ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Α. Δ., Υπόθεση αρ. 4585 / 2022, 5/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Α. Δ., Υπόθεση αρ. 4585 / 2022, 5/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Υπόθεση αρ. 4585 / 2022

 

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

 

v.

 

 

 

 

 

 

 

 

Α. Δ.

 

 

 

_______________

 

Ημερομηνία: 05 Σεπτεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου (κα) για Κατηγορούσα Αρχή

Κ. Σιαηλής για Κατηγορούμενο

Κατηγορούμενος: παρών

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

1.         Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.06.2022 με 15.06.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στο νηπιαγωγείο «το Καστράκι» στην οδό Β. Κων/νου και διέπραξε μέσα σε αυτό κακούργημα [διάρρηξη κτηρίου, άρθρο 294(α) ΠΚ[1]], δηλαδή έκλεψε το χρηματικό ποσό των €250, περιουσία της ιδιοκτήτριας του εν λόγω νηπιαγωγείου, ενώ είχε ήδη καταδικαστεί για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις υποθέσεις με αριθμούς 1838/2021 και 4681/2021 [κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη, άρθρα 255, 272 § 1 ΠΚ].

 

3η Κατηγορία, 4η Κατηγορία, 5η Κατηγορία, 6η Κατηγορία: ότι την 01.07.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στην οδό Αθηνάς 41-43 και διέπραξε μέσα σε αυτήν κακούργημα [διάρρηξη κτηρίου, άρθρο 294(α) ΠΚ], δηλαδή έκλεψε το χρηματικό ποσό των €70, περιουσία του εν λόγω οργανισμού, ενώ είχε ήδη καταδικαστεί για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις υποθέσεις με αριθμούς 1838/2021 και 4681/2021 [κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη, άρθρα 255, 272 § 1 ΠΚ]. Επίσης είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά εργαλεία κατά τη διάρκεια της ημέρας χωρίς νόμιμη δικαιολογία και με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή ένα εργαλείο με χρώμα κόκκινο και ένα φανάρι [κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, άρθρο 296(δ) ΠΚ]. Πρόσθετα κατείχε περιουσία, η οποία υπήρχε εύλογη υποψία ότι ήταν κλοπιμαία, συγκεκριμένα ένα ποδήλατο με χρώμα μαύρο, ένα κινητό τηλέφωνο Huawei κόκκινο και ένα βραχιόλι με χρώμα χρυσό [παράνομη κατοχή περιουσίας, άρθρο 309 ΠΚ].

 

7η Κατηγορία, 8η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 13.07.2022 με 14.07.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στο κατάστημα «Ιχθύς» στην οδό Φελλάχογλου 10 και διέπραξε μέσα σε αυτό κακούργημα [διάρρηξη κτηρίου, άρθρο 294(α) ΠΚ], δηλαδή έκλεψε το χρηματικό ποσό των €150, περιουσία του ιδιοκτήτη του εν λόγω καταστήματος, ενώ είχε ήδη καταδικαστεί για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις υποθέσεις με αριθμούς 1838/2021 και 4681/2021 [κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη, άρθρα 255, 272 § 1 ΠΚ].

 

9η Κατηγορία, 10η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.07.2022 με 15.07.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στο κατάστημα «The Place» στην οδό Κωνσταντίνου Κανάρη 56, και διέπραξε μέσα σε αυτό κακούργημα [διάρρηξη κτηρίου, άρθρο 294(α) ΠΚ], δηλαδή έκλεψε το χρηματικό ποσό των €5, περιουσία της ιδιοκτήτριας του εν λόγω καταστήματος, ενώ είχε ήδη καταδικαστεί για κλοπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις υποθέσεις με αριθμούς 1838/2021 και 4681/2021 [κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη, άρθρα 255, 272 § 1 ΠΚ].

 

11η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.07.2022 με 15.07.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στο κουρείο «Κόκος Τσαππής» στην οδό Γαλάτειας 8, με σκοπό τη διάπραξη κλοπής [διάρρηξη καταστήματος με σκοπό την κλοπή, άρθρο 295 ΠΚ]

 

12η Κατηγορία: ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.07.2022 με 15.07.2022, στην Πάφο, διέρρηξε και εισήλθε στο δικηγορικό γραφείο «Επαμεινώνδας Κορακίδης» στην οδό Νικοδήμου Μυλωνά 10-12, με σκοπό τη διάπραξη κλοπής [διάρρηξη καταστήματος με σκοπό την κλοπή, άρθρο 295 ΠΚ]

 

13η Κατηγορία, 14η Κατηγορία, 15η Κατηγορία: ότι την 25.06.2022, στην Πάφο, συνωμότησε με άλλο πρόσωπο για να διαπράξουν κακούργημα, δηλαδή κλοπή [συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, άρθρο 371 ΠΚ] και ότι το διέπραξαν, αφού έκλεψαν το μοτοποδήλατο που περιγράφεται, αξίας €500, ιδιοκτησία του προσώπου που αναφέρεται [κλοπή, άρθρα 255, 262 ΠΚ]. Περαιτέρω βρέθηκε περιπλανώμενος σε δημόσιο χώρο, σε χρόνο και υπό περιστάσεις, ώστε να συμπεραίνεται ότι η παρουσία του εκεί οφειλόταν σε παράνομο ή ταραχοποιό σκοπό [αλήτες και περιπλανώμενοι, άρθρο 189(ε) ΠΚ].

 

2.         Ο Κατηγορούμενος ομολόγησε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες. Μεσολάβησε διαδικασία έκδοσης διατάγματος θεραπείας με βάση τον περί Θεραπείας Κατηγορούμενων Χρηστών ή Ουσιοεξαρτημένων Νόμο ν.41(I)/2016. Στο μεταξύ η εκδίκαση της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της έκθεσης των γεγονότων και του μετριασμού για σκοπούς επιβολής ποινής, είχε αναβληθεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου. Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση του «θεραπευτικού συμβολαίου», το Δικαστήριο καλείται να επιληφθεί της υπόθεσης.

 

3.         Η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής προχώρησε και εξέθεσε τα γεγονότα, τα οποία πληρέστερα είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά της διαδικασίας. Ανέφερε πως καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ από την ιδιοκτήτρια του νηπιαγωγείου «Το Καστράκι» ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.06.2022 και 15.06.2022 έγινε διάρρηξη στο νηπιαγωγείο και κλάπηκαν €250. Έγιναν εξετάσεις στο μέρος, η είσοδος επιτεύχθηκε από παράθυρο που παραβιάστηκε. Έγιναν επιστημονικές εξετάσεις. Δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε τεκμήριο ή τα χρήματα από τη διάρρηξη. Λίγες ημέρες μετά, αναφορικά με τις Κατηγορίες 3 έως και 6, προέβη σε καταγγελία η γραμματέας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ότι την 01.07.2022, όταν θα πήγαινε στο μέρος για να ανοίξει τη Στέγη, διαπίστωσε παραβιασμένο και ανοικτό το γραφείο, άκουσε θόρυβο, είδε άτομο να αποχωρεί από το γραφείο, μία φιγούρα, ειδοποίησε το ΤΑΕ, διαπιστώθηκε ότι έλειπαν €70. Έγιναν εξετάσεις. Ανευρέθηκε ένα ποδήλατο μαύρο, το οποίο παραλήφθηκε ως τεκμήριο. Σε κοντινό μέρος από το υποστατικό βρέθηκε κινητό τηλέφωνο με σπασμένη οθόνη και φαναράκι μικρό, τα οποία παραλήφθηκαν ως τεκμήρια. Έγιναν εξετάσεις σε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Λίγες ημέρες αργότερα, αναφορικά με τις Κατηγορίες 7 και 8, είχε καταγγείλει ο ιδιοκτήτης καταστήματος, το οποίο είναι κατάστημα εκκλησιαστικών ειδών, ότι μεταξύ των ημερομηνιών 13.07.2022 και 14.07.2022 διαρρήχθηκε το κατάστημά του και κλάπηκαν €150 σε κέρματα. Έγιναν εξετάσεις την ίδια ημέρα από Αστυνομικούς του ΤΑΕ. Διαπιστώθηκε παραβίαση της εισόδου μετά από θραύση του τζαμιού της πόρτας. Διαπιστώθηκε ομοιότητα της δράσης με άλλες διαρρήξεις και είχαν εξασφαλιστεί πλάνα από κλειστά κυκλώματα της περιοχής, όπου έγινε αναγνώριση και ταυτοποίηση. Λίγο αργότερα, σχετικά με τις Κατηγορίες 9 έως και 11 καταγγέλθηκε από την ιδιοκτήτρια του καταστήματος «The Place», που ασχολείται με την πώληση παραδοσιακών προϊόντων, πως είχε διαρρηχθεί το κτίριο, δεν κλάπηκαν περιουσιακά στοιχεία, παρά μόνον €5 και κάποια κέρματα. Έγινε διερεύνηση, υπήρχε κλειστό κύκλωμα και διαφάνηκε ότι μπροστά από το κατάστημα περνούσε πρόσωπο του οποίου έγινε αναγνώριση και ταυτοποίηση. Επίσης, κατήγγειλε ο ιδιοκτήτης του κουρείου «Κόκος Τσαππής» ότι έγινε διάρρηξη στο κατάστημα, αλλά δεν κλάπηκε οτιδήποτε, είχε παραβιαστεί το πλαϊνό παράθυρο, έγιναν εξετάσεις, παραλήφθηκαν πλάνα από κλειστά κυκλώματα, έγινε αναγνώριση και ταυτοποίηση. Αναφορικά με το αδίκημα της Κατηγορίας 12, καταγγέλθηκε από την Έλλη Κορακίδου ότι μεταξύ των ημερομηνιών 14.07.2022 και 15.07.2022 διαρρήχθηκε το γραφείο της οδού Νικοδήμου Μυλωνά, αλλά δεν κλάπηκε οτιδήποτε, παραβιάστηκε η είσοδος με φυσική βία, υπήρχε μαρτυρία σχετικά με την εμπλοκή του Κατηγορουμένου. Όσον αφορά τις Κατηγορίες 13 έως και 15 υπήρξε επίσης αναγνώριση και ταυτοποίηση από κλειστό κύκλωμα, ενώ το μοτοποδήλατο, αξίας €500, δεν βρέθηκε. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δηλώσεις ήταν «ό,τι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο». Η κλοπιμαία περιουσία δεν ανευρέθηκε.

 

4.         Η πλευρά της Υπεράσπισης προχώρησε και εξέθεσε τους μετριαστικούς παράγοντες που θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, σε περίπτωση που το Δικαστήριο θα θεωρήσει ότι πρέπει, στο πλαίσιο της νομοθετικά προβλεπόμενης διαδικασίας του «να επιληφθεί της υπόθεσης», να επιβάλει ποινή, αλλά εξέφρασε τον προβληματισμό ως προς αυτήν την προοπτική, με δεδομένη την επιτυχή ολοκλήρωση του «θεραπευτικού συμβολαίου» σύμφωνα με τον νόμο.

 

5.         Καταρχάς να λεχθεί πως έχω υπόψη μου τις ποινές που προβλέπει ο νόμος για τα αδικήματα που περιέχονται στο Κατηγορητήριο. Η διάρρηξη κτιρίου [1η Κατηγορία, 3η Κατηγορία, 7η Κατηγορία, 9η Κατηγορία] τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τα επτά έτη[2]. Η διάρρηξη καταστήματος με σκοπό την κλοπή [11η Κατηγορία, 12η Κατηγορία] τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τα πέντε έτη[3]. Η κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη [2η Κατηγορία, 4η Κατηγορία, 8η Κατηγορία, 10η Κατηγορία] τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε ετών[4]. Η κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος [5η Κατηγορία] τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τα τρία έτη[5]. Η παράνομη κατοχή περιουσίας [6η Κατηγορία] τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τους έξι μήνες[6]. Η συνωμοσία προς διάπραξη κοινής κλοπής [13η Κατηγορία] και η κοινή κλοπή [14η Κατηγορία] τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι τα τρία έτη[7]. Η αλητεία και η περιπλάνηση για παράνομο σκοπό [15η Κατηγορία] τιμωρείται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης με φυλάκιση μέχρι τους τρεις μήνες[8]. Προφανώς πρόκειται για κατηγορίες που ενέχουν σοβαρότητα.

 

6.         Έχω υπόψη μου και τις αρχές επιμέτρησης και επιβολής ποινών, οι οποίες, ανεξαρτήτως της πορείας που τελικά θα λάβει η υπόθεση, κρίνεται χρήσιμο να εκτεθούν συνοπτικά. Οι ποινές που επιβάλλει το Δικαστήριο έχουν συγκεκριμένους σκοπούς και πρέπει να είναι ανάλογες με τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν. Δείκτης της σοβαρότητας, από τον οποίον εκκινεί η επιμέτρηση, είναι η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή για κάθε αδίκημα. Ωστόσο ο νόμος εγχώρια προβλέπει συνήθως τις ανώτατες ποινές. Δεν είναι σε κάθε περίπτωση κάθε αδίκημα το χειρότερο του είδους του, ώστε να αρμόζει πάντοτε η ανώτατη ποινή, επομένως γίνεται πρώτα ταξινόμηση σε κλίμακα έντασης ή σοβαρότητας[9], η οποία εξαρτάται από το σύνολο των αντικειμενικών περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη στη συγκεκριμένη περίπτωση και συνθέτουν την υπαιτιότητα (culpability) καθώς και από το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε ή κινδύνευσε να προκληθεί από την παραβατική συμπεριφορά σε πραγματικό χρόνο (harm)[10]. Η επιμέτρηση συνεχίζει λαμβάνοντας πρόσθετα υπόψη τυχόν άλλους παράγοντες, πιο υποκειμενικούς, είτε ελαφρυντικούς που επιφέρουν περαιτέρω έκπτωση στην ποινή είτε επιβαρυντικούς που εμποδίζουν να συμβεί κάτι τέτοιο ή που προκαλούν επαύξηση της ποινής, στην κλίμακα στην οποία κινείται. Το βάρος που δίδεται σε κάθε ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό παράγοντα δεν είναι το ίδιο σε κάθε υπόθεση ή σταθερό. Η επιμέτρηση δεν γίνεται με τυχαίους ή αφηρημένους ενστικτώδεις υπολογισμούς, αλλά ούτε με αυστηρά ή ακριβή μαθηματικά κριτήρια· γίνεται με γνώμονα την αναλογικότητα, η προσέγγιση της οποίας θα πρέπει να γίνεται με διαφάνεια. Όλη αυτή η διαδικασία, η οποία συνιστά εξατομίκευση της ποινής, που είναι καθήκον του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιουσδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[11], αλλά και οι σκοποί της ποινής, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέονται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Γίνεται στάθμιση με τα τυχόν υφιστάμενα νομολογιακά πλαίσια ως έχουν διαμορφωθεί, σε περιπτώσεις όπου ομοιάζουν τα δεδομένα, συνθήκη που δυνητικά ενισχύει την αιτιολόγηση της κατάληξης σε συγκεκριμένη ποινική μεταχείριση. Η κατάληξη στα ανώτατα όρια της ποινής είναι συνηθέστερη όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλονται εξαιρετικά μέτρα αποτροπής χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου και παράλληλα υπάρχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο[12]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία. Όπου είναι αναγκαία, η έκτασής της περιορίζεται όσο το δυνατόν, για να εξυπηρετούνται οι σκοποί της ποινής.

 

7.         Ως προς τη στάθμιση της σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος σε πραγματικό χρόνο, η οποία είναι κρίσιμη σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο μεταχείρισης του Κατηγορουμένου, λαμβάνεται υπόψη πως η διάρρηξη ιδιωτικών χώρων, στους οποίους λειτουργούν επιχειρήσεις ή ασκούνται δραστηριότητες, περιλαμβανομένων χώρων που θα μπορούσαν να συνδεθούν με κάπως πιο ευαίσθητα θέματα, όπως είναι το νηπιαγωγείο που είναι χώρος κράτησης παιδιών, το κατάστημα που διαθέτει εκκλησιαστικά είδη και συνδέεται με τα θρησκευτικά αισθήματα μέρους του πληθυσμού, ο χώρος όπου φιλοξενείται ή παράγεται πνευματικό έργο ή παραδοσιακά προϊόντα, το δικηγορικό γραφείο όπου υπάρχουν ευαίσθητα δεδομένα,  προσβάλλει την ιδιωτική και επαγγελματική ζωή, την ασφάλεια και το αίσθημα της προστασίας των ιδιοκτητών ή των χρηστών των χώρων. Οι επαναλαμβανόμενες παραβατικές πράξεις κατά της περιουσίας, τέτοιας σοβαρότητας, γενικά, καταδεικνύουν τάση περιφρόνησης των δικαιωμάτων τρίτων. Φαίνεται πως υπήρχε εκείνο το χρονικό διάστημα και στην περίπτωση του Κατηγορουμένου, συνδεόμενη με το γεγονός πως ο Κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών και δρούσε υπό το καθεστώς της εξάρτησης και της καθοδηγούμενης από αυτήν ανάγκης εξασφάλισης της δόσης του. Δεν υπήρχε προσχεδιασμός ή προετοιμασία. Οι διαρρήξεις βεβαίως έγιναν με παραβίαση, που προϋποθέσει βαθμό άσκησης στιγμιαίας φυσικής βίας στα σημεία εισόδου, αλλά χωρίς χρήση όπλων ή ειδικών μεθόδων και χωρίς αναφορά πρόκλησης κάποιας μεγάλης υλικής ζημιάς. Υπό την ίδια περίσταση, δεν υπήρχε και έγνοια για την κάλυψη ιχνών ή για το ενδεχόμενο εντοπισμού. Η διαπίστωση των διαρρήξεων και των κλοπών ήταν εκ των υστέρων, με εξαίρεση τη μία περίπτωση που η γραμματέας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών είδε μία φιγούρα να φεύγει. Εν πάση περιπτώσει φαίνεται πως ο Κατηγορούμενος δεν ενήργησε κατά τρόπο ώστε να προκαλέσει τρόμο σε οποιονδήποτε, ενώ η επιλογή τέτοιων χώρων εξωτερίκευσε και μία δική του ανάγκη να αναζητήσει βοήθεια, με τον τρόπο αυτό, από χώρους που σχετίζονται με την ανθρώπινη φροντίδα και προσφορά. Δεν παρατηρείται ιδιαίτερη επιδεξιότητα, ούτε υπήρξε στοχοποίηση συγκεκριμένων προσώπων, λόγω ευαλωτότητας ή με πρόσθετη την πρόκληση σε άλλο επίπεδο. Διέπραξε τα αδικήματα αποκλειστικά για εξασφάλιση δόσης και δεν μπήκε καν ούτε στη διαδικασία της σκέψης ότι πρόκειται για χώρους στους οποίους ενδεχομένως να μην υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα, ως εκ της φύσης τους. Τα κίνητρά του ή οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτές τις πράξεις, παρόλο που δεν δικαιολογούν ούτε μειώνουν την απαξία των αδικημάτων, συνιστούν κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση του πλαισίου. Δεν υπήρξε οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα. Δεν προκλήθηκε εκτεταμένη ζημιά ή φυσικός τραυματισμός σε πρόσωπα. Δεν υπήρξε ούτε απειλή βίας κατά ανθρώπων. Η αξία των περιουσιακών στοιχείων που κλάπηκαν δεν ήταν μεγάλη, ήταν μικρά ποσά ή η φυγή ήταν και χωρίς οποιαδήποτε λεία. Στη μία περίπτωση της κλοπής του μοτοποδηλάτου υπήρχε άγνωστος συνεργός χωρίς τα δεδομένα να είναι πως υπήρχε ηγετική φωνή από τον Κατηγορούμενο και χωρίς οποιαδήποτε πληροφορία για την εξέλιξη της υπόθεσης αναφορά με τον συνεργό του. Στο συνολικό διάβημα του Κατηγορουμένου συνοψίζεται έκδηλη η απελπισία. Η εγκληματική δραστηριότητα εκτείνεται στο δίμηνο Ιούνιος-Ιούλιος του 2022 και ήταν έντονη λόγω της κατάστασής του τότε, θυματοποιήθηκαν διαφορετικά πρόσωπα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όπου φαίνεται ότι ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό ανεξέλεγκτη κατάσταση όσον φορά την χρήση ουσιών και το σημείο στο οποίο τον είχε φέρει αυτή η συνθήκη. Ήταν σημείο εξαθλίωσης. Υπήρξε μικρή περιουσιακή ζημιά σε διαφορετικά πρόσωπα, που δεν αποζημιώθηκε, αναστάτωση και ταλαιπωρία. Ωστόσο δεν μαρτυρήθηκε και οποιαδήποτε πρόσθετη βλάβη σε οποιονδήποτε από τους καταγγέλλοντες ή περαιτέρω επηρεασμός της καθημερινότητάς τους, για να μπορεί να δοθεί βάση σε εκτεταμένη βλάβη. Λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό τρόπο και την έκταση της δράσης και της βλάβης, σε συνδυασμό με τις σχετικές νομικές διατάξεις και το εύρος εφαρμογής τους, τα αδικήματα κατατάσσονται στα όρια του χαμηλού επιπέδου έντασης ή σοβαρότητας· χωρίς η αναφορά αυτή, για σκοπούς ταξινόμησης, να συνιστά μείωση της απαξίας σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο. Κάθε αδίκημα, ακόμα και εάν δεν είναι το σοβαρότερο του είδους του, παραμένει αδίκημα της φύσης που το προσδιορίζει και που χρήζει ποινικής απάντησης. Για σκοπούς επιμέτρησης, με αναφορά στις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές και χωρίς αποκλεισμό της δυνατότητας επιβολής ανάλογης χρηματικής ποινής ή εναλλακτικής ποινής ή άλλης μεταχείρισης, για τη διάρρηξη κτιρίου [1η Κατηγορία, 3η Κατηγορία, 7η Κατηγορία, 9η Κατηγορία] η επιμέτρηση μπορεί να συνεχίσει από τους 21 μήνες φυλάκισης. Για τη διάρρηξη καταστήματος με σκοπό την κλοπή [11η Κατηγορία, 12η Κατηγορία] από τους 15 μήνες φυλάκισης. Για την κλοπή μετά από προηγούμενη καταδίκη [2η Κατηγορία, 4η Κατηγορία, 8η Κατηγορία, 10η Κατηγορία] από τους 15 μήνες φυλάκισης. Για την κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια της ημέρας με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος [5η Κατηγορία] από τους εννέα μήνες φυλάκισης[13]. Για την παράνομη κατοχή περιουσίας [6η Κατηγορία] από τις 45 ημέρες φυλάκισης. Για τη συνωμοσία προς διάπραξη κοινής κλοπής [13η Κατηγορία] και για την κοινή κλοπή [14η Κατηγορία] από τους εννέα μήνες φυλάκισης. Για την αλητεία και την περιπλάνηση για παράνομο σκοπό [15η Κατηγορία] από τις 22 ημέρες φυλάκισης[14].

 

8.         Παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά την ταξινόμηση, για τους σκοπούς της, δεν προσμετρούν διπλά και δεν έχει οτιδήποτε λαμβάνεται υπόψη αυτοτελή ελαφρυντική επίδραση. Λαμβάνονται υπόψη και τα ακόλουθα:

 

8.1.       Η απολογία που εκφράστηκε στο Δικαστήριο σε συνάρτηση με το γεγονός ότι το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ουσιοεξάρτηση, από την οποία υπήρξε πλέον πλήρης θεραπεία, με βάση τις διατάξεις του ν.41(I)/2016, που ακολουθήθηκαν κατόπιν διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.

 

8.2.       Τις λοιπές προσωπικές συνθήκες που εκτέθηκαν και ιδίως το γεγονός ότι κατά τη διάπραξη των αδικημάτων ο Κατηγορούμενος ήταν 19 ετών. Ήταν έντονα και σημαντικά όσα ανέφερε ο συνήγορος Υπεράσπισης για το πρόσωπο του Κατηγορουμένου κατά την ακρόαση για σκοπούς μετριασμού, λέγοντας πως ο ίδιος είναι τυχερός και υπερήφανος που χειρίστηκε την υπόθεση του Κατηγορουμένου. Όπως εξιστόρησε, ο Κατηγορούμενος είχε εγκαταλειφθεί από τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, μεγάλωσε χωρίς πατρική φιγούρα από τη μητέρα του. Έγινε έρμαιο των διακινητών και των σκληρών ναρκωτικών από την ηλικία περίπου των 12 ετών. Άρχισε με την κάνναβη και συνέχισε με την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, η οποία δυνητικά είχε γίνει η κύρια ουσία εξάρτησης. Ο κύριος Σιαηλής ανέλαβε τον Κατηγορούμενο όταν ο Κατηγορούμενος ήταν σε ηλικία 15 ετών. Τότε η μητέρα του Κατηγορουμένου ήταν σίγουρη πως θα έχανε τον υιό της, με τον δρόμο που εκείνος είχε πάρει, χωρίς η ίδια να έχει τη δύναμη να πράξει οτιδήποτε. Είχαν καταβληθεί πολλές προσπάθειες μέχρι να γίνει κατορθωτή η ένταξη του Κατηγορουμένου στην Αγία Σκέπη. Στο κλειστό πρόγραμμα ο Κατηγορούμενος είχε ακολουθήσει με επιτυχία όλες τις καθημερινές εργασίες (αγρόκτημα, συσκευαστήριο ξηρών καρπών κ.λπ.) και τις ψυχοεκπαιδευτικές και θεραπευτικές δραστηριότητες των ομάδων. Συμμετείχε σε όλες τις εξετάσεις. Μετέπειτα, με συνέπεια, ακολούθησε και το πρόγραμμα κοινωνικής επανένταξης, ανέπτυξε διαπροσωπικές σχέσεις, ανέλαβε ευθύνες, γέμισε τη ζωή του με νέες δραστηριότητες. Έγινε μνεία από τη θεραπευτική κοινότητα στον ζήλο που επέδειξε ο Κατηγορούμενος για να ξεφύγει από τον δρόμο των ναρκωτικών και της παραβατικότητας. Είχε τη στήριξη γι’ αυτό από όλους. Κατατέθηκε η πρώτη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όταν εντάχθηκε στο πρόγραμμα, προς ετών, και η σημερινή (Τεκμήριο Α). Όπως τόνισε ο κύριος Σιαηλής, είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δικηγόροι, Δικαστήριο, θεραπευτική κοινότητα, όλοι μαζί, έχουν επιτύχει στο έργο τους πλήρως, αναμορφώνοντας ένα άτομο με νόμιμη διαδικασία και απαλλάσσοντας την κοινωνία από αυτόν τον συνεχή κίνδυνο. Εξέφρασε γι’ αυτό το παράπονο και την απογοήτευσή του για το γεγονός πως παρόλο που ακολουθήθηκε η νομοθεσία για τη θεραπεία του Κατηγορουμένου, υπήρχε επιμονή από την εισαγγελία ως προς το να υπάρχει περαιτέρω ποινική μεταχείριση. Εξέφρασε τον προβληματισμό του, για έναν άνθρωπο που έχει καταφέρει να θεραπευθεί, να επανενταχθεί στην κοινωνία υγιής, χωρίς πλέον παραβατικές τάσεις, που έχει βρει δουλειά, που έχει αλλάξει πόλη, που έχει τη σχέση του, πληρώνει το ενοίκιό του και ζει πλέον ως φυσιολογικός άνθρωπος, πώς θα ήταν δυνατόν να βρεθεί σε μία ποινική κατάσταση σήμερα, η οποία μπορεί να τα καταστρέψει όλα. Αναζήτησε από το Δικαστήριο να επιδειχθεί η αναγκαία επιείκεια που να περιλαμβάνει και την επιβράβευση του Κατηγορουμένου, λέγοντας: «μακάρι όλοι οι παραβάτες να είχαν την πορεία του. Είναι η καλύτερη περίπτωση». Ο χρόνος που παρήλθε λαμβάνεται υπόψη σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνθήκες και υπό το πρίσμα του ότι οφείλεται κατά βάση στη διαδικασία της θεραπείας που ακολουθήθηκε.

 

8.3.       Δεν υπάρχουν διαθέσιμες προηγούμενες καταδίκες για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας, εφόσον υπήρξε αποκατάσταση.

 

8.4.       Η παραδοχή ενοχής είχε γίνει με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, ώστε για σκοπούς ποινής να μπορεί να έχει τη μέγιστη ελαφρυντική επίδραση.

 

9.         Καθήκον του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίζει ότι η ποινική μεταχείριση δεν είναι δυσανάλογη, υπερβολικά αυστηρή ή υπερβολικά επιεικής, αλλά ότι βάσει της αρχής της αναλογικότητας ανταποκρίνεται στην όλη εγκληματική συμπεριφορά και στον βαθμό της επικινδυνότητας που αναδύεται για το κοινωνικό σύνολο.

 

10.      Έχοντας αυτή την ολιστική προσέγγιση, που περιλαμβάνει και τη στάθμιση της σοβαρότητας των αδικημάτων καθώς και τους μετριαστικούς παράγοντες, επισημαίνονται τα εξής: Ενώ συνηθέστερα επιβάλλεται ποινή και η ποινή για τα αδικήματα αυτής της φύσης είθισται να είναι η φυλάκιση, λόγω της σοβαρότητάς τους και της έξαρσης στην οποία βρίσκονται, στην προκειμένη περίπτωση επιλύθηκε ήδη η αιτία που είχε οδηγήσει σε αυτήν την εγκληματική συμπεριφορά, η εξάρτηση από τα ναρκωτικά, κάνοντας χρήση συγκεκριμένης νομοθετικής δυνατότητας. Ακολουθήθηκε διαδικασία θεραπείας με βάση τον ν.41(Ι)/2016 και ήταν επιτυχής η τήρηση του «θεραπευτικού συμβολαίου». Δεν τίθεται θέμα αναγκαίου σωφρονισμού κατόπιν εγκλεισμού σε σωφρονιστικό ίδρυμα, για να εξυπηρετήσει τους περισσότερους από τους σκοπούς των ποινών, περιλαμβανομένης της ειδικής πρόληψης και της γενικής πρόληψης. Δεν προκύπτει πλέον κίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο από τον Κατηγορούμενο. Το μήνυμα ˗ως με βρίσκει σύμφωνη η θέση της πλευράς της Υπεράσπισης- δεν μπορεί να είναι πως δεν έχει οποιοδήποτε νόημα η προσπάθεια απεξάρτησης δια του ν.41(Ι)/2016 ή ότι πάντοτε θα υπάρχει η επιστροφή για σκοπούς τιμωρίας ή ότι το «θεραπευτικό συμβόλαιο» είναι κατ’ ουσία χωρίς οποιοδήποτε αντίκρισμα. Από την άλλη, ας μην παραγνωρίζεται και πως θυματοποιήθηκαν άνθρωποι· παρόλο που τα αδικήματα δεν τα ήταν τα σοβαρότερα του είδους τους, ήταν σοβαρά· ήταν έντονη η εγκληματική δράση εκείνης της διμηνίας και δεν υπήρξε ούτε αποζημίωση, πλην όσων εμμέσως προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο η ίδια η αποκατάσταση της υγείας του Κατηγορουμένου και της επιστροφής του χρήσιμου γι’ αυτό. Αφήνεται πάντως και από τις δύο πλευρές, περιλαμβανομένης της πλευράς της Υπεράσπισης, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από την αγόρευση μετριασμού, να εννοηθεί πως υπάρχει ακόμα εκκρεμότητα, για μία πληρέστερη κοινωνική απάντηση. Η ποινική μεταχείριση ή διαφορετικά το να επιλαμβάνεται της υπόθεσης το Δικαστήριο μετά από την επιτυχή τήρηση του «θεραπευτικού συμβολαίου», προς επιβεβαίωση και του γεγονότος αυτού, δεν θα πρέπει πάντως να προκαλεί απογοήτευση, ως εκφράστηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης σχετικά με τη στάση της εισαγγελίας. Ο νόμος είναι που προβλέπει αυτήν τη διαδικασία, να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της υπόθεσης. Η επιλογή του να εφαρμοστεί ο νόμος και να μην παρακαμφθεί ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν μπορεί να προκαλεί απογοήτευση. Το να επιληφθεί της υπόθεσης το Δικαστήριο δεν απαντάται πάντοτε με εγκλεισμό στη φυλακή. Από την άλλη, κάθε ποινική μεταχείριση, όπου και εάν αυτή κατευθύνεται, ενέχει ούτως ή άλλως το στοιχείο της τιμωρίας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στιγματίζει τον παραβάτη, ακόμα και όταν δεν απολήγει σε μία εξοντωτική ποινή.

 

11.      Ο ν.41(Ι)/2016, στην αρχική του εκδοχή, προέβλεπε, στο άρθρο 7 § 5(α), πως: «σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος θεραπείας σε χρήστη ή ουσιοεξαρτημένο που κατηγορείται ενώπιον Δικαστηρίου,  αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσής του μέχρι την ολοκλήρωση της θεραπείας στο Κέντρο Θεραπείας και σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος- (α)Τηρήσει το θεραπευτικό συμβόλαιο παρουσιάζεται ενώπιον του δικαστηρίου για να τον απολύσει …» (η έμφαση πρόσθετη), σε αντιδιαστολή με τη δυνατότητα του εδαφίου (β) εάν ο Κατηγορούμενος[15] παραβιάσει οποιονδήποτε όρο του θεραπευτικού  συμβολαίου, το Δικαστήριο να τον καλέσει και να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης. Με τον τροποποιητικό ν.102(Ι)/2017 η φράση «για να τον απολύσει», στο εδάφιο (α), έγινε «για να επιληφθεί της υπόθεσης». Η αρχική φράση «για να τον απολύσει» δεν είχε επεξηγηθεί εάν αναφέρονταν σε απόλυση με βάση το άρθρο 33 ΠΚ ή και με τον τρόπο που προέβλεπε το άρθρο 8 του προϋφιστάμενου και καταργηθέντος περί Περίθαλψης και Μεταχείρισης Τοξικομανών Νόμου 57(Ι)/1992. Η δε μεταγενέστερη φράση «για να επιληφθεί της υπόθεσης» αφήνει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να χειριστεί την κάθε υπόθεση με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά, βεβαιώνοντας αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός της επιτυχούς τήρησης του «θεραπευτικού συμβολαίου», σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις λοιπές παραμέτρους. Σε ποιαν έκταση, δεν καθορίζεται, αλλά παραμένει η αντιπαραβολή με το εδάφιο (β), ότι η «εκδίκαση» συνεχίζεται εάν δεν υπάρξει η τήρηση του «θεραπευτικού συμβολαίου», κατά τρόπο ώστε να αφήνεται να νοηθεί πως, εάν τηρηθεί επιτυχώς το «θεραπευτικό συμβόλαιο», το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης μεν, αλλά όχι για να συνεχίσει την κανονική εκδίκαση, ως θα έπραττε εάν δεν μεσολαβούσε το «θεραπευτικό συμβόλαιο». Η «συνέχιση της εκδίκασης» δεν εξαιρεί την παράθεση γεγονότων και την αγόρευση για μετριασμό ποινής, όπως προκύπτει από τη Federov v. Αστυνομίας, ΠΕ 40/2021, 20.07.2021, στην οποία, λόγω ανεπιτυχούς τήρησης του «θεραπευτικού συμβολαίου», συνεχίστηκε η εκδίκαση κατ’ αυτόν τον τρόπο και επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης για όμοιας φύσης αδικήματα. Εάν η «συνέχιση της εκδίκασης», περιλαμβανομένης της ακρόασης γεγονότων και μετριαστικών επιχειρημάτων για σκοπούς επιβολής ποινής, συμβαίνει μόνον σε περίπτωση μη τήρησης του «θεραπευτικού συμβολαίου», θα μπορούσε πράγματι να διατυπωθεί πειστικά το ερώτημα που εξέφρασε η Υπεράσπιση, ως προς το τι συμβαίνει σε περίπτωση που τηρείται επιτυχώς το «θεραπευτικό συμβόλαιο» και καλείται το Δικαστήριο «να επιληφθεί της υπόθεσης», αλλά όχι «να συνεχίσει την εκδίκαση», ως θα έπραττε σε περίπτωση μη τήρησής του. Η ασάφεια αυτή οδήγησε μάλλον και τις δύο πλευρές στο να προσφερθούν μεν τα γεγονότα και τα μετριαστικά επιχειρήματα στην περίπτωση αυτή, για να είναι διαθέσιμα στο Δικαστήριο, αλλά με το ζητούμενο, πλέον, να καθοριστεί και η εμβέλεια της επιτυχούς τήρησης του «θεραπευτικού συμβολαίου». Στην τελευταία παράμετρο έδωσε σαφή έμφαση η πλευρά της Υπεράσπισης. Σε κάθε περίπτωση, η άποψη είναι πως θα πρέπει να εκτίθενται τα γεγονότα και τα μετριαστικά επιχειρήματα, για να μπορεί το Δικαστήριο να σταθμίσει τον τρόπο με τον οποίο θα επιληφθεί της υπόθεσης, εφόσον ο νόμος δεν προβλέπει κάποιον ειδικότερο τρόπο ούτε ασφαλώς οποιοδήποτε αυτόματο αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, δεν σημαίνει απαρέγκλιτα ότι αυτή η διαδικασία συνιστά συνέχιση της εκδίκασης, σε αντίθεση με ό,τι προκύπτει ερμηνευτικά από τον νόμο, όταν επιτυγχάνεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων υπό το «θεραπευτικό συμβόλαιο».

 

12.      Ο σκοπός της νομοθετικής επιλογής που επιτρέπει και ενθαρρύνει την παραπομπή σε θεραπευτικά προγράμματα έχει δύο βασικά νοήματα. Το ένα είναι ανθρωπιστικό και υγειονομικό, καθώς η εξάρτηση θεωρείται πρωτίστως πρόβλημα υγείας και όχι μόνον ποινικό ζήτημα. Το δεύτερο είναι το προληπτικό, εφόσον η εμπλοκή με το ποινικό σύστημα δεν έχει νόημα εάν η ρίζα της παραβατικότητας είναι η ουσιοεξάρτηση. Εάν θεραπευτεί, μειώνεται δραστικά η πιθανότητα υποτροπής. Άρα ο νομοθέτης επιλέγει να αναστείλει ή να κατευθύνει διαφορετικά την ποινική αντίδραση, υπό την αίρεση ότι ο Κατηγορούμενος θα αλλάξει πορεία.

 

13.      Ο Κατηγορούμενος ήταν 19 ετών κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, με αυξημένη δυνατότητα σωφρονισμού. Είχε την εξάρτηση ως τον βασικό αιτιολογικό παράγοντα και η δράση του δεν ήταν προϊόν εγκληματικής ιδιοσυγκρασίας. Ολοκλήρωσε το θεραπευτικό πρόγραμμα με επιτυχία, η οποία επιβεβαιώνεται μέσα από τις εκθέσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμήριο Α), και έχουν περάσει τρία χρόνια χωρίς νέα αδικήματα ή υποτροπή. Αυτό μεταφράζεται πως ο στόχος της ποινικής μεταχείρισης (σωφρονισμός/επανένταξη) έχει ήδη επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό χωρίς ποινή φυλάκισης, με τη θεραπευτική παρέμβαση, ο δε κίνδυνος υποτροπής είναι μειωμένος.

 

14.      Στο μεταξύ, ο Κατηγορούμενος είχε ήδη υποστεί και αστυνομική κράτηση από την 22.07.2022 μέχρι και την 16.12.2022, που εκδόθηκε το διάταγμα για παραπομπή στο Κέντρο Θεραπείας, και μετέπειτα μέχρι τη μεταφορά του σε αυτό. Με αυτήν την παράμετρο σημειώνεται και το εξής: Εάν το Δικαστήριο επέβαλλε ποινή φυλάκισης (και όχι οποιαδήποτε άλλη ποινή ή εναλλακτική ποινή), λαμβάνοντας υπόψη απλώς και μόνον ως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα το γεγονός της επιτυχούς απεξάρτησης ακόμα και δια της εφαρμογής του ν.41(Ι)/2016 και με αναφορά στην επιτυχή τήρηση ενός «θεραπευτικού συμβολαίου» και χωρίς ερμηνευτική αντιπαραβολή με το εδάφιο (β) και με το προαναφερόμενο νόημα, μαζί με όλους τους υπόλοιπους ελαφρυντικούς παράγοντες που συσσωρεύονται και έχουν προαναφερθεί (φτάνοντας σε ένα συνολικό ποσοστό 27% πλέον 33% η άμεση παραδοχή), θα επέβαλλε μειωμένη ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών στις σοβαρότερες κατηγορίες [1η Κατηγορία, 3η Κατηγορία, 7η Κατηγορία, 9η Κατηγορία]. Λόγω της χρονικής και θεματικής συσχέτισής τους, σε συνάρτηση με την απουσία εκτενούς βλάβης, θα επέτρεπε οι ποινές να συντρέξουν μεταξύ τους αλλά και με ηπιότερες ποινές που θα επέβαλλε στις διακριτές κατηγορίες [11η Κατηγορία, 12η Κατηγορία, 14η Κατηγορία]. Δεν θα επέβαλλε ξεχωριστές ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες που ενέχονται ή απορροφώνται ή καλύπτονται. Υπήρξε όμως ήδη αστυνομική κράτηση του Κατηγορούμενου από την 22.07.2022 μέχρι την 16.12.2022, που εάν αφαιρούνταν, θα άφηνε χρόνο φυλάκισης λιγότερο του ήμισυ, ενώ θα επιτρεπόταν, λαμβανομένων υπόψη των ιδίων παραγόντων, η αναστολή της.

 

15.      Έχοντας όμως υπόψη την επιτυχή τήρηση του «θεραπευτικού συμβολαίου» με βάση τον ν.41(Ι)/2016, αλλά και όλα τα υπόλοιπα που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης μετά από αυτήν τη συνθήκη χωρίς πλέον να προσανατολίζεται σε ποινή φυλάκισης. Εξάλλου ουδέποτε η φυλάκιση επιβάλλεται με προειλημμένη την απόφαση ή με δεδομένη την επιλογή να ανασταλεί. Ούτε ο λόγος απευθύνεται στον Κατηγορούμενο ως σε επιβολή ποινής. Η επιβολή ποινής φυλάκισης, έστω με αναστολή, υπό τα δεδομένα αυτής της υπόθεσης, θα ήταν μέτρο αντιφατικό με τον ίδιο τον νομοθετικό σκοπό της παραπομπής σε θεραπεία, ενώ εγκυμονεί και τον κίνδυνο αποδιάρθρωσης της επιτυχούς επανένταξης, με τη σχετική επιβάρυνση του ποινικού μητρώου του Κατηγορουμένου. Έπειτα δεν θα συνυπολόγιζε το γεγονός πως το πρόγραμμα θεραπείας ήταν κλειστό, επομένως υπήρχε περιορισμός της ατομικής ελευθερίας του Κατηγορουμένου και καθ’ όλη τη διάρκειά του, για αρκετούς μήνες.

 

16.      Η περίπτωση δεν είναι της φύσης που να αρμόζει η κηδεμονία, εφόσον ο Κατηγορούμενος έχει εξέλθει από μακρά περίοδο θεραπείας και σχετικής εποπτείας ως προς την κοινωνική του επανένταξη. Έχοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν αλλά και το γεγονός ότι δεν προβλέπονται υποχρεωτικές συγκεκριμένες ή ελάχιστες ποινές για τα συγκεκριμένα αδικήματα (fixed by law) και δεν είναι σκόπιμη η επιβολή ποινής οποιασδήποτε φύσης (inexpedient to inflict a punishment), ο προσανατολισμός είναι να εκδοθεί διάταγμα απαλλαγής (discharge order). Η απαλλαγή (discharge) είναι εντός του εύρους της χαμηλότερης κατηγορίας (C3) σε διαρρήξεις χώρων που δεν είναι κατοικίες (non-domestic burglary) με βάση και τις κατευθυντήριες οδηγίες του Ηνωμένου Βασιλείου για την επιβολή ποινών (sentencing guidelines). Αυτός ο προσανατολισμός στηρίζεται στη νομοθετική δυνατότητα που δίδει το άρθρο 10 του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμος 46(Ι)/1996 και στη λογική ότι ο στόχος επετεύχθη. Είναι η επιεικέστερη μεταχείριση που μπορεί να έχει ένας Κατηγορούμενος κατόπιν καταδίκης.

 

17.      Υπήρξε προβληματισμός εάν θα τεθεί όρος (conditional discharge). Λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των αδικημάτων που περιέχονται στο Κατηγορητήριο και το σχετικά πρόσφατο της ολοκλήρωσης του θεραπευτικού προγράμματος. Δεν παραγνωρίζεται όμως το γεγονός πως ο Κατηγορούμενος ήδη υπέστη αστυνομική κράτηση για περίοδο πέραν των τεσσάρων μηνών πριν από την παραπομπή του για θεραπεία αλλά και πρόσθετο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας του καθ’ όλη τη διάρκεια της κλειστής φάσης του προγράμματος θεραπείας, που δεν συνιστούσε μεν αστυνομική κράτηση αλλά ήταν και πάλι αποκοπή από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έχω υπόψη μου γι’ αυτό τον λόγο της R. v. Lynch [2007] EWCA Crim 2624, παρόλο που σε εκείνη την υπόθεση είχε εκτιθεί το σύνολο της ποινής με τη χρονική διάρκεια της προσωρινής κράτησης που είχε επιβληθεί πριν από την απαλλαγή υπό όρους. Σε κάθε περίπτωση το νόημα είναι πως η στάθμιση γίνεται με αναφορά στον κίνδυνο ο Κατηγορούμενος να κληθεί να εκτίσει ποινή για τα αδικήματα που περιέχονται στο Κατηγορητήριο, σε περίπτωση παράβασης τυχόν όρου απαλλαγής, ενώ έχει ήδη υποστεί κράτηση και στην προκειμένη περίπτωση θεραπευτικό περιορισμό, που συνολικά συμπληρώνουν και υπερβαίνουν τη χρονική διάρκεια της ποινής φυλάκισης που θα μπορούσε να είχε επιβληθεί. Και υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπου η διαφοροποίηση με τη R. v. Lynch (ανωτέρω) ως προς το είδος της κράτησης δεν κρίνεται ουσιώδης (εγκλεισμός σε θεραπευτικό ίδρυμα αντί σε αστυνομικό κρατητήριο για το ένα μέρος της χρονικής διάρκειας κράτησης), δεν είναι σκόπιμο να τεθεί τέτοιος όρος.

 

18.      Θα πρέπει να τονιστεί πως η έκδοση διατάγματος απαλλαγής (με ή χωρίς όρους) με βάση τον ν.46(Ι)/1996 δεν είναι συνήθης έκβαση. Αντίθετα, σπάνια τυχαίνουν στην πράξη περιπτώσεις που προωθούνται ενώ χρήζουν απαλλαγής και κατ’ επέκταση όπου μπορεί να εφαρμοστεί τέτοια επιλογή. Η συγκεκριμένη επιλογή εδώ συνυφαίνεται με την εφαρμογή του ν.41(Ι)/2016 και την επιτυχή ολοκλήρωση του «θεραπευτικού συμβολαίου» που υπήρξε κατόπιν έκδοσης διατάγματος θεραπείας στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, με δεδομένες και τις πρόνοιες του ν.41(Ι)/2016 που εξηγήθηκαν προηγουμένως, σε συνάρτηση και με τα δεδομένα της υπόθεσης. Επίσης συναρτάται με την αντίστοιχη εκτίμηση του Δικαστηρίου πως δεν μπορεί να πράξει ως να μην είχε μεσολαβήσει η επιτυχής ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος, αλλά ούτε και θα αρκούσε, υπό τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης, να περιορίσει το νόημα της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας (που στην ιστορική προσέγγισή του ήταν «απαλλαγή»), σε κάθε περίπτωση ή ανεξαιρέτως, στη δραστική εμβέλεια ενός σοβαρού μετριαστικού παράγοντα· που τέτοιος παράγοντας θα ίσχυε όσον αφορά την απεξάρτηση με ή χωρίς την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου και τις ασφαλιστικές δικλείδες που πρόσθετα παρέχει. Η επιλογή του χειρισμού της απεξάρτησης αποκλειστικά και μόνον ως σοβαρού μετριαστικού παράγοντα, ακόμα κι αν η απεξάρτηση λαμβάνει χώρα μέσω της διαδικασίας του ν.41(Ι)/2016 που ακολουθείται στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης κατόπιν διατάγματος θεραπείας, δεν αποκλείεται βεβαίως από τον ίδιο τον νόμο, κατά τρόπο ώστε να μπορεί δυνητικά να έχει θέση σε περιπτώσεις πολύ σοβαρών αδικημάτων, που παρόλο που δεν εξαιρούνται απευθείας από τον νομοθέτη, λόγω της έντασης της σοβαρότητας ή και της φύσης τους, δεν θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε απαλλαγή, ακόμα και υπό αυτήν τη συνθήκη της επιτυχούς απεξάρτησης, ή σε περιπτώσεις όπου συντρέχουν και εγκληματογενείς παράγοντες, πλην της εξάρτησης, που δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο υποτροπής. Συναφώς η επιλογή της θεραπείας μέσω του ν.41(Ι)/2016 δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως όχημα για αποφυγή ποινικών ευθυνών σε κάθε περίπτωση. Δεν αποκλείεται όμως και η δυνατότητα της απαλλαγής στις κατάλληλες περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να περιληφθεί και η παρούσα.

 

19.      Παρεμβάλλεται, προς πληρέστερη εξήγηση, πως ο προσανατολισμός αυτός (absolute discharge) δεν θα ήταν όμοιος εάν υπήρχε εκτενής βλάβη σε πρόσωπα, έντονο ηθικό στίγμα, αποτρόπαιος τρόπος δράσης και εστίες εγκληματογένεσης πέραν της εκλιπούσας ουσιοεξάρτησης· ή ακόμα εάν παράλληλα ο δράστης δεν είχε υποστεί ήδη κράτηση και περιορισμό για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που να επικαλύπτει την ποινή που θα μπορούσε να είχε επιβληθεί κατόπιν επιμέτρησης ή εάν υπήρχαν άλλα χαρακτηριστικά που να ωθούσαν μακριά από τέτοια επιλογή. Η κίνηση θα ήταν από τη θέση όρου (μη διάπραξης αδικήματος εντός καθορισμένου χρόνου εντός της εμβέλειας του νόμου, δηλαδή μέχρι 12 μήνες) και προς τα πάνω, ως προς την ένταση της ποινικής μεταχείρισης, έως το στάδιο που η πλήρης απεξάρτηση με βάση τον ν.41(Ι)/2016 κατόπιν διατάγματος θεραπείας στο πλαίσιο της ίδιας (ή άλλης) υπόθεσης να λαμβανόταν υπόψη ως κρίσιμος μετριαστικός παράγοντας. Υφίσταται όμως μία συλλογιστική, βασιζόμενη στις πρόνοιες, τη φύση και τους σκοπούς του ν.41(Ι)/2016, όπου η απαλλαγή (discharge) προσεγγίζεται ως μία εξ αρχής εφικτή (αντί σπάνια, ως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις) οδός, σε περιπτώσεις χαμηλότερης σοβαρότητας αδικημάτων που σχετίζονται άρρηκτα με την ουσιοεξάρτηση, εάν επιτυγχάνεται και επιβεβαιώνεται η αποθεραπεία σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο και όπου υπάρχει η ανάλογη υποστήριξη από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και του Κατηγορουμένου.

 

20.      Το διάταγμα απόλυτης απαλλαγής δύναται να συνδυαστεί με διάταγμα αποζημίωσης, με βάση το άρθρο 12 §§ 2, 3 ν.46(Ι)/1996. Τέτοιος συνδυασμός ενίοτε συμπληρώνει την αναγκαία στάθμιση, ιδίως σε αδικήματα κατά της περιουσίας. Δεν αντιστρατεύεται τις πρόνοιες του ν.41(Ι)/1996, εντός του πλαισίου της δυνατότητας του «να επιληφθεί» το Δικαστήριο της υπόθεσης μετά την ολοκλήρωση του «θεραπευτικού προγράμματος» και ταυτόχρονα με την απόλυτη απαλλαγή του Κατηγορουμένου. Όπως δεν αντιστρατεύεται το ίδιο το νόημα της απαλλαγής στις υπόλοιπες -έστω σπάνιες- περιπτώσεις που εφαρμόζεται. Η απόφαση για το εάν θα εκδοθεί τέτοιο διάταγμα ή όχι ανήκει στο Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να προσεγγίσει τη δυνατότητα και με δική του πρωτοβουλία, λαμβάνοντας υπόψη του τις σχετικές παραστάσεις, που είτε υπάρχουν είτε πρόσθετα ζητά. Ως προς την κατεύθυνση αυτή, λαμβάνεται υπόψη πως δεν έχει αναφερθεί συγκεκριμένη συμφωνία αποζημίωσης μεταξύ των θυμάτων και του Κατηγορουμένου και απουσιάζουν στοιχεία που να αντικατοπτρίζουν πληρέστερα την όλη οικονομική κατάσταση του Κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε σύνθετους ή εκτενείς υπολογισμούς. Κατέστη γνωστό πως ο Κατηγορούμενος είναι στη φάση της επανένταξής του, μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής φάσης επανένταξης με βάση το «θεραπευτικό συμβόλαιο», πληρώνει το ενοίκιό του και προσπαθεί να βάλει θεμέλια στη νέα ζωή του, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε ένδεια ή σε οικονομικά προβλήματα. Έχει καλό υποστηρικτικό περιβάλλον. Η δε προοπτική που του δόθηκε από το Δικαστήριο διασφαλίζει τη ρεαλιστική ικανότητά του για εργασία και για εισόδημα, εκ του οποίου καταβάλλεται και το ενοίκιό του, χωρίς αυτή η εκτίμηση να παραμένει σε επίπεδο απλών υπολογισμών για αφηρημένα μελλοντικές προοπτικές[16]. Αυτή η καλή εξελικτική προοπτική για τον Κατηγορούμενο, που ερείδεται και στις αναφερόμενες πραγματικές εργασιακές ικανότητες του Κατηγορουμένου στην έκθεση της θεραπευτικής κοινότητας (Τεκμήριο Α), δεν αναιρείται με την ανάληψη της υποχρέωσης αποζημίωσης των θυμάτων, ως προς την αξία των κλαπέντων που δεν επιστράφηκαν, η οποία δεν αμφισβητήθηκε· χωρίς βλάβη του δικαιώματος οποιουδήποτε δικαιούχου να αξιώσει και να αποδείξει για τυχόν πρόσθετη ζημιά του σε αρμόδιο δικαστήριο. Η συνολική αξία των κλαπέντων δεν είναι μεγάλη, ανέρχεται σε €725 και είναι εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δεν περιλαμβάνεται στο ποσό αυτό οποιαδήποτε ζημιά λόγω παραβίασης σημείων εισόδου ή θραύση τζαμιού κ.λπ., λόγω της έλλειψης σχετικής μαρτυρίας. Μπορεί πρόσθετα να δοθεί ανάλογος χρόνος στον Κατηγορούμενο για να μπορέσει να ανταποκριθεί. Δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ιδιαίτερα καταπιεστικό μέτρο, ως τίθεται, από το οποίο να απορρέει και κάποιος ορατός ή λογικός κίνδυνος επανόδου στην παρανομία. Είναι μέσα σε λογικό πλαίσιο ανάληψης κοινωνικών υποχρεώσεων και εισέρχεται ομαλά στη ζωή του Κατηγορουμένου. Παρέχει πρόσθετα κίνητρο στον Κατηγορούμενο να ολοκληρώσει την αποκατάσταση στην οποίαν έχει στοχεύσει, για τον εαυτό του αλλά και για τα άτομα που έχουν θυματοποιηθεί, επουλώνοντας και τα κατάλοιπα που αφήνει πίσω της σε άλλους ανθρώπους εκείνη η άσχημη περίοδος της ζωής του. Τα άτομα που έχουν πληγεί από την παραβατική συμπεριφορά μπορούν, εάν τα ίδια επιθυμούν ενόψει της ευρύτερης κατάστασης που ισχύει αναφορικά με το πρόσωπο του Κατηγορουμένου, να αποποιηθούν το όφελος της αποζημίωσης, περίπτωση στην οποία, χωρίς βλάβη της αντίστοιχης υποχρέωσης του Κατηγορουμένου, το όφελος μπορεί να διατεθεί για κοινωφελή σκοπό.

 

21.      Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, με βάση το άρθρο 10 ν.46(Ι)/1996, επί όλων των κατηγοριών (1 έως και 15), κατόπιν καταδίκης, εκδίδεται διάταγμα απαλλαγής (απόλυτο). Τα αποτελέσματά του είναι αυτά που προνοούνται στο άρθρο 13 ν.46(Ι)/1996.

 

22.      Πρόσθετα, με βάση το άρθρο 12 ν.46(Ι)/1996, εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης, εντός 12 μηνών από σήμερα:

(α) Προς όφελος της Κωνσταντίνας Κυπριανού, ιδιοκτήτριας του νηπιαγωγείου «το Καστράκι», για το ποσό των €250.

(β) Προς όφελος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για το ποσό των €70.

(γ) Προς όφελος του Δημήτρη Χριστοδουλίδη, ιδιοκτήτη του καταστήματος «Ιχθύς», για το ποσό των €150.

(δ) Προς όφελος της Ναταλίας Αντωνίου, ιδιοκτήτριας του καταστήματος «The Place», για το ποσό των €5.

(ε) Προς όφελος της Hariye Toundjay Mahmout, ιδιοκτήτριας του μοτοποδηλάτου ΜΒΥ719, για το ποσό των €250 (ήμισυ αναφερόμενης αξίας).

 

23.      Οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων:

 

·         Το κόκκινο εργαλείο και το φανάρι που αναφέρονται στις λεπτομέρειες της 5ης Κατηγορίας, εάν έχουν οικονομική αξία, να δημοπρατηθούν, ειδάλλως να καταστραφούν.

 

·         Το ποδήλατο και το τηλέφωνο που αναφέρονται στις λεπτομέρειες της 6ης Κατηγορίας να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας και εάν εντός εύλογου χρόνου δεν εντοπιστεί νόμιμος δικαιούχος τους για να επιστραφούν και έχουν οικονομική αξία, να δημοπρατηθούν.

 

·         Τυχόν έσοδα από δημοπρασία οποιωνδήποτε εκ των αναφερόμενων αντικειμένων ή άλλως πώς να διατεθούν για την ενίσχυση του έργου της Αγίας Σκέπης.

 

·         Για οποιαδήποτε swabs και δειγματοληψίες κατέχονται από την Αστυνομία να ακολουθηθούν οι πρόνοιες της νομοθεσίας.

 

 

(Υπ.) ……………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Στο εξής η αναφορά «ΠΚ» σημαίνει τον Περί Ποινικού Κώδικας Νόμο Κεφ.154.

[2] άρθρο 294(α) ΠΚ

[3] άρθρο 295 ΠΚ

[4] άρθρο 272 § 1 ΠΚ

[5] άρθρο 296(δ) ΠΚ

[6] άρθρο 309 ΠΚ

[7] άρθρα 371 και 262 ΠΚ

[8] άρθρο 189(ε) ΠΚ

[9] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 08.11.2024.

[10] Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.07.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264.

[11] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.

[12] Pernell Geoffrey Michael John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.

[13] άρθρο 296(δ) ΠΚ

[14] άρθρο 189(ε) ΠΚ

[15] Η αναφορά στο συγκεκριμένο γένος είναι χάριν της οικονομίας του λόγου χωρίς έμφυλο προσδιορισμό του ατόμου που κατηγορείται.

[16] R v Ellis (1993) 1993) 158 JP 386, R v Ford [1977] Crim LR 114.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο