ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση Έκδοσης: 2/20024
Αναφορικά με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμο 95/1970
και
Αναφορικά με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο 97/1970
και
Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του I. M.
________________
Ημερομηνία: 25 Νοεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Ε. Ερωτοκρίτου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Αιτούσα Αρχή
Α. Λαός, για τον Καθ’ ου η αίτηση
Καθ’ ου η αίτηση: παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Το αίτημα
Υποβλήθηκε αίτημα δια του οποίου ζητείται από τη Ρωσική Ομοσπονδία η έκδοση του Καθ’ ου η αίτηση, Ρωσικής καταγωγής, για να διωχθεί ποινικά στη Ρωσία, για αδίκημα που φέρεται να διαπράχθηκε μεταξύ της 10ης Οκτωβρίου του 2016 και του Ιουλίου του 2017. Αφορά κλοπή ξένης περιουσίας με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης από οργανωμένη ομάδα σε ευρεία κλίμακα, κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δέκα χρόνια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που δόθηκαν, στη σύνοψή τους, αποδίδεται στον Καθ’ ου η αίτηση ότι εκμεταλλεύτηκε θέση εξουσίας που είχε σε μεγάλη ρωσική κρατική διαστημική εταιρεία. Μαζί με άλλους συνεργάτες του, φέρεται να συμμετείχε στον σχεδιασμό της υπεξαίρεσης χρημάτων από το ρωσικό κράτος. Υπήρχε ένα μεγάλο διαστημικό πρόγραμμα με στόχο τη δημιουργία ενός επιστημονικού-ενεργειακού μοντέλου πτήσης. Το έργο αυτό χρηματοδοτήθηκε με 15,15 δισεκατομμύρια ρούβλια από το ρωσικό δημόσιο. Για να υλοποιηθεί, η ρωσική κρατική διαστημική εταιρεία, στην οποία εργάζονταν ο Καθ’ ου η αίτηση, υπέγραψε και άλλες συμβάσεις, με θυγατρικές εταιρείες και άλλες επιχειρήσεις. Ο Καθ’ ου η αίτηση, που είχε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις, φέρεται να φρόντισε να επιλεγεί συγκεκριμένη εταιρεία χωρίς κανονικό διαγωνισμό, παρουσιάζοντάς την ψευδώς ως τη μόνη κατάλληλη για το επιμέρους έργο. Υπεγράφη σύμβαση με υπερβολικά μεγάλη αξία. Τελικά, μεταφέρθηκαν περίπου 1,32 δισεκατομμύρια ρούβλια στην εταιρεία αυτή, από τα οποία μόνο τα 478 εκατομμύρια φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν για το πραγματικό έργο. Το υπόλοιπο, περίπου 840 εκατομμύρια ρούβλια (περίπου 7,8 εκατομμύρια ευρώ), φέρεται να μοιράστηκε ανάμεσα στα μέλη της ομάδας και να «ξεπλύθηκε» με διάφορες οικονομικές συναλλαγές για να φαίνεται νόμιμο. Πρόκειται, όπως αναφέρεται, για μια υπόθεση απάτης και υπεξαίρεσης δημοσίου χρήματος μεγάλης κλίμακας, που προκάλεσε ζημιά στο ρωσικό κράτος ύψους περίπου 840 εκατομμυρίων ρουβλιών.
Την 6.8.2021 διαβιβάστηκε στην Interpol Λευκωσίας μήνυμα Diffusion, από την Interpol Μόσχας, σχετικά με το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι καταζητούμενος βάσει εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε την 18.12.2020 από το δικαστήριο Babushkinskiy της Μόσχας.
Την 18.11.2024 εκδόθηκε προσωρινό ένταλμα σύλληψης του Καθ’ ου η αίτηση, το οποίο εκτελέσθηκε αυθημερόν.
Την 19.11.2024 ο Καθ’ ου η αίτηση οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ανέφερε πως θα έχει ένσταση στο αίτημα έκδοσής του. Αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους που τέθηκαν και η υπόθεση παρέμεινε σε μεταγενέστερη ημερομηνία για τον προγραμματισμό της ακρόασής της, εν αναμονή των σχετικών εγγράφων.
Στη βάση των προαναφερόμενων γεγονότων, επειδή η πράξη που καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση, πέρα από παράβαση της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης, συνιστά και παράβαση της Κυπριακής νομοθεσίας και συγκεκριμένα των άρθρων 20 (αυτουργοί) και 21 (συναυτουργοί), 255 (κλοπή), 262 (ποινή κλοπής), 269 (κλοπή από διευθυντή εταιρείας), 297 (ορισμός ψευδών παραστάσεων, 298 (εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις), 300 (απάτη), 302 (συνωμοσία προς καταδολίευση), 334 (πρόθεση καταδολίευσης) και 371 (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154, και του άρθρου 4 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007, που επιφέρουν ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους, την 20.12.2024 δόθηκε, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εξουσιοδότηση έναρξης διαδικασίας έκδοσης του Καθ’ ου η αίτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου 97/1970, ως τροποποιήθηκε.
Διαδικασία
Προς υποστήριξη του αιτήματος παρουσιάστηκαν δύο μάρτυρες. Για τον Καθ’ ου η αίτηση παρουσιάστηκαν τρεις μάρτυρες. Μετά την παρουσίαση του συνόλου της μαρτυρίας, αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.
Η μαρτυρία
Στην Efimov (2009) 1 ΑΑΔ 326, λέχθηκε ότι δεν είναι ο ρόλος του Δικαστηρίου που εξετάζει το ζήτημα της έκδοσης να αποφασίσει την ενοχή ή την αθωότητα του Καθ’ ου η αίτηση. Ως εκ τούτου, δεν αξιολογεί σε βάθος τη μαρτυρία ούτε προβαίνει σε ευρήματα. Έχω υπόψη μου τις αρχές που εφαρμόζονται για την αξιολόγηση της μαρτυρίας, στην έκταση που αυτή αξιολογείται.
Συνοπτικά, όπως καθοδηγεί η νομολογία[1], η εστίαση είναι στο περιεχόμενο της μαρτυρίας, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με το σύνολο της μαρτυρίας και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατό να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από προσωπικό συμφέρον ή επιθυμία ή από την μνήμη. Το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρακολουθεί και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο. Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή στη σειρά τους. Προσεγγίζεται ως ένα σύνολο μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, στην οποία ο προφορικός λόγος μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος με απόλυτη ακρίβεια. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται. Δεν υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε «αξιοπιστία της μαρτυρίας» στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται ενώ το Δικαστήριο έχει υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας. Αυτό ακόμη και εάν στη δομή της απόφασής του καταγράφεται ξεχωριστά η κάθε μία μαρτυρία.
Το καθήκον των μαρτύρων που καταθέτουν στο Δικαστήριο ως πραγματογνώμονες, και το οποίο προέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου καθήκοντος προς τους εντολείς τους, είναι να παρέχουν αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των επιστημονικών κριτηρίων, με σαφή τρόπο και χωρίς περιπλοκές και εστίες σύγχυσης ή παραπλάνησης, για να μπορεί το Δικαστήριο να διαμορφώσει την ανεξάρτητη κρίση του, εφαρμόζοντάς τα στην υπό κρίση περίπτωση[2]. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων δεν διαφέρει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων γεγονότων ως προς τις αρχές που εφαρμόζονται[3], με εστίαση στο περιεχόμενο της μαρτυρίας, όπου ρόλο διαδραματίζουν η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία προσεγγίζεται η διατύπωση της γνώσης, η παράθεση και εξήγησης των βάσεων της, η πληρότητα και η σταθερότητά της, χωρίς ασφαλώς τα κριτήρια να είναι εφικτό να προκαθοριστούν εξαντλητικά.
ΜΑ1: Ανδρέας Κυριακίδης
Ο ΜΑ1 είναι ο Προϊστάμενος της Μονάδας Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Περιέγραψε, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, από τη λήψη του αιτήματος από τις Αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέχρι την υπογραφή της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, και κατέθεσε δέσμη εγγράφων (Α), που περιλαμβάνει τα Τ1-Τ3, και τα Τ4-Τ6, τα οποία επεξήγησε. Ειδικότερα, κατατέθηκαν από τον ΜΑ1 τα ακόλουθα έγγραφα:
(1) Επιστολή ημερομηνίας 16.12.2024 από το Υπουργείο Εξωτερικών, Διεύθυνση Σένγκεν και Προξενικών Υποθέσεων, Τμήμα Προξενικών Υποθέσεων, προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, με θέμα «Αίτημα για έκδοση του M. I.», δια της οποίας αποστέλλεται Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας της Ρωσίας στη Λευκωσία με αρ.2981/Ν και ημερομηνία 13.12.2024, με την οποία διαβιβάζεται αίτημα έκδοσης του εν λόγω προσώπου, καθώς και τα υποστηρικτικά έγγραφα, με παράκληση για περαιτέρω ενέργειες (Τ1).
(2) Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας της Ρωσίας στη Λευκωσία με αρ. 2981/Ν και ημερομηνίας 13.12.2024 με την οποία διαβιβάζεται αίτημα έκδοσης του Καθ’ ου η αίτηση (Τ2).
(3) Το αίτημα για έκδοση του Καθ’ ου η αίτηση στη Ρωσική γλώσσα μαζί με μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα (Τ3), με συνημμένα σε αυτήν περαιτέρω έγγραφα, στη Ρωσική γλώσσα και στην Ελληνική γλώσσα. Στο Τ3, ως έχει μεταφραστεί στην Ελληνική γλώσσα, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως εναντίον του προσώπου που κατονομάζει εκκρεμεί μία ποινική υπόθεση στη Μόσχα, για αδίκημα με βάση το άρθρο 159 του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, που πληρέστερα περιγράφεται στα συνημμένα έγγραφα. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, το οποίο περιλαμβάνει και μέτρο προφυλάκισης, και το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε ενάχθηκε στη λίστα καταζητούμενων. Σύμφωνα με τη πληροφορίες, το ίδιο πρόσωπο συνελήφθη στην Κυπριακή Δημοκρατία, γι’ αυτό υποβάλλεται αίτημα με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης, να τεθεί υπό κράτηση και να εκδοθεί με σκοπό την ποινική του δίωξη στη Μόσχα. Η Γενική Εισαγγελία, όπως αναφέρεται, εγγυάται πως η έκδοση δεν έχει ως σκοπό να διωχθεί ο Καθ’ ου η αίτηση για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς ή εθνικούς. Θα παρασχεθούν, όπως αναφέρεται, όλες οι δυνατότητες υπεράσπισης, περιλαμβανομένης της βοήθειας δικηγόρων, δεν θα υποβληθεί σε βασανιστήρια, σε βάναυσα, απάνθρωπα και ταπεινωτικά για την αξιοπρέπεια είδη συμπεριφοράς ή τιμωρίας, με αναφορά στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Αναφέρεται πως η προθεσμία παραγραφής της ποινικής δίωξης δεν έχει λήξει, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν διαθέτει ασυλία, και ότι δεν έχει καταδικαστεί ή αθωωθεί για το αδίκημα που περιλαμβάνεται στο αίτημα, για το οποίο εγγυώνται ότι η δίωξη θα είναι μόνο γι’ αυτό και ότι μετά την περάτωση της υπόθεσης, ο Καθ’ ου η αίτηση θα μπορέσει να φύγει από τη Ρωσία. Στο Τ3 υπάρχουν συνημμένα τα ακόλουθα έγγραφα:
(Α) Διάταγμα για τον διαχωρισμό της ποινικής υπόθεσης, ημερομηνίας 19.5.2021, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης -039 (που τελειώνει σε -039). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο έγγραφο αυτό, την 17.10.2019 εκκίνησε η ποινική υπόθεση -115 (που τελειώνει σε -115). Στην ίδια διαδικασία, είχε συγχωνευτεί και η ποινική υπόθεση -090 (που τελειώνει σε 090) κατά προσώπων στα οποία περιλαμβάνεται και ο Καθ’ ου η αίτηση, η οποία είχε εκκινήσει την 3.8.2020, καθώς και άλλες ποινικές υποθέσεις. Αποφασίστηκε, ωστόσο, ο διαχωρισμός της ποινικής υπόθεσης που αφορά μεταξύ άλλων τον Καθ’ ου η αίτηση από την υπόθεση -115, με την οποία είχε αρχικά συγχωνευτεί, και η απόδοση του νέου αριθμού -039.
(Β) Διάταγμα για την αναγγελία του Κατηγορούμενου σε διεθνή αναζήτηση, ημερομηνίας 2.12.2020. Στο εν λόγω έγγραφο, γίνεται αναφορά στην υπόθεση με την τότε αρίθμηση -090 που είχε αρχίσει μεταξύ άλλων εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, ότι την 27.8.2020 εκδόθηκε απόφαση για την κήρυξη του Καθ’ ου η αίτηση ως καταζητούμενου προσώπου. Δια του εγγράφου αυτού, φαίνεται να διατάσσεται η κήρυξη του Καθ’ ου η αίτηση σε διεθνή αναζήτηση.
(Γ) Διάταγμα ημερομηνίας 18.12.2020 σχετικά με την κράτηση του Καθ’ ου η αίτηση μέχρι τη δίκη του.
(Δ) Διάταγμα για την κήρυξη του Καθ’ ου η αίτηση ως καταζητούμενου προσώπου και τη σύλληψή του, ημερομηνίας 27.8.2020.
(Ε) Διάταγμα ημερομηνίας 23.5.2023, για την κήρυξη του Καθ’ ου η αίτηση ως Κατηγορουμένου στην ποινική υπόθεση για να του απαγγελθεί κατηγορία.
(ΣΤ) Αντίγραφα διαβατηρίου του Καθ’ ου η αίτηση.
(Ζ) Απόσπασμα που παραθέτει τα άρθρα 15, 78, 83, και 159 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
(Η) Ενημερωτικό σημείωμα.
(4) Εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας έκδοσης (Τ4).
(5) Επιστολή ημερομηνίας 4.12.2024 από το γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς τον ΜΑ1 (Τ5).
(6) Επιστολή ημερομηνίας 4.12.2024 από το Υπουργείο Εξωτερικών προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης (Τ6), με συνημμένα σε αυτήν Πιστοποιητικό σχετικά με την ισχύ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Έκδοση Φυγοδίκων και των Πρόσθετο, Δεύτερο, Τρίτο και Τέταρτο Πρόσθετο Πρωτοκόλλων σε αυτήν, καθώς και τα σχετικά παραρτήματα.
Ο ΜΑ1, κατά την αντεξέτασή του, απάντησε στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, με βάση τις πληροφορίες που γνωρίζει από τα έγγραφα που κατέθεσε στο Δικαστήριο, όπως ο ίδιος κατανοεί και ερμηνεύει το περιεχόμενό τους. Η γνώση του δεν επεκτείνεται είτε στο σύστημα αρίθμησης των υποθέσεων στη Ρωσία είτε στον τρόπο έκδοσης του εντάλματος σύλληψης από το ρωσικό δικαστήριο. Ο ίδιος, όπως ανέφερε, δεν ομιλεί ούτε διαβάζει τη ρωσική γλώσσα, και δεν θα μπορούσε να ελέγξει την πιστότητα της διενεργούμενης μετάφρασης, μεταξύ άλλων, στο Τ3Γ. Σχετικά με το Τ3Γεξήγησε πως, σύμφωνα με την επιστολή του Αναπληρωτή Γενικού Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ημερομηνίας 25.11.2024 (Τ3), δια της οποίας διαβιβάστηκαν και τα υπόλοιπα έγγραφα, το διάταγμα με το οποίο επιβάλλεται μέτρο περιορισμού (προφυλάκιση) συνιστά και το «ένταλμα σύλληψης».
Παρά την προσπάθεια να προκληθεί σύγχυση στον μάρτυρα είτε με αναφορά στην αρίθμηση της υπόθεσης του Κατηγορουμένου μετά τον διαχωρισμό της είτε με αναφορά στο περιεχόμενο των εγγράφων, ο ΜΑ1 απαντούσε με σαφήνεια και τεκμηριωμένα με βάση τα έγγραφα που κατέθεσε, εξηγώντας πως δεν γνωρίζει και τα γεγονότα πίσω από τα έγγραφα, όπως για παράδειγμα εάν όντως ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ή όχι υπάλληλος στην ρωσική κρατική διαστημική εταιρεία καθ’ όλη την περίοδο στην οποία γίνεται αναφορά στο σύνολο των γεγονότων ή στο διάταγμα κήρυξης του Καθ’ ου η αίτηση ως κατηγορουμένου (κατηγορητήριο) ημερομηνίας 23.5.2023 (Τ3Ε). Εξήγησε πως δεν αμφισβητούνται τα έγγραφα που εστάλησαν από τον Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσίας για λόγους που να σχετίζονται με τη γνησιότητά τους, ενώ δεν υπεισέρχεται σε αμφισβήτηση της ορθότητάς των διαπιστώσεων ή αποφάσεων που περιέχονται σε αυτά.
Σχετικά με το Τ4, την εξουσιοδότηση που εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, για την έναρξη της διαδικασίας, στην τρίτη παράγραφο, στη δεύτερη σελίδα, η αναφορά στην ημερομηνία «29.9.2026» είναι, όπως εξήγησε ο μάρτυρας, προφανές τυπογραφικό λάθος, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε. Αυτό προκύπτει και από τα υπόλοιπα έγγραφα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και αναφέρονται στα ίδια γεγονότα.
Όπως επίσης ανέφερε ο ΜΑ1, με βάση τις εγγυήσεις που λήφθηκαν, δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική χροιά στην υπόθεση. Επίσης, αναφέρθηκε πως θα παρασχεθούν στον Καθ’ ου η αίτηση όλες οι δυνατότητες υπεράσπισης, περιλαμβανομένης της βοήθειας δικηγόρου. Επίσης, όπως ανέφερε, στο Τ5, δόθηκαν πρόσθετες εγγυήσεις. Σχετικά με τις πρόσθετες εγγυήσεις, ανέφερε πως είθισται να ζητούνται λόγω της αποχώρησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την ΕΣΔΑ. Κρίθηκαν ικανοποιητικές. Εξήγησε, ωστόσο, πως δεν είναι εμπειρογνώμονας για να γνωρίζει την πρακτική εφαρμογή τους και την αποτελεσματικότητά τους, ούτε γνωρίζει σχετικά με την αποχώρηση της Ρωσίας από μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης τον Μάρτιο του 2022 ή για οποιεσδήποτε εξελίξεις. Ανέφερε πως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την έκδοση φυγοδίκων εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, ενώ οι ρωσικές Αρχές ανέλυσαν το σύστημα που ακολουθούν, για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση.
Η μαρτυρία του ΜΑ1 ήταν τυπική, σαφής, επεξηγηματική, εστιασμένη στον βαθμό των γνώσεων του μάρτυρα και στα έγγραφα, μετρημένη, χωρίς προσπάθεια υποστήριξης του αιτήματος με υπερβολή. Δεν έχει σημεία αναξιοπιστίας και είναι αποδεκτή στο σύνολό της.
ΜΑ2: Αστ. 432 Λ. Δημοσθένους
Ο ΜΑ2 αναφέρθηκε στη διαδικασία για την έκδοση προσωρινού εντάλματος σύλληψης του Καθ’ ου η αίτηση. Κατέθεσε την κατάθεση που συνέταξε την 18.11.2024 (Τ7), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε. Αναφέρει, στο Τ7, πως συνέλαβε τον Καθ’ ου η αίτηση την 18.11.2024 ώρα 20:40 στο ΤΑΕ Πάφου, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, αφού προηγουμένως του επέδειξε το ένταλμα και του εξήγησε τους λόγους της σύλληψής του στην Αγγλική γλώσσα. Του επέστησε την προσοχή στον νόμο και εκείνος απάντησε «ok». Ακολούθως, του επέδωσε γραπτώς τα δικαιώματά του στη μητρική του γλώσσα, η οποία είναι η ρωσική, και τον πληροφόρησε για τα δικαιώματά του, τα οποία υπέγραψε στην παρουσία του. Αναγνώρισε τον Καθ’ ου η αίτηση στο Δικαστήριο ως το πρόσωπο που συνέλαβε και στο οποίο κάνει αναφορά στο Τ7. Αναγνώρισε επίσης το προσωρινό ένταλμα σύλληψης βάσει του οποίου συνελήφθη ο Καθ’ ου η αίτηση (Τ8) καθώς και το Diffusion στο οποίο γίνεται αναφορά στο Τ8 (Τ9) και στον κατάλογο διμερών συμβάσεων, συμφωνιών, συνθηκών και μνημονίων της Κύπρου με άλλες χώρες στον τομέα της νομικής / δικαστικής συνεργασίας (Τ10). Κατέθεσε επίσης το έγγραφο δικαιωμάτων στο οποίο αναφέρθηκε, στη ρωσική γλώσσα (Τ11). Δεν προέβη σε άλλες ενέργειες πλην αυτών.
Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε πως ο ίδιος δεν μπορεί να γνωρίζει τι ενέργειες έγιναν στην Interpol Λευκωσίας από την 6.8.2021 που διαβιβάστηκε μήνυμα, εφόσον ο ίδιος είχε ανάμειξη στην υπόθεση την 18.11.2024, που προέβη στη σύλληψη. Γνωρίζει μόνον πως για ένα χρονικό διάστημα, λόγω της πολεμικής σύρραξης μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας, δεν εκτελούνταν τέτοιας φύσης οδηγίες. Επίσης ο ίδιος δεν γνωρίζει πώς ο Καθ’ ου η αίτηση είχε ειδοποιηθεί και μεταβεί στο ΤΑΕ, όπου συνελήφθη, εφόσον η δική του εργασία ήταν να εμφανιστεί ενώπιον της Προέδρου για το αίτημα έκδοσης του προσωρινού εντάλματος σύλληψης και ακολούθως να προχωρήσει στη σύλληψη του Καθ’ ου η αίτηση που, μέχρι να επιστρέψει στον σταθμό, ήταν ήδη εκεί. Ο ίδιος ετοίμασε τον όρκο του από τα στοιχεία του έλαβε μέσω του Diffusion της Interpol. Δεν μπορεί να γνωρίζει εάν τα αδικήματα για τα οποία διερευνά η Ρωσική Ομοσπονδία έχουν παραγραφεί ή όχι στη Ρωσία, υφίσταται κατ’ αυτόν το έγγραφο του «εντάλματος σύλληψης» που εκδόθηκε από τις ρωσικές Αρχές.
Δεν αμφισβητήθηκαν τα γεγονότα που ανέφερε ο ΜΑ2, ότι όντως συνέλαβε τον Καθ’ ου η αίτηση βάσει του Τ7, αλλά και ότι δόθηκε το Τ11 στον Καθ’ ου η αίτηση που συνιστά τα δικαιώματά του στη ρωσική γλώσσα. Δεν υποβλήθηκε στον μάρτυρα κάποια διαφορετική εκδοχή ως προς τα γεγονότα και ο μάρτυρας έθεσε σαφώς τα όρια της μαρτυρίας του σε ό,τι συνιστά τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση. Δεν υπάρχει αναξιοπιστία στη μαρτυρία του που να ωθεί στη μη αποδοχή της, σε σχέση με τα γεγονότα που γνωρίζει και κατέθεσε, επομένως είναι αποδεκτή, ως αξιόπιστη μαρτυρία γεγονότων.
ΜΥ1: Δρ. Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης
Ο ΜΥ1 είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, με τα βιογραφικά στοιχεία που αναφέρονται στο Τ12 και τις ενδεικτικές δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονται στο Τ13Α,Β,Γ. Ο μάρτυρας ανέφερε λεπτομερώς τα προσόντα και την εμπειρία του. Εξήγησε πως ο ίδιος αυτό που έκανε ήταν να μελετήσει τα έγγραφα που απέστειλε η αιτούσα χώρα για σκοπούς έκδοσης και τοποθετείται, βάσει των γνώσεων του, για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία. Ανέφερε πως είναι «ζοφερή» η κατάσταση. Λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, το 2023, ανέθεσε σε μία ειδική εισηγήτρια (special rapporteur) του ΟΗΕ να μελετά την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ετοιμάστηκαν μέχρι στιγμής τρεις εκθέσεις. Οι δύο είναι γενικά για την κατάσταση και περιγράφουν με μελανά χρώματα μία σειρά ζητημάτων από βασανιστήρια, έλλειμα δημοκρατίας, λογοκρισία, φίμωση δημοσιογράφων, λογοκρισία στο διαδίκτυο, απαγορεύσεις διαδηλώσεων, του δικαιώματος συνάθροισης, μεγάλο έλλειμα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και διάφορα άλλα. Η τρίτη έκθεση είναι ειδικά για τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη μεταχείριση (Τ14Α, Β, Γ). Ο ΜΥ1 ανέφερε πως η Ρωσική Ομοσπονδία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 2022. Ο λόγος για τον διεθνή οργανισμό ο οποίος έχει ως αποστολή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Από την 16.9.2022 δεν είναι πλέον και μέλος της ΕΣΔΑ που πληρέστερα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη.
Είναι αρκετές οι υποθέσεις, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, στις οποίες υπήρξε καταδίκη από το ΕΔΔΑ για σειρά ζητημάτων που αφορούν το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Αναφέρθηκε σε έγγραφο ημερομηνίας 19.2.2025, στο οποίο η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, όργανο που επικουρεί τη συμμόρφωση των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης με τις υποχρεώσεις τους βάσει της ΕΣΔΑ, έχει συγκεντρωτικά όλες τις αποφάσεις και όλα τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες έχει καταδικαστεί η Ρωσική Ομοσπονδία (Τ15). Ο λόγος για διαφορετικά ζητήματα που συνιστούν και «leading cases». Στα σημεία 85-156 υπάρχουν πολλές διαφορετικές περιπτώσεις παραβιάσεων του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη. Ενδεικτικά, στο σημείο 86 γίνεται αναφορά στο ότι δεν υπάρχει νομοθεσία που να επιτρέπει στην Υπεράσπιση να κάνει έφεση εναντίον ενστάσεων της Κατηγορούσας Αρχής. Στο σημείο 87 γίνεται αναφορά στο ότι δεν υπάρχει νόμος που να επιτρέπει στην Υπεράσπιση να παρουσιάσει με αποτελεσματικό τρόπο αποδεικτικό υλικό εμπειρογνωμοσύνης. Στο σημείο 96 γίνεται αναφορά σε αποτυχία διασφάλισης αποτελεσματικής υπεράσπισης από συνήγορο ο οποίος έχει διοριστεί από το κράτος. Παράλληλα, όπως ανέφερε, εξακολουθεί να ισχύει η διαδικασία επιτήρησης της Ρωσίας παρά την αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Επιπρόσθετα, όπως ανέφερε ο ΜΥ1, στην πρώτη από τις τρεις εκθέσεις της ειδικής εισηγήτριας υπάρχει ειδική αναφορά στο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη. Αναφέρθηκε ενδεικτικά στην παράγραφο 87 της εν λόγω έκθεσης (T14B), όπου σημειώνεται η άρνηση της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος (judiciary is negated) από το σύστημα επιλογής, διορισμού, προαγωγής και πειθαρχικής δίωξης και απόλυσης δικαστών. Ίσως ακόμα πιο σχηματικό, όπως ανέφερε, είναι το ότι στην παράγραφο 91 της ίδιας έκθεσης υπάρχει συντριπτικό ποσοστό κατά δικαστικών αποφάσεων. Για το 2022, οι αθωώσεις είναι σπάνιες. Μόνον το 0,4% των κατηγορουμένων αθωώθηκαν. Με αναφορά επίσης σε πληροφόρηση από την ιστοσελίδα του δικαστικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσίας, μόνο το 0,2% των εφέσεων ήταν επιτυχείς, ενώ στο 45% των αθωωτικών αποφάσεων που ασκήθηκε έφεση από την κατηγορούσα αρχή, ήταν επιτυχής.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις συμπερασματικές παρατηρήσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ημερομηνίας 1.12.2022, στην παράγραφο 24, όπου γίνεται αναφορά στα προβλήματα που υπάρχουν σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία στη Ρωσία και αυτό μεταξύ άλλων επειδή οι δικαστές μπορούν να απολύονται από τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας για αόριστους λόγους, ενώ η κοινή γνώμη στη Ρωσία, σύμφωνα με έρευνες, έχει περιορισμένη εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, επειδή δεν θεωρείται ανεξάρτητη. Προς επίρρωση αυτών, αναφέρθηκε σε δύο αποφάσεις δικαστηρίων στην Ιρλανδία όπου τέθηκαν αντίστοιχα ζητήματα στο πλαίσιο διαδικασιών έκδοσης, βάσει αντίστοιχων στοιχείων, που καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι διαχρονικό, εγγενές, συστημικό σε σχέση με τη δίκαιη δίκη. Ο λόγος για την Attorney General ν. Khatlamadzhiyev [2020] IEHC 370 και την Attorney General v. NSS [2015] IEHC 349 (T16A,B). Στην Attorney General v. NSS (ανωτέρω), στην παράγραφο 15.4.4 γίνεται λόγος για εμφανή προκατάληψη των δικαστών υπέρ της κατηγορούσας αρχής, για μία η υγιή σχέση ανάμεσα στην κατηγορούσα αρχή και τις διωκτικές αρχές που συχνά προβαίνουν σε εξαγωγή καταθέσεων με τη χρήση βίας που ανάγονται και σε βασανιστήρια, σε εκτεταμένη βία και κακομεταχείριση ατόμων κατά την κράτησή τους και πενιχρό σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας. Στη συνέχεια, στην παράγραφο 15.4.8, όπως επισημαίνει ο μάρτυρας, το High Court συμπεραίνει ότι, κατά την άποψή του, η αποτυχία σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας θα ήταν τόσο σοβαρή, κατάφορη, ούτως ώστε να συνεπάγεται κατάφορη άρνηση δικαιοσύνης και καταλήγοντας στο αίτημα αναφέρει πως, ενόψει όλων των πιο πάνω, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν θα λάβει δίκαιη δίκη, απορρίπτοντας την έκδοση του Καθ’ ου η αίτηση στη Ρωσία. Πέντε χρόνια μετά, ακολούθησε η Attorney General ν. Khatlamadzhiyev (ανωτέρω) που έκανε εκ νέου δεκτά τα ευρήματα του High Court του 2015. Συνόψισε και εκείνη η απόφαση τις περιπτώσεις κατάφορης παραβίασης του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, ζήτησε διαβεβαιώσεις από τη Ρωσία που με κάποιον τρόπο να απαντούν στα ζητήματα, δεν δόθηκαν και επειδή ο Καθ’ ου η αίτηση τελούσε και υπό κράτηση για δύο χρόνια, είχε διαταχθεί η απόλυσή του.
Ο ΜΥ1 εκτιμά πως, κατά 99,7%, με βάση τις στατιστικές στις οποίες αναφέρθηκε, που προκύπτουν από τις εκθέσεις που προσκόμισε, εάν και στην προκειμένη περίπτωση ο Καθ’ ου η αίτηση εκδοθεί στη Ρωσία, υπάρχει κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης στις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Ρωσίας. Στην τελευταία έκθεση της ειδικής εισηγήτριας, όπως είπε, γίνονται αναφορές για βασανιστήρια και υπάρχουν ειδικές ενότητες για τους χώρους κράτησης. Στο Τ15, όμως, πιο συγκεκριμένα υπάρχουν αναφορές στα σημεία 24-64, που αφορούν το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Κακές συνθήκες κράτησης σε κέντρα κράτησης και φυλακές, κακές συνθήκες μεταφοράς κρατουμένων. Στη Tomov κ.α. ν. Russia (App. No. 18255/10), στην οποία αναφέρεται το σημείο 35 του Τ15, γίνεται αναφορά στις συνθήκες μεταφοράς κρατουμένων που συχνά κρατούνται πολύ μακριά από τον τόπο κατοικίας τους. Η μεταφορά γίνεται με πολύ μικρά βαγόνια, στα οποία δεν μπορούν να σταθούν όρθιοι, σε χαμηλές θερμοκρασίες, χωρίς θέρμανση, με διαδρομή που μπορεί να διαρκεί και περισσότερο από μία ημέρα. Έχει ενεργοποιηθεί πιλοτική διαδικασία, στο πλαίσιο του ΕΔΔΑ, που αποδεικνύει ότι υπάρχει δομικό συστημικό πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται με μία προδικαστική απόφαση και ζητείται από το αντίστοιχο κράτος να προβεί σε γενικού χαρακτήρα μέτρα τα οποία, για να εκκρεμούν οι υποθέσεις αυτές, δεν έχουν ικανοποιήσει την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αντίστοιχα, για τις συνθήκες κράτησης υπάρχει και η πιλοτική απόφαση στην Ananyev κ.α. v. Russia (App. No. 42525/07) (Τ17Γ), στην οποία γίνεται αναφορά και στο σημείο 29 του Τ15, η οποία είχε εκδοθεί γιατί προηγήθηκαν 80 καταδικαστικές αποφάσεις σε διάστημα 10 ετών και η οποία εξακολουθεί να είναι στο πινάκιο της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Άλλες περιπτώσεις παραβίασης του άρθρου 3, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, ενδεικτικά, είναι η επιτήρηση της ιδιωτικής αλληλογραφίας κρατουμένων, η άρνηση σε κάποιες περιπτώσεις επίσκεψης σε ιερείς για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, μόνιμη επιτήρηση βίντεο στα κελιά, άρνηση οικογενειακών επισκέψεων, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα σε κρατούμενους και δικηγόρους και για όλα δεν υπάρχει και αποτελεσματικό ένδικο μέσο, μία αποτελεσματική θεραπεία. Προς επίρρωση αυτών, ανέφερε ο μάρτυρας, υπάρχουν αρκετές αποφάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες αρνούνται την έκδοση στη Ρωσία λόγω της κατάστασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα κέντρα κράτησης και τις φυλακές, που θεωρούνται πως παραβιάζουν το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και ότι η έκδοση θα είχε σοβαρό κίνδυνο τέτοιας παραβίασης. Σε μία από τις αποφάσεις του, το δικαστήριο, αναφερόμενο στην κατάσταση των φυλακών, τις χαρακτήρισε ως «supremely dangerous place», εξόχως επικίνδυνος χώρος. Από μελέτη του, τα τελευταία 20 χρόνια, μόνο δύο περιπτώσεις που ήταν ενώπιον βρετανικών δικαστηρίων κατέληξαν σε έκδοση και εφόσον υπήρξε αίτημα για αυξημένες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσία. Οι μεταγενέστερες αυτών συνυπολόγισαν όλα τα ζητήματα και επανήλθαν στην πάγια νομολογία να μην εκδίδουν Ρώσους υπηκόους στη Ρωσία λόγω της ιδιαίτερα κακής κατάστασης των χώρων κράτησης και των φυλακών. Προσκομίστηκαν, ενδεικτικά, οι The Russian Federation v. Egorova κ.α., του Westminster Magistrates’ Court, ημερομηνίας 9.12.2019 (Τ17Α), Shimatko v. The Russian Federation [2018] EWHC 3534 (T17B) και Lord Advocate v. Shapovalov [2018] SC EDIN 35 (Τ17Δ). Μετά τη ρωσική εισβολή, όπως ανέφερε ο μάρτυρας, υπήρξαν δημοσιεύματα στον Τύπο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ανέστελλε ευρύτερα διαδικασίες έκδοσης στη Ρωσία, πράγμα που εξηγεί γιατί δεν υπάρχουν αποφάσεις μετά το 2021-2022.
Ο ΜΥ1 προσκόμισε, ακόμα, έγγραφο ημερομηνίας 13.6.2024 της Επιτροπής Υπουργών όπου, στο πλαίσιο της διαρκούς επιτήρησης της Ρωσίας, για αποφάσεις που αφορούν τη δίκαιη δίκη, και πάλι, αναφέρεται σε συγκεκριμένα ζητήματα, προς επίρρωση, όπως είπε, όσων έχει ήδη εξηγήσει (Τ18). Κατέθεσε επίσης δέσμη με αποφάσεις του ΕΔΔΑ (Τ19Α,Β) που περιλαμβάνει τις Pasikov and Others v. Russia (App. Nos 83994/17 and others), 9.2.2023 και Samarukov and Others v. Russia (App Nos 54274/18 and others), 11.1.2024. Κατά τη μελέτη του, όπως είπε ο μάρτυρας, προέκυψε η επισήμανση ότι η Ρωσία, πριν από την αποχώρησή της από το ΕΔΔΑ, σε αρκετές υποθέσεις δέχονταν με μονομερή δήλωση τις παραβιάσεις για να αφαιρεθούν από το πινάκιο οι υποθέσεις, δίδοντας ένα ποσό στους αιτούντες που είχε συμφωνηθεί μαζί τους. Μετά την αποχώρηση της Ρωσίας από το ΕΔΔΑ οι αιτούντες δεν έχουν έναν διεθνή μηχανισμό να προσφύγουν.
Ερωτώμενος σχετικά ο μάρτυρας, ανέφερε πως δεν θα έλεγε πως εάν εκδοθεί ο Καθ’ ου η αίτηση θα υποστεί βασανιστήρια, θα έλεγε, όμως, ότι θα μπορούσε να υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση σε αντίθεση με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στις πλείστες περιπτώσεις, όπως εξήγησε, το ΕΔΔΑ δεν εξηγεί σε τι συνίσταται η κακομεταχείριση, οπότε τα βασανιστήρια μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό. Απαξίωση, ηθική και νομική, έχουν και οι άλλες μορφές συμπεριφοράς που απαγορεύονται με βάση το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το αντίστοιχο άρθρο 7 του Συντάγματος, που είναι και η απάνθρωπη μεταχείριση και η ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία.
Εξετάζοντας το Τ5, που είναι οι πρόσθετες εγγυήσεις που δόθηκαν από την αιτούσα χώρα, ο ΜΥ1 ανέφερε πως έχει εντρυφήσει στο θέμα. Πλείστες των δημοσιεύσεών του αφορούν τις διεθνείς διαβεβαιώσεις. Προσκόμισε την Othman (Abu Qatada) v. The United Kingdom (App No.8139/09), 9.5.2012 (Τ20), η οποία υφίσταται, όπως είπε, μεταξύ πολλών άλλων. Στην παράγραφο 189, στη σελίδα 60, ανέφερε, τίθενται, για την αξιολόγηση της ποιότητας των διαβεβαιώσεων, μία σειρά από παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Κάποιοι είναι γενικοί και κάποιοι είναι πιο ειδικοί και ίσως πιο σημαντικοί.
(α) Πρώτος όρος, εάν οι όροι των διαβεβαιώσεων έχουν αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο, αυτός ο όρος πληρείται, έχουμε μπροστά μας τις διαβεβαιώσεις, δεν είναι μυστικές.
(β) Δεύτερος όρος, εάν οι διαβεβαιώσεις είναι ειδικές ή γενικές και αόριστες, θεωρεί, ο μάρτυρας, ότι και αυτός ο όρος πληρείται, καθώς είναι ειδικές διαβεβαιώσεις που αναφέρονται στον Καθ’ ου η αίτηση, μιλάνε για το πού θα κρατηθεί, αντί να λέει λ.χ. γενικά «θα σεβαστούμε τα δικαιώματά του» ή κάτι αντίστοιχο.
(γ) Τρίτος όρος, ποιος έχει δώσει τις διαβεβαιώσεις και εάν το πρόσωπο αυτό δεσμεύει την αιτούσα χώρα, ο μάρτυρας ανέφερε πως έχουν υπογραφή από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, κ. Korolenko, έψαξε να δει στο διαδίκτυο την ιεραρχία, αλλά δεν αναφέρεται κάπου το συγκεκριμένο πρόσωπο στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Τ21Α), οπότε, από περιέργεια, ερεύνησε περισσότερο, οπότε εντόπισε όμοιο όνομα με αυτό του υπογράψαντος τις διαβεβαιώσεις σε συνέλευση των μερών στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Οργανωμένο Έγκλημα (Τ21Β), όπου περιγράφεται ως «deputy head», βοηθός διευθυντής, διεύθυνση έκδοσης, μίας διεύθυνσης της Γενικής Εισαγγελίας.
(δ) Τέταρτος όρος, εάν οι διαβεβαιώσεις έχουν εκδοθεί από την κεντρική κυβέρνηση ή από τοπικές αρχές, έχουν εκδοθεί από την κεντρική κυβέρνηση, οπότε και αυτός ο όρος πληρείται.
(ε) Πέμπτος όρος, εάν οι διαβεβαιώσεις αφορούν μεταχείριση η οποία είναι νόμιμη ή παράνομη, υπάρχει το εξής, όπως ανέφερε ο μάρτυρας: στη Ρωσική Ομοσπονδία η νομοθεσία δεν απαγορεύει τα βασανιστήρια ως τέτοια και σχετική είναι η έκθεση και αυτό είναι κάτι που επικρίνεται εδώ και πολύ καιρό, ότι θα πρέπει να υπάρξει ποινικοποίηση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Στις συμπερασματικές παρατηρήσεις του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων, τις πιο πρόσφατες, 28.8.2018 (Τ22), στην παράγραφο 13, γίνεται αναφορά πως ανησυχεί την Επιτροπή το γεγονός πως κατηγορίες για βασανιστήρια σπάνια έχουν ως αποτέλεσμα την ποινική δίωξη, ενώ ακόμα κι αν διωχθούν ποινικά, αυτοί που διώκονται είναι για απλή επίθεση ή κατάχρηση εξουσίας. Οπότε, σε συνδυασμό με την παράγραφο 8 που αναφέρει πως η Ρωσία ακόμα δεν έχει ποινικοποιήσει τα βασανιστήρια ως ανεξάρτητο έγκλημα, ο ΜΥ1 θεωρεί ότι πάσχουν σε αυτό το σημείο οι διαβεβαιώσεις. Ναι μεν είναι παράνομα τα βασανιστήρια, αλλά όχι με την απαξία, την ηθική και νομική που πρέπει να έχουν.
(στ) Έκτος όρος, εάν οι διαβεβαιώσεις έχουν δοθεί από συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ, η Ρωσία πλέον δεν είναι μέρος από το 2022 (Τ23).
(ζ) Έβδομος όρος, η διάρκεια και η σημασία, η δύναμη των επιμέρους σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης της επίδοσης σε σχέση με τη συμμόρφωση με συναφείς διαβεβαιώσεις, οι διμερείς σχέσεις ήταν εξαιρετικές, τα τελευταία χρόνια, κατά τον μάρτυρα, δεν είναι, ενώ σε σχέση με τις πραγματικές διαβεβαιώσεις δεν υπάρχει εικόνα. Ουκ ολίγες φορές και κυπριακά Δικαστήρια έχουν αρνηθεί την έκδοση για λόγους συναφείς και με αυτή την υπόθεση.
(η) Όγδοος όρος, εάν η συμμόρφωση με τις διαβεβαιώσεις μπορεί να επαληθευτεί αντικειμενικά μέσα από μηχανισμούς διπλωματικού ή άλλου χαρακτήρα επιτήρησης συμπεριλαμβανομένων εάν υπάρχει απρόσκοπτη πρόσβαση σε δικηγόρους στο δικαστήριο, στην έκθεση της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ, του 2018 υπάρχουν τα εξής συναφή, που κατά τον μάρτυρα γέρνουν την πλάστιγγα εναντίον της αξιοπιστίας των διαβεβαιώσεων: στην παράγραφο 22 και συναφώς με την παράγραφο στις διαβεβαιώσεις που αναφέρονται στις δημόσιες επιτροπές παρακολούθησης, είναι στη σελίδα 3 των διαβεβαιώσεων, η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων του ΟΗΕ αναφέρει ειδικά για την επιτροπή, ότι είχε υπάρξει μία νομοθετική αλλαγή το 2018, αλλά υπάρχει συνεχής υποχρηματοδότηση που δυσχεραίνει τα μέλη των επιτροπών και μάλιστα μιλά για δυσανάλογη συμμετοχή των διωκτικών αρχών στις επιτροπές εις βάρος των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, που υποσκάπτουν την αντικειμενικότητα και την ανεξαρτησία των επιτροπών. Αυτός είναι ένα από τους τρεις λόγους για τους οποίους θεωρεί, ο μάρτυρας, πως δεν ικανοποιείται αυτός ο όρος. Ο άλλος λόγος είναι ότι στην παράγραφο 24 της έκθεσης της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων γίνεται αναφορά πως η Ρωσική Ομοσπονδία δεν έχει εγκαθιδρύσει ένα εθνικό προληπτικό μηχανισμό για τα βασανιστήρια. Αυτό εγείρεται κατόπιν επικύρωσης ενός πρόσθετου πρωτοκόλλου στη σύμβαση του ΟΗΕ που η Ρωσική Ομοσπονδία δεν έχει επικυρώσει ακόμα, οπότε είναι ένας παραπάνω λόγος που δεν υπάρχει ένας ανεξάρτητος μηχανισμός επιτήρησης των υποχρεώσεων. Επίσης, στην παράγραφο 26, αναφέρεται ότι οι κρατούμενοι δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε έναν αποτελεσματικό, ασφαλή και ανεξάρτητο μηχανισμό παραπόνων και ότι όσοι καταγγέλλουν βασανιστήρια, αντιμετωπίζονται με αντίποινα και πολύ συχνά γίνονται κατηγορίες εις βάρος τους ότι έχουν κάνει ψευδή καταγγελία, που συνεπάγεται με επιπρόσθετο χρόνο εγκλεισμού στις φυλακές. Υπό το φως αυτό και ενώ οι διαβεβαιώσεις κάνουν λόγο ότι μπορεί το διπλωματικό προσωπικό της Κυπριακής Πρεσβείας να επισκέπτεται τους κατηγορούμενους, είναι ιδιαίτερα αναποτελεσματικός όρος. Δεν είναι υπήκοοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ούτε ο Καθ’ ου η αίτηση, ενώ οι διπλωμάτες έχουν άλλα καθήκοντα και δεν έχουν την εκπαίδευση να αντιληφθούν ότι υπάρχουν προβλήματα. Ο όγδοος όρος, που είναι από τους σημαντικότερους γιατί έχει να κάνει με την ανεξάρτητη επιτήρηση, δεν ικανοποιείται, κατά τη γνώμη του μάρτυρα.
(θ) Ένατος όρος, εάν υπάρχει αποτελεσματικό σύστημα προστασίας, έλεγχος βασανιστηρίων, κι αυτό είναι κρίσιμο, εάν η Ρωσία επιθυμεί να συνεργαστεί με διεθνείς μηχανισμούς επιτήρησης και να διευρύνει κατηγορίες κατά των βασανιστηρίων και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους. Στην ίδια έκθεση, στην παράγραφο 14, γίνεται σαφής λόγος για έλλειψη ταχείας, αμερόληπτης και αποτελεσματικής διερεύνησης σε κατηγορίες βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης, οπότε απαντάται αυτό το σημείο. Το σημείο για την επιθυμία συνεργασίας με διεθνείς μηχανισμούς επιτήρησης, επίσης, απαντάται από τη δημόσια δήλωση που έβγαλε τον Νοέμβριο του 2024 η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων, όπου σημειώνει ακριβώς την έλλειψη, την απροθυμία της Ρωσίας να συνεργαστεί στις αιτήσεις που έκανε η Επιτροπή γιατί η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει τακτικές ή έκτακτες επισκέψεις. Η Ρωσία, παρόλο που δεν είναι πλέον μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων, η οποία είναι ανοικτή και σε μη κράτη μέλη, εξ ου και εξακολουθεί να ισχύει για τη Ρωσία, ενώ αποχώρησε από την ΕΣΔΑ. Η Επιτροπή που επιτηρεί τη συμμόρφωση των κρατών ζήτησε τη συνεργασία της Ρωσίας και δεν την έλαβε, αλλά αναγκάστηκε να κάνει τη δήλωση και να σημειώσει μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, που σημαίνει την αποτυχία της συνεργασίας, και κατ’ επέκταση απαντά και στον ένατο όρο αρνητικά. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, που αναφέρεται στις διαβεβαιώσεις, επιτηρεί το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966, όπου η Ρωσία είναι συμβαλλόμενο μέρος και έχει δεχθεί τη δυνατότητα ατομικής προσφυγής. Είναι όμως και αυτός ένας αναποτελεσματικός μηχανισμός, κατά τον μάρτυρα, για τους εξής λόγους: Πρώτον, δεν έχει τη δυνατότητα επιτόπου επισκέψεων όπως έχει η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη των βασανιστηρίων. Δεύτερον, η ίδια η Επιτροπή, στην πιο πρόσφατη έκθεσή της, του 2022, που εκδόθηκε χωρίς τη συνεργασία της Ρωσίας, δεν συμμετείχε στη διαδικασία εγείροντας σοβαρές ανησυχίες για την κατάσταση βασανιστηρίων και απάνθρωπης μεταχείρισης στη Ρωσία. Τρίτον, οι αποφάσεις της επιτροπής για τις ατομικές προσφυγές δεν είναι νομικά δεσμευτικές όπως λ.χ. οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Τέταρτον και σημαντικότερο, η εν λόγω επιτροπή χρειάζεται 5-7 χρόνια για να εκδώσει απόφαση. Είναι το μόνο διεθνές όργανο στο οποίο εξακολουθεί να είναι μέρος η Ρωσία και δεν είναι αποτελεσματικό (Τ24Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ).
(ι) Δέκατος όρος, εάν υπήρξε προηγούμενη κακομεταχείριση, δεν υπάρχει γνώση για κάτι τέτοιο, θωρείται, όμως, ότι ικανοποιείται ο όρος.
(ια) Ενδέκατος όρος, εάν η αξιοπιστία των διαβεβαιώσεων έχει εξεταστεί από εθνικά δικαστήρια, δεν έχουν εξεταστεί μέχρι στιγμής, ενδεχομένως να μην απασχόλησαν σε άλλες υποθέσεις.
Συνοψίζοντας, ο μάρτυρας, επί των ένδεκα σημείων της Othman (Abu Qatada) v. The United Kingdom (ανωτέρω), οι πιο σημαντικοί, όπως είπε, είναι ο δεύτερος (εάν είναι συγκεκριμένες οι διαβεβαιώσεις), που ικανοποιείται, ο έκτος (εάν έχουν εκδοθεί από συμβαλλόμενο κράτος), που δεν ικανοποιείται, ο όγδοος (εάν υπάρχει αντικειμενικός μηχανισμός επιτήρησης), που δεν ικανοποιείται, και ο ένατος (για τη διάθεση και συνεργασία με διεθνείς μηχανισμούς επιτήρησης), που δεν ικανοποιείται. Δευτερεύουσας σημασίας είναι ο τρίτος όρος (ποιος έχει δώσει τις διαβεβαιώσεις), που ας λεχθεί ότι μερικώς ικανοποιείται, και ο πέμπτος (εάν είναι παράνομη ή μη η πράξη), που ας λεχθεί ότι μερικώς ικανοποιείται. Συνολικά, θεωρεί πως δεν πρόκειται για αξιόπιστε διαβεβαιώσεις, και ως αποτέλεσμα, δεν μετριάζουν τον κίνδυνο να υποστεί ο Καθ’ ου η αίτηση παραβίαση του άρθρου 3, κακομεταχείριση, ή παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Αυτός είναι ο λόγος που δίδονται οι διαβεβαιώσεις, επειδή υπάρχει η νομολογία του ΕΔΔΑ και θέτει έναν υψηλό πήχη για το τι είναι σοβαρός κίνδυνος. Οι διαβεβαιώσεις έχουν τη δυνατότητα να τον μετριάσουν εφόσον είναι αξιόπιστες. Δεν είναι αξιόπιστες με την έννοια ότι δεν είναι αποτελεσματικές. Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να θέσουν τα δικά τους κριτήρια με βάση τη δική τους νομοθεσία, οπότε αντίστοιχη είναι η πρόνοια στον νόμο που διέπει την έκδοση των φυγοδίκων που αναφέρεται σε πιθανότητα να δεχθεί δυσμενή μεταχείριση. Όλα αυτά γίνονται υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ και σε κάθε περίπτωση η αξιολόγηση των διαβεβαιώσεων είναι με βάση τα κριτήρια της Othman (Abu Qatada) (ανωτέρω) που είναι πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και όλες οι πιο πρόσφατες αποφάσεις αναφέρονται σε αυτά. Οι διαβεβαιώσεις που παρουσίασε η Ρωσική Ομοσπονδία, κατά τον ΜΥ1, είναι μεν πρόσθετες σε κάποιο βαθμό, αλλά σε αυτό που παραθέτουν είναι αναποτελεσματικές και αναξιόπιστες. Δεν μπορούν να διασφαλίσουν περαιτέρω με κάποιον τρόπο τον Καθ’ ου η αίτηση, ούτε για να αποκλείσουν τον κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του. Στις αποφάσεις των βρετανικών δικαστηρίων γίνεται αναφορά σε αντίστοιχες διαβεβαιώσεις σε περίοδο που η Ρωσία ήταν μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και ήταν συμβαλλόμενος μέρος στην ΕΣΔΑ και πλείστα δικαστήρια τις είχαν απορρίψει, πόσω μάλλον σήμερα, που δεν υπάρχει κανένας διεθνής μηχανισμός που αξιόπιστα μπορεί με κάποιον τρόπο να παρέμβει, να επιβλέπει, να ασκεί κάποια εποπτεία και να λειτουργεί αποθαρρυντικά. Δεν υπάρχει ούτε οποιοσδήποτε ανεξάρτητος μη κρατικός μηχανισμός προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία.
Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΥ1, ανέφερε πως δεν είναι δικηγόρος που ασκεί δικηγορία στα δικαστήρια, έτυχε να δώσει μαρτυρία σε μία ακόμα υπόθεση το 2019, θεωρεί όμως τον εαυτό του ειδικό σε θέματα έκδοσης φυγοδίκων. Έγινε προσπάθεια αμφισβήτησης της ειδίκευσής του αυτής, με κατάθεση συνοπτικού βιογραφικού από την ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Κύπρου (Τ25) και συνοπτικής αναφοράς σε επιλεγμένες δημοσιεύσεις από την ίδια ιστοσελίδα (Τ26), ωστόσο ο ΜΥ1 απάντησε πως στο συμπληρωματικό βιογραφικό που υπάρχει στην ίδια σελίδα, και αναφέρονται και οι δημοσιεύσεις, γίνεται αναφορά και στα θέματα που έχει εντρυφήσει που περιλαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο των διαδικασιών έκδοσης.
Επί αυτού του θέματος, αναφέρεται πως το γεγονός ότι ο ΜΥ1 δεν είναι δικηγόρος δεν σημαίνει ότι δεν έχει εξειδικευμένη γνώση σε θέματα έκδοσης. Η πραγματογνωμοσύνη σε θέμα έκδοσης μπορεί να είναι αποτέλεσμα εκτεταμένης ακαδημαϊκής ενασχόλησης, μελέτης και συγγραφής και όχι κατ’ ανάγκη εμπειρική στη διαχείριση διαδικασιών έκδοσης ενώπιον δικαστηρίων προς υπεράσπιση φυγοδίκων [βλ. και Χατζηξενοφώντος ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316]. Ο μάρτυρας, με βάση τα ακαδημαϊκά προσόντα του, ως έχουν εκτεθεί στο Δικαστήριο, θεωρείται πως έχει εξειδικευμένη γνώση. Προσήλθε για να καταθέσει ειδική γνώση που κατέχει επί του συγκεκριμένου θέματος σχετικού με τη διαδικασία, ήτοι να εκτιμήσει τον κίνδυνο που διατρέχει ο Καθ’ ου η αίτηση να παραβιαστούν τα ατομικά του δικαιώματα σε δίκαιη δίκη και σε μη απάνθρωπη μεταχείριση, σε περίπτωση έκδοσης στη Ρωσία, σε συνάρτηση με το επίπεδο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων στη Ρωσία, όπως αναδύεται μέσα από δικαστικές αποφάσεις ή εκθέσεις επιτροπών. Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΥ1 ως μαρτυρία πραγματογνώμονα.
Εξήγησε, κατά την αντεξέτασή του, πως η βασική θέση του είναι πως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ο Καθ’ ου η αίτηση να υποστεί παραβίαση ως προαναφερόμενων δικαιωμάτων του. Εξήγησε τον σχολιασμό του, στο Τ13Α, επί της απόφασης Emam, Πολιτική Αίτηση 121/2016, ημερομηνίας 16.2.2017. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αίτηση με βάση το άρθρο 10(4) του ν.97/1970, για έκδοσης διατάγματος habeas corpus για την άμεση απελευθέρωση του από αστυνομική κράτηση στην οποία έχει τεθεί για σκοπούς έκδοσης του στην Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου. Είχε τεθεί και εκεί ζήτημα, μεταξύ άλλων, περί πραγματικού κινδύνου ο Καθ’ ου η αίτηση να υποστεί μεταχείριση που αντιβαίνει στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στον σχολιασμό από πλευράς των συγγραφέων, αναφερόντων το άρθρο στο Oxfords Reports on International Law, γίνεται μνεία στον τρόπο που έτυχαν δικαστικής μεταχείρισης οι διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί από την αιτούσα χώρα, σε συνάρτηση με την αντιμετώπιση του βάρους απόδειξης που έχει ο Καθ’ ου η αίτηση και την ενδιάμεση προσπάθειά του να προσκομίσει πρόσθετη μαρτυρία, αλλά και με αναφορά στην Othman (Abu Qatada) (ανωτέρω) και τα κριτήρια της. Γίνεται αναφορά και στη μετέπειτα εφετειακή Emam, Πολιτική Έφεση 35/2017, ημερομηνίας 2.11.2017, αλλά και στο ότι το ΕΔΔΑ, την ίδια ημέρα, είχε εκδώσει διάταγμα με βάση το άρθρο 39 των διαδικαστικών του κανονισμών, απαγορεύον στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκδώσουν τον Καθ’ ου η αίτηση στην Κύπρο.
Το άρθρο του ΜΥ1 στο Τ13Β, ο συγγραφέας φαίνεται να προσπαθεί να γεφυρώσει ένα εκλαμβανόμενο ως εμπειρικό χάσμα στη μελέτη του «transjudicialism» ή του διασυνοριακού δικαστικού διαλόγου που ασκείται υπό τη συνειδητοποίηση του εθνικού δικαστή ότι δρα και ως διεθνής μίας ευρύτερης διεθνούς κοινότητας, και βοηθά μεταξύ άλλων στο αλληλοδάνειο πληροφοριών σχετικών με θέματα διεθνούς δικαίου (ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Θέτει τις διπλωματικές διαβεβαιώσεις κατά των βασανιστηρίων ως περίπτωση μελέτης του φαινομένου αυτού, καθότι δεν υπάρχει διεθνές εργαλείο που να ρυθμίζει την πρακτική, το νομικό πλαίσιο αφήνει ρυθμιστικό κενό, ενώ οι διπλωματικές διαβεβαιώσεις παρουσιάζουν κοινά νομικά και πραγματικά ζητήματα και σχεδόν μηδαμινή δικαστική ενασχόληση και κατ’ επέκταση καθοδήγηση. Παρόλο που οι διπλωματικές διαβεβαιώσεις τίθενται και με αναφορά σε άλλο πλαίσιο, παρεμφερές, φαίνεται να υπάρχει εμβάθυνση στα ζητήματα που σχετίζονται με την ποιότητά τους και την αξιολόγησή τους ώστε να διασφαλίζεται πως μπορούν όντως να μετριάσουν τον κίνδυνο βασανιστηρίων, με συγκριτικές επισκοπήσεις, διαθέσιμες μέχρι και τον Νοέμβριο του 2010.
Στο άρθρο του ΜΥ1 στο Τ13Γ, ο συγγραφέας σχολιάσει επί της Scattergood v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 142, η οποία αφορούσε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Είχε τεθεί και εκεί ισχυρισμός από τον εφεσιβάλλοντα ότι η τυχόν απόδοσή του στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του τόσο του ιδίου, όσο και της οικογένειάς του. Συναφώς, το άρθρο 2(2) του ν.133(Ι)/2004 αναφέρει ότι η εφαρμογή των διατάξεών του δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Η υποχρέωση προστασίας του εκζητουμένου, αν αυτός διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις του κράτους αλλά και σε πράξεις που προέρχονται από ιδιώτες. Κατά τη λήψη της απόφασης κατά πόσο το συγκεκριμένο άτομο διατρέχει κίνδυνο όπως περιγράφεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, θα πρέπει, λόγω του απόλυτου χαρακτήρα της πρόνοιας, να εφαρμόζονται αυστηρά κριτήρια. Στην εν λόγω υπόθεση το δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία, κατέληξε ότι ο εφεσιβάλλων στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα διέτρεχε κίνδυνο μεγαλύτερο από αυτόν που διέτρεχε στην Κύπρο και ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή. Επίσης, ότι το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με τη δυνατότητα ύπαρξης κινδύνου για τη ζωή του εφεσιβάλλοντος. Απλώς δεν ικανοποιήθηκε με τη μαρτυρία που εκείνος έθεσε ενώπιον του και μέχρι το σημείο που εξαντλείται η αρμοδιότητά του. Στον σχολιασμό, που περιέχεται στο Τ13Γ, επισημαίνεται η σημασία της περίληψης του λόγου της HLR v. France (App No. 24573/94), 29.4.1997 ότι ο κίνδυνος επεκτείνεται και σε πράξεις που προέρχονται από ιδιώτες, που ήταν άνευ συζήτησης κατά τον χρόνο έκδοσής του. Έπειτα έγινε ένα βήμα παραπέρα για την εφαρμογή του λόγου αυτού και στο πλαίσιο εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, χωρίς σημασία σε τυχόν νομική σχετικότητα. Σχολιάζεται, επίσης, το γεγονός πως το βάρος αφέθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, χωρίς πρόσθετη διερεύνηση proprio motu, ακόμα κι αν αυτό ενδείκνυται.
Η ενδεικτική αρθρογραφία του ΜΥ1 δεν χρησιμεύει στο Δικαστήριο για την επίλυση των ενώπιον του θεμάτων, ωστόσο είναι διαφωτιστική ως προς τον τρόπο που ο ΜΥ1 προσεγγίζει τη συγκεκριμένη θεματολογία, που δείχνει συνέπεια, σε κάποιες θεωρητικές στάσεις. Ο ΜΥ1, επίσης, δεν κατέθεσε οποιαδήποτε από τις αποφάσεις των αλλοδαπών δικαστηρίων για να εισηγηθεί δεσμευτικότητά τους, αλλά για να δείξει τη διάσταση που λαμβάνει το ζήτημα αναφοράς και από τον ίδιο, δηλαδή η ανάγκη και ο τρόπος αξιολόγησης της αξιοπιστίας των διαβεβαιώσεων που δίδονται για σκοπούς έκδοσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι όντως μετριάζουν τον κίνδυνο ο Καθ’ ου η αίτηση να υποστεί συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Ο ΜΥ1 δεν απέφυγε να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση, δεν διαφοροποίησε οποιαδήποτε θέση του αλλά ούτε και επιχείρησε να δώσει ημιτελή απάντηση, για να ενισχύει συγκεκριμένη πτυχή των ζητημάτων ως ουσιωδέστερη, έναντι άλλης. Στα σημεία όπου έχρηζε ξεκάθαρη επισήμανση ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις διαβεβαιώσεις που στάλθηκαν από την αιτούσα χώρα, το είχε αναφέρει, χωρίς υπερβολή στο να βοηθήσει τη θέση του Καθ’ ου η αίτηση. Έδειξε ανεξαρτησία στον τρόπο αντιμετώπισης της επιστήμης του και αφοσίωση στα συγκεκριμένα ζητήματα ενδιαφέροντός του. Ήταν σταθερός και ξεκάθαρος ο λόγος του και για τα συγκεκριμένα σημεία των διαβεβαιώσεων που, κατά τη γνώμη του, παρουσιάζουν πρόβλημα. Στο πλαίσιο αυτό, ξεκαθάρισε πως οι διαβεβαιώσεις που είχαν αρχικά δοθεί με το Τ3 δεν αμφισβητείται πως δόθηκαν από τον Αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα, το όνομα του οποίου αναφέρεται στο Τ21Α. Ο ίδιος, όμως, αναφέρθηκε στις πρόσθετες διαβεβαιώσεις που στάλθηκαν από τη Ρωσία και περιέχονται στο Τ5. Ως προς το πρόσωπο που εξέδωσε τις διαβεβαιώσεις του Τ5 δεν αντιλέγει για την ιδιότητα του προσώπου που υπέγραψε το Τ5, αλλά για την ιεραρχική βαθμίδα του λόγω της ανάγκης ικανοποίησης συγκεκριμένου κριτηρίου, αναφέροντας πως μπορεί να θεωρήσει πως το συγκεκριμένο κριτήριο πληρείται μερικώς. Μάλιστα, πρόσθετε, κατά την αντεξέτασή του, ο μάρτυρας, πως στην ευρύτερη αναζήτησή του είχε δει και ότι ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής σωφρονιστικής υπηρεσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας αυτής είναι στη λίστα κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων βασανιστηρίων και συστηματικής καταπάτησης της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, αναφέροντας συγκεκριμένα την απόφαση 2024/2003 του Συμβουλίου ημερομηνίας 2.12.2024, στον αριθμό 96. Ομοίως, ο αναπληρωτής διευθυντής της ίδιας υπηρεσίας, με αναφορά στην απόφαση 2024/952 ημερομηνίας 22.3.2024, με το αιτιολογικό ότι, υπό τις διαταγές του, καθιερώθηκαν οι εκτεταμένες και συστηματικές πρακτικές βασανιστηρίων στα ρωσικά σωφρονιστικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων στέρησης ιατρικής περίθαλψης, ξυλοδαρμούς, εκτεταμένες περιόδους απομόνωσης, στέρησης τροφής και ένεση με άγνωστες ουσίες. Τα στοιχεία αυτά τα εντόπισε μεταγενέστερα. Ο ΜΥ1 όχι μόνον δεν απέκλινε από τις θέσεις του, αλλά, κατά την αντεξέτασή τους, τις ενίσχυσε, έτοιμος να τεκμηριώσει κάθε σημείο αναφοράς του, με πληρότητα και ακρίβεια. Εξήγησε πως το γεγονός ότι πολλοί από τους εμπλεκόμενους στο σύστημα ποινικής Δικαιοσύνης, πέραν των υπολοίπων εκθέσεων, αποφάσεων του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων δικαστηρίων, είναι και στη λίστα κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι για την εισβολή στην Ουκρανία αλλά για παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένου του ιδίου του Γενικού Εισαγγελέα, ήδη από το 2021, μερικών δεκάδων δικαστών, του Προέδρου του Δικαστικού Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ρωσίας, του Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, του Προέδρου του Συμβουλίου Εφετών, των διοικητικών διευθυντών τουλάχιστον τεσσάρων σωφρονιστικών ιδρυμάτων, ενισχύει με ακόμα πιο απτές αποδείξεις ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος. Πρόκειται για αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που λήφθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έθεσε ευθαρσώς το προβληματισμό, εάν στη λίστα κυρώσεων βρίσκεται η κορυφή στην ιεραρχία της ποινικής Δικαιοσύνης, τι μπορεί να γίνεται στα κατώτερα στρώματα. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά σοβαρών παραβιάσεων και καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσκομίστηκαν (Τ27).
Όταν υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι οι διαβεβαιώσεις που έχουν παρασχεθεί από την αιτούσα χώρα είναι σύμφωνες με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκε και στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο μάρτυρας επανέλαβε και επεξήγησε ακόμα καλύτερα πως δεν είναι αποτελεσματικές επειδή το ίδιο το όργανο που επιτηρεί τη συγκεκριμένη σύμβαση είναι η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που το 2022 αναφέρθηκε σφοδρά επικριτικά στην κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία. Η δυνατότητα προσφυγής στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του συμφώνου είναι άκρως αναποτελεσματική, για όλους τους λόγους που ανέφερε και στους οποίους επέμεινε. Χωρίς και οι διαβεβαιώσεις που στηρίζονται στην ΕΣΔΑ να είναι πανάκεια, όπως είπε, είναι σαφώς καλύτερες, συγκριτικά με εκείνες που στηρίζονται στο σύμφωνο, που είναι αναποτελεσματικές.
Υποδείχθηκε, στον ΜΥ1, πως οι διαβεβαιώσεις εξετάστηκαν στη B.S., Πολιτική Αίτηση 63/2023, ημερομηνίας 11.7.2023, ECLI:CY:AD:2023:D253 (Τ28). Πρόκειται για αίτηση που υποβλήθηκε μετά την διαταγή κράτησης για σκοπούς έκδοσης, για habeas corpus, βάσει του άρθρου 10(3) του νόμου. Εκτέθηκαν οι αρχές με βάση τις οποίες πρέπει να εξετάζεται κάθε αίτημα για έκδοση, όταν εγείρεται ζήτημα κινδύνου παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κράτος έκδοσης και αναφέρθηκε πως η Ρωσική Ομοσπονδία είναι «όλως ιδιαίτερη». Γίνεται αναφορά στην απόφαση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ημερομηνίας 16.3.2022, με την οποία η Ρωσία έπαυσε να είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης από την 16.3.2022 λόγω της απρόκλητης και αδικαιολόγητης επίθεσης εναντίον της Ουκρανίας και της συνεπαγόμενης παραβίασης θεμελιωδών αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου. Ως αποτέλεσμα τούτου, όπως λέχθηκε, οι Ρώσοι πολίτες δεν τυγχάνουν πλέον της προστασίας που παρέχει η ΕΣΔΑ ούτε έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στο ΕΔΔΑ αναφορικά με παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων τους. Επιπρόσθετα, λέχθηκε, την 23.3.2022, η Επιτροπή Υπουργών υιοθέτησε την απόφαση (resolution) CM/Res (2022)3, με βάση την οποία εξειδικεύτηκαν οι νομικές και οικονομικές συνέπειες από την παύση, ενώ το ΕΔΔΑ, με απόφασή του ημερομηνίας 22.3.2022 αποφάσισε την παύση της Ρωσίας από μέλος της ΕΣΔΑ, από όπου η ίδια αποχώρησε την επομένη. Επιπλέον, η Ρωσία έπαυσε να είναι μέλος της GRECO, εξαιρουμένης της περίπτωσης που η GRECΟ ασκεί τις αρμοδιότητές της με βάση τη Σύμβαση περί Ποινικού Δικαίου για τη Διαφθορά σε σχέση με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Όμως, λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση, παρά τις αυστηρές κυρώσεις, η Ρωσική Ομοσπονδία παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί Έκδοσης Φυγοδίκων που κυρώθηκε με τον ν.95/70, του οποίου ο ν.97/70 είναι συμπληρωματικός. Στην εν λόγω απόφαση είχε προβληθεί, μεταξύ άλλων, και ότι οι προσκομισθείσες εγγυήσεις περί μη δυσμενούς μεταχείρισης είναι ανεπαρκείς, και η επιχειρηματολογία της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση ήταν στην DAA v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 214/21, ημερομηνίας 8.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:A292, στην οποία είχε κριθεί ότι η παραχώρηση εγγυήσεων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης με βάση την ΕΣΔΑ δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί επαρκής λόγω της προαναφερόμενης κατάστασης και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι η Ρωσία δεν αποτελεί μέρος της ΕΣΔΑ. Υπήρξε αντίθετη εισήγηση ότι δόθηκαν με βάση την ΕΣΔΑ αλλά και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Έγινε αναφορά πως οι διαβεβαιώσεις δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικές, αλλά ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει το βάρος απόδειξης ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση ή δεν θα τύχει δίκαιης δίκης ή ότι γενικά θα παραβιαστούν τα δικαιώματά του. Τέτοιος κίνδυνος, επισημάνθηκε, θα πρέπει να καταδεικνύεται με μαρτυρία, από την οποία να προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία, στη βάση των οποίων να μπορεί εύλογα να καταλήξει κάποιος ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και πραγματικός, και όχι απλώς μία απλή δυνατότητα, η έλευση της οποίας δεν μπορεί να προεξοφληθεί, όπως λέχθηκε και στη Ν.Κ., Πολιτική Έφεση 231/2020, ημερομηνίας 14.6.2020, όπου υιοθετήθηκε απόσπασμα από την AS & DD (Libya) v. Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289. Επισημάνθηκε, στο Τ28, πως οι αρχές σε σχέση με το ότι ο κίνδυνος πρέπει να είναι πραγματικός, ενσωματώθηκαν στην εγχώρια νομολογία με σαφήνεια. Στην Apanasik, Πολιτική Έφεση 295/2016, ημερομηνίας 6.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A97, έγινε αναφορά στην Κ. ν. Russia (App. No. 69235/2011, 23.5.2013), όπου το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία, και την πρακτική σημασία των διαβεβαιώσεων των αρμοδίων αρχών της χώρας περί της τήρησής τους, έκρινε, υπό το φως όλων των δεδομένων, πως δεν μπορούσε να προσδώσει βαρύτητα στις διαβεβαιώσεις. Τούτο όμως δεν ήταν αρκετό. Θα έπρεπε να παρουσιαστεί συγκεκριμένη μαρτυρία ικανή να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι, εάν εκδοθεί ο Καθ’ ου η αίτηση, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο. Εάν δεν παρουσιαστεί ικανό μαρτυρικό υλικό για υποστήριξη των ισχυρισμών λ.χ. περί πολιτικών κινήτρων και καταδίωξης για πολιτικά φρονήματα, για κακομεταχείριση, εάν οι ισχυρισμοί μείνουν σε γενικό επίπεδο, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ο κίνδυνος. Ούτε θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξαγωγή γενικού κανόνα απαγόρευσης έκδοσης προς μία χώρα η γενική κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην υπό αναφορά υπόθεση, ο Καθ’ ου η αίτηση είχε αναφερθεί στη γενική κατάσταση, μέσα από τις αποφάσεις των θεσμών και μία «γενικόλογη», όπως χαρακτηρίστηκε, αναφορά δικηγόρου, που εργάζεται στους δικηγόρους που τον εκπροσωπούσαν, ότι οι διαβεβαιώσεις δεν επαρκούν για την εξάλειψη του κινδύνου. Όμως ούτως ή άλλως οι διαβεβαιώσεις δεν έχουν αξία και το ζήτημα παραμένει η στοιχειοθέτηση του κινδύνου ανεξαρτήτως αυτών. Ο ΜΥ1 ανέφερε, ερωτώμενος επί της απόφασης αυτής, πως η δική του μαρτυρία είναι επί της γενικής κατάστασης (πρακτικά 29.5.2025, σελ. 21, γραμμές 15-18). Εκεί, όμως, όπως προσέθεσε, ήταν «γενικόλογοι» και κάποιοι ισχυρισμοί, ενώ η απόφαση χρονολογείται δύο χρόνια προηγουμένως. Κατατέθηκαν, από τον ίδιο, όπως ανέφερε, πρόσθετα στοιχεία που μεσολάβησαν, η μη συνεργασία της Ρωσίας με την Επιτροπή για την πρόληψη των βασανιστηρίων. Επίσης, ο ίδιος αντιπαρέβαλε, όπως είπε, μία σειρά συγκεκριμένες τοποθετήσεις, οι εκθέσεις του 2024 και του 2025, οι εκκρεμείς υποχρεώσεις.
Υποβλήθηκε στον μάρτυρα πως οι εκθέσεις της ειδικής εισηγήτριας του ΟΗΕ, στο Τ14, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, αφήνοντας να νοηθεί ότι είχε έρθει σε προηγούμενη ρήξη με τη Ρωσία. Ο μάρτυρας απάντησε ορθολογικά, ότι ο ίδιος εμπιστεύεται τον ΟΗΕ και ότι θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστο και επικίνδυνο να χαθεί η εμπιστοσύνη προς τον θεσμό. Ο ίδιος, ως καθηγητής δικαίου, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των εκθέσεων του ΟΗΕ, όπως θεωρεί ούτε και τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θεωρεί, όπως εξήγησε, ότι οι παρατηρήσεις της, στα σκέλη που αναφέρθηκε ειδικότερα, είναι έγκυρες. Οι δε αποφάσεις που αναφέρονται στο Τ15, εξήγησε, καταδεικνύουν την προβληματική κατάσταση. Προφανώς δεν είναι όλες σχετικές με τα δεδομένα της υπόθεσης του Καθ’ ου η αίτηση, γι’ αυτό επισήμανε ορισμένες σχετικές. Η αναφορά του σχετικά με τον κίνδυνο επηρεασμού του τεκμηρίου της αθωότητας του Καθ’ ου η αίτηση προκύπτει από τα στοιχεία που κατέθεσε, τα οποία μαρτυρούν ότι ελάχιστες είναι οι αθωώσεις, σε συνάρτηση με τα ζητήματα δικαστική ανεξαρτησίας. Προς επίρρωση αυτών ήταν που αναφέρθηκε και στις αποφάσεις των αλλοδαπών δικαστηρίων. Όπως είπε χαρακτηριστικά «δεν έχω δει αλλού να έχουμε σχεδόν βέβαιη καταδίκη και οι μόνες αθωώσεις, το 0,3%, είναι όταν στις λίγες περιπτώσεις που κατηγορούνται κρατικοί λειτουργοί». Οι διαφορετικές περιπτώσεις στο Τ15 δείχνουν το δομικό του προβλήματος.
Υποβλήθηκε στον μάρτυρα ότι η Ananyev (ανωτέρω) (Τ17Γ) δεν σχετίζεται την υπό εξέταση περίπτωση. Ο ΜΥ1 απάντησε, μεταξύ άλλων, πως δεν μπορεί να γνωρίζει για τις συνθήκες και στο συγκεκριμένο κέντρο κράτησης που θα κρατηθεί ο συγκεκριμένος Καθ’ ου η αίτηση, σέβεται τη Ρωσική Ομοσπονδία ως κράτος, δεν έχει κάτι προσωπικό, αλλά δεν έχει την πεποίθηση ότι είναι αξιόπιστες οι διαβεβαιώσεις, με βάση τα τεκμήρια, πέρα από το να ελπίζει ότι μπορεί να είναι. Η έμφαση του μάρτυρα ήταν στο γεγονός ότι τα βρετανικά Δικαστήρια δεν έκαναν δεκτές ίδιες διαβεβαιώσεις, λόγος για τον οποίον δεν επέτρεψαν την έκδοση, είναι απλώς καθοδηγητικές, λαμβάνοντας υπόψη και τη μεγάλη εμπειρία των βρετανών δικαστών σε θέματα έκδοσης, αλλά και το γεγονός ότι είχαν εκδοθεί ακόμα σε περίοδο πιο ευνοϊκή για τη Ρωσία. Και στην υπόλοιπη μαρτυρία του ΜΥ1, κατά την αντεξέτασή του, ήταν σταθερός στις θέσεις του επί των διαβεβαιώσεων.
Η μαρτυρία του ΜΥ1 ήταν κατατοπιστική, πλήρης, αμετάβλητη και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε σημεία αναξιοπιστίας της. Είναι αποδεκτή στο σύνολό της. Η έκταση στην οποία μπορεί να χρησιμεύσει είναι διαφορετικό ζήτημα.
ΜΥ2: Aleksei Galeav
Ο ΜΥ2 κατέθεσε και υιοθέτησε γραπτή δήλωση, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του (Έγγραφο Β). Κατάγεται από τη Ρωσία. Είναι προσοντούχος δικηγόρος (Τ29, Τ30, Τ36). Την 3.4.2025, κατόπιν οδηγιών του Καθ’ ου η αίτηση, υπέβαλε αίτημα προς την Κεντρική Ανακριτική Διεύθυνση της Διερευνητικής Επιτροπής της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Περιφέρεια της Μόσχας προκειμένου να του δοθεί πρόσβαση στα έγγραφα ποινικών φακέλων και το αίτημά του εγκρίθηκε αυθημερόν (Τ31). Έχουν στο μεταξύ υποδειχθεί στον ίδιο, από τον δικηγόρο του Καθ’ ου η αίτηση στην Κύπρο, τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ΜΑ1. Τα εν λόγω έγγραφα τα εντόπισε στους ποινικούς φακέλους που ερεύνησε, τα αναγνώρισε και όπου κρίνεται αναγκαίο παραπέμπει. Σύμφωνα με τα έγγραφα που εντόπισε και όπως προκύπτει από τα Τ3Α-ΤΕ, την 17.10.2019 κινήθηκε στη Ρωσία η ποινική υπόθεση -115 κατά αγνώστων κατόπιν καταγγελίας στελεχών της εταιρείας που αναφέρεται. Την 3.8.2020 κινήθηκε η ποινική υπόθεση -090 κατά των προσώπων που αναφέρονται και άγνωστων προσώπων βάσει διαφορετικής νομοθετικής διάταξης. Σύμφωνα με το διάταγμα περί ένωσης ποινικών υποθέσεων ημερομηνίας 7.9.2020 (Τ32) αποφασίστηκε ότι, δεδομένου ότι στις προαναφερόμενες υποθέσεις (-115 και -090) διερευνώνται ουσιαστικά τα ίδια πραγματικά περιστατικά και υφίστανται κατ’ ισχυρισμό επαρκή στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν τα αδικήματα, οι υποθέσεις έπρεπε να ενωθούν σε μία ενιαία διαδικασία, η οποία συνέχισε με τον αριθμό -115. Σύμφωνα με το Τ3Α, την 19.5.2021, από την ποινική υπόθεση -115, η ποινική διαδικασία κατά του Καθ’ ου η αίτηση και άλλων διαχωρίστηκε από την ποινική υπόθεση. Κατά συνέπεια, υπάρχει μία αυτοτελής ποινική υπόθεση εναντίον τους με αριθμό -039. Αυτή η υπόθεση δεν αναφέρεται στο κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης Τ3Γ, όπως ανέφερε ο μάρτυρας. Η ποινική υπόθεση -039, όπως ανέφερε, είχε προσωρινά ανασταλεί λόγω αγνώστου τόπου κατοικίας του κατηγορούμενου, ωστόσο ο μάρτυρας δεν εξήγησε τι εννοεί με τον όρο «αναστολή», εφόσον δεν αρνήθηκε πως εξακολουθεί να εκκρεμεί η ποινική υπόθεση. Δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο στο να οποίο να φαίνεται παύση της ποινικής υπόθεσης. Κατά την εξέταση του διατάγματος του Τ3Ε, με το οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση κρίθηκε κατηγορούμενος στην υπόθεση -039, διαπιστώθηκε ότι οι πράξεις του αφορούσαν ισχυριζόμενη απάτη και δόλια ιδιοποίησης περιουσίας με εκμετάλλευση υπηρεσιακής θέσης. Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε, όπως αναφέρει, στη γνωμάτευση εμπειρογνωμόνων του Ινστιτούτου Μηχανικής Ακρίβειας και Τεχνολογίας Υπολογιστών «Λέμπετεφ» της Ρωσικής Ακαδημίας Ερευνών, ημερομηνίας 20.3.2020. Ο φάκελος της ποινικής υπόθεσης -039 περιέχει επίσης το πόρισμα της ολοκληρωμένης τεχνοοικονομικής αξιολόγησης που συντάχθηκε από την JSC Oranization Agat. Οι γνωματεύσεις αυτές κρίθηκαν από το ρωσικό δικαστήριο ως μη ανεξάρτητες, όπως ανέφερε. Επιπλέον, εξέτασε τον φάκελο της ποινικής υπόθεσης που αφορούσε τους κατ’ ισχυρισμό συνεργούς του Καθ’ ου η αίτηση, δηλαδή της υπόθεσης -115, που αντιμετώπιζε αρχικά και ο ίδιος. Οι κατ’ ισχυρισμό συνεργοί του κατηγορήθηκαν για αδικήματα ταυτόσημα με αυτά του Καθ’ ου η αίτηση και το κατηγορητήριο είχε βασιστεί στις ίδιες γνωματεύσεις. Μετά την έγκριση του κατηγορητηρίου της ποινικής υπόθεσης -115, εστάλη στο Δικαστήριο της πόλης Καρολέφ, της περιφέρειας της Μόσχας, για εξέταση από της ουσίας και έλαβε αριθμό 1-24/2024. Την 6.11.2024 το Δικαστήριο, με απόφασή του, επέστρεψε την ποινική υπόθεση -115 στον Εισαγγελέα λόγω παραβιάσεων των διαδικαστικών προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία περί ποινικής δικονομίας, συγκεκριμένα λόγω του ότι το κατηγορητήριο βασίζεται στο πόρισμα της γνωμάτευσης εμπειρογνωμόνων που κρίθηκε από το Δικαστήριο ως μη αποδεκτό αποδεικτικό στοιχείο (Τ33). Είχε κριθεί ως μη αποδεκτό αποδεικτικό στοιχείο λόγω του ότι οι οργανισμοί εμπειρογνωμόνων που συνέταξαν τις γνωματεύσεις είναι θυγατρικές εταιρείες εταιρειών που φέρονται ως θύματα των κατ’ ισχυρισμών πράξεων, συνεπώς το ακριβές ύψος της ζημιάς δεν είχε αποδειχθεί με αξιοπιστία. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε από Εφετείο (Τ34). Κατά τον ΜΥ2, με δεδομένο ότι στο πλαίσιο της υπόθεσης -039 οι αποδιδόμενες κατηγορίες είναι ταυτόσημες με εκείνες της ποινικής υπόθεσης -115 και αμφότερες βασίστηκαν στις εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που δεν έγιναν δεκτές από το δικαστήριο, και η ποινική υπόθεση -039 πάσχει. Επιπλέον, υπάρχει απόφαση του Εμπορικού Δικαστηρίου της Περιφέρειας της Μόσχας στην υπόθεση Α41-32496/19 που εκδόθηκε την 21.8.2024 όπου ενάγουσα είναι η παραπονούμενη στις ποινικές υποθέσεις και εναγόμενη εταιρεία και η διαφορά σχετίζεται με την εκτέλεση της κρατικής σύμβασης. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη δεν παρέδωσε πλήρες πακέτο κοστολογικών εγγράφων και ότι η τιμή των εξαρτημάτων διογκώθηκε τεχνητά, ζητώντας από το δικαστήριο να υποχρεώσει την εναγόμενη να προσκομίσει στοιχεία. Η εναγόμενη αντέτεινε ότι παρέδωσε όλα τα αναγκαία έγγραφα, ότι η τελική τιμή έγινε αποδεκτή μέσω των δελτίων αποστολής και καταχώρισε ανταπαίτηση. Στην απόφασή του, το δικαστήριο αξιολόγησε ειδικά τις πραγματογνωμοσύνες που προσκομίστηκαν (Τ35). Η γνωμάτευση των εμπειρογνωμόνων που είχε τεθεί στο εμπορικό δικαστήριο αποτέλεσε τη βάση για την ποινική υπόθεση. Το δικαστήριο δεν την αποδέχθηκε καθότι δεν παρείχε τεκμηριωμένες και αξιόπιστες απαντήσεις, και διόρισε ανεξάρτητο πραγματογνώμονα του οποίου η έκθεση κατέληξε πως δεν προέκυψαν στοιχεία αδικαιολόγητης ή τεχνητής υπερκοστολόγησης, στηρίζοντας σε αυτήν την τελική του κρίση. Με δεδομένο ότι γνωμάτευση εμπειρογνωμόνων της παραπονούμενης εταιρείας απορρίφθηκε από δύο δικαστήρια, αλλά συνεχίζει η ποινική διαδικασία, δημιουργεί το συμπέρασμα, κατά τον ΜΥ2, πως η ποινική υπόθεση που αφορά τον Καθ’ ου η αίτηση προωθείται για αλλότριους σκοπούς. Την 26.2.2021 η εναγόμενη, η ανταπαίτηση της οποίας έγινε δεκτή από το εμπορικό δικαστήριο, είχε εξασφαλίσει διάταγμα εκτέλεσης για το οφειλόμενο ποσό. Η καταγγελία της ενάγουσας για ποινικά αδικήματα είχε γίνει την ίδια περίοδο που εκκρεμούσε η αστική / εμπορική διαφορά. Είχε χρησιμοποιηθεί η ποινική διαδικασία, για να αντληθεί μαρτυρία για την αστική / εμπορική διαδικασία. Περιγράφει, ο ΜΥ2, μία επίμονη διαδικασία που είχε γίνει προς εκείνη την κατεύθυνση, με τεχνάσματα και εξασφαλιστούν καταδίκες και εν τέλει να επιτευχθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης στο εμπορικό δικαστήριο και η οικονομική ικανοποίηση.
Κατά την αντεξέταση του ΜΥ2 έγινε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η γνώση του σχετικά με διαδικασίες έκδοσης φυγοδίκων. Ωστόσο ο μάρτυρας αυτός δεν προσήλθε για να καταθέσει ως ειδικός σε θέματα έκδοσης φυγοδίκων. Προσήλθε να καταθέσει για το αλλοδαπό δίκαιο και για τα γεγονότα που σχετίζονται με την υπόθεση του Καθ’ ου η αίτηση, που έχει ερευνήσει. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως είναι γνώστης του ρωσικού δικαίου ή και πως όντως έχει ερευνήσει την υπόθεση του Καθ’ ου η αίτηση. Υπάρχει υπόθεση εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, που ξεκίνησε μία περίοδο που έπρεπε να συμπληρωθούν οι δέσμες εγγράφων. Ωστόσο, υπήρξε και απόκρυψη αποφάσεων και εγγράφων που είχαν ακολουθήσει και που ο ίδιος θεωρεί σημαντικές για την έκβαση. Του υποβλήθηκε πως τα έγγραφα που έχουν σταλεί για σκοπούς έκδοσης δεν έχουν ακυρωθεί. Ο ΜΥ2 εκτιμά πως αν και δεν έχουν ακυρωθεί «πάσχουν», ιδίως το ένταλμα σύλληψης, καθότι δεν αναγράφει αριθμό υπόθεσης. Υποδείχθηκε στον ΜΥ2 το Τ3Γ. Ο ΜΥ2 επέμεινε ότι δεν υπάρχει αριθμός υπόθεσης, καταδεικνύοντας ότι στο ρωσικό έγγραφο δεν αναφέρεται οποιοσδήποτε αριθμός υπόθεσης, και ότι στο ελληνικό έγγραφο, που φέρεται ως πιστή μετάφραση του ρωσικού εντάλματος σύλληψης, προστέθηκε, στο κάτω μέρος, μετά την υπογραφή του δικαστή, κείμενο που δεν υπάρχει στο πρωτότυπο ένταλμα, που αναφέρεται και στον αριθμό της υπόθεσης. Κατά τον μάρτυρα, το έγγραφο παραβιάζει το δικαίωμα του Καθ’ ου η αίτηση σε υπεράσπιση, καθότι δεν γνωρίζει σε ποια υπόθεση πρέπει να υποβάλει την υπεράσπισή του. Πέραν του ότι το ένταλμα σύλληψης «πάσχει» και δεν μπορεί ο Καθ’ ου η αίτηση να το προσβάλει μη γνωρίζοντας σε ποια υπόθεση εκδόθηκε, υπήρχε και η απόκρυψη των επιπλέον εγγράφων, που ο ίδιος προσκόμισε, που κατά τη θέση του αποδεικνύουν πως δεν υπάρχει και το έγκλημα. Η γνωμάτευση που δεν έγινε μετέπειτα αποδεκτή από τα δικαστήρια αναφέρεται στα έγγραφα που στάλθηκαν από τις ρωσικές Αρχές στο Δικαστήριο για τους σκοπούς του αιτήματος έκδοσης.
Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΥ2, βλέποντας τη δέσμη εγγράφου του Τ3, επισήμανε και το γεγονός ότι η απόφαση για την κήρυξη του Καθ’ ου η αίτηση ως κατηγορούμενου εκδόθηκε την 23.5.2023 ενώ το ένταλμα, βάσει άγνωστης υπόθεσης, εκδόθηκε την 18.12.2020. Δεν γίνεται αναφορά ούτε στις κατηγορίες. Ήταν κάπως ασαφής και ατελής αυτή η τοποθέτησή του. Του εντάλματος σύλληψης είχε προηγηθεί το διάταγμα για την αναζήτηση υπόπτου ημερομηνίας 27.8.2020, στο οποίο γίνεται αναφορά στα γεγονότα, ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας αναγνωρίστηκε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν διαμένει στην καταχωρισμένη διεύθυνση και σύμφωνα με τις πληροφορίες είναι εκτός συνόρων, όπου κρύβεται, δεν απαντά στα τηλέφωνά του. Διατάχθηκε να ανατεθεί η αναζήτησή του και σε περίπτωση σύλληψης να μεταφερθεί ως ορίζεται. Την 2.12.2020 εκδόθηκε διάταγμα για την αναγγελία του Καθ’ ου η αίτηση σε διεθνή αναζήτηση και εκεί αναφέρονται τα γεγονότα όπως και ο αριθμός της υπόθεσης ως ίσχυε τότε. Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε την 18.12.2020 κατόπιν αυτών των διαβημάτων. Με βάση τη μετάφραση που προσκόμισε η ΜΥ3 (Τ37), γίνεται αναφορά στην απόφαση ημερομηνίας 27.8.2020 και στην απόφαση ημερομηνίας 2.12.2020. Το ένταλμα σύλληψης, το οποίο εκδόθηκε με την επιβολή ασφαλιστικού μέτρου, δεν ακυρώθηκε, και γίνεται αναφορά στην κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Καθ’ ου η αίτηση, ενώ η μετάφραση των υπολοίπων εγγράφων δεν τέθηκε σε αμφιβολία. Στο Τ37 γίνεται αναφορά και σε συνήγορο υπεράσπισης που είχε εμφανιστεί για τον Καθ’ ου η αίτηση, συγκεκριμένο δικηγόρο. Ο ΜΥ2, προς το τέλος της αντεξέτασής του, έδειξε υπερβολή στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την εκδοχή της μη έκδοσης, αναφέροντας πως οι αποφάσεις που προσκόμισε σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης σε αντίστοιχη περίπτωση έχουν πολύ μεγάλη σημασία.
Ο ΜΥ2 δεν είπε αναλήθειες σχετικά με την έρευνα που διενήργησε και τα έγγραφα που εξασφάλισε. Η μαρτυρία του, ως προς τα γεγονότα και τα έγγραφα, είναι αποδεκτή. Συνάδει εν μέρει και με τη μαρτυρία του ΜΑ1, ως προς τα έγγραφα που κατέχει και προσκόμισε. Η γνώμη του ωστόσο σχετικά με την ερμηνεία των γεγονότων και των εγγράφων δεν είναι πειστική, λόγω των ασαφειών, της μη τεκμηρίωσής τους με συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. ακυρώθηκαν στο παρελθόν εντάλματα σύλληψης επειδή δεν αναφέρεται ο αριθμός της υπόθεσης ακόμα κι αν υπάρχουν έγγραφα που προηγήθηκαν και εάν γενικότερα υπάρχει αριθμός υπόθεσης που εκκρεμεί;) και της παράλληλης προσπάθειάς του να καταδείξει ότι η πιθανότητα να υπάρχει ιδιωτικό συμφέρον σχετικό με την εμπορική διαμάχη δύο εταιρειών έχει καθοριστική σημασία για την έκβαση του αιτήματος έκδοσης του Καθ’ ου η αίτηση στη Ρωσία, χωρίς αυτό το μέγεθος να απαντάται σε οποιοδήποτε αντικειμενικό στοιχείο.
ΜΥ3: Ξένια Γεωργιάδη
Η ΜΥ3 είναι ορκωτή μεταφράστρια και ανέφερε πως μετέφρασε το Τ3Γ από τη ρωσική γλώσσα στην ελληνική γλώσσα, προσκομίζοντας τη μετάφραση (Τ37). Ανέφερε ότι στην αρχική μετάφραση του Τ3Γ, που εστάλη από τις ρωσικές Αρχές, εντοπίζει διαφορές, στο κείμενο που ακολουθεί την υπογραφή του δικαστή, που δεν υπάρχει στο αντίστοιχο ρωσικό έγγραφο. Ερωτώμενη σχετικά, ανέφερε πως δεν αναγράφεται κάπου στο ρωσικό έγγραφο αριθμός υπόθεσης. Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΥ3 ανέφερε πως στο Τ3Γ, στη ρωσική και ελληνική γλώσσα, υπάρχουν το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, η ειδικότητα, ο τόπος γέννησης, η διεύθυνση κατοικίας του Καθ’ ου η αίτηση και ότι έχει παιδί και καθαρό ποινικό μητρώο. Δεν έχει αριθμό υπόθεσης. Η μαρτυρία της ΜΥ3 δεν παρουσιάζει σημεία αναξιοπιστίας και είναι αποδεκτή.
Νομικές πτυχές και εξέταση
Η διευκόλυνση των μετακινήσεων από ένα κράτος σε άλλο, μεταξύ άλλων, διευκόλυνε και τη διαφυγή ατόμων που αναζητούνται ή διώκονται σε ένα κράτος, ώστε να βρίσκουν καταφύγιο σε άλλο. Η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων αποσκοπεί ακριβώς στον παραμερισμό των συνόρων ως φραγμού στη δίωξη του σοβαρού εγκλήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την έκδοση φυγοδίκων, που είναι σπουδαία εργαλεία, ερμηνεύονται όχι με τους συνήθεις κανόνες των συμβάσεων, αλλά φιλελεύθερα, για να επιτευχθεί ο στόχος που επιδιώκουν, δηλαδή η καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο[4].
Η διαδικασία έκδοσης είναι sui generis διαδικασία για τη διαπίστωση του κατά πόσον ικανοποιούνται ή όχι ορισμένες προϋποθέσεις έκδοσης. Όπως διευκρινίστηκε μεταξύ άλλων στην El-Bustani (1991) 1 ΑΑΔ 736, ο ν.97/70 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκων, ενώ ο ν.95/70 καθορίζει, με την κύρωση της Συνθήκης, τις προϋποθέσεις για την έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των χωρών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων. Ο ν.97/90 βεβαιώνει ότι το απαιτούμενο, για τους σκοπούς έκδοσης, αποδεικτικό υλικό, σε χώρες όπου ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση, είναι εκείνο το οποίο προβλέπεται από τη Σύμβαση.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 του ν.95/1970, η έκδοση ενεργείται για πράξεις που είναι κολάσιμες τόσο από το αιτούν μέρος όσο και από το μέρος από το οποίο ζητείται η έκδοση και τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ανώτατου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή αυστηρότερα.
Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 12 ν.95/1970, μια αίτηση για έκδοση υποβάλλεται εγγράφως, διά της διπλωματικής οδού, και προς υποστήριξή της προσάγονται το πρωτόκολλο ή επίσημο αντίγραφο είτε της εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης είτε εντάλματος σύλληψης ή κάποιας άλλης πράξης που έχει την ίδια ισχύ και εκδόθηκε κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους. Προσάγεται έκθεση που περιλαμβάνει τις πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση, ο τόπος και ο χρόνος τέλεσής τους, ο κατά νόμο χαρακτηρισμός τους, η παραπομπή στις νομοθετικές διατάξεις οι οποίες έχουν εφαρμογή και αντίγραφό των εν λόγω διατάξεων και κάθε άλλη πληροφορία η οποία μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητα του Καθ’ ου η αίτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 § 5 (γ) ν.97/1970, σε περίπτωση αίτησης έκδοσης δυνάμει της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης, αντί οι διατάξεις αυτού.
Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Shimkevich, Πολιτική Έφεση 235/2012, 30.3.2017, λέχθηκε πως σε τέτοια διαδικασία είναι διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και η εσωτερική νομοθεσία. Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην έκθεση, τα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν, αλλά και ο αλλοδαπός νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν του παρέχεται η ευχέρεια να τα αμφισβητήσει. Η απόδειξή τους, όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας έκδοσης[5]. Εκείνο που ουσιαστικά απαιτείται είναι να δίδονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες, για να διαπιστώνεται η ακριβής περιγραφή της πράξης ή των πράξεων που καταλογίζονται στον Καθ’ ου η αίτηση και ότι αυτές συνιστούν αδίκημα[6].
Έχοντας υπόψη μου όσα προκύπτουν από την ενώπιον μου μαρτυρία, διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση αποκαλύπτει, εκ πρώτης όψεως, ποινικό αδίκημα «κλοπή ξένης περιουσίας με απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης από οργανωμένη ομάδα σε ευρεία κλίμακα», μεταξύ της 10ης Οκτωβρίου του 2016 και του Ιουλίου του 2017, κατά παράβαση του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα. Δεν αξιολογείται ο τρόπος διατύπωσής του από τις ρωσικές Αρχές ή στη ρωσική νομοθεσία, ως θίχθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης του Καθ’ ου η αίτηση. Είναι αδίκημα που βασίζεται σε συγκεκριμένη νομοθετική βάση και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι και δέκα χρόνια. Με τον αντίθετο ισχυρισμό, ότι δεν υπάρχει «έγκλημα», για λόγους που έχουν να κάνουν με εξελίξεις στην υπόθεση που κατά την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση είναι ουσιαστικές ή καθοριστικές, θα υπάρξει ενασχόληση στη συνέχεια, κατά την εξέταση της θέσης του Καθ’ ου η αίτηση περί προσπάθειας έκδοσής του για αλλότριους σκοπούς.
Αποκαλύπτεται, επίσης, από την εξουσιοδότηση του Υπουργού, ότι οι ως άνω κατ' ισχυρισμό εγκληματικές πράξεις που καταλογίζονται στον Καθ’ ου η αίτηση συνιστούν, πέρα από παράβαση της νομοθεσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και παράβαση της Κυπριακής νομοθεσίας, συγκεκριμένα των άρθρων 20 (αυτουργοί) και 21 (συναυτουργοί), 255 (κλοπή), 262 (ποινή κλοπής), 269 (κλοπή από διευθυντή εταιρείας), 297 (ορισμός ψευδών παραστάσεων, 298 (εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις), 300 (απάτη), 302 (συνωμοσία προς καταδολίευση), 334 (πρόθεση καταδολίευσης) και 371 (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος) του Κεφ.154, και του άρθρου 4 του ν.188(Ι)/2007, που επιφέρουν ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους. Ικανοποιείται ο κανόνας της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας (άρθρο 2 § 1 ν.95/1970)[7].
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η επίδικη αίτηση υποβλήθηκε εγγράφως διά της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Κυπριακή Δημοκρατία και προς υποστήριξή της προσάχθηκε αντίγραφο του εγγράφου ημερομηνίας 18.12.2020 που εκδόθηκε από τις Ρωσικές Αρχές εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση. Από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αναζητήθηκε στον τόπο που δήλωσε ως διαμονή του και, επειδή δεν εντοπίστηκε εκεί, εναντίον του εκδόθηκε από δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Babushkinskiy της Περιφέρειας της Μόσχας μέτρο που θα μπορούσε να θεωρηθεί «ένταλμα σύλληψης» ως προς τη φύση του, κατά τον χρόνο έκδοσής του.
Παρεμβάλλεται, στο σημείο αυτό, πως δεν αμφισβητήθηκε πως το Τ3Γ (μετάφραση Τ37) συνιστούσε, κατά την έκδοσή του, «ένταλμα σύλληψης». Ασχέτως τυχόν ελαττωμάτων του[8], με βάση όσα ο ΜΥ2 ανέφερε, υπήρχε, κατά την έκδοσή του, και υπόθεση με συγκεκριμένο αριθμό. Προβλημάτισε ασφαλώς το γεγονός ότι οι μεταφράσεις των εγγράφων από τη ρωσική στην ελληνική γλώσσα, ως έχουν σταλεί από τις ρωσικές Αρχές, παρουσιάζουν αποκλίσεις, που τουλάχιστον στο Τ3Γ είναι εκτενείς, εφόσον αφορούν την προσθήκη κειμένου. Δεν αναιρούν τη βάση την οποία το Δικαστήριο έχει για να αποφασίσει το αίτημα. Δεν είναι συγκεκριμένη η μαρτυρία του ΜΥ2, πέραν από την αναφορά στο ότι «πάσχει» το ένταλμα, ότι για παράδειγμα στη Ρωσία ένα ένταλμα σύλληψης που δεν αναγράφει αριθμό υπόθεσης, αλλά αναφέρει τα στοιχεία του προσώπου που αναζητείται, είναι μη εκτελεστό ή ακυρώσιμο, για τον λόγο αυτό. Δεν εξηγήθηκε γιατί ο Καθ’ ου η αίτηση δεν μπορεί να το προσβάλει τα όποια εναντίον του μέτρα με αναφορά στον υφιστάμενο αριθμό της υπόθεσής του, που είναι γνωστός. Έπειτα η αναφορά του ΜΥ2 στο ότι «πάσχει» το ένταλμα συσκοτίστηκε όταν η ίδια αναφορά επεκτάθηκε και στο κατηγορητήριο, ότι και το κατηγορητήριο «πάσχει», με το επιχείρημα που σχετίζεται με το ελάττωμα να ανατρέχει στην ουσία, ότι πίσω από τα φανερά πράγματα, δεν υπάρχει έγκλημα, αλλά ιδιωτική διαφορά μεταξύ δύο εταιρειών. Όσον αφορά το σύστημα αρίθμησης των υποθέσεων στη Ρωσία ή τη δυνατότητα συνένωσης υποθέσεων και διατήρησης προηγούμενων διαβημάτων ενεργών, είναι σεβαστός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί κάθε κράτος. Δεν μπορεί εμμέσως να απαιτείται ομοιότητα με εγχώριες διαδικασίες. Υπάρχει διαφοροποίηση από τα δεδομένα που τέθηκαν στην Bondareva, Πολιτική Έφεση 7/2018, 15.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:A348. Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει ροή στην πορεία των υποθέσεων, που ο ίδιος ο ΜΥ2 διαβεβαίωσε, χωρίς συγκεκριμένη μαρτυρία, με αναγωγές σε διατάξεις ή αποφάσεις, ότι δεν επιτρέπεται στο ρωσικό δίκαιο η διατήρηση σε ισχύ ενταλμάτων σύλληψης μετά την ενοποίηση των υποθέσεων και ότι μετά την ενοποίηση παύουν να ισχύουν προγενέστερες πράξεις και πρέπει να επανεκδοθούν με τον νέο αριθμό. Απεναντίας, ο ΜΥ2 απέφυγε να πει ότι το ένταλμα σύλληψης του Τ3Γ είναι άκυρο, αλλά περιορίστηκε να πει ότι «πάσχει» απλώς επειδή δεν αναφέρεται στο σώμα του ο ‒κατά τα λοιπά γνωστός‒ αριθμός της υπόθεσης. Χωρίς παράλληλα να εξηγεί πού προβλέπεται ότι τέτοιος αριθμός θα πρέπει να αναγράφεται στο ένταλμα σύλληψης. Σε κάθε στάδιο, ο Καθ’ ου η αίτηση φαίνεται πως ένα συγκεκριμένο αδίκημα αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει, βάσει του άρθρου 159(4) του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, πριν και μετά τη συνένωση, και τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δείχνουν τη διασύνδεση του εντάλματος σύλληψης Τ3Γ με την υπόθεση για την οποία ζητήθηκε η έκδοση.
Αυτό που δημιουργεί στο Δικαστήριο αμφιβολίες ως προς την αποδοχή του Τ3Γ ως ένταλμα σύλληψης, για τους σκοπούς του άρθρου 12 ν.95/1970, δεν είναι η απουσία αναφοράς σε αριθμό ή η ενοποίηση, ως τέθηκαν από τον ΜΥ2. Είναι το εξής: στο ένταλμα σύλληψης Τ3Γ που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο γίνεται αναφορά πως η διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας για την ποινική υπόθεση παρατάθηκε μέχρι την 16.1.2021 και στο σώμα του εγγράφου αυτού, στην πρώτη παράγραφο του σκέλους της απόφασης, αναφέρεται πως το μέτρο είναι από την πραγματική σύλληψη αλλά εντός των προθεσμιών της προκαταρκτικής έρευνας για την ποινική υπόθεση. Αυτό, σε συνάρτηση με την μετέπειτα ενοποίηση, το γεγονός ότι το Diffusion στάλθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, χωρίς σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη πράξη να γίνεται αναφορά σε ενεργό ένταλμα σύλληψης, και ότι την 23.5.2023 εκδόθηκε διάταγμα για κλήση κατηγορουμένου (Τ3Ε), χωρίς αναφορά σε ένταλμα σύλληψης, δημιουργεί ουσιαστικές αμφιβολίες ως προς το εάν το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε για σκοπούς διερεύνησης είναι ενεργό μετά την 16.1.2021 χωρίς άλλη δικαστική απόφαση και εάν η έκδοση ζητείται για τον ίδιο σκοπό για τον οποίο είχε εκδοθεί το αρχικό ένταλμα σύλληψης. Η υπόθεση φαίνεται να προχώρησε χωρίς την προηγούμενη εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης εντός της ορισθείσας, από τον υπογράψαντα δικαστή, (παραταθείσας) περιόδου της προκαταρκτικής έρευνας, και ο Καθ’ ου η αίτηση κλήθηκε πλέον ως κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της υπόθεσης -039, για απαγγελία κατηγορίας, συνθήκη που αφήνει να νοηθεί ότι δεν υπάρχει πλέον προκαταρκτική έρευνα, αλλά αυτή ολοκληρώθηκε και υπάρχει υπόθεση για απαγγελία κατηγορίας. Δεν υπάρχει θετική μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι, σε αυτήν την περίπτωση, διαβιώνει το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί για σκοπούς προκαταρκτικής διερεύνησης. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποθέσει ένα τέτοιο γεγονός. Παράλληλα, σε όλες τις επιστολές, για σκοπούς προώθησης του αιτήματος έκδοσης, γίνεται αναφορά στην απόφαση ημερομηνίας 18.12.2020 (Τ3Γ) και όχι σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση παρατείνουσα την φαινόμενη ως χρονικά και θεματικά περιορισμένη αρχική ισχύ του μέτρου της κράτησης και (για τους σκοπούς αυτής) της σύλληψης. Η διαπίστωση αυτή δεν στηρίζεται σε ερμηνεία της ρωσικής ποινικής δικονομίας, αλλά στη γραμματική και χρονική αλληλουχία που προκύπτει από τα ίδια τα έγγραφα της αιτούσας χώρας. Εφόσον η αιτούσα χώρα δεν προσκόμισε οποιαδήποτε νεότερη δικαστική πράξη που να παρατείνει ή να επανεκδίδει το μέτρο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμπληρώσει κενά ούτε να υποθέσει τη συνέχιση της ισχύος του εντάλματος ημερομηνίας 18.12.2020. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί μη απόδειξης ισχύος ενεργού εντάλματος δεν ταυτίζεται με τον ισχυρισμό του ΜΥ2 ότι το ένταλμα «πάσχει» λόγω μη αναγραφής αριθμού υπόθεσης. Η πρώτη εδράζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο του ίδιου του εντάλματος ημερομηνίας 18.12.2020 ως προς τον χρονικό και λειτουργικό του περιορισμό και στην έλλειψη νεότερης πράξης, ανεξάρτητα από τη θέση του ΜΥ2.
Τονίζεται ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης και ισχύος εντάλματος σύλληψης φέρει η αιτούσα χώρα. Δεν τηρείται σιωπή έναντι υποχρέωσης αναζήτησης διευκρίνισης ούτε μπορεί να συναχθεί ότι η ύπαρξη σχετικής απόφασης κλήσης κατηγορουμένου (Τ3Ε) μπορεί να σημαίνει και συνέχιση ποινικής διερεύνησης, άρα έμμεση επιβεβαίωση ότι το ένταλμα δεν εξέπνευσε. Το βάρος αυτό δεν υποκαθίσταται από την υποχρέωση αναζήτησης διευκρινίσεων ή αποδείξεων. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ερμηνεία του αλλοδαπού δικαίου ούτε σε έλεγχο σκοπιμότητας των μέτρων· περιορίζεται στην εκτίμηση εάν, με βάση τα ίδια τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, τεκμηριώνεται η διαρκής ισχύς του μέτρου. Καταληκτικά, δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη ενεργού εντάλματος σύλληψης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 12 ν.95/1970 βάσει του οποίου να μπορεί να προωθηθεί αίτημα για έκδοση. Αυτή η διαπίστωση σφραγίζει την κατάληξη του Δικαστηρίου.
Προχωρώ στην εξέταση και των υπόλοιπων ζητημάτων, ούτως ώστε, σε περίπτωση που τυχόν τύχει να επικρατήσει μία διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση επί του σημείου που σχετίζεται με το ένταλμα σύλληψης, να υφίσταται η απόφαση του Δικαστηρίου για τα υπόλοιπα ζητήματα.
Έχει προσαχθεί έκθεση των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση του Καθ’ ου η αίτηση και επαρκές υλικό αναφορικά με τον τρόπο εμπλοκής του Καθ’ ου η αίτηση, από όπου αποκαλύπτεται ότι οι κατ' ισχυρισμό εγκληματικές πράξεις φέρονται να τελέστηκαν στη Ρωσική Ομοσπονδία[9]. Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση της πλευράς του Καθ’ ου η αίτηση περί του αντιθέτου. Στη Δημοκρατία ν. Kolesnikov, Πολιτική Έφεση 315/2006, 13.5.2018, δεν υπήρχε έγγραφο που να μπορέσει να υπέχει αυτή τη θέση. Στην υπό εξέταση υπόθεση υπάρχει, ώστε να προκύπτει ξεκάθαρα ο λόγος για τον οποίον διώκεται ο Καθ’ ου η αίτηση και η ύπαρξη εγγράφου που μπορεί να παρέχει την απαραίτητη πληροφορία στο Δικαστήριο δεν αναιρείται από τη γνώμη του ΜΑ1. Η περιπλοκή των γεγονότων της υπόθεσης, επίσης, δεν σχετίζεται με την εν λόγω προϋπόθεση.
Έχει ακόμα προσαχθεί αντίγραφο των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καθώς και οι αναγκαίες πληροφορίες αναφορικά με την ταυτότητα και την εθνικότητα του Καθ’ ου η αίτηση.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει επαρκής λεπτομέρεια ως προς το τι καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση. Οι πράξεις που του αποδίδονται επιτρέπουν στο Δικαστήριο να προβεί σε όσες διαπιστώσεις είναι επιτρεπτό, για τους περιορισμένους σκοπούς της αίτησης. Οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 12 ν.95/1970 ικανοποιούνται.
Προχωρώ να εξετάσω την εισήγηση από πλευράς Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν υφίστανται πλέον διασφαλίσεις πως, σε περίπτωση έκδοσής του στη Ρωσική Ομοσπονδία, θα τύχει δίκαιης δίκης και ότι υφίσταται αυξημένος κίνδυνος απάνθρωπης μεταχείρισης.
Το άρθρο 6(1) του ν. 97/1970 προβλέπει ότι δεν χωρεί έκδοση όταν το δικαστήριο κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι ο εκζητούμενος θα υποστεί δυσμενή μεταχείριση ή η προσωπική του ελευθερία θα περιοριστεί λόγω φυλής, θρησκευτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας ή πολιτικών φρονημάτων.
Καταρχήν, δεν υφίσταται γενικός κανόνας ότι μετά την απόσυρση της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την ΕΣΔΑ κάθε αίτηση έκδοσης θα απορρίπτεται αυτομάτως. Η Ρωσική Ομοσπονδία εξακολουθεί τυπικά να δεσμεύεται από τη δική της εθνική νομοθεσία και από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Υποβλήθηκαν σχετικές διαβεβαιώσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να παρατεθεί αυτούσιο το λεκτικό τους. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το αίτημα έκδοσης, δεν περιορίζεται στη διοικητική καταγραφή των διαβεβαιώσεων αλλά οφείλει να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους ως εγγύηση πρόληψης πραγματικού κινδύνου παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων
Η μαρτυρία του ΜΥ1, σε συνδυασμό με όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες, βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν στην Othman (Abu Qatada) (ανωτέρω). Τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμηριώνουν επιδείνωση της κατάστασης προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων στη Ρωσία τον τελευταίο χρόνο. Η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν εισάγει νομικό συμπέρασμα περί απαγόρευσης έκδοσης, παρέχει όμως εμπειρικά και επιστημονικά δεδομένα που ενημερώνουν τη δικανική κρίση περί ύπαρξης κινδύνου.
Η πρακτική που, κατά τον ΜΥ1, ακολουθείται στο Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά την αποτροπή εκδόσεων προς τη Ρωσία δεν προκύπτει ότι ακολουθείται στην Κυπριακή Δημοκρατία, αφού η παρούσα διαδικασία προωθείται από την αιτούσα Αρχή. Έχω μελετήσει τις αποφάσεις Τ16Α, Τ16Β και Τ17, καθώς και τις αναφορές σε αλλοδαπή νομολογία σχετικά με την αναξιοπιστία διαβεβαιώσεων κρατών. Πέραν αυτών, δεσμευτικές είναι για το Δικαστήριο οι αποφάσεις Ν.Κ., Πολιτική Έφεση 231/2020, ημερομηνίας 14.6.2020 και Apanasik, Πολιτική Έφεση 295/2016, ημερομηνίας 6.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A97 και καθοδηγητική η B.S., Πολιτική Αίτηση 63/2023, ημερομηνίας 11.7.2023, ECLI:CY:AD:2023:D253. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και όπου διαπιστώνεται γενική επιδείνωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο κράτος έκδοσης και ανεπάρκεια των παρεχόμενων διαβεβαιώσεων, δεν αίρεται το καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει κατά πόσον αποδείχθηκε πραγματικός και συγκεκριμένος κίνδυνος στο πρόσωπο του εκζητούμενου. Η ύπαρξη γενικού κινδύνου δεν υποκαθιστά την υποχρέωση εξατομικευμένης απόδειξης. Η νομολογιακή αυτή κατεύθυνση δεν επιτρέπει την αποδοχή της θέσης ότι η αναξιοπιστία των διαβεβαιώσεων αρκεί αφ’ εαυτής για τη μη έκδοση. Οι γενικές συνθήκες και η ποιότητα των διαβεβαιώσεων αποτελούν πλαίσιο εντός του οποίου αξιολογείται ο κίνδυνος, όχι όμως αυτοτελή λόγο απαγόρευσης της έκδοσης.
Στο διεθνές δίκαιο έκδοσης ισχύουν ταυτόχρονα δύο αρχές και αυτό φαίνεται να δημιουργεί διάλογο μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η μία αρχή είναι πως η απαγόρευση των βασανιστηρίων είναι απόλυτη. Η άλλη είναι ότι η διαδικασία έκδοσης είναι εξαιρετική παρέμβαση στην ποινική κυριαρχία άλλου κράτους. Δεν υποκαθιστά η μία αρχή την άλλη. Οι διαβεβαιώσεις δεν ζητούνται επειδή διαπιστώνεται ότι ο συγκεκριμένος εκζητούμενος κινδυνεύει ή επειδή έχει επικυρωθεί ο κίνδυνος, σε αποδεικτική βάση· ζητούνται επειδή ο κίνδυνος είναι δυνατόν να υπάρξει, λόγω γνωστών συστημικών προβλημάτων στο κράτος έκδοσης, ή χαρακτηριστικών της κατηγορίας προσώπων στην οποία ανήκει ο εκζητούμενος, για να κριθεί εάν μπορεί αυτός να αποτραπεί, άρα σε προληπτική βάση. Αν ο κίνδυνος είχε ήδη αποδειχθεί, δεν θα ζητούνταν διαβεβαιώσεις, αλλά θα απαγορευόταν η έκδοση, δίχως άλλο.
Σε ακολουθία των ανωτέρω, η ανεπαρκής αξιοπιστία των διαβεβαιώσεων δεν τεκμηριώνει αυτομάτως κίνδυνο για το συγκεκριμένο άτομο· μειώνει τη βεβαιότητα του Δικαστηρίου ότι το σύστημα του κράτους έκδοσης μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο. Οι διαβεβαιώσεις ζητούνται μεν για το συγκεκριμένο πρόσωπο, όμως οι διαβεβαιώσεις είναι μέσο για να αποτραπεί κίνδυνος, όχι πηγή τεκμηρίωσης του κινδύνου. Αυτή η διάσταση είναι που δημιουργεί το έδαφος πάνω στο οποίο ο Καθ’ ου η αίτηση πρέπει να δείξει ότι αυτός, και όχι απλώς ο μέσος κρατούμενος, είναι εκτεθειμένος. Αν οι διαβεβαιώσεις είναι αξιόπιστες, ουσιαστικά εξουδετερώνουν τον κίνδυνο. Εάν είναι αναξιόπιστες, δεν εξουδετερώνουν τον κίνδυνο, αλλά δεν δημιουργούν και αυτόματα κίνδυνο. Η εγχώρια νομολογία προσπαθεί να προστατεύει ακριβώς την ισορροπία ανάμεσα στο διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το διεθνές δίκαιο συνεργασίας στη δίωξη εγκλημάτων. Εάν η ανεπαρκής αξιοπιστία των διαβεβαιώσεων αρκούσε για να ανακόψει την έκδοση, χωρίς να απαιτείται εξατομίκευση κινδύνου, τότε η αξιολόγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα υπερίσχυε πάντοτε του δόγματος της διεθνούς συνεργασίας στην ποινική Δικαιοσύνη, καταργώντας de facto τον θεσμό της έκδοσης σε ολόκληρες κατηγορίες κρατών.
Ειδικότερα, υπάρχει μια λεπτή αλλά απολύτως θεμελιώδης έννοια. Αν κάθε φορά που οι διαβεβαιώσεις κρίνονται ανεπαρκείς η έκδοση απορρίπτεται χωρίς να απαιτείται εξατομικευμένη απόδειξη κινδύνου, τότε το αποτέλεσμα είναι ο θεσμός της έκδοσης προς συγκεκριμένα κράτη να απενεργοποιείται οριζόντια. Σε κάθε υπόθεση, ανεξάρτητα από τα δεδομένα του συγκεκριμένου εκζητούμενου, θα αρκούσε να καταδειχθεί ότι οι διαβεβαιώσεις δεν είναι ικανοποιητικές. Άρα, πρακτικά, καμία υπόθεση θα εξεταζόταν ατομικά. Η έννοια του «κινδύνου» έτσι θα είχε παύσει να είναι αντικείμενο απόδειξης και θα μετατρεπόταν σε νομικό τεκμήριο. Όταν ένας κίνδυνος θεωρείται τεκμαιρόμενος, δηλαδή δεν χρειάζεται απόδειξη, δεν υπάρχει τρόπος διαχωρισμού του ποιος όντως κινδυνεύει από ποιον δεν κινδυνεύει. Και εδώ έρχεται η κρίσιμη συνέπεια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αν κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει μηχανισμός διάγνωσης του πραγματικού και σοβαρού κινδύνου εκεί όπου όντως υπάρχει. Η νομική έννοια του «κινδύνου» χάνει τη λειτουργικότητά της. Εφόσον η έκδοση εμποδίζεται ανεξαρτήτως αν ο συγκεκριμένος εκζητούμενος κινδυνεύει, τότε δεν αποδεικνύεται ποτέ ποιος κινδυνεύει πραγματικά, άρα δεν υπάρχει νομική διαδικασία που επιτρέπει να προστατευθεί εκείνος που πράγματι κινδυνεύει περισσότερο. Έτσι μια προσέγγιση που φαίνεται περισσότερο προστατευτική, στην πραγματικότητα δεν προστατεύει καλύτερα εκεί όπου ο κίνδυνος είναι πραγματικός, απλώς καταργεί τον θεσμό της έκδοσης στο σύνολό του. Και αυτό το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αντίθετο προς τον σκοπό του διεθνούς δικαίου.
Ο μηχανισμός έκδοσης, όπως σχεδιάστηκε νομολογιακά, έχει δύο λειτουργίες, να επιτρέπει τη συνεργασία των κρατών στην απονομή ποινικής δικαιοσύνης, και να διασφαλίζει ότι ο συγκεκριμένος εκζητούμενος δεν θα παραδοθεί σε βασανιστήρια (ή απάνθρωπη μεταχείριση) ή σε κατάφωρη άρνηση δικαιοσύνης (flagrant denial of justice – σε τέτοιας έντασης κίνδυνο ώστε, πρακτικά, να στερείται την ουσία της δίκαιης δίκης). Αν η προστασία λειτουργεί συλλήβδην και όχι ατομικά, δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν πραγματικά χρειάζεται. Γι’ αυτό η εγχώρια νομολογία ακολουθεί τη λογική ότι οι διαβεβαιώσεις είναι εργαλείο πρόληψης της παραβίασης, η ανεπάρκειά τους αφήνει τον κίνδυνο ζωντανό, αλλά ο κίνδυνος γίνεται νομικά απαγορευτικός μόνον όταν αποδειχθεί ότι αφορά τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Δεν πρόκειται για συμβιβασμό. Είναι ενδεχομένως ο μόνος τρόπος ώστε ο θεσμός της έκδοσης να μην καταργηθεί de facto, και η απαγόρευση των βασανιστηρίων να παραμείνει απόλυτη εκεί όπου η πραγματική ανάγκη είναι πράγματι απόλυτη.
Όπως προαναφέρθηκε, η σημασία έγκειται στο ότι εφόσον οι διαβεβαιώσεις δεν παρέχουν ικανή αντιστάθμιση του κινδύνου, μειώνεται αναλόγως το επίπεδο βεβαιότητας που απαιτείται για να κριθεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αντιμετωπίζει συγκεκριμένο πραγματικό κίνδυνο. Ο Καθ’ ου η αίτηση όμως εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση να καταδείξει, με επαρκή και συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ο ίδιος εντάσσεται σε κατηγορία προσώπων ή σε πραγματική κατάσταση που τον εκθέτει σε πραγματικό και εξατομικευμένο κίνδυνο, ώστε ο κίνδυνος να υπερβεί το επίπεδο της αφηρημένης πιθανότητας και να προσλάβει συγκεκριμένη, προβλέψιμη και ατομικά προσδιορισμένη μορφή. Δεν απαιτείται βεβαιότητα παραβίασης ούτε εξατομικευμένο ιστορικό βασανιστηρίων ή απάνθρωπης μεταχείρισης· αρκεί ο συνδυασμός γενικών συνθηκών και εξατομικευμένων παραμέτρων να καθιστά την παραβίαση πραγματικό και προβλέψιμο ενδεχόμενο. Ο νόμος δεν επιτρέπει να σταθμιστεί η βαρύτητα του αδικήματος ή η αναγκαιότητα έκδοσης έναντι του απόλυτου χαρακτήρα της απαγόρευσης βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Ωστόσο, για να ενεργοποιηθεί ο εν λόγω φραγμός, απαιτείται να αποδειχθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση η ύπαρξη πραγματικού και συγκεκριμένου κινδύνου τέτοιας παραβίασης στο δικό του πρόσωπο. Εφόσον ο κίνδυνος αυτός αποδειχθεί, τότε η διαδικασία έκδοσης δεν μπορεί να προχωρήσει.
Συναφώς, το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του προσώπου εναντίον του οποίου εξετάζεται αίτηση για την έκδοση του είναι στους ώμους του Καθ’ ου η αίτηση και δεν είναι αυτό της ποινικής δίκης, ούτε της αστικής υπόθεσης. Είναι κατώτερο απ' αυτά, δοθέντος της σοβαρότητας των συνεπειών επιστροφής ενός προσώπου. Είναι αρκετό εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα (reasonable chance), ουσιώδεις λόγοι να πιστεύει (substantial grounds for thinking) ή σοβαρή πιθανότητα (serious possibility) να υφίστανται αυτές οι επιπτώσεις. Σε τέτοια περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν θα εκδοθεί[10]. Το κριτήριο, συνεπώς, δεν είναι αυτό της πλήρους απόδειξης ούτε της ισχυρής πιθανολόγησης, αλλά της ύπαρξης ουσιαστικών ενδείξεων ικανών να καταστήσουν τον κίνδυνο συγκεκριμένο και σοβαρό· όχι υποθετικό ή αφηρημένο. Στο πλαίσιο αυτό, ο εκζητούμενος οφείλει να υπερβεί το επίπεδο των γενικών αναφορών στη διεθνή κατάσταση και να συνδέσει, με συγκεκριμένη και πειστική τεκμηρίωση, τη δική του υπόθεση με τον προβαλλόμενο κίνδυνο.
Εξετάζεται κατά πόσον ο Καθ’ ου η αίτηση έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης, συνεκτιμώμενης και της ανεπαρκούς αξιοπιστίας των προσκομισθεισών διαβεβαιώσεων. Η μαρτυρία του ΜΥ2, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ΜΥ1, καταδεικνύει ότι υπάρχουν πιθανότητες ο Καθ’ ου η αίτηση να τύχει δίκαιης δίκης ενώπιον ρωσικού δικαστηρίου. Ο ΜΥ2 ανέφερε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες ρωσικά δικαστήρια απέρριψαν αποδεικτικό υλικό που δεν πληρούσε τα πρότυπα ανεξαρτησίας και τεκμηρίωσης, γεγονός που υποδηλώνει ότι υφίσταται πρακτική ικανή να προστατεύσει τον Καθ’ ου η αίτηση από παραβιάσεις της δίκαιης δίκης. Η επίκληση μάλιστα τέτοιων αποφάσεων, οι οποίες θεωρείται ότι ωφέλησαν την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση, δεν συνάδει με τον ισχυρισμό ότι δεν θα τύχει αμερόληπτης δικαστικής κρίσης.
Περαιτέρω, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος χώρος όπου προορίζεται να κρατηθεί ο Καθ’ ου η αίτηση αντιμετωπίζει προβλήματα συνθηκών κράτησης. Το υλικό που προσκομίστηκε δεν φαίνεται να καλύπτει τον συγκεκριμένο χώρο. Το συμπέρασμα ότι «όλοι» οι χώροι κράτησης στη Ρωσία έχουν προβλήματα, λόγω καταγεγραμμένων περιστατικών σε ορισμένους εξ αυτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση. Το αίτημα διαβεβαιώσεων δεν μεταφέρει ούτε αντιστρέφει το βάρος απόδειξης του κινδύνου. Το διεθνές δίκαιο δεν απαιτεί από το κράτος έκδοσης να προσκομίσει λεπτομερή και εξαντλητική περιγραφή του τρόπου λειτουργίας κάθε κράτησης, ούτε να καταθέσει πλήρη στοιχεία που θα διασφαλίσουν εκ προοιμίου και αδιαμφισβήτητα την αβλαβή εξέλιξη κάθε μελλοντικής ποινικής διαδικασίας. Η υποχρέωσή του περιορίζεται στην παροχή συγκεκριμένων και ελέγξιμων διαβεβαιώσεων. Εάν οι διαβεβαιώσεις δεν κρίνονται επαρκείς, αυτό δεν συνεπάγεται επαύξηση του βάρους στην αιτούσα χώρα να αποδείξει περαιτέρω την καλή λειτουργία των κρατητηρίων· απλώς σημαίνει ότι δεν έχει εξαλειφθεί η πιθανότητα κινδύνου, η οποία πρέπει στη συνέχεια να εξατομικευθεί από τον εκζητούμενο, σύμφωνα με τη νομολογία, για να ενεργοποιηθεί η απαγόρευση έκδοσης.
Τα στοιχεία που προσκομίστηκαν σχετικά με τη μη αποδοχή συγκεκριμένης εμπειρογνωμοσύνης σε άλλες ρωσικές δικαστικές διαδικασίες δεν μπορούν να εκληφθούν ως απόδειξη για το αξιόποινο της υπόθεσης του Καθ’ ου η αίτηση ή ως ένδειξη αδυναμίας της κατηγορούσας αρχής να τεκμηριώσει την κατηγορία. Η αξιολόγηση και αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο του κράτους έκδοσης, και η εκτίμηση αντιθέτων ισχυρισμών επ’ αυτού από το παρόν Δικαστήριο θα ισοδυναμούσε με κρίση επί της ενοχής ή αθωότητας, η οποία δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του. Η διαφοροποίηση από την απόφαση Petrov, Αίτηση 2/14 Ε.Δ. Λεμεσού, 24.6.2016 εξηγείται ακριβώς από τις διαφορετικές πραγματικές περιστάσεις.
Ειδικότερα, ως προς την προσπάθεια του Καθ’ ου η αίτηση να αποδείξει τον κίνδυνο στο δικό του πρόσωπο, διαπιστώνεται ότι οι ισχυρισμοί του εστιάζουν πρωτίστως και αποκλειστικά στη γενική κατάσταση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία, στις στατιστικές περί καταδίκων, στις αναφορές διεθνών οργάνων και στην κριτική έναντι των δομών της ποινικής Δικαιοσύνης. Δεν προσκομίστηκαν, όμως, στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι ο ίδιος εντάσσεται σε ειδική κατηγορία προσώπων έναντι των οποίων η αιτούσα χώρα επιδεικνύει στοχοποιημένη ή δυσμενή πρακτική (λ.χ. λόγω πολιτικής δράσης, δημόσιας κριτικής, επαγγελματικής ιδιότητας, προηγούμενης σύγκρουσης με τις αρχές ή άλλης συγκεκριμένης ιδιαιτερότητας). Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν επικαλέστηκε ούτε προηγούμενα περιστατικά σύλληψης, κράτησης, απειλών ή κακομεταχείρισης στο δικό του πρόσωπο, ούτε παρουσίασε μαρτυρία για εξατομικευμένο ενδιαφέρον ή εχθρότητα κρατικών οργάνων προς το πρόσωπό του, πέραν της ποινικής δίωξης για την οποία ζητείται η έκδοση. Η επίμαχη δίωξη αφορά αδίκημα οικονομικού χαρακτήρα, χωρίς στοιχεία ότι αυτή συνδέεται με πολιτικά, ιδεολογικά ή άλλα χαρακτηριστικά ικανά να τον καταστήσουν ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυθαίρετη ή εκδικητική μεταχείριση.
Υπό το φως τούτων, ακόμη και αν ληφθούν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο οι γενικές ενδείξεις που παρέθεσε ο ΜΥ1 για τη σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία και η κριτική του ως προς την επάρκεια των διαβεβαιώσεων, το σύνολο της μαρτυρίας δεν ανυψώνει τον κίνδυνο για τον Καθ’ ου η αίτηση πέραν του γενικού και αφηρημένου επιπέδου. Δεν αναδεικνύεται, με επαρκή και συγκεκριμένη τεκμηρίωση ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, ως συγκεκριμένο πρόσωπο, διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο παραβίασης των άρθρων 3 και 6 της ΕΣΔΑ από εκείνον που, δυστυχώς, φαίνεται να υφίσταται, σε ένα γενικό επίπεδο, για πρόσωπα τα οποία διώκονται ή κρατούνται στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Ο ΜΥ2 υποστήριξε ότι οι ρωσικές Αρχές απέκρυψαν μεταγενέστερες αποφάσεις όπου δεν έγινε δεκτή η επίμαχη εμπειρογνωμοσύνη, και ότι επιδιώκουν την άντληση στοιχείων από την ποινική διαδικασία για να αναζωπυρωθεί η ιδιωτική διαφορά. Παρά τη σαφήνεια της θέσης αυτής, το Δικαστήριο δεν εντοπίζει απόκρυψη στοιχείων που κρίνονται αναγκαία στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης. Ούτε μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός της ποινικής δίωξης είναι το ιδιωτικό όφελος. Δεν διαπιστώνεται παράβαση του καθήκοντος ειλικρίνειας, το οποίο δεν συνεπάγεται υποχρέωση της αιτούσας χώρας να προβάλλει υπερασπιστικούς ισχυρισμούς εκ μέρους του εκζητούμενου, ο οποίος άλλωστε δεν επικοινώνησε με τις ρωσικές Αρχές για να εκθέσει τις δικές του θέσεις.
Η πιθανότητα παραπομπής σε ποινική δίκη δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας ούτε στοιχειοθετεί κίνδυνο παραβίασης σε επίπεδο που να εμποδίζει την έκδοση. Η επίκληση χαμηλών ποσοστών αθωώσεων δεν συμβαδίζει με τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που, κατά τη θέση του ΜΥ2, δικαίωσαν εταιρείες και κατ’ επέκταση τις θέσεις κατηγορουμένων, περιλαμβανομένου του Καθ’ ου η αίτηση.
Κατά συνέπεια, η μαρτυρία του ΜΥ2 και τα πρόσθετα στοιχεία που κατέθεσε, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία των διαβεβαιώσεων που ανέδειξε ο ΜΥ1 και με τις διεθνείς αναφορές για την εξέλιξη της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία, δεν επαρκούν για την απόδειξη ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αντιμετωπίζει συγκεκριμένο και πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του βάσει των άρθρων 3 και 6 της ΕΣΔΑ. Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, τα στοιχεία που προσκομίστηκαν μέσω του ΜΥ2, αν και ενδιαφέροντα ως προς την πορεία της σχετικής ποινικής και εμπορικής διαδικασίας στη Ρωσία, δεν καθιστούν τον κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η αίτηση συγκεκριμένο και εξατομικευμένο. Οι αναφορές σε απορρίψεις συγκεκριμένων εκθέσεων εμπειρογνωμοσύνης και σε ευνοϊκές αποφάσεις για εταιρείες με τις οποίες συνδέεται εμμέσως ο Καθ’ ου η αίτηση, καταδεικνύουν, αντί να αναιρούν, τη λειτουργία μηχανισμών δικαστικού ελέγχου στο κράτος έκδοσης. Δεν πείθουν ότι ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση θα στερηθεί δίκαιης δίκης ή ότι θα βρεθεί, λόγω της συγκεκριμένης υπόθεσης, σε θέση ευάλωτη σε αυξημένο κίνδυνο απάνθρωπης μεταχείρισης σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό όσων διώκονται για παρόμοια αδικήματα. Συναφώς και οι στατιστικές περί παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορούν να αξιολογηθούν απομονωμένα από το σύνολο του πληθυσμού που εμπλέκεται στη ρωσική ποινική Δικαιοσύνη ούτε υποκαθιστούν εξατομικευμένη αξιολόγηση. Μέρος του υλικού που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αντικατοπτρίζει, σε σημαντικό βαθμό, τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και δεν συνιστά πλήρες νομικό εργαλείο για την εξακρίβωση εξατομικευμένου κινδύνου.
Συνοψίζοντας ως προς τα άρθρα 3 και 6 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο καταλήγει ότι η γενική κατάσταση στη Ρωσική Ομοσπονδία και η αναξιοπιστία των παρεχόμενων διαβεβαιώσεων, όπως προκύπτουν κυρίως από τη μαρτυρία του ΜΥ1, αποτελούν σοβαρό πλαίσιο ανησυχίας, πλην όμως, το σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένων των στοιχείων που προσκόμισε ο ΜΥ2, δεν αναδεικνύει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης ή του προσώπου του Καθ’ ου η αίτηση ικανά να καταστήσουν τον κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του πραγματικό, σοβαρό και εξατομικευμένο.
Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον τηρούνταν όλες οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 12 του ν. 95/1970, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ότι, σε περίπτωση έκδοσής του, ο Καθ’ ου η αίτηση θα διαθέτει τις θεσμικές εγγυήσεις και δικονομικές δυνατότητες να προβάλει πλήρως την υπεράσπισή του ενώπιον των ρωσικών δικαστηρίων. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν θα είχε αποσείσει το δικό του βάρος απόδειξης.
Τέλος, δεν προκύπτει αδιαφορία της αιτούσας χώρας. Η εντύπωση του Δικαστηρίου είναι ότι αξιοποιήθηκε ο χρόνος που χρειαζόταν ο Καθ’ ου η αίτηση για να παρουσιάσει την υπόθεσή του, ενώ παράλληλα υποβάλλονταν εγκαίρως από την αιτούσα Αρχή τα νέα στοιχεία. Η έλλειψη θετικής εξέλιξης κατά την πορεία αυτή δεν υποδηλώνει αμέλεια ή απάθεια ικανή να εμποδίσει την έκδοση. Ούτε διακρίνεται καθυστέρηση που να μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά, αφού το αδίκημα είναι σοβαρό, δεν έχει παραγραφεί και η διάρκεια των διαδικασιών συνδέεται και με τις προσπάθειες εντοπισμού του Καθ’ ου η αίτηση.
Κατάληξη
Εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή δεν έχει ικανοποιηθεί το Δικαστήριο πως υφίσταται σε ισχύ ένταλμα σύλληψης για τους σκοπούς του άρθρου 12 ν.95/1970, λόγω του περιεχομένου του εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 18.12.2020, του χρονικού και θεματικού περιορισμού που τίθενται σε αυτό για σκοπούς προκαταρκτικής έρευνας (μέχρι τη 16.1.2021) και της μετέπειτα απόφασης (23.5.2023) ο Καθ’ ου η αίτηση να κηρυχθεί ως κατηγορούμενος και να του απαγγελθεί κατηγορία (ασχέτως της αρίθμησης της υπόθεσης), χωρίς νεότερη πράξη επέκτασης του προϋφιστάμενου εντάλματος ή έκδοση άλλου, και επειδή γι’ αυτό δεν αποδεικνύεται η ισχύς εντάλματος σύλληψης βάσει του οποίου υποβλήθηκε το αίτημα για έκδοση, το αίτημα δεν μπορεί να εγκριθεί και να επιτύχει, συνεπώς απορρίπτεται.
Προς άρση κάθε αμφιβολίας, επισημαίνεται ότι η απόρριψη του αιτήματος στηρίζεται αποκλειστικά στη μη πλήρωση της τυπικής προϋπόθεσης ύπαρξης ενεργού εντάλματος σύλληψης κατά το άρθρο 12 του ν. 95/1970. Η ανάλυση των ζητημάτων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση και τις παρεχόμενες διαβεβαιώσεις παρατέθηκε για την περίπτωση υιοθέτησης διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης επί του ζητήματος αυτού και καταδεικνύει ότι, υπό τον υποθετικό αυτόν όρο, δεν θα υφίστατο κώλυμα έκδοσης.
Δίδονται οδηγίες: η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί άμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
(Υπ.) ………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.
[2] Παναγρίτη ν. Χαραλάμπους (2012) 1 ΑΑΔ 439, Σαρρής ν. Καλλέγιας (2011) 1 ΑΑΔ 958, Cybarco Ltd v. Kouashik (2001) 1 ΑΑΔ 2013, Inman v. Abbot and Haliburton (2015) 2 SCR 182, R v. Ward (1992) 2 All ER 577, R. v. Maguire (1992) 2 All ER 433 κ.α.
[3] Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 113.
[4] Benwell v. Attorney General (1986) LRC2 (const) 246, Hachem (1991) 1 ΑΑΔ 723, Γενικός Εισαγγελέας ν. Vaskevitch (1992) 1 ΑΑΔ 136, Altieri (Αρ.2) (1993) 2 ΑΑΔ 576, Martinenko (2002) 1 ΑΑΔ 1191, Atapina v. Διευθυντή των Κεντρικών Φυλακών (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1509.
[5] Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 ΑΑΔ 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Konovalova, Πολιτική Έφεση 436/2011, 30.09.2015.
[6] Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 ΑΑΔ 1228, Kotlyarenko v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2011) 1 ΑΑΔ 505.
[7] Hachem v. Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191, Mechanov (Αρ.2) (2001) 1Β ΑΑΔ 1228, Makushin (Αρ.2) (2012) 1Α ΑΑΔ 567.
[8] Βλ. και Πέτρου ν. Κεντρικών Φυλακών (1996) 1Β ΑΑΔ 856, Makushin (Αρ.2) (2012) 1Α ΑΑΔ 567, Atapina (2002) 1B ΑΑΔ 1208.
[9] El-Bustani (1991) 1 ΑΑΔ 736, Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1B ΑΑΔ 1109, Mechanov (Αρ.2) (2001) 1Α 1228, Δημοκρατία ν. Koleshikov (2008) 1A ΑΑΔ 594.
[10] Essa (2007) 1 ΑΑΔ 1127, Fernandez v. Government of Singapore [1971] 2 All E.R. 691.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο