες η πιο πάνω πράξεις του τελέσθηκαν.
Κρίνω λοιπόν ότι η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει τόσο το αδίκημα της της 1ης κατηγορίας το οποίο συντελέστηκε εντός του οχήματος του Κατηγορούμενου, όσο και το αδίκημα της 7ης κατηγορίας το οποίο συντελέστηκε αργότερα στο σπίτι της ΜΚ1 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το αδίκημα της 2ης και της 8ης στηρίζεται στο άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:
«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημά και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ».
Ως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα :
1. Ο Κατηγορούμενος να απειλήσει άλλον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη.
2. Με την εν λόγω απειλή να προκληθεί στο άλλο πρόσωπο τρόμος ή
ανησυχία.
Δεν είναι λοιπόν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, να αποδειχθεί η ύπαρξη απειλής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης. Θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ότι η απειλή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον παραπονούμενο. Το περιεχόμενο και η σημασία της απειλής για τον παραπονούμενο είναι συνεπώς βασικά για να διαπιστωθεί εάν πράγματι του προκλήθηκε τέτοιος τρόμος ή ανησυχία.
Στην απόφαση ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφ. 119/21 ημερ, 20.01.22 αναφέρθηκαν τα εξής :
«το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ως προς την πρόκληση του τρόμου ή της ανησυχίας στον απειλούμενο, αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Ο Κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν έχει σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για την διάπραξη του αδικήματος. Το Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα ύπαρξης πρόθεσης εκφοβισμού από τον Κατηγορούμενο, πρέπει να εξετάσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν το συμβάν. Τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και την συμπεριφορά τους, τόσο πριν όσο και κατά την διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και την φύση της απειλής».
Στην Νετζιήπ v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1 όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154 αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ’ αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος.
Στρεφόμενος στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και αφής στιγμής ως έχω ήδη υποδείξει ανωτέρω αποδέχτηκα το σύνολο της μαρτυρίας της ΜΚ1 η οποία όπως υπέδειξε η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς την ίδια ήταν τέτοια που της είχε δημιουργήσει φόβο και τον φοβόταν, οι φράσεις που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος τόσο εντός του αυτοκινήτου του όταν ήταν θυμωμένος και οδηγούσε αλόγιστα και επικίνδυνα αφού είχε επιταχύνει την ταχύτητα και πήγαινε ζίκ ζάκ όσο και όταν έφτασαν αργότερα στο σπίτι της, της είχαν δημιουργήσει φόβο καθότι ενείχαν απειλητικό περιεχόμενο και χαρακτήρα και έγιναν με πρόθεση εκφοβισμού προς την ίδια, ενόψει και του γεγονότος ότι ο Κατηγορούμενος ήταν καθ’ όλη την διάρκεια που ήταν μαζί κατά την συγκεκριμένη ημέρα ήταν θυμωμένος και επιθετικός μαζί της χωρίς οποιοδήποτε σοβαρό και ουσιαστικό λόγο. Μάλιστα ο φόβος ο οποίος προκλήθηκε στην ΜΚ1 συνάγεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η ίδια πίστεψε ότι ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής της, αλλά και από το ότι λόγω του φόβου της το ίδιο το βράδυ αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι της και να μεταβεί σε ξενοδοχείο για να κοιμηθεί, ενώ την επομένη ημέρα μετέβηκε στην αστυνομία και προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη στο σύνολο τους, τις περιστάσεις που κατά τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο είχαν επισυμβεί κρίνω ότι οι απειλές που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος δεν ήταν κενές αλλά τουναντίον εμφανώς στοιχειοθετούσαν πρόθεση του Κατηγορούμενου για εκφοβισμό της ΜΚ1, οι οποίες θα μπορούσαν αντικειμενικά να προκαλέσουν στον μέσο άνθρωπο τρόμο η ανησυχία όπως τελικά και της προκάλεσαν.
Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την 2η και 8η κατηγορία στις οποίες ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος.
Το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης ρυθμίζεται από το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, που έχει ως ακολούθως:
«Όποιος σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουσθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει παρευρισκόμενο πρόσωπο σε επίθεση είναι ένοχος πλημμελήματος…».
Προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δημόσιας εξύβρισης είναι:
- η εξύβριση άλλου προσώπου
- σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο μη δημόσιο με τρόπο ή κάτω από συνθήκες που είναι ενδεχόμενο να ακουσθεί σε δημόσιο χώρο και
- κατά τρόπο που είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο σε επίθεση.
Το τι αποτελεί εξύβριση δεν καθορίζεται στον Ποινικό Κώδικα. Αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και έχοντας υπόψη τις επικρατούσες απόψεις περί ηθικής και ευπρέπειας. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Όπως αναφέρεται στην Αγγλική υπόθεση Brutus v. Cozens (1972) 2 ALL ER 1297:
«An ordinary sensible man knows an insult when he sees or hears it».
Επίσης στην υπόθεση Bolster v. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 89 λέχθηκε ότι η εξύβριση στοιχειοθετείται όταν το χρησιμοποιηθέν υπό συνθήκες αντιπαράθεσης λεκτικό δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ως μη υβριστικό. Επομένως, η ακριβής λεκτική απόδοση των εκφρασθέντων στερείται οιασδήποτε ουσιώδους σημασίας. Στις λέξεις που εκστομίζονται πρέπει να αποδίδεται το συνηθισμένο τους νόημα. Δεν χρειάζεται απόδειξη στοιχείου πραγματικής πρόκλησης οποιουδήποτε παρευρισκομένου να επιτεθεί. Είναι αρκετό ότι όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 99 είναι ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Το κριτήριο είναι και πάλι αντικειμενικό, δηλαδή, κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί (Βλ. ΓΕ v. Ναταλία Καζίνα (1999) 2 ΑΑΔ 503 και Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 98).
Όσον αφορά στην έννοια του δημόσιου χώρου αυτή καθορίζεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε:
«δημόσιος χώρος ή δημόσιο υποστατικό περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτήριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης όπου το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής καθώς και κτήριο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φράσεις που ο Κατηγορούμενος εκστόμισε προς την ΜΚ1 και αναφέρονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της 3ης κατηγορίας αποτελεί εξύβριση εν τη εννοία του Νόμου. Επίσης με βάση την μαρτυρία που έχω αποδεχτεί, ο Κατηγορούμενος εκστόμισε τις πιο πάνω φράσει προς την ΜΚ1, ενώ ήταν αρκετά εκνευρισμένος. Οι φράσεις αυτές λέχθηκαν από τον Κατηγορούμενο κατά την στιγμή που αυτός βρισκόταν εντός του νοσοκομείου Πάφου και δη σε δημόσιο χώρο. Μάλιστα ως έχω ήδη αποδεχτεί από την μαρτυρία της ΜΚ1 το προσωπικό του νοσοκομείου άκουγε τον Κατηγορούμενο που συμπεριφερόταν κατά τον τρόπο αυτό εναντίον της αλλά κανένας δεν είχε επέμβει να τον συνετίσει. Αφής στιγμής ο Κατηγορούμενος εκστόμισε τις πιο πάνω φράσεις εναντίον της ΜΚ1 κατά την στιγμή που βρισκόντουσαν εντός δημοσίου χώρου και υπήρχαν παριστάμενα πρόσωπα, δηλαδή το προσωπικό του νοσοκομείου, κρίνω ότι η εκστόμιση αυτών των φράσεων θα μπορούσε να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση.
Σε ότι αφορά την 9η κατηγορία, ο Κατηγορούμενος συνέχισε να επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις και κατά την στιγμή της άφιξης του στο σπίτι της ΜΚ1. Συνεπώς και κατά τον χρόνο αυτό βρισκόταν σε μη δημόσιο χώρο. Παρόλα αυτά όμως δεν έχει τεθεί καμία απολύτως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για το κατά πόσο οι φράσεις αυτές που εκστόμιζε ο Κατηγορούμενος προς την ΜΚ1 κατά την στιγμή που βρίσκονταν στο σπίτι της, ήταν ενδεχόμενο να ακουστούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την 3η κατηγορία ενώ απέτυχε να αποδείξει την 9η κατηγορία στην οποία ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Η 4η και 10η κατηγορία, αφορούν στο αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας το στηρίζεται στα άρθρα 2, 5(ζ) και 6 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021.
Το άρθρο 6 του πιο πάνω νόμου προνοεί τα εξής:
«Πρόσωπο, το οποίο με τη συμπεριφορά του η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα γυναίκας ή της προκαλεί πραγματικό φόβο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Τα συστατικά στοιχεία λοιπόν του εν λόγω αδικήματος είναι τα εξής :
- Οποιαδήποτε συμπεριφορά προσώπου εναντίον γυναίκας
- Η συμπεριφορά αυτή να εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές
- Η συμπεριφορά να πλήξει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της γυναίκας εναντίον της οποίας στρέφεται ή να της προκαλεί πραγματικό φόβο.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «γυναίκα» σημαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαμβάνει τέτοιο πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του. Εν προκειμένω δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η ΜΚ2 εντάσσεται εντός της πιο πάνω έννοιας του νόμου και ότι είναι γυναίκα.
Περαιτέρω το εύλογο ερώτημα που προκύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εναντίον της ΜΚ1 αν ήταν τέτοια που εκφράστηκε από τον ίδιο με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε αυτός να συνιστά εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές, αλλά και κατά πόσο η συμπεριφορά του αυτή έπληξε την ψυχολογική της ακεραιότητα ή της προκάλεσε πραγματικό φόβο.
Αδιαμφισβήτητα από την μαρτυρία που έχω αποδεχτεί προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος απείλησε ως έχω ήδη καταλήξει την ΜΚ1 τόσο εντός του αυτοκινήτου του καθώς έφευγαν από το νοσοκομείο όσο και κατά την στιγμή που αφίχθηκαν στο σπίτι της προκαλώντας έτσι κατά τον τρόπο αυτό πραγματικό φόβο αφού η τελευταία αναγκάστηκε να τον καταγγείλει στην αστυνομία αλλά και να εγκαταλείψει το ίδιο βράδυ το σπίτι της για να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο. Μάλιστα η ΜΚ1 εξαιτίας της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου ειδικά εντός του αυτοκινήτου του, ενώ αυτός άρχισε να οδηγεί βιαστικά και να πηγαίνει ζικ ζακ μέσα στον δρόμο εφόσον ήταν πολύ θυμωμένος αλλά και ένεκα της απειλής που της εκστόμισε, πίστεψε ότι θα ήταν η τελευταία ημέρα της ζωής της. Μάλιστα ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να την χτυπήσει αλλά η ίδια κατάφερε να τον απωθήσει. Τέλος, ως επίσης ανωτέρω υπέδειξα, παρόμοια συμπεριφορά επέδειξε ο Κατηγορούμενος και κατά την στιγμή που έφτασαν στο σπίτι της.
Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τόσο την 4η όσο και την 10η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και συναφώς κρίνεται ένοχος.
Το αδίκημα της 5ης και 11ης κατηγορίας ρυθμίζεται από τα άρθρα 2 και 3 του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική παρακολούθηση Νόμου 114(Ι)/2021.
Το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου ορίζει ότι θύμα είναι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου
(α)………………………………………………………….
(β) κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα νόμο
ποινικό αδίκημα είτε αυτό…………………….., είτε εκκρεμεί η εκδίκαση
αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου.
Σε ότι αφορά την έννοια της «παρενόχλησης» αυτή έχει την έννοια της πρόκλησης ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο ενώ σε ότι αφορά την έννοια της «συμπεριφοράς σε σχέση με παρενόχληση προσώπου» σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον 2 φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση και στην περίπτωση που αυτή αφορά στην παρενόχληση 2 η περισσοτέρων προσώπων στην επίδειξη τοιαύτης συμπεριφοράς τουλάχιστον 1 φοράς για κάθε πρόσωπο.
Το δε άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου ορίζει τα εξής :
«Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προκληθείσα παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του ή και εναντίον μέλους της οικογένειας του ή και εναντίον της περιουσίας του, το πρόσωπο που προβαίνει στην τοιαύτη συμπεριφορά υπόκειται………..
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση».
Από το πιο πάνω λεκτικό του άρθρου προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρενόχλησης είναι τα εξής :
- Πρόσωπο να προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση
- Ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση.
Έχοντας λοιπόν υπόψη μου τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει, θα εξετάσω, κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει τα αδικήματα σε σχέση με τις σχετικές κατηγορίες που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.
Έχει λοιπόν προκύψει μέσα από την μαρτυρία την οποία έχω αποδεχτεί, ότι ο Κατηγορούμενος σε καθ’ όλη την διάρκεια της συνάντησης του με την ΜΚ1 ήταν επιθετικός. Κορύφωση της συμπεριφοράς του αυτής αποτέλεσε το περιστατικό το οποίο σύμφωνα με την ΜΚ1 συντελέστηκε ενώ οδηγούσε το όχημα του από το νοσοκομείο προς το σπίτι τους. Ειδικότερα σύμφωνα με την μαρτυρία που έχω αποδεχθεί, ο Κατηγορούμενος επειδή εκνευρίστηκε λόγω του ότι δεν έβρισκε το βενζινάδικο που ήθελε άρχισε να οδηγεί με τρόπο αλόγιστο και επικίνδυνο ενώ είχε ως συνεπιβάτες τόσο την ίδια την ΜΚ1 όσο και τα παιδιά του αναφέροντας της μάλιστα ότι θα τους σκοτώσει όλους προκαλώντας είτε δυστύχημα ή με άλλο τρόπο. Επίσης επιχείρησε να την χτυπήσει αλλά η ΜΚ1 τον απώθησε. Την ίδια μάλιστα απειλή και συμπεριφορά, ο Κατηγορούμενος εκστόμισε και επέδειξε για ακόμη μια φορά ενώ είχε αφιχθεί στο σπίτι της ΜΚ1 αφού προηγουμένως άρχισε να την σπρώχνει.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος υπό τις ανωτέρω δοθείσες περιστάσεις, επέδειξε συμπεριφορά που συνιστούσε παρενόχληση η οποία συντελέστηκε σε δύο μάλιστα διαφορετικές περιπτώσεις προκαλώντας στην ΜΚ1 αγωνία και ανησυχία. Εξ’ ου και η καταγγελία της εναντίον του στην αστυνομία.
Τέλος θα πρέπει να υποδείξω ότι εφόσον η σχέση του Κατηγορούμενου με την ΜΚ1 είχε διαλυθεί και οι σχέσεις τους είχαν κλονιστεί αφού μάλιστα εναντίον του Κατηγορούμενου είχε προηγηθεί και άλλη καταγγελία στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε και το απαγορευτικό διάταγμα, συνεπώς ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι η συμπεριφορά στην οποία προέβαινε συνιστούσε παρενόχληση. Και αυτό το γνώριζε μεταξύ άλλων καθότι η ΜΚ1 τον είχε ήδη εγκαταλείψει εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στον γάμο τους αφού ήδη από το έτος 2020 είχαν χωρίσει και ζούσαν σε ξεχωριστά σπίτια.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, κρίνω ότι Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει εναντίον του Κατηγορούμενου την 5η και 11η κατηγορία στην οποία και κρίνεται ένοχος.
Συνεπώς ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 1η, 2η, 3η, 4η, 5η, 7η, 8η, 10η και 11η κατηγορία ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 9η κατηγορία.
(Υπ) ………………………..…..
Σ. Συμεού , Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο