
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 5245 / 2025
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
K. D. F. A.
_________
Ημερομηνία: 25 Αυγούστου 2025
Εμφανίσεις:
Μ. Αντωνίου, Ε. Μανώλη (κα) για την Κατηγορούσα Αρχή
Ε. Πατσαλίδη (κα) για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
Αίτημα για προσωρινή κράτηση μέχρι τη δίκη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση δια διείσδυσης, σεξουαλική παρενόχληση, άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, διαφθορά γυναίκας με νοητική ή και ψυχική αναπηρία και συναφή αδικήματα, που φέρονται να διαπράχθηκαν την 9η Αυγούστου του 2025.
2. Τα γεγονότα που κατέλεξαν στην εναντίον του ποινική υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την όψη του μαρτυρικού υλικού (Τεκμήριο Α) είναι τα εξής: Τη 12η Αυγούστου του 2025 η καταγγέλλουσα, ηλικίας 24 ετών, με ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα, ανέφερε στην οικογένειά της πως την 9η Αυγούστου του 2025 υπέστη βιασμό από άτομο με το οποίο συνεργάζονται σε ξενοδοχείο στην Πάφο. Την ίδια ημέρα, ώρα 23:30, μετέβη συνοδευόμενη από την οικογένειά της στην Αστυνομία για σχετική καταγγελία. Την 13η Αυγούστου του 2025 έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση. Ανέφερε τις λεπτομέρειες όσων κατά τη θέση της έλαβαν χώρα. Σύμφωνα με την καταγγελία της, το Σάββατο, 09.08.2025, ώρα 22:00 περίπου, όταν σχόλασε από την εργασία της στο ξενοδοχείο (αναφέρονται τα στοιχεία του), συναντήθηκε με άνδρα, υπάλληλο του ίδιου ξενοδοχείου, με τον οποίον διατηρούν φιλική σχέση. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Κατηγορούμενος. Η γνωριμία τους χρονολογείται εδώ και τρία χρόνια, λόγω του κοινού τους εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ υπάρχει και μεταξύ τους επικοινωνία στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Instagram. Όταν συναντήθηκαν το βράδυ της 9ης Αυγούστου, αρχικά κάθισαν σε ένα μικρό όχημα τύπου baggy, σε σημείο πλησίον του ξενοδοχείου. Καθώς συνομιλούσαν, στην Αγγλική γλώσσα, εκείνος την αγκάλιαζε και τη φιλούσε στο στόμα και στον λαιμό. Δεν της άρεσαν οι κινήσεις στις οποίες προέβαινε. Εκείνος της είπε να μην αναφέρει οτιδήποτε σε οποιονδήποτε για να μην χάσει τη δουλειά του και ότι θα είναι το μυστικό τους. Σε εκείνο το σημείο υπήρχαν περαστικοί. Ο Κατηγορούμενος την πήρε σε άλλο σημείο όπου θα ήταν μόνοι τους. Εκεί ο Κατηγορούμενος ήθελε να ουρήσει και ζήτησε από την καταγγέλλουσα να πάει κοντά του εκείνη την ώρα. Η καταγγέλλουσα δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Εκείνος επέμενε. Η ίδια προχώρησε προς το μέρος του, αλλά χωρίς να πάει πολύ κοντά. Όταν ο Κατηγορούμενος τελείωσε, πλησίασε την καταγγέλλουσα, της κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχο και ακολούθως κατέβασε και ο ίδιος τα δικά του. Η καταγγέλλουσα του ανέφερε πως δεν ένιωθε άνετα με ό,τι συνέβαινε και πως δεν ήθελε να κάνουν κάτι. Ο Κατηγορούμενος της ζήτησε να αγγίξει το πέος του, να το πιάσει και να το βάλει στον πρωκτό της. Η ίδια έλεγε συνεχώς στον Κατηγορούμενο πως δεν ήθελε. Εκείνος την πίεζε συνεχώς να προχωρήσουν. Η ίδια, ενεργώντας υπό πίεση, όπως αναφέρει, προσπάθησε να κάνει αυτό που της ζητούσε, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνος τότε το έπραξε μόνος του. Η καταγγέλλουσα περιέγραψε στην ανακριτή την κίνηση και τη στάση καθώς και το τι ακριβώς ένιωθε όταν ο Κατηγορούμενος διείσδυσε. Ανέφερε ότι πονούσε, δεν ήθελε και ότι αυτό το είχε αναφέρει στον Κατηγορούμενο. Ήταν δε θυμωμένη που δεν την άκουγε. Κατήγγειλε ότι ο Κατηγορούμενος ενήργησε χωρίς η ίδια να το επιθυμεί. Επέστρεψαν μαζί στο ξενοδοχείο. Εκείνη του είπε ότι πονούσε. Εκείνος της ζήτησε συγγνώμη. Η καταγγέλλουσα ανέφερε πως δεν έγινε χρήση προφυλακτικού και δεν γνωρίζει εάν ο Κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει, νομίζει πως όχι. Φορούσε τα ρούχα της δουλειάς της, τα οποία πλύθηκαν στο πατρικό της, καθότι δεν ενημέρωσε άμεσα τους γονείς της. Ο Κατηγορούμενος φορούσε τη φανέλα της δουλειάς του, αλλά η ίδια δεν θυμάται το χρώμα του παντελονιού του. Όταν είχε επιστρέψει στο σπίτι της, δεν είπε κάτι για το συμβάν. Πήγε στο δωμάτιο της. Πονούσε. Φορούσε σερβιέτα υγείας που είχε επάνω κόπρανα, όπως και στο χαρτί με το οποίο σκουπίστηκε. Τα πέταξε στον κάλαθο του δωματίου της. Όταν ανέφερε στη μητέρα της το συμβάν, σε μεταγενέστερο χρόνο, η σερβιέτα εντοπίστηκε και παραλήφθηκε ως τεκμήριο. Με τον Κατηγορούμενο συναντήθηκαν και την επόμενη ημέρα, δηλαδή τη 10η Αυγούστου. Ήταν Κυριακή. Η ίδια είχε πάει να τον βρει σε φιλικό του πρόσωπο. Εκεί βρίσκονταν και η φιλενάδα του εν λόγω προσώπου. Δεν ανέφερε περαιτέρω στοιχεία για τα πρόσωπα αυτά. Ο Κατηγορούμενος την έβαλε να καθίσει στα πόδια του, την κρατούσε από τη μέση και της έπιανε το στήθος. Η καταγγέλλουσα σε κατοπινό στάδιο ανέφερε σε φιλικά της πρόσωπα και στον πρώην σύντροφό της τι συνέβη την 9η Αυγούστου. Τη συμβούλευσαν να μιλήσει στους γονείς της, όπως και έπραξε.
3. Βάσει της προαναφερόμενης καταγγελίας εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου, το οποίο εκτελέστηκε την 14.08.2025 ώρα 11:10. Κατά την επίστηση, ο Κατηγορούμενος απάντησε: «No! Why?». Λήφθηκαν καταθέσεις από τον πρώην σύντροφο της καταγγέλλουσας (Κυανούν 22), τη μητέρα της (Κυανούν 10), τον αδελφό της (Κυανούν 39), τον πατέρα της (Κυανούν 38), μία φίλη και συνάδελφό της (Κυανούν 37). Ανέφεραν το τι τους είπε η καταγγέλλουσα σχετικά με το ίδιο συμβάν της 9ης Αυγούστου. Καταθέσεις λήφθηκαν και από φιλικά πρόσωπα του Κατηγορούμενου, από τον ίδιο κύκλο. Ήταν παρόντες στη συνάντηση της επομένης (Κυανούν 24, Κυανούν 26, Κυανούν 42). Ένας εξ αυτών (Κυανούν 26) ανέφερε πως καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης, ο Κατηγορούμενος και η καταγγέλλουσα μιλούσαν μεταξύ τους, δεν έδωσαν την εντύπωση πως συνέβαινε οτιδήποτε άλλο πλην από φιλία ούτε υπήρξαν αγγίγματα ή φυσική επαφή ή ακόμα και φλερτ. Η καταγγέλλουσα είχε φύγει μόνη της από το μέρος 30 λεπτά μετά που είχε πάει. Άλλος μάρτυρας (Κυανούν 42) ανέφερε πως κατά την παρουσία της καταγγέλλουσας εκεί, η οποία φαίνεται πως είχε πάει μόνον για τον Κατηγορούμενο, εκείνη χαμογελούσε και ήταν φιλική μαζί του. Δεν κατάλαβε να έχουν σχέση ούτε είδε τον Κατηγορούμενο να την αγγίζει. Δεν είδε πότε και πώς έφυγε. Ο Κατηγορούμενος, στην ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε πως κατάγεται από Τόγκο. Ήρθε στην Κύπρο τις 03.03.2021. Αιτήθηκε πολιτικό άσυλο. Μένει μόνος του σε ένα δωμάτιο στην περιοχή που ανέφερε, χωρίς να θυμάται το όνομα της διεύθυνσης. Στην Κύπρο βρήκε δουλειά σε ένα ξενοδοχείο, από το 2022. Γνωρίζει την καταγγέλλουσα. Ερωτήθηκε με κλειστή ερώτηση για τις σχέσεις του με την καταγγέλλουσα. Ανέφερε πως αρχικά οι σχέσεις τους ήταν τυπικές μόλις γνωρίστηκαν, αλλά τον τελευταίο μήνα ήταν πιο φιλικές, διότι η καταγγέλλουσα του έδειξε εμπιστοσύνη και άρχισε να του μιλά για τον πρώην της που την εγκατέλειψε. Ερωτήθηκε γιατί του έδειξε εμπιστοσύνη και άρχισε να του μιλά για τον πρώην της και τα προβλήματά τους. Απάντησε πως δεν μιλούσε μόνον στον ίδιο, αλλά είχε μιλήσει και σε άλλα άτομα από τη δουλειά, ο ίδιος έτυχε να ήταν πολλές φορές παρών κατά τις συνομιλίες αυτές με άλλα πρόσωπα. Ουδέποτε είχε κάτι ερωτικό μαζί της ούτε τη φίλησε ποτέ, αλλά είχαν σωματική επαφή, δύο αγκαλιές, σε δύο ξεχωριστές στιγμές, για να την παρηγορήσει. Η μία ήταν το Σάββατο της 9ης Αυγούστου και η άλλη την Κυριακή της 10ης Αυγούστου. Αρνήθηκε ότι το Σάββατο της 9ης Αυγούστου είχε έρθει σε παρά φύση συνουσία μαζί της, λέγοντας πως εάν εκείνη ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο, είναι ψέμα. Την αποχαιρέτισε το βράδυ που ισχυρίζεται πως τη βίασε. Μετά που πήγε σπίτι της του έστελνε μηνύματα. Την επομένη επίσης επικοινώνησαν και συναντήθηκαν σε σπίτι με φιλικά πρόσωπα, τα στοιχεία των οποίων έδωσε. Υπήρχαν ακόμα τρεις γυναίκες εκεί, με τις οποίες μιλούσε η καταγγέλλουσα. Ερωτήθηκε συγκεκριμένα για την 9η Αυγούστου, γιατί θεωρεί πως του έστειλε μήνυμα μετά. Ανέφερε την εκδοχή του για τα πράγματα όπως ο ίδιος θεωρεί πως έγιναν, από την αρχή. Την 9η Αυγούστου ο ίδιος είχε πάει στη δουλειά του ώρα 15:00 μέχρι ώρα 23:30. Μεταξύ των ωρών 21:00 με 22:00, ενώ ο ίδιος ήταν έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου, σε ένα όχημα τύπου baggy, τον προσέγγισε η καταγγέλλουσα και του ζήτησε να την πάρει περίπατο με το εν λόγω όχημα. Εκείνη δεν ήταν σε καλή ψυχολογική κατάσταση. Ήταν στεναχωρημένη και αναστατωμένη γιατί είχε χωρίσει και ήθελε να μιλήσει. Ο ίδιος δεν είχε πολλή δουλειά εκείνην την ώρα. Δέχθηκε και την πήρε περίπατο. Διήρκησε 15 λεπτά. Ήταν πίσω από το ξενοδοχείο. Προθυμοποιήθηκε να υποδείξει τα ακριβή σημεία. Όταν τελείωσε ο περίπατος, την πήρε κοντά στο αυτοκίνητό της, το οποίο ήταν σταθμευμένο κοντά στην έξοδο του ξενοδοχείου. Δεν γνωρίζει εάν υπάρχουν κάμερες στα διάφορα σημεία. Ουδέποτε στη ζωή του, όπως είπε, βίασε κοπέλα. Δεν γνωρίζει γιατί τον κατηγορεί ότι ήρθαν σε συνουσία, εφόσον ο ίδιος ουδέποτε την άγγιξε ερωτικά. Μετά που την είχε πάρει στο αυτοκίνητό της, ο ίδιος συνέχισε τη δουλειά του. Εκείνο το βράδυ του είχε αναφέρει και πως είχε κάποια θέματα υγείας γενικά. Δεν γνωρίζει εάν ακολουθεί κάποια θεραπεία. Θεωρεί πως θα έχει κάποιο πρόβλημα, για να τα πει όλα αυτά, τα οποία δεν μπορεί να εξηγήσει διαφορετικά, εφόσον δεν είχε λόγο να πει τέτοια ψέματα.
4. Στον ανακριτικό φάκελο υπάρχει επιστολή με τίτλο «ψυχιατρική αξιολόγηση ασθενούς». Έχει συνταχθεί από ψυχίατρο. Αναφέρει πως παρακολουθεί ψυχιατρικά την καταγγέλλουσα από την 20.03.2025 για διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) και συναισθηματική διαταραχή με έντονο άγχος. Την αξιολόγησε στις 19.08.2025. Είχε αναφέρει η ίδια πως είχε τραυματικό βίωμα σεξουαλικής κακοποίησης που της προκάλεσε έντονα συμπτώματα άγχους, συναισθηματικής αστάθειας και ψυχοσωματικών εκδηλώσεων. Κατά την εξέταση, παρουσίαζε ικανότητα αντίληψης και συνεργασίας και ήταν σε θέση να περιγράψει σε σαφήνεια γεγονότα και να απαντά με συνέπεια σε ερωτήσεις κατά την εκτίμηση της ψυχιάτρου με ειλικρίνεια. Κατά την κρίση της, μπορεί να καταθέσει ως μάρτυρας, με επαρκή αντίληψη της διαδικασίας.
5. Την 14.08.2025 διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση της καταγγέλλουσας. Δεν υπήρχαν κακώσεις στη γενετική περιοχή ούτε εξωτερικές κακώσεις. Παραλήφθηκαν τεκμήρια (τραχηλικό επίχρισμα, κολπικό επίχρισμα, επίχρισμα εξωτερικά των γεννητικών οργάνων, πρωκτικό επίχρισμα των γεννητικών οργάνων κ.λπ.). Την 19.08.2025 λήφθηκαν και παρειακά επιχρίσματα από τον Κατηγορούμενο. Δεν είναι ακόμη έτοιμα τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
6. Την 22.08.2025 ο Κατηγορούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατόπιν διαπίστωσης ότι οι εναντίον του κατηγορίες δεν εκδικάζονται συνοπτικά και ότι δεν υφίσταται συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα για τη συνοπτική εκδίκασή τους, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, το οποίο συνεδριάζει την 20.10.2025.
7. Μετά από την παραπομπή του Κατηγορούμενου στο Κακουργιοδικείο η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για την κράτησή του μέχρι την εμφάνισή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το αίτημα βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας. Στο πλαίσιο αυτού του αιτήματος ήταν που προσκόμισε το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α).
8. Η πλευρά του Κατηγορούμενου πρόβαλε ένσταση στο αίτημα αυτό. Ακολούθησε σχετική ακροαματική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας ακούστηκε το σύνολο της επιχειρηματολογίας.
9. Η πλευρά του Κατηγορούμενου αμφισβητεί τόσο τις πιθανότητες καταδίκης του Κατηγορούμενου με βάση την υφιστάμενη μαρτυρία όσο και την ύπαρξη κινδύνου φυγοδικίας. Έθιξε σημεία στη μαρτυρία που κατά την άποψή της συνιστούν αντιφάσεις ή ενδείξεις ψεύδους από πλευράς της καταγγέλλουσας. Σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας που πρόβαλε η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, η συνήγορος του Κατηγορούμενου ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος τα τελευταία χρόνια έχει σταθερή διαμονή και εργασία στην Κύπρο και δεν έχει επιχειρήσει οποτεδήποτε να φύγει από την Κύπρο. Έχει υποστηρικτικό περιβάλλον, τους φίλους του, οι οποίοι προτίθενται να συμβάλλουν ως προς το να δοθούν εγγυήσεις για την απελευθέρωσή του. Ο ίδιος, ο οποίος αισθάνεται αδικημένος καθότι θεωρεί ότι δεν έχει διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία έχει καταγγελθεί, πάσχει από άσθμα, ήδη χρειάστηκε η μεταφορά του σε τρεις διαφορετικές αίθουσες αλλά και στο νοσοκομείο. Προσκομίστηκε απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση σε παρόμοιας φύσης υπόθεση, με αριθμό 7347/2023, όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, κατόπιν παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, δεν ενέκρινε το αίτημα κράτησης και επέβαλε περιοριστικούς όρους (Τεκμήριο Β).
10. Αντέτεινε η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής πως το πρόβλημα υγείας του Κατηγορούμενου δεν είναι της σοβαρότητας που αποκλείει την κράτηση μέχρι τη δίκη, με αναφορά σε σχετική νομολογία.
11. Ως προς τις νομικές αρχές, σημειώνονται τα εξής:
11.1. Η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης του Κατηγορούμενου, είναι η απόλυση υπό όρους, απόρροια του κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας του. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση[1].
11.2. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση. Ο κίνδυνος φυγοδικίας, επί του οποίου βασίζεται το αίτημα, είναι ένας εξ αυτών.
11.3. Οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας[2] είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης, όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου.
11.4. Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν εξετάζεται απομονωμένα. Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και ως γενική αρχή πρέπει να παραμένει ελεύθερος, εκτός εάν πληρούνται αυστηρά οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κράτησή του. Η σοβαρότητα εκτιμάται τόσο από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής όσο και από τη φύση του αδικήματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες σε περίπτωση καταδίκης. Ωστόσο ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν συναρτάται αποκλειστικά με τη σοβαρότητα των κατηγοριών. Επίσης εξετάζεται κατά πόσον πιθανολογείται καταδίκη με βάση τη φαινομενική ισχύ του μαρτυρικού υλικού. Το επίπεδο δεν είναι στο ύψος του εκ πρώτης όψεως ούτε το Δικαστήριο εκφέρει άποψη για τη δεκτότητα ή την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ούτε προβαίνει σε διαπιστώσεις ή συμπεράσματα επί της ουσίας. Περιορίζεται στο να πιθανολογήσει. Το κριτήριο της πιθανολόγησης καταδίκης είναι σαφώς χαμηλότερο. Η απόφαση βασίζεται στο κατά πόσον, από τη συνολική εικόνα του μαρτυρικού υλικού, διαφαίνεται πιθανότητα καταδίκης, ακόμη και εάν ταυτόχρονα υπάρχει εύλογη προσδοκία αθώωσης. Η εκτίμηση της πιθανότητας γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, χωρίς σχόλια ή παρατηρήσεις για την ισχύ του υλικού που δυνατόν να προκαταλάβουν την κύρια δίκη ή να επηρεάσουν την κρίση επί της ουσίας. Στην πιθανολόγηση καταδίκης λαμβάνεται υπόψη και η κατάθεση του κατηγορούμενου όπου υφίσταται και δίδει πληρέστερη εικόνα για τα γεγονότα[3].
11.5. Η σημασία της ύπαρξης δεσμών με την Κύπρο έγκειται στο ότι δυνατόν να λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με την πιθανότητα διαφυγής και τη μη εμφάνιση στη δίκη[4]. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο Κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος Κατηγορούμενος[5]. Οι δεσμοί, όπου υπάρχουν, δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων και δεν εξαλείφουν με κάποιον αυτονόητο τρόπο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Η παντελής ανυπαρξία οποιωνδήποτε δεσμών συνηθέστερα καθιστά υπαρκτό τον κίνδυνο φυγοδικίας[6]. Ό,τι εξετάζεται, είναι η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης στο Δικαστήριο για τη δίκη. Γενικά εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας υφίσταται και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, δικαιολογείται η κράτηση.
12. Προχωρώντας στην εξέταση του αιτήματος, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος στην προκειμένη περίπτωση είναι αναμφίβολα σοβαρές και επαπειλούνται με πολυετείς ποινές φυλάκισης. Σε περίπτωση καταδίκης του, πιθανότερη είναι η επιβολή ποινής φυλάκισης ως συνηθέστερη στη δικαστική πρακτική για τέτοιας φύσης αδικήματα. Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν έτυχε αμφισβήτησης.
13. Τα αδικήματα της φύσης που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα και η αποδεικτική διαδικασία εμφανίζει πολυπλοκότητα, ιδίως όταν εντάσσονται σε πλαίσιο ήδη υφιστάμενης προσωπικής ή φιλικής σχέσης. Η ύπαρξη ή η απουσία συναίνεσης, σε σύνθετο σχεσιακό πλαίσιο, με συνυπάρχουσες διάφορες άλλες χρονικές στιγμές, συμπεριφορές, συναισθήματα και αντιδράσεις, δεν είναι πάντοτε ευκρινής, ακόμα και στην εις βάθος αξιολόγηση. Συχνά η μαρτυρία συνίσταται στον λόγο του ενός έναντι του άλλου, πλαισιωμένο από τις περιστάσεις που περιβάλλουν το επίδικο συμβάν, γεγονός που καθιστά αναγκαία την προσεκτική αξιολόγηση της αξιοπιστίας των εμπλεκομένων και την ανάλυση της αλληλουχίας των περιστατικών. Στο παρόν στάδιο, το έργο του Δικαστηρίου δεν είναι, να προβεί σε εις βάθος έλεγχο της αξιοπιστίας ή σε στάθμιση επί της ουσίας. Αυτό θα συμβεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο. Θα πρέπει όμως το Δικαστήριο να διαπιστώσει εάν από την όψη του διαθέσιμου μαρτυρικού υλικού προκύπτει η απαιτούμενη πιθανολόγηση καταδίκης για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Συνακόλουθα των όσων έχουν διευκρινιστεί, όσα ανέφερε η πλευρά της Υπεράσπισης, τα οποία εμπίπτουν σε πλαίσιο ουσιαστικής αξιολόγησης με σκοπό να καταδειχθεί ψεύδος εκ μέρους της καταγγέλλουσας, είναι μεν κατανοητό πως συνιστούν μία θέση του Κατηγορούμενου, πλην όμως θα πρέπει να εξεταστούν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.
14. Από το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α), στην όψη του, υπάρχει η οπτικογραφημένη κατάθεση της καταγγέλλουσας που έχει αρκετή λεπτομέρεια, μέρος της οποίας συνάδει και με ορισμένα πραγματικά στοιχεία που δίδονται στην ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (λ.χ. διάλειμμα από την εργασία του, μετά από συνάντηση στον χώρο του baggy, παρηγορητικές αγκαλιές, αναφορές σε θέματα περί εμπιστοσύνης, τα μηνύματα μετέπειτα, η συνάντηση και της επομένης στην οποία ο ίδιος ανέφερε πως υπήρξε και εκείνη την ημέρα παρηγορητική αγκαλιά, άλλος παριστάμενος ότι δεν υπήρχε καν φυσική επαφή κ.λπ.). Υπάρχει η εκδοχή της καταγγέλλουσας πως υπέστη βιασμό, με τον τρόπο που η ίδια περιγράφει· ότι απουσίαζε η συγκατάθεσή της και υπήρχε επιμονή και πίεση από πλευράς του Κατηγορούμενου· ότι ο Κατηγορούμενος της τόνισε ότι αυτό που συνέβη πρέπει να μείνει μεταξύ τους. Υπάρχουν μαρτυρίες από διαφορετικά άτομα στα οποία η καταγγέλλουσα εκφράστηκε. Υπήρξε και η πάροδος του χρόνου κατά τη διάρκεια της οποίας φαίνεται να υπήρξε στάθμιση ως προς το εάν θα έπραττε κάτι, δηλαδή δεν είναι περίπτωση άμεσης, παρορμητικής καταγγελίας στην οποία να στόχευσε εξ αρχής η καταγγέλλουσα, για συγκεκριμένο σκοπό. Δεν υπάρχει μαρτυρία από την οποία να αναδύεται σκοπιμότητα, να καταγγελθεί ο Κατηγορούμενος στην Αστυνομία για συγκεκριμένο άλλο λόγο, ώστε να συνυπολογιστεί στην όψη των πραγμάτων. Υπάρχει η αντίθετη εκδοχή του Κατηγορουμένου ότι το συγκεκριμένο χρονικό μέρος της συνάντησής τους την 9η Αυγούστου, που η καταγγέλλουσα περιγράφει και ως «βιασμό», είναι ψεύδος, που πιθανόν να αποδίδεται στην ψυχολογική κατάσταση της καταγγέλλουσας, σε δικές της επιθυμίες ή παρεξηγήσεις. Υπάρχει μία εκ πρώτης όψεως ψυχολογική αποτίμηση της καταγγέλλουσας που δίδει ορισμένα σημεία που χρήζουν προσεκτικής εξέτασης κατά την εκδίκαση, αλλά που δεν οδηγεί και σε κάποιο πρόδηλο ψεύδος ικανό να εκθεμελιώσει κάθε πιθανότητα καταδίκης. Εκκρεμούν περαιτέρω εξετάσεις, οι οποίες ασφαλώς είναι άγνωστο εάν θα δείξουν οτιδήποτε άλλο που να μπορεί να συνυπολογιστεί πρόσθετα θετικά προς την εκδοχή του Κατηγορούμενου· με τα επί του παρόντος δεδομένα εκλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν άλλες εξετάσεις που να υποστηρίζουν πρόσθετα θετικά την εκδοχή της καταγγέλλουσας. Στη βάση όσων προαναφέρθηκαν δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα καταδίκης για τους σκοπούς της διαδικασίας, σε ένα ποσοστό που να την καθιστά ορατή. Χωρίς από την άλλην να αναιρούνται και οποιοιδήποτε από τους λόγους βάσει των οποίων ο Κατηγορούμενος, ο οποίος ασφαλώς τεκμαίρεται αθώος, μπορεί να προσδοκά την αθώωσή του μετά από την εκδίκαση της υπόθεσης. Είναι διαρκώς στη σκέψη του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος μπορεί, μετά από την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί, περίπτωση στην οποίαν, εάν στο μεταξύ τεθεί υπό κράτηση, θα έχει υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία.
15. Με δεδομένο ότι υφίσταται επαρκής μαρτυρική βάση και για πιθανολόγηση καταδίκης, ώστε να δικαιολογείται η περαιτέρω εξέταση του αιτήματος κράτησης, το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει εάν συντρέχει κίνδυνος φυγοδικίας. Ο Κατηγορούμενος είναι υπήκοος τρίτης χώρας, αιτών και (πιθανόν) δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι, λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του αυτής, δεν διατηρεί ουσιαστικούς και επαρκείς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η πιθανότητα διαφυγής του. Η πλευρά της Υπεράσπισης εστιάζει στους δεσμούς που έχει αναπτύξει ο Κατηγορούμενος καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του στην Κύπρο.
16. Καταρχάς, να λεχθεί πως το γεγονός και μόνον ότι ο Κατηγορούμενος είναι αλλοδαπός δεν αρκεί αφ’ εαυτού για την τεκμηρίωση κινδύνου φυγοδικίας, όπως ορθώς επεσήμανε και η Υπεράσπιση. Εντούτοις, η παρούσα υπόθεση δεν περιορίζεται στη διάσταση της αλλοδαπότητας μεμονωμένα ούτε είναι την αλλοδαπότητα που εννοούσε η Κατηγορούσα Αρχή· ο Κατηγορούμενος διαμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας, το οποίο προϋποθέτει προσωρινή παραμονή και δεν συνεπάγεται μόνιμη εγκατάσταση ή πλήρη κοινωνική ένταξη. Η φύση αυτού του καθεστώτος, που εξ ορισμού στερείται των εχεγγύων της σταθερότητας, μειώνει ουσιαστικά τον βαθμό των δεσμών του με τη χώρα.
17. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαπίστωση και η διατύπωση αυτή δεν ισοδυναμεί με γενίκευση ότι όλοι οι αιτούντες ή δικαιούχοι διεθνούς προστασίας στερούνται δεσμών με τον τόπο παραμονής τους ή ότι αυτομάτως θεωρούνται ύποπτοι φυγοδικίας. Κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς, χωρίς στερεοτυπικές παραδοχές, οι οποίες δεν έχουν θέση στον δικανικό συλλογισμό. Λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι δεν προσκομίστηκαν ενδείξεις για προηγούμενη προσπάθεια διαφυγής του Κατηγορουμένου κατά τον χρόνο παραμονής του στην Κύπρο. Η παράμετρος αυτή αξιολογείται θετικά υπέρ του, πλην όμως συνεκτιμάται και υπό το πρίσμα ότι μέχρι σήμερα δεν φαίνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα να υπήρξε και πραγματική δοκιμασία των δεσμών του με τη χώρα ή περιστάσεις υπό τις οποίες ο Κατηγορούμενος να είχε κληθεί άλλοτε να επιλέξει μεταξύ παραμονής και διαφυγής.
18. Το κρίσιμο ζητούμενο στο σημείο αυτό είναι η διάγνωση της ύπαρξης, της φύσης και της έκτασης των δεσμών του Κατηγορουμένου με την Κυπριακή Δημοκρατία, σε συνδυασμό με τα λοιπά δεδομένα της υπόθεσης. Η ύπαρξη δεσμών δεν εξαντλείται στον χρόνο διαμονής ή σε περιστασιακή απασχόληση· προϋποθέτει ενδείξεις μονιμότητας, οικογενειακής ή περιουσιακής εγκατάστασης, κοινωνικής ένταξης και ύπαρξης αντικειμενικών εμποδίων που καθιστούν δυσχερή ή απαγορευτική τη μετακίνηση. Στην παρούσα υπόθεση, τέτοιες ενδείξεις δεν έχουν παρουσιαστεί, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος φυγοδικίας να μην μπορεί να αποκλειστεί
19. Η εργασιακή και κοινωνική δραστηριότητα του Κατηγορουμένου φαίνεται να αναπτύσσεται μόνον ενόσω ισχύει το καθεστώς προσωρινής παραμονής του χωρίς να λαμβάνει διαστάσεις μονιμότητας προς το παρόν. Ο Κατηγορούμενος διαμένει σε χώρο που δεν του ανήκει κατ’ ιδιοκτησία, εργάζεται σε ξενοδοχείο ως υπάλληλος και διατηρεί φιλικές σχέσεις ιδίως με πρόσωπα του ιδίου κοινωνικού κύκλου. Τα στοιχεία αυτά, συνυπολογιζόμενα με το χρόνιο πρόβλημα υγείας (άσθμα) που επικαλείται, δεν επαρκούν αθροιστικά, για να θεμελιώσουν δεσμούς ισχυρούς και μόνιμους με την Κυπριακή Δημοκρατία, ικανούς να αναιρέσουν ή να υπερκαλύψουν τον εκ πρώτης όψεως υφιστάμενο κίνδυνο φυγοδικίας, ο οποίος εδράζεται κυρίως στην εγγενή προσωρινότητα και την αστάθεια του καθεστώτος παραμονής του.
20. Η Υπεράσπιση επικαλέστηκε απόφαση σε μία πρωτόδικη υπόθεση, στην οποίαν το Δικαστήριο είχε απορρίψει τον ισχυρισμό περί κινδύνου φυγοδικίας. Στην εν λόγω υπόθεση ο Κατηγορούμενος είχε καταγωγή από το Ηνωμένο Βασίλειο, είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο επί κάπως μακρότερο χρονικό διάστημα, διέθετε εργασία και, παρά το ότι οι δεσμοί του χαρακτηρίστηκαν επίσης μη ισχυροί, συνεκτιμήθηκε υπέρ του και ότι αντιμετώπιζε άλλην ποινική υπόθεση, στην οποίαν δεν είχε φυγοδικήσει, αλλά αντίθετα συμμορφώθηκε πλήρως με τους όρους. Το στοιχείο εκείνο λειτούργησε ως αντικειμενική ένδειξη συνέπειας και υπευθυνότητας, συναρτώμενη με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του και ασφαλώς τα άλλα δεδομένα εκείνης της υπόθεσης, που δεν είναι στο σύνολό τους γνωστά στο Δικαστήριο με αυτή τη σύνθεση. Εντούτοις, τα έστω γνωστά μέσα από το κείμενο της απόφασης πραγματικά δεδομένα εκείνης της υπόθεσης διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα παρόντα. Πέραν αυτού, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός Δικαστηρίου σε μια υπόθεση δεν δεσμεύει άλλο ή ακόμα και το ίδιο Δικαστήριο σε διαφορετική υπόθεση. Ανάλογες διαφοροποιήσεις διαπιστώνονται λ.χ. και σε σχέση με την Cummings ν. Αστυνομίας, ΠΕ 137/2025, 11.06.2025, όπου η κατηγορούμενη είχε εισέλθει ανήλικη στην Κύπρο, ανατράφηκε εντός αυτής επί δεκαετία χωρίς οικονομική ανεξαρτησία και τελούσε υπό σταθερή ψυχιατρική παρακολούθηση· συνθήκες που συνιστούσαν αντικειμενικό εμπόδιο απομάκρυνσης. Οι συνθήκες αυτές δεν είναι συγκρίσιμες με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Υπάρχουν και διάφορες άλλες αποφάσεις με τις οποίες θα μπορούσε να γίνει σύγκριση. Η αναφορά σε άλλες αποφάσεις γενικά δεν δύναται να ανατρέψει την αρχή της εξατομικευμένης στάθμισης, που δεσμεύει το Δικαστήριο.
21. Στην υπό κρίση περίπτωση ο Κατηγορούμενος είναι ενήλικας, χωρίς ενδείξεις εξάρτησης από τρίτους ή σταθερής ενσωμάτωσης. Αντικειμενικά διαθέτει την πρακτική δυνατότητα απομάκρυνσης από τη χώρα, ως μέσο αποφυγής της σοβαρής δίκης που τον αναμένει. Δεν τεκμηριώνεται οποιαδήποτε προσωπική συνθήκη που να τον καθιστά καθηλωμένο ή αδύναμο να μετακινηθεί. Τα στοιχεία που επικαλέστηκε, δηλαδή η εργασία σε ξενοδοχείο, η προσωρινή διαμονή, οι φιλίες και το πρόβλημα υγείας (άσθμα), δεν θεμελιώνουν δεσμούς τέτοιας έντασης ή και ποιότητας που να καθιστούν την παραμονή του αναγκαία ή αδιάσπαστη.
22. Δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για τον χαρακτήρα ή τις προσωπικές συνήθειες του Κατηγορουμένου που να ενισχύουν την αξιοπιστία της παραμονής του. Το υποστηρικτικό περιβάλλον των φίλων του, όσο και εάν επιθυμεί να τον βοηθήσει, δεν συνιστά εχέγγυο παραμονής. Ο Κατηγορούμενος δεν διαθέτει οικογένεια, περιουσία ή άλλη δομή μόνιμης εγκατάστασης στην Κύπρο. Ο χώρος διαμονής του είναι προσωρινός και χωρίς συνδετικά στοιχεία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων ή το ζήτημα υγείας που επικαλείται δεν συνιστούν αντικειμενικά εμπόδια στην αναχώρησή του.
23. Περαιτέρω, δεν έχουν παρουσιαστεί ούτε στοιχεία σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση, την οικογενειακή βάση ή τις συνθήκες διαβίωσης στη χώρα καταγωγής ή γενικότερα για το παρελθόν του Κατηγορούμενου πριν από την έλευσή του στην Κύπρο, ώστε να εκτιμηθούν, εάν υφίστανται, τυχόν λόγοι που να τον αποτρέπουν να φύγει από την Κύπρο μπροστά σε τέτοια δυσκολία. Ο ίδιος αναφέρει στην ανακριτική του κατάθεση ότι ήλθε σε αυτή τη χώρα για εργασία, που παραπέμπει σε συνθήκη αναζήτησης μίας καλύτερης ζωής· δεν αποκλείεται επομένως η ίδια τάση ή επιθυμία να τον ωθήσει να μετακινηθεί εκ νέου προς άλλον τόπο, ιδίως υπό το βάρος της εμφανιζόμενης τώρα ποινικής δίωξης στην Κύπρο για σοβαρά ποινικά αδικήματα. Εφόσον η Κύπρος κατέστη τόπος ποινικής δίωξής του και ο ίδιος δεν έχει οτιδήποτε να χάσει εάν την εγκαταλείψει. Με τους φίλους του, στους οποίους αναφέρθηκε η Υπεράσπιση, η εντύπωση είναι πως υπάρχει η σύνδεση περισσότερο λόγω της κοινής καταγωγής, όχι λόγω του τόπου προσωρινής διαμονής.
24. Επισημαίνεται βεβαίως ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν εξαντλείται στην πιθανότητα διαφυγής εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναφέρεται σε κάθε ενδεχόμενη συμπεριφορά αποφυγής της Δικαιοσύνης, η οποία θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να παρεμποδίσει την απρόσκοπτη και ομαλή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας.
25. Υπό το σύνολο των περιστάσεων, ο κίνδυνος αυτός διαφαίνεται υπαρκτός καθότι δεν ανατρέπεται από τα υφιστάμενα στοιχεία.
26. Δεδομένου ότι τεκμηριώθηκε ο κίνδυνος φυγοδικίας, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον η επιβολή ηπιότερων περιοριστικών όρων θα μπορούσε να τον ελέγξει αποτελεσματικά. Η υπογραφή εγγύησης με αξιόχρεο εγγυητή ή η κατάθεση χρηματικού ποσού με την αρωγή τρίτων (τα οποία εξάλλου δεν έχουν τεκμηριωθεί ως διαθέσιμα, πέρα από προφορικές αναφορές για ορισμένες προσπάθειες που γίνονται ή που θα μπορούσαν περαιτέρω να γίνουν) δεν αποτελούν επαρκές εχέγγυο στην παρούσα υπόθεση. Η κρίση αυτή δεν αφορά την ποιότητα ή την ειλικρίνεια της φιλίας των προσώπων που προθυμοποιήθηκαν να τον υποστηρίξουν, αλλά στην αντικειμενική ανεπάρκεια τέτοιων μέτρων να αναχαιτίσουν τον κίνδυνο. Παρά την οικονομική σημασία που μπορεί να έχει ένα χρηματικό ποσό για τον Κατηγορούμενο ή το υποστηρικτικό του περιβάλλον, η σοβαρότητα των αδικημάτων, σε συνδυασμό με την πραγματική πιθανότητα καταδίκης σε πολυετή φυλάκιση, δημιουργούν ισχυρό κίνητρο διαφυγής, που δεν έχει συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέγεθος. Ο Κατηγορούμενος δεν έχει εγκαθιδρύσει δεσμούς με τη Δημοκρατία τέτοιας έντασης ή μονιμότητας (οικογενειακούς, περιουσιακούς, επαγγελματικούς ή άλλους), που να τον καθιστούν ουσιαστικά εξαρτημένο από την παραμονή του εντός της χώρας. Ελλείψει τέτοιων δεσμών, η απώλεια χρηματικού ποσού, ακόμη και εάν αυτό μπορούσε να κατατεθεί, δεν αποκτά για τον ίδιον το αναγκαίο αποτρεπτικό βάρος. Η σχέση του με τον τόπο είναι προσωρινή και ευμετάβλητη· συνεπώς, η προοπτική πολυετούς φυλάκισης φαίνεται να υπερτερεί ως κίνητρο, καθιστώντας την απειλή οικονομικής απώλειας (τρίτων) αδύναμη να συγκρατήσει την πιθανότητα φυγοδικίας. Εξάλλου δεν αναφέρθηκαν και δεδομένα μέσα στα οποία θα μπορούσε να σταθμιστεί συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέγεθος, με τρόπο ώστε να μπορεί να λειτουργήσει ελεγκτικά και αποτρεπτικά.
27. Ούτε άλλοι συνήθεις περιοριστικοί όροι, όπως η απαγόρευση εξόδου από τη Δημοκρατία, η παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων ή η υποχρέωση τακτικής εμφάνισης σε Αστυνομικό Σταθμό, επαρκούν για να ελέγξουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Ο Κατηγορούμενος θα μπορούσε να επιχειρήσει διαφυγή ακόμη και χωρίς έγγραφα, παράνομα. Η αναφορά σε τέτοια δυνατότητα ουδόλως συνιστά υπόδειξη περί πρόθεσης παρανομίας εκ μέρους του, δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις σχετικά με τον Κατηγορούμενο ούτε αντίθετες· γίνεται για την επεξήγηση του ότι ο κίνδυνος δεν εκμηδενίζεται με τέτοια μέτρα. Ομοίως, θα μπορούσε απλώς να παραλείψει να εμφανιστεί στον Σταθμό, καθιστώντας τον εντοπισμό του ευλόγως δυσχερή. Η απουσία σταθερών δεσμών και επαρκών στοιχείων ταυτοποίησης (με ενδεικτικό το ότι ο ίδιος δεν θυμάται ούτε τη διεύθυνση διαμονής του, στοιχείο που αποκτά σημασία υπό το πρίσμα αυτό) επιτείνει την αδυναμία εφαρμογής των εν λόγω όρων. Δεν υφίστανται στη διάθεση του Δικαστηρίου νόμιμοι και πρόσφοροι περιοριστικοί όροι που να μπορούν να ελέγξουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά τον αποδεδειγμένο κίνδυνο φυγοδικίας.
28. Ενόψει αυτών, και λαμβανομένης υπόψη τόσο της σοβαρότητας των αδικημάτων όσο και της βαρύτητας της ποινικής έκθεσης, η οποία αναδεικνύεται στο πλαίσιο της διαπροσωπικής αντιπαράθεσης μεταξύ του Κατηγορουμένου και της καταγγέλλουσας για τα γεγονότα της 9ης Αυγούστου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη πραγματικά ικανή εγγύηση για τη διασφάλιση της παρουσίας του Κατηγορουμένου ενώπιον του Κακουργιοδικείου και για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δίκης είναι η προσωρινή κράτησή του. Η απόφαση αυτή ερείδεται σε στάθμιση αφενός του θεμελιώδους δικαιώματος του Κατηγορουμένου στην προσωπική του ελευθερία με δεδομένο και το τεκμήριο της αθωότητάς του αφετέρου του υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος να εξασφαλιστεί η απονομή της Δικαιοσύνης για τα σοβαρά αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος.
29. Αναφορικά με το πρόβλημα υγείας (άσθμα), το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει τη φύση και τη σοβαρότητά του. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν προκύπτει λόγος ικανός το εν λόγω πρόβλημα να επιβάλει την απόλυση του Κατηγορουμένου. Δεν υποδεικνύεται ότι η κατάσταση είναι τέτοια που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός των φυλακών, ούτε ότι δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία του. Αντίθετα, η νομολογία (βλ. Aykout ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/2025, 24.03.2025, και Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 204/2025, 13.08.2025) καταδεικνύει ότι ακόμη και σοβαρά ή σοβαρότερα προβλήματα υγείας, πλήρως πιστοποιημένα, δεν κρίθηκαν επαρκή για να αποκλείσουν την ανάγκη προσωρινής κράτησης σε περιπτώσεις σοβαρών αδικημάτων, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης τους από τις υπηρεσίες των φυλακών. Πολύ περισσότερο, στην παρούσα υπόθεση, όπου δεν υπάρχει τεκμηριωμένη ιατρική ένδειξη, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει λόγο να αποκλίνει από την αναγκαιότητα του μέτρου, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο.
30. Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, κρίνεται δικαιολογημένο το αίτημα, το οποίο εγκρίνεται. Ο Κατηγορούμενος να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εμφάνισή του στο Κακουργιοδικείο την 20.10.2025. Εκδίδεται διάταγμα προσαγωγής τους την 20.10.2025, ώρα 09:00.
(Υπ.) …………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.
[2] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.
[3] Ιακωβίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 185/20, 25.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:B405, Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.202.
[4] Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.
[5] Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.
[6] Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Μωυσίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 138.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο