ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4305/2023
KGC Cyprus Home & Garden LTD
v
1. J.K.K. PROPERTY CONSULTANTS LIMITED
2. Κ. Π.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 06/11/2025
Για τους Παραπονούμενους: κος Μαυρέσιης
Για τους Κατηγορούμενους 1 και 2: κος Ε. Ιωσήφ μαζί με κα Ι. Ιωσηφάκη και κο Ν. Νικήτα
Κατηγορούμενη 2 παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Το Κατηγορητήριο
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 με βάση το κατηγορητήριο αντιμετωπίζουν τέσσερις κατηγορίες έκαστος, για αδικήματα που φέρονται να είχαν διαπράξει κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί.
Συγκεκριμένα η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται για την έκδοση τεσσάρων επιταγών άνευ αντικρίσματος, και η Κατηγορούμενη 2, διευθύντρια της Κατηγορούμενης 1, κατηγορείται με βάση το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, για παροχή συνδρομής προς την Κατηγορούμενη 1. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών οι επιταγές είχαν εκδοθεί προς όφελος της Παραπονούμενης εταιρείας. Αυτές όταν παρουσιάστηκαν στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν, δεν εξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, και η Κατηγορούμενη 1 η οποία τις είχε εκδώσει, παρέλειψε να τις εξοφλήσει εντός 15 ημερών από την παρουσίαση τους στην τράπεζα.
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι ο συνήγορος της Παραπονούμενης ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσύρει τις κατηγορίες υπ’ αριθμό πέντε και έξι, που αφορούν την επιταγή υπ’ αριθμό [ ], και έτσι οι εν λόγω κατηγορίες απορρίφθηκαν και οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 απαλλάχθηκαν και αθωώθηκαν στις εν λόγω κατηγορίες. Έτσι παρέμειναν προς εκδίκαση οι κατηγορίες ένα, δύο, τρία, τέσσερα και επτά και οκτώ.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι κατά ή περί τις 18/2/2023, εξέδωσε την επιταγή της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ με αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 προς όφελος της Παραπονούμενης, η οποία αφού παρουσιάστηκε στην τράπεζα για πληρωμή παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημέρων από την παρουσίαση της, λόγω ανεπαρκών υπολοίπων της εκδότριας. Η δεύτερη κατηγορία αφορά την Κατηγορούμενη 2, και συγκεκριμένα ότι παρείχε συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 στην διάπραξη του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της τρίτης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι κατά ή περί τις 22/2/2023, εξέδωσε την επιταγή της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ με αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 προς όφελος της Παραπονούμενης, η οποία αφού παρουσιάστηκε στην τράπεζα για πληρωμή παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημέρων από την παρουσίαση της, λόγω ανεπαρκών υπολοίπων της εκδότριας. Η τέταρτη κατηγορία αφορά την Κατηγορούμενη 2, και συγκεκριμένα ότι παρείχε συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 στην διάπραξη του αδικήματος της τρίτης κατηγορίας.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της έβδομης κατηγορίας, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι κατά ή περί τις 6/3/2023, εξέδωσε την επιταγή της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ με αριθμό [ ] για το ποσό των €2,000 προς όφελος της Παραπονούμενης, η οποία αφού παρουσιάστηκε στην τράπεζα για πληρωμή παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημέρων από την παρουσίαση της, λόγω ανεπαρκών υπολοίπων της εκδότριας. Η όγδοη κατηγορία αφορά την Κατηγορούμενη 2, και συγκεκριμένα ότι παρείχε συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 στην διάπραξη του αδικήματος της έβδομης κατηγορίας.
Β. Ακροαματική Διαδικασία
Η Παραπονούμενη προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε τρείς μάρτυρες, τον κο Νεκτάριο Χριστοδούλου, διευθυντή της Παραπονούμενης (Μ.Κ.1), τον κο Μαρίνο Χριστοδουλίδη, υπάλληλο της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Μ.Κ.2) και τον κο Ανδρέα Χριστοδουλίδη, υπάλληλο της Παραπονούμενης κατά τους ουσιώδης χρόνους (Μ.Κ.3).
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 μετά που κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ένοχοι και κλήθηκαν σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως. Προς τούτο κατέθεσε ενόρκως η Κατηγορούμενη 2, και κάλεσαν τον κο Κ. Ι., σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 (Μ.Υ.1) και την κα Κατερίνα Θεοχαρίδου, υπάλληλο της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Μ.Υ.2) ως μάρτυρες υπεράσπισης.
Οι αγορεύσεις του συνηγόρου της Παραπονούμενης και του συνηγόρου των Κατηγορούμενων 1 και 2 έχουν μελετηθεί και τις έχω κατά νου. Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση τους. Αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο.
Γ. Μαρτυρία
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα.
Μ.Κ.1
Ο κος Νεκτάριος Χριστοδούλου είναι διευθυντής και μέτοχος της Παραπονούμενης εταιρείας. Η Παραπονούμενη ασχολείται με τον σχεδιασμό και την κατασκευή κήπων, την τοποθέτηση και εγκατάσταση πλαστικού χλοοτάπητα, καθώς επίσης και την φύτευση και συντήρηση εξωτερικών κήπων. Στις 3/1/2023 ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2, κος Κ. Ι. (Μ.Υ.1), επικοινώνησε με την Παραπονούμενη μέσω της πλατφόρμας Facebook. Σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ υπαλλήλου της Παραπονούμενης και του συζύγου της Κατηγορούμενης 2, ο τελευταίος ενημέρωσε τον υπάλληλο της Παραπονούμενης ότι ενδιαφερόταν με την σύζυγο του να τοποθετήσουν συνθετικό χλοοτάπητα καθώς και να διαμορφώσουν γενικά τον κήπο της οικίας τους που βρισκόταν στο Δάλι της επαρχίας Λευκωσίας.
Στις 13/1/2023 ο υπάλληλος της Παραπονούμενης, Ανδρέας Χριστοδουλίδης (Μ.Κ.3), μετάβηκε στην οικία της Κατηγορούμενης 2 και του συζύγου της στο Δάλι και συζήτησαν για την διαμόρφωση του κήπου της οικίας τους. Μετά από λίγες ημέρες, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 ζήτησε από τον Μ.Κ.3 να συναντηθούν εκ νέου στην οικία τους για να συζητήσουν ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με το συνθετικό χλοοτάπητα. Ο Μ.Κ.3 συναντήθηκε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της, και εκεί συμφώνησαν ότι το συνολικό κόστος των εργασιών θα ανέρχετο στο ποσό των €6,973 καθώς και τον τρόπο εξόφλησης του ποσού προς την Παραπονούμενη. Συγκεκριμένα η Κατηγορούμενη 2 και ο σύζυγος της συμφώνησαν ότι με την αποπεράτωση των εργασιών θα εξέδιδαν μια επιταγή για το συμφωνηθέν ποσό η οποία θα ήταν άμεσα πληρωτέα. Στην συνάντηση συμφωνήθηκε ότι οι εργασίες τοποθέτησης του συνθετικού χλοοτάπητα και οι λοιπές εργασίες στον κήπο θα άρχιζαν σε τρεις - τέσσερις ημέρες.
Οι εργασίες στον κήπο της οικίας της Κατηγορούμενης 2 και του συζύγου της, άρχισαν στις 25/1/2023 και ολοκληρώθηκαν στις 30/1/2023. Μετά την πάροδο δύο ημερών ο Μ.Κ.1 ζήτησε από τον Μ.Κ.3 να επικοινωνήσει με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της για να εισπράξει το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Ο Μ.Κ.3 μετά από μερικές ημέρες συναντήθηκε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της στην οικία τους, και οι τελευταίοι ανέφεραν στον Μ.Κ.3 ότι το ποσό των €6,973 θα αποπληρωνόταν με την έκδοση τριών επιταγών, εκ των οποίων οι δύο θα ήταν μεταχρονολογημένες. Τον ενημέρωσαν επίσης ότι εκδότης των επιταγών θα ήταν η Κατηγορούμενη 1, στην οποία διευθυντής και μοναδικός μέτοχος είναι η Κατηγορούμενη 2. Ο Μ.Κ.3 επικοινώνησε με τον Μ.Κ.1 για να τον ενημερώσει για την εξέλιξη αυτή. Παρά την δυσαρέσκεια του Μ.Κ.1, αυτός αποδέχτηκε τον τρόπο αυτό πληρωμής λόγω του ότι οι υπηρεσίες είχαν ήδη παρασχεθεί από την Παραπονούμενη στην Κατηγορούμενη 2 και στον σύζυγο της. Η Κατηγορούμενη 2 στην εν λόγω συνάντηση υπέγραψε στην παρουσία του Μ.Κ.3 τις ακόλουθες τρείς επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και τις παρέδωσε στον Μ.Κ.3:
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής την 6/2/2023 (Τεκμήριο 3).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,000 με ημερομηνία πληρωμής την 6/3/2023 (Τεκμήριο 4).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,023 με ημερομηνία πληρωμής την 15/4/2023 (Τεκμήριο 5).
Η επιταγή υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 6/2/2023. Στις 8/2/2023 η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά – ανεπαρκή υπόλοιπα». Άμεσα ο ίδιος επικοινώνησε με τον Μ.Υ.1 και τον πληροφόρησε για το γεγονός αυτό. Ο Μ.Υ.1 τον παρακάλεσε να μην καταθέσει εκ νέου την επιταγή στην τράπεζα και αντ’ αυτού η Κατηγορούμενη 1 θα εξέδιδε άλλες δύο επιταγές για τα ποσά των €1,475 η κάθε μια προς αντικατάσταση της επιταγής υπ΄ αριθμό [ ].
Η Κατηγορούμενη 2 υπέγραψε και παρέδωσε στον Μ.Κ.3 τις ακόλουθες δύο επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ προς αντικατάσταση της επιταγής υπ΄ αριθμό [ ]:
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής την 18/2/2023 (Τεκμήριο 6).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής την 22/2/2023 (Τεκμήριο 7).
Εκδότης των επιταγών ήταν και πάλι η Κατηγορούμενη 1.
Οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) παρουσιάστηκαν για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 23/2/2023. Στις 24/2/2023 οι επιταγές επιστράφηκαν χωρίς να πληρωθούν με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά – ανεπαρκή υπόλοιπα». Στις 9/3/2023 η επιταγή υπ΄ αριθμό 96117063 (Τεκμήριο 4) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1. Στις 13/3/2023 η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά – ανεπαρκή υπόλοιπα». Την εν λόγω επιταγή ο Μ.Κ.1 την κατέθεσε μια μόνο φορά. Ως ο Μ.Κ.1 ανέφερε, ο λόγος που δεν κατέθεσε εκ νέου την επιταγή αυτή είναι γιατί είχε ήδη επιστραφεί ως απλήρωτη η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), και ο ίδιος ήταν σε επικοινωνία με τον Μ.Υ.1, ο οποίος του ανέφερε ότι κάθε φορά που θα κατέθετε τις επιταγές και θα επιστρέφονταν, θα χρεωνόταν με τραπεζικά έξοδα.
Η επιταγή υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 19/4/2023. Στις 21/4/2023 η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά – ανεπαρκή υπόλοιπα». Η επιταγή κατατέθηκε εκ νέου για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις 25/4/2023 και πάλι επιστράφηκε στις 27/4/2023 χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά – ανεπαρκή υπόλοιπα». Στις 10/10/2023 η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε ξανά για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και πληρώθηκε το ποσό της επιταγής. Ο λόγος που ο Μ.Κ.1 κατέθεσε την επιταγή αυτή τρίτη φορά είναι γιατί ο Μ.Υ.1 τον ενημέρωσε ότι υπήρχε διαθέσιμο υπόλοιπο στον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1. Ο ίδιος δεν κατέθεσε την επιταγή πιο πριν κατόπιν οδηγιών του Μ.Υ.1 για να μην τεθεί η Κατηγορούμενη 1 στο σύστημα «ΚΑΠ».
Καθ’ όλη την διάρκεια που οι επιταγές της Κατηγορούμενης 1 επιστρέφονταν χωρίς να πληρωθούν ο Μ.Κ.1 επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Μ.Υ.1, ζητώντας εξηγήσεις για το γεγονός αυτό. Ο Μ.Υ.1 πρόβαλε διάφορες δικαιολογίες, αναφέροντας του ότι ανέμενε σύντομα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από ορισμένες πωλήσεις ακινήτων που είχε πραγματοποιήσει ως κτηματομεσίτης και ότι θα εξοφλείτο το οφειλόμενο ποσό από τον ίδιο και την Κατηγορούμενη 2. Σε άλλη επικοινωνία που είχαν του ανέφερε ότι είχε λάβει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από τον Λίβανο αλλά ο προσωπικός του τραπεζικός λογαριασμός είχε δεσμευτεί και χρειαζόταν χρόνος μέχρι να αποδεσμεύετο ο λογαριασμός του. Άλλες φορές του ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη 2 αντιμετώπιζε προβλήματα με την εγκυμοσύνη της ή ότι ο τραπεζικός του λογαριασμός είχε κλείσει και περίμενε να μεταφερθούν τα χρήματα του σε νέο τραπεζικό λογαριασμό.
Στις 19/9/2023 η Κατηγορούμενη 2 επικοινώνησε με τον Μ.Κ.1 τηλεφωνικώς, του απολογήθηκε για το γεγονός ότι οι επιταγές δεν είχαν πληρωθεί και του ανέφερε ότι θα φρόντιζε να εξοφληθεί η οφειλή άμεσα. Ωστόσο στις 9/10/2023 η Κατηγορούμενη 2 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον δικηγόρο της Παραπονούμενης, με το οποίο τον ενημέρωσε ότι το τιμολόγιο της Παραπονούμενης για τις εργασίες στον κήπο της οικίας της είχε εξοφληθεί αφού είχαν δοθεί μετρητά χρήματα στον Μ.Κ.3. Ο δικηγόρος της Παραπονούμενης απέστειλε απαντητική επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην Κατηγορούμενη 2 διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς περί εξόφλησης του τιμολογίου.
Η Παραπονούμενη για τις εργασίες που εκτέλεσε στον κήπο της οικίας της Κατηγορούμενης 2 εξέδωσε το τιμολόγιο ημερομηνίας 7/2/2023 (Τεκμήριο 8) για το συνολικό ποσό των €6,973. Ο Μ.Κ.1 εξήγησε ότι σε αυτό αναγράφεται η λέξη «PAID» και η ημερομηνία 14/3/2023 γιατί είχαν δοθεί στην Παραπονούμενη οι τρείς αρχικές μεταχρονολογημένες επιταγές καθώς και εκδόθηκαν από την Παραπονούμενη οι σχετικές αποδείξεις πληρωμής (Τεκμήρια 9, 10 και 11). Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το λογιστικό σύστημα της Παραπονούμενης δεν μπορεί να δείξει ότι υπάρχουν εκκρεμούντα ποσά λόγω της επιστροφής των επιταγών. Όταν του υποβλήθηκε ότι ο λόγος που αναγράφεται στο τιμολόγιο (Τεκμήριο 8) ότι είναι πληρωμένο είναι γιατί έλαβε μετρητά για την εξόφληση αυτού, ο Μ.Κ.1 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έλαβε οποιοδήποτε ποσό σε μετρητά είτε ο ίδιος είτε ο Μ.Κ.3. Μάλιστα ανέφερε ότι δύο - τρείς ημέρες πριν την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης η Κατηγορούμενη 2 του τηλεφώνησε προσωπικά ικετεύοντας τον να μην προωθήσει την παρούσα διαδικασία καθ’ ότι είχε πρόθεση να τον πληρώσει.
Μ.Κ.2
Ο κος Μαρίνος Χριστοδουλίδης (Μ.Κ.2) είναι υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. Ανέφερε ότι εκδότης των επιταγών είναι η Κατηγορούμενη 1, η οποία διατηρεί τον λογαριασμό υπ’ αριθμό [ ] στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Στα πλαίσια της κυρίως του εξέτασης κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού του προαναφερόμενου λογαριασμού για την περίοδο από 01/01/2023 μέχρι 31/12/2023 (Τεκμήριο 12).
Αναφερόμενος στην επιταγή υπ’ αριθμό 96117062 για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/2/2023 (Τεκμήριο 3) εξήγησε ότι παρουσιάστηκε για πληρωμή στην τράπεζα στις 6/2/2023, δεν πληρώθηκε και προς τούτο επιστράφηκε. Η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε μια φορά μόνο. Αναφερόμενος στην επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,000 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/3/2023 (Τεκμήριο 4) εξήγησε ότι κατατέθηκε στην τράπεζα στις 9/3/2023, δεν πληρώθηκε και προς τούτο επιστράφηκε. Η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε μια φορά μόνο. Αναφερόμενος στην επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,023 με ημερομηνία πληρωμής τις 15/4/2023 (Τεκμήριο 5) εξήγησε ότι κατατέθηκε στην τράπεζα στις 19/04/2023, όπου πάλι δεν πληρώθηκε, και κατατέθηκε εκ νέου στις 10/10/2023. Αναφερόμενος στην επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής τις 18/2/2023 (Τεκμήριο 6) εξήγησε ότι κατατέθηκε στην τράπεζα στις 23/2/2023, δεν πληρώθηκε και προς τούτο επιστράφηκε. Η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε μια φορά μόνο. Αναφερόμενος στην επιταγή υπ’ αριθμό 96117072 για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής τις 22/2/2023 (Τεκμήριο 7) εξήγησε ότι κατατέθηκε στην τράπεζα στις 23/2/2023, δεν πληρώθηκε και προς τούτο επιστράφηκε. Η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε μια φορά μόνο.
Κατά την μαρτυρία του ανέφερε ότι οι επιταγές δεν πληρώθηκαν λόγω μη διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη τους. Κατέθεσε στο Δικαστήριο τα Τεκμήρια 13-17, στα οποία έγγραφα παρουσιάζονται αντίγραφα των επιταγών καθώς και διάφορες άλλες πληροφορίες για την κάθε επιταγή. Όπως εξήγησε τα εν λόγω τεκμήρια περιήλθαν στην κατοχή του όταν του αποστάλθηκαν από συγκεκριμένη υπηρεσία της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ η οποία παραλαμβάνει τις κλητεύσεις μάρτυρα. Μετά που ο ίδιος έλαβε τα έγγραφα, ανέτρεξε στα συστήματα της τράπεζας για να διαπιστώσει ότι ήταν ορθές οι πληροφορίες που του αποστάλθηκαν. Για τα Τεκμήρια 13-17 ο Μ.Κ.2 εξήγησε ότι η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ έχει ένα κεντρικό σύστημα, μέσω του οποίου γίνεται το «clearing» (η εκκαθάριση) όλων των επιταγών που παρουσιάζονται στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ για πληρωμή.
Ο ίδιος δεν διερεύνησε την διευθυντική δομή της Κατηγορούμενης 1 και επομένως δεν γνώριζε ποιοι είναι οι διευθυντές και γραμματέας της Κατηγορούμενης 1, ούτε ήταν σε θέση να απαντήσει ποιος είχε δικαίωμα να υπογράφει τις επιταγές που εκδίδονταν από την Κατηγορούμενη 1. Ωστόσο ανέφερε ότι αν υπέγραφε την επιταγή άλλο άτομο από αυτό που ήταν εξουσιοδοτημένο να υπογράφει τις επιταγές, τότε η επιταγή θα επιστρέφετο από την τράπεζα και θα υπήρχε σχετική σημείωση της τράπεζας. Ο Μ.Κ.2 δεν γνώριζε αν η Κατηγορούμενη 1 διατηρούσε και άλλο λογαριασμό στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ούτε αν είχε άλλου είδους διευκολύνσεις για να καλύπτει τις υπερβάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της.
Μ.Κ.3
Ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης (Μ.Κ.3) ήταν υπάλληλος της Παραπονούμενης εταιρείας από το έτος 2017 μέχρι το έτος 2024, και κατείχε την θέση του συμβούλου πωλήσεων στην εταιρεία. Μέρος των καθηκόντων του ήταν η σύναψη συμφωνιών με πελάτες εκ μέρους της Παραπονούμενης, καθώς και η τιμολόγηση των έργων που αναλάμβανε η Παραπονούμενη. Τον τελευταίο χρόνο, παρέχει τις ίδιες υπηρεσίες στην Παραπονούμενη, ως εξωτερικός συνεργάτης, μέσω δικής του εταιρείας.
Περί τις αρχές Ιανουαρίου του 2023 ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2, επικοινώνησε με την Παραπονούμενη μέσω της πλατφόρμας Facebook. Ο Μ.Κ.3 μετά από λίγες ημέρες επικοινώνησε με τον Μ.Υ.1, ο οποίος του ανέφερε ότι ενδιαφερόταν μαζί με την σύζυγο του, να τοποθετήσουν συνθετικό χλοοτάπητα καθώς και να διαμορφώσουν τον κήπο της οικίας τους που βρισκόταν στην περιοχή Δαλί. Στις 13/1/2023 o Μ.Κ.3 συναντήθηκε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της στην οικία τους στο Δάλι. Στην συνάντηση συζήτησαν λεπτομέρειες για την διαμόρφωση του κήπου της οικίας τους και αφότου η Κατηγορούμενη 2 και ο σύζυγος της τον ενημέρωσαν για την φύση των υπηρεσιών που επιθυμούσαν, του ζήτησαν να ετοιμάσει σχετική προσφορά, την οποία ο ίδιος απέστειλε στον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 με γραπτό μήνυμα. Μετά από λίγες ημέρες από την συνάντηση, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Μ.Κ.3 και του ζήτησε να συναντηθούν στην οικία στο Δάλι για να συζητήσουν ορισμένες λεπτομέρειες που αφορούσαν τις υπηρεσίες που θα προσφέρονταν.
Μετά από λίγες ημέρες ο Μ.Κ.3 μετέβηκε στην οικία στο Δάλι, και συζήτησε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της για την διαμόρφωση του κήπου τους, το συνολικό κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών και τον τρόπο που θα εξοφλείτο το ποσό. Συγκεκριμένα στην εν λόγω συνάντηση συμφώνησε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της ότι θα ξεκινούσαν οι εργασίες σε τρείς με τέσσερις ημέρες, και ότι το συνολικό κόστος των εργασιών θα ανέρχετο στο ποσό των €6,973, το οποίο θα αποπληρωνόταν με την έκδοση μιας επιταγής, άμεσα πληρωτέας, η οποία θα δίδετο μετά την αποπεράτωση των εργασιών στον κήπο τους.
Μετά την αποπεράτωση των συμφωνηθέντων εργασιών στην οικία στο Δάλι, ο Μ.Κ.3 επικοινώνησε με τον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 για να συναντηθούν για την πληρωμή του ποσού. Ο Μ.Κ.3 συναντήθηκε μαζί με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της στην οικία στο Δάλι, και οι τελευταίοι του ανέφεραν ότι η πληρωμή του κόστους των εργασιών θα γινόταν με την έκδοση τριών επιταγών, εκ των οποίων οι δύο επιταγές θα ήταν μεταχρονολογημένες. Στην συνάντηση τον ενημέρωσαν ότι εκδότης των επιταγών θα ήταν η Κατηγορούμενη 1, της οποίας διευθύντρια και μοναδική μέτοχος ήταν η Κατηγορούμενη 2. Αμέσως ο Μ.Κ.3 τηλεφώνησε στον Μ.Κ.1 για να τον ενημερώσει για την εξέλιξη αυτή, και συγκεκριμένα ότι η Κατηγορούμενη 1 θα εξέδιδε τρείς επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. Παρά το ότι ο Μ.Κ.1 δεν ήταν ευχαριστημένος με αυτή την ρύθμιση, λόγω του ότι είχαν αποπερατωθεί ήδη οι εργασίες από πλευράς της Παραπονούμενης, συμφώνησε να παραλάβει ο Μ.Κ.3 τις εν λόγω τρείς επιταγές.
Στην συνάντηση τους στις 6/2/2023, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 συμπλήρωσε τις σχετικές πληροφορίες επί των τριών επιταγών και κάλεσε την Κατηγορούμενη 2 να υπογράψει αυτές. Η Κατηγορούμενη 2 υπέγραψε τις πιο κάτω επιταγές στην παρουσία του Μ.Κ.3, και οι ακόλουθες επιταγές παραδόθηκαν στον Μ.Κ.3:
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/2/2023 (Τεκμήριο 3).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,000 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/3/2023 (Τεκμήριο 4).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,023 με ημερομηνία πληρωμής τις 15/4/2023 (Τεκμήριο 5).
Όταν η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/2/2023 (Τεκμήριο 3) επιστράφηκε πίσω απλήρωτη μετά την κατάθεση της, ο Μ.Κ.1 κάλεσε τον Μ.Κ.3 στο γραφείο του και τον ενημέρωσε ότι είχε ο ίδιος μιλήσει με τον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 και η Κατηγορούμενη 2 θα υπέγραφε δύο άλλες επιταγές για το ποσό των €1,475 έκαστη, προς αντικατάσταση της επιταγής υπ’ αριθμό 96117062 (Τεκμήριο 3).
Στις 18/2/2023 ο Μ.Κ.3 μετέβηκε στην οικία στο Δάλι, και συναντήθηκε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της. Η Κατηγορούμενη 2 υπέγραψε στην παρουσία του Μ.Κ.3 τις άλλες δύο επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ για το ποσό των €1,475 έκαστη. Η μια επιταγή ήταν πληρωτέα στις 18/2/2023 υπ’ αριθμό [ ] και η άλλη στις 22/2/2023 υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήρια 6 και 7). Στην συνέχεια ο Μ.Κ.3 παρέδωσε τις επιταγές στον Μ.Κ.1. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι όταν παρέλαβε τις δύο αυτές επιταγές (Τεκμήρια 6 και 7) η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/2/2023 (Τεκμήριο 3) βρισκόταν στην κατοχή του Μ.Κ.1, και για αυτό τον λόγο δεν επιστράφηκε πίσω στην Κατηγορούμενη 2 και στον σύζυγο της. Ωστόσο στην συνέχεια, η Κατηγορούμενη 2 και ο σύζυγος της δεν ανταποκρίνονταν στα τηλεφωνήματα και καλέσματα του για να τους επιστρέψει την εν λόγω επιταγή (Τεκμήριο 3), και για αυτό δεν επιστράφηκε πίσω ποτέ.
Τον Φεβρουάριο του 2023 ο Μ.Κ.1 ενημέρωσε τον Μ.Κ.3 ότι καμία εκ των πιο πάνω δύο επιταγών δεν πληρώθηκε, και ο Μ.Κ.1 του ζήτησε να επικοινωνήσει και να συναντηθεί με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της για να τους καλέσει να αποπληρώσουν το οφειλόμενο ποσό. Ο Μ.Κ.3 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 για τον σκοπό αυτό, και ο τελευταίος του ζήτησε να του επιστρέψει τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 6 και 7) για να του έδιδε το ποσό των €2,950 σε μετρητά, καθ’ ότι δεν είχε διαθέσιμα υπόλοιπα ο τραπεζικός λογαριασμός τους και οι ίδιοι ανέμεναν να λάβουν χρήματα μέσω μιας αγοραπωλησίας. Μετά από αυτή την πρόταση, ο Μ.Κ.3 μεταξύ 22/2/2023 και 15/04/2023, προσπαθούσε επανειλημμένως να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά όποτε διευθετούσαν συνάντηση, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 εφεύρισκε διάφορες δικαιολογίες για να αποφύγει την συνάντηση μαζί του. Προς τούτο ο Μ.Κ.3 έδωσε παραδείγματα στην μαρτυρία του. Αναφέρθηκε στην συνάντηση που διευθέτησαν στο περίπτερο «Οκτάγωνο» στην Λευκωσία, και ενώ ο Μ.Κ.3 τον περίμενε αρκετή ώρα, τελικά ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 τον ενημέρωσε ότι θα πήγαινε σε δείπνο με την σύζυγο του. Άλλη φορά συμφώνησαν να συναντηθούν στο γραφείο του Μ.Υ.1 στην Λάρνακα, ο Μ.Κ.3 παρευρέθηκε στο γραφείο του, περίμενε αρκετή ώρα, και ο Μ.Υ.1 δεν παρουσιάστηκε ποτέ. Άλλη φορά διευθέτησαν συνάντηση στην οικία στο Δάλι, και όταν ο Μ.Κ.3 βρισκόταν έξω από την οικία, ο Μ.Υ.1 τον ενημέρωσε ότι ήταν σε συνάντηση στην Λεμεσό. Όταν του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση του ότι εισέπραξε σε μετρητά το υπολειπόμενο ποσό προς την Παραπονούμενη αυτός αρνήθηκε, αναφέροντας ότι αν λάμβανε μετρητά θα εξέδιδε η εταιρεία σχετική απόδειξη πληρωμής. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το οφειλόμενο ποσό από την Κατηγορούμενη 1 προς την Παραπονούμενη για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν είναι €4,950.
Κατηγορούμενη 2
Η Κατηγορούμενη 2 είναι η μοναδική διευθύντρια και αποκλειστικός μέτοχος της Κατηγορούμενης 1 και ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 είναι γραμματέας της Κατηγορούμενης 1.
Περί τις αρχές Ιανουαρίου του 2023 εντόπισαν με τον σύζυγο της στην πλατφόρμα Facebook μια διαφήμιση από την Παραπονούμενη, και ο σύζυγος της επικοινώνησε με την Παραπονούμενη, εκδηλώνοντας ενδιαφέρον για τις υπηρεσίες της αναφορικά με την διαμόρφωση του κήπου της οικίας τους στο Δάλι. Μετά από λίγες ημέρες, υπάλληλος της Παραπονούμενης, επικοινώνησε με τον σύζυγο της και διευθέτησαν συνάντηση στην οικία τους στο Δάλι. Στην συνάντηση όπου διευθετήθηκε ήταν παρόντες ο Μ.Κ.3, η ίδια και ο σύζυγος της. Στην εν λόγω συνάντηση συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες των υπηρεσιών που θα προσφέρονταν από την Παραπονούμενη, το κόστος των εργασιών και η χρονική διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών. Στην συνάντηση συμφώνησαν με την Παραπονούμενη ότι το κόστος των εργασιών θα ανερχόταν στο συνολικό ποσό των €6,973 και ότι γραπτή προσφορά θα αποστελλόταν στον σύζυγο της τις επόμενες ημέρες. Οι εργασίες στον κήπο ξεκίνησαν περί τα μέσα Ιανουαρίου 2023 και ολοκληρώθηκαν περί τα τέλη Ιανουαρίου 2023. Μετά από λίγες ημέρες ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον υπάλληλο της Παραπονούμενης και διευθέτησαν συνάντηση στην περιοχή Ορόκλινη, στην Λάρνακα, για την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού. Η τοποθεσία συνάντησης στην Ορόκλινη διευθετήθηκε μετά από παράκληση του υπαλλήλου της Παραπονούμενης, και στην εν λόγω συνάντηση η Κατηγορούμενη 2 δεν ήταν παρούσα. Κατά την συνάντηση, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 παρέδωσε στον Μ.Κ.3 τις τρείς επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5), οι οποίες εκδόθηκαν από την Κατηγορούμενη 1. Όπως ανέφερε η ίδια απουσιάζει για μεγάλα τακτά διαστήματα από την Κύπρο λόγω της εργασίας της, και έτσι προϋπογράφει κάποιες επιταγές της Κατηγορούμενης 1 για να μπορεί ο σύζυγος της να διευθετεί διάφορες υποχρεώσεις της εταιρείας μέσω του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί η εταιρεία στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Διευκρίνισε ότι είναι ο σύζυγος της όπου ασχολείται με τις καθημερινές εργασίες της εταιρείας, και είναι υπεύθυνος για τις διάφορες πληρωμές, και εκείνη δεν έχει ενεργό ρόλο στην εταιρεία.
Στην μαρτυρία της ανέφερε ότι δεν συμπλήρωσε η ίδια τις επίδικες επιταγές. Επίσης ανέφερε ότι δεν θυμάται να έχει υπογράψει τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5). Προς τούτο εξήγησε ότι στις επιταγές Τεκμήρια 3, 4 και 5 υπάρχει διαφορά στο μελάνι που χρησιμοποιήθηκε, και κατά την θέση της, αυτό δείχνει ποια στοιχεία συμπληρώθηκαν από τον σύζυγο της, ενώ το όνομα της Παραπονούμενης όσο και οι υπογραφές των επιταγών διαφέρουν στον τρόπο γραφής και στο μελάνι. Ήταν η θέση της ότι η υπογραφή που παρουσιάζεται στην επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) μοιάζει με την δική της, αλλά ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν είναι δική της. Η ίδια ήταν η θέση της σε σχέση με τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 4, 5 ,6 και 7).
Μετά από μια βδομάδα περίπου, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 τηλεφώνησε στον Μ.Κ.3 ζητώντας του να αντικαταστήσει την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), γιατί η τοποθέτηση του χλοοτάπητα στην οικία τους παρουσίαζε ανομοιομορφίες. Ο Μ.Κ.3 διαβεβαίωσε τον σύζυγο της ότι χρειαζόταν λίγος χρόνος μέχρι να εξομαλυνθεί το έδαφος στο οποίο τοποθετήθηκε ο χλοοτάπητας και να αποκατασταθεί η ανομοιομορφία όπου παρουσιαζόταν. Ο Μ.Κ.3 συμφώνησε όπως αντικατασταθεί η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) με άλλες δύο επιταγές μέχρι να αποκατασταθεί η ανομοιομορφία. Έτσι η εν λόγω επιταγή αντικαταστάθηκε με τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7). Οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) δόθηκαν στον Μ.Κ.3 χωρίς να επιστραφεί πίσω η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), καθ’ ότι ως ανέφερε ο Μ.Κ.3 στον σύζυγο της, η εν λόγω επιταγή βρισκόταν στα γραφεία της Παραπονούμενης στην Πάφο και για αυτό δεν την είχε μαζί του.
Όπως ενημερώθηκε από τον σύζυγο της, ο τελευταίος οχλούσε συνεχώς τον Μ.Κ.3 για να του επιστρέψει και τις πέντε επιταγές που του παρέδωσαν (Τεκμήρια 3, 4, 5, 6 και 7), για να τον πληρώσει με μετρητά για ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό περί τις αρχές του Μάρτη 2023, χρονική περίοδος που ως τους είχε αναφέρει ο Μ.Κ.3 θα αποκαθίστατο πλήρως η ανομοιομορφία στην τοποθέτηση χλοοτάπητα.
Περί τα μέσα Μαρτίου 2023, και αφού οι ανομοιομορφίες είχαν αποκατασταθεί, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 συναντήθηκε με τον Μ.Κ.3 και του κατέβαλε όλο το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά, ύψους €6,973, και του ζήτησε να του επιστρέψει τις επιταγές της Κατηγορούμενης 1. Ο Μ.Κ.3 του ανέφερε ότι θα έπρεπε να εκδοθεί απόδειξη από την Παραπονούμενη για τα μετρητά τα οποία παρέλαβε, και όταν θα παραλάμβανε τις επιταγές, οι οποίες βρίσκονταν στα γραφεία της Παραπονούμενης στην Πάφο, θα τις επέστρεφε στον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι υπάρχουν μηνύματα του συζύγου της προς τον Μ.Κ.3 με τα οποία του ζητούσε να του επιστρέψει τις επιταγές. Η Παραπονούμενη απέστειλε τιμολόγιο και απόδειξη εξόφλησης ημερομηνίας 14/3/2023 στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του συζύγου της Κατηγορούμενης 2, και έκτοτε δεν είχαν οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μέχρι που η ίδια έλαβε την επίδοση της κλήση του κατηγορητηρίου στην παρούσα υπόθεση. Μέχρι σήμερα οι επιταγές δεν επιστράφηκαν στην Κατηγορούμενη 2 και στον σύζυγο της.
Μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 στις 8/10/2023 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον συνήγορο της Παραπονούμενης με το οποίο του ανέφερε ότι είχαν πληρώσει σε μετρητά σε υπάλληλο της Παραπονούμενης το οφειλόμενο ποσό και ότι η παρούσα υπόθεση θα πρέπει να αποσυρθεί.
Αναφερόμενη στον τραπεζικό λογαριασμό υπ’ αριθμό 105-01-899166-01 της Κατηγορούμενης 1 στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Τεκμήριο 12), εξήγησε ότι η ίδια είχε αποκλειστικό δικαίωμα να υπογράφει επιταγές της Κατηγορούμενης 1. Ανέφερε περαιτέρω ότι κατά τον χρόνο που η ίδια και ο σύζυγος της εξέδιδαν επιταγές από τον λογαριασμό είχαν την απόλυτη πεποίθηση ότι υπήρχε επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό για την εξόφληση οποιασδήποτε επιταγής, καθότι ο εν λόγω λογαριασμός είχε συνεχή κίνηση εσόδων και εξόδων, και ουδέποτε επιταγή που εξέδωσαν επιστράφηκε ως απλήρωτη, αφού όλες οι επιταγές που κατατίθονταν εν τέλη πληρώνονταν. Ανέφερε ότι από το έτος 2020 όπου ανοίχθηκε ο εν λόγω λογαριασμός μέχρι και σήμερα ο λογαριασμός ουδέποτε παρουσίασε μηδενικό υπόλοιπο, παραπέμποντας προς επίρρωση της θέσης της στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 12). Εξήγησε ότι στον εν λόγω λογαριασμό κατατίθονταν διάφορα ποσά στα πλαίσια των εργασιών της Κατηγορούμενης 1, και σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο παρουσιαζόταν μια επιταγή προς πληρωμή, αν δεν επαρκούσαν τα κεφάλαια την συγκεκριμένη ημέρα, τότε ο υπάλληλος της τράπεζας επικοινωνούσε μαζί με τον σύζυγο της για να γίνει μεταφορά χρημάτων στον τραπεζικό λογαριασμό προς πληρωμή των επιταγών. Όπως ανέφερε αυτή ήταν η πρακτική που είχαν με την συγκεκριμένη τράπεζα. Μάλιστα, και η ίδια η Κατηγορούμενη 2 επικοινωνούσε με τον τραπεζίτη τους σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής ή προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί κατά τον χρόνο έκδοσης οποιασδήποτε επιταγής. Ανέφερε ότι στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ διατηρούν και άλλους λογαριασμούς εκτός από τον λογαριασμό υπ’ αριθμό [ ] και διατηρούν και άλλους λογαριασμούς σε άλλες τράπεζες. Αντεξεταζόμενη δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία των άλλων λογαριασμών που έχει στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
Στην υπό κρίση περίπτωση ανέφερε ότι ο υπάλληλος της τράπεζας δεν επικοινώνησε μαζί τους για να τους ενημερώσει ότι ο λογαριασμός τους δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια, ούτε ότι οι επιταγές ξανακατατέθηκαν ούτως ώστε να γίνει μεταφορά χρημάτων αν δεν επαρκούσαν τα υπόλοιπα και αυτές να τιμηθούν.
Ήταν η θέση της ότι οι επίδικες επιταγές κατατέθηκαν μόνο μια φορά από την Παραπονούμενη και αφότου η Παραπονούμενη εισέπραξε από τον σύζυγο της το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά, ήτοι €6,973. Μόνο η επιταγή υπ’ αριθμό 96117064 (Τεκμήριο 5) κατατέθηκε δεύτερη φορά, και η οποία πληρώθηκε, παρά το γεγονός ότι η Παραπονούμενη είχε ήδη λάβει το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά ένα μήνα προηγουμένως. Καταληκτικά ανέφερε ότι εκδικητικά η Παραπονούμενη δεν επέστρεψε σε αυτήν τις επιταγές, και παρά το ότι εισέπραξε το οφειλόμενο ποσό, κατέθεσε εκ νέου την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5) και εισέπραξε διπλά το ποσό των €2,023. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε καταγγελία στην Αστυνομία για το εν λόγω περιστατικό.
Μ.Υ.1
Ο Κ. Ι., σύζυγος της Κατηγορούμενης 2, και γραμματέας της Κατηγορούμενης 1, ανέφερε ότι περί τις αρχές Ιανουαρίου 2023 είχαν εντοπίσει με την σύζυγο του μια διαφήμιση της Παραπονούμενης εταιρείας στην πλατφόρμα Facebook, με την οποία διαφήμιζε ότι δεχόταν ευκολίες πληρωμής. Ο ίδιος επικοινώνησε με την Παραπονούμενη, και μετά από λίγες ημέρες συναντήθηκε με τον Μ.Κ.3 στην οικία τους στο Δάλι. Παρούσα στην συνάντηση ήταν και η Κατηγορούμενη 2. Στην συνάντηση τους συζητήθηκαν οι υπηρεσίες που θα προσφέρονταν από την Παραπονούμενη, το κόστος των υπηρεσιών και η χρονική διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών. Μετά από λίγες ημέρες ο Μ.Κ.3 απέστειλε με γραπτό μήνυμα την προσφορά της Παραπονούμενης στον Μ.Υ.1, όπου το συνολικό κόστος της προσφοράς θα ήταν €6,973.00. Περί τα μέσα Ιανουαρίου 2023 ξεκίνησαν οι εργασίες στην οικία τους, και οι οποίες ολοκληρώθηκαν περί τα τέλη Ιανουαρίου 2023. Κατά την διάρκεια των εργασιών ο Μ.Υ.1 είχε σχεδόν καθημερινή επαφή με τον Μ.Κ.3 και έτσι δημιουργήθηκε μια πιο οικεία σχέση μεταξύ τους. Στα πλαίσια αυτής της σχέσης που δημιουργήθηκε ο Μ.Κ.3 ρώτησε τον Μ.Υ.1 αν γνώριζε να του προτείνει πιθανά οικόπεδα προς πώληση στην επαρχία Λάρνακας, στην περιοχή Ορόκλινη, καθ΄ ότι όπως τους ανέφερε γνώριζε κάποιο επενδυτή όπου ενδιαφερόταν να αγοράσει κάποιο οικόπεδο για ανέγερση κατοικιών στην εν λόγω περιοχή.
Όταν αποπερατώθηκαν οι εργασίες της Παραπονούμενης, ο Μ.Υ.1 ρώτησε τον Μ.Κ.3 τι είδους διευκολύνσεις πληρωμών θα δέχονταν, ως η Παραπονούμενη διαφήμιζε στο διαδίκτυο. Ο Μ.Κ.3 τον ενημέρωσε ότι δέχονταν να λάβουν μεταχρονολογημένες επιταγές μέχρι έξι μήνες. Ο Μ.Υ.1 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Μ.Κ.3 και διευθετήθηκε συνάντηση στην Ορόκλινη για να του υποδείξει ο Μ.Υ.1 το τεμάχιο γης που είχε υπόψιν του για τον ενδιαφερόμενο επενδυτή. Προς τούτο, πριν την συνάντηση τους ο Μ.Υ.1 απέστειλε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της αδελφής του Μ.Κ.3 τον τίτλο ιδιοκτησίας του τεμαχίου και το τοπογραφικό σχέδιο. Επιπλέον σκοπός της συνάντησης ήταν να πληρώσει ο Μ.Υ.1 τον Μ.Κ.3 το συμφωνηθέν κόστος των υπηρεσιών.
Ανέφερε ότι στην συνάντηση τους έδωσε στον Μ.Κ.3 τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], Β και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5), οι οποίες εκδόθηκαν από την Κατηγορούμενη 1. Λόγω της τακτικής απουσίας της Κατηγορούμενης 2 στο εξωτερικό ένεκα της εργασίας της, είναι ο ίδιος όπου διαχειρίζεται αρκετά ζητήματα που αφορούν τις καθημερινές εργασίες της Κατηγορούμενης 1, καθώς και τα ζητήματα πληρωμών. Έτσι, έχει στην κατοχή του το βιβλιάριο επιταγών της Κατηγορούμενης 1, και η Κατηγορούμενη 2 όταν βρίσκεται στην Κύπρο προϋπογράφει κάποιες επιταγές για τις ανάγκες της εταιρείας. Αναφερόμενος στις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5), εξήγησε ότι συμπλήρωσε ο ίδιος το ποσό των επιταγών, και παρέδωσε τις επιταγές στον Μ.Κ.3, αλλά δεν θυμάται να ήταν υπογεγραμμένες οι εν λόγω επιταγές από την Κατηγορούμενη 2.
Μετά από μια εβδομάδα περίπου ο Μ.Υ.1 επικοινώνησε με τον Μ.Κ.3 και του ζήτησε να αντικαταστήσει την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), γιατί η τοποθέτηση του χλοοτάπητα παρουσίαζε ανομοιομορφίες. Ο Μ.Κ.3 τον ενημέρωσε ότι χρειαζόταν να παρέλθει λίγος χρόνος μέχρι να αποκατασταθεί η ανομοιομορφία που παρουσιαζόταν στο χλοοτάπητα. Ο Μ.Κ.3 συμφώνησε με την πρόταση του Μ.Υ.1 για να αντικατασταθεί η εν λόγω επιταγή, και έτσι συναντήθηκαν στο περίπτερο «Οκτάγωνο» στην Λευκωσία με σκοπό να του παραδώσει δύο μεταχρονολογημένες επιταγές προς αντικατάσταση της επιταγής υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3). Στην συνάντηση τους ο Μ.Υ.1 του παρέδωσε τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7), αλλά ο Μ.Κ.3 δεν του επέστρεψε την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) γιατί ως τον είχε ενημερώσει η επιταγή βρισκόταν στα γραφεία της Παραπονούμενης στην Πάφο, και τον ενημέρωσε ότι ο ίδιος θα διευθετούσε να του επιστραφεί άμεσα. Για την επιστροφή της επιταγής υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) ο Μ.Υ.1 επικοινώνησε αρκετές φορές τηλεφωνικώς με τον Μ.Κ.3, αλλά ο τελευταίος του ανέφερε διάφορες δικαιολογίες για να μην του επιστρέψει την επιταγή.
Παρά τις υποσχέσεις του Μ.Κ.3 ότι θα του επέστρεφαν την επιταγή, με έκπληξη τους είδαν στην κατάσταση του λογαριασμού τους στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ ότι η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε στις 7/2/2023 για πληρωμή χωρίς οι ίδιοι να ενημερωθούν ούτε από την τράπεζα, αλλά ούτε από την Παραπονούμενη, με αποτέλεσμα να επιστραφεί αυτή ως απλήρωτη. Όπως ανέφερε ο Μ.Υ.1 λόγω της αντικατάστασης της επιταγής υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) με τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7), δεν ανησυχούσαν ότι έπρεπε να πληρωθεί η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3).
Όταν ενημερώθηκαν ότι κατατέθηκε η εν λόγω επιταγή, επικοινώνησε άμεσα με τον Μ.Κ.3 και του ζήτησε εκ νέου να του επιστραφεί η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), αλλά και οι υπόλοιπες επιταγές, προτείνοντας του να του πληρώσει το ποσό των €6,973 σε μετρητά στις αρχές Μαρτίου 2023 όταν θα αποκαθίσταντο πλήρως οι ανομοιομορφίες στο χλοοτάπητα, αφού ως ο Μ.Κ.3 τους ανέφερε θα χρειαζόταν περίπου 2 μήνες για να αποκατασταθούν. Κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία ο Μ.Κ.3 ανέφερε στον Μ.Υ.1 ότι δεν γνώριζε ότι η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3), κατατέθηκε στην τράπεζα. Περαιτέρω συμφώνησε με την πρόταση του Μ.Υ.1 να πληρωθεί το συνολικό ποσό σε μετρητά και να του επιστρέψει τις επιταγές που βρίσκονταν στην γραφεία της Παραπονούμενης στην Πάφο.
Περί τα μέσα Μαρτίου 2023, και αφού οι ανομοιομορφίες στην οικία είχαν αποκατασταθεί, ο Μ.Υ.1 συναντήθηκε με τον Μ.Κ.3 και του κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά. Του ζήτησε εκ νέου να του επιστραφούν όλες οι επιταγές (Τεκμήρια 3, 4, 5, 6 και 7), και τότε ο Μ.Κ.3 του ανέφερε ότι θα έπρεπε πρώτα να εκδοθεί απόδειξη από την Παραπονούμενη για την παραλαβή των μετρητών, όπου θα αποστέλλετο με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, και τότε ο Μ.Κ.3 θα του επέστρεφε τις επιταγές, αφού θα τις παραλάμβανε από την Πάφο. Η εν λόγω συνάντηση έγινε στην Ορόκλινη, στο τεμάχιο όπου ο Μ.Υ.1 είχε προτείνει στον Μ.Κ.3 για αγορά.
Στις 14/3/2023 η Παραπονούμενη απέστειλε σχετικό τιμολόγιο και απόδειξη εξόφλησης στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Μ.Υ.1. Ο Μ.Υ.1 και η Κατηγορούμενη 2 δεν είχαν καμία επικοινωνία έκτοτε με την Παραπονούμενη, μέχρι που επιδόθηκε στην Κατηγορούμενη 2 το κατηγορητήριο της υπό κρίση υπόθεσης. Μέχρι σήμερα δεν τους επιστράφηκαν οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ], [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4, 5, 6 και 7). Μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου, στις 8/10/2023, αποστάλθηκε ηλεκτρονικό μήνυμα από την Κατηγορούμενη 2 προς τον συνήγορο της Παραπονούμενης, με την οποία του ανέφεραν ότι το οφειλόμενο ποσό πληρώθηκε σε μετρητά.
Στην κυρίως του εξέταση ανέφερε ότι ο λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1 στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ υπ’ αριθμό [ ] ουδέποτε ήταν μηδενικός και διατηρούσαν διαθέσιμα κεφάλαια. Δεν υπήρχε όριο παρατραβήγματος του λογαριασμού και εγγυητές του λογαριασμού ήταν αυτός και η Κατηγορούμενη 2. Όπως εξήγησε στον εν λόγω λογαριασμό κατατίθονταν διάφορα ποσά από τις εργασίες της Κατηγορούμενης 1 και αν για οποιοδήποτε λόγο παρουσιαζόταν κάποια επιταγή προς πληρωμή και δεν επαρκούσαν τα κεφάλαια της συγκεκριμένης ημέρας, τότε επικοινωνούσε ο υπάλληλος της τράπεζας μαζί τους και γίνονταν μεταφορές χρημάτων για την πληρωμή των επιταγών από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούσαν και οι επιταγές πιθανόν να κατατίθονταν εκ νέου για να πληρωθούν. Προς τούτο εξήγησε ότι στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 12) παρουσιάζεται ο λογαριασμός ως χρεωστικός, γιατί δεν είχε όριο παρατραβήγματος, με αποτέλεσμα κάθε επιταγή που κατατίθετο ή κάποια πληρωμή που έπρεπε να γίνει, γινόταν με την σύμφωνο γνώμη της τράπεζας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ούτε ο υπάλληλος της τράπεζας επικοινώνησε μαζί τους για να τους ενημερώσει ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό, ούτε οι επιταγές ξανακατατέθηκαν έτσι ώστε να γίνει μεταφορά χρημάτων αν δεν επαρκούσαν τα υπόλοιπα.
Ανέφερε ότι κάθε φορά που εξέδιδαν κάποια επιταγή από τον συγκεκριμένο λογαριασμό ήταν πεπεισμένοι ότι αυτή θα πληρωνόταν βασιζόμενοι στον τρόπο λειτουργίας του, και για αυτόν τον λόγο καμία άλλη επιταγή δεν είχε επιστραφεί ως απλήρωτη, εκτός των επιταγών που είχαν δοθεί στην Παραπονούμενη. Ήταν η πρακτική του τραπεζίτη τους να επικοινωνεί μαζί τους σε περίπτωση που ο λογαριασμός τους παρουσίαζε οποιαδήποτε αδυναμία πληρωμής.
Αντεξεταζόμενος συμφώνησε ότι η Κατηγορούμενη 2 ένεκα της εμπιστοσύνης που έχει στον ίδιο, του υπογράφει αριθμό επιταγών της Κατηγορούμενης 1 πριν να φύγει στο εξωτερικό, τις οποίες κρατούσε ο ίδιος για να μπορεί να προβαίνει σε διάφορες πληρωμές όταν αυτή απουσίαζε, για τις υποχρεώσεις της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας. Όπως ανέφερε, κάθε τρείς μήνες όταν ετοιμάζουν τα σχετικά έγραφα για υποβολή του ΦΠΑ, την οποία αίτηση υπογράφει η Κατηγορούμενη 2, είναι εμφανές τι πληρωμές έγιναν και τι εισέπραξαν. Εξ’ άλλου όπως ανέφερε ο Μ.Υ.1, η Κατηγορούμενη 2 έχει διαδικτυακή πρόσβαση στον εν λόγω λογαριασμό μέσω του κινητού της τηλέφωνου και του υπολογιστή της και μπορεί να ελέγξει τι δοσοληψίες έγιναν από τον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1. Ανέφερε περαιτέρω ότι παρά το ότι η Κατηγορούμενη 1 δεν τον ρωτά τι πληρωμές έγιναν, ωστόσο ο ίδιος την ενημερώνει τι πληρωμές και τι εισπράξεις έγιναν κάθε μήνα. Συμφώνησε κατά την αντεξέταση της ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να υπογράψει κάποιος άλλος επιταγές της Κατηγορούμενης 1 εκτός από την σύζυγο του, αφού μόνο αυτή ήταν εξουσιοδοτημένη να υπογράφει για το εν λόγω ζήτημα.
Μ.Υ.2
Η Κατερίνα Θεοχαρίδου, είναι υπάλληλος στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ από το 2019. Κατά την μαρτυρία της ανέφερε ότι δεν χειριζόταν προσωπικά τον λογαριασμό υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 12), ωστόσο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της ως λειτουργός πελατείας, παρακολουθούσε τις επιταγές τις οποίες εξέδιδε η Κατηγορούμενη 1. Προς τούτο είχε επικοινωνία με τον Μ.Υ.1. Συγκεκριμένα όταν παρουσιάζονταν επιταγές της Κατηγορούμενης 1 από τον λογαριασμό υπ’ αριθμό [ ] για πληρωμή, και δεν υπήρχε το επαρκές υπόλοιπο στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό, επικοινωνούσε με τον Μ.Υ.1 είτε για να καταθέσει τα ποσά των επιταγών είτε για να μεταφερθούν χρήματα στον εν λόγω λογαριασμό. Ανέφερε ότι έτυχε να τηλεφωνήσει και δεύτερη φορά του Μ.Υ.1 για να τον υπενθυμίσει για να προχωρήσει σε μεταφορά/ κατάθεση χρημάτων στον εν λόγω λογαριασμό. Με την Κατηγορούμενη 2 έτυχε να επικοινωνήσει μαζί της μια με δύο φορές, όταν ο Μ.Υ.1 δεν ανταποκρινόταν στα τηλεφωνήματα της, και έτυχε να την ενημερώσει ότι παρουσιάστηκε επιταγή και έπρεπε να γίνει κατάθεση για να πληρωθεί.
Αναφερόμενη στις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 4, 6 και 7) εξήγησε ότι κατατέθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και δεν θυμόταν αν για τις εν λόγω επιταγές επικοινώνησε με τον Μ.Υ.1 για να γίνει μεταφορά χρημάτων.
Ερωτώμενη επί της κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 12), εξήγησε ότι το γράμμα «Χ» που παρουσιάζεται δίπλα από τα διάφορα ποσά, σημαίνει ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού την συγκεκριμένη ημέρα ήταν χρεωστικό, δηλαδή δεν υπήρχε το επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό.
Όταν ερωτήθηκε στην κυρίως της εξέταση αν ο λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1 παρουσίαζε οποιαδήποτε προβλήματα, ανέφερε ότι κάποιες φορές όταν παρουσιάζονταν επιταγές για πληρωμή, και ενώ ο λογαριασμός δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια, ενώ επικοινωνούσαν με τους πελάτες για να προχωρήσουν σε κατάθεση, δεν προχωρούσαν σε κατάθεση με αποτέλεσμα να επιστρέφονται ως απλήρωτες οι επιταγές. Ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα, παρά μόνο ότι οι συγκεκριμένοι πελάτες δεν προχωρούσαν σε κατάθεση. Κατά την αντεξέταση της επί της κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 12) ερωτήθηκε σε ποια ημερομηνία υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό για να πληρωθεί το ποσό των επιταγών υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7). Η ίδια ανέφερε ότι την 1/3/2023 έγινε μια κατάθεση στον λογαριασμό ύψους €2,000, ωστόσο πληρώθηκαν άλλες επιταγές και χρεώσεις, και έτσι το υπόλοιπο του λογαριασμού, έστω και μετά την εν λόγω κατάθεση, δεν αρκούσε για να εξοφληθούν και οι δύο επιταγές. Σημείωσε ότι παρουσιάζονταν διάφορες επιταγές για πληρωμή στον εν λόγω λογαριασμό και το υπόλοιπο του λογαριασμού μεταβάλλετο καθημερινά. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι ο εν λόγω λογαριασμός μπορεί να παρέμεινε χρεωστικός πέραν της μιας βδομάδας.
Δ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109). Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).
Για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης της αξιολόγησης, θεωρώ ορθό να παρακάμψω τη σειρά παρουσίασης των μαρτύρων.
Μ.Κ.1
Ο Μ.Κ.1 μου έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνω ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Καθ' όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του ήταν σταθερός στις απαντήσεις του και σε κανένα σημείο δεν έχει κλονιστεί η μαρτυρία του, ούτε διαφοροποιήθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Αντίθετα ο μάρτυρας κάλυψε με ευθύτητα, σαφήνεια και ειλικρίνεια κάθε σημείο και κάθε πτυχή που του τέθηκε. Απάντησε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν χωρίς να έχει οποιαδήποτε δυσκολία και χωρίς οποιαδήποτε αμφιταλάντευση. Ήταν απόλυτα ακριβής και συγκεκριμένος στις τοποθετήσεις του και, όπου χρειαζόταν, έδιδε κάθε λεπτομέρεια ή σχετική διευκρίνιση. Σημειώνεται επίσης ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.1 αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα και της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 και δεν έχουν διαπιστωθεί οποιεσδήποτε διιστάμενες εκδοχές στην μαρτυρία τους. Αντιθέτως, η μαρτυρία του ενός επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του άλλου.
Δεν παραβλέπω ότι η Υπεράσπιση προσπάθησε να προσβάλει την αξιοπιστία του Μ.Κ.1, στηριζόμενη στους ακόλουθους δύο πυλώνες. Εξετάζοντας τον πρώτο πυλώνα, ήτοι την απόδειξη που εκδόθηκε από την Παραπονούμενη (Τεκμήριο 8) και στην οποία το οφειλόμενο ποσό παρουσιάζεται ως πληρωμένο («PAID») σημειώνω τα ακόλουθα. Παρά το ότι η ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόδειξης (14/03/2023) είναι προγενέστερη της ημερομηνίας πληρωμής της τελευταίας μεταχρονολογημένης επιταγής υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5), πληρωτέα στις 15/04/2023, εντούτοις αποδέχομαι την θέση του Μ.Κ.1 ως τέθηκε κατά την αντεξέταση του, ότι ένεκα της παραλαβής των αρχικών τριών επιταγών (Τεκμήρια 3, 4 και 5), το λογιστικό σύστημα της Παραπονούμενης παρουσίασε το οφειλόμενο ποσό ως πληρωμένο, και το λογιστικό σύστημα δεν μπορούσε να δείξει ότι υπήρχαν εκκρεμούντα υπόλοιπα ένεκα της επιστροφής των επιταγών ως απλήρωτες, όταν αυτές κατατέθηκαν. Η τοποθέτηση του ήταν σταθερή και συγκεκριμένη. Επίσης για τους λόγους που αναλύονται κατωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούμενης 2 και του Μ.Υ.1, δεν αποδέχομαι την θέση τους ότι κατέβαλαν το συμφωνηθέν ποσό σε μετρητά. Κατά δεύτερον, το γεγονός ότι στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται η επιταγή υπ’ αριθμό 96117062 (Τεκμήριο 3) (κατηγορίες πέντε και έξι), η οποία εν τέλη αντικαταστάθηκε με τις επιταγές Τεκμήρια 6 και 7 δεν προσβάλει την αξιοπιστία του Μ.Κ.1 με οποιοδήποτε τρόπο.
Στην μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου ο Μ.Κ.1 προσήγαγε άμεση και εξ ακοής μαρτυρία.
Εξ ακοής μαρτυρία αποτελούν οι αναφορές του M.K.1 σχετικά με το τι διαμείφθηκε μεταξύ της Κατηγορούμενης 2 και του συζύγου της, και του Μ.Κ.3. Διευκρινίζω ότι οι εν λόγω αναφορές του Μ.Κ.1, αν και εξ ακοής, γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο, εφόσον στη συνέχεια οι εν λόγω αναφορές μετουσιώθηκαν σε πραγματικότητα για την οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η άμεση μαρτυρία του Μ.Κ.3.
Δεν παραβλέπω επίσης ότι οι εξ ακοής αναφορές του Μ.Κ.1 σχετικά με την υπογραφή των επιταγών από την Κατηγορούμενη 2 στην παρουσία του Μ.Κ.3 δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση. Συγκεκριμένα, ο Μ.Κ.1 δεν αντεξετάστηκε επί αυτών των θέσεων, και ούτε του υποβλήθηκε η θέση της Υπεράσπισης ως τέθηκε κατά την μαρτυρία της Κατηγορούμενης 2 και του Μ.Υ.1, και συγκεκριμένα ότι οι επιταγές, ή έστω κάποιες από αυτές, δεν υπογράφηκαν από την Κατηγορούμενη 2. Σύμφωνα με τη νομολογία παράλειψη αντεξέτασης επί ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας ισοδυναμεί κατά κανόνα με παραδοχή (βλ. Α.C.T. Textiles v. Sodhiatis (1986) 1 CLR 80, Aloupou a.ο. v Hadjigeorghiou a.ο. (1984) 1 CLR 475, Κούρρης ν Παπαδόπουλου (1998) 1 ΑΑΔ 1147, Ντάγκλας ν Ντάγκλας (2010) 1 ΑΑΔ 128, Ocean Reef Properties Ltd v. James Alan Kerr Colville και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 1002). Πρόκειτο για μαρτυρία ουσίας, όπου ως διαφάνηκε στην συνέχεια, η υπογραφή των επιταγών από την Κατηγορούμενη 2 ήταν αμφισβητούμενο ζήτημα, και επομένως θα αναμένετο να αντεξεταστεί επί αυτού του κομβικού ζητήματος ο Μ.Κ.1.
Σχετικά με την άμεση μαρτυρία που δόθηκε από τον Μ.Κ.1, η οποία περιστρέφεται στην κατάθεση των επίδικων επιταγών, στο γεγονός ότι επιστράφηκαν ως απλήρωτες, αλλά καθώς και στην επικοινωνία που είχε ο ίδιος με τον Μ.Υ.1 όταν οι επιταγές επιστράφηκαν πίσω ως απλήρωτες, αποδέχομαι ως αληθή τα όσα ανέφερε. Ήταν σταθερός στις τοποθετήσεις του και απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα κατά την αντεξέταση του. Δεν παραβλέπω ότι όπως προκύπτει από την έγγραφη μαρτυρία, υπάρχουν κάποιες ασυμφωνίες σχετικά με τις ημερομηνίες όπου οι επιταγές επιστράφηκαν χωρίς να πληρωθούν με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Συγκεκριμένα, σχετικά με την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι επιστράφηκε πίσω στις 8/2/2023, ενώ όπως διαφαίνεται από την σφραγίδα επί της επιταγής επιστράφηκε στις 7/2/2023. Το ίδιο ισχύει για την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 4). Ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι επιστράφηκε πίσω στις 13/3/2023, ενώ όπως διαφαίνεται από την σφραγίδα επί της επιταγής επιστράφηκε στις 10/3/2023. Ανάλογες ασυμφωνίες παρουσιάστηκαν σε σχέση με τις ημερομηνίες όπου επιστράφηκε ως απλήρωτη η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5). Ωστόσο τα πιο πάνω δεν θεωρώ ότι προσβάλλουν με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του Μ.Κ.1.
Με εξαίρεση επομένως το προαναφερόμενο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, η υπόλοιπη μαρτυρία του κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη (βλ. Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.α v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017, 131/2017, 26/4/2018).
Μ.Κ.3
Και ο Μ.Κ.3 μου άφησε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνω ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει τα γεγονότα ως εξελίχθηκαν. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα και της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, όπου ως διαφάνηκε, η μαρτυρία του ενός επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του άλλου. Κατά την αντεξέταση του παρέμεινε σταθερός στην θέση του ότι οι επιταγές υπογράφηκαν στην παρουσία του από την Κατηγορούμενη 2 και ουδέποτε ο ίδιος έλαβε μετρητά προς εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, θέσεις οι οποίες κρίνονται πειστικές και τις αποδέχομαι.
Δεν παραβλέπω επίσης ότι καμίας αντεξετέτασης και καμίας αμφισβήτησης δεν έτυχε η θέση του Μ.Κ.3 ότι οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) υπογράφηκαν στην παρουσία του Μ.Κ.3 από την Κατηγορούμενη 2 στην οικία στο Δάλι και του παραδόθηκαν. Η παράλειψη αντεξέτασης επί ενός τόσου ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας του κρίνω ότι ισοδυναμεί με παραδοχή των ισχυρισμών αυτών του Μ.Κ.3 από την Υπεράσπιση (βλ. Ocean Reef Properties Ltd v. James Alan Kerr Colville και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 1002).
Σχετικά με την παράδοση και υπογραφή των επιταγών υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) ο Μ.Κ.3 έτυχε αντεξέτασης και του υποβλήθηκε ότι οι εν λόγω επιταγές δόθηκαν στον ίδιο από τον Μ.Υ.1 στην απουσία της Κατηγορούμενης 2. Ωστόσο, έχοντας υπόψη μου το σύνολο της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 σχετικά με το ζήτημα αυτό, κρίνω ότι η θέση του Μ.Κ.3 ήταν σταθερή και συγκεκριμένη, παρά την έντονη αντεξέταση που υπέστη. Όντως σε κάποιο σημείο της αντεξέτασης του άφησε την εντύπωση ότι οι εν λόγω επιταγές δεν υπογράφηκαν στην παρουσία του από την Κατηγορούμενη 2. Ωστόσο άμεσα, έθεσε ξανά την αρχική του θέση επιμένοντας ότι οι δύο αυτές επιταγές υπογράφηκαν από την Κατηγορούμενη 2 στην παρουσία του στην οικία στο Δάλι. Κρίνω ότι η στιγμιαία σύγχυση του Μ.Κ.3, επαναλαμβάνω ένεκα της έντονης αντεξέτασης του, δεν κλονίζει με οποιοδήποτε τρόπο την αξιοπιστία του. Αντίθετα θα έλεγα ότι την ενδυναμώνει, καθ΄ ότι δεικνύει έλλειψη προσχεδιασμού.
Ως εκ των ανωτέρω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 τη θεωρώ ως αξιόπιστη και την αποδέχομαι στην ολότητα της.
Μ.Κ.2
Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 περιοριζόταν στο ότι αυτός παρέλαβε αριθμό εγγράφων από τα αρχεία της Τράπεζας, μεταξύ των οποίων ήταν η κατάσταση του λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, από την οποία εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, για την περίοδο από 1/1/2023 μέχρι 31/12/20223, και παρουσίασε αυτά ως έγγραφα στο Δικαστήριο. Αποδέχομαι επίσης το μέρος της μαρτυρίας του η οποία αφορούσε την κατάθεση των επιταγών στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και η εν συνεχεία εκκαθάριση των επιταγών μέσω του συστήματος «clearing» της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. Προς τούτο κατέθεσε στο Δικαστήριο σχετικά έγγραφα τα οποία παρέλαβε από την αρμόδια υπηρεσία της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (Τεκμήρια 13-17). Ο εν λόγω μάρτυρας δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση κατά την μαρτυρία του, η μαρτυρία του ήταν συγκεκριμένη και την αποδέχομαι στην ολότητα της. Σημειώνεται μάλιστα ότι η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε την διαδικασία εκκαθάρισης των επιταγών, από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ούτε την επάρκεια του εν λόγω συστήματος. Η Υπεράσπιση προσπάθησε να αμφισβητήσει τον τρόπο όπου περιήλθαν τα Τεκμήρια 13-17 στην κατοχή του Μ.Κ.2. Ωστόσο αποδέχομαι την θέση του ότι αυτά του αποστάλθηκαν μέσω της εσωτερικής επικοινωνίας της τράπεζας, και τίποτα επιλήψιμο δεν είχε η διαδικασία με την οποία τα παρέλαβε.
Μ.Υ.2
Την εικόνα ειλικρινούς και αξιόπιστου προσώπου σχημάτισα σε σχέση με την Μ.Υ.2. Κατέθεσε με ευθύτητα και πειστικότητα σε σχέση με τα γεγονότα που γνώριζε ως εκ της θέσης της στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ στα πλαίσια των καθηκόντων της. Πέραν του ότι ουδόλως αμφισβητήθηκε η μαρτυρία της κατά την αντεξέταση της, δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε είτε σε αυτά που ανάφερε είτε στον τρόπο που κατέθετε που να είναι ικανό να με οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι ήταν διατεθειμένη να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και να παραποιήσει την αλήθεια. Όπως προκύπτει από την μαρτυρία της, ως θέμα πρακτικής, όταν παρουσιάζονταν επιταγές της Κατηγορούμενης 1 για πληρωμή στον λογαριασμό υπ’ αριθμό [ ], και ο εν λόγω λογαριασμός δεν είχε τα διαθέσιμα υπόλοιπα προς πληρωμή των επιταγών, τότε η Μ.Υ.2 επικοινωνούσε κυρίως με τον Μ.Υ.1 για να τον ενημερώσει με σκοπό να γίνει μεταφορά ή κατάθεση χρημάτων. Για το εν λόγω ζήτημα έτυχε να ενημερώσει τηλεφωνικώς και την Κατηγορούμενη 2, όταν δεν της απαντούσε το τηλέφωνο ο Μ.Υ.1. Ωστόσο όπως διαφάνηκε από το σύνολο της μαρτυρίας, αυτή η πρακτική δεν ακολουθείτο πάντοτε και για αυτό δεν μπορούσε να αναφέρει αν ενημέρωσε τον Μ.Υ.1 όταν κατατέθηκαν οι επίδικες επιταγές, ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1. Επίσης σύμφωνα με την μαρτυρία της, αλλά και έχοντας υπόψη την εικόνα που παρουσίαζε ο τραπεζικός λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1, σε διάφορες περιπτώσεις υπήρχαν συνεχείς επιστροφές επιταγών της Κατηγορούμενης 1 αφού δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1. Όπως η ίδια ανάφερε παρά το ότι ενημερώνονταν οι πελάτες για να γίνει μεταφορά χρημάτων στον λογαριασμό, δεν γινόταν, με αποτέλεσμα να επιστρέφονται απλήρωτες οι επιταγές.
Συνεπώς αποδέχομαι την μαρτυρία της αξιολογούμενης μάρτυρα στην ολότητα της ως αληθή και αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα.
Κατηγορούμενη 2
Αξιολογώντας την μαρτυρία της Κατηγορούμενης 2, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν μου άφησε θετική εικόνα. Μέσα από την συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα και τον τρόπο που απαντούσε, δεν με έπεισε ότι ήλθε στο Δικαστήριο για να πει την πάσα αλήθεια για όσα πραγματικά διαδραματίσθηκαν. Κατά την μαρτυρία της έδιδε έντονα την εντύπωση ότι προσπαθούσε να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα, για να καταδείξει παραπλανητικά και με αναλήθεια, κατά την κρίση μου, ότι δεν είχε καμία σχέση ή εμπλοκή με την έκδοση των επιταγών και ότι η ίδια δεν γνώριζε ότι οι επίδικες επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες. Εξηγώ.
Η θέση που πρόβαλε κατά την μαρτυρία της ήταν ότι όταν παραδόθηκαν οι τρείς πρώτες επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5), δόθηκαν από τον Μ.Υ.1 στον Μ.Κ.3 στην Ορόκλινη, και δεν ήταν παρούσα σε αυτή την συνάντηση. Ανέφερε επίσης ότι η ίδια δεν θυμάται να υπόγραψε τις εν λόγω επιταγές, εξηγώντας ότι υπάρχει διαφορά στο μελάνι που χρησιμοποιήθηκε για την υπογραφή στις εν λόγω επιταγές. Σημειώνεται ότι δεν αποδέχομαι την εκδοχή της ότι δεν θυμάται να υπέγραψε τις εν λόγω επιταγές και ότι αυτές δόθηκαν στον Μ.Κ.3 στην απουσία της. Τούτο γιατί αυτή η εκδοχή της, η οποία κρίνεται ουσιώδης στην κρινόμενη υπόθεση, δεν ετέθη από τον συνήγορο της υπεράσπισης στους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3, ούτως ώστε αυτοί να έχουν την δυνατότητα να τοποθετηθούν. Συνεπώς η εν λόγω παράλειψη δεν μπορεί παρά να οδηγήσει το Δικαστήριο να αγνοήσει την μονομερώς τεθείσα εκδοχή της Κατηγορούμενης 2. Θεωρώ ότι η παράλειψη υποβολής της εκδοχής της Κατηγορούμενης 2 στους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3 για να μπορούν να δώσουν την δική τους θέση επί του θέματος, αναιρεί το αληθές των όσων ανέφερε η Κατηγορούμενη 2 και κυρίως επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι αυτά αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις της ίδιας. Ανεξάρτητα όμως από αυτή την βασική παράληψη της Υπεράσπισης, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι όλα όσα ανέφερε η Κατηγορούμενη 2 για το ζήτημα αυτό αντιστρατεύονται στην κοινή λογική, που ως έχει νομολογηθεί εν πολλοίς είναι και οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (βλ. Θεοφάνους Θεόδωρος Κώστας ν Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161). Παρά το ότι ήταν η θέση της ότι προϋπόγραφε η ίδια κάποιες επιταγές της Κατηγορούμενης 1 για να τις διαχειρίζεται ο Μ.Υ.1 όταν αυτή θα απουσίαζε στο εξωτερικό, και παρά το ότι ήταν η θέση της ότι οι εν λόγω επιταγές βρίσκονταν στην κατοχή του συζύγου της και δόθηκαν από αυτόν στον Μ.Κ.3, δεν θυμόταν να τις υπέγραψε. Αποδέχθηκε ότι η υπογραφή που παρουσιάζεται στις εν λόγω επιταγές μοιάζει με την υπογραφή της, αλλά συνέχισε αναφέροντας ότι «δεν νομίζω, δεν φαίνεται να είναι η υπογραφή μου». Γεννιούνται λοιπόν τα ακόλουθα εύλογα, κατά την κρίση μου, ερωτήματα. Από ποιόν υπογράφηκαν οι εν λόγω επιταγές? Και πως βρέθηκαν στην κατοχή του Μ.Υ.1 υπογεγραμμένες? Τα πιο πάνω σαφέστατα εξετάστηκαν υπό το πρίσμα της κοινής θέσης της Κατηγορούμενης 2 και του Μ.Υ.1 ότι η μόνη εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της Κατηγορούμενης 1 από τον επίμαχο τραπεζικό λογαριασμό της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ήταν η Κατηγορούμενη 2.
Δεν παραβλέπω επίσης ότι καμία δικαιολογία δεν δόθηκε από την Κατηγορούμενη 2 ως προς την τοποθεσία που κατ’ ισχυρισμό δόθηκαν οι εν λόγω επιταγές, ήτοι στην Ορόκλινη. Θα αναμένετο, αν η θέση του Μ.Υ.1 περί ενδιαφερόμενου επενδυτή ήταν αληθείς, να γίνει έστω μια μικρή αναφορά και από την Κατηγορούμενη 2.
Όταν κατά την μαρτυρία της αναφέρθηκε στην αντικατάσταση της επιταγής υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) με τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) έδωσε ως δικαιολογία την ισχυριζόμενη ανομοιομορφία στην τοποθέτηση του χλοοτάπητα, που ως η ίδια ισχυρίστηκε, ο Μ.Κ.3 τους είχε αναφέρει ότι θα αποκαθίστατο πλήρως περί τις αρχές Μαρτίου. Εξήγησε ότι οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) δόθηκαν μεταχρονολογημένες μέχρι να αποκατασταθεί η ανομοιομορφία. Εκτός του ότι η θέση αυτή ουδέποτε τέθηκε κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.3, για να μπορεί να προβάλει την δική του θέση, γεννιούνται και πάλι εύλογα ερωτήματα. Γιατί οι ημερομηνίες που έφεραν οι δύο αυτές επιταγές ήταν αρκετά προγενέστερες της ημερομηνίας που ως ισχυρίστηκε θα αποκαθίστατο η ισχυριζόμενη ανομοιομορφία. Θα αναμένετο οι επιταγές να έφεραν ημερομηνία περί τις αρχές Μαρτίου 2023 ή έστω λίγο μεταγενέστερα και όχι 18/2/2023 και 22/2/2023, δηλαδή ημερομηνίες προγενέστερες της χρονική περιόδου, που ως ήταν η θέση της, έθεσε ο Μ.Κ.3 για την αποκατάσταση.
Ούτε η θέση της Κατηγορούμενης 2 ότι ο Μ.Υ.1 κατέβαλε το ποσό των €6,973 στον Μ.Κ.3 σε μετρητά μπορεί να γίνει πιστευτή. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα αναμένετο να λάβει ο Μ.Υ.1 ταυτόχρονα με την καταβολή των μετρητών κάποια χειρόγραφη απόδειξη ή να λάβει πίσω τις επιταγές που είχε παραδώσει στον Μ.Κ.3 ή ακόμη να προβεί σε γραπτή ανάκληση πληρωμής των επιταγών. Επίσης όταν η Παραπονούμενη κατέθεσε στις 10/10/2023 την επιταγή υπ’ αριθμό 96117064 (Τεκμήριο 5), και η οποία εν τέλη πληρώθηκε, θα αναμένετο η Κατηγορούμενη 1 αν όντως κατέβαλε τα ποσά στην Παραπονούμενη σε μετρητά, να ζητούσε την επιστροφή του ποσού των €2,023, ή ακόμη να προέβαινε σε καταγγελία στην Αστυνομία.
Επίσης παραπλανητικές ήταν προς το Δικαστήριο οι απαντήσεις που έδιδε η Κατηγορούμενη 2 όταν ερωτήθηκε επί της κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 12). Παρά το ότι η ίδια ανέφερε ότι ξέρει να αναγνώθει καταστάσεις λογαριασμού, οι απαντήσεις που έδιδε, αξιολογούμενες υπό το πρίσμα της έγγραφης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, με βάση τις αρχές της απλής παρατήρησης, και χωρίς να μετατρέπω τον εαυτό μου σε εμπειρογνώμονα, ήταν αστήρικτες και παραπλανητικές. Συγκεκριμένα ήταν η θέση της ότι ο λογαριασμός δεν ήταν ποτέ μηδενικός, και μάλιστα κατά την έκδοση των επιταγών υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτό όμως που προκύπτει από την κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 12), το υπόλοιπο του λογαριασμού από τις 6/2/2023 μέχρι τις 28/2/2023 ήταν χρεωστικό. Το ίδιο ισχύει και για την περίοδο από τις 8/3/2023 μέχρι τις 11/4/2023, και από τις 13/4/2023 μέχρι τις 20/4/2023 και σε διάφορες άλλες ημερομηνίες.
Δεν μπορεί επίσης να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της ότι κατά τον χρόνο που η ίδια και ο σύζυγος της εξέδιδαν επιταγές από τον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 είχαν την απόλυτη πεποίθηση ότι υπήρχε επαρκές υπόλοιπο στον λογαριασμό για την εξόφληση των επιταγών, λόγω του ότι η μαρτυρία της αυτή στερείται οποιασδήποτε πειστικότητας και δεν υποστηρίζεται από τις καταστάσεις λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1. Όπως διαφάνηκε από την μαρτυρία της Μ.Υ.2, την οποία οι Κατηγορούμενοι κάλεσαν να μαρτυρήσει προς υπεράσπιση τους, παρά το ότι ο Μ.Υ.1 ενημερώνετο ότι παρουσιάζονταν επιταγές προς πληρωμή και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή τους, δεν προέβαιναν σε μεταφορές χρημάτων και έτσι κάποιες επιταγές παρέμεναν απλήρωτες. Μάλιστα η Μ.Υ.2 είχε επικοινωνία και με την Κατηγορούμενη 2, έστω μια με δύο φορές, για το ζήτημα των μη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας όταν παρουσιάζονταν επιταγές για πληρωμή. Συνάγεται επομένως ότι η Κατηγορούμενη 2 είχε γνώση για την κατάσταση του λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του Μ.Υ.1 στην μαρτυρία του, η οποία δεν αμφισβητήθηκε από τον συνήγορο της Παραπονούμενης, και συγκεκριμένα ότι η Κατηγορούμενη 2 είχε ηλεκτρονική πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας από το κινητό της τηλέφωνο και τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, και μάλιστα η Κατηγορούμενη 2 ήταν καθ’ όλα ενήμερη από τον Μ.Υ.1 για τις εισπράξεις και τις πληρωμές της εταιρείας κάθε μήνα. Επομένως η Κατηγορούμενη 2 κατά τους ουσιώδεις χρόνους είχε γνώση για τα υπόλοιπα του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας και τις διάφορες καταθέσεις επιταγών για πληρωμή.
Επίσης, η θέση της σχετικά με την πρακτική που ακολουθείτο πάντα όταν κατατίθετο μια επιταγή προς πληρωμή και δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια, και δηλαδή ότι τους τηλεφωνούσε η τραπεζίτης τους, αντιστρατεύεται με την μαρτυρία της Μ.Υ.2, η οποία ανέφερε ότι για τις επίδικες επιταγές δεν θυμόταν αν τους τηλεφώνησε, κάτι το οποίο καταδεικνύει κατά την κρίση μου ότι δεν ήταν «πάντα» που τους ενημέρωναν. Μάλιστα δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η Μ.Υ.2 στην μαρτυρία της αναφέρθηκε σε περιπτώσεις όπου η ίδια χρειάστηκε να τους τηλεφωνήσει και δεύτερη φορά για να καταθέσουν χρήματα στον λογαριασμό τους και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι επιταγές παρέμεναν απλήρωτες μετά την κατάθεση τους στην τράπεζα. Περαιτέρω, η Κατηγορούμενη 2 ούτε τεκμηρίωσε ούτε έπεισε το Δικαστήριο ότι αν ενημερώνετο ότι οι επίδικες επιταγές παρουσιάστηκαν για πληρωμή θα άλλαζε κάτι, ήτοι ότι θα προέβαινε σε μεταφορά χρημάτων για να τεθούν στον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 τα απαραίτητα κεφάλαια για να εξαργυρωθούν οι επιταγές. Υπενθυμίζεται ότι πέραν της αόριστης τοποθέτησης της ότι είχαν και άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν ήταν σε θέση να δώσει τα οποιαδήποτε στοιχεία και πόσο μάλλον να αναφέρει τα διαθέσιμα υπόλοιπα που είχαν οι ισχυριζόμενοι τραπεζικοί λογαριασμοί την ουσιώδη περίοδο.
Έχοντας υπόψη μου (1) την εικόνα που παρουσίαζε ο λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1, (2) το γεγονός ότι και άλλες επιταγές της Κατηγορούμενης 1 επιστρέφονταν αφού δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1, (3) το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 2 ήταν η μοναδική διευθύντρια της Κατηγορούμενης 1 και μοναδική εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της Κατηγορούμενης 1 στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και (4) το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 2 είχε γνώση για την οικονομική κατάσταση του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 αφού ενημερώθηκε στον παρελθόν από την Μ.Υ.2 σχετικά με την επιστροφή επιταγών ως απλήρωτες, λογικό ήταν, η Κατηγορούμενη 2 να είχε αντιληφθεί ότι η λογικά αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων με βάση τα δεδομένα που γνώριζε ήταν ότι οι επίδικες επιταγές κατά τον χρόνο παρουσίασης τους για πληρωμή θα επιστρέφονταν, όπως άλλωστε συνέβη και με άλλες επιταγές. Λογικό ήταν πως όταν υπέγραφε τις επίδικες επιταγές και στην παρουσία της παραδόθηκαν στον Μ.Κ.3, στο μυαλό της να υπήρχε το ενδεχόμενο οι επίδικες επιταγές να μην τιμηθούν κατά την παρουσία τους για πληρωμή. Ο κίνδυνος αυτός ήταν προβλεπτός και η γνώση της για τα ανωτέρω θα έπρεπε να την αποτρέψει από το να υπογράψει τις επίδικες επιταγές.
Στην βάση όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι τα όσα ισχυρίστηκε η Κατηγορούμενη 2 σε σχέση με το τι πίστευε κατά τον χρόνο έκδοσης επιταγών από τον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 ως προς την εξαργύρωση αυτών κατά την παρουσίαση τους, ήταν σαφέστατα και χωρίς αμφιβολία εκ των υστέρων επινοήσεις και εντελώς ασύμβατες με την λογική θέσεις, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την ευθύνη της και να απεμπλακεί πάση θυσία από την παρούσα υπόθεση.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης επί των ουσιωδών και επί των αμφισβητούμενων της υπόθεσης ζητημάτων τα οποία σχολιάζονται ανωτέρω η μαρτυρία της Κατηγορούμενης 2 απορρίπτεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ως παντελώς αναξιόπιστη και ανειλικρινής.
Μ.Υ.1
Στρεφόμενη τώρα στην μαρτυρία του Μ.Υ.1, κατ’ αρχάς σημειώνω ότι με εξαίρεση το μέρος της μαρτυρίας του το οποίο προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο, και συγκεκριμένα την παροχή υπηρεσιών από την Παραπονούμενη στην οικία του σπιτιού τους, στο γεγονός ότι η Κατηγορούμενη έχει διαδικτυακή πρόσβαση μέσω του κινητού της και του ηλεκτρονικού της υπολογιστή στον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, και ότι ο Μ.Υ.1 ενημέρωνε κάθε μήνα την Κατηγορούμενη 2 τι πληρωμές και τι εισπράξεις έγιναν που αφορούν την Κατηγορούμενη 1, η υπόλοιπη μαρτυρία του όσον αφορά ουσιώδη και αμφισβητούμενα της υπόθεσης γεγονότα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή λόγω του ότι στερείται οποιασδήποτε πειστικότητας για τους λόγους τους οποίους θα αναφέρω αμέσως πιο κάτω.
Ο τρόπος των απαντήσεων του διακατέχετο από έντονη υπερβολή και θεατρινισμούς. Σε πολλά σημεία της μαρτυρίας του μιλούσε έντονα και γελούσε αμήχανα. Εκτός όμως από την εξωτερική εντύπωση που άφησε ο αξιολογούμενος μάρτυρας, το πρωταγωνιστικό στοιχείο που δεν έπεισε το Δικαστήριο για την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα, είναι ότι αναφορές του επί ουσιώδη στοιχείων αντιστρατεύονται στην κοινή λογική και έδιναν έντονα την πεποίθηση στο Δικαστήριο ότι πρόκειτο για μια επίπλαστη ιστορία που δημιούργησε για να αποποιηθούν οποιασδήποτε ευθύνης οι Κατηγορούμενοι.
Επιτηδευμένες ήταν κατά την κρίση μου οι θέσεις του περί συνάντησης στην Ορόκλινη με σκοπό να υποδειχθεί στον Μ.Κ.3 τεμάχιο προς πώληση σε ενδιαφερόμενο επενδυτή. Που εν τέλει ανέφερε ότι αυτός ο ενδιαφερόμενος επενδυτής ήταν ο Μ.Κ.1, για τον οποίο δεν γνώριζε κατά τους ουσιώδεις χρόνους ότι ήταν διευθυντής της Παραπονούμενης, παρά μόνο όταν τον είδε στην αίθουσα του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης. Η κρίση μου είναι ότι όλα όσα λέχθηκαν δεν ήταν αληθή, και τέθηκαν επί σκοπό στο Δικαστήριο έτσι ώστε να παρουσιάσει τον Μ.Κ.3 ως ένα άτομο όπου προσπαθούσε ανέκαθεν να ξεγελάσει τον εργοδότη του, και επομένως να υποστηρίξει την θέση του ότι παρέδωσε μετρητά στον Μ.Κ.3. Χωρίς να μεταφέρεται το βάρος απόδειξης στον Μ.Υ.1, αν όντως ήταν αληθής η θέση του για το ενδιαφερόμενο τεμάχιο γης, θα αναμένετο να καταθέσει κάποια περαιτέρω στοιχεία για την εν λόγω πράξη, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρονικό μήνυμα που ισχυρίστηκε ότι έστειλε στην αδελφή του Μ.Κ.3 με τον τίτλο ιδιοκτησίας και το τοπογραφικό σχέδιο.
Ως προς τον ισχυρισμό του ότι δόθηκε στον Μ.Κ.3 το οφειλόμενο ποσό σε μετρητά περί τα μέσα Μαρτίου 2023, κρίνω ότι ούτε ο ισχυρισμός αυτός ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Γιατί δεν αντέδρασε όταν στις 19/4/2023 κατατέθηκε η επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5), και επιστράφηκε αυτή απλήρωτη λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων? Ή ακόμη όταν στις 10/10/2023 κατατέθηκε εκ νέου και πληρώθηκε? Θα αναμένετο να αξιώσουν την επιστροφή του ποσού των €2,023 μέσω αλληλογραφίας, όχι πλέον με τον Μ.Κ.3 αλλά με τον διευθυντή της Παραπονούμενης, ή ακόμη να προωθηθεί δικαστική διαδικασία ή ακόμη να προβούν σε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία. Ο Μ.Υ.1, ο οποίος όπως ανέφερε δραστηριοποιείται στον τομέα αγοραπωλησιών ακινήτων, δεν θεωρώ λογικό ότι θα ήταν τόσο αφελής να παραδώσει μετρητά προς εξόφληση του οφειλόμενου ποσού χωρίς να λάβει την ίδια στιγμή κάποια απόδειξη, έστω και χειρόγραφη, ή ακόμη να μην επιμένει να του παραδίδονταν ταυτόχρονα με την καταβολή των χρημάτων οι επιταγές που βρίσκονταν στην κατοχή της Παραπονούμενης.
Το ίδιο επιτηδευμένη είναι η θέση του Μ.Υ.1, και μάλιστα θα έλεγα ότι αντιστρατεύεται στην κοινή λογική, ότι παρέδωσε τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) στον Μ.Κ.3, αλλά παρά το ότι συμπλήρωσε αυτός τα ποσό, δεν θυμόταν να ήταν υπογεγραμμένες. Ποιος ο λόγος τότε να έδιδε τις επιταγές στον Μ.Κ.3 αν δεν βεβαιώνετο ότι ήταν υπογεγραμμένες. Ή ακόμη πως γίνεται να μην θυμάται αν ήταν υπογεγραμμένες ή όχι. Δεν παραβλέπω ότι για αυτή την θέση του Μ.Υ.1 καμία υποβολή ή αντεξέταση δεν έτυχαν οι μάρτυρες κατηγορίας, και ιδιαίτερα ο Μ.Κ.3, για να δίδετο σε αυτόν η δυνατότητα να τεθούν οι δικές του θέσεις επί ενός τόσο σοβαρού και ουσιώδες ζητήματος. Δεν παραβλέπω φυσικά ότι για το ίδιο ζήτημα, στην συνέχεια της μαρτυρία του παρουσιάζει αντιφατικές θέσεις.
Στην κυρίως του εξέταση όταν του υποδείχθηκαν οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ε. Μάλιστα. Αναγνωρίζεται την υπογραφή που φέρουν οι επιταγές?
Α. Ναι.
Ε. Δηλαδή?
Α. Προσομοιάζει με της συζύγου μου, βασικά … (παύση από μάρτυρα) να προσθέσω ότι το μπλοκ των επιταγών το κρατούσα εγώ. Η σύζυγος μου πριν φύγει να πάει εξωτερικό υπέγραφε μου επιταγές λευκές, γιατί εγώ ήμουν που διαχειρίζουμουν τις πληρωμές … Δεν θυμούμαι … Προσπαθώ να θυμηθώ, όχι. (Γνέφει αρνητικά)
Ε. Το ίδιο ισχύει, κύριε μάρτυς, και για τις δεύτερες επιταγές? Δηλαδή ποιος συμπλήρωσε τις δεύτερες επιταγές που αντικατέστησαν την πρώτη επιταγή? (Υποεικνύονται στον μάρτυρα τα Τεκμήρια 6 και 7)
Α. Το ολογράφως είναι δικό μου και η ημερομηνία. Ο δικαιούχος όχι δεν είναι δικά μου γράμματα.
Ε. Οι υπογραφές που φέρουν μπορείτε να τις αναγνωρίσετε?
Α. Δεν είναι ίδιες.
Ε. Τι εννοείται δεν είναι ίδιες?
Α. Δεν είναι ίδιες, προσομοιάζουν με της συζύγου μου.
Ε. Υποδεικνύω ξανά στον μάρτυρα τα Τεκμήρια 3 και 4 συγκριτικά με τα Τεκμήρια 6 και 7. Βλέπετε να υπάρχει διαφορά?
Α. Ναι υπάρχει διαφορά.»
Επομένως η θέση του στην κυρίως εξέταση του, ήταν ότι οι υπογραφές στις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) μοιάζουν με την υπογραφή της συζύγου του όμως εν τέλει απάντησε ότι δεν είναι οι ίδιες, γνέφοντας αρνητικά προς το Δικαστήριο.
Κατά την αντεξέταση του φυσικά, πρόβαλε μια εντελώς αντιφατική εκδοχή. Προς τούτο κρίνεται σκόπιμο να τεθεί το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα πρακτικά.
«Ε. Θα ήθελα να μου δοθούν οι επίδικες επιταγές εκτός από την επιταγή … Δώστε μου τις όλες. (Δίδονται τα Τεκμήρια 3 μέχρι 7) Θα υποδείξω το Τεκμήριο 3 και θα πάω με τη σειρά. (Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 3) Αυτή η υπογραφή είναι της συζύγου σας ή όχι?
Α. Ναι.
Ε. (Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 4) Αυτή η υπογραφή είναι της συζύγου σας?
Α. Μάλιστα.
Ε. Δέστε και αυτήν την επιταγή. (Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 6)
Α. Όχι.
Ε. Δεν είναι η υπογραφή της γυναίκας σας?
Α. Δεν μοιάζει με εκείνη».
Όταν στην συνέχεια ερωτήθηκε για την επιταγή υπ’ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 6), απάντησε τα ακόλουθα:
«Α. Μοιάζει δεν είναι η ίδια, είναι διαφορετικός γραφικός χαρακτήρας, διαφορετικό μελάνι. Δεν είναι το μελάνι το δικό μου που έγγραψα ολογράφως το ποσό.
Ε. Άρα λέεις μας –
Α. Μπορεί να τις έδωσα εκ παραδρομής ανυπόγραφες του Αντρέα, δεν ξέρω, δεν θυμούμαι. Λέω ότι δεν είναι δική μου η υπογραφή, ούτε της γυναίκας μου εκείνη η υπογραφή η συγκεκριμένη. Εκείνη η υπογραφή δεν είναι της γυναίκας μου σε σύγκριση με την υπογραφή δαμέ.
Ε. Σας υποβάλλω ότι ψεύδεστε.
Α. Δικαίωμα σας.
Ε. Σας υποδεικνύω το Τεκμήριο 7 (Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 7) Είναι η υπογραφή της συζύγου σας?
Α. Όσον θωρούν τα μάτια μου εγώ θωρώ τέσσερις διαφορετικές υπογραφές.
Ε. Μα πριν είπετε τρείς –
Α. Τρείς διαφορετικές υπογραφές. Μια ξεχωριστή, δυο ξεχωριστή και δύο οι ίδιες (Υποδεικνύει για τις ίδιες τα Τεκμήρια 3 και 4 και για τις διαφορετικές υποδεικνύει τα Τεκμήρια 6 και 7).
Ε. Δεν λέτε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Όλες οι υπογραφές, σας υποβάλλω, ότι όλες οι επιταγές τις οποίες σας έχω υποδείξει έχουν υπογραφεί από τη σύζυγο σας.
Α. Δικαίωμα σας. Είναι διαφορετικές.
Ε. (Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Τεκμήριο 5) Πάρτε το Τεκμήριο 5, δέστε την υπογραφή και πέστε μας.
Α. Τούτη η υπογραφή είναι η ίδια με τις δύο πρώτες επιταγές.
Ε. Δηλαδή είναι της συζύγου σας?
Α. Ναι, καμία σχέση με τις τελευταίες δύο επιταγές που μου δείξατε.»
Επομένως κατά την αντεξέταση του συμφώνησε ότι οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) είναι της συζύγου του. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να μην επαναληφθεί η θέση της Κατηγορούμενης 2, η οποία υποστήριξε ότι ναι μεν μοιάζει η υπογραφή της με τις υπογραφές που παρουσιάζονται στις επιταγές υπ΄ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει αν είναι η δική της.
Τα σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, ως καταγράφηκαν ανωτέρω, τέθηκαν για να καταδείξουν την σύγχυση που προκαλούσαν τα όσα ανέφερε ο Μ.Υ.1 σχετικά με τις υπογραφές επί των επιταγών, δίδοντας την εντύπωση στο Δικαστήριο ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα τα όσα ανέφερε, και λέχθηκαν επί σκοπό για να προκληθεί σύγχυση προς όφελος των Κατηγορούμενων 1 και 2.
Περαιτέρω η θέση του ότι οι υπογραφές επί των επιταγών υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) δεν είναι της συζύγου του αντιστρατεύονται στην κοινή λογική για τον εξής απλό λόγο. Όπως ο Μ.Υ.1 ανέφερε, ο ίδιος έχει στην κατοχή του το μπλοκ επιταγών της Κατηγορούμενης 1, στο οποίο υπάρχουν επιταγές υπογεγραμμένες από την Κατηγορούμενη 2 από πριν, χωρίς να είναι συμπληρωμένα τα στοιχεία του δικαιούχου, οι εν λόγω υπογεγραμμένες επιταγές παρέμειναν στην κατοχή του, και μάλιστα συμφώνησε κατά την αντεξέταση του ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να υπογράψει κάποιος άλλος τις επιταγές εκτός από την σύζυγο του, αφού είναι η μόνη εξουσιοδοτημένη να υπογράφει. Επομένως γεννιέται το ακόλουθο εύλογο ερώτημα∙ ποιο άλλο άτομο θα μπορούσε να υπέγραψε τις επίδικες επιταγές.
Ούτε η θέση του Μ.Υ.1 ότι οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 3, 4 και 5) δόθηκαν στην Ορόκλινη μπορεί να γίνει αποδεκτή, και είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω ισχυρισμός τέθηκε μόνο και μόνο για να αποσυνδεθεί η Κατηγορούμενη 2 από την υπογραφή των επιταγών ή ακόμη και ότι εν γνώση της δόθηκαν οι επιταγές στον Μ.Κ.3. Χωρίς να μετατοπίζω το βάρος απόδειξης στους Κατηγορούμενους φυσικά, θα αναμένετο αν ο ισχυρισμός του Μ.Υ.1 ήταν αληθής να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το γραπτό μήνυμα, που ισχυρίστηκε ότι του απέστειλε ο Μ.Κ.3 με το οποίο του ζητούσε να φέρει μαζί του και τις επιταγές στην Ορόκλινη. Ούτε ο ισχυρισμός του Μ.Υ.1 ότι η παράδοση των επιταγών υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) έγινε στο περίπτερο Οκτάγωνο μπορεί να γίνει πιστευτή. Και πάλι ο Μ.Υ.1 αναφέρθηκε σε τηλεφωνικά μηνύματα όπου ανταλλάχθηκαν μεταξύ τους, τα οποία δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο. Ωστόσο, κρίνω ότι το σχετικό απόσπασμα από την μαρτυρία του μιλά από μόνο του σε σχέση με την αξιοπιστία του αξιολογούμενου μάρτυρα, και προς τούτο παρατίθεται κατωτέρω.
«Α. Εγώ σας υποβάλλω και σας λέω ότι αυτό είναι ψέμα, γιατί και τούτο μπορεί να αποδειχθεί με τα μηνύματα του κύριου Χριστοδουλίδη. Ο κύριος Χριστοδουλίδης ο ίδιος μου ζήτησε να βρεθούμε στο Οκτάγωνο.
Ε. Συνέχεια αναφέρεσαι σε μηνύματα, γιατί δεν τα καταθέσατε?
Α. Δεν μου ζητήθηκε να τα καταθέσω, αν μου ζητηθεί να τα καταθέσω, δεν έχω κανένα πρόβλημα.»
Δικαστήριο (προς μάρτυρα): «Αν θέλετε να τα καταθέσετε, κύριε, καταθέστε τα.»
Μάρτυρας: «Πέστε μου πως γίνεται τούτο το πράγμα, να φέρω το κινητό μoυ? Τι να κάνω? Πείτε μου. Είναι όλα όσα σας είπα τα μηνύματα που μου έστειλε ο κύριος Χριστοδουλίδης το «φέρε τζιαι τα τσιέκκια» που αναφέρθηκα στην αρχή, το «μεν νομίζεις ότι είμαι καλά εγώ, είμαι πελλός εγώ» και διάφορα άλλα με ημερομηνίες που συνάδουν με τις επιταγές κλπ. Δεν ήξερα ότι θα φτάσω στο σημείο να μαρτυρήσω για να τα καταθέσω. Θέλετε να τα καταθέσω, κύριε Μαυρέσιη?»
Όταν το Δικαστήριο του ανέφερε ότι αν επιθυμεί μπορεί να καταθέσει τα μηνύματα αυτά, και ζητήθηκε χρόνος πέντε λεπτών από τον μάρτυρα για να τα καταθέσει, εν τέλει ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι τα εν λόγω μηνύματα είναι στην παλιά συσκευή τηλεφώνου του που βρίσκεται στο Δάλι και επομένως δεν τα έχει μαζί του. Το σημείο αυτό από την μαρτυρία του παρατίθεται για να καταδειχθεί η ξαφνική εναλλαγή θέσεων του Μ.Υ.1 όταν αντιλήφθηκε ότι δικαιούτο, αν επιθυμούσε φυσικά, να καταθέσει τα ισχυριζόμενα μηνύματα.
Μάλιστα ήταν η θέση του ότι καμιά άλλη επιταγή δεν επιστράφηκε πίσω ως απλήρωτη εκτός από αυτές τις Παραπονούμενης. Θέση η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ανέφερε η Μ.Υ.2, και συγκεκριμένα ότι στο παρελθόν και για άλλες επιταγές που εκδόθηκαν από την Κατηγορούμενη 1 έτυχε να ενημερώσει τον Μ.Υ.1 ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα υπόλοιπα, να μην γίνει μεταφορά χρημάτων και έτσι και άλλες επιταγές έτυχε να επιστραφούν απλήρωτες λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Κάτι το οποίο άλλωστε διαφαίνεται και από τις καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού (Τεκμήριο 12). Ούτε η θέση του ότι ο εν λόγω λογαριασμός δεν ήταν ποτέ αρνητικός μπορεί να γίνει πιστευτή, αφού έρχεται σε αντίφαση τόσο με την μαρτυρία της Μ.Υ.2, όσο επίσης και από την έγγραφη μαρτυρία όπου υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου. Ούτε η θέση του Μ.Υ.1 ότι το μέγιστο χρονικό διάστημα που ο λογαριασμός τους παρέμεινε χρεωστικός ήταν τρείς με τέσσερις ημέρες, και αυτό γιατί θα μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο, γίνεται πιστευτή αφού και πάλι η θέση αυτή είναι αντίθετη με την μαρτυρία της Μ.Υ.2 η οποία ανέφερε ότι ο λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1 μπορούσε να παραμείνει χρεωστικός πέραν την μιας βδομάδας. Αυτό άλλωστε, με βάση τις αρχές της απλής παρατήρησης προκύπτει από τις καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήριο 12).
Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Μ.Υ.1 ότι η επιταγή Τεκμήριο 3 αντικαταστάθηκε με τις επιταγές Τεκμήρια 6 και 7 μέχρι να αποκατασταθούν οι ανομοιομορφίες στο χλοοτάπητα, ισχύουν όλα όσα αναφέρθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Κατηγορούμενης 2, και για τους ίδιους λόγους δεν γίνονται πιστευτά. Φυσικά δεν παραβλέπω ότι κατά τα προφορικό μέρος της κυρίως του εξέτασης ο Μ.Υ.1 έδωσε ως δικαιολογία την καταβολή μετρητών στον Μ.Κ.3, για να μην καθυστερήσει η πληρωμή της Παραπονούμενης μέχρι τα μέσα Απριλίου που ήταν πληρωτέα η τελευταία επιταγή, και όχι την ισχυριζόμενη αντικατάσταση λόγω ανομοιομορφίας του χλοοτάπητα. Θέσεις αντιφατικές φυσικά.
Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 η οποία κρίνεται ως καθ’ όλα αναξιόπιστη.
Ε. Αντεξέταση επί Τεκμηρίου 12
Στο σημείο αυτό της απόφασης του Δικαστηρίου, και για σκοπούς πληρότητας, είναι επιθυμητό όπως τεθεί ένα ζήτημα όπου προέκυψε μετά το πέρας της αντεξέτασης του Μ.Υ.1.
Ο συνήγορος των Κατηγορούμενων έθεσε ζήτημα ότι του παραδόθηκε αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 12), η οποία κατατέθηκε κατά την μαρτυρία του Μ.Κ.2, στο οποίο παρουσιάζεται μόνο η μπροστινή σελίδα, και όχι και οι πίσω σελίδες του εγγράφου. Διευκρινίζεται ότι κατά την κατάθεση του Τεκμηρίου 12 δεν υπήρχαν διαθέσιμα αντίγραφα για να δοθούν στους συνηγόρους, και έτσι καταχωρήθηκε το εν λόγω έγγραφο ως τεκμήριο, και μετά την κατάθεση του στον δικαστηριακό φάκελο δόθηκαν αντίγραφα στους δύο συνήγορους από τον κλητήρα του Δικαστηρίου. Όπως διαφάνηκε στην συνέχεια της ακροαματικής διαδικασίας, και από τα δύο αντίγραφα τα οποία δόθηκαν σε αμφότερους συνηγόρους απουσίαζε η πίσω σελίδα. Ωστόσο σημειώνεται ότι όπως διαφάνηκε από τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, όλες οι ερωτήσεις όπου τέθηκαν στους μάρτυρες, είτε κατά την κυρίως εξέταση τους είτε κατά την αντεξέταση τους, ήταν στην βάση του Τεκμηρίου 12 που βρίσκετο στον φάκελο του Δικαστηρίου, και το οποίο δίδετο στους συνηγόρους και στους μάρτυρες κατά την υποβολή των ερωτήσεων. Επομένως οι ερωτήσεις και απαντήσεις όπου γίνονταν και δίνονταν, ήταν επί του ολοκληρωμένου εγγράφου.
Ολοκληρώνοντας το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο, μετά που τέθηκε το πιο πάνω θέμα, έδωσε την ευκαιρία στον συνήγορο των Κατηγορούμενων να επανακλητεύσει μάρτυρες αν αυτό επιθυμούσε. Ωστόσο αυτός επέλεξε να μην αιτηθεί όπως επανακλητευθεί κάποιος μάρτυρας, και κάλεσε την Μ.Υ.2 για να προσφέρει μαρτυρία προς όφελος της υπεράσπισης. Τα πιο πάνω σημειώνονται για σκοπούς πληρότητας.
ΣΤ.Ευρήματα Δικαστηρίου
Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και από την τεθείσα ενώπιον μου αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, αλλά και από τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα ως έχουν προκύψει μέσω του χειρισμού των συνηγόρων των μερών κατά την ακροαματική διαδικασία (βλ. Κυριακίδης ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση 185/2012, 19/4/2018), καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση:
Η Παραπονούμενη περί τα μέσα Ιανουαρίου 2023 παρείχε τις υπηρεσίες της στην Κατηγορούμενη 2 και στον σύζυγο της για την τοποθέτηση και εγκατάσταση συνθετικού χλοοτάπητα στον κήπο της οικίας τους στην περιοχή Δάλι αλλά καθώς και στην γενική διαμόρφωση του κήπου της οικίας τους. Το κόστος των υπηρεσιών της Παραπονούμενης καθορίστηκε και συμφωνήθηκε στο ποσό των €6,973. Όταν περί τα τέλη Ιανουαρίου 2023 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες από την Παραπονούμενη, ο Μ.Κ.3 επικοινώνησε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της για να εισπράξει το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Ο Μ.Κ.3 μετά από μερικές ημέρες συναντήθηκε με την Κατηγορούμενη 2 και τον σύζυγο της στην οικία τους στο Δάλι, και οι τελευταίοι ανέφεραν στον Μ.Κ.3 ότι το ποσό των €6,973 θα αποπληρωνόταν με την έκδοση τριών επιταγών, εκ των οποίων οι δύο θα ήταν μεταχρονολογημένες. Τον ενημέρωσαν επίσης ότι εκδότης των επιταγών θα ήταν η Κατηγορούμενη 1. Η Κατηγορούμενη 2 είναι η μοναδική διευθύντρια της Κατηγορούμενης 1 και ο Κ. Ι., σύζυγος της Κατηγορούμενης 1, είναι ο γραμματέας της Κατηγορούμενης 1.
Στην εν λόγω συνάντηση, στις 6/2/2023, ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 συμπλήρωσε τα στοιχεία των επιταγών και η Κατηγορούμενη 2, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, υπέγραψε στην παρουσία του Μ.Κ.3 τις ακόλουθες τρείς επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και τις παρέδωσε στον Μ.Κ.3:
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,950 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/2/2023 (Τεκμήριο 3).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,000 με ημερομηνία πληρωμής τις 6/3/2023 (Τεκμήριο 4).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €2,023 με ημερομηνία πληρωμής τις 15/4/2023 (Τεκμήριο 5).
Δικαιούχος πληρωμής των εν λόγω επιταγών ήταν η Παραπονούμενη.
Η επιταγή υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 3) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 6/2/2023. Στις 7/2/2023, μέσω του συστήματος εκκαθάρισης/ «clearing», η εν λόγω επιταγή αποστάλθηκε στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, για πληρωμή, και η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Ο Μ.Κ.1 επικοινώνησε με τον Μ.Υ.1 και τον πληροφόρησε για το γεγονός αυτό και ο Μ.Υ.1 τον παρακάλεσε να μην καταθέσει εκ νέου την επιταγή στην τράπεζα και αντ’ αυτού η Κατηγορούμενη 1 θα εξέδιδε άλλες δύο επιταγές για τα ποσά των €1,475 η κάθε μια προς αντικατάσταση της επιταγής υπ΄ αριθμό [ ].
Η Κατηγορούμενη 2, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, στις 18/2/2023, υπέγραψε στην παρουσία του Μ.Κ.3, και παρέδωσε σε αυτόν, τις ακόλουθες δύο επιταγές της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ προς αντικατάσταση της επιταγής υπ΄ αριθμό [ ] με δικαιούχο πληρωμής τους την Παραπονούμενη:
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής τις 18/2/2023 (Τεκμήριο 6).
· Επιταγή υπ’ αριθμό [ ] για το ποσό των €1,475 με ημερομηνία πληρωμής τις 22/2/2023 (Τεκμήριο 7).
Οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6 και 7) παρουσιάστηκαν για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 23/2/2023. Στις 24/2/2023, οι εν λόγω επιταγές μέσω του συστήματος εκκαθάρισης/ «clearing», αποστάλθηκαν στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, για πληρωμή, και οι επιταγές επιστράφηκαν χωρίς να πληρωθούν με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Στις 9/3/2023 η επιταγή υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 4) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1. Στις 10/3/2023 μέσω του συστήματος εκκαθάρισης/ «clearing» η εν λόγω επιταγή αποστάλθηκε στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, για πληρωμή, και η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα».
Η επιταγή υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5) παρουσιάστηκε για πληρωμή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον Μ.Κ.1 στις 19/4/2023. Στις 20/4/2023 μέσω του συστήματος εκκαθάρισης/ «clearing», η εν λόγω επιταγή αποστάλθηκε στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, για πληρωμή, και η επιταγή επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Η επιταγή κατατέθηκε εκ νέου στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις 25/4/2023 και μέσω του συστήματος εκκαθάρισης/ «clearing» η εν λόγω επιταγή αποστάλθηκε στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, για πληρωμή στις 26/04/2023, και η πάλι επιστράφηκε χωρίς να πληρωθεί με την ένδειξη «Να παρουσιαστεί ξανά ανεπαρκή υπόλοιπα». Στις 10/10/2023 η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε ξανά στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και πληρώθηκε το ποσό της επιταγής, το οποίο και πιστώθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της Παραπονούμενης.
Ο τραπεζικός λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1 στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τον οποίον εκδόθηκαν όλες οι επιταγές είναι ο λογαριασμός υπ’ αριθμό [ ].
Μετά που οι επιταγές κατατέθηκαν και επιστράφηκαν απλήρωτες, με την ένδειξη ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη των επιταγών, ο Μ.Κ.3 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 για να τον ενημερώσει για το γεγονός αυτό και τον καλούσε να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό.
Πέραν της πληρωμής του ποσού των €2,023 μέσω της επιταγής υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 5), οι επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 4, 6 και 7) δεν εξοφλήθηκαν λόγω του ότι ο λογαριασμός της εκδότριας τους, Κατηγορούμενης 1, δεν είχε επαρκή υπόλοιπα κατά τον χρόνο παρουσίασης των επιταγών και παρέμειναν αυτές απλήρωτες μέχρι και σήμερα.
Ο σύζυγος της Κατηγορούμενης 2 ήταν το κύριο πρόσωπο το οποίο συζητούσε με τους υπάλληλους της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ σχετικά με ζητήματα που πρόκυπταν αναφορικά με την λειτουργία του λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 υπ’ αριθμό [ ] στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Ωστόσο η Κατηγορούμενη 2 ήταν το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές της Κατηγορούμενης 2 από τον εν λόγω λογαριασμό. Ως θέμα πρακτικής, όταν κατατίθετο μια επιταγή προς πληρωμή στον εν λόγω λογαριασμό, υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον σύζυγο της Κατηγορούμενης 2 όταν δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια στον εν λόγω λογαριασμό για την πληρωμή της επιταγής. Σκοπός του τηλεφωνήματος ήταν για να γίνει μεταφορά ή κατάθεση χρημάτων στον εν λόγω λογαριασμό και να πληρωθούν οι επιταγές. Η Μ.Υ.2 έτυχε να ενημερώσει και την Κατηγορούμενη 2 για το ίδιο θέμα. Εκτός αυτού η Κατηγορούμενη 2 ήταν ενήμερη για τις πληρωμές και εισπράξεις που παρουσιάζονταν στον εν λόγω λογαριασμό από τον σύζυγο της, αλλά και από διαδικτυακή πρόσβαση που είχε η ίδια στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό μέσω του κινητού της τηλεφώνου και του ηλεκτρονικού της υπολογιστή. Κατά το έτος 2023, κατατέθηκαν διάφορες επιταγές προς πληρωμή στον εν λόγω τραπεζικό λογαριασμό, και παρά την ενημέρωση της Κατηγορούμενης 2 και του συζύγου του για να προχωρήσουν σε μεταφορά χρημάτων, δεν προέβαιναν με αποτέλεσμα να επιστρέφονται ως απλήρωτες επιταγές.
Ζ. Βάρος Απόδειξης
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246). Η υπεράσπιση σε καμία περίπτωση φέρει βάρος απόδειξης της αθωότητας του κατηγορούμενου ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 294/2018, 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Η. Νομική Πτυχή
Το άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«305Α.-(1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.»
Από το λεκτικό του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:
i. Η έκδοση επιταγής∙
ii. Η παρουσίαση της επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε∙
iii. Η παρουσίαση αυτή να γίνει κατά ή μετά την ημερομηνία που η επιταγή καθίσταται πληρωτέα∙
v. Η επιταγή να παραμείνει απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την παρουσίασή της.
Επομένως, αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσον πληρούνται τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία αναφορικά με τις επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6, 7 και 4) οι οποίες αφορούν τις κατηγορίες υπ’ αριθμό ένα, τρία και επτά αντίστοιχα. Οι νομολογιακές αρχές για κάθε συστατικό στοιχείο θα τεθούν κατωτέρω στην απόφαση του Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με την μαρτυρία που τέθηκε και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να εξεταστεί αν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Θ. Εξέταση Συστατικών Στοιχείων
Έκδοση Επιταγής
Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής προϋποθέτει, κατά πρώτον, την έγκυρη και κανονική έκδοση της επιταγής. Η εξέταση της παραμέτρου αυτής γίνεται με οδηγό το νομοθετικό ορισμό της επιταγής. Στο ερμηνευτικό άρθρο 4 του Κεφ. 154, δίδεται ο εξής ορισμός της επιταγής:
«Επιταγή σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή».
Επειδή η επιταγή αποτελεί είδος συναλλαγματικής ο διά του άρθρου 4 του Κεφ. 154 νομοθετικός ορισμός της πρέπει να αντιμετωπίζεται ως συγκλίνων με τις σχετικές διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κεφ. 262 «έκδοση» σημαίνει την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως κάτοχος.
Το άρθρο 3(1) και (2) του Κεφ. 262 διαλαμβάνει επίσης τα εξής:
«3. Ορισμός συναλλαγματικής
(1) Συναλλαγματική είναι η χωρίς όρους έγγραφη εντολή που απευθύνεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογραμμένη από το πρόσωπο που τη δίδει και η οποία απαιτεί από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να πληρώσει επί τη εμφάνισει ή σε ορισμένο ή καθορισμένο μελλοντικό χρόνο ορισμένο ποσό χρημάτων σε καθορισμένο πρόσωπο ή σε διαταγή καθορισμένου προσώπου ή στον κομιστή.
(2) Έγγραφο το οποίο δεν πληροί τους όρους αυτούς, ή το οποίο διατάζει όπως γίνει οποιαδήποτε πράξη επιπρόσθετα προς την πληρωμή χρημάτων, δεν αποτελεί συναλλαγματική».
Συνεπώς, προϋπόθεση εγκυρότητας μίας συναλλαγματικής και κατ’ επέκταση μιας επιταγής, είναι η υπογραφή της από τον εκδότη της (βλ. Poly G. Knitwear Ltd v. Εφόρου Εταιρειών κ.ά. (2007) 1 ΑΑΔ 96). Όπως έχει νομολογηθεί μια επιταγή δεν παύει να είναι επιταγή διότι συμπληρώθηκε ως προς τα στοιχεία της από πρόσωπο άλλο από τον εκδότη της. Με την προϋπόθεση ότι η συμπλήρωση γίνεται με την εντολή ή την συγκατάθεση του εκδότη, το έγγραφο παραμένει επιταγή εν την έννοια του άρθρου 4 του Κεφ. 154 (βλ. L.C.A. DOMIKI LTD v R.K.A. KIKKOS DEVELOPERS LTD κ.α. (2015) 2 ΑΑΔ 18).
Σύμφωνα με τα λεχθέντα στην υπόθεση Χ’’ Ιωάννου ν Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ 62, από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης της υπογραφής της επιταγής, ο κατήγορος οφείλει να αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, την πατρότητα της υπογραφής, με ένα από τους νομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης. Για παράδειγμα, μπορεί να κληθεί μάρτυς που είδε ποιος υπέγραψε ή να κληθεί γραφολόγος (βλ. Phipson on Evidence, 14η έκδοση στην παράγραφο 35-03, σελ. 936).
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η απόδειξη του γραφικού χαρακτήρα ενός προσώπου μπορεί να γίνει είτε με άμεση μαρτυρία από το πρόσωπο που υπέγραψε το έγγραφο ή εκείνο που τον είδε να υπογράφει, είτε με τη μαρτυρία πραγματογνώμονα - γραφολόγου ή με μαρτυρία γνώστη του γραφικού χαρακτήρα του υπογράψαντος. Σχετική είναι η υπόθεση VBH (Cyprus) Ltd v Windoors UPVC SystemsLtd κ.ά., Ποινική Έφεση 204/2014, 28/11/2017 στην οποία υποδείχτηκαν τα εξής:
«Γενικά ομιλούντες, μαρτυρία για αναγνώριση υπογραφής, αν δεν πιστοποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που υπέγραψε, μπορεί να προέρχεται από πρόσωπο που ήταν παρών και επιμαρτυρεί το γεγονός της υπογραφής, ή από πρόσωπο που είναι σε θέση να γνωρίζει την υπογραφή ή από συγκριτική διεργασία πραγματογνώμονα. Η γνησιότητα δε ενός εγγράφου μπορεί να προκύπτει και από περιστατική μαρτυρία (Phipson on Evidence, 18th Ed., 41-07).»
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ως καταγράφονται ανωτέρω, η Κατηγορούμενη 2 υπέγραψε όλες τις επίδικες επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6, 7 και 4) στην παρουσία του Μ.Κ.3, και παρέδωσε αυτές σε αυτόν. Σημειώνεται ότι ως τεκμήρια κατατέθηκαν οι πρωτότυπες επιταγές. Επομένως υπάρχει η άμεση μαρτυρία από το άτομο που είδε την Κατηγορούμενη 2 να υπογράφει τις επιταγές. Ακόμη και αν το όνομα του δικαιούχου, ή άλλα ουσιαστικά στοιχεία της επιταγής, δεν συμπληρώθηκαν από την Κατηγορούμενη 2, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα έκδοσης των επιταγών.
Συνεπώς το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη 1 πληρείται.
Παρουσίαση Επιταγής στην Τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε
Το στάδιο της παρουσίασης επιταγής για πληρωμή, είναι σημαντικό, αφού, όπως έχει νομολογηθεί, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος το οποίο δημιουργείται με το άρθρο 305Α(1) του Κεφ. 154 (βλ. Καΐκη ν Kombos Investment Ltd κ.ά. (2012) 2 ΑΑΔ 835). Σχετική είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου OMILOS LAIKOU DISTRIBUTORS LTD v Καζαμία κ.α., Ποινική Έφεση 219/2020, 9/6/2021, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Μια επιταγή μπορεί είτε να κατατεθεί στην Τράπεζα του εκδότη, είτε να κατατεθεί σε άλλη τράπεζα η οποία αναλαμβάνει να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος του δικαιούχου της επιταγής με σκοπό να την εμφανίσει στην Τράπεζα του εκδότη, να εισπράξει το ποσό και να το πιστώσει στο λογαριασμό του. Όπως προκύπτει από τη νοµολογία, η παρουσίαση επιταγής µέσω άλλης τράπεζας ισοδυναμεί µε παρουσίαση µέσω αντιπροσώπου που ενεργεί απλώς για είσπραξη της και δεν συνιστά παρουσίαση στην τράπεζα που ενεργεί ως αντιπρόσωπος (xxx Κρατίδης v. xxx xxx Λαγού (2002) 1 Α.Α.Δ. 328)».
Παραπέμπω προς τούτο στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd v Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 297/2014 και 298/2014, 17/6/2016, όπου γίνεται αναφορά στην συγκεκριμένη διαδικασία που προέβλεψε ο νομοθέτης στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 305Α του Κεφ. 154, η οποία, εφόσον ακολουθείται, διευκολύνει το έργο της κατηγορούσας αρχής προς απόδειξη της σχετικής κατηγορίας (βλ. Ιωάννου ν Ναναίμο κ.ά. (2005) 2 ΑΑΔ 555).
Το άρθρο 305Α(4)(α) του Κεφ. 154 προβλέπει ότι σε περίπτωση παρουσίασης επιταγής, η οποία παρουσιάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει να παρέχει πληροφόρηση με ηλεκτρονικά μέσα στο πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, για τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και για την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή.
Κατά την παραλαβή της πληροφόρησης που αποστέλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει, στο πρωτότυπο της επιταγής, τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, όπως αυτός περιέχεται στην πιο πάνω πληροφόρηση, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή (βλ. άρθρο 305Α(4)(β) του Κεφ. 154). Η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου (βλ. άρθρο 305Α(4)(β) του Κεφ. 154).
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι επίδικες επιταγές υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6, 7 και 4) κατατέθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, και προς τούτο στις εν λόγω επιταγές έχουν τεθεί σφραγίδες από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Αυτό όμως που ανέφερε ο Μ.Κ.2, και ο οποίος δεν αντεξετάστηκε επί τούτου του σημείου, είναι ότι οι εν λόγω επιταγές αποστάλθηκαν μέσω του συστήματος εκκαθάρισης στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, δηλαδή στην εκδότρια τράπεζα, για πληρωμή. Παραθέτω το σχετικό μέρος της απάντησης του κατά την αντεξέταση του:
«Μου το προμήθευσαν από το … Υπάρχει κεντρικό σύστημα στη Λευκωσία όπου περνά το clearing όλων των επιταγών που παρουσιάζονται στην τράπεζα και υπάρχει αρχείο το οποίο εκδόθηκαν από το συγκεκριμένο αρχείο της τράπεζας.»
Καμία αμφισβήτηση και καμία αντεξέταση δεν έτυχε ο Μ.Κ.2 επί αυτής του της θέσης. Άλλωστε, εκτός από την σφραγίδα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ επί των επιταγών υπ’ αριθμό [ ], [ ] και [ ] (Τεκμήρια 6, 7 και 4), υπάρχει και άλλη σφραγίδα. Δεν παραβλέπω ότι στην δεύτερη σφραγίδα πέραν από την ημερομηνία και την αναφορά «Να παρουσιαστεί ξανά – Ανεπαρκή υπόλοιπα» δεν τίθεται το όνομα της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και καμία μαρτυρία δεν δόθηκε από που προήλθαν οι εν λόγω σφραγίδες.
Ωστόσο, αξιολογώντας συνολικά την μαρτυρία του Μ.Κ.2, και συγκεκριμένα την αναφορά του ότι οι επίδικες επιταγές παρουσιάστηκαν μέσω του συστήματος εκκαθάρισης («clearing») στην εκδότρια τράπεζα, σε συνδυασμό με την έγγραφη μαρτυρία, ήτοι τις επίδικες επιταγές, κρίνω ότι οι επίδικες επιταγές παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία ανάλαβε να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος της Παραπονούμενης, με σκοπό να τις εμφανίσει στην εκδότρια τράπεζα για πληρωμή, δηλαδή την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Ως εκ των ανωτέρω κρίνω ότι έχει αποδειχθεί και το δεύτερο συστατικό στοιχείο του υπό κρίση αδικήματος.
Η παρουσίαση της επιταγής να γίνει κατά ή μετά την ημερομηνία που η επιταγή καθίσταται πληρωτέα
Και αυτό το συστατικό στοιχείο κρίνω ότι πληρείται σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αλλά και από τις επιταγές που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 4, 6 και 7. Συγκεκριμένα η επιταγή υπ’ αριθμό υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 4) φέρει ημερομηνία 6/3/2023 και κατατέθηκε για πληρωμή στις 9/3/2023 στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις 10/3/2023. Η επιταγή υπ’ αριθμό υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 6) φέρει ημερομηνία 18/2/2023 και κατατέθηκε για πληρωμή στις 23/2/2023 στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις 24/2/2023. Και τέλος η επιταγή υπ’ αριθμό υπ΄ αριθμό [ ] (Τεκμήριο 7) φέρει ημερομηνία 22/2/2023 και κατατέθηκε για πληρωμή στις 23/2/2023 στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ στις 24/2/2023.
Έλλειψη Διαθέσιμων Κεφαλαίων
Το επόμενο συστατικό στοιχείο προς εξέταση είναι η μη εξόφληση της επιταγής, να οφείλεται, είτε στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της, είτε στο ότι ο τραπεζικός λογαριασμός του ήταν κλειστός κατά το χρόνο παρουσίασης της επιταγής. Σχετικά είναι τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 305Α του Κεφ. 154.
Όπως τόνισε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ιωάννου ν Ναναίμο Λίμιτεδ και Άλλου (2005) 2 ΑΑ 555 η σφράγιση ή η σημείωση που γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρο 305Α(3) του Κεφ. 154, δεν αποτελούν τον μόνο τρόπο απόδειξης γιατί δεν τιμήθηκε η επιταγή, δηλαδή αν οφείλεται στην έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων ή το κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή για μη πληρωμή.
Στην παρούσα υπόθεση το βάρος που είχε η Παραπονούμενη να καταδείξει την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων της Κατηγορούμενης 1 εξαντλήθηκε με την μαρτυρία του Μ.Κ.2 και την κατάθεση των επίδικων επιταγών στις οποίες υπάρχει η σφραγίδα της τράπεζας, ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια για την εξαργύρωση των επιταγών. Ο Μ.Κ.2 ήταν συγκεκριμένος στην μαρτυρία του ότι οι επιταγές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων της Κατηγορούμενης 1. Εναπόκειτο πλέον στους Κατηγορούμενους να αμφισβητήσουν την ορθότητα και αποτελεσματικότητα της μαρτυρίας αυτής. Η γενική και αόριστη υποβολή προς τον Μ.Κ.2 για ύπαρξη άλλων λογαριασμών για τους οποίους ο μάρτυρας δήλωσε πλήρη άγνοια δεν μπορεί να τεκμηριώσει το γεγονός αυτό, ούτε και να εκμηδενίσει την μαρτυρία του τραπεζικού μάρτυρα ούτως ώστε να έχει ως συνέπεια την μη απόδειξη του συστατικού στοιχείου του αδικήματος (βλ. Σωφρονίου Σωφρόνης ν Μιχάλη Γιάγκου (2005) 2 ΑΑΔ 461).
Στην υπόθεση Πασχάλη & άλλος ν Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 283 κρίθηκε ότι η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων δεν αφορά μόνο τον ειδικό λογαριασμό που αναφέρεται στην επιταγή, αλλά και τους τραπεζικούς λογαριασμούς που μπορεί να έχει ο εκδότης στην τράπεζα γενικά. Στην προαναφερόμενη υπόθεση η εφεσείουσα είχε άλλους τρείς πιστωτικούς λογαριασμούς από τους οποίους η επιταγή μπορούσε να εξαργυρωθεί αν έδιδε προς τούτου οδηγίες. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αποδειχθεί η κατηγορία καθ’ ότι η επιταγή δεν εξαργυρώθηκε, όχι γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια της εφεσείουσας, αλλά γιατί η ίδια έδωσε οδηγίες να μην πληρωθεί.
Στην υπό κρίση περίπτωση, καμία αξιόπιστη μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η Κατηγορούμενη 1 ή η Κατηγορούμενη 2 είχαν άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους οι επίδικες επιταγές θα μπορούσαν να εξαργυρωθούν αν έδιδαν προς τούτο οδηγίες. Η αναφορά της Μ.Υ.2 ότι στο παρελθόν είχαν γίνει μεταφορές και/ή καταθέσεις χρημάτων στον επίδικο λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 για να αποπληρωθούν άλλες επιταγές που είχαν κατατεθεί, δεν έχει ως συνέπεια την μη απόδειξη του εξεταζόμενου συστατικού στοιχείου. Καμία μαρτυρία δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιταγές θα μπορούσαν την ουσιώδη περίοδο να αποπληρωθούν από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς των Κατηγορούμενων.
Η επιταγή να παραμείνει απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από την παρουσίασή της
Το συγκεκριμένο συστατικό στοιχείο δεν καθιστά αξιόποινη πράξη την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, αλλά μόνο μετά την πάροδο 15 ημερών από την παρουσίαση της στην τράπεζα. Προκύπτει ως θέμα απλής γραμματικής ερμηνείας ότι το αδίκημα αυτό τελειούται μόνο μετά την πάροδο άπρακτης της δεκαπενταήμερης προθεσμίας, την οποία ο Νομοθέτης θέσπισε ως μια τελευταία ευκαιρία προς αποφυγή της ποινικής ευθύνης (βλ. Μιχάλη Ανδρέου ν Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Ποινική Έφεση 42/2021, 22/9/2023). Η παροχή ευκαιρίας στον εκδότη να αποκαταστήσει το πταίσμα του ουσιαστικά παρέχει την ίδια δυνατότητα που παρέχει στον εκδότη μιας μεταχρονολογημένης επιταγής (βλ. Σύγγραμμα Τραπεζική Επιταγή, του Χριστάκη Λουκά, σελίδα 55). Αν στο διάστημα των 15 ημερών δεν πληρωθεί η επιταγή τότε ο εκδότης καθίσταται ένοχος ποινικού αδικήματος.
Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι και αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος πληρείται. Επί του προκειμένου τέθηκε μαρτυρία ότι οι επίδικες επιταγές παρέμειναν όλες απλήρωτες για περίοδο 15 ημερών από την παρουσίαση τους και μέχρι σήμερα δεν έχουν εξοφληθεί.
Ως εκ των ανωτέρω, η Παραπονούμενη απέδειξε τις κατηγορίες υπ’ αριθμό ένα, τρία και επτά εναντίον της Κατηγορούμενης 1 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και η Κατηγορούμενη 1 κρίνεται ένοχη σε αυτές.
Ι. Ποινική Ευθύνη Κατηγορούμενης 2
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η Κατηγορούμενη 2, η οποία αντιμετωπίζει την δεύτερη, τέταρτη και όγδοη κατηγορία, κατηγορείται ότι υπό την ιδιότητα της ως διευθύντρια της Κατηγορούμενης 1 παρείχε συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 στην έκδοση των επίδικων επιταγών οι οποίες επιστράφηκαν ως απλήρωτες λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει σε αυτό το σημείο το Δικαστήριο αφορά την ποινική ευθύνη της Κατηγορούμενης 2.
Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, προβλέπει ρητά ότι ο καθένας, ο οποίος εμπλέκεται στο αδίκημα, περιλαμβανομένων και των συνεργών σε αυτό, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός. Το άρθρο 42 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ευθέως ορίζει ότι ο συνεργός μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός.
Όπως έχει νομολογηθεί, ένας διευθυντής ή σύμβουλος μιας εταιρείας, ο οποίος υπογράφει μια επιταγή υπό αυτή του την ιδιότητα, δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός του αδικήματος όπου αποδεικνύεται η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) (βλ. Παυλόπουλος ν Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261). Σαφέστατα και η ιδιότητα του διευθυντή ή άλλου αξιωματούχου σε ένα νομικό πρόσωπο δεν δύναται από μόνη της (και χωρίς ειδική πρόνοια Νόμου) να στοιχειοθετήσει την καταδίκη βάσει του εν λόγω άρθρου. Απαιτείται μαρτυρία για τη συγκεκριμένη δράση η οποία συνιστά συμμετοχή του φυσικού προσώπου στη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Παντελή ν Κωνσταντίνου (2001) 2 ΑΑΔ 708).
Ένα από τα είδη συμμετοχής ή συνέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Κεφ. 154, είναι η παροχή συνδρομής (βοήθειας) σε άλλον ή η παρακίνηση άλλου να διαπράξει αδίκημα («aiding and abetting»). Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, ήτοι η δράση η οποία συνιστά τη συμμετοχή αυτή, είναι δυνατόν να αφορά είτε την προετοιμασία είτε οποιοδήποτε στάδιο της διάπραξης του αδικήματος (βλ. Ashworth's Principles of Criminal Law, 2022, 10η έκδοση, σελ. 478).
Σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές, η συνέργεια συντελείται κατά το χρόνο έκδοσης και υπογραφής της επιταγής (βλ. Μilitos Trading Ltd ν Μαλέκκου (2012) 2 ΑΑΔ 609, Παυλόπουλος ν Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 AAΔ 261). Όμως, η συνέργεια δεν είναι στιγμιαία ή στατική. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd v Γεώργιος Κλεόπα & Υιοι Λτδ (2016) 2 ΑΑΔ 518 η συνέργεια καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα της παροχής συνδρομής στη διάπραξη αδικήματος ή της παράλειψης εκείνης που συνεισφέρει στη δημιουργία και τέλεση του ποινικού αδικήματος από την αρχή της παροχής της συνδρομής μέχρι και την τυχόν αναίρεση της συνδρομής αυτής. Συνεχίζει καθ' όλη τη διάρκεια της διενέργειας της αξιόποινης πράξης.
Όπως επίσης τονίστηκε στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd ανωτέρω, ο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας που υπογράφει την επιταγή δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεση του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος. Εννοείται βέβαια πως η συνέργεια είναι δυνατό να εδράζεται και σε πράξεις άλλες, εκτός της υπογραφής, όπως π.χ η σκόπιμη απόσυρση χρημάτων από τον λογαριασμό με πρόθεση τη μη εξαργύρωση επιταγής ακόμα και αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή στο αδίκημα. Στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd ανωτέρω αποφασίστηκε ότι ο διευθυντής υπογράφοντας τις επιταγές εν γνώσει του ότι ο λογαριασμός της εταιρείας ήταν προβληματικός και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια ενέταξε εαυτόν στην έννοια του αυτουργού διά των διατάξεων του άρθρου 20 του Κεφ. 154, θεωρούμενος ότι συνέργησε ώστε να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του εφόσον σε κανένα στάδιο πριν την επιστροφή των επιταγών δεν τις ανακάλεσε ή δεν φρόντισε να κατατεθούν τα αναγκαία κεφάλαια ώστε οι επιταγές να πληρωθούν δεόντως. Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί, οι μεταχρονολογημένες επιταγές φέρουν κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης τους και την εξυπακουόμενη παράσταση ότι τα γεγονότα και τα δεδομένα είναι τέτοια που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οι επιταγές κατά την παρουσίαση τους στην τράπεζα θα τιμηθούν αμέσως στην ημερομηνία που αυτές αναγράφουν ή σε μεταγενέστερο χρόνο.
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μ & Κ Τelefone Ltd v Χάρη Νικολάου κ.α., Ποινική Έφεση 206/2022, 30/5/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την ποινική ευθύνη του συνεργού.
«Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται από πλευράς γεγονότων συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή της συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea). Με άλλα λόγια εάν κατά τη στιγμή της διενέργειας κάποιας πράξης (ή παράλειψης) δεν συνυπάρχει και το απαραίτητο για το συγκεκριμένο αδίκημα νοητικό στοιχείο, τότε δεν προκύπτει ποινική ευθύνη. Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα Archbold 2015, §17‑113 «. in general the mental element of a crime must exist at the time of the physical act .». Έπεται λοιπόν πως η ένοχη διάνοια θα πρέπει να υφίσταται κατά τη στιγμή της συγκεκριμένης ενέργειας η οποία συνιστά τη συνέργεια. Στην υπόθεση Παυλόπουλος (ανωτέρω), η οποία αφορούσε παρομοίως το αδίκημα της συνέργειας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του εδ. (γ) του Π.Κ.20 λέχθηκε ότι:
«Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000 στη σελ. 70 παρα. Α.5.2, αναφέρεται πως η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, όπως έχει νομολογηθεί, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού».
………
Ως προς την προαναφερθείσα γνώση ή πρόθεση, είναι καλώς θεμελιωμένο ότι σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία για την απόδειξή τους. Κατά κανόνα τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται εμμέσως, με περιστατική μαρτυρία (βλ. Χαραλάμπους ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 75) ή όπως αλλιώς έχει τεθεί, κατά κανόνα αυτά αναδύονται ως εξυπακουόμενα στοιχεία μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα, τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου και περαιτέρω εννοείται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του (βλ. Στυλιανού ν Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646).
………..
Στη βάση των πιο πάνω είχαμε καταλήξει πως το απαύγασμα της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα εκείνου ότι θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, (η οποία εθελοτυφλία συνιστά πτυχή της γνώσης) είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος. Γενικά ως προς την απαιτούμενη ένοχη διάνοια συνεργού θεωρείται καθοδηγητική αυθεντία σήμερα η υπόθεση R. v. Jogee (2006) UKSC 8 στην οποίαν αναδιαμορφώνονται οι σχετικές αρχές, διατηρουμένης όμως πάντοτε της παλαιάς βασικής αρχής ότι το νοητικό στοιχείο συνεργού προϋποθέτει πρόθεση συνδρομής και αυτή με τη σειρά της απαιτεί γνώση των υφιστάμενων γεγονότων τα οποία την καθιστούν ποινικά επιλήψιμη (". requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal"), όπως η εν λόγω αρχή είχε διατυπωθεί στην παλαιότερη κλασσική αυθεντία Johnson v. Youden (1950) 1 K.B. 544 (βλ. Archbold 2023, § 17-68, σελ. 2173)».
Στην Μ & Κ Τelefone Ltd ανωτέρω δεν αποδείχθηκε το υποκειμενικό στοιχείο, ήτοι ότι η διευθύντρια γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει πως θα παρέμενε απλήρωτη η επιταγή ή ότι είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου και εθελοτυφλώντας προχώρησε να συμμετέχει στην έκδοση της. Στην εν λόγω υπόθεση δεν είχε τεθεί μαρτυρία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας κατά την ουσιώδη περίοδο. Όπως τονίστηκε από το Εφετείο βασικό στοιχείο ήταν το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού επί του οποίου είχε εκδοθεί η επιταγή, για να μπορούσε να εξεταστεί η γνώση ή η απερισκεψία της διευθύντριας της εταιρείας. Ένεκα της μη προσκόμισης μαρτυρίας επί αυτού του ζητήματος δεν κατέστη δυνατό να εξεταστεί η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Στην υπόθεση Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης ν Gastop Boutique Ltd κ.α., Ποινική Έφεση 161/2014, 30/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:B235 το Εφετείο κατέληξε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν» δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή. Στην εν λόγω υπόθεση η καταδίκη της διευθύντριας επικυρώθηκε εν όψει του ότι υπέγραψε με πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων και με αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο, βασιζόμενη σε μια αόριστη και μη δεσμευτική υπόσχεση του συζύγου της (ότι θα κατατεθεί κάποιο αόριστο ποσό το οποίο θα εισέπραττε), παρέχοντας έτσι βοήθεια στην εταιρεία να διαπράξει το αδίκημα. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου:
«Το άρθρο 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα, δυνάμει του οποίου κατηγορήθηκε η εφεσίβλητη 2 ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα, από την εφεσίβλητη 1, δεν προνοεί ρητά για συγκεκριμένη ένοχη διάνοια του συνεργού. Η νομολογία όμως, αγγλική και κυπριακή, δείχνει ότι ο συνεργός θα πρέπει να γνωρίζει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα. Συμφωνούμε με τη θέση που εκφράστηκε στην Παυλόπουλος (ανωτέρω) ότι ακόμα και όταν το κύριο αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης, για τη διάπραξη του αδικήματος της συνέργειας στο αδίκημα, είναι απαραίτητη η υποκειμενική υπόσταση, ένοχη διάνοια (mens rea). Όμως δεν φαίνεται να επιβάλλεται η ανάγκη απόδειξης πρόθεσης, εκ μέρους του συνεργού, για διάπραξη του κύριου αδικήματος, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση πρόθεση μή πληρωμής της επιταγής, όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι αρκετό, κατά την κρίση μας, εάν ο συνεργός γνώριζε τα γεγονότα που συνέθεταν το κύριο αδίκημα, της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής στην προκείμενη περίπτωση, και ήταν αδιάφορος ή απερίσκεπτος αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο όταν παρουσιάζετο στην Τράπεζα για πληρωμή (reckless).
Όπως είναι θεμελιωμένο, για πολλά αδικήματα, τόσο η πρόθεση πρόκλησης κάποιου αποτελέσματος (intention), όσο και η αδιαφορία ή απερισκεψία ως προς την πρόκληση κάποιου αποτελέσματος (recklessness), συνιστούν επαρκή υποκειμενική υπόσταση (mens rea) για επιβολή ποινικής ευθύνης (Δέστε: Smith & Hogan΄s, Criminal Law, 13η έκδοση, σελ. 118, παρ. 5.2.2).
Στην υπόθεση Lim Weng Kee v. Public Procecutor (2003) 2 LRC 658 το Ανώτατο Δικαστήριο της Συγκαπούρης έκρινε ότι η ποινική ευθύνη των διοικητικών συμβούλων εταιρείας, τους επέβαλλε το καθήκον να ενεργούν έντιμα και με εύλογη επιμέλεια (duty to act honestly and with reasonable diligence).
Στην υπόθεση Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη, Ποινικές Εφέσεις αρ. 102/14 και 115/14, ημερ. 22.10.2015, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου εξέτασε ζήτημα γνώσης και ένοχης διάνοιας του υπογράφοντος επιταγή μιας εταιρείας και ανέφερε ότι το στοιχείο της γνώσης ανάγεται συνήθως στην πνευματική λειτουργία των κατηγορούμενων και η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, τη γνώση (Δέστε: Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ, 486). Στην υπόθεση Θεοχάρους (ανωτέρω) ο ένας εφεσείων ήταν Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκτελεστικός σύμβουλος της εταιρείας και η άλλη εφεσείουσα ήταν σύζυγος του πρώτου και εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές της εταιρείας. Το Εφετείο έκρινε ότι και οι δύο εφεσείοντες γνώριζαν ή «όφειλαν να γνωρίζουν» ότι ο λογαριασμός της εταιρείας είχε παγοποιηθεί από προηγουμένως και ότι για την πληρωμή των επιταγών που εξέδωσαν θα έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο υπόλοιπο, που δεν υπήρχε, και αυτό παρά το ότι κατά τον ίδιο χρόνο είχαν τιμηθεί άλλες επιταγές της εταιρείας.
Συμφωνούμε με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω) και θεωρούμε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν», που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή. Το γεγονός ότι ένας διοικητικός σύμβουλος εταιρείας με δικαίωμα υπογραφής επιταγών της εταιρείας δεν έχει ενεργό ανάμειξη στις καθημερινές εργασίες της εταιρείας δεν τον απαλλάσσει από το καθήκον επιμέλειας αναφορικά με το κατά πόσον οι επιταγές που εκδίδονται με δική του υπογραφή συμπληρωμένες ή εν λευκώ θα τιμηθούν, κατά την παρουσίαση τους, ή όχι. Συναφώς παρατηρούμε ότι προηγούμενη υπεράσπιση που υπήρχε στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποίαν κάποιος δεν θεωρείτο ένοχος αν μπορούσε να αποδείξει ότι κατά το χρόνο που εξέδωσε την επιταγή είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι κατά την εμφάνιση της θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφληση της, καταργήθηκε, όπως παρατήρησε το Εφετείο και στην Παυλόπουλος (ανωτέρω). Επομένως ούτε η μή ανάμειξη της εφεσίβλητης 2 στις καθημερινές οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας αλλά ούτε και η υπόσχεση, γενική και αόριστη, του συζύγου της, ότι θα κατέθετε τα λεφτά που θα εισέπραττε από μια δικαστική υπόθεση του, στο λογαριασμό της εταιρείας από τον οποίο εκδόθηκε η επιταγή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν υπεράσπιση για την εφεσίβλητη 2 στο αδίκημα του άρθρου 20 (γ) του Ποινικού Κώδικα σε συνάρτηση με το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα.»
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Κίρλαππου ν Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/2006, 24/4/2018, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε επίσης στην καταδίκη κατ΄ έφεσιν, θεωρώντας αφενός ότι υπό τις περιστάσεις τεκμαίρετο πως ο διευθυντής γνώριζε ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει, όταν υπέγραφε, κατά πόσον στη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμάτο η επιταγή και αφετέρου ότι η υπογραφή της με αδιαφορία ικανοποιούσε το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea).
Τέλος στην υπόθεση Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν Ορφανίδη Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποινική Έφεση 274/2015, 25/1/2019, τονίστηκε πως δεν ήταν ορθή η πρωτόδικη κρίση ότι προκειμένου να αποδειχθεί ένοχη διάνοια συνεργού πρέπει να έχει γνώση κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής ότι κατά την παρουσίαση της δεν θα εξοφλείτο λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση.
«Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής εταιρείας, με αδιαφορία (recklesness) εκ μέρους του Διοικητικού ή Εκτελεστικού Σύμβουλου-Διευθυντή που την υπογράφει και την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης». (Βλ. Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18)».
Ειδικότερα, σε σχέση με την εθελοτυφλία, στο σύγγραμμα Archbold 2023, §17-50, δίδεται ως παράδειγμα συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με γνώση, η εσκεμμένη αποφυγή διερεύνησης ενός θέματος για τα αποτελέσματα της οποίας αδιαφορεί κάποιος ("i.e. deliberately refraining from making inquiries the results of which a person might not care to have, does equate to knowledge"). Επεξηγείται περαιτέρω, με αναφορά σε νομολογία, ότι το δικαστήριο δύναται πάντοτε να εξαγάγει εύρημα γνώσης βασιζόμενο σε μαρτυρία καταδεικνύουσα είτε ότι ο κατηγορούμενος είχε κλείσει τα μάτια στο προφανές ή στο πρόδηλο είτε ότι εσκεμμένα απέφυγε να εξετάσει το θέμα διότι υποψιαζόταν την αλήθεια αλλά δεν επιθυμούσε την επιβεβαίωση της υποψίας του αυτής ("it is always open to the tribunal of fact to base a finding of knowledge on evidence that the defendant had deliberately shut their eyes to the obvious or refrained from inquiry because they suspected the truth but did not wish to have their suspicion confirmed").
Η ενδεχόμενη ευθύνη της Κατηγορούμενης 2 δεν περιορίζεται κατά την χρονική στιγμή της έκδοσης των επίδικων επιταγών, αλλά εξετάζεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων μέχρι την στιγμή όπου οι επίδικες επιταγές ήταν πληρωτέες, εφόσον αποτελεί κοινό έδαφος ότι κάποιες από τις επίδικες επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες.
Αρχικά σημειώνεται, ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Κατηγορούμενη 2 υπέγραψε τις επίδικες επιταγές, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, και ήταν εξουσιοδοτημένη να υπογράψει αυτές και επομένως δεν τίθεται ζήτημα μη απόδειξης της εμπλοκής της Κατηγορούμενης 2 στην έκδοση των επίδικων επιταγών. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό η ένοχη πράξη της Κατηγορούμενης 2.
Αυτό που απομένει να εξεταστεί προκειμένου να αποφασιστεί η ενοχή ή μη της Κατηγορούμενης 2 είναι κατά πόσον έχει αποδειχθεί και η ένοχη διάνοια της Κατηγορούμενης 2, δηλαδή κατά πόσον αυτή, κατά τον χρόνο υπογραφής και παράδοσης των επίδικων επιταγών, αντιλαμβανόταν ή γνώριζε ή έστω ήταν πρόδηλο ότι συνέβαλε στην διάπραξη του αδικήματος από την Κατηγορούμενη 1, ότι δηλαδή κατά τον χρόνο εμφάνισης των επίδικων επιταγών στην τράπεζα για εξαργύρωση, αυτές δεν θα εξοφλούνταν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.
Ευθέως λοιπόν αναφέρω ότι στην προκειμένη περίπτωση η μαρτυρία που έχει δοθεί και έγινε αποδεκτή οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα πως η Κατηγορούμενη 2 κατά την έκδοση των επίδικων επιταγών γνώριζε όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων από την Κατηγορούμενη 1 και συνεπώς αποτελεί κατάληξη μου ότι έχει αποδειχθεί και το στοιχείο της ένοχης διάνοιας. Στο πιο πάνω συμπέρασμα καταλήγω στην βάση των ακόλουθων στοιχείων και περιστατικών:
Η Κατηγορούμενη 2 είναι η μοναδική διευθύντρια της Κατηγορούμενης 1, η οποία ως προκύπτει ήταν η μόνη εξουσιοδοτημένη να υπογράφει επιταγές εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1. Όταν η ίδια υπέγραψε εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, όλες τις επίδικες επιταγές και στην παρουσία της παραδόθηκαν οι επιταγές σε εκπρόσωπο της Παραπονούμενης, γνώριζε τόσο το ποσό των επιταγών όσο και τον χρόνο κατά τον οποίο η κάθε μια επιταγή ήταν πληρωτέα. Δεν μπορεί να μην τονιστούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές. Η Κατηγορούμενη 2 μαζί με τον σύζυγο της είχαν συμφωνήσει να παρασχεθούν υπηρεσίες από την Παραπονούμενη, υπηρεσίες που δεν σχετίζονταν με την Κατηγορούμενη 1 εταιρεία, αλλά που παρασχέθηκαν προς όφελος της Κατηγορούμενης 2 προσωπικά αφού αφορούσαν την οικία της. Σημειώνεται επίσης ότι καμιά διαφωνία δεν υπήρξε ως προς το κόστος των υπηρεσιών. Ο σκοπός έκδοσης των επιταγών ήταν για να αποπληρωθεί προσωπική υποχρέωση της Κατηγορούμενης 2, δηλαδή να αποπληρωθεί η Παραπονούμενη για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην οικία της Κατηγορούμενης 2, προς όφελος της Κατηγορούμενης 2. Είμαι της άποψης ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις η υπογραφή από την Κατηγορούμενη 2 των επίδικων επιταγών, παρόλο που ήταν υπό συνθήκες που έδειχναν ότι το έπραττε για λογαριασμό και ως αντιπρόσωπος της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, ουσιαστικά ήταν για δικό της προσωπικό όφελος (βλ. Ιωάννου Νίκος ν Ναναίμο Λίμιτεδ και Άλλου (2005) 2 ΑΑΔ 555).
Παρά το ότι η Κατηγορούμενη 2 και ο Μ.Υ.1 προσπάθησαν να παρουσιάσουν στον Δικαστήριο την εικόνα ότι ο ιθύνον νους και θέληση της Κατηγορούμενης 1 ήταν ο Μ.Υ.1, εντούτοις όπως διαφάνηκε από την αξιολογούμενη μαρτυρία τους, αλλά και σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Κατηγορούμενη 2 καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους είχε πλήρη γνώση των δοσοληψιών της Κατηγορούμενης 1, τι εισπράξεις έγιναν και τι πληρωμές έγιναν. Έχοντας η ίδια διαδικτυακή πρόσβαση στον τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1, αλλά και από ενημέρωση που είχε από την Μ.Υ.2 η Κατηγορούμενη 2 γνώριζε, ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει, τα υπόλοιπα του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 και πότε επιστρέφονταν ως απλήρωτες άλλες επιταγές λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Άλλωστε, όπως ο Μ.Υ.1 ανέφερε και προέκυψε ως μη αμφισβητούμενο ζήτημα, η Κατηγορούμενη 2 ενημερώνετο σε μηνιαία βάση για το τι εισπράξεις και τι πληρωμές έγιναν κάθε μήνα. Συνάγεται λοιπόν ότι είχε γνώση της οικονομικής κατάστασης της Κατηγορούμενης 1, και των υπολοίπων του τραπεζικού λογαριασμού αυτής.
Επομένως κατά τους ουσιώδεις χρόνους έκδοσης των επίδικων επιταγών μέχρι την ημερομηνία πληρωμής τους, η Κατηγορούμενη 2 γνώριζε τα αναγκαία στοιχεία που να συνιστούν το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και ήταν αδιάφορη ή απερίσκεπτη αναφορικά με το κατά πόσον οι επίδικες επιταγές θα ετιμούντον όταν παρουσιάζονταν στην τράπεζα για πληρωμή.
Με την έκδοση των επίδικων επιταγών, και έχοντας υπόψη αφενός την εικόνα που παρουσίαζε ο τραπεζικός λογαριασμός της Κατηγορούμενης 1 άλλοτε με μικρά πιστωτικά υπόλοιπα και άλλοτε με χρεωστικά υπόλοιπα (από τις 6/2/2023 μέχρι την 1/3/2023, και από τις 8/3/2023 μέχρι τις 11/4/23 και κατά τις 20/4/2023), την έκδοση και άλλων επιταγών που παρέμειναν απλήρωτες λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων σύμφωνα με την μαρτυρία της Μ.Υ.2 αλλά και από την εικόνα που παρουσιάζουν οι καταστάσεις λογαριασμού με την ένδειξη «RETURN. CHEQUES», είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν πάντα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1, και περαιτέρω την γνώση της Κατηγορούμενης 2 ότι κατά την παράδοση των επιταγών δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια για να αποπληρωθούν αυτές. Συνάγεται επομένως ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών γνώριζε, αντιλήφθηκε και αποδέχτηκε ότι η λογικά αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων με βάση τα δεδομένα που η ίδια γνώριζε και είχε ενώπιον της ήταν ότι οι επίδικες επιταγές κατά την παρουσίαση τους για εξαργύρωση θα επιστρέφονταν, όπως ακριβώς έγινε και με άλλες επιταγές. Όλα αυτά οδηγούσαν στο λογικό συμπέρασμα ότι η πιθανότητα οι επιταγές να μην πληρωθούν ήταν πέραν από ορατή.
Η πρακτική που ακολουθείτο κάποιες φορές, ήτοι υπάλληλος της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ να επικοινωνεί μαζί με τον Μ.Υ.1 σε περίπτωση που κατατίθετο μια επιταγή προς πληρωμή και δεν υπήρχαν τα απαραίτητα διαθέσιμα κεφάλαια, δεν είναι ικανή από μόνη της να ανατρέψει την κατάληξη του Δικαστηρίου σχετικά με την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος. Όπως διαφάνηκε από την μαρτυρία της Μ.Υ.2, δεν ήταν πάντοτε που ενημέρωνε τον Μ.Υ.1 και την Κατηγορούμενη 2 για την κατάθεση επιταγών και προς τούτο δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν για τις επίδικες επιταγές τους ενημέρωσε. Ωστόσο, το καταλυτικό σημείο, είναι ότι η Κατηγορούμενη 2 ως αναλύθηκε ανωτέρω γνώριζε για τις κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 2. Και όπως επιμαρτυρείται από τις καταστάσεις λογαριασμού, την κρίσιμη περίοδο, το υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού ήταν κυρίως χρεωστικό. Επομένως η ίδια η Κατηγορούμενη 2, με το να εκδώσει τις επίδικες επιταγές, βασιζόμενη μόνο και μόνο σε μια πρακτική ότι ενδεχομένως να ενημερώνετο ο σύζυγος της από κάποιο υπάλληλο της εκδότριας τράπεζας ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια όταν παρουσιάζονταν για πληρωμή οι επίδικες επιταγές, ενήργησε αδιάφορα και απερίσκεπτα αναφορικά με το κατά πόσον οι επίδικες επιταγές θα ετιμούνταν όταν παρουσιάζονταν προς πληρωμή.
Τα όσα αναφέρθηκαν για να δικαιολογήσει την θέση ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι δεν θα πληρώνονταν οι επιταγές λόγω της πρακτικής που ακολουθούσαν με την εκδότρια τράπεζα, κρίνονται ως απλή πεποίθηση και προσδοκία της Κατηγορούμενης 2. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι η Κατηγορούμενη 2 όταν υπέγραφε τις επίδικες επιταγές είχε οτιδήποτε χειροπιαστό που να δημιουργούσε εύλογα την πεποίθηση ότι οι επίδικες επιταγές θα πληρώνονταν με βεβαιότητα. Όλα τα πιο πάνω οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι η Κατηγορούμενη 2 γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι θα ήταν πιθανόν έως αδύνατο να πληρωθούν οι εν λόγω επιταγές κατά την ημερομηνία όπου αυτές ήταν πληρωτέες με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα υπόλοιπα του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 όπως αβίαστα προκύπτει από το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού της τράπεζας Τεκμήριο 12.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd v M & H Steel Constructions Ltd, Ποινικές Εφέσεις 296/2014 και 320/2014, 15/4/2016:
«Μερικές φορές θεωρείται ότι υπάρχει το στοιχείο της γνώσης με την απόδειξη εθελοτυφλίας όπου π.χ. ο κατηγορούμενος εσκεμμένα έκλεισε τα μάτια του στο φανερό (αγνόησε το φανερό) ή δεν προέβη σε διερεύνηση καθότι υποψιάστηκε την αλήθεια αλλά δεν επιθυμούσε να επιβεβαιωθούν οι υποψίες του».
Είμαι της άποψης ότι το πιο πάνω απόσπασμα εφαρμόζεται στην ολότητα του στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εάν, παρά τα δεδομένα ως έχουν εκτεθεί πιο πάνω η Κατηγορούμενη 2 θεωρούσε ότι υπήρχε πιθανότητα οι επίδικες επιταγές να πληρωθούν, αυτό ήταν μάλλον εθελοτυφλία ενώ η ίδια φαίνεται να ήταν απερίσκεπτη κατά ποσό οι εν λόγω επιταγές θα πληρώνονταν έχοντας υπόψη της και εις γνώση της την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 2. Θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις τεκμαίρεται πως γνώριζε, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει όταν τις υπέγραψε και παραδόθηκαν στον Μ.Κ.3, κατά πόσον, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμούνταν, κατά τον χρόνο που θα καθίσταντο πληρωτέες. Η υπογραφή και έκδοση των επιταγών από την Κατηγορούμενη 2, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, με αδιαφορία εκ μέρους της ως προς το κατά ποσόν κατά την ημερομηνία που θα καταστούν πληρωτέες κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στον λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 για την πληρωμή τους, ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο.
Κατ’ ακολουθία των όσων έχουν προαναφερθεί, η Παραπονούμενη απέδειξε τις κατηγορίες δύο, τέσσερα και οκτώ εναντίον της Κατηγορούμενης 2 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και η Κατηγορούμενη 2 κρίνεται ένοχη σε αυτές.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο