ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΦΟΥ
EΝΩΠΙΟΝ: Λ. Μάρκου, Π.Ε.Δ.
Ν. Φακοντής, Ε.Δ.
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 3370/2025
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v
1. Χ. Η
2. Ζ. Κ
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 27.11.25
Εμφανίσεις:
Για Δημοκρατία: κ. Α. Χατζηκύρου
Για κατηγορούμενο 1: κ. Η. Σατολιάς
Για κατηγορούμενο 2: κα. Ι. Ιωάννου
Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, για τη διάπραξη του αδικήματος μεταφοράς μαχαιριού εκτός της κατοικίας του, κατά παράβαση του άρθρου 82(2) του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 6).
Ο κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, για τη διάπραξη των αδικημάτων της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και της μεταφοράς αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 51 του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμο 113(Ι)/04 (κατηγορίες 2 και 3 αντίστοιχα), και των αδικημάτων της μεταφοράς και κατοχής εκρηκτικών υλών, χωρίς την απαιτούμενη από το Νόμο άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 (κατηγορίες 4 και 5 αντίστοιχα).
Γεγονότα
Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και περιλαμβάνονται σε κείμενο το οποίο έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο και σημειωθεί ως Έγγραφο “Α”. Συνοπτικά, κατόπιν λήψης σχετικής πληροφορίας από την αστυνομία, περίπολο της αστυνομίας μετέβηκε, την 01.11.24, σε περιοχή παρά την έξοδο προς το χωριό Κονία, στον αυτοκινητόδρομο Πάφου-Λεμεσού, όπου εντόπισε κρυμμένο σε άγρια βλάστηση πίσω από θάμνους και έθεσε υπό παρακολούθηση σταθμευμένο όχημα μάρκας Volksvagen Polo. Την ίδια μέρα, περί η ώρα 22:45, αυτοκίνητο μάρκας Mercedes, πλησίασε την περιοχή και στάθμευσε δυτικά του υπό παρακολούθηση οχήματος. Από εκείνο αποβιβάστηκαν οι δύο κατηγορούμενοι. Ο κατηγορούμενος 1 πλησίασε το εγκαταλειμμένο όχημα, ενώ ο κατηγορούμενος 2 στεκόταν δίπλα από το όχημα μάρκας Mercedes, κρατώντας στα χέρια του ένα μπιτόνι και κάποια ρούχα. Όταν ο κατηγορούμενος 1 πλησίασε το όχημα, ανακόπηκε από την αστυνομία. Σε σωματική έρευνα που διενεργήθηκε, εντοπίστηκε σε μαύρο τσαντάκι μέσης, το οποίο είχε στην κατοχή του, ένα πτυσσόμενο μαχαίρι με χρυσή χειρολαβή, με λεπίδα μήκους 8 εκατοστών, η οποία καταλήγει σε μυτερή άκρη. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος 2 τράπηκε σε φυγή μέσα σε χωράφια. Κατά τη διενέργεια ερευνών στη σκηνή και συμφώνως της πορείας διαφυγής του 2ου κατηγορούμενου, εντοπίστηκε αρχικά ένα πλαστικό μπιτόνι με υγρό περιεχόμενο, μια μάλλινη κουκούλα και γάντια. Έπειτα, εντοπίστηκε από ανιχνευτικό σκύλο του Κλάδου Κυνών της Αστυνομίας ένα έμφορτο πιστόλι χρώματος μαύρου, μάρκας Sing-Sauer, κρυμμένο μέσα σε ρίζα θάμνου. Πρόκειται για ημιαυτόματο βραχύκαννο πιστόλι πυροβόλο όπλο κεντρικής επίκρουσης με ραβδωτή κάννη, το οποίο βρίσκεται σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Επίσης, σε άλλο σημείο εντοπίστηκε γεμιστήρα, η οποία εφαρμόζει στο συγκεκριμένο όπλο, με 9 σφαίρες, όλα σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Ο κατηγορούμενος 2 συνδέθηκε επιστημονικά, μεταξύ άλλων, με το πυροβόλο όπλο και τις εκρηκτικές ύλες.
Προηγούμενες καταδίκες
Οι κατηγορούμενοι βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες:
Στις 31.01.24, ο κατηγορούμενος 1 καταδικάστηκε στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης αρ. 1173/22 για παραβάσεις διατάξεων του περί Σκύλων Νόμου, του περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμου καθώς και για κοινή οχληρία. Του επιβλήθηκε ποινή προστίμου και διατάχθηκε όπως παράσχει εγγύηση ύψους Ευρώ 2.000 ότι θα τηρεί τους Νόμους και κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας για περίοδο 2 ετών. Η διάπραξη του υπό κρίση αδικήματος εκ μέρους του εμπίπτει στην περίοδο της εγγύησης που είχε υπογράψει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο 2, αυτός καταδικάστηκε στις 03.10.24 στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 4071/19 για τα αδικήματα της απόδρασης προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτησης, της επίθεσης κατά οργάνου τήρησης της τάξης και της απειλής, τα οποία διαπράχθηκαν τον Ιούνιο του 2019 και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή. Εφόσον η διάπραξη από μέρους του κατηγορούμενου 2 των υπό κρίση αδικημάτων εμπίπτει στην περίοδο της αναστολής της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην Υπόθεσης 4071/19, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο θα ενεργοποιήσει την εν λόγω ανασταλείσα ποινή ή μέρος αυτής ή όχι.
Περαιτέρω, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 15215/21, ο κατηγορούμενος 2 καταδικάστηκε στις 21.12.22 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τα αδικήματα της μεταφοράς πυροβόλου όπλου και για πράξεις που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 4 ετών και 6 μηνών. Κατά την επιβολή της ποινής στην πιο πάνω υπόθεση, λήφθηκαν υπόψη και τα αδικήματα που διέπραξε στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 15537/21, ήτοι συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου καθώς και διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και κλοπή. Έχοντας εκτίσει ένα μεγάλο μέρος της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, ο κατηγορούμενος 2 αφέθηκε ελεύθερος, δυνάμει προεδρικής χάρης που έλαβε υπό όρους. Ενόψει τούτου, ως αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης σε αυτόν στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ο κατηγορούμενος 2 θα κληθεί να εκτίσει την εναπομείνασα ποινή φυλάκισης ύψους 330 ημερών, στοιχείο το οποίο, ως θα εξηγηθεί πιο κάτω, συνυπολογίζεται κατά την επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβληθεί.
Καθίσταται σαφές ότι οι προηγούμενες καταδίκες των κατηγορούμενων δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη επιβαρυντικά προς τη θέση τους έτσι ώστε, τρόπον τινά, να τιμωρούνται εκ νέου για τη διάπραξη των αδικημάτων που έχουν διαπράξει στο παρελθόν και για τα οποία τους επιβλήθηκε ήδη ποινή. Η ύπαρξη, όμως, προηγούμενων καταδικών θεωρείται ενδεικτική της γενικότερης στάσης τους έναντι των εκ του Νόμου απορρεουσών υποχρεώσεών τους με αποτέλεσμα η επιείκεια που δύναται να επιδείξει το Δικαστήριο στην περίπτωση τους κατά την επιβολή ποινής να μειώνεται αναλόγως[1].
Υπό το πιο πάνω πρίσμα, δεν μας διαφεύγει ότι σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1, η φύση των αδικημάτων που είχε διαπράξει στο παρελθόν δεν συνδέεται θεματικά ή χρονικά με το αδίκημα που εξετάζεται στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, σε βαθμό που η ύπαρξη της προηγούμενης καταδίκης για τα συγκεκριμένα αδικήματα, χαμηλής σοβαρότητας, που αναφέρονται πιο πάνω να μην έχει τη δυναμική επηρεασμού της ποινής που θα του επιβληθεί εν προκειμένω. Σε σχέση, όμως, με τον κατηγορούμενου 2, η προηγούμενη παραβατική του συμπεριφορά, και ειδικότερα, η θεματική διασύνδεση κάποιων εκ των αδικημάτων που έχει διαπράξει στο παρελθόν με τα υπό κρίση αδικήματα, τείνουν να καταδείξουν μία ροπή του κατηγορούμενου 2 προς τη διάπραξη αδικημάτων οπλοκατοχής, παρά την ποινή φυλάκισης που του έχει επιβληθεί στο μεσοδιάστημα, και συνεπώς μειώνεται ο βαθμός επιείκειας που δύναται να επιδείξει το Δικαστήριο στην περίπτωσή του.
Φύση/σοβαρότητα αδικημάτων
Η προβλεπόμενη από τον νόμο ανώτατη ποινή είναι ενδεικτική της σοβαρότητας που προσδίδει ο Νομοθέτης στο εκάστοτε αδίκημα και αποτελεί την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο[2] .
Το αδίκημα μεταφοράς μαχαιριού που έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος 1 τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 82(2) του Ποινικού Κώδικα, με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους.
Η σοβαρότητα του αδικήματος έγκειται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η μεταφορά μαχαιριού ή άλλου αιχμηρού μέσου σε δημόσιο χώρο δημιουργεί από μόνης της τον κίνδυνο ότι σε στιγμές απώλειας ελέγχου, αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ανεπανόρθωτα επακόλουθα στη ζωή άλλων. Συνεπώς, με σκοπό την προστασία του κοινού, το εν λόγω αδίκημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα αυστηρότητα[3].
Πολύ πιο σοβαρά είναι τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος 2. Δυνάμει του άρθρου 51(1) του Νόμου 113(Ι)/2004, τόσο το αδίκημα της κατοχής όσο και αυτό της μεταφοράς πυροβόλου όπλου επισύρουν ποινή φυλάκισης μέχρι και 15 έτη. Το αδίκημα της κατοχής και αυτό της μεταφοράς εκρηκτικών υλών, χωρίς την απαιτούμενη από το Νόμο άδεια, επισύρουν, βάσει του άρθρου 4(4)(δ) του Κεφ. 54, ποινή φυλάκισης μέχρι και 10 έτη.
Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων είναι δεδομένη. Όπως αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Προκοπίου - Κίτας ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 433:
“H διάπραξη των αδικημάτων που σχετίζονται με την κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων είναι από τα πιο σοβαρά της ποινικής μας νομοθεσίας και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό τόσο από τις προβλεπόμενες ποινές όσο και από τις ποινές οι οποίες επιβάλλονται. Πρόκειται για αδικήματα τα οποίας ως εκ της φύσης τους εμπεριέχουν τον κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιτότητας συνανθρώπων μας, της ζωής τους ή εκφοβισμού τους και ως εκ τούτου οι ποινές οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται θα πρέπει να εμπεριέχουν τον αποτρεπτικό τους χαρακτήρα ενόψει των κινδύνων που ενέχει η παράνομη κατοχή και μεταφορά τους αλλά τις δοκιμασίες στις οποίες έχει εκτεθεί η κυπριακή κοινωνία από την παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας, (1992) 2 ΑΑΔ σελ. 206: «Η παράνομη κατοχή όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας στου νομιμόφρονες πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση σε μια Δημοκρατική κοινωνία»
[…]
Εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλου υπονομεύει την έννομη τάξη, δημιουργεί ανασφάλεια και τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους.”
Σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου καταδεικνύει τη σοβαρότητα των υπό κρίση αδικημάτων και την αυστηρότητα με την οποία καλούνται τα Δικαστήρια να τα αντιμετωπίσουν. Παραπέμπουμε ενδεικτικά:
Στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166 ο κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου G3, για τις οποίες του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών στην κάθε μία. Στην κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Είχε δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν σε διαρρήξεις, κλοπές, πλαστογραφίες κλπ, και έπασχε από μεσογειακή αναιμία. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις ως άνω ποινές.
Στη Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 279, ο κατηγορούμενος, πρόσωπου λευκού ποινικού μητρώου, κρίθηκε ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε κατηγορίες που αφορούσαν κατοχή πιστολιού και κατοχή εκρηκτικών υλών, δηλαδή 7 φυσιγγίων με τα οποία το πιστόλι ήταν οπλισμένο. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 και 3 ετών αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα γεγονότα ο κατηγορούμενος μετέφερε το πιστόλι σε νυχτερινό κέντρο όπου υπηρετούσε ως φρουρός. Αν και ερωτηθείς αρχικά αρνήθηκε την κατοχή του πιστολιού, εν τέλει την αποκάλυψε στους αστυνομικούς όταν τον πληροφόρησαν ότι θα τον υπέβαλλαν σε σωματική έρευνα, που αναπόδραστα θα αποκάλυπτε την κατοχή του. Ισχυρίστηκε ότι μετέφερε το πιστόλι για τη δική του προστασία, λόγω απειλών που δεχόταν. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικυρώνοντας τις επιβληθείσες ποινές ανέφερε: «Η μεταφορά όπλου είναι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα, καθίσταται δε σοβαρότερο όταν συνοδεύεται με την κατοχή πυρομαχικών που καθιστούν δυνατή τη χρήση του. Ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις προσλαμβάνουν τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων, όταν αναλογισθούμε ότι μετέφερε το όπλο ως εφόδιο της εργασίας του σε νυχτερινό κέντρο, συμπεριφορά που εγκυμονεί ιδιαίτερα σοβαρούς κινδύνους για τρίτα πρόσωπα.»
Στην Παπαγεωργίου (Γιάγκος) ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 646 ο κατηγορούμενος, κρίθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στην κατηγορία κατοχής πυροβόλου όπλου, δηλαδή ενός πιστολιού, στην μεταφορά του ίδιου όπλου και για κατοχή εκρηκτικών υλών, δηλαδή 52 πλήρη φυσίγγια χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών. Όταν τον πλησίασαν μέλη της αστυνομίας για έλεγχο, ο ίδιος προσπάθησε να διαφύγει και να αποκρύψει το πυροβόλο όπλο. Επρόκειτο για πρόσωπο 61 ετών, με λευκό ποινικό μητρώο και 3 ενήλικα παιδιά. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών στις κατηγορίες που αφορούν το όπλο και 6 μηνών στην κατηγορία που αφορά τα φυσίγγια. Το Εφετείο επικύρωσε τις επιβληθείσες ποινές.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Chronyy (2006) 2 ΑΑΔ 117, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν νεαρός πρόσωπο, κατείχε παράνομα τυφέκιο και δυο σφαίρες του διαμετρήματος του τυφεκίου, τα οποία είχαν δηλωθεί ως κλοπιμαία. Πρωτόδικα του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών μετά από ακροαματική διαδικασία καθότι λήφθηκε, μεταξύ άλλων υπόψη, ως μετριαστικό παράγοντα το ότι δεν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για πρόθεση χρήσης του τυφεκίου ή για προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορούμενου και προηγούμενη χρήση του τυφεκίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέποντας την ποινή που επιβλήθηκε πρωτόδικα, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η συμπερίληψη του πιο πάνω ως μετριαστικού παράγοντα, αποτελεί “πλάνη” εφόσον δεν “ανεμένετο να μπορούσε να ήταν διαθέσιμη τέτοια μαρτυρία ως προς την πρόθεση του Εφεσίβλητου στη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σαν θέμα κοινής λογικής”. Χαρακτήρισε την ποινή των 10 μηνών φυλάκισης ως “βοερά ανεπαρκή ως εντελώς έξω από τα ορθά πλαίσια” και την αντικατέστησε με ποινής φυλάκισης 4 ετών.
Στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Muhittin Ates, Ποιν. Έφεση 234/24, ημερ. 25.02.25, ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο αδίκημα της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β και του επιβλήθηκαν πρωτόδικα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών. Το πιστόλι εντοπίστηκε σε ντουλάπι του οχήματος του κατηγορούμενου κατά τη διέλευσή από τις ελεύθερες προς τις κατεχόμενες περιοχές και, από περαιτέρω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί μετατροπές ώστε να καταστεί πυροβόλο. Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, το Εφετείο επισήμανε ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μετριαστικός παράγοντας το γεγονός ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου είτε περί προηγούμενης χρήσης του πιστολιού στη διάπραξη κάποιου αδικήματος ή περί πρόθεσης χρήσης του για τέτοια. Παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στο Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του κ. Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση, σελ. 206 όπου αναφέρεται ότι για την κατοχή και μεταφορά πιστολιών η συνήθης ποινή είναι αυτή της φυλάκισης μεταξύ τριών και τεσσάρων ετών, ανέτρεψε τις πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές και τις αντικατέστησε με ποινές φυλάκισης 3 ετών.
Τονίζεται ότι προηγούμενες αποφάσεις είναι απλώς ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της ποινής, χωρίς να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, εφόσον η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη των γεγονότων που την συνθέτουν και των συνθηκών του εκάστοτε παραβάτη[4].
Μετριασμός
Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο οφείλει να εξισορροπεί δίκαια τη διαφύλαξη της ευνομούμενης πολιτείας από τη μία και την ορθή μεταχείριση κάθε κατηγορούμενου από την άλλη, μέσω της διαδικασίας εξατομίκευσης της ποινής του[5]. Στόχος του Δικαστηρίου είναι η ποινή που θα επιβληθεί να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη, συνεκτιμώντας προς τούτο, τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος, τις περιστάσεις διάπραξης του αλλά και τις προσωπικές περιστάσεις του ίδιου του κατηγορούμενου, χωρίς όμως η διεργασία αυτή να εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος ή το στοιχείο της αποτροπής.
Με σκοπό τον μετριασμό της ποινής που θα επιβληθεί στον κάθε ένα από τους κατηγορούμενους, έχουν αγορεύσει ενώπιον του Δικαστηρίου οι ευπαίδευτοι συνήγοροί τους. Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα όσα έχουν αναφέρει, τα οποία έχουν καταγραφεί στα πρακτικά του Δικαστηρίου ενώ, σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 περιλαμβάνονται και σε πολυσέλιδο γραπτό κείμενο αγορεύσεων, και τα έχουμε αποτιμήσει. Προς αποφυγή αχρείαστης επιβάρυνσης της παρούσας απόφασης, δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε, εφόσον θα αναφέρουμε στα διάφορα σημεία που έχουν, μέσω των αγορεύσεών τους, επισημάνει πιο κάτω.
Για σκοπούς διαβάθμισης της βαρύτητας της ποινικής ευθύνης καθενός από τους κατηγορούμενους, λαμβάνουμε υπόψη μας τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη των αδικημάτων ως αυτά έχουν εκτεθεί από τον Κατηγορούσα Αρχή.
Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1, λαμβάνουμε υπόψη το είδος του μαχαιριού που βρέθηκε στην κατοχή του καθώς και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτό βρέθηκε, ήτοι, κατά τις βραδινές ώρες, σε σχετικά απόμερη περιοχή και ότι κατείχε σε τσάντα μέσης που φορούσε, δηλαδή εύκολα προσβάσιμο στον ίδιο, το συγκεκριμένο μαχαίρι. Ανεξαρτήτως του ισχυρισμού που προβλήθηκε από το συνήγορό του, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος 1 ξέχασε στη τσάντα του το μαχαίρι, το οποίο συνήθως κατείχε με σκοπό να “κόβει φρούτα” όταν εργάζεται, επαναλαμβάνουμε ότι η κατοχή και μεταφορά του μαχαιριού σε δημόσιο χώρο, σε σημείο εύκολα προσβάσιμο προς τον κατηγορούμενο, εγκυμονεί τους κινδύνους που αναφέραμε πιο πάνω. Αποδεχόμαστε ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό, στοιχείο το οποίο λαμβάνουμε υπόψη.
Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε υπόψη το είδος του όπλου που κατείχε, το οποίο ήταν έμφορτο και σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση, στοιχείο που αυξάνει τη σοβαρότητα του αδικήματος, καθώς και το ότι ο ίδιος, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της αστυνομίας στο σημείο, προσπάθησε να διαφύγει κρύβοντάς το σε θάμνους. Επιβαρυντικά επενεργεί, επίσης, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 2 κατείχε και γεμιστήρα με 9 σφαίρες, καθιστώντας έτσι δυνατή την άμεση χρήση του πιστολιού[6]. Όσον αφορά το λόγο κατοχής του όπλου και των εκρηκτικών υλών, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε τη δήλωση της συνηγόρου του κατηγορούμενου 2, ότι δηλαδή το κατείχε για “προσωπική του προστασία” ενόψει διαφορών που είχε με άλλα πρόσωπα, χωρίς αυτό να δύναται, με οποιονδήποτε τρόπο, να νομιμοποιήσει την κατοχή και μεταφορά του. Επαναλαμβάνουμε, όμως, ότι η απουσία μαρτυρίας περί πρόθεσης χρήσης του όπλου με σκοπό την επίθεση σε άλλο πρόσωπο ή τη διάπραξη άλλου εγκλήματος, δεν μπορεί να αποτελέσει μετριαστικός παράγοντας[7]. Περαιτέρω, εφόσον δεν έχουν δοθεί περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το είδος του υγρού που εντοπίστηκε εντός του μπιτονιού ή το σκοπό της κατοχής των γαντιών και της κουκούλας που, επίσης, βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορούμενου 2, κάτω από τις περιστάσεις που εκτίθενται πιο πάνω, δεν θα προχωρήσουμε σε συνειρμούς περί σκοπούμενης άλλης εγκληματικής δράσης των κατηγορούμενων κατά τον ουσιώδη χρόνο και άρα αυτό το στοιχείο δεν θα διαδραματίσει επιβαρυντικό ρόλο κατά την επιμέτρηση της ποινής του κατηγορούμενου 2.
Προς όφελος και των δύο κατηγορούμενων, λαμβάνουμε υπόψη την άμεση παραδοχή τους στο Δικαστήριο. Αποτελεί ένδειξη της μεταμέλειάς τους και στοιχείο που εξυπηρετεί τους σκοπούς της δικαιοσύνης καθότι εξοικονομήθηκε έτσι πολύτιμος δικαστικός χρόνος και δημόσιο χρήμα, το οποίο θα σπαταλείτο εάν η παρούσα υπόθεση οδηγείτο σε πλήρη ακρόαση. Λόγω της άμεσης παραδοχής τους, ο κατηγορούμενοι δικαιούνται σημαντική μείωση στην ποινή που διαφορετικά θα τους επιβαλλόταν[8].
Λαμβάνομαι, επίσης, υπόψη μας τις προσωπικές περιστάσεις καθενός από τους κατηγορούμενους:
Σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου 1, ο κατηγορούμενος 1 είναι πρόσωπο 42 ετών, εργάζεται ως οικοδόμος και είναι πατέρας δύο ανήλικων παιδιών, ένα εκ των οποίων πρόκειται να μεταβεί για σπουδές το επόμενο έτος. Αν και δεν πρόκειται, αυστηρά ομιλούντες, για πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, η προηγούμενη παραβατική του συμπεριφορά είναι περιορισμένη και αφορά στα αδικήματα χαμηλής σοβαρότητας για τα οποία καταδικάστηκε στην Ποινική Υπόθεση με αρ. 1173/22 (περιγράφονται πιο πάνω).
Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου 2 εκτίθενται στην Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ημερομηνίας 25.10.25 που έχει ετοιμαστεί για αυτό το σκοπό, ενώ λαμβάνουμε υπόψη και τα όσα, συμπληρωματικά, ανέφερε επί τούτων στο Δικαστήριο η ευπαίδευτη συνήγορός του. Συνοπτικά, ο κατηγορούμενος είναι 30 ετών και πατέρας ενός 8χρονου παιδιού. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια και, ως πρόσθεσε η συνήγορός του, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν ο κατηγορούμενος ήταν σε μικρή ηλικία με αποτέλεσμα να μεγαλώσει χωρίς πατρικό πρότυπο. Φοίτησε μέχρι την Γ’ τάξη του Γυμνασίου, όταν και διέκοψε τη φοίτησή του λόγω χαμηλής επίδοσης και έλλειψης ενδιαφέροντος. Έλαβε απαλλαγή από την εκτέλεση της στρατιωτικής του θητείας λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας που παρουσίασε. Αναφέρθηκε από τη συνήγορό του ότι λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, αναγκάστηκε να εργάζεται από νεαρή ηλικία ώστε να στηρίξει την οικογένειά του. Κατά την περίοδο πριν τη σύλληψή του εργαζόταν και στηριζόταν από την οικογένειά του. Περί το 2016 σύναψε σχέση και απέκτησε ένα παιδί. Τρία χρόνια αργότερα, περί το 2019, χώρισε με την τότε σύντροφό του. Έκτοτε, ο ίδιος ανέλαβε τη φροντίδα του ανήλικου γιου του μαζί με τη στήριξη της μητέρας του κατηγορούμενου. Το παιδί δεν επιθυμεί οποιαδήποτε επικοινωνία με τη μητέρα του, η οποία, ως αναφέρει ο ίδιος, δεν επιδεικνύει κανένα ενδιαφέρον για το ανήλικο. Ενόψει της κράτησής του στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, τη φροντίδα του παιδιού ανέλαβε η νονά του κατηγορούμενου, η οποία διαμένει πλησίον της οικίας όπου διαμένει και η οικογένεια του κατηγορούμενου. Το παιδί, ως αναφέρθηκε, αισθάνεται έντονα την απουσία του πατέρα του και μάλιστα, η συνήγορος του κατηγορούμενου, παρουσίασε στο Δικαστήριο διάφορα γράμματα τα οποία ετοίμασε το παιδί απευθυνόμενο προς τον πατέρα του. Εκεί τον ρωτά πότε θα επιστρέψει στο σπίτι και εκφράζει την επιθυμία να τον συναντήσει. Πριν από τη σύλληψή του, ο κατηγορούμενος διέμενε σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με τη συμβία του με την οποία προγραμμάτιζαν να παντρευτούν.
Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου 2, περιλαμβανομένων των δύσκολων παιδικών του χρόνων, των οικονομικών και ψυχολογικών προβλημάτων που φαίνεται να αντιμετωπίζει, του χαμηλού μορφωτικού του επιπέδου, του σχετικά νεαρού της ηλικίας του, και ειδικότερα του γεγονότος ότι ο ίδιος είχε αναλάβει τη φροντίδα του ανήλικου παιδιού του σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις που ο εγκλεισμός του αναπόφευκτα θα έχει στη ψυχοσύνθεση του παιδιού, το οποίο στερείται της παρουσίας και φροντίδας του πατέρα του ενώσω εκείνος βρίσκεται στη φυλακή, λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο. Επισημαίνεται, όμως, ότι σύμφωνα με τη νομολογία μας, οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου σε αδικήματα υψηλής σοβαρότητας είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι δε επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένεια του κατηγορούμενου συγκαταλέγονται, μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, πλην όμως αυτές δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό του είδους της ποινής που θα επιβληθεί[9].
Τονίστηκε, επίσης, από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι αν κριθεί από το παρόν Δικαστήριο ότι αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο 2, αυτόματα θα ενεργοποιηθεί και η εναπομείνασα ποινή φυλάκισης των 330 ημερών, από την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην Ποινική Υπόθεση 15215/21 από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και η οποία είχε ανασταλεί δυνάμει Προεδρικής χάρης. Νοείται ότι σε τέτοια περίπτωση, η ποινή που θα επιβληθεί σήμερα στον κατηγορούμενο 2 θα εκτιθεί διαδοχικά με την ως άνω ανασταλείσα ποινή φυλάκισης. Αυτό είναι, βεβαίως, ένα δεδομένο βαρύνουσας σημασίας για την απόφαση του Δικαστηρίου όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής του κατηγορούμενου 2, εφόσον το Δικαστήριο καλείται να εφαρμόσει την αρχή της συνολικότητας της ποινής∙ πρέπει, δηλαδή, να διασφαλιστεί ότι σε περίπτωση που επιβληθεί στην παρούσα υπόθεση ποινή φυλάκισης η οποία θα εκτιθεί διαδοχικά με την εναπομείνασα ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε προγενέστερη υπόθεση, η συνολική ποινή δεν θα είναι υπερβολική ή δυσανάλογη της συνολικής ευθύνης του κατηγορούμενου[10]. Υπό αυτό το πρίσμα, συνυπολογίζουμε και αυτόν τον παράγοντα κατά τον καθορισμό του ύψους της ποινής που θα επιβληθεί στον κατηγορούμενο 2.
Επιβολή ποινής
Στρεφόμενοι στην περίπτωση του κατηγορούμενου 1 και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος που διέπραξε, τις περιστάσεις διάπραξής του αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες που επενεργούν προς όφελός του, κρίνουμε ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί, υπό τις περιστάσεις, η επιβολή ποινής φυλάκισης. Θα του επιβληθεί ποινή προστίμου.
Επιβάλλεται, λοιπόν, στον κατηγορούμενο 1 για την κατηγορία 6, ποινή προστίμου ύψους Ευρώ 800.
Ενόψει της διαφορετικής φύσης του υπό κρίση αδικήματος με τα αδικήματα που αφορούν στην Ποινική Υπόθεση με αρ. 15537/21 αλλά και του χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων που αφορούν σε εκείνη την υπόθεση σε συνάρτηση με την ημερομηνία διάπραξης του υπό κρίση αδικήματος, κρίνουμε ορθότερο όπως να μην διατάξουμε την κατάσχεση οποιουδήποτε περαιτέρω χρηματικού ποσού δυνάμει της εγγύησης που παρείχε προηγουμένως.
Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 2, συνεκτιμώντας τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει διαπράξει, τις συνθήκες διάπραξής τους αλλά και τους μετριαστικούς παράγοντες που λειτουργούν προς όφελός του, κρίνουμε ότι ποινή άλλη από αυτή της στερητικής της ελευθερίας του κατηγορούμενου 2 δεν θα ήταν αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις. Οι μετριαστικοί παράγοντες που υφίστανται εν προκειμένω, και ιδιαίτερα η παραδοχή του αλλά και η ανασταλείσα ποινής φυλάκισης των 330 ημερών που του έχει επιβληθεί στο παρελθόν και η οποία θα ενεργοποιηθεί αυτόματα, σαφώς έχουν επηρεάσει αισθητά το ύψος της ποινής που θα του επιβληθεί, ώστε να διασφαλιστεί ότι η συνολική ποινή την οποία θα κληθεί να εκτίσει ο κατηγορούμενος 2 δεν θα είναι δυσανάλογη με την εγκληματική του συμπεριφορά.
Επιβάλλονται, λοιπόν στον κατηγορούμενο 2, οι ακόλουθες ποινές:
Για την κατηγορία αρ. 2, ποινή φυλάκισης 3 ετών και 9 μηνών,
Για την κατηγορία αρ. 3, ποινή φυλάκισης 3 ετών και 9 μηνών,
Για την κατηγορία αρ. 4, ποινή φυλάκισης 2 ετών, και
Για την κατηγορία αρ. 5, ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Λόγω του χρονικού και θεματικού συσχετισμού των αδικημάτων που έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος 2, οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν και η περίοδος έκτισης της ποινής φυλάκισης να μειωθεί για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο κατηγορούμενος 2 τελεί υπό κράτηση στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ήτοι από τις 07.04.25 μέχρι σήμερα.
Νοείται ότι η ποινή φυλάκισης θα εκτιθεί διαδοχικά με την ανασταλείσα ποινή φυλάκισης των 330 ημερών που του επιβλήθηκε στο πλαίσιο της Υπόθεσης με αρ. 15215/21 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού.
Ενεργοποίηση προηγούμενης ποινής φυλάκισης
Στο πλαίσιο της υπόθεσης αρ. 4071/19, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έχει αναστείλει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών που επέβαλε στις 03/10/24 στον κατηγορούμενο 2 για περίοδο 3 ετών. Τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν εντός της 3ετούς αυτής περιόδου αναστολής, και συγκεκριμένα 1 μήνα αργότερα. Ως εκ τούτου θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο δικαιολογείται η ενεργοποίηση της προαναφερθείσας ποινής φυλάκισης.
Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Βασιλειάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409, ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς. Η αναστολή αναβάλλει την εκτέλεση της ποινής αλλά δεν αλλοιώνει τη φύση της. Σε περίπτωση παράβασης των όρων αναστολής, το υπόβαθρο πάνω στο οποίο αποφασίστηκε η αναστολή καταρρέει και ο λόγος για μη ενεργοποίηση της φυλάκισης εξαφανίζεται.
Το Άρθρο 4(1) του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, δίνει την εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την εκτέλεση της ανασταλείσας ποινής για την περίοδο για την οποία επιβλήθηκε ή για μικρότερη περίοδο ή την τροποποίηση του αρχικού διατάγματος όσον αφορά στην περίοδο εφαρμογής του διατάγματος ή να μη λάβει κανένα μέτρο σχετικά με την ανασταλείσα ποινή. Νοείται ότι το Δικαστήριο δεν επανεξετάσει την ορθότητα της ποινής που επιβλήθηκε προηγουμένως.
Αυτό που καλείται να εξετάσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο, από τα γεγονότα της υπό εκδίκαση υπόθεσης, προβάλλεται κάποιος σοβαρός μετριαστικός παράγοντας ή υφίστανται τέτοιες περιστάσεις που να υποβαθμίζουν τη βαρύτητα της υπό κρίση παράνομης πράξης. Στην απουσία τέτοιων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούν, εν δυνάμει, την παράβαση των όρων αναστολής, τότε κατά κανόνα το Δικαστήριο προχωρεί στην ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής[11].
Το Δικαστήριο επίσης οφείλει να λάβει υπόψη ότι η συνολική ποινή, δηλαδή η ποινή για τη βασική υπόθεση και η ενεργοποιημένη ποινή, δεν πρέπει να είναι υπερβολική σε συνάρτηση πάντοτε με τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων αλλά και το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου[12].
Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε ειδική περίσταση ή σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που να δικαιολογεί την παράβαση των όρων αναστολής που είχαν τεθεί προηγουμένως στον κατηγορούμενο 2 και η οποία να καθιστά την ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής φυλάκισης άδικη. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι ο κατηγορούμενος 2 προέβη στη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων, όμοιας φύσεως με αδικήματα που διέπραξε στο παρελθόν και για τα οποία του επιβλήθηκε ποινή άμεσης φυλάκισης, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία προς την επιείκεια που του είχε επιδειχθεί από το Δικαστήριο προηγουμένως αλλά και των όρων της προεδρικής χάρης που είχε λάβει.
Ωστόσο, το ύψος της ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σήμερα στον κατηγορούμενο 2 έχει ήδη προσαρμοστεί προς τα κάτω, κατ’ εφαρμογή της αρχής της συνολικότητας της ποινής, λαμβανομένης υπόψη και της αυτόματης ενεργοποίησης της ανασταλείσας, δυνάμει προεδρικής χάρης, ποινής φυλάκισης των 330 ημερών που θα κληθεί να εκτίσει διαδοχικά. Τούτου δοθέντος, κρίνουμε ότι τυχόν ενεργοποίηση και της ανασταλείσας ποινής των 6 μηνών (ή μέρους αυτής) που του επιβλήθηκε στην Ποινική Υπόθεση αρ 15215/21, θα είχε δυσανάλογα επαχθή αποτελέσματα για τον ίδιο σε συνάρτηση με το αδίκημα που διέπραξε, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεών του αλλά και των μετριαστικών παραγόντων που αναφέρονται πιο πάνω, ενώ παράλληλα δεν θα εξυπηρετούσε, υπό τις περιστάσεις, καλύτερα οποιωνδήποτε από τους ποινολογικούς στόχους που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή και πάλι, της αρχής της συνολικότητας της ποινής, κρίνουμε ορθότερο όπως μην διατάξουμε την ενεργοποίηση και της ανασταλείσας ποινής των 6 μηνών που του επιβλήθηκε στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης με αρ. 4071/19.
Διαχείριση τεκμηρίων
Όσον αφορά τα τεκμήρια της υπόθεσης και σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, δίδονται οδηγίες όπως τα τεκμήρια που ανήκουν στον κατηγορούμενο 1 να επιστραφούν σε αυτόν, εκτός από το μαχαίρι με χρυσή χειρολαβή και λεπίδα μήκους 8 εκατοστών, το οποίο να κατασχεθεί και να καταστραφεί. Τα υπόλοιπα τεκμήρια της υπόθεσης να τύχουν διαχείρισης από την Αστυνομία με βάση οδηγίες που θα λάβει από την Νομική Υπηρεσία.
Καμία διαταγή για έξοδα.
(Υπ.)………………………..
Λ. Μάρκου, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Ν. Φακοντής, Ε.Δ.
(Υπ.)………………………..
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ 17
[2] βλ. Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632
[3] Σημειώνεται ότι το ίδιο άρθρο προνοεί ως κατώτατο όριο την ποινή φυλάκισης έξι μηνών εκτός και εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι μείωσης τέτοιας ποινής. Παρά το ότι το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τη θέση του Νομοθέτη ως προς την αυστηρότητα που προσδίδει σε ένα συγκεκριμένο αδίκημα, εντούτοις, η θεσμοθέτηση κατώτατης ποινής κρίθηκε ως αντίθετη προς το Σύνταγμα και, ως εκ τούτου, το είδος και η έκταση της ποινής η οποία επιβάλλεται παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν απαιτείται η ύπαρξη ειδικών λόγων για την επιβολή ποινής μικρότερης από εξάμηνη φυλάκιση για το εν λόγω αδίκημα (βλ. Hassan Dourmoush v. The Police (1963) 1 C.L.R. 39 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χαράλαμπου Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9).
[4] Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ 1
[5] Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930
[6] Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 279
[7] Γενικός Εισαγγελέας ν. Chronyy (2006) 2 ΑΑΔ 117
[8] Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28
[9] Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 και Μακρή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 33/12 ημερ. 15.01.13
[10] Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356 και Μιχαήλ Μιχάλης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 243
[11] Dimitri Parashou Louka v. The Police (1986) 2 C.L.R. 141 και Βασιλειάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 409
[12] Λοϊζου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.546 και Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο