Χ. Τ. κ.α. ν. Α. Χ.Α, Αίτηση Αρ.: Ε 15/23, 19/1/2024
print
Τίτλος:
Χ. Τ. κ.α. ν. Α. Χ.Α, Αίτηση Αρ.: Ε 15/23, 19/1/2024

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Ενώπιον:      Λ.Σ. Καμμίτση, Προέδρου

Αίτηση Αρ.: Ε 15/23

(e-justice)

Μεταξύ:

1. Χ. Τ.

2. Μ. Σ. Τ.

3. Σ. Α. Τ.

4. Θ. Τ.

5. Α. Τ.

Αιτητών

και

 

Α. Χ.Α (ΑΔΤ [   ])

Καθ’ ης η Αίτηση

------------------------------------------------------------------------------------

Αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης Έφεσης

 

19 Ιανουαρίου 2024

Για την Αιτήτρια – Καθ’ ης η Αίτηση στην κυρίως Αίτηση: κ. Χρ. Μάγος για κ.κ. Ανδρέας Χρ. Μάγος & Συνεργάτες

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 έως 5 – Αιτητές στην κυρίως Αίτηση 1 έως 6: κ. Δ. Τιμοθέου για κ.κ. Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 11.9.2023, η Καθ’ ης η Αίτηση στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «η Καθ’ ης η Αίτηση»), εξαιτείται Διατάγματος του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου καταχώρησης Έφεσης στην πιο πάνω Αίτηση Έξωσης, για περίοδο 10 ημερών.

 

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.2, Δ.48 θθ.8 και 9 και Δ.57 θ.2 και συνοδεύεται από ένορκο δήλωση της κας. Α. Χ., από τη Λευκωσία. Η ενόρκως δηλούσα λέγει ότι είναι η Καθ’ ης η Αίτηση στην υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Αίτηση. Στις 26.5.2023 εκδόθηκε τελικό Διάταγμα ερήμην της, εφόσον το Δικαστήριο δεν της επέτρεψε να καταχωρήσει Απάντηση δυνάμει του άρθρου 11 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Το Διάταγμα συντάχθηκε στις 19.6.2023 και της επιδόθηκε στις 28.8.2023, με αποτέλεσμα να παρέλθουν οι έξι εβδομάδες διορία που είχε για να καταχωρίσει Έφεση.

 

Ως εκ τούτου, η Καθ’ ης η Αίτηση ζητεί όπως εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα, ούτως ώστε να μπορέσει να ασκήσει το δικαίωμα της για Έφεση. Οι Αιτητές ουδεμία ζημία θα υποστούν με την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος.

 

Ένσταση:

Ένσταση εκ μέρους των Αιτητών 1 έως 5 στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «οι Αιτητές»), καταχωρίστηκε την 3.11.2023 και αυτή βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.2, Δ.48 θθ.1 -13, Δ.57 θ.2, Δ.63 και Δ.64 θ.1, στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, στη διακριτική ευχέρεια και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στις αρχές του Κοινοδικαίου και της Επιείκειας, στην νομολογία, καθώς επίσης και στη συμφυή εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης είναι οι ακόλουθοι:

 

«1.     Η Αίτηση είναι πραγματικά και νομικά αβάσιμη.

2.       Πρόκειται για λανθασμένο δικονομικό διάβημα και/ή ένδικο μέσο.

3.       Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζουν οι θεσμοί και η Νομολογία οι οποίες δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος.

4.       Δεν υπάρχει επαρκής και ικανοποιητική δικαιολογία για την καθυστέρηση στην καταχώρηση της Έφεσης και οι λόγοι που προβάλλονται είναι ανεπαρκείς.

5.       Η καθυστέρηση της Καθ' ης η Αίτηση να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την Έφεση της οφείλεται στην παράλειψη και/ή αμέλεια της ίδιας της και/ή των δικηγόρων της.

6.       Η καθυστέρηση της Καθ' ης η Αίτηση να υποβάλει Έφεση μέσα στα θεσμικά χρονικά πλαίσια οφειλόταν σε αδιαφορία ή σε καταφρόνηση των θεσμών από μέρους της.

7.       Σύμφωνα με το άρθρο 11 (1)(α)(ii) του περί του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 1983 (23/1983), η απόφαση του γραμματέα για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρισης της απάντησης ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση.

8.       Τυχόν έγκριση του αιτήματος της Καθ' ης η Αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης, οι Αιτητές θα στερηθούν τους καρπούς της επιτυχίας τους, θα παραβιαστούν οι αρχές που αφορούν την τελεσιδικία και θα υποσκαφθούν τα Θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης.

9.       Η Καθ' ης η Αίτηση και/ή οι δικηγόροι της γνώριζαν ότι η προθεσμία των 42 ημερών για καταχώρηση έφεσης έληγε στις 07/08/2023 καθότι η Απόφαση δόθηκε στις 26/05/2023, επέλεξαν όμως να μην καταχωρήσουν την έφεση τους στο Ανώτατο Δικαστήριο εγκαίρως και επικαλούνται σήμερα τη δικαιολογία ότι παρέπλευσε ο χρόνος καταχώρησης της.

10.     Η καταχώρηση της παρούσας αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the court).

11.     Η Αίτηση και η Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει πάσχουν νομικά.

12.     Η Αίτηση είναι ελαττωματική, αντικανονική και δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

13.     Η παρούσα υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική και/ή κακόπιστη και/ή ενοχλητική.

14.     Η Αίτηση υποβάλλεται καθυστερημένα.

15.     Καταστρατηγείσαι η αρχή της δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρόνου που καταλαμβάνει και το στάδιο της εκτέλεσης μια νομίμως εκδοθείσας δικαστικής απόφασης.

16.     Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει εύλογη και/ή καλή αιτία για έφεση της απόφασης η,ερ. 26/05/2023.»

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του κ. Τ. Φλ., από τη Λάρνακα. Ο ενόρκως δηλών λέγει ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές και γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από πρόσβαση που έχει στο φάκελο, αλλά και από ενημέρωση που λαμβάνει από το δικηγόρο που τη χειρίζεται, ενώ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους Αιτητές να προβεί στη δήλωση του. Το αντικείμενο της υπό εξέταση αίτησης είναι αμιγώς νομικό, θέμα για το οποίο δεν έχουν γνώσεις οι Αιτητές και γι’ αυτό προβαίνει σε ένορκο δήλωση ο ίδιος, ενώ οι Αιτητές είναι και εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας αυτό το διάστημα.

 

Η καθυστέρηση της Καθ' ης η Αίτηση να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την Έφεση της, οφείλεται στην παράλειψη και αμέλεια της ίδιας ή/και των δικηγόρων της. Η απόφαση συντάχθηκε στις 19.6.2023 και επιδόθηκε στην Καθ' ης η Αίτηση στις 28.8.2023. Ωστόσο, μετά την απόρριψη ή/και την ακύρωση της καταχώρησης της Απάντησης της Καθ' ης η Αίτηση από το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11(1)(ii) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 1983, Ν.23/1983, οι δικηγόροι της Καθ' ης η Αίτηση συνέχισαν και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα, να έχουν ελεύθερη και αδιάκοπη πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης ο οποίος βρίσκεται στο ηλεκτρονικό σύστημα δικαιοσύνης. Οι δικηγόροι της που προωθούν την υπό εξέταση αίτηση, είναι οι ίδιοι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν την Καθ' ης η Αίτηση από την αρχή της κυρίως Αίτησης.

 

Μετά την απόρριψη της Απάντησης τους, οι δικηγόροι της Καθ' ης η Αίτηση γνώριζαν ότι οι Αιτητές είχαν καταχωρήσει αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης Απάντησης. Συνεπώς, ήταν αυτονόητο ότι από τη στιγμή που η Απάντηση τους απορρίφθηκε, οι Αιτητές θα προχωρούσαν στην έκδοση απόφασης εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση. Σε κάθε περίπτωση όμως, με ένα απλό έλεγχο στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης στον οποίο είχαν πρόσβαση, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να διακρίνουν ότι στην εν λόγω υπόθεση είχε εκδοθεί απόφαση. Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι κρίνει αδικαιολόγητο και ανεδαφικό τον ισχυρισμό της Καθ' ης η Αίτηση, πως όταν της επιδόθηκε το Διάταγμα, είχε παρέλθει η προθεσμία των 6 εβδομάδων που είχε για να καταχωρήσει Έφεση, υπονοώντας ότι μέχρι τότε δεν γνώριζε, ούτε αυτή ούτε οι δικηγόροι της, ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον της. Κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν ευσταθεί και αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις της Καθ' ης η Αίτηση, με σκοπό να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην καταχώρηση Έφεσης.

 

Επίσης, ο ιδιώτης επιδότης με τον οποίο συνεργάζεται το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές, πληροφορεί το μάρτυρα ότι προσπαθούσε να επιδώσει την απόφαση ημερομηνίας 26.5.2023 στην Καθ' ης η Αίτηση, από τα τέλη Ιουνίου 2023, αλλά η Καθ' ης η Αίτηση απέφευγε και καθυστερούσε συνεχώς την επίδοση, με διάφορες δικαιολογίες, όπως όταν περί τις αρχές Αυγούστου του ανέφερε τηλεφωνικώς πως θα απουσίαζε για διακοπές για 3 εβδομάδες. Γι' αυτό, η επίδοση της απόφασης στην Καθ' ης η Αίτηση έγινε στις 28.8.2023 και όχι ενωρίτερα. Αυτά τα αναφέρει ο δικηγόρος και δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία από το Δικαστικό επιδότη.

 

Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι, πέραν των πιο πάνω, στην ένορκο δήλωση της Καθ' ης η Αίτηση δεν εκτίθενται επαρκείς και ικανοποιητικοί λόγοι οι οποίοι να δικαιολογούν τη μη καταχώρηση της Έφεσης εμπρόθεσμα. Είναι η θέση του μάρτυρα ότι η κα. Χ. δεν προβάλει οποιαδήποτε βάσιμη, πειστική και ειδική δικαιολογία, για την παράλειψη της να καταχωρήσει την Έφεση της εντός των χρονικών πλαισίων που προνοούν οι Θεσμοί και η καθυστέρηση της αυτή δεικνύει αδιαφορία και καταφρόνηση των Θεσμών από μέρους της.

 

Επιπλέον, η υπό εξέταση αίτηση είναι νομικά αβάσιμη. Από τη στιγμή που η απόφαση ημερομηνίας 26.5.2023, εκδόθηκε εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση μονομερώς, το ορθό δικονομικό διάβημα το οποίο θα έπρεπε να λάβει θα ήταν η καταχώρηση Αίτησης παραμερισμού της απόφασης και όχι της υπό εξέταση αίτησης. Επίσης, βάσει του άρθρου 11(1)(α)(ii) του περί του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 1983, η απόφαση του Γραμματέα για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρισης της Απάντησης ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπόκειται σε Έφεση. Επομένως, ακόμα και εάν δοθεί άδεια στην Καθ' ης η Αίτηση να καταχωρήσει Έφεση, αυτή δεν θα έχει ουσιαστική και ικανοποιητική επιχειρηματολογία ή νομικό υπόβαθρο και θα γίνει απλά και μόνο για να καθυστερήσει την προσπάθεια των Αιτητών να αξιώσουν αυτά που νομίμως δικαιούνται. Εκτός αυτού, η καταχώρηση τέτοιας Έφεσης από πλευράς της Καθ' ης η Αίτηση, θα σπαταλήσει πολύτιμο Δικαστικό χρόνο.

 

Ο κ. Φλ. κατέθεσε ότι τυχόν έγκριση του αιτήματος της Καθ' ης η Αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης Έφεσης, θα στερήσει τους Αιτητές από τους καρπούς της επιτυχίας τους, θα παραβιάσει τις Αρχές που αφορούν την ανάγκη για ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων και της τελεσιδικίας και θα υποσκάψει τα θεμέλια της απονομής της Δικαιοσύνης, ενώ οι Αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη και σοβαρή ζημιά, καθότι αυτό συνιστά επιπλέον έξοδα και χρόνο.

 

Η μη καταχώρηση Έφεσης της Καθ' ης η Αίτηση εμπρόθεσμα, είναι ξεκάθαρα πράξη παράλειψης και αμέλειας της ίδιας αλλά και των δικηγόρων της και η καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης, προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Ιστορικό:

            Από τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, φαίνεται ότι η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση καταχωρήθηκε την 7.2.2023. Την 1.3.2023 καταχωρήθηκε αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης Απάντησης και την 15.3.2023 αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης Απάντησης. Απάντηση καταχωρήθηκε την 12.4.2023 και δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Οι Αιτητές προχώρησαν με απόδειξη της υπόθεσης και εκδόθηκε Απόφαση και Διάταγμα εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, ερήμην της, την 26.5.2023. Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης.

 

Ερμηνεύοντας τις σχετικές πρόνοιες των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και λαμβάνοντας υπόψην ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν αφορά στην ουσία της υπόθεσης, αλλά πρόκειται για αίτηση μετά την απόφαση, έκρινα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία. Το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.

 

Νομική και δικονομική πτυχή:

Άρθρο 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου:

            Το άρθρο 7 του Νόμου, ως τροποποιήθηκε από τον Ν.54(Ι)/2023, προνοεί ως εξής:

«Οιαδήποτε απόφασις ληφθείσα υπό του Δικαστηρίου υπόκειται, εντός τεσσαράκοντα δύο ημερών από της ημέρας εκδόσεως της, εις έφεσιν ενώπιον του Εφετείου.»

 

Κανονισμός 14 των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών:

            Ο Κανονισμός 14, ως αντικατεστάθη την 9.2.2018 και τροποποιήθηκε από τον περί Ενοικιοστασίου (Τροποποιητικό) (Αρ. 1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2023, προνοεί ως ακολούθως:

 

«14.   Έφεση ενώπιον του Εφετείου-

(α)      Απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Νόμου.

(β)      Η Ειδοποίηση Έφεσης καταχωρείται στο έντυπο Αρ. ΕΕ63 ή στο έντυπο Αρ. ΕΕ64, αναλόγως της περίπτωσης, ως προνοείται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, Μέρος 41 και δύναται να καταχωριστεί εντός 42 ημερών από της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μαζί με πιστό αντίγραφο της απόφασης ή του διατάγματος το οποίο εφεσιβάλλεται.

(γ)      Οι πρόνοιες του Μέρους 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στην περίπτωση Έφεσης από αποφάσεις και διατάγματα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων.»

 

            Η αναφορά σε Μέρος 41, παραπέμπει στο Μέρος 41 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως αυτοί ισχύουν από την 1.9.2023. Προηγούμενα, ο Κανονισμός 14 παρέπεμπε στη Διαταγή 35 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023.

 

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας:

            Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται σε υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δυνάμει του Κανονισμού 12(α) [1] των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

            Σημειωτέον ότι, η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση καταχωρήθηκε πριν την 1.9.2023 και τυγχάνουν εφαρμογής οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023.

 

Διαταγή 35:

            Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Διαταγή 35 θεσμός 2 [2] των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σχετική είναι η αυθεντία Χριστοδουλίδου v. Emkin Consulting Ltd. κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. 80/2018, απόφαση ημερομηνίας 4.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B131, όπου αποφασίστηκε ότι συντρέχει εκ του Νόμου εξουσία παροχής θεραπείας δυνάμει αιτήματος παράτασης χρόνου καταχώρησης Έφεσης και το Εφετείο, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στην υπόθεση εκείνη ήταν το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, κέκτηται δικαιοδοσίας για παράταση προθεσμίας ως προς την καταχώρηση Έφεσης (βλέπετε σελίδες 6-9 της Απόφασης της εντίμου Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήταν τότε, κας. Ψαρά-Μιλτιάδου).

 

            Στις αυθεντίες Conread Research Bureau Limited κ.ά. v. Χαραλάμπους, Πολιτική Έφεση αρ. 110/2022, Απόφαση ημερομηνίας 21.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A61 του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του και Φυρίλλας v. Δράκου & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., Πολιτική Αίτηση αρ. 184/2022, Απόφαση ημερομηνίας 14.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B206 του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία του, καταγράφονται οι αρχές που ακολουθούνται σε αιτήσεις της φύσεως της υπό εξέταση, με παραπομπή στην αυθεντία Χόππη v. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140. Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση της εντίμου Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήταν τότε, κας. Δ. Σωκράτους, από τις σελίδες 4 και 5 της απόφασης στην Conread:

 

«Η αίτηση όπως ελέχθη, υποβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά την απόρριψη παρόμοιου αιτήματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο και έτσι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35 θ. 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για εξέταση αιτήματος για παράταση χρόνου για άσκηση έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Χόππη v. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140). Λέχθηκε στην ανωτέρω απόφαση πως:

 

‘Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα αυτής της φύσης (παράταση χρόνου) είναι πρωτογενής· επομένως συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε εκτενής αναφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ’ αυτό τον τομέα δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελειώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. (Βλ. The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. Lufti Kiamil & Another, (1973) 1 CLR 1, Eirini Costa HadjiMichael v. Maria Karamichael and two Others (1967) 1 CLR 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ v. ΧατζηΝικολα (1990) 1 ΑΑΔ 470, Σολιάτης & Συνεργάται v. Α. Χριστοδουλίδη (1990) 1 ΑΑΔ 1162 και Πεύκιος Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (Προσφ. Αρ. 547/90, ημερο. 30/4/92).

 

Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους Θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Η τήρηση τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με αυτή την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος.’»

 

Διαταγή 57:

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Διαταγή 57 θεσμός 2 [3]. των Θεσμών Πολιτική Δικονομίας. Ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 12(α) πιο πάνω και στην απουσία ειδικής και/ή αντίστοιχης ρύθμισης στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο ή Κανονισμούς, τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω θεσμός σε υποθέσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος. Στην αυθεντία Κολλάτου v. Παναγιώτου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 895, η οποία αφορούσε αίτηση για την παράταση του χρόνου υποβολής περιγράμματος αγόρευσης σε Έφεση, για το θέμα της παράτασης προθεσμιών για τη λήψη θεσμικών μέτρων, ο έντιμος Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κ. Γ.Μ. Πικής, είπε (σελίδα 898):

 

«Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί το γνώμονα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να εγκρίνει την παράταση των προθεσμιών που τίθενται είτε από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας είτε από διαταγή του δικαστηρίου για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων.

Στην αποτίμηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης, προέχει η διασφάλιση δικαίας δίκης, η οποία συναρτάται τόσο με το δικαίωμα εκατέρου των διαδίκων να ακουστεί στην υπόθεση του, όσο και με τη διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. Οι Θεσμοί έχουν ως κύριο αντικείμενο την καθιέρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση δικαίας δίκης. Κάθε απόκλιση από αυτούς πρέπει να δικαιολογείται γίνεται δεκτή εφόσον δεν αντιστρατεύεται τα θέσμια της δικαίας δίκης, ως η περίπτωση της ηθελημένης αδιαφορίας για την τήρηση τους. Τα συμφέροντα του αντιδίκου, του διαδίκου που εξαιτείται την παράταση, λαμβάνονται υπόψη, όλως ιδιαίτερα, ο πιθανός επηρεασμός των ουσιαστικών, καθώς και των δικονομικών του δικαιωμάτων. Η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την επίτευξη δικαίας δίκης. Εφόσον η παρέκκλιση από τα θέσμια δεν αναιρεί το σκοπό, αυτή αντιμετωπίζεται θετικά. Αντιμετωπίζεται αρνητικά, όταν αντιστρατεύεται τη διασφάλιση δικαίας δίκης, που εξυπακούει και την προστασία των δικαιωμάτων του αντιδίκου.»

 

Η αντίστοιχη της Διαταγής 57 θεσμός 2, είναι η παλαιά Αγγλική πρόνοια Order 64 rule 7. Στην υποσημείωση με την επικεφαλίδα «Scope of Rule», στη σελίδα 1813 του Annual Practice 1958, αναφέρεται ότι: “Where the time, sought to be enlarged, is not ‘appointed by these Rules’ but by the Practice Masters’ Rules (which have no statutory force) or some other rule of practice, r.7 does not apply, and in interlocutory proceedings the Court or Judge has inherent jurisdiction to extend the time independently of it (see Keymer v. Reddy, [1912] 1 K.B. p. 221, C.A.; Pole-Carew v. Western Counties Manure Co., Ltd. (1919), 89 L.J. Ch.100, C.A.) Semble, the same applies to the extension of a period of time fixed by an interlocutory order of the Court or Judge for doing some act or taking some proceeding: there is an inherent jurisdiction (apart from this rule) to extend the time (unless the order was by consent, Australasian Automatic, etc., Co. v. Walter, [1891] W.N. 170).”

 

Στην αυθεντία Αυξεντίου v. Σάββα (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1963, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ενώπιον του το θέμα έκδοσης Διατάγματος παράτασης χρόνου εντός του οποίου ο εξ’ αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούτο να δώσει λογαριασμό στον εξ’ αποφάσεως πιστωτή και αποφάσισε ότι το Δικαστήριο είχε σύμφυτη εξουσία να διατάξει την έκδοση του εν λόγω διατάγματος ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της απόφασης του (βλέπετε σελίδες 1966 και 1967 [4]).

Είναι η κρίση μου ότι αίτημα για παράταση χρόνου, δύναται να εξεταστεί και υπό το φως της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, την οποία επικαλούνται οι Αιτητές.

 

Συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου (inherent jurisdiction):

Η ερμηνεία της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου, απαντάται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 37, παράγραφος 12 [5]. Υπάρχει πλούσια νομολογία στην Κύπρο επί του θέματος, όπως οι αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Constantinides v. Vima et al (1983) 1 C.L.R. 348, Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska D.D. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 911, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Κένυας v. Bank Fur Arbeit Uno Wirtschaft AG (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 585, Κουλέρμος v. Κουμπαρίδου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 493 και Βασιλείου v. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133.

 

Είναι η κρίση μου ότι ένας πρέπει πάντα να έχει κατά νουν, πως είναι υποχρέωση του διαδίκου να πράξει ότι είναι δυνατόν υπό το φως των προσωπικών του περιστάσεων να εμφανιστεί ή εκπροσωπηθεί σε υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου και να συμμορφωθεί με όλες τις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών. Το ίδιο ισχύει για όλες τις αστικές υποθέσεις. Υπό το φως και του άρθρου 30.3(β) του Συντάγματος της Δημοκρατίας, τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ευσταθίου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1007, όπου, ειρήσθω εν παρόδω, υπήρξε παράλειψη του δικηγόρου να καταχωρίσει υπεράσπιση ενωρίτερα. Στη σελίδα 1010 ο έντιμος Δικαστής κ. Γ. Κωνσταντινίδης, είπε τα εξής:

 

«Θεωρούμε πως με την αδιαμφισβήτητη ανάθεση της υπόθεσης σε δικηγόρο προς καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης και υπεράσπιση ευλόγως δεν θα αναμενόταν, πάντως όχι πέντε μήνες αργότερα, έκδοση τελικής απόφασης για τέτοια παράλειψη. Η δε εξομοίωση, στη περίπτωση, της παράλειψης του δικηγόρου προς παράλειψη που αντανακλούσε περιφρονητική διαγωγή του διαδίκου, δεν εδικαιολογείτο.»

 

Έχοντας υπόψην ότι το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, το οποίο διασφαλίζεται με το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα ακρόασης μίας υπόθεσης σε εύλογο χρόνο δυνάμει του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που επίσης συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και εχέγγυο για τη διασφάλισης της λειτουργίας της Δικαστικής εξουσίας (βλέπετε Μουγής v. Σπανούδης (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 997 και Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λευκωσίας v. Sazen Fast Food Ltd., (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1283, όπου γίνεται και αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), είναι η κρίση μου ότι δεν υπήρξε εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση κατάχρηση της διαδικασίας, υπό το φως των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, σύμφωνα με την επιταγή του Συντάγματος της Δημοκρατίας.

 

Παραπέμπω επίσης στην αυθεντία  Evand Promotions κ.ά. v. Rutman (Αρ. 2), (1998) 1Δ) Α.Α.Δ. 2123, στη σελίδα 2127 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο είπε τα εξής:

«Η τήρηση των προθεσμιών και γενικά των κανόνων που διέπουν τη λήψη δικαστικών μέτρων, αποτελεί παράγοντα, ο οποίος άπτεται σε κάθε περίπτωση των συμφερόντων της δικαιοσύνης ……. δεν είναι όμως αφ’ εαυτού καθοριστικός, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, εκτός όπου επιδεικνύεται αδιαφορία για τα θέσμια, σε βαθμό και έκταση που υπονομεύει το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου»

Κρίση:

            Είναι γεγονός ότι, με βάση τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο ως έχει τροποποιηθεί, η απόφαση του Δικαστηρίου (όχι του Γραμματέα) για αποδοχή ή απόρριψη μίας Απάντησης σε Αίτηση έξωσης λόγω καθυστερημένων ενοικίων, δεν υπόκειται σε Έφεση (επιφύλαξη του άρθρου 11(1)(α)(ii)). Εξάλλου, το αίτημα της Καθ’ ης η Αίτηση αφορά στην παράταση του χρόνου καταχώρησης Έφεσης εναντίον της Απόφασης ημερομηνίας 26.5.2023 και όχι της απόφασης για την απόρριψη της Απάντησης.

 

            Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τα πραγματικά δεδομένα, πρωτίστως πότε έλαβε γνώσην της έκδοσης της Απόφασης η Καθ’ ης η Αίτηση και οι δικηγόροι της. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον οι δικηγόροι της Καθ’ ης η Αίτηση είχαν πρόσβαση στον ηλεκτρονικό φάκελο μετά την απόρριψη της προταθείσας Απάντησης και εάν είχαν, κατά πόσον αυτή αφορούσε ολόκληρο τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης ή μέρος του. Αντίθετα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Καθ’ ης η Αίτηση, υπέβαλαν στην αγόρευση τους, ότι η απόρριψη της Απάντησης, αποκλείει την πρόσβαση στον ηλεκτρονικό φάκελο. Το μόνο δεδομένο το οποίο το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψην ως πραγματικό γεγονός, είναι η κοινή θέση ότι η συνταγμένη Απόφαση επιδόθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση την 28.8.2023. Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε στις 11.9.2023, 14 ημέρες μετά. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καθυστέρηση.

 

            Το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 10 της Απόφασης στην αυθεντία Χριστοδουλίδου v. Emkin Consulting Ltd. κ.ά. (πιο πάνω), τυγχάνει αμέσου εφαρμογής:

 

«Με τη διαπίστωση αυτή θα ήταν εντελώς άδικο να μην επιτραπεί η παράταση της προθεσμίας εφόσον καταδεικνύεται από τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης ότι μόλις έλαβαν γνώση και σε περίοδο μόνο ολίγων ημερών καταχώρησαν πρωτοδίκως αίτηση για παράταση. Κατ’ αναλογίαν μπορεί να ακολουθηθούν τα ισχύοντα επί της διαπίστωσης παράβασης δικαιώματος φυσικής δικαιοσύνης σε αιτήσεις παραμερισμού, ως ex debito justitiae, θεραπεία, οπότε η παράταση εκλαμβάνεται ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη. (Βλ. Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ. 64 και Μανώλη v. Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε.413/11, 3.2.2017), ECLI:CY:AD:2017:A37, ECLI:CY:AD:2017:A37.»

 

            Επιπλέον, το ερώτημα εάν η άσκηση Έφεσης είναι το ορθό δικονομικό διάβημα και άρα είναι νομικά βάσιμο, δεν θα το αποφασίσει το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης. Ειδικά εάν η εξέταση του, δύναται να καταλήξει στον αποκλεισμό του δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση να ασκήσει Έφεση στην Απόφαση της 26.5.2023, για λόγους άλλους από την παρέλευση της προθεσμίας των 42 ημερών που τάσσει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος.

 

Η δε αποστέρηση των Αιτητών από τους καρπούς της επιτυχίας τους, αφορά στην αναστολή ή μη της εκτέλεσης της Απόφασης ημερομηνίας 26.5.2023 και όχι σ’ αυτή τούτη την καταχώρηση Έφεσης ενάντια στην έκδοση της. 

 

Είναι η κρίση μου ότι η έγκριση του αιτήματος της Καθ’ ης η Αίτηση, υπό τις δοθείσες περιστάσεις και γεγονότα, εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης.

 

Απόφαση:

            Ως εκ των ανωτέρω, η υπό εξέταση αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου παρατείνον τον χρόνο καταχώρησης Έφεσης εναντίον της Απόφασης ημερομηνίας 26.5.2023 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση, για περίοδο 10 ημερών από σήμερα.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών 1 έως 5, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €10.000 - €50.000.

 

(Υπ.)                                                  

Λ.Σ. Καμμίτση          

Πρόεδρος                 

Πιστόν Αντίγραφον

 

            Γραμματέας

 

ΛΣΚ/ΕΠ



[1] «12(α) Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.»

 

[2][2] Subject and without prejudice to the power of the Court of Appeal under Order 57, rule 2, no appeal from any interlocutory order, or from any order, whether final or interlocutory, in any matter not being an action, shall be brought after the expiration of fourteen days, and no other appeal shall be brought after the expiration of six weeks, unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shall enlarge the time. The said respective periods shall be calculated from the time that the judgment or order becomes binding on the intending appellant, or in the case of the refusal of an application from the date of such refusal. Such deposit or other security or the costs to be occasioned by an appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal:

 

Νοείται ότι οσάκις το Δικαστήριον ή ο Δικαστής δεν θα έχωσιν εκδώσει την ητιολογημένην απόφασιν των εντός εξ μηνών μετά την υπό του τοιούτου Δικαστηρίου ή Δικαστού επιφύλαξιν της τοιαύτης αποφάσεως, οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος διάδικος θα δύναται να αποταθή εις το Ανώτατον Δικαστήριον δι’ έκδοσιν οδηγιών ή οιουδήποτε διατάγματος το οποίον θα εδικαιολογειτο υπό των περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένου και διατάγματος επανακροάσεως της υποθέσεως υπό άλλου αρμοδίου Δικαστηρίου ή Δικαστού, ως το Ανώτατον Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει εύλογον.»

 

[3] Σε ελεύθερη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα:

«57 (2) Ένα Δικαστήριο ή Δικαστής θα έχει την εξουσία να επεκτείνει ή να μειώνει τον χρόνο που καθορίζεται από αυτούς τους κανονισμούς ή ορίζεται από οιονδήποτε διάταγμα επεκτάσεως του χρόνου για να γίνει κάτι ή να αρχίσει κάποια διαδικασία υπό τοιούτους όρους (αν υπάρχουν) που το δίκαιο της περίπτωσης θα απαιτεί και οιαδήποτε τέτοια επέκταση του χρόνου μπορεί να διαταχθεί παρόλον που η αίτηση για αυτό το σκοπό θα έχει γίνει μετά τη λήξη του χρόνου που ορίστηκε ή επετράπη νοούμενου ότι όταν ο χρόνος για την παράδοση οιουδήποτε δικογράφου ή εγγράφου ή καταχώρισης οιασδήποτε ενόρκου δηλώσεως, απαντήσεως ή εγγράφου ή τελέσεως οιασδήποτε πράξεως είναι ή έχει ορισθεί ή καθοριστεί από οιονδήποτε των κανονισμών αυτών ή από οιανδήποτε οδηγία ή διάταγμα του Δικαστηρίου ή Δικαστού, τα έξοδα οιασδήποτε αιτήσεως για παράταση τοιούτου χρόνου και οιουδήποτε διατάγματος θα καταβάλλονται από το διάδικο που κάμνει την τοιαύτη αίτηση εκτός εν το Δικαστήριο ή Δικαστής διατάξει διαφορετικά.»

[4] «Η Δ.57 θ.2 δίδει εξουσία στο Δικαστήριο ‘to enlarge or abridge the time appointed by this rule, or fixed by any order enlarging time ….’. Αντίστοιχος θεσμός είναι η Αγγλική O.64 r.7. Σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή μόνο όπου ο χρόνος καθορίζεται από νομοθετική ρύθμιση, όπως οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και όχι σε άλλες περιπτώσεις. Επισημαίνεται όμως ότι σε ενδιάμεσες διαδικασίες το Δικαστήριο έχει συμφυή εξουσία να παρατείνει το χρόνο, ανεξάρτητα από οποιουσδήποτε κανονισμούς.

 

Στην υπόθεση Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 στη σελ. 112 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

‘Η φύση και τα όρια της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου εξετάστηκαν στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 584. Όπως προκύπτει, σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισης με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξης της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσία ανεξάρτητης από το νόμο και τους θεσμούς.’

….

Είναι προφανές από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης πως αν το Δικαστήριο αρνηθεί να δεχθεί την εγκυρότητα της παράτασης, τούτο αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε εξουδετέρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με το οποίο διέταξε την υποβολή λογαριασμών. …. Είναι, έτσι, κατά την άποψη μας, η παρούσα είναι μία κλασσική περίπτωση όπου υπάρχει σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, έστω και αν δεχθούμε ότι η Δ.57 θ.2 για παράταση του χρόνου δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση. Η ύπαρξη της είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να λειτουργήσει ως Δικαστήριο δικαίου ώστε να εφαρμοστεί η απόφαση του. Διαφορετική κατάληξη θα καθιστούσε την απόφαση του Δικαστηρίου άνευ σημασίας.»

 

[5] “The overriding feature of the inherent jurisdiction of the court is that it is a part of procedural law, both civil and criminal, and not a part of substantive law; it is exercisable summary process, without a plenary trial; it may be invoked not only in relation to parties in pending proceedings, but in relation to any one, whether a party or not, and in relation to matters not raised in the litigation between the parties; it must be distinguished from the exercise of judicial discretion; and it may be exercised even in circumstances governed by rules of court. …. In summary, it may be said that the inherent jurisdiction of the court is a virile and viable doctrine, and has been defined as being the reserve or fund of powers, a residual source of powers, which the court may draw upon as necessary whenever it is just or equitable to do, in particular to ensure the observance of the due process of law, to prevent vexation or oppression, to do justice between the parties and to secure a fair trial between them.”

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο