
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Λ.Σ. Καμμίτση, Προέδρου και
Σπ. Σπυριδάκι και Κ. Φραγκούδη, Παρέδρων
Αίτηση Αρ.: Ε110/20
Μεταξύ:
D.O.M.S. PROPERTIES LTD (ΗΕ 134939), Αγίου Νικολάου 93, Έγκωμη 2408, Λευκωσία
Αιτήτριας
και
MEDITERRANEAN REAL ESTATES PROPERTIES LTD (ΗΕ 233177), Μετοχίου 73, Έγκωμη, 2408 Λευκωσία
Καθ' ης η Αίτηση
--------------------------------------------------------------------------------
3.4.2024
Για την Αιτήτρια: κ. Α. Χαβιαράς για κ.κ. Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Καθ’ ης η Αίτηση: κα. Χλ. Τοφαρίδου και κ. Χρ. Τοπούζης για κ.κ. Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε. και κ.κ. Χρίστης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Ενδιάμεση Απόφαση
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας επί της ουσίας, στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση και συγκεκριμένα, κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Α.1, ηγέρθη ζήτημα κατάθεσης ως Τεκμήριο, μίας επιστολής του δικηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση, ημερομηνίας 24.10.2019, η οποία φέρει την ένδειξη «Άνευ βλάβης». Ο κ. Σταυράκης έφερε ένσταση στην κατάθεση της λόγω προνομίου, το οποίο η πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση δεν αποποιείται και ο κ. Χαβιαράς ζήτησε χρόνο όπως αγορεύσει επί του σημείου. Το Δικαστήριο άκουσε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους την 22.3.2024 και επιφύλαξε την απόφαση του για να εκδοθεί σήμερα. Οι συνήγοροι έθεσαν υπόψην του Δικαστηρίου την εν λόγω επιστολή. Βλέπετε σχετικά πιο κάτω. Το Δικαστήριο τοποθετεί ένα πλαίσιο προς το σκοπό εξέτασης του ζητήματος.
Ιστορικό:
Δικόγραφα:
Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση καταχωρίστηκε αρχικά την 29.10.2020. Καταχωρήθηκε τροποποιημένη Αίτηση την 26.5.2021, ως η Αιτήτρια δικαιούτο να πράξει χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.25 θ.1(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023 και μ’ αυτήν η Αιτήτρια εξαιτείται ως ακολούθως:
«1. Απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ανάκτησης κατοχής και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου διατάζον την Καθ’ ης η Αίτηση και τους αξιωματούχους και/η υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους και/ή εκπροσώπους και/ή υπηρέτες αυτής και ένα έκαστο εξ’ αυτών όπως εκκενώσουν και παραδώσουν στην Αιτήτρια ελευθέρα κατοχή του ισογείου του κτιρίου (περίπου 650 τ.μ.) που είναι γνωστό ως NBC και βρίσκεται εντός του τεμαχίου με αριθμό εγγραφής 4/848, Φ/Σχ.21/53W1, Τεμάχιο 770, στην Έγκωμη της Επαρχίας Λευκωσίας (το «NBC GROUND FLOOR»).
2. Απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου διατάζον την Καθ’ ης η Αίτηση να καταβάλει στην Αιτήτρια το ποσό των €51.370,53- που αφορά καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια και πραγματικά έξοδα λειτουργίας του κτιρίου NBC για την περίοδο 01/01/2018 μέχρι την 310/10/2020 που αναφέρεται ανωτέρω, συγκεκριμένα καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια προς €2.400- για έκαστο μήνα, πλέον πραγματικά έξοδα λειτουργίας του κτιρίου NBC.
3. Απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου διατάζον την Καθ’ ης η Αίτηση να καταβάλει στην Αιτήτρια το ποσό των €2400- μηνιαίως για την περίοδο από την 01/11/2020 και μέχρι παραδόσεως κενής και ελεύθερης κατοχής του ακινήτου ως ενδιάμεσα οφέλη και/κέρδη.
4. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και δίκαια υπό τις περιστάσεις.
5. Νόμιμο τόκο.
6. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης.»
Η Αιτήτρια εταιρεία ενάγει ως νόμιμη ιδιοκτήτρια του ισογείου του κτιρίου γνωστού ως NBC, το οποίο κείται εντός του Τεμαχίου 770, αρ. εγγρ. 4/848, Φ/Σχ. 21/53W1, Έγκωμη, Λευκωσία. Δικογραφεί ότι, δυνάμει Συμφωνίας Ενοικιάσεως ημερομηνίας 6.7.2017, η Καθ’ ης η Αίτηση ενοικίασε το ισόγειο στο εν λόγω ακίνητο και ότι στις 11.7.2017, συνήφθηκε μεταξύ των μερών Συμπληρωματική Συμφωνία και στις 5.10.2017 Δεύτερη Συμπληρωματική Συμφωνία. Ασκήθηκε δικαίωμα επιλογής από πλευράς της Αιτήτριας, με επιστολή της προς την Καθ’ ης η Αίτηση την 5.12.2017 και η Καθ’ ης η Αίτηση ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει ελεύθερη κατοχή μέχρι την 5.12.2019. Η Καθ’ ης η Αίτηση ήγειρε διάφορα ζητήματα μέσω των δικηγόρων της και δεν παρέδωσε την κατοχή του επίδικου υποστατικού. Η Αιτήτρια ειδοποίησε την Καθ’ ης η Αίτηση ότι το επίδικο απαιτείται λογικώς για τη διενέργεια ουσιωδώς σημαντικών αλλαγών που συνεπάγονται την ουσιαστική και σημαντική μετατροπή του για σκοπούς αξιοποίησης του και ότι οφείλει ενοίκια. Η Καθ’ ης η Αίτηση εξακολουθεί να οφείλει ενοίκια, ενώ διατηρεί την κατοχή του επίδικου υποστατικού.
Στην παράγραφο Γ10 της κυρίως Αίτησης, η Αιτήτρια, δικογραφεί ως ακολούθως:
«10. Με την επιστολή τους ημερομηνίας 24/10/2019, οι δικηγόροι της Καθ’ ής η Αίτηση:
α) αναφέρθηκαν στις Συμφωνίες και στην ειδοποίηση ημερομηνίας 05/12/2017 και ως εκ τούτου αναγνώρισαν την παραλαβή της επιστολής, και
β) ισχυρίστηκαν ότι η εφαρμογή των Συμφωνιών επέβαλλε την ερμηνεία τους ως ενιαία συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, και
γ) ισχυρίστηκαν ότι η ενεργοποίηση της Επιλογής προϋπέθετε την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων από την Αιτήτρια και την πιστή συμμόρφωση με τους άλλους όρους των Συμφωνιών, και
δ) ισχυρίστηκαν ότι η Καθ’ ης η Αίτηση ήταν έτοιμη και πρόθυμη να παραδώσει την κατοχή του NBC GROUND FLOOR με βάση την άσκηση της Επιλογής την 05/12/2019, οι οποίες αναφέρθηκα εκτενώς στην εν λόγω επιστολή και ζήτησαν όπως αυτές διατυπωθούν σε νέα συμφωνία.»
Στη συνέχεια στο δικόγραφο, γίνεται αναφορά σε αλληλογραφία και σε συνάντηση μεταξύ των μερών. Κατόπιν της συνάντησης, η οποία δεν κατέληξε σε διευθέτηση των μεταξύ των μερών διαφορών, εστάλη ακόμα μία επιστολή από πλευράς της Αιτήτριας. Σχετικές οι παράγραφοι Γ18 και Γ19 της κυρίως Αίτησης:
«18. Με την επιστολή τους ημερομηνίας 24/12/2019, οι δικηγόροι της Αιτήτριας επεσήμαναν στην Καθ’ ής η Αίτηση ότι:
α) Από τις συναντήσεις και την αλληλογραφία που ακολούθησαν την επιστολή τους με ημερομηνία 05/12/2019, ήταν προφανές ότι η Καθ’ ής η Αίτηση ήθελε να επαναδιαπραγματευθεί και ξαναγράψει τις Συμφωνίες, κάτι που η Αιτήτρια απέρριψε κατηγορηματικά.
β) Από την 06/12/2019 η Καθ’ ής η Αίτηση παραβίασε τις Συμφωνίες και η Αιτήτρια είχε το δικαίωμα να τερματίσει τις Συμφωνίες.
γ) Η Αιτήτρια επανέλαβε ότι ήταν έτοιμη να συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις της βάσει των Συμφωνιών και ότι θα προχωρούσε στην πληρωμή της τραπεζικής εγγύησης εάν η Καθ’ ής η Αίτηση παρέδιδε την κατοχή του ακινήτου έως την 31/12/2019 στις 12:00.
δ) Σε περίπτωση που εκείνη την ημέρα και ώρα η κατοχή του ακινήτου δεν παραδιδόταν στην Αιτήτρια, οι Συμφωνίες θα θεωρούνταν τερματισμένες χωρίς περαιτέρω ειδοποίηση και θα λαμβάνονταν νομικά μέτρα για την ανάκτηση της κατοχής και αξιώσεις για αποζημίωση.»
19. Η Καθ’ ής η Αίτηση δεν συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 24/12/2019 και από την 01/01/2020 έχει καταστεί θέσμιος ενοικιαστής.»
Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρισε Απάντηση την 9.3.2021 και τροποποιημένη την 1.3.2022 και μ’ αυτήν εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Η τρίτη και η πέμπτη εξ’ αυτών, έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο και σχετική είναι η Ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 12.1.2023. Στις παραγράφους Γ15, Γ28 και Γ29 της Απάντησης, η Καθ’ ης η Αίτηση δικογραφεί ως ακολούθως:
«15. Αναφορικά με το περιεχόμενο της παραγράφου 10 της Αίτησης, η Καθ’ ης η Αίτηση παραδέχεται μόνο την εκ μέρους και κατ’ εντολής της αποστολής της επιστολής ημερομηνίας 24/10/2019 από τους Δικηγόρους της προς την Αιτήτρια, δια της οποίας κλήθηκε η Αιτήτρια εκ νέου όπως τηρήσει στο ακέραιο τις συμβατικές υποχρεώσεις της και κυρίως την υποχρέωση διασφάλισης των σχετικών τετραγωνικών μέτρων του συντελεστή δόμησης του Τεμαχίου ως προϋπόθεση άσκησης του OPTION. Η Καθ’ ης η Αίτηση αρνείται και συνεπώς απορρίπτει το υπόλοιπο περιεχόμενο της εν λόγω παραγράφου και καλεί την Αιτήτρια σε πλήρη κι αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Είναι δε θέση της περαιτέρω ότι:
(α) Κατά τον ουσιώδη χρόνο η Καθ’ ης η Αίτηση δεν γνώριζε περί την παραβίαση εκ μέρους της Αιτήτριας των όρων των συμφωνιών και κυρίως των όρων για εξάσκηση του OPTION.
(β) Οι όροι των συμφωνιών ενοικίασης καθιστούν ξεκάθαρο το γεγονός ότι αποτελούν αυτόνομες συμφωνίες ενοικίασης δύο ξεχωριστών κτηρίων. Σε κανένα όρο, ρητό ή εξυπακουόμενο δεν γίνεται αναφορά σε εφαρμογή και/ή θεώρηση των συμφωνιών ως να ήταν όροι μία ενιαίας συμφωνίας και ουδέποτε αυτό ήταν η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών.
(γ) Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει συγκατατεθεί στην τροποποίηση των συμφωνιών ενοικίασης του NBC και του C HOUSE με τρόπο που να καθίστανται ενιαία συμφωνία και/ή ενοικίαση.
(δ) Επιπλέον, οι συμφωνίες ενοικίασης του NBC περιέχουν σαφείς και αυστηρές πρόνοιες για τον τερματισμό τους (OPTION) οι οποίες είναι καθ’ όλα ανεξάρτητες και διαφορετικές από τις πρόνοιες τερματισμού του C HOUSE. Η θέση της Αιτήτριας ότι η παραβίαση των συμφωνιών ενοικίασης του ενός κτηρίου ακυρώνει ή δίνει δικαίωμα τερματισμού ή ακύρωσης των συμφωνιών ενοικίασης και του άλλου κτηρίου είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και προβάλλεται προς εξυπηρέτηση των δικών της αλλότριων σκοπών, ήτοι του εξαναγκασμού, μέσω της απειλής υπαναχώρησης και/ή αποδέσμευσης από την ενοικίαση του C HOUSE, της Καθ’ ης η Αίτηση να αποποιηθεί των δικαιωμάτων της και να συγκατατεθεί στην παραβίαση των υποχρεώσεων της Αιτήτριας σε σχέση με τον συντελεστή δόμησης του τεμαχίου.
(ε) Η επιστολή ημερομηνίας 24/10/2019 στάλθηκε από τους Δικηγόρους της της Καθ’ ης η Αίτηση άνευ βλάβης των δικαιωμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση, στα πλαίσια προσπάθειας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς και με στόχο να καλέσει την Αιτήτρια να τηρήσει στο ακέραιο τις συμβατικές υποχρεώσεις και κυρίως την υποχρέωση διασφάλισης των σχετικών τετραγωνικών μέτρων του συντελεστή δόμησης του Τεμαχίου ως προϋπόθεση άσκησης του OPTION και ως εκ τούτου η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 24/10/2019 δεν δύναται να διαφοροποιήσει τα συμβατικά δικαίωμα και υποχρεώσεις των μερών ούτε να γίνει επίκληση της προς τούτο από την Αιτήτρια.»
«28. Από το περιεχόμενο της παραγράφου 18 της Αίτησης, η Καθ’ ης η Αίτηση παραδέχεται μόνο τη λήψη της επιστολής ημερομηνίας 24/12/2019 των Δικηγόρων της Αιτήτριας καθώς και την έκταση που αυτή αναφέρεται στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής και αρνείται και συνεπώς απορρίπτει τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και την καλεί σε πλήρη κι αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της.»
«29. Η Καθ’ ης η Αίτηση αρνείται και απορρίπτει κατηγορηματικά τις παραγράφους 19 και 20 της Αίτησης και καλεί την Αιτήτρια σε πλήρη και αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Είναι δε η θέση της ότι δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα του περιεχομένου της επιστολής ημερομηνίας 24/12/2019 των Δικηγόρων της Αιτήτριας, η οποία μάλιστα παραλήφθηκε αιφνίδια εν μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των μερών για εξεύρεση εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς καθώς και ότι ουδεμία υποχρέωση συμμόρφωσης με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής και/ή με τις απαιτήσεις της Αιτήτριας είχε και/ή έχει η Καθ’ ης η Αίτηση διότι, ως εκ των ανωτέρω, ουδέποτε ασκήθηκε νομίμως το OPTION και ως εκ τούτου οι Συμφωνίες ενοικίασης μεταξύ των μερών συμπεριλαμβανομένων των τροποποιητικών συμφωνιών ουδέποτε τερματίστηκαν και συνεχίζουν έως σήμερα να ισχύουν και συνεπώς είναι απολύτως νόμιμο και σύμφωνο με τις μεταξύ τους Συμφωνίες που δεν παρέδωσε την κατοχή στην Αιτήτρια η Καθ’ ης η Αίτηση και που συνεχίζει να κατέχει τα υποστατικά η Καθ’ ης η Αίτηση και σε καμία περίπτωση δεν έχει καταστεί θέσμιος ενοικιαστής η Καθ’ ης η Αίτηση.»
Διαδικασία:
Ακολουθήθηκε η διαδικασία της Διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023. Καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις αποκάλυψης εγγράφων από τις δύο πλευρές, με Παραρτήματα και χωρίς την επισύναψη των ιδίων των αποκαλυφθέντων εγγράφων. Η πλευρά της Αιτήτριας, καταχώρισε και συμπληρωματική ένορκο δήλωση αποκάλυψης εγγράφων. Η επιστολή ημερομηνίας 24.10.2019 των δικηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση, περιλαμβάνεται στο Παράρτημα της ενόρκου δηλώσεως αποκάλυψης της Αιτήτριας, καθώς και στον Κατάλογο Περιγραφής Εγγράφων της ενόρκου δηλώσεως της Καθ’ ης η Αίτηση. Η Αιτήτρια αναφέρεται σε αποκαλυφθέντα έγγραφα για τα οποία έχει ένσταση να παρουσιαστούν, ενώ η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αναφέρεται.
Η ακροαματική διαδικασία επί της ουσίας, έχει αρχίσει και βρίσκεται σε εξέλιξη. Η υπόλοιπη αλληλογραφία η οποία δικογραφείται και από τις δύο πλευρές, στην οποία περιλαμβάνονται επιστολές με την ένδειξη «Άνευ βλάβης» και έπονται αλλά και προηγούνται της επιστολής ημερομηνίας 24.10.2019, έχουν ήδη κατατεθεί ως Τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την κατάθεση του Μ.Α.1, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί και χωρίς ένσταση από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση αναφορικά με την κατάθεση τους.
Η επιστολή «Άνευ Βλάβης» και οι θέσεις των συνηγόρων:
Στο σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης – Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2014, στη σελίδα 1006, αναφέρονται τα εξής: «Αν ένας διάδικος ισχυρίζεται ότι μια επιστολή είναι προνομιούχα και ο αντίδικος ενίσταται στην κατάθεση ή αναφορά της, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει το θέμα και να αποφασίσει με βάση το σύνολο των ενώπιον του περιστατικών (South Shropshire District Council v Amos (1987) 1 All ER 340).» Ακριβώς αυτά είναι τα γεγονότα που συνθέτουν το φόντο και το πλαίσιο εντός του οποίου κλήθηκε το Δικαστήριο να κινηθεί και να αποφανθεί.
Η επιστολή την οποία η πλευρά των Αιτητών επιθυμεί να καταθέσει ως Τεκμήριο, εστάλη, ως φαίνεται, από ένα εκ των δικηγορικών γραφείων που εκπροσωπούν σήμερα την Καθ’ ης η Αίτηση, την 24.10.2019, προς τους δικηγόρους της Αιτήτριας και φέρει την ένδειξη «Άνευ βλάβης». Αναφέρεται στις συμφωνίες ενοικίασης μεταξύ των μερών και την ειδοποίηση της Αιτήτριας για ενεργοποίηση του δικαιώματος επιλογής και τερματισμό της ενοικίασης. Οι δικηγόροι της Καθ’ ης η Αίτηση, τοποθετούνται ότι οι μεταξύ των μερών συμφωνίες, ερμηνεύονται ως μία ενιαία συμφωνία και αυτό έχει ορισμένες συνέπειες. Με βάση δε αυτή την ερμηνεία και την ειδοποίηση της Αιτήτριας, θέτουν υπόψην των δικηγόρων της Αιτήτριας τις υποχρεώσεις της τελευταίας, ώστε να παραδοθεί η κατοχή μέρους ή ενός εκ των ενοικιαζόμενων υποστατικών, από την Καθ’ ης η Αίτηση. Τίθεται δηλαδή εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση, το αποδεκτό πλαίσιο εντός του οποίου θα κινούνταν τα μέρη, για τη διευθέτηση των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων και την άσκηση των εκατέρωθεν συμβατικών δικαιωμάτων.
Διαπιστώνεται ότι η επιστολή δεν ήταν η πρώτη στην αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των μερών. Έτερες επιστολές, προγενέστερες και μεταγενέστερες, με την ένδειξη «Άνευ βλάβης», έχουν κατατεθεί ως Τεκμήρια, όπως σημειώνουμε πιο πάνω. Η επιστολή περιλαμβάνεται στα έγγραφα τα οποία έχουν αποκαλύψει και οι δύο πλευρές (βλέπετε πιο πάνω). Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών υπογράμμισε αυτό το γεγονός και παρέπεμψε επίσης στον Τύπο 22 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023, ο οποίος αφορά στην ένορκο δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, σύμφωνα με τη Διαταγή 28 θεσμός 2. Ο Τύπος 22 περιλαμβάνει αναφορά σε έγγραφα τα οποία ο διάδικος αποκαλύπτει μεν, ενίσταται στην κατάθεση τους δε και υπέδειξε ότι οι συνάδελφοι του δεν ανέφεραν την περί ης ο λόγος επιστολή, στην ανάλογη παράγραφο 2 του Τύπου 22. Αυτή η ενέργεια ή η παράλειψη, υποδεικνύει, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, εγκατάλειψη (waiver) του δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση, να ενστούν στην κατάθεση της ως Τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, επικαλούμενοι προνόμιο.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέδειξε ότι η επιστολή δεν είναι αλληλογραφία με σκοπό την επίλυση της διαφοράς. Αντίθετα, ο δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση ο οποίος την απέστειλε, προβαίνει σε νομική τοποθέτηση και στη συνέχεια, βάζει όρους και καταλήγει ότι η Αιτήτρια είναι σε παραβίαση συμφωνιών. Η επιστολή έτυχε απάντησης την ίδια ημέρα και η απάντηση έχει κατατεθεί ως Τεκμήριο 17. Ο κ. Χαβιαράς εισηγήθηκε ότι με τις δύο αυτές επιστολές, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών με ποιο τρόπο θα ερμηνευθούν οι επίδικες συμφωνίες. Θεωρεί δε σημαντική την περί ης ο λόγος επιστολή ημερομηνίας 24.10.2019, επειδή η Αιτήτρια έκαμε τερματισμό των δύο συμφωνιών και εάν η προσέγγιση της Καθ’ ης η Αίτηση ήταν διαφορετική, η Αιτήτρια θα έπρεπε να κάμει διαφορετικούς τερματισμούς. Αυτό αποτελεί σαφή εξαίρεση του προνομίου, κατά την άποψη του.
Ο κ. Χαβιαράς βασίστηκε στην τρίτη εξαίρεση που καταγράφεται στην απόφαση της εντίμου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ως ήταν τότε, κας. Τ. Παρασκευαίδου – Καρακάννα, στην υπόθεση Επί τοις Αφορώσι την Lois Builders Ltd, Αίτηση Εταιρείας Αρ. 18/22, Απόφαση ημερομηνίας 19.5.2023, με αναφορά στην Αγγλική αυθεντία Unilever v. Procter & Gamble (2001) 1 All ER 783. Η τρίτη εξαίρεση αφορά (σελίδα 6 της Απόφασης):
«(γ) Ακόμη και σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν καταλήξουν σε εξώδικη διευθέτηση, μια «καθαρή» δήλωση, η οποία γίνεται από το ένα μέρος κατά τις διαπραγματεύσεις και επί της οποίας το άλλο μέρος στηρίζεται και έχει επίδραση στις ενέργειες του, δυνατό να γίνει αποδεκτή ως υπεράσπιση του κωλύματος. (Βλέπετε επίσης Hodgkinson & Corby v. Wards Mobility Services (1997) E.S.R. 178, 191).»
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση, υποστήριξε ότι η επιστολή αποτελεί καλόπιστη διαπραγμάτευση από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση και πρόταση για να διευθετηθούν οι διαφορές οι οποίες υφίσταντο κατά το χρόνο αποστολής της επιστολής. Η επιστολή εστάλη από τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση με την ένδειξη «Άνευ βλάβης», γεγονός που την καθιστά προνομιούχα και ως τέτοια, χωρίς τη συγκατάθεση των Καθ’ ων η Αίτηση, δεν δύναται να κατατεθεί. Εστάλη σε μία προσπάθεια να κλείσουν οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων.
Ουδέποτε συμφωνήθηκε ότι οι Συμφωνίες μεταξύ των μερών, ερμηνεύονται ως μία συμφωνία και η αναφορά των δικηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση στην περί ης ο λόγος επιστολή, παραθέτει μία ερμηνεία. Είναι όμως έργο του Δικαστηρίου και ακόμα και το τι αναφέρει η επιστολή, θα αξιολογηθεί από το Δικαστήριο. Δεν τίθεται θέμα να βασίστηκε ο δικηγόρος της Αιτήτριας σ’ αυτή και να λέει ότι τώρα κωλύεται η Καθ’ ης η Αίτηση να ενστεί στην κατάθεση της επιστολής. Η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ήταν γνωστή από την Απάντηση της, όπου γίνεται ρητή αναφορά στην επιστολή και ότι αυτή είναι άνευ βλάβης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος εισηγήθηκε ότι, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιστολή είναι προνομιούχα με βάση την νομολογία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα μέρος του εγγράφου (cherry picking).
Παρέπεμψε το Δικαστήριο στην Αγγλική αυθεντία Koukash v. Koukash, [2022] EWHC 1001 (Fam), Απόφαση του έντιμου Sir Jonathan Cohen, στην οποία άνευ βλάβης αλληλογραφία είχε περιληφθεί εκ παραδρομής στη δέσμη εγγράφων που είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κα. Τοφαρίδου αναφέρθηκε στις δέσμες εγγράφων που κατατίθενται πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, με βάση τους Νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ την 1.9.2023, υποδεικνύοντας ότι η συμπερίληψη της επιστολής στην αποκάλυψη εγγράφων της Καθ’ ης η Αίτηση, δεν απολήγει σε αποποίηση του προνομίου από πλευράς της τελευταίας. Η αυθεντία, κατά τα λοιπά, επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν, τις αρχές που διέπουν το ζήτημα του προνομίου και της άνευ βλάβης αλληλογραφίας και επικοινωνίας, χωρίς να προστίθεται κάτι καινούργιο το οποίο ενισχύει αξιόλογα τη θέση της Καθ’ ης η Αίτηση. Όσον αφορά τις δέσμες εγγράφων, οι Νέοι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, αλλά οι Θεσμοί ως ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023.
Όσον αφορά την επίσης Αγγλική αυθεντία Somatra Ltd. Sinclair Roche & Temperley [2000] EWCA Civ 229, στην οποία επίσης μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος, αυτή αφορούσε την αποκάλυψη από τη μία πλευρά, μέρους άνευ βλάβης διαπραγματεύσεων στα πλαίσια αίτησης για την έκδοση Διατάγματος τύπου Mareva και μ’ αυτό τον τρόπο, ο συγκεκριμένος διάδικος είχε αποποιηθεί του προνομίου για την αναφορά στις άνευ βλάβης διαπραγματεύσεις και στη διαδικασία επί της ουσίας. Βλέπετε σχετικά και την αναφορά στην αυθεντία στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 18η έκδοση, σελίδες 752 και 753.
Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Phipson, σελίδες 751 και 752, οι αρχές της εκ παραδρομής (inadvertent) αποκάλυψης, δεν εφαρμόζονται στο προνόμιο άνευ βλάβης (without prejudice privilege).
Στη σελίδα 752 του συγγράμματος, παράγραφος 24-25, λέγει τα εξής: “Waiver involves a decision by both parties to utilise the material in court. Mere disclosure of without prejudice documents in a list cannot be a waiver of without prejudice privilege, in circumstances where the documents are not confidential as against the other party.” Συνεπώς, ως εισηγήθηκε η κα. Τοφαρίδου, η συμπερίληψη της επιστολής στην αποκάλυψη εγγράφων της Καθ’ ης η Αίτηση, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκ παραδρομής αποκάλυψη και άρα αποποίηση του προνομίου, διότι δεν υπάρχει εκ παραδρομής αποκάλυψη για την άνευ βλάβης επικοινωνία. Δεν ξεκαθάρισε όμως η ευπαίδευτη συνήγορος, τη θέση της Καθ’ ης η Αίτηση επί του ζητήματος της ερμηνείας της πράξης συμπερίληψης της επιστολής στην αποκάλυψη εγγράφων από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση. Μπορεί να ερμηνευθεί ως αποποίηση του προνομίου, αν και όχι ως εκ παραδρομής αποκάλυψη που ισοδυναμεί με αποποίηση του προνομίου;
Νομική πτυχή:
Νομικό προνόμιο (legal privilege):
Ποιος είναι ο γενικός κανόνας που αφορά το Προνόμιο; Βλέπετε σχετικά το σύγγραμμα Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης – Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» 2014, σελίδα 957:
«Παρόλο που ένας μάρτυς είναι ικανός και εξαναγκάσιμος, έχει δικαίωμα σε ορισμένες περιπτώσεις να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις όταν η απάντηση που θα δώσει ενδέχεται να καλύπτεται από κάποιας μορφή προνόμιο (privilege), σχετιζόμενο είτε με την ατομική του προστασία είτε με τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος, ασχέτως αν η μαρτυρία του αυτή θα μπορούσε να έχει και βαρύνουσα σημασία στην επίλυση των επίδικων θεμάτων (Blunt v Park Lane Hotel Ltd and Briscoe (1942) 2 All ER 187, R v. Boyes (1861) 1 B & S 311, Beatson v. Skene (1860) 5 H & N 838). Ο κανόνας καλύπτει και τα νομικά πρόσωπα (British Steel Corpn v Granada Television Ltd (1981) 1 All ER 417), παραμένει όμως ανοικτό αν μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των διοικητικών συμβούλων, υπηρετών ή αντιπροσώπων μιας εταιρείας λόγω του κινδύνου αυτοενοχοποίησης της (Sociedade Nacional de Combustiveis de Angola UEE and Others v. Lundqvist and Others (1990) 3 All ER 283, Rio Tinto Zin Corporation and Others Westinghouse Electric Corporation (1978) 1 All ER 434). Δεν φαίνεται όμως να υπάρχει κάποια ισχυρή αρχή δικαίου που να αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο (Environment Protection Authorities v. Caltex Refiningn Co Pty Ltd (1993) HCA 74, R v Nova Scotia Pharmaceutical Society (1990) 73 DLR (4th) 184, Upjohn & Co v US (1981) 449 US 383). Στο γενικό κανόνα του προνομίου, υπάρχουν εξαιρέσεις, οι κυριότερες των οποίων είναι εκείνες του δημοσίου συμφέροντος (public policy) και οι ιδιωτικές (private privilege).»
Στις ιδιωτικές εξαιρέσεις και άλλες εξαιρέσεις δημοσίας χροιάς, εμπίπτουν και οι δηλώσεις άνευ βλάβης.
Δηλώσεις «άνευ βλάβης»:
Κανόνας:
Ως γενικός κανόνας, αλληλογραφία με την ένδειξη «Άνευ βλάβης» (without prejudice) και επικοινωνία «άνευ βλάβης», προστατεύεται από νομικό προνόμιο και δύναται να κατατεθεί μόνο με τη συναίνεση και των δύο μερών. Βλέπετε σχετικά την αυθεντία Photiou Bros Co Ltd and Another v. Autolifts and Engineering Co Ltd (1984) 1 CLR 422, τις Αγγλικές αυθεντίες Walker v. Wilsher (1889) 23 QBD 335, Cutts v. Head (1984) 1 All ER 597, Rush & Tompkins Ltd v. Greater London Council (1988) 3 All ER 737, Muller v. Linsley & Mortimer (a firm) (1996) PNLR 74, Unilever v. Procter & Gamble (2001) All ER 783 και το Αγγλικό σύγγραμμα Keane’s The Modern Law of Evidence, 2η έκδοση, σελίδα 423 [1].
Το προνόμιο ισχύει και για ενδιάμεσα διαβήματα, όχι μόνο για την ακρόαση επί της ουσίας. Ο γενικός κανόνας για την «άνευ βλάβης επικοινωνία», έχει σκοπός να ενθαρρύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών για να καταλήγουν σε εξώδικες διευθετήσεις πριν την έναρξη διαδικασίας σε μια υπόθεση, που είναι πάντοτε ο πρωταρχικός στόχος.
Στο σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη (πιο πάνω), στη σελίδα 1005, εξηγείται ότι:
«Σύμφωνα με το γενικό κανόνα, δηλώσεις που λαμβάνουν χώραν άνευ βλάβης ή άνευ επηρεασμού κατά τη διευθέτηση μιας διαφοράς είτε πριν από την έγερση αγωγής (Barnetson v Framlington Group Ltd (2003) All ER 1054), είτε κατά την εκκρεμοδικία, δεν γίνονται αποδεκτές ως μαρτυρία χωρίς την έγκριση του προσώπου ή του διαδίκου που προέβη σε αυτές (Skattou v M/V “Koreiz” and Another (1982) 1 CLR 804) και τούτο συμπεριλαμβάνει και κάθε ζήτημα που αφορά στην επιδίκαση εξόδων (Reed Executive Plc and Another v Reed Business Information Ltd and Others (2004) 4 All ER 920, Walker v. Wilsher (1889) 23 QBD 335). Ο κανόνας δεν καθιερώνει απόλυτη απαγόρευση παρά μόνο δίνει προνόμιο – το οποίο βεβαίως μπορεί να εγκαταλειφθεί, όπως δια της εκ συμφώνου και ανεπιφύλακτης κατάθεσης των σχετικών επιστολών στη δίκη από τους διαδίκους ως στοιχείου μαρτυρίας (Λαζούρης v Σεργίου (1999) 1(Α) ΑΑΔ 500) – στον διάδικο από τον οποίο προέρχεται η επικοινωνία, να εγείρει ένσταση στην παρουσίαση της (Electromatic Constructions Ltd v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1(Α) ΑΑΔ 258).»
Αν οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται μέσω αλληλογραφίας, η ένδειξη άνευ βλάβης σε μία ή περισσότερες επιστολές, καθιστά προνομιούχα όλη τη μετέπειτα αλληλογραφία, είτε σ’ αυτήν αναγράφεται ρητώς ή ένδειξη άνευ βλάβης, είτε όχι, νοουμένου ότι αναφέρονται στις διαπραγματεύσεις για εξώδικο συμβιβασμό (Ηλιάδης & Σάντης, σελίδα 1005). Εάν όμως, το περιεχόμενο της επιστολής δεν αφορά σε διαπραγμάτευση εκκρεμούσας συναλλαγής, τότε τα πιο άνω παύουν να ισχύουν (Δημητρίου και Άλλου v Πανδώρα Επενδύσεις Λτδ (2007) 1(Α) ΑΑΔ 564).
Ο κανόνας βασίζεται εν μέρει στο δημόσιο συμφέρον (public policy) και εν μέρει στην έμμεση ή εξυπακουόμενη συμφωνία μεταξύ των μερών, ότι η επικοινωνία κατά τη διάρκεια των μεταξύ των διαπραγματεύσεων, δεν θα είναι αποδεκτή προς κατάθεση ως μαρτυρία, εάν, παρά τις διαπραγματεύσεις, η υπόθεση καταλήξει ενώπιον της Δικαιοσύνης (βλέπετε την αυθεντία Unilever v. Procter & Gamble, πιο πάνω, σελίδα 789-790 letter a). Στην ίδια αυθεντία, ο έντιμος Δικαστής του Court of Appeal, Robert Walker LJ, αναφέρθηκε στην απόφαση του Hoffmann LJ, στην αυθεντία Muller v. Linsley & Mortimer (a firm) (πιο πάνω), όπου, κατά την αναφορά του στην απόφαση στην Rush & Tomkins, είπε (σελίδες 790 και 791, letters j and a): “ ‘Many of the alleged exceptions to the rule will be found on analysis to be cases in which the relevance of the communication lies not in the truth of any fact which it asserts or admits, but simply in the fact that it was made.’” Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι οι δικηγόροι της Καθ’ ης η Αίτηση δήλωσαν ότι δυνατόν να ερμηνευθεί πως οι συμφωνίες είναι μία ενιαία συμφωνία και όχι εάν όντως αυτό ισχύει νομικά και πραγματικά, κάτι που θα αποφασίσει το Δικαστήριο.
Στις πλείστες των περιπτώσεων, η «άνευ βλάβης» επικοινωνία, αφορά σε παραδοχές (admissions) και για να τύχει εφαρμογής το προνόμιο, πρέπει να υπάρχει καλή τη πίστει επικοινωνία με σκοπό τη διαπραγμάτευση για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών.
Εξαιρέσεις:
Ορισμένες εκ των εξαιρέσεων στο γενικό κανόνα ότι οι δηλώσεις που γίνονται «άνευ βλάβης», θεωρούνται προνομιούχες, καταγράφονται στις σελίδες 1006-1007 του συγγράμματος Ηλιάδη & Σάντη και περιλαμβάνουν: όταν το επίδικο θέμα είναι το εάν οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμβιβασμό ή όχι, όταν το επίδικο θέμα σχετίζεται με διαμεσολάβηση προς επίλυση διαφοράς η οποία κατέληξε σε διακανονισμό και παραδοχή που, αν και είχε περιληφθεί σε έγγραφα «άνευ βλάβης», είναι άσχετη με τη διαδικασία.
Στις σελίδες 791-792 της αυθεντίας Unilever v. Procter & Gamble (πιο πάνω), ο έντιμος Δικαστής του Court of Appeal, Robert Walker LJ, καταγράφει τις πιο σημαντικές εξαιρέσεις στον κανόνα, όπως φαίνονται και στην απόφαση της εντίμου Δικαστού κας. Τ. Καρακάννα στην Lois Builders Ltd. (πιο πάνω). Στη σελίδα 792, letter b, καταγράφονται τα ακόλουθα:
“(3) Even if there is no concluded compromise, a clear statement which is made by one party to negotiations, and on which the other party is intended to act and does in fact act, may be admissible as giving rise to an estoppel. That was the view of Neuberger J in Hodgkinson & Corby Ltd v Wards Mobility Services Ltd [1997] FSR 178 at 191, and his view on that point was not disapproved by this court on appeal ([1998] FSR 530).”
Το σύγγραμμα Phipson (πιο πάνω), περιλαμβάνει εισήγηση της ορθής διαδικασίας που πρέπει να ακολουθεί το Δικαστήριο για να αποφασίσει την εφαρμογή ή εξαίρεση του προνομίου, στη σελίδα 739, παράγραφος 24-13:
“The correct position is, it is suggested, as follows:
(a) The starting point is to determine whether the “without prejudice” principle is engaged at all: is the communication in the course of bona fide negotiations with a view to settlement of a dispute
(b) If so, the court will expect to treat communications marked “without prejudice” as being within the without prejudice rule in subsequent court proceedings between the parties
(c) If there is doubt as to whether the without prejudice principle is engaged, the use of the words may assist the court in determining whether there is an attempt to settle an existing dispute.
(d) However, even if the words “without prejudice” were not used, the without prejudice principle will still apply if the circumstances judged objectively were such that it can be assumed to have been intended that the communications in question, being made with a view to settlement, be not admitted in evidence.
It does not matter that litigation has not begun. In Framlington Group Ltd v Axa Framlington Group Ltd [2] the Court of Appeal held that the relevant question was whether the parties contemplated or might reasonably have contemplated that litigation would follow if they could not agree. And even when a letter is sent as the “opening shot” in negotiations, and is not preceded by any previous correspondence, it may be without prejudice. There are authorities in both directions on the latter point and it will depend on the facts [3]. It has been said that if one is seeking to change the basis of the correspondence from without prejudice to open it is incumbent on that person to make the change clear, [4] although that may be more of a pointer than a rule. There is no reason why every letter for which without prejudice privilege is claimed should contain an offer or consideration of an offer, so long as the without prejudice correspondence is part of a body of negotiation correspondence [5].”
Η απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην Bradford & Bingley plc v. Rashid (FC), (2006) UKHL 37, αφορά τον Νόμο περί Παραγραφής ο οποίος ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα το Limitation Act 1980 και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 29(5) της εν λόγω Νομοθεσίας. Στην παράγραφο 13 λέει τα εξής:
“This limitation on the scope of the without prejudice rule, confining it to admissions which can be construed as made hypothetically rather than without qualification, is not limited to the use of these admissions as acknowledgements under section 29(5) or its Scottish equivalent. It is entirely general. As such, I think that, with all respect to the Scottish judges, including my noble and learned friend Lord Hope, it goes too far. There is nothing in the modern English authorities to encourage a dissection of correspondence or, still worse, conversations, to ascertain whether admissions of fact were made hypothetically or without qualification. It has frequently been said that the purpose of the rule is to encourage parties engaged in settlement negotiations to express themselves freely and without inhibition. It is well established that the rule applies to any genuine attempt at negotiation, whether or not the communications are expressly said to be without prejudice, and I think it would be most unfortunate if the law introduced a new requirement that the parties should preface anything they said with a standard disclaimer that any admissions of fact were to be taken to be hypothetical and solely for the purposes of the negotiation.”
[υπογράμμιση του Δικαστηρίου]
Στην παράγραφο 16 της πιο πάνω αυθεντίας, η οποία λέει ουσιαστικά που καταλήγει ο Λόρδος Hoffmann, έχει ως εξής:
“The solution which I would therefore favour, and which I think is in accordance with principle, is that the without prejudice rule, so far as it is based upon general public policy and not upon some agreement of the parties, does not apply at all to the use of a statement as an acknowledgement for the purposes of section 29(5). That, I would infer, is what everyone thought in Spencer v. Hemmerde [1922] 2 AC 507. It is in accordance with principle because the main purpose of the rule is to prevent the use of anything said in negotiations as evidence of anything expressly or impliedly admitted: that certain things happened, that the party concerned thought he had a weak case and so forth. But when a statement is used as an acknowledgement for the purposes of section 29(5), it is not being used as evidence of anything. The statement is not evidence of an acknowledgement. It is the acknowledgement. It may, if admissible for that purpose, also be evidence of an indebtedness when it comes to deciding this question at the trial, but for the purposes of section 29(5) it is not being used as such. All that an acknowledgement does under section 29(5) is to allow the creditor to proceed with his case. It lifts the procedural bar on bringing the action. Questions of evidence to prove the debt will arise later.”
[υπογράμμιση του Δικαστηρίου]
Η αυθεντία αφορά παραδοχές οι οποίες έγιναν για το σκοπό της συγκεκριμένης νομοθεσίας. Μπορεί να χρησιμοποιήσει κατ’ αναλογίαν κάποιος τον κανόνα ο οποίος εξάγεται από την Νομολογία και για άλλες περιπτώσεις, που δεν αφορούν το Limitation Act.
Κρίση:
Υπό το φως της σχετικής νομολογίας και των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, είναι η κρίση μου ότι η επιστολή των δικηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση προς τους δικηγόρους της Αιτήτριας, ημερομηνίας 24.10.2019, η οποία φέρει την ένδειξη «Άνευ βλάβης», αποτελεί μέρος επικοινωνίας μεταξύ των μερών, για σκοπούς διευθέτησης των μεταξύ των διαφορών. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να οδηγεί σε εύρημα ότι η προσπάθεια διευθέτησης δεν ήταν καλόπιστη. Είναι η κρίση μου ότι η επιστολή καλύπτεται από προνόμιο.
Είναι επίσης η κρίση μου ότι αυτή εμπίπτει σε εξαίρεση της εφαρμογής του προνομίου, για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Αποτελεί μέρος σειράς αλληλογραφίας και επικοινωνίας, η οποία έχει στο σύνολο της κατατεθεί ως Τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου.
(β) Παράλειψη συμπερίληψης της στο σύνολο της επικοινωνίας των μερών, δυνατόν να επηρεάσει την όλη εικόνα που εξάγεται από την εν λόγω επικοινωνία.
(γ) Τα δικόγραφα εκατέρωθεν, αναφέρονται εκτενώς στην επιστολή.
(δ) Η επιστολή περιλήφθηκε στην αποκάλυψη και των δύο πλευρών, χωρίς μνεία σε ένσταση ως προς την καταχώρηση της ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτή η ενέργεια δεικνύει εκατέρωθεν αποποίηση του προνομίου (waiver).
(ε) Η πλευρά της Αιτήτριας είχε το δικαίωμα να βασιστεί επί της επιστολής αναφορικά με μεταγενέστερα διαβήματα της και ως εκ τούτου, δυνατόν να δημιουργείται κώλυμα στην πλευρά της Καθ’ ης η Αίτηση (gives rise to an estoppel), όχι αναφορικά με την κατάθεση της ως Τεκμήριο, αλλά αναφορικά με θέσεις της Καθ’ ης η Αίτηση στην υπόθεση.
(στ) Το τι είναι δυνατόν το Δικαστήριο να διαπιστώσει από την παρουσίαση τόσο της συγκεκριμένης επιστολής, όσο και του συνόλου της μεταξύ των μερών επικοινωνίας, είναι εάν δηλώσεις έχουν γίνει και όχι τις νομικές επιπτώσεις των, η διαπίστωση των οποίων αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.
(ζ) Η επιστολή δυνατόν να κατατεθεί ως απόδειξη του γεγονότος ότι είχε σταλεί με το αυτό περιεχόμενο και του γεγονότος ότι μεταξύ των μερών είχε γίνει διαπραγμάτευση. Δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει απόδειξη οποιουδήποτε άλλου γεγονότος.
Ως εκ των ανωτέρω, ομόφωνα, το Δικαστήριο καταλήγει στην κατάθεση της επιστολής ως Τεκμήριο. Σημειούται Τεκμήριο 29.
(Υπ.)
Λ.Σ. Καμμίτση
Πρόεδρος
Πιστόν Αντίγραφον
Γραμματέας
ΛΣΚ/ΕΠ
[1] “WITHOUT PREJUDICE NEGOTIATIONS
Settlement Negotiations
Communications between opposing parties to an action, or between their solicitors, do not attract legal professional privilege. In the absence of any other protection, therefore, if one party were to make a concession in the course of settlement negotiations, which, in the event, were to fail, the other party would be able to use it against him at the trial as a damaging admission. In order to remove this risk and thereby encourage the settlement of civil litigation, the rule is that privilege attaches to statements made ‘without prejudice’, that is without prejudice to the maker of the statement if the terms he proposes are not accepted. Even if the negotiations succeed and a settlement is concluded, the without prejudice correspondence remains privileged: such correspondence is inadmissible in any subsequent litigation connected with the same subject matter, whether between the same or different parties, and is also protected from subsequent discovery by other parties to the litigation.
The privilege is the joint privilege of both parties and extends to their solicitors. It can only be waived with the consent of each of the parties. It does not depend on the existence of proceedings but where proceeding to ensue, it may be asserted at the trial itself, whether in relation to liability, quantum or for security for costs. Without prejudice negotiations are referred to in applications to strike out for want of prosecution, but it is not the content of the negotiations but the fact that they took place which may be material as excusing delay.
The privilege attaches to any discussions that take place between the actual or prospective parties with a view to avoiding litigation. The fact that the expression ‘without prejudice’ is not actually used does not conclude the matter: provided that there is some dispute and an attempt is being made to settle it, the courts should be ready to infer that the attempt was without prejudice. Conversely the heading ‘without prejudice’ does not conclusively or automatically render privileged a document so marked; if the privilege is claimed for such a document but challenged, the court can look at it to determine its nature. The privilege can attach to a document headed ‘without prejudice’ even if it is an ‘opening shot’, but the rule is not limited to documents which are offers; privilege attaches to all documents marked ‘without prejudice’ and forming part of negotiations, whether or not they contain offers, subject only to the recognised exceptions.”
[3] “In South Shropshire DC v Amos [1986] 1 W.L.R. 1271 CA, the Court of Appeal held that the document was protected and pointed out that in such circumstances the protection could not be analysed as based on any implied contract. They disapproved the reasoning in Norwich Union v Tony Waller [1984] 270 E.G. 42 where it has been said that the parties could not be said to be in dispute because there had been no response from the opposing party. But, in Buckinghamshire CC v Moran [1990] Ch. 623, 635, the first letter was marked “without prejudice”, but it was not protected because it was said to amount not to an offer to negotiated, but to an assertion of the defendant’s rights, coupled with an intimation that he contemplated taking legal advice unless his asserted rights were recognised. See also Standrin v Yenton Minster Homes, July 22, 1991. In Schering Corp v. Copla Ltd., The Times, December 2, 2004 Laddie J. applied the decision in South Shropshire, whilst recognising that the Court of Appeal had merely held that an “opening shot” was capable of attracting without prejudice privilege.”
[4] Cheddar Valley Engineering v Chaddlewood Homes [1992] 4 All E.R. 942.
[5] Compare Balabel v Air India [1988] Ch. 317 (not a without prejudice case) as to the “continuum”.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο