SOCIETE GENERALE BANK – CYPRUS LIMITED ν. Κ. Μ., Αρ. Υπόθεσης: 2656/2024, 11/11/2025
print
Τίτλος:
SOCIETE GENERALE BANK – CYPRUS LIMITED ν. Κ. Μ., Αρ. Υπόθεσης: 2656/2024, 11/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 2656/2024

 

SOCIETE  GENERALE BANK – CYPRUS LIMITED (HE 31003)

(πρώην SOCIETE GENERALE CYPRUS LIMITED)

v

Κ. Μ.

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 11/11/2025

 

Για τους Παραπονούμενους: κος Μ. Στρόππος  

Για τον Κατηγορούμενο: Καμία εμφάνιση

Κατηγορούμενος απών

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.   Εισαγωγή

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 148 κατηγορίες που αφορούν την πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή κατά παράβαση των άρθρων 3(1)(γ) και 4 του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμος του 2008 (Ν. 60(I)/2008).

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος ενώ ήταν εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους δυνάμει αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Αγωγή με αριθμό 2416/2009, και ενώ στις 14/2/2012 στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής διατάχθηκε να καταβάλλει στους Παραπονούμενους / εκ δικαστικής απόφασης πιστωτές του, το ποσό των €75 μηνιαίως από την 1/3/2012 και την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα μέχρι τελείας εξόφλησης, παρέλειψε και εξακολουθεί να παραλείπει να καταβάλει το ποσό των αναφερόμενων δόσεων για την περίοδο από 1/3/2012 μέχρι 1/6/2024, αμφότερων των ημερομηνιών περιλαμβανομένων.

 

 

Ο Κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στην διαδικασία και η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του Κεφ. 155.

 

Στις 2/10/2025 καταχωρήθηκε από τους Παραπονούμενους ένορκη δήλωση προς απόδειξη της υπόθεσης τους. Το Δικαστήριο αφότου μελέτησε την ένορκη δήλωση έθεσε στους συνηγόρους των Παραπονούμενων τον προβληματισμό του ως προς το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, λόγω του χρόνου που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των ισχυριζόμενων αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για περαιτέρω απόδειξη στις 5/11/2025, δίδοντας την άδεια στους συνηγόρους των Παραπονούμενων να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να προβάλουν γεγονότα που μπορεί να ανατρέπουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης, όπως αναδύεται από την αντικειμενική διάσταση χρόνου μεταξύ της κατ' ισχυρισμό διάπραξης των αδικημάτων και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Ωστόσο, οι συνήγοροι των Παραπονούμενων δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι δεν επιθυμούν να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση, και παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτή αγόρευση για το ζήτημα της καθυστέρησης.

 

Β.   Νομική Πτυχή – Κατάχρηση Διαδικασίας

Στην υπόθεση Γ.Π.Β ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 5/2020, ημερομηνίας 30/07/2021 επισημάνθηκε ότι αποτελεί διαφορετικό ζήτημα το κατά πόσο ο χρόνος εντός του οποίου εκδικάστηκε μια υπόθεση είναι εύλογος συμφώνως του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το οποίο και εξετάζεται κατ’ αποκλειστικότητα εντός της χρονικής διάρκειας από την διατύπωση της κατηγορίας μέχρι την τελική εκδίκαση της (περιλαμβανομένου και του σταδίου έφεσης), και άλλο το κατά πόσο μια δικαστική διαδικασία καθίσταται καταχρηστική λόγω της καθυστέρησης υποβολής παραπόνου (εν προκειμένω καταχώρησης κατηγορητηρίου). Στην εν λόγω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι η διακοπή της δίκης έστω και σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν είναι δικαιολογημένη θα πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας, δεδομένου ότι γενικά η παρέλευση του χρόνου από μόνη της δεν αρκεί. Ωστόσο, ως περαιτέρω επισημάνθηκε, κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά.

 

 Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Μ & Μ Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερ. 3/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B216 το ζήτημα της κατάχρησης μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Όταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση του χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος, και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου.  Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη. 

 

Στα πλαίσια της φυσικής δικαιοσύνης ο κατήγορος έχει το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει γεγονότα που μπορεί να ανατρέπουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης, όπως μπορεί να αναδύεται από την αντικειμενική διάσταση χρόνου μεταξύ της κατ' ισχυρισμό διάπραξης του αδικήματος και της καταχώρησης του κατηγορητηρίου.  Εάν τα γεγονότα αυτά αμφισβητούνται και δεν κρίνεται ευχερές να διαπιστωθούν έξω από το πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης δεν θα μπορεί να διαπιστωθεί κατάχρηση σε εκείνο το στάδιο και μπορεί να επανεξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο όταν θα καταστεί πρόσφορο ή στο τέλος.  Το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου, όταν δεν έχει προσφερθεί καμιά ή καμιά αποδεχτή εξήγηση για την καθυστέρηση.

 

Στην πιο πάνω απόφαση κρίθηκε ότι η χωρίς επαρκή επεξήγηση καθυστέρησης για σχεδόν 5 ½ χρόνια στην προώθηση της δίωξης του Εφεσίβλητου για αδικήματα έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας, καθιστούσε την διαπίστωση κατάχρησης εύλογη και την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας  του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπέρ του τερματισμού της διαδικασίας δικαιολογημένη.

 

Η φύση της κάθε υπόθεσης σαφώς και έχει την σημασία της. Για παράδειγμα, σε αδικήματα που έχουν σχέση με οικονομικές συναλλαγές και υπάρχει δυσκολία ανίχνευσης αυτού του είδους των εγκληματικών πράξεων, τυχόν χρονική καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης θα πρέπει να αντικρύζεται με ελαστικότητα και υπό το πρίσμα των εγγενών δυσκολιών της (βλ. Ανδρέας Κωστάκη Στυλιανού ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 58/2008).

 

Γ.    Κατάληξη Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες νομολογικές αρχές, έδωσε το δικαίωμα στο κατήγορο να ακουστεί και να προβάλει γεγονότα που μπορεί να ανατρέψουν την εκ πρώτης εντύπωση για κατάχρηση λόγω καθυστέρησης. Παρόλα αυτά οι συνήγοροι των Παραπονούμενων όπως δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν επιθυμούσαν να προβούν στην καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

 

Τα μόνα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο, είναι τα όσα εκτίθενται στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 2/10/2025 για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 89 του Κεφ. 155, και τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 19/10/2009 εκδόθηκε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στα πλαίσια της αγωγής με αριθμό 2416/2009 εναντίον, μεταξύ άλλων, του Κατηγορούμενου. Στις 14/2/2012 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα μηνιαίων δόσεων εναντίον του Κατηγορούμενου στα πλαίσια Αίτησης Έρευνας που καταχώρησαν οι Παραπονούμενοι, και με το οποίο διατάχθηκε ο Κατηγορούμενος όπως πληρώσει στους Παραπονούμενους το εξ αποφάσεως χρέος μέσω μηναίων δόσεων, ποσού €75 έκαστη, από την 1/3/2012 μέχρι εξόφλησης. Ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να καταβάλει προς τους Παραπονούμενος τις μηνιαίες δόσεις που ήταν πληρωτέες από την 1/3/2012 μέχρι την 1/6/2024 και προς τούτο οφείλει το συνολικό ποσό των €11,100.

 

Όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση καμία μαρτυρία και κανένα γεγονός δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την καθυστέρηση καταχώρησης της υπό κρίση υπόθεσης. Οι δόσεις από την 1/3/2012 μέχρι και την 1/12/2020 τουλάχιστον, δεν είχαν πληρωθεί, γεγονός που ήταν εις γνώση των Παραπονούμενων καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, μήνα πάρα μήνα, και οι Παραπονούμενοι για δικούς τους λόγους δεν προώθησαν την υπό κρίση υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, η οποία καταχωρήθηκε στις 12/6/2024. Για τις δόσεις που έπρεπε να πληρωθούν το έτος 2012 πρόκειται για παρέλευση 12 ετών, για τις δόσεις που έπρεπε να πληρωθούν το έτος 2013 πρόκειται για παρέλευση 11 ετών, για τις δόσεις που έπρεπε να πληρωθούν το έτος 2014 πρόκειται για παρέλευση 10 ετών, και ούτω κάθε εξής.

 

Τα υπό εξέταση αδικήματα αφορούν το αδίκημα της καταδολίευσης, όπου σύμφωνα και με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η φύση τέτοιων υποθέσεων δεν είναι πολύπλοκη (βλ. Case of Irodotou v Cyprus, Application no.  16783/20). Στην περίπτωση του αδικήματος της καταδολίευσης εξ αποφάσεων πιστωτών, αφετηρία της κατά το Νόμο ποινικής ευθύνης έχει η διαπίστωση ότι δεν καταβλήθηκε το ποσό των μηνιαίων δόσεων το οποίο καθορίστηκε από το Δικαστήριο με σκοπό την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους  και όχι πότε αποφασίζει ο παραπονούμενος να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική δίωξη.  Η μη παραγραφή δεν εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο παραπονούμενος. 

 

Η ουσία παραμένει ότι η καθυστερημένη δίωξη με αυτά τα δεδομένα, είναι τέτοια που σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής διαδικασίας δικαιολογεί ένα Δικαστήριο να αναχαιτίσει την περαιτέρω πορεία όσον αφορά τουλάχιστον την ποινική πτυχή της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.  

 

Αυτό που προβάλλεται μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων των Παραπονούμενων είναι ότι το ορθό διαδικαστικό στάδιο για έλεγχο της κατάχρησης της διαδικασίας δεν είναι το στάδιο απόδειξης των κατηγοριών, αλλά το στάδιο παρουσίασης του κατηγορητηρίου σε Δικαστή για καταχώρηση. Προς τούτο παραπέμπουν στην υπόθεση LCA Domiki Ltd, Ποινική Αίτηση 14/2008, 2/10/2018. Η θέση επίσης που προβάλλεται από τους συνηγόρους των Παραπονούμενων είναι ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο αρνείτο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 43 του Κεφ. 155, να καταχωρηθεί το υπό κρίση κατηγορητήριο, τότε οι Παραπονούμενοι θα μπορούσαν να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 43 με μονομερή αίτηση, ενώ σε περίπτωση που σε αυτό το στάδιο κριθεί ως καταχρηστική η καθυστέρηση προώθηση της διαδικασίας, τότε οι Παραπονούμενοι θα πρέπει να εφεσιβάλουν την απόφαση του Δικαστηρίου, και έτσι οι Παραπονούμενοι με αυτόν τον τρόπο θα αποστερηθούν του δικαιώματος τους πρόσβασης στην δικαιοσύνη συμφώνως με τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Συντάγματος.

 

Διαφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις των συνηγόρων των Παραπονούμενων για τους ακόλουθους λόγους. Στην υπόθεση Μ & Μ Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερομηνίας 3/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B216, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το Δικαστήριο έχει ευρύτατη, συμφυή εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο μιας ποινικής υπόθεσης να την τερματίσει και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο, εφόσον κρίνει ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα συνιστούσε κατάχρηση. Στην εν λόγω απόφαση μάλιστα ξεκαθαρίστηκε ότι η κατάχρηση μπορεί να διαπιστωθεί κατά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, όταν θα έχει ήδη τεθεί ενώπιον του όλη η μαρτυρία που η κατηγορούσα αρχή και η υπεράσπιση θα ήθελαν προσφέρει, ή ακόμη μπορεί να διαπιστωθεί στο πλέον αρχικό στάδιο, όταν το Δικαστήριο καλείται να εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, καθώς και σε οποιοδήποτε ενδιάμεσο στάδιο, με αίτημα της υπεράσπισης, αλλά και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.  Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης, στο οποίο αναφέρθηκε ότι δεν διαπιστώνεται κώλυμα το ζήτημα της κατάχρησης να εξεταστεί μετά που η υπόθεση οριστεί για ακρόαση και ενώ το υπό κρίση κατηγορητήριο εγκρίθηκε από το Δικαστήριο για καταχώρηση:

 

«Επομένως, δεν διαπιστώνουμε κώλυμα στην εξέταση του ζητήματος αφότου η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, ως εκ του γεγονότος ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προηγουμένως, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Κεφ.155, εγκρίνει την καταχώρηση του κατηγορητηρίου».

 

Ως εκ των ανωτέρω η μακρά καθυστέρηση στην προώθηση της υπό κρίση περίπτωσης, και ειδικότερα των κατηγοριών υπ’ αριθμό 1 μέχρι 106, που αφορούν τις δόσεις από 1/3/2012 μέχρι 1/12/2020, δεν δικαιολογείται και ισοδυναμεί με κατάχρηση της διαδικασίας. Διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος αυτού θα ισοδυναμούσε με αποδοχή του ενδεχόμενου να επιτρέπεται στην εκάστοτε κατηγορούσα αρχή ή παραπονούμενους να παραμένουν αδρανείς για απεριόριστο διάστημα και να ζητούν την τιμωρία του αδικοπραγούντα, όποτε οι ίδιοι ήθελε αποφασίσουν ή κρίνουν πρόσφορο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η ποινική δίωξη εναντίον του Κατηγορούμενου  σε σχέση με τις κατηγορίες υπ’ αριθμό 1 μέχρι 106 συμπεριλαμβανομένων, τερματίζεται λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και οι εν λόγω κατηγορίες απορρίπτονται και  Κατηγορούμενος απαλλάσσεται στις κατηγορίες υπ’ αριθμό 1 μέχρι 106 συμπεριλαμβανομένων.

 

Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, ήτοι τις κατηγορίες υπ’ αριθμό 107 μέχρι 148 συμπεριλαμβανομένων, το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε απόδειξη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 89 του Κεφ. 155.

 

Καμία διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο