
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Λ.Σ. Καμμίτση, Προέδρου
Αίτηση Αρ.: Κ1/24
(i-justice)
Μεταξύ:
SYMEONIDES COFFEE CYPRUS LTD, ΗΕ152504
Αιτήτριας
και
1. Ιωάννη Ευάνθη, ΑΔΤ [ ]
2. Ευφροσύνης (Φροσούλας) Ευάνθη Κρητικού, ΑΔΤ [ ]
3. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LIMITED, HE 165
Καθ’ ων η Αίτηση
-----------------------------------------------------------------------
Αίτηση για την έκδοση Διατάγματος αναγνωριστικού ακύρωσης και/ή ακυρωτικού Διατάγματος
26.2.2025
Για τους Αιτητές 1 και 2 – Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 στην κυρίως Αίτηση: κ. Δ. Παπαδόπουλος για κ.κ. Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση: κ. Ε. Χατζηνέστορος και κ. Γ. Αντωνιάδης για κ.κ. Δ. Χατζηνέστορος & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Καθ’ ης η Αίτηση 2 – Καθ’ ης η Αίτηση 3 στην κυρίως Αίτηση: κ. Χρ. Νικολάου για κ.κ. Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Ενδιάμεση Απόφαση
Με αίτηση δια κλήσεως επί του Εντύπου αρ. 34, ημερομηνίας 5.11.2024, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2»), εξαιτούνται ως ακολούθως:
«Α. Ενδιάμεσο διάταγμα ή/και Ενδιάμεση αναγνωριστική δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ημερομηνίας 2/2/2024 ή/και οποιοδήποτε άλλο διάταγμα εξεδόθει στα πλαίσια της αίτησης της Symeonides Coffee Cyprus Ltd ημερομηνίας 25/1/2024 έχει ακυρωθεί συνεπεία της απόφασης ημερομηνίας 9/8/2024.
Β. Διαζευκτικά του σημείου Α ανωτέρω, Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται ή/και να παραμερίζεται το διάταγμα ημερομηνίας 2/2/2024 εναντίον της Bank of Cyprus Public Company Limited.
Γ. Οιανδήποτε περαιτέρω και/ή εναλλακτική θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει αναγκαία και/ή πρέπουσα υπό τις περιστάσεις.
Δ. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»
Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο, άρθρο 32(2), στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, άρθρο 9, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 1.2- 1.4, 3.1, 22, 23.1 - 23.6, 23.8 - 23.14, 25, 32, στον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983, Κανονισμός 12, στην Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις Αρχές της Επιείκειας, στις συμφυείς εξουσίες και στη γενική πρακτική του Δικαστηρίου.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, βασίζονται στα Διατάγματα που εκδόθηκαν στα πλαίσια της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024 εναντίον της Bank of Cyprus Public Company Limited, στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 9.8.2024, στις παραγράφους 1 - 52 και Τεκμήρια ΙΕ1 έως και ΙΕ7, συμπεριλαμβανομένων, της ένορκης δήλωσης του κ. Ιωάννη Ευάνθη ημερομηνίας 20.3.2024 με αριθμό 1 προς υποστήριξη της αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας ημερομηνίας 20.3.2024, στις παραγράφους 10-27 και Τεκμήρια ΠΒ1 έως και ΠΒ7, συμπεριλαμβανομένων, της ένορκης δήλωσης του κ. Πέτρου Βαφεάδη ημερομηνίας 20.3.2024 με αριθμό 1, προς υποστήριξη της αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας ημερομηνίας 20.3.2024 και στην ένορκο δήλωση του κ. Ιωάννη Ευάνθη η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση.
Η ένορκος δήλωση φέρει ημερομηνία 5.11.2024, αναρτήθηκε στον ηλεκτρονικό φάκελο στις 5.11.2024 και αυτή λαμβάνει υπόψην το Δικαστήριο. Από την εν λόγω ένορκο δήλωση προφανώς λείπουν οι παράγραφοι 2 έως 8, οι οποίες συμπληρώθηκαν την 7.1.2025. Εξ’ αυτών, η μόνη παράγραφος η οποία έχει κάποια ουσία, είναι η παράγραφος 7, η οποία αναφέρεται σε απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου της 9.8.2024. Η απόφαση αποτελεί μέρος του φακέλου της υπόθεσης και είναι ενώπιον του Δικαστηρίου ούτως ή άλλως.
Ο ενόρκως δηλών λέγει ότι είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση και αδερφός της Καθ' ης η Αίτηση 2. Το Διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ημερομηνίας 2.2.2024, καθώς και οποιοδήποτε άλλο διάταγμα εξεδόθη στα πλαίσια της αίτησης της Αιτήτριας, ημερομηνίας 25.1.2024, έχει ακυρωθεί. Ως εκ τούτου, προχώρησαν στη σύνταξη της Απόφασης, η οποία επιδόθηκε την 14.8.2024 στους δικηγόρους της Αιτήτριας και στην Καθ’ ης η Αίτηση 3 στην κυρίως Αίτηση (εν τοις εφεξής «η Τράπεζα»).
Στη συνέχεια, την 11.9.2024, ο ίδιος και η αδελφή του, επέδωσαν επιστολή απαίτησης στην Τράπεζα με την οποία ζήτησαν πληρωμή στη βάση της Τραπεζικής Εγγύησης, η οποία είχε εκδοθεί προς όφελός τους. Η επιστολή συνοδευόταν από επιστολή των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, της ίδιας ημερομηνίας, η οποία περιείχε αναφορά στην ακύρωση των Διαταγμάτων. Την 16.9.2024, έλαβαν επιστολή από την Τράπεζα, με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να ικανοποιήσει την απαίτησή τους, καθότι ισχυρίζεται ότι το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 εναντίον της Τράπεζας, δεν έχει ακυρωθεί.
Κατόπιν οδηγιών των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, οι δικηγόροι τους απάντησαν στην επιστολή την 19.9.2024, εξηγώντας την υφιστάμενη νομική κατάσταση και ζητώντας την ικανοποίηση της απαίτησης. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν λάβει κάποια απάντηση από την Τράπεζα ή τους δικηγόρους της Τράπεζας. Ο κ. Ευάνθης κατέθεσε ότι, μετά την αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 19.9.2024, υπήρξε σχετική επικοινωνία μεταξύ των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 και των δικηγόρων της Τράπεζας, σε μια προσπάθεια να βρεθεί λύση για την ικανοποίηση της απαίτησης, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό και γι' αυτό είναι απαραίτητη η υπό εξέταση αίτηση.
Είναι η θέση του ότι μεσολάβησαν ενέργειες της Αιτήτριας ή των δικηγόρων της, με σκοπό να εκφοβίσουν την Τράπεζα για να μην ικανοποιήσει την απαίτηση. Δεν κοινοποιήθηκε οποιαδήποτε σχετική επιστολή, μήτε στον ίδιο, μήτε στους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2. Τυγχάνει νομικής συμβουλής και είναι η θέση του ότι, το Διάταγμα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων ημερομηνίας 2.2.2024, καθώς και οποιοδήποτε άλλο Διάταγμα εξεδόθη στα πλαίσια της αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 25.1.2024, δεν δύναται να επιβιώσει της Απόφασης ημερομηνίας 9.8.2024, καθώς:
(α) Με την απόφαση ημερομηνίας 9.8.2024, η παράγραφος Β της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, απορρίφθηκε.
(β) Το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024, δεν αποτελεί ανεξάρτητο Διάταγμα και εκ της φύσεως του, δεν δύναται να του προσδοθεί αυτοτελής υπόσταση.
(γ) Το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024, είναι θεμελιωδώς συνδεδεμένο με το προσωρινό Διάταγμα το οποίο εξεδόθη εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2.
(δ) Οι περιστάσεις άλλαξαν και η αιτία έκδοσης του Διατάγματος έχει πάψει να υφίσταται.
(ε) Τα Διατάγματα ήταν διασυνδεδεμένα, ενιαία και η ακύρωση του ενός, επιφέρει και την ακύρωση του άλλου.
Ο ενόρκως δηλών κατέθεσε ότι, βάση των ανωτέρω, ακόμα και εάν το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 ή οποιοδήποτε άλλο Διάταγμα εμποδίζει τους Καθ’ ων η Αιτηση 1 και 2 από το να υποβάλουν απαίτηση ή την Τράπεζα από το να ικανοποιήσει την απαίτηση, δεν έχει ακυρωθεί, είναι δίκαιο και εύλογο να ακυρωθεί τώρα. Οι λόγοι για τους οποίους, εάν οποιοδήποτε Διάταγμα δεν έχει ακυρωθεί πρέπει να ακυρωθεί, αγγίζουν τόσο την προβληματική έκδοσή του ως περιγράφεται στην Απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.8.2024, αλλά και τα όσα αναφέρονται ανωτέρω. Είναι δίκαιο, εύλογο, πρόσφορο και προς το καλύτερο συμφέρον της Δικαιοσύνης, όπως το Δικαστήριο εκδώσει την ενδιάμεση αναγνωριστική Δήλωση, ή διαζευκτικά το Διάταγμα υπό στοιχείο Β της παρούσας αίτησης.
Ένσταση:
Ένσταση επί του Εντύπου αρ. 36, καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας στην κυρίως Αίτηση, την και αυτή βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο, άρθρο 32(2), στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, άρθρο 9, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 1.2. -1.4, 3.1, 3.6, 14.1-14.4 και ειδικότερα στον 14.3(2), 22, 23.1-23.16 και ειδικότερα στον 23.4(5)(6), 23.13(3)-(4), 23.14(1)-(4), 23.8-23.14, 25, 32 και ιδιαίτερα στην 32.15(20), 38.5, 41.1 και 41.2, στον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983, Κανονισμός 12, στις Αρχές της Επιείκειας, στις συμφυείς εξουσίες, στις αρχές της νομολογίας και στη γενική πρακτική του Δικαστηρίου. Οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης είναι οι ακόλουθοι:
«1. Η υπό κρίση Αίτηση στερείται νομικού ερείσματος και/ή δεν συμμορφώνεται με τους σχετικούς Νόμους και/ή διαδικαστικούς κανονισμούς και/ή τη Νομολογία.
2. Δεν πληρούνται και/ή δεν συντρέχουν οι λόγοι και προϋποθέσεις και/ή οι παράγοντες για την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων που αιτούνται οι Αιτητές και/ή τα γεγονότα που συνοδεύουν την Αίτηση είναι άσχετα με την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 2.2.2024.
3. Η υπό κρίση Αίτηση παραβιάζει την αρχή της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων και ουσιαστικά καλείται το παρόν Δικαστήριο να ενεργήσει ως Εφετείο του εαυτού του.
4. Οι Αιτητές κωλύονται από τη συμπεριφορά τους να εξαιτούνται θεραπείες ως η αίτηση και εν πάση περίπτωση η υπό κρίση Αίτηση είναι ενοχλητική, κακόπιστη και καταχρηστική.
5. Η Αίτηση καλεί το Δικαστήριο να αποφασίσει για ζήτημα για το οποίο έχει ήδη αποφασίσει και ως εκ τούτου αποτελεί δεδικασμένο.
6. Η Αίτηση δεν αποτελεί το ορθό ένδικο μέσο για τον σκοπό που επιθυμούν να επιτύχουν οι Αιτητές.
7. Η Αίτηση καταχωρήθηκε με υπερβολική και/ή υπέρμετρη καθυστέρηση και/ή οι Αιτητές κωλύονται με βάση τη συμπεριφορά τους να προωθήσουν την παρούσα Αίτηση αφού η καταχώρηση της είναι αντίθετη με τις ενέργειες τους μέχρι σήμερα, ήτοι (Α) την καταχώρηση αίτησης έλλειψη δικαιοδοσίας 3.4.2024, (Β) την Απάντηση τους στην Αίτηση όπου επικαλούνται την έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου και (Γ) τις Εφέσεις αρ. 60/2024 και 61/2024 εναντίον των δύο Αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου ημερ. 28/6/2024 που έχουν καταχωρήσει οι Αιτητές και επικαλούνται την έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου αφού με την παρούσα αίτηση επικαλούνται την δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου.
8. Η Αίτηση είναι παράτυπη διότι δεν συνοδεύεται από έγκυρη ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της και/ή διότι την 7/1/2025 καταχωρήθηκε εκ νέου ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της, χωρίς πρώτα να ληφθούν διαβήματα και/ή χωρίς πρώτα να ληφθεί σχετική άδεια και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου, για καταχώρηση της και/ή χωρίς πρώτα να ληφθούν διαβήματα και/ή να εξασφαλιστεί άδεια και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου, για άρση της παρατυπίας και/ή για απαλλαγή από κυρώσεις.
9. Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εις βάρος της υπό κρίση Αίτησης και να την απορρίψει με έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.»
Η Αιτήτρια βασίζεται στα Διατάγματα που εκδόθηκαν στα πλαίσια της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, εναντίον της Bank of Cyprus Public Company Limited, στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 9.8.2024, στις δύο Ενδιάμεσες Αποφάσεις ημερομηνίας 28.6.2024, στις Εφέσεις αρ.60/2024 και 61/2024 ημερομηνίας 12.7.2024 εναντίον των δύο Αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 28.6.2024, στις ένορκες δηλώσεις του κ. Χρίστου Καϊδά ημερομηνίας 24.1.2024 και 27.5.2024, στις ένορκες δηλώσεις του κ. Βαρνάβα Βαρνάβα ημερομηνίας 24.1.2024 και 27.5.2024 και στην ένορκο δήλωση του κ. Αντώνη Νεοφύτου, η οποία συνοδεύει την ένσταση.
Ο ενόρκως δηλών λέγει ότι είναι δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία η οποία εκπροσωπεί την Αιτήτρια και προβαίνει στη δήλωση του επειδή η υπό εξέταση αίτηση
και η ένσταση της Καθ' ης η Αίτηση 1 αφορούν αμιγώς νομικά ζητήματα και βασίζονται σε γεγονότα που προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης. Είναι επίσης, δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκο δήλωση του.
Τα γεγονότα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 μέχρι 5 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ευάνθη που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, δεν τα γνωρίζουν οι πελάτες του κ. Νεοφύτου και συνεπώς τα αρνούνται. Αναφορικά με τις παραγράφους 6 και 7, συμφωνεί ότι έχει εκδοθεί η εν λόγω Απόφαση, με το λεκτικό το οποίο αναφέρει ο ομνύων και από το λεκτικό προκύπτει ότι η παράγραφος Β απορρίπτεται ενώ, το προσωρινό Διάταγμα ημερομηνίας 25.1.2024, ακυρώνεται. Περαιτέρω, αναφορικά με τις παραγράφους 6 και 7, σημειώνει ότι το Διάταγμα εναντίον της Τράπεζας, εκδόθηκε στις 2.2.2024 και πουθενά, από το διατακτικό ή από την Απόφαση του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι το εν λόγω Διάταγμα ακυρώθηκε. Ως εκ τούτου, ορθώς η Τράπεζα δεν έχει ρευστοποιήσει την εγγυητική επιβολή.
Ο ενόρκως δηλών λέγει, αναφορικά με τις παραγράφους 8 μέχρι 13 της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την αίτηση, είναι ξεκάθαρο πως με την επιστολή απαίτησης προς την Τράπεζα Κύπρου, που έχουν αποστείλει οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, ημερομηνίας 11.9.2024, παραπλανητικά και λανθασμένα αναφέρουν ότι τα «διατάγματα έχουν ακυρωθεί με απόφαση ημερομηνίας 9/8/2024», γνωρίζοντας όμως ότι αυτό δεν ήταν το λεκτικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο. Η ίδια η Τράπεζα, με την επιστολή της ημερομηνίας 16.9.2024, τους αναφέρει ότι «...το Διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 9.8.2024 ακυρώνει μόνο το Διάταγμα ημερ. 25/01/2024, η Τράπεζα δεν μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση σας».
Περαιτέρω, αναφορικά με τις παραγράφους 14 μέχρι 21, αυτές στερούνται επιχειρηματολογίας, αλλά και οποιασδήποτε βάσης για την έκδοση Διαταγμάτων ως τα αιτούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2. Τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 17 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ευάνθη, πέραν του ότι απορρίπτονται ως πλήρως αβάσιμα, ψευδή, ατεκμηρίωτα και ασαφή, αποτελούν επιπόλαιους και ενοχλητικούς ισχυρισμούς (frivolous and vexatious). Τόσο σοβαροί ισχυρισμοί εναντίον της Αιτήτριας, αλλά και εναντίον των δικηγόρων της, δεν μπορούν να τίθενται με τέτοιο ατεκμηρίωτο και ασαφή τρόπο από τον κ. Ευάνθη και τους δικηγόρους του και επιφυλάσσονται πλήρως τα νόμιμα δικαιώματα της Αιτήτριας και των δικηγόρων της.
Ο κ. Νεοφύτου επισημαίνει ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν συνοδεύεται από έγκυρη ένορκη δήλωση, διότι κατά την καταχώρηση της αίτησης, δεν καταχωρήθηκαν στο Δικαστήριο όλες οι σελίδες της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ευάνθη, όπως επιβεβαιώνεται μέσω του συστήματος ηλεκτρονικής καταχώρησης. Ούτε στο αντίγραφο που τους επιδόθηκε, υπήρχαν όλες οι σελίδες της ενόρκου δηλώσεως του κ. Ευάνθη. Λέγει ακόμα, ότι είχαν υποδείξει το ζήτημα στους συναδέλφους τους και οι δεύτεροι τους είχαν αποστείλει την ένορκο δήλωση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με όλες τις σελίδες και οι δικηγόροι της Αιτήτριας τους είχαν επισημάνει γραπτώς, ότι θα πρέπει να καταχωρηθεί και στο Δικαστήριο. Εντούτοις, διαπίστωσαν ότι την 7.1.2025, καταχωρήθηκε εκ νέου ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, χωρίς πρώτα να ληφθούν διαβήματα και χωρίς πρώτα να ληφθεί σχετική άδεια και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου, για καταχώρηση της ή για άρση της παρατυπίας ή για απαλλαγή από κυρώσεις.
Είναι η θέση του, ότι οποιαδήποτε επέμβαση από το Δικαστήριο, είτε στο λεκτικό του Διατάγματος, είτε στην έννοια του, θα ήταν λανθασμένη ενόψει του ότι το εν λόγω Διάταγμα υπόκειτο σε Έφεση. Διευκρίνιση και ερμηνεία του Διατάγματος υπό τη μορφή με την οποία ζητείται, ή ακύρωση του Διατάγματος, θα ισοδυναμούσε σε εκ των υστέρων διαφοροποίηση ενός λεκτικού το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να εκδώσει. Επιπλέον, δεν υπάρχει δυνατότητα αλλά ούτε και νομική βάση, στην οποία μπορεί να στηριχθεί το Δικαστήριο για να ερμηνεύει δικά του Διατάγματα. Μια τέτοια προσέγγιση, θα έπληττε την αρχή της τελεσιδικίας των Δικαστικών αποφάσεων, αναλόγως με το αν υπήρχε ορθή ή όχι αντίληψη τους από τον οποιονδήποτε. Δεν μπορεί να είναι λόγος επανανοίγματος μιας υπόθεσης, ο τρόπος αντίληψης κάποιου Διατάγματος από τον οποιονδήποτε.
Η αναθεώρηση του εκδοθέντος Διατάγματος από το Δικαστήριο, θα είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση από ουσιαστικά ομόβαθμο Δικαστήριο, απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου σε άλλη διαδικασία, πράγμα το οποίο είναι εκτός της δικαιοδοσίας ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επίσης, το Διάταγμα που αιτούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 με την παράγραφο Β της υπό εξέταση αίτησης, αποτελεί δεδικασμένο, αφού το Δικαστήριο έχει ήδη αποφασίσει στην αίτηση ημερομηνίας 24.1.2024, επί της ολότητας των Διαταγμάτων. Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση από την έκδοση του επίδικου Διατάγματος ημερομηνίας 2.2.2024 εναντίον της Τράπεζας. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, δεν βασίζουν την αίτηση τους στους ορθούς δικονομικούς Θεσμούς και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραμερισμό (set-aside) Διατάγματος, ούτε και τίθεται οτιδήποτε μέσα στην ένορκο δήλωση του κ. Ευάνθη, το οποίο να αντιτίθεται στην έκδοση του Διατάγματος όπως αυτό εκδόθηκε ή στα γεγονότα που αφορούσαν την αίτηση για έκδοση του σχετικού Διατάγματος, αλλά περιορίζεται σε μεταγενέστερα γεγονότα που αφορούν την εφαρμογή του. Δηλαδή, ο λόγος παραμερισμού του Διατάγματος ημερομηνίας 2.2.2024 που επικαλούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, δεν αφορά τις περιστάσεις έκδοσης του, αλλά λόγους για τους οποίους δεν ακυρώθηκε με βάση την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου.
Ο κ. Νεοφύτου υποστηρίζει επίσης ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, κωλύονται στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, αφού κατά την ακρόαση της αίτησης ημερομηνίας 24.4.2024, όταν υποβλήθηκε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, ότι το ορθό δικονομικό μέτρο για να αντικρούσουν το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024, ήταν η αίτηση ακύρωσης, για την οποία μάλιστα καθυστέρησαν, αυτοί ανέφεραν ότι από τη στιγμή που τους παρέχεται η «πλατφόρμα» για να αντικρούσουν το Διάταγμα στα πλαίσια της ένστασης τους ημερομηνίας 22.3.2024, αυτοί ούτως θα το αντέκρουαν. Το Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα και έκδωσε το σχετικό Διάταγμα που κατά την κρίση του θεώρησε ορθό. Εν τω μεταξύ, κατά τη δικάσιμο της 2.2.2024, οι δικηγόροι του Καθ’ ου η Αίτηση 1, αν και ήταν παρόντες, δεν έφεραν οποιαδήποτε ένσταση, ούτε είχαν προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση ή επιφύλαξη ή αμφισβήτηση, σε σχέση με το αίτημα των δικηγόρων της Αιτήτριας και τη συνεπαγόμενη Απόφαση του Δικαστηρίου να εκδώσει και να οριστικοποιήσει τα Διατάγματα σε σχέση με την Τράπεζα, ενόψει της μη εμφάνισης της. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, ουσιαστικά αιτούνται γνωμάτευση από το Δικαστήριο, ενώ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το ένδικο μέσο της Έφεσης για να ικανοποιήσουν το οποιοδήποτε παράπονο τους από την απόφαση του Δικαστηρίου.
Τέλος, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, κωλύονται με βάση τη συμπεριφορά τους να προωθήσουν την υπό εξέταση αίτηση, η οποία είναι αντίθετη με τις ενέργειες τους μέχρι σήμερα, ήτοι την καταχώρηση αίτησης έλλειψης δικαιοδοσίας 3.4.2024, την Απάντηση τους στην Αίτηση όπου επικαλούνται την έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και τις Εφέσεις αρ. 60/2024 και 61/2024 εναντίον των δύο Αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 28.6.2024, τις οποίες έχουν καταχωρήσει και επικαλούνται την έλλειψη δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ με την παρούσα αίτηση, επικαλούνται τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντος, πως υπό το φως των πιο πάνω, είναι δίκαιο και εύλογο, πρόσφορο και προς το καλύτερο συμφέρον της Δικαιοσύνης, όπως το Δικαστήριο απορρίψει την υπό εξέταση αίτηση ως πραγματικά και νομικά αβάσιμη, με έξοδα σε βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2.
Ιστορικό:
Δικόγραφα:
Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο κυρίως Αίτηση καταχωρίστηκε την 14.2.2024 και μ’ αυτήν η Αιτήτρια εταιρεία εξαιτείται ως ακολούθως:
«1. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η επιστροφή του ποσού των €17.682 προς την Αιτήτρια από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα το οποίο αφορά υπερπληρωμές σε ενοίκια και/ή ενοίκια τα οποία χρεώθηκαν παράνομα από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 και/ή αφορούν πληρωμές οι οποίες πηγάζουν από άκυρη σύμβαση και ως εκ τούτου έχουν αχρεωστήτως καταβληθεί.
2. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να καταβάλουν στην Αιτήτρια αποζημιώσεις ύψους €360.000 για απώλεια εσόδων μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου 2023 μέχρι και την 1 Μαρτίου του 2024 (ημέρα κατά την οποία η Αιτήτρια έχει ή θα έχει εγκαταλείψει ή παραδώσει ή εκκενώσει ή έπαυσε να έχει πραγματική και/ή νομική κατοχή του Ακινήτου).
3. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 να καταβάλουν στην Αιτήτρια αποζημιώσεις ύψους €6,000 τα οποία είναι χρήματα που θα καταβληθούν και/ή καταβλήθηκαν από την Αιτήτρια προς την εταιρεία Wintle Estates Ltd αρ. εγγραφής ΗΕ 365141, ως συμβατική υποχρέωση πριν να τερματίσει τη σύμβαση υπενοικίασης χώρων στάθμευσης.
4. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να καταβάλουν στην Αιτήτρια αποζημιώσεις ύψους €134.099,02 τα οποία είναι χρήματα που καταβλήθηκαν από την Αιτήτρια για την ανακαίνιση του καταστήματος κατά το έτος 2022.
5. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η επιστολή ημερομηνίας 26/1/2024 η οποία έχει αποσταλεί από την Αιτήτρια είναι νόμιμη και ικανή να τερματίσει τη θέσμια ενοικίαση μεταξύ της Αιτήτριας και τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2.
7. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, με βάση το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να επιστρέψουν το ενοίκιο του μηνός Οκτωβρίου 2023 εκ ποσού €9,683.
8. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια κατέστη θέσμιος Ενοικιαστής του Ακινήτου από την 01.02.2011 και/ή την 01.02.2013 και/ή σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ήθελε κρίνει ορθή το Σεβαστό Δικαστήριο.
9. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με βάση το οποίο να απαγορεύεται στην Καθ’ ης η Αίτηση 3 είτε προσωπικά είτε μέσω οποιουδήποτε από τους αντιπροσώπους τους και/ή τους υπαλλήλους τους και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, να πληρώσει ή μεταφέρει ή άλλως πως καταβάλει και/ή παραχωρήσει οποιοδήποτε ποσό προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 και/ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με βάση την εγγυητική ημερομηνίας 7.09.2018 και με αριθμό 00193-02-0517788 η οποία εκδόθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση 3 προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 («η Εγγυητική»).
10. Διάταγμα το οποίο να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση 1 και στην Καθ’ ης η Αίτηση 2, είτε από κοινού είτε κεχωρισμένα, είτε προσωπικά είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ενεργούν, να υποβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση πληρωμής προς την Καθ’ ης η Αίτηση 3, δυνάμει ή κατ’ επίκληση της Εγγυητικής και/ή άλλως πώς να ζητήσουν ή εξαργυρώσουν ή λάβουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από την εν λόγω Εγγυητική.
11. Διάταγμα το οποίο να διατάσσεται η Καθ’ ης η Αίτηση 3 να επιστρέψει το συνολικό ποσό των €133.629,00 στην Αιτήτρια και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό κρίνει πρέπον το Σεβαστό Δικαστήριο.
12. Διάταγμα με βάση το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να επιστρέψουν το οποιοδήποτε ποσό έχουν λάβει και/ή αποδεσμεύσει δυνάμει της Εγγυητικής.
13. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με βάση το οποίο η Εγγυητική να κηρύσσεται άκυρη και/ή χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.
14. Απόφαση και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με βάση το οποίο η Σύμβαση Ενοικίασης ημερομηνίας 31.08.2018 μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 κηρύσσεται άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα και/ή διάταγμα ότι η αύξηση η οποία έχει επιβληθεί κατά την 01.08.2022 με βάση τη συγκεκριμένη σύμβαση είναι παράνομη.
15. Οποιαδήποτε άλλη απόφαση και/ή διάταγμα το σεβαστό Δικαστήριο κρίνει πρέπον.
16. Έξοδα της παρούσας αίτησης πλέον έξοδα επίδοσης πλέον τόκο πλέον ΦΠΑ.»
Οι Αιτητές δικογραφούν ότι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, νόμιμα εγγεγραμμένη στην Κύπρο και κατά το χρόνο της Αίτησης, είναι οι ενοικιαστές του ακινήτου που κείται στην οδό Σπύρου Κυπριανού και Γιάννη Κρανιδιώτη 12, με αρ. εγγραφής 4340, Φύλλο 21, Σχέδιο 540204, Τμήμα 25, Τεμάχιο 1024, στη Λευκωσία. Ισχυρίζονται ότι το επίδικο ακίνητο ενοικιάστηκε στους Αιτητές δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, της πρώτης συμφωνίας ενοικίασης, ημερομηνίας 3.12.2004, για την περίοδο από 1.2.2005 μέχρι 31.1.2011, με δικαίωμα ανανέωσης για άλλα δύο έτη. Από την πρώτη ημέρα ενοικίασης με βάση την πρώτη συμφωνία ενοικίασης, το επίδικο χρησιμοποιείτο ως καφέ-εστιατόριο, με την επωνυμία «Costa Coffee». Πριν ενοικιαστεί στους Αιτητές, το επίδικο ακίνητο προσφερόταν προς ενοικίασην και/ή ενοικιαζόταν ως εστιατόριο, με την ονομασία «ILL GIARDINO RESTAURANT», πριν από το έτος 2000.
Το ενοικιαστήριο έγγραφο προέβλεπε πως εδύνατο να ανανεωθεί μετά τη λήξη του την 21.1.2011, για περίοδο ακόμα δύο ετών, με αύξηση ενοικίου κατά 12% επί του τελευταίου έτους, πληρωτέο με 24 μηνιαίες δόσεις εκ Λ.Κ.4.928 (€8.419,98). Ουδεμία τροποποίηση, προσθήκη ή επισκευή επιτρεπόταν στο επίδικο ακίνητο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των ιδιοκτητών. Οι ιδιοκτήτες ενέκριναν επιπρόσθετο κτίσιμο καλυμμένου χώρου μέχρι 120 τ.μ.
Οι Αιτητές δικογραφούν ακόμα ότι, το ενοικιαστήριο έγγραφο ανανεώθηκε για άλλη δύο έτη, μέχρι την 31.1.2013 και μετά τη λήξη αυτών, συνέχισαν να διαμένουν εντός του επίδικου ακινήτου και να το κατέχουν και ούτως κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές. Την 31.8.2018, οι Αιτητές σύναψαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, δεύτερη συμφωνία ενοικίασης, η οποία ήταν συμπληρωματική της πρώτης, με την οποία το ενοίκιο συμφωνήθηκε σε €8.420 μηνιαίως μέχρι 31.7.2022, σε €9.683 μηνιαίως από 1.8.2022 μέχρι 31.7.2026 και σε €11.135 μηνιαίως από 1.8.2026. Συμφωνήθηκε ότι η ενοικίαση θα συνεχιζόταν μέχρι την 1.8.2030, ότι οι προσωπικές εγγυήσεις των μετόχων θα ακυρώνονταν και θα αντικαθίσταντο με τραπεζική εγγύηση, η οποία θα ίσχυε μέχρι την παράδοση της κατοχής και ότι το μηνιαίο ενοίκιο θα καταβαλλόταν προς την εταιρεία ALFRICO PROPERTY MANAGEMENT LTD.
Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η δεύτερη συμφωνία ενοικίασης ήταν άκυρη, καθότι υπογράφθηκε κατά παράβασην του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, επειδή οι Αιτητές ήταν ήδη θέσμιοι ενοικιαστές και δεν μπορούσαν να απωλέσουν αυτή την ιδιότητα με την υπογραφή της δεύτερης συμφωνίας ενοικίασης. Η ακυρότητα της συμφωνίας, συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την Εγγυητική.
Κατά ή περί το Σεπτέμβριο 2023, ο Γενικός Διευθυντής του καταστήματος, σε επίσκεψη του στο επίδικο ακίνητο, ενημερώθηκε από τον Υπεύθυνο Ασφάλειας και Υγείας των Αιτητών, ότι στην καφετέρια είχαν διαπιστωθεί ρωγμές στο εξωτερικό και εσωτερικό του κτιρίου, οι οποίες εντείνονταν κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Δόθηκαν οδηγίες στον Υπεύθυνο Ασφάλειας και Υγείας, να προβεί σε εμπειρογνωμοσύνη. Διενήργησε έλεγχο Πολιτικός Μηχανικός, ο οποίος ενημέρωσε το Γενικό Διευθυντή ότι υπάρχει κίνδυνος μερικής ή ολικής κατάρρευσης. Ανεστάλη η λειτουργία του επίδικου ακινήτου ως καφετέρια. Έγινε έλεγχος του επίδικου ακινήτου και από Πολιτικό Μηχανικό των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2. Συμφωνήθηκε όπως εκδοθεί από κοινού πόρισμα, από τους δύο Πολιτικούς Μηχανικούς. Οι Αιτητές εξασφάλισαν δεύτερη Έκθεση από Πολιτικό Μηχανικό και τρίτη Έκθεση αναφορικά με τους περί Διαχείρισης Θεμάτων Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Κανονισμούς του 2002. Με βάση όλες τις Εκθέσεις των Αιτητών, το κτίριο είναι επικίνδυνο.
Οι Αιτητές απέστειλαν επιστολή τερματισμού και παραίτησης της κατοχής του επίδικου ακινήτου και επιστολή τερματισμού της συμφωνίας υπενοικίασης των χώρων στάθμευσης.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρισαν Απάντηση στις 12.7.2024 και μ’ αυτήν μεταξύ άλλων, εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση, καθώς το επίδικο δεν εμπίπτει στον ορισμό του «ακινήτου», ο οποίος δίδεται στο άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, καθώς με τις ουσιαστικές επεμβάσεις, κατεδαφίσεις και τροποποιήσεις που διενήργησε η Αιτήτρια, δημιούργησε ένα νέο υποστατικό και/ή το επίδικο δεν συμπληρώθηκε μέχρι την 31.12.1999 και/ή δεν ήταν υπό ή προς ενοικίαση μέχρι την 31.12.1999.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 εγείρουν δεύτερη προδικαστική ένσταση, ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση, καθώς η Αιτήτρια ουδέποτε κατέστη θέσμια ενοικιάστρια, επειδή κατά το χρόνο καταχώρησης της κυρίως Αίτησης και/ή και ακόμα και μέχρι σήμερα, βρίσκεται σε ισχύ η συμφωνία ημερομηνίας 31.8.2018, και/ή η πρώτη ενοικίαση δεν έχει λήξει ή τερματιστεί και/ή η Αιτήτρια δεν διατήρησε κατοχή του επίδικου υποστατικού κατά τη λήξη ή τερματισμό της πρώτης ενοικίασης.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αρνούνται τις αιτούμενες θεραπείες και ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της κυρίως Αίτησης και/ή αυτή είναι ενοχλητική και/ή εκδικητική και θα πρέπει να απορριφθεί. Προβαίνουν σε αριθμό παραδοχών. Αρνούνται ότι το επίδικο είναι το ακίνητο με τα κτηματολογικά στοιχεία που δικογραφεί η Αιτήτρια και ισχυρίζονται ότι το επίδικο υποστατικό έχει ανεγερθεί σε μέρος του ακινήτου με τα εν λόγω κτηματολογικά στοιχεία και/ή ως αυτά έχουν αλλάξει και/ή διαμορφωθεί από τις αρμόδιες Κτηματολογικές και/ή άλλες Αρχές. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αρνούνται ότι αποτελούσε όρο της Συμφωνίας του 2004, πως υπείχαν ευθύνης να επιδιορθώσουν ελαττώματα που δεν είναι εμφανή (latent defects), το υδατοστεγές της οροφής, την ηλεκτρική, υδραυλική και αποχετευτική εγκατάσταση και από τις φυσικές φθορές, όσες δημιουργούν κίνδυνο για τη ζωή του ενοίκου ή περιοίκου.
Αρνούνται την αναφορά στην Αίτηση περί συμπληρωματικής συμφωνίας και λέγουν ότι η νέα συμφωνία δεν ήταν συμπληρωματική της συμφωνίας του 2004 και/ή ότι η λέξη «συμπληρωματικά» χρησιμοποιείται με διαφορετικό τρόπο και/ή η λέξη «συμπληρωματικά» παραπέμπει στο ότι με την νέα συμφωνία, πέραν των όρων της συμφωνίας του 2004, οι οποίοι υιοθετούνται, συμφωνούνται και κάποιοι νέοι όροι.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 δικογραφούν ότι η νέα συμφωνία αποτελεί αυτοτελή δεσμευτική συμφωνία, παράγουσα έννομα αποτελέσματα και/ή ότι η Αιτήτρια δεν κατέστη θέσμια ενοικιάστρια και/ή ότι καμία υπερπληρωμή δεν υπήρξε και/ή ότι η Εγγυητική δεν είναι άκυρη και/ή ότι ακόμα και εάν η νέα συμφωνία κριθεί άκυρη κάτι τέτοιο δεν συμπαρασύρει την Εγγυητική και/ή ότι η Αιτήτρια κωλύεται λόγω συμπεριφοράς (estoppel by conduct) και/ή λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα (estoppel by deed) και/ή άλλως πως από το να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα περί ακυρότητας της νέας συμφωνίας και/ή της Εγγυητικής και/ή υπερπληρωμών και/ή ότι η Αιτήτρια έχει παραιτηθεί (waived) από τυχόν νομικά και/ή συμβατικά της δικαιώματα.
Αρνούνται ότι την 7.11.2023, έγινε συνάντηση μεταξύ του Γενικού Διευθυντή της Αιτήτριας και των ιδιοκτητών, ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία περί μη καταβολής ενοικίου και/ή σχετικά με το ενοίκιο γενικότερα και ότι οι οδηγίες για κοινό πόρισμα, δόθηκαν βάσει των ανωτέρω. Δικογραφούν ότι η πλευρά της Αιτήτριας ισχυρίστηκε πως το κόστος επιδιόρθωσης ανέρχεται σε περίπου €150.000. Η Αιτήτρια προσπάθησε να ξεγελάσει τους Καθ’ ων η Αίτηση, ζητώντας τους να υπογράψουν έγγραφο περί δήθεν προφορικής συμφωνίας για μη απαίτηση ενοικίων. Οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε ορισμένες προτάσεις για να μην υπάρχουν περαιτέρω καθυστερήσεις.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 λέγουν ότι δεν υπήρξε γραπτή τοποθέτηση από μέρους τους για το εκτιμώμενο κόστος, κατόπιν οδηγιών της Αιτήτριας και/ή των εκπροσώπων της και/ή του Γενικού Διευθυντή της. Η Αιτήτρια δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε αποζημίωση και/ή τυχόν ζημιές έχει υποστεί, δεν αποτελούν ευθύνη των Καθ’ ων η Αίτηση και/ή αποτελούν απομακρυσμένη και/ή μη ανακτήσιμη ζημιά και/ή οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν παραβίασαν καμία νομική και/ή συμβατική τους υποχρέωση. Ουδεμία προφορική συμφωνία και/ή συνεννόηση και/ή υπόσχεση και/ή άλλως πως έχει γίνει σχετικά με τα οφειλόμενα ενοίκια.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 δικογραφούν ακόμα ότι, είναι συνιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο εξ’ αδιαιρέτου έκαστος, του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 25/4340, Φ/Σχ. 21/540204, Τμήμα 25, Τεμάχιο 1024, Τρυπιώτης, Δήμος Λευκωσίας. Κατά ή περί το 1960, εντός του ακινήτου ανεγέρθηκε το πατρικό σπίτι τους, στο οποίο κατοικούσε η οικογένεια τους μέχρι το 1997. Κατά ή περί το 1986, ανεγέρθηκαν καταστήματα εντός του ακινήτου τα οποία είναι ανεξάρτητα από το επίδικο και άσχετα με την παρούσα υπόθεση. Περί το 1997, το πατρικό των Καθ’ ων η Αίτηση κατεδαφίστηκε και/ή μεγάλο μέρος του κατεδαφίστηκε και ανεγέρθηκε στη θέση του και/ή μετατράπηκε σε εστιατόριο περίπου 254 τ.μ., το οποίο ενοικιάστηκε σε τρίτο πρόσωπο από το 1997 μέχρι το 2004. Κατά ή περί το 2004, οι Καθ’ ων η Αίτηση δέχθηκαν πρόταση από την Αιτήτρια για ενοικίαση του χώρου στον οποίο στεγαζόταν το εστιατόριο με σκοπό τη δημιουργία και λειτουργία καφεστιατορίου και/ή σνακ-μπαρ. Η Αιτήτρια απαίτησε όπως έχει δικαίωμα να κτίσει περαιτέρω μέχρι 120 τ.μ. καλυμμένων χώρων. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση, η Αιτήτρια και ο προηγούμενος ενοικιαστής, σύναψαν συμφωνία καταβολής εμπορικής εύνοιας.
Η Αιτήτρια, με την ανάληψης κατοχής του χώρου στου εστιατορίου, ξεκίνησε εργασίες και/ή τη διενέργεια ριζικών μετατροπών και κατεδαφίσεων, συμπεριλαμβανομένων στατικών και δομικών, οι οποίες εν τέλει, επέφεραν τη δημιουργία ενός νέου υποστατικού, σνακ-μπαρ 473 τ.μ. περίπου. Είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι η Αιτήτρια διενήργησε ουσιαστικές και εκτεταμένες τροποποιήσεις, κατεδαφίσεις και μετατροπές στον τότε χώρου του εστιατορίου.
Η νέα συμφωνία του 2018, αποτελεί ουσιαστικά και εκ των πραγμάτων, μία νέα συμφωνία με την οποία πέραν της υιοθέτησης των όρων της συμφωνίας του 2004, συμφωνούνται και τα όσα επιπλέον καταγράφονται στο σώμα αυτής. Με την νέα συμφωνία, η Αιτήτρια ενοικίασε το σνακ-μπαρ, ένα νέο ακίνητο το οποίο δεν ήταν υπό ή προς ενοικίαση, αλλά ούτε και ολοκληρώθηκε μέχρι την 31.12.1999. Η δε κοινή Έκθεση των τεχνικών συμβούλων των μερών, ημερομηνίας 27.11.2023, φανερώνει ότι η κατάσταση του σνακ-μπαρ δεν ήταν όπως την παρουσίαζε η Αιτήτρια και/ή δεν τίθετο οποιοδήποτε και/ή σοβαρό θέμα στατικής ικανότητας του σνακ-μπαρ.
Η Καθ’ ης η Αίτηση 3 στην κυρίως Αίτηση, δηλαδή η Τράπεζα, καταχώρισε Απάντηση την 15.4.2024 και μ’ αυτήν ουσιαστικά, αρνείται τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στην έκταση που την αφορούν. Είναι το τραπεζικό ίδρυμα που εξέδωσε την Εγγυητική Επιστολή ημερομηνίας 7.9.2018, η οποία αφορούσε το συμβόλαιο ενοικίασης ημερομηνίας 3.12.2004, μεταξύ των ιδιοκτητών και Αιτήτριας και ενάγεται ως αναγκαίος διάδικος. Η Καθ’ ης η Αίτηση 3 αναφέρεται στους όρους της Εγγυητικής Επιστολής και δικογραφεί ότι δεσμεύεται από αυτούς και αρνείται και/ή αγνοεί οποιαδήποτε άλλα γεγονότα και/ή ισχυρισμούς της Αιτήτριας και ως εκ τούτου, δεν δύναται να προχωρήσει διαφορετικά και/ή αντίθετα με όσα η εγγυητική επιστολή προβλέπει. Οι όροι της Εγγυητικής Επιστολής σχετικά με την ακύρωση και/ή επιστροφή του δεσμευμένου ποσού, είναι ρητοί και ξεκάθαροι και η Καθ’ ης η Αίτηση 3 δεν δύναται να αποδεχθεί την ακύρωση της και/ή την επιστροφή του δεσμευμένου ποσού για άλλους λόγους πλην των όσων προβλέπονται από αυτήν.
Προσωρινό Διάταγμα:
Σημειώνω ότι, το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψην έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος του φακέλου και αφορούν την ίδια διαδικασία και τους ίδιους διαδίκους (βλέπετε σχετικά την αυθεντία Γεωργίου ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ., (Αρ.2) (1999) 1 (Γ) 1938, στη σελίδα 1943). Η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση, άρχισε με την καταχώριση την 25.1.2024, μονομερούς αιτήσεως υπό των Αιτητών πριν την έγερση Απαίτησης (Έντυπο αρ. 33), για την έκδοση προσωρινών Διαταγμάτων. Το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς, την 25.1.2024, προσωρινό Ενδιάμεσο Διάταγμα, ως η παράγραφος (Α), απαγορεύον στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, είτε από κοινού είτε κεχωρισμένα, είτε προσωπικά είτε μέσω οποιουδήποτε από τους αντιπροσώπους και/ή τους υπαλλήλους τους και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ενεργούν, να υποβάλουν οποιαδήποτε απαίτηση πληρωμής προς την Καθ’ ης η Αίτηση 3, δυνάμει ή κατ’ επίκλησην της εγγυητικής επιστολής με αριθμό 00193-02-0517788 ημερομηνίας 7/9/2018 και/ή άλλως πως να ζητήσουν ή εξαργυρώσουν ή λάβουν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό από την εν λόγω εγγυητική επιστολή, μέχρι την τελική εκδίκαση της προτεινόμενης Αίτησης Ενοικιοστασίου. Δόθηκαν οδηγίες όπως η προτεινόμενη εναρκτήρια Αίτηση Ενοικιοστασίου καταχωρηθεί το συντομότερο. Η παράγραφος (Β) της αίτησης, ορίστηκε για επίδοση.
Η Αιτήτρια διατάχθηκε να καταθέσει εγγύηση στο ποσό των ενοικίων που αφορούν τους μήνες Νοέμβριο 2023 μέχρι Μάρτιο 2024, ύψους €38.732, για να καλυφθούν οποιεσδήποτε ζημιές και έξοδα ήθελαν προκύψει στους Καθ’ ων η Αίτηση, από την έκδοση του προσωρινού Διατάγματος.
Την 2.2.2024, στην απουσία ένστασης από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση 3 Τράπεζας, το προσωρινό Διάταγμα κατέστη απόλυτο αναφορικά με την Καθ’ ης η Αίτηση 3 και εκδόθηκε επίσης προσωρινό, Ενδιάμεσο Διάταγμα, ως η παράγραφος (Β), απαγορεύον στην Καθ’ ης η Αίτηση 3, είτε προσωπικά είτε μέσω οποιουδήποτε από τους αντιπροσώπους και/ή τους υπαλλήλους τους και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, να πληρώσει ή μεταφέρει ή άλλως πως καταβάλει στον Καθ’ ου η Αίτηση 1 και/ή στην Καθ’ ης η Αίτηση 2, είτε από κοινού είτε κεχωρισμένα, είτε προσωπικά είτε μέσω οποιουδήποτε από τους αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους τους και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ενεργούν, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό δυνάμει ή κατ’ επίκλησην της εγγυητικής επιστολής με αριθμό 00193-02-0517788 ημερομηνίας 7/9/2018, να λάβει ή να αποδεχθεί ή ικανοποιήσει οποιαδήποτε απαίτηση πληρωμής, δυνάμει ή κατ’ επίκλησην της εν λόγω εγγυητικής επιστολής μέχρι την τελική εκδίκαση της προτεινόμενης Αίτησης Ενοικιοστασίου ή μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Η Καθ’ ης η Αίτηση 3, δηλαδή η Τράπεζα, δεν καταχώρισε ένσταση στην υπό εξέταση αίτηση και δεν ακούστηκε.
Με Ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 9.8.2024, το Δικαστήριο ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν την 25.1.2024, προσωρινό Διάταγμα και απέρριψε την παράγραφο (Β) της υπό εξέταση αίτησης.
Άλλα σχετικά, ενδιάμεσα, διαβήματα:
Την 20.3.2024 και 27.3.2024 αντίστοιχα, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, καταχώρισαν αιτήσεις δια κλήσεως, με τις οποίες ζητείτο η έκδοση αναγνωριστικής δήλωσης ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεσης, Διατάγματος παραμερισμού της κυρίως Αίτησης και Διατάγματος ακύρωσης των προσωρινών απαγορευτικών Διαταγμάτων.
Με Ενδιάμεσες Αποφάσεις ημερομηνίας 28.6.2024, το Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις, χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, να εγείρουν εκ νέου ζήτημα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, με το δικόγραφο τους, προς εξέτασην κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης.
Διαδικασία:
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, παρέδωσαν τις αγορεύσεις τους στο Δικαστήριο την 21.1.2025. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση 3 στην κυρίως Αίτηση, δηλαδή της Τράπεζας, δήλωσε ότι παρακολουθεί τη διαδικασία, αφού έχει δηλωθεί ότι η Τράπεζα δεν θα έχει ένσταση στην έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος.
Ερμηνεύοντας τις σχετικές πρόνοιες των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και λαμβάνοντας υπόψην ότι δεν πρόκειται για την ουσία της υπόθεσης, αλλά για ενδιάμεσο αίτημα προ της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης, έκρινα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία. Το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.
Νομική και δικονομική πτυχή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας:
Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται σε υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δυνάμει του Κανονισμού 12(α)[1] των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.
Μέρη 14, 23, 25 και 32:
Το Μέρος 14 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, στο οποίο βασίζεται, μεταξύ άλλων, η ένσταση, αφορά στον παραμερισμό ή διαφοροποίηση απόφασης η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13. Η αναφορά είναι σε απόφαση στην εναρκτήρια Αίτηση ή στην Αγωγή, όχι σε ενδιάμεση απόφαση ή διάταγμα, ως την προκείμενη περίπτωση. Είναι η κρίση μου ότι το Μέρος 14 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση αίτηση.
Τυγχάνει όμως εφαρμογής το Μέρος 23.13(4): «Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί στην απουσία διαδίκου κατά τον ίδιο τρόπο που παραμερίζεται απόφαση, δυνάμει του Μέρους 14.»
Το Μέρος 23, περιλαμβάνει τους γενικούς κανόνες για αιτήσεις έκδοσης Δικαστικών Διαταγμάτων. Η αίτηση καταχωρίζεται σύμφωνα με το Έντυπο 34 (Μέρος 23.4(6)), ως η υπό εξέταση αίτηση. Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση (Μέρος 23.3(1)). Σχετικά με τον Κανονισμό 23.14, βλέπετε πιο κάτω.
Το Μέρος 25 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, περιλαμβάνει πρόνοια για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, περιλαμβανομένης της έκδοσης ενδιάμεσης αναγνωριστικής δήλωσης (Μέρος 25.1(1)(β)). Το Μέρος 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, αφορά στην παροχή μαρτυρίας.
Μέρος 3:
Στο Μέρος 3.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προνοούνται οι γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου. Στην παράγραφο (8) προνοείται ότι: «Η εξουσία του Δικαστηρίου δυνάμει των παρόντων κανονισμών προς έκδοση διατάγματος περιλαμβάνει και εξουσία διαφοροποίησης, παραμερισμού ή ακύρωσης του διατάγματος.»
Μέρος 23.14:
Ο Κανονισμός αφορά την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού ή διαφοροποίησης διατάγματος το οποίο εκδίδεται χωρίς ειδοποίηση:
«(1) Οποιοσδήποτε διάδικος ή πρόσωπο επηρεάζεται από διάταγμα το οποίο εκδόθηκε σε αίτηση η οποία δεν του επιδόθηκε πριν από την έκδοση του διατάγματος, δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του διατάγματος.
(2) Πρόσωπο το οποίο δεν είναι ήδη διάδικος στην αγωγή δεν χρειάζεται να καταστεί διάδικος αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς αίτησης, δυνάμει του κανονισμού 23.14(1).
(3) Εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να υποβάλλεται εντός 10 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του διατάγματος στο πρόσωπο το οποίο υποβάλλει την αίτηση.
(4) Ο κανονισμός 23.14(1),(2) και (3) εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε σχέση με πρόσωπο στο οποίο δεν επιδόθηκε αντίγραφο της αίτησης, αλλά παρέστη στην ακρόαση και επετράπη σε αυτό να προβεί σε παραστάσεις χωρίς την καταχώρηση ένστασης.»
Η αντίστοιχη πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023, είναι η Διαταγή 48, θεσμός 8(4), η οποία αντιστοιχεί επακριβώς με την παράγραφο (1) και προνοεί ως ακολούθως:
“Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.”
Ο έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Τ.Θ. Οικονόμου, στην Απόφαση του ημερομηνίας 16.1.2020, στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 229/2019, αναφέρει τα εξής, στη σελίδα 2:
«Το ΔΕΕ έχει, ως άνω, δικαιοδοσία να παρατείνει τις προθεσμίες της Δ.30. Εάν έχει υποπέσει σε λάθος και, πολύ περισσότερο, εάν έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εσφαλμένα, τούτο δεν εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου με certiorari, με το οποίο ελέγχεται η νομιμότητα και όχι η ορθότητα της απόφασης. Εν προκειμένω, προσφέρεται η δυνατότητα αίτησης δια κλήσεως με βάση τη Δ.48, καν. 8(4) (Πολιτική Αίτηση Αρ. 74/2017, ημερ. 20.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:D228, Rogalskiy, Πολιτική Αίτηση Αρ. 78/2019, ημερ. 9.1.2020), όπως υπέδειξα και κατά την ακρόαση στον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή. Η θέση του ήταν ότι δεν μπορεί ένα δικαστήριο να καθίσταται εφετείο του εαυτού του. Η εισήγηση αυτή, με το δέοντα σεβασμό, δεν έχει βάση. Η Δ.48, καν.8(4) παρέχει μία θεσμοθετημένη δυνατότητα παραμερισμού ή διαφοροποίησης διατάγματος που εκδόθηκε αρχικά μονομερώς, αφού ακουστεί, κατόπιν αιτήσεως του, το επηρεαζόμενο πρόσωπο. Πρόκειται για ρύθμιση που αμβλύνει τις συνέπειες της απόκλισης από θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, στα πλαίσια της οποίας το δικαστήριο μπορεί εκ των υστέρων να ακούσει και την άλλη πλευρά και να κρίνει, inter partes πλέον, κατά πόσο αποκαλύπτονται λόγοι ώστε να παραμερίσει ή να διατηρήσει το μονομερές διάταγμα. Αυτή η δυνατότητα δεν το καθιστά ‘εφετείου του εαυτού του’».
[υπογράμμιση του Δικαστηρίου]
Για να ακυρωθεί το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024, ex debito justitiae, θα πρέπει να προβληθεί λόγος ο οποίος αναγνωρίζεται από τον Νόμο ή τους Κανονισμούς. Στην προκείμενη περίπτωση, το Διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, αφενός κατέστη απόλυτο έναντι της Τράπεζας εφόσον της επιδόθηκε και δεν εμφανίστηκε ούτε καταχώρισε ένσταση, αφετέρου στις 9.8.2024, ακυρώθηκε έναντι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 ΚΑΙ απορρίφθηκε η παράγραφος Β της αίτησης βάσει της οποίας είχε εκδοθεί Διάταγμα εναντίον της Τράπεζας. Η υπό εξέταση αίτηση δεν υποβάλλεται από την Τράπεζα, αλλά από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, εναντίον των οποίων δεν υπάρχει Διάταγμα σε ισχύ.
Είναι η κρίση μου ότι ο Κανονισμός 23.14, εκ των γεγονότων της υπό εξέταση αίτησης, δεν δύναται να αποτελέσει τη βάση αυτής. Είναι περαιτέρω η κρίση μου ότι το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου (βλέπετε πιο κάτω). Συνακόλουθα, η παράγραφος (Β) της υπό εξέταση αίτησης, στερείται νομικού υποβάθρου και παραμένει προς εξέτασην η παράγραφος (Α) της υπό εξέταση αίτησης.
Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου:
Το εδάφιο (2) του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960 ως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, προνοεί ως εξής:
«(2) Οιονδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (1), δύναται να εκδοθή υπό τοιούτους όρους και προϋποθέσεις ως το δικαστήριο θεωρεί δίκαιον, και το δικαστήριον δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον, επί αποδείξει ευλόγου αιτίας, να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε τοιούτον διάταγμα.»
Κρίση:
Ως καταγράφεται πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται νομικό υπόβαθρο για την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται ή/και να παραμερίζεται το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 3, ως η παράγραφος (Β) της υπό εξέταση αίτησης.
Πέραν της πιο πάνω κρίσης, διαπιστώνεται ότι στην Απόφαση ημερομηνίας 9.8.2024, το Δικαστήριο κατέγραψε πως το προσωρινό Διάταγμα ημερομηνίας 25.1.2024, το οποίο αφορούσε τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 και είχε εκδοθεί με βάση την παράγραφο (Α) της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, ακυρώνεται.
Το προσωρινό Διάταγμα ημερομηνίας 25.1.2024, είχε καταστεί απόλυτο έναντι της Καθ’ ης η Αίτηση 3, την 2.2.2024, στην απουσία εμφάνισης και ένστασης. Ασφαλώς, εφόσον ως θέμα γεγονότος και ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, αυτό ακυρώθηκε την 9.8.2024 με Απόφαση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα ισχύος του έναντι οποιουδήποτε εκ των Καθ’ ων η Αίτηση.
Το Δικαστήριο εξετάζει, ως καταγράφεται και πιο πάνω, την παράγραφο (Α) της υπό εξέταση αίτησης, δηλαδή το ενδεχόμενο έκδοσης ενδιάμεσου Διατάγματος ή/και ενδιάμεσης αναγνωριστικής Δήλωσης, με την οποία να αναγνωρίζεται ότι το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 ή/και οποιοδήποτε άλλο Διάταγμα εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 25.1.2024, έχει ακυρωθεί, συνεπεία της απόφασης ημερομηνίας 9.8.2024.
Ενδιάμεση Αναγνωριστική Δήλωση δύναται να εκδοθεί δυνάμει των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (βλέπετε πιο πάνω). Όσον αφορά το «οποιοδήποτε άλλο Διάταγμα», το οποίο μπορεί να είναι μόνο το Διάταγμα ημερομηνίας 25.1.2024, έχω ήδη καταγράψει πως ακυρώθηκε με βάση το λεκτικό της Απόφασης ημερομηνίας 9.8.2024. Η ακύρωση του κρίθηκε την 9.8.2024, δεν κρίνεται σήμερα με την παρούσα απόφαση.
Το μοναδικό Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024, το οποίο αναφέρεται στα αιτητικά της υπό εξέταση αίτησης, ήταν το προσωρινό Διάταγμα ως η παράγραφος (Β) της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, το οποίο αφορούσε την Καθ’ ης η Αίτηση 3 Τράπεζα και εκδόθηκε εναντίον της λόγω μη εμφάνισης και ένστασης, ως απόλυτο Διάταγμα. Αφενός αυτό εκδόθηκε μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής (βλέπετε το λεκτικό του Διατάγματος). Αφετέρου η παράγραφος (Β) της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, απορρίφθηκε με την Απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.8.2024. Ιδού η νεωτέρα διαταγή.
Ισχύει ένα Διάταγμα όταν το αιτητικό με το βάση το οποίο εκδόθηκε, η νομική και πραγματική του βάση, απερρίφθη; Έστω inter partes των υπολοίπων διαδίκων, στα πλαίσια μίας αίτησης που αφορούσε όλους τους διαδίκους, στην οποία δεν πρόβαλε ένσταση ο ένας διάδικος;
Φρονώ ότι τα ανωτέρω δεν είναι θέμα ερμηνείας απόφασης ή διατάγματος του Δικαστηρίου, ή πρόθεσης του Δικαστηρίου ή άλλως πως. Το Δικαστήριο ότι είχε να πει το είπε, όπως φαίνεται από την Απόφαση του. Ουδείς θα το ερμηνεύσει παρά μόνο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον χωρεί ερμηνείας και κατά την κρίση του. Βλέπετε ειδικά στη σελίδα 77 της Απόφασης ημερομηνίας 9.8.2024:
«Ως εκ των ανωτέρω, στην απουσία δόλου από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αποκλείεται η έκδοση προσωρινού Διατάγματος ως η παράγραφος (Β) της υπό εξέταση αίτησης. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται και στα πλαίσια της πλήρωσης των προϋποθέσεων της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου. Βλέπετε σχετικά και πιο κάτω.
Τι γίνεται τότε, δυνατόν να διερωτηθεί κάποιος, με το Διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 3, επειδή δεν καταχώρισε ένσταση; Φρονώ ότι τόσο η δικονομία, όσο και η νομολογία, καλύπτουν το θέμα επαρκώς. Αρκεί να παραπέμψω στην αυθεντία Capman Holdings Ltd. v. Zayniyevich (2013) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1105, όπου ο έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήταν τότε, κ. Στ. Ναθανήλ, εξήγησε, με παραπομπή κυρίως στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ότι όλοι οι εναγόμενοι ή Καθ’ ων η Αίτηση, επηρεάζονται από την έκδοση ενός προσωρινού Διατάγματος, τίθεται ζήτημα αυτοδίκαιης ακύρωσης του, άλλως πιθανόν να οδηγούσε σε κατάχρησης διαδικασίας και οι αιτήσεις για προσωρινά Διατάγματα αφορούν ενιαίο για τους διαδίκους θέμα, το οποίο απαιτεί ενιαία μεταχείριση από το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του οποιοδήποτε άλλο αίτημα και δεν εξετάζει οποιοδήποτε άλλο αίτημα. Δεν θα προχωρήσω σε ακαδημαϊκές ασκήσεις, ούτε σε declarations in abstracto.»
Ερωτώ σήμερα: χρειάζεται Αναγνωριστική Δήλωση; Προφανώς ναι, εάν όχι νομικά ενόψει και των πιο πάνω, τουλάχιστον πραγματικά και πρακτικά, εφόσον το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 3, δυνάμει της παραγράφου (Β) της αίτησης ημερομηνίας 25.1.2024, εξακολουθεί να προβάλλεται ως υπάρχον και ισχύον. Υπενθυμίζεται ότι αυτοί οι ισχυρισμοί, σχετικά με τη στάση που τηρεί η Καθ’ ης η Αίτηση 3, δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο άρνησης από πλευράς της Αιτήτριας. Δύναται το Δικαστήριο να παραχωρήσει Ενδιάμεση Αναγνωριστική Δήλωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, δυνάμει της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Νομοθεσίας; Δύναται, όπως φαίνεται από τα πιο πάνω.
Τίθεται ζήτημα δεδικασμένου ή κωλύματος εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, ενόψει άλλων, προηγούμενων διαβημάτων; Είναι η κρίση μου ότι αυτή η θέση, ως έχει τεθεί, είναι απορριπτέα. Δεν υφίσταται δεδικασμένο στα ενδιάμεσα διαβήματα. Στην αυθεντία Panpa Estates & Investment Ltd. κ.ά. v. Rodou Charalambous & Sons Ltd. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1897, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι σε περιπτώσεις ενδιαμέσων αιτήσεων, με εξαίρεση την έγκριση της αιτούμενης θεραπείας, απόφαση ή εύρημα του Δικαστηρίου δεν συνιστά τελική απόφαση, εκτός και αν επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία συνεπεία της εφαρμογής του δεδικασμένου. Βλέπετε στη σελίδα 1908 [2]:
Τίθεται ζήτημα καθυστέρησης στην καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2; Δεν διαπιστώνω καθυστέρηση εφόσον ο καθοριστικός χρόνος μπορεί μόνο να είναι ο χρόνος προβολής της θέσης της Καθ’ ης η Αίτηση 3 σε σχέση με το Διάταγμα της 2.2.2024.
Συνακόλουθα και καταληκτικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει Ενδιάμεση Αναγνωριστική Δήλωση, ως η παράγραφος (Α) της υπό εξέταση αίτησης.
Απόφαση:
Ως εκ των ανωτέρω, η παράγραφος (Β) της υπό εξέταση αίτησης απορρίπτεται. Οι λόγοι ένστασης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Εκδίδεται Ενδιάμεση Αναγνωριστική Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι το Διάταγμα ημερομηνίας 2.2.2024 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 25.1.2024, έχει ακυρωθεί συνεπεία της Απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.8.2024.
Τα έξοδα της υπό εξέταση αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 στην κυρίως Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας στην κυρίως Αίτηση, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο, στην κλίμακα €500.000 - €1.000.000.
(Υπ).
Λ.Σ. Καμμίτση
Πρόεδρος
Πιστόν Αντίγραφον
Γραμματέας
ΛΣΚ/ΕΠ
[1] «12(α) Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.»
[2] «Το κατά πόσο απόφαση ή εύρημα σε ενδιάμεση απόφαση επενεργεί ως κώλυμα σε μεταγενέστερη διαδικασία, συναρτάται από το κατά πόσο το θέμα ηγέρθη κατά τρόπο ρητό και κατηγορηματικό και στην πλήρη διάσταση του στην προηγούμενη διαδικασία και οι διάδικοι, πρέπει να εκληφθεί ότι, είχαν την ευκαιρία, προβάλλοντας το σύνολο των σχετικών με το θέμα γεγονότων, να επιχειρηματολογήσουν επί όλων των πτυχών του θέματος με στόχο την επίλυση του.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο