Μάρως Λουκαΐδου ν. Λουκή Λουκαΐδη κ.α., Αίτηση Αρ.: Ε114/23, 31/1/2025
print
Τίτλος:
Μάρως Λουκαΐδου ν. Λουκή Λουκαΐδη κ.α., Αίτηση Αρ.: Ε114/23, 31/1/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Ενώπιον:      Λ.Σ. Καμμίτση, Προέδρου

Αίτηση Αρ.: Ε114/23

 

Μεταξύ:

Μάρως Λουκαΐδου, εκ Λευκωσίας

Αιτήτριας

και

 

1. Λουκή Λουκαΐδη, εκ Λευκωσίας

2. Λουκής Γ. Λουκαΐδης & Σία

Καθ’ ων η Αίτηση

--------------------------------------------------------------------------------

Αίτηση για Διαγραφής της Απάντησης και/ή Ανταπαίτησης του Καθ’ ου η Αίτηση 1

 

31 Ιανουαρίου 2025

Για την Αιτήτρια: κ. Ρ. Βραχίμης για κ.κ. Ρ. Βραχίμης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τον Καθ’ ου η Αίτηση 1: κα. Στ. Χαραλάμπους για κ.κ. Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Ενδιάμεση  Απόφαση

 

            Με αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 14.5.2024, η Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση, εξαιτείται τη διαγραφή όλου ή μέρους της Απάντησης και/ή Ανταπαίτησης του Καθ' ου η Αίτηση 1 μαζί και/ή ξεχωριστά, επειδή δεν αποκαλύπτουν εύλογη αιτία Απάντησης και/ή Ανταπαίτησης και/ή αποτελούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή καταχωρίστηκαν μετά από παραπλάνηση του Δικαστηρίου και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων στο Δικαστήριο και/ή διαφορετικά, ενδέχεται να παρεμποδίσουν τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας.

 

Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στο άρθρο 11(1)(α)(ii) των περί Ενοικιοστασίου Νόμων του 1983 έως 1999, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, Καν. 3.3(1)-(5), 9.2, 16.2, 16.7-16.8, 16.13, 17.7, 23.1-23.4 και 29.5(1) και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η Αιτήτρια βασίζεται στα ακόλουθα γεγονότα τα οποία προκύπτουν από τα δικόγραφα ή το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης: η Απάντηση και Ανταπαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, καταχωρίστηκαν στις 8.11.2023 βάσει των προνοιών του άρθρου 11(α)(ii) του Νόμου, δηλαδή αντί να συνοδεύεται από απόδειξη είσπραξης, συνοδευόταν από «Συμφωνητικό Έγγραφο Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Διαφορών», βάσει του οποίου ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 ισχυρίστηκε συμψηφισμό ενοικίων ως η Απάντηση του.

 

Επιπλέον, την υπό εξέταση αίτηση συνοδεύει ένορκος δήλωση του κ. Παναγιώτη Μαυρή, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Ελένη Βραχίμη & Σία. Λέγει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί στη δήλωση του. Έχει λάβει όλα τα δικόγραφα της υπόθεσης από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν την Αιτήτρια και τα έχει αναγνώσει. Τα νομικά θέματα στα οποία αναφέρεται, τα γνωρίζει εξ’ επαγγέλματος και τα γεγονότα, επειδή χειρίζεται υποθέσεις της Αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 είναι δικηγόρος. Είναι Ενάγων στην εκκρεμούσα Αγωγή 662/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία Εναγόμενη είναι η Αιτούσα στην παρούσα Αίτηση. Ο ισχυρισμός του Καθ' ου η Αίτηση 1 στην Απάντηση του, για συμψηφισμό των ενοικίων με την «οφειλή» της Αιτούσας προς τον Καθ' ου η Αίτηση 1 ένεκα «Συμφωνητικού Εγγράφου Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Στοιχείων», αποτελεί αντικείμενο της εκκρεμούσας Αγωγής 662/2022. Στην εν λόγω Αγωγή, η Εναγόμενη (Αιτούσα στην παρούσα), αμφισβητεί οποιαδήποτε οφειλή και την νομιμότητα του εν λόγω Συμφωνητικού. Στην υπεράσπιση της υπάρχει Ανταπαίτηση, οπότε δεν υπάρχει ξεκαθαρισμένο χρέος ή οφειλή προς τον Ενάγοντα (Καθ’ ου η Αίτηση 1 στην παρούσα) και δεν θα υπάρξει τέτοια, εκτός εάν η Αγωγή εκδικαστεί ή άλλως πως συμβιβαστεί ή διευθετηθεί.

 

Ο ενόρκως δηλών αναφέρει επίσης ότι ο Ενάγων στην Αγωγή 662/2022, είχε υποβάλει αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία εκδικάστηκε και απορρίφθηκε και στο παρόν στάδιο, η υπόθεση βρίσκεται στη διαδικασία αποκάλυψης εγγράφων.

Ως εκ των ανωτέρω, η Απάντηση και Ανταπαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας, επειδή προωθεί παράλληλες διαδικασίες με το ίδιο αντικείμενο, ζητώντας από δύο Δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας, να κρίνουν επί του ιδίου θέματος. Η θέση του κ. Μαυρή, είναι ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία και/ή δεν είναι αρμόδιο να κρίνει αυτή τη διαφορά των διαδίκων, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί αστική/περιουσιακή διαφορά για την οποία δικαιοδοσία έχει το Επαρχιακό ή το Οικογενειακό Δικαστήριο. Περαιτέρω, εκατέρωθεν οφειλές (δεδομένου ότι είναι ξεκάθαρες και υπάρχουν τελεσίδικες περί τούτων αποφάσεις Δικαστηρίων και/ή δεν αμφισβητούνται), δεν συμψηφίζονται, εκτός μετά από συμφωνία των διαδίκων ή διαταγή του Δικαστηρίου και τέτοια συμφωνία δεν υπάρχει στην παρούσα περίπτωση, αφού η οφειλή αμφισβητείται από την Εναγόμενη.

 

Τέλος, ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται ότι ο Καθ' ου η Αίτηση 1 απέκρυψε καταχρηστικά από το παρόν Δικαστήριο την ύπαρξη της προηγηθείσας και εκκρεμούσας Αγωγής 622/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και επισύναψε στην Απάντηση του μόνο το «Συμφωνητικό», ούτως ώστε να του επιτραπεί η καταχώριση υπεράσπισης χωρίς την πληρωμή ή απόδειξη πληρωμής των οφειλόμενων ενοικίων, ούτως ώστε να παρακάμψει τις πρόνοιες του άρθρου 11(1)(α)(ii) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, παραπλανώντας το Δικαστήριο να του δώσει άδεια για καταχώριση της Απάντησης χωρίς να του αποκαλύψει ουσιώδη για την απόφαση του γεγονότα.

 

Ένσταση:

Ένσταση εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση 1, καταχωρήθηκε την 19.6.2024 και αυτή βασίζεται στο άρθρο 11(1)(α)(ii) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου ως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, Καν. 2.3, 3.1(2)(στ), 3.3(1)-(5), 9.2, 16.2, 16.3, 16.4(3)(γ), 16.5, 16.7, 16.8, 16.13, 16.16, 16.17, 17.2, 17.7, 21.3, 21.4, 23.1-23.5, 23.7, 23.8, 29.5, 32.14, 32.15, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., στις Αρχές του Κοινοδικαίου και του Δικαίου της Επιείκειας, στους Κανόνες της Φυσικής Δικαιοσύνης, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες, στην πρακτική και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι λόγοι ένστασης είναι οι ακόλουθοι:

 

«Α.     Η Αίτηση της Αιτούσας δεν δύναται να προχωρήσει καθότι έχει προωθηθεί με λανθασμένο και/ή παράτυπο δικονομικό μέτρο και/ή δεν τηρούνται και/ή δεν πληρούνται οι εκ του Νόμου και/ή εκ της Νομολογίας και/ή εκ των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας προϋποθέσεις για την αιτούμενη διαγραφή δικογράφου.

Β.      Η εξουσία του Δικαστηρίου για διαγραφή δικογράφου χρησιμοποιείται σπάνια και/ή είναι εξαιρετικό μέτρο και δεν είναι κατάλληλη στην προκειμένη περίπτωση καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για διαγραφή δικογράφου και/ή η αιτούμενη διαγραφή δικογράφου θα στερήσει στον Καθ’ ου η Αίτηση το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και/ή το δικαίωμα του σε πρόσβαση στην δικαιοσύνη και/ή να ακουστεί κατά παράβαση του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και/ή η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για διαγραφή (striking out) περιορίζεται σε απλές και πασιφανείς περιπτώσεις.

Γ.       Η Αίτηση της Αιτούσας είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά και πραγματικά αστήρικτη και/ή άνευ αντικειμένου και/ή λανθασμένη και/ή γενική και/ή αόριστη, και/ή ασύμφωνη με τους σχετικούς νόμους και/ή κανονισμούς και/ή διαδικαστικούς κανονισμούς και/ή άλλως πως.

Δ.      Η Αίτηση της Αιτούσας είναι κακόπιστη και/ή αδικαιολόγητη και/ή ατεκμηρίωτη, ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο που να στηρίζει και να τη δικαιολογεί και επομένως αυτή πάσχει και δεν μπορεί να εγκριθεί.

Ε.      Η Αίτηση της Αιτούσας θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο καθότι αιτήσεις για διαγραφή (striking out) κανονικά πρέπει να γίνονται εντός της περιόδου μεταξύ επίδοσης της απαίτησης και προ της καταχώρησης ερωτηματολόγιων οδηγιών και/ή όταν διάδικος καταχωρεί υπεράσπιση και/ή όπως στην προκειμένη περίπτωση, ανταπάντηση στην απάντηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και Απάντηση στην Ανταπαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, και απαντά επί της ουσίας, τα Δικαστήρια κρίνουν ότι συγκατένευσε (acquiesced) και/ή κωλύεται και πλέον είναι πολύ αργά για να γίνει αίτηση διαγραφής λόγω ισχυριζόμενης κατάχρησης διαδικασίας εάν η ισχυριζόμενη κατάχρηση διαδικασίας βασίζεται στο ότι εγείρεται η απαίτηση (ανταπαίτηση στην προκειμένη περίπτωση).»

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του κ. Λουκή Λουκαΐδη, από τη Λευκωσία. Ο ενόρκως δηλών είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 και είναι δικηγόρος. Εκτός όπου ρητά παραδέχεται, απορρίπτει στο σύνολο τους, τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκο δήλωση του κ. Μαυρή η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση.

 

Όντως, ο κ. Λουκαΐδης είναι ο Ενάγων στην εκκρεμούσα Αγωγή 662/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία Εναγόμενη είναι η Αιτούσα στην υπό κρίση Αίτηση, Αγωγή η οποία καταχωρήθηκε πολύ πριν την εκκίνηση εκ μέρους της Αιτούσας της παρούσας διαδικασίας. Το αίτημα του για συμψηφισμό των ενοικίων με την οφειλή της Αιτούσας προς τον ίδιο, δεν αποτελεί αντικείμενο της εκκρεμούσας Αγωγής 662/2022. Δεν γίνεται αναφορά σε συμψηφισμό στην Έκθεση Απαιτήσεως του.

 

Ο ισχυρισμός του κ. Μαυρή, ότι δήθεν δεν υπάρχει ξεκαθαρισμένο χρέος ή οφειλή προς τον Καθ’ ου η Αίτηση 1 και ότι δήθεν δεν θα υπάρξει τέτοιο εκτός εάν η Αγωγή αυτή εκδικαστεί ή άλλως πως συμβιβαστεί ή διευθετηθεί, δεν έχει έρεισμα. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει απόφαση Δικαστηρίου για να υπάρχει εκκαθαρισμένο ποσό. Είναι η αντίληψη του κ. Λουκαΐδη, από νομικής άποψης, ότι η φράση «εκκαθαρισμένο ποσό», αναφέρεται σ’ ένα αριθμό ο οποίος υπολογίζεται εύκολα με βάση τον όρο μιας συμφωνίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση η Συμφωνία η οποία έχει επισυναφθεί ως Παράρτημα Α στην Απάντηση του.

 

Η Απάντηση δεν αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας επειδή δήθεν ο κ. Λουκαΐδης προωθεί παράλληλες διαδικασίες με το ίδιο αντικείμενο ζητώντας, δήθεν, από δύο Δικαστήρια άλλης δικαιοδοσίας να κρίνουν επί του ιδίου θέματος. Η κάθε διαδικασία εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό και δεν υφίσταται νομικό κώλυμα, ούτε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους του. Η Αγωγή 662/2022 εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό από την παρούσα διαδικασία, ήτοι, τη διεκδίκηση ποσού οφειλόμενου προς τον ίδιο από την Αιτούσα, δυνάμει συμφωνίας και δεν έχει σχέση με συμψηφισμό, ενώ στην παρούσα διαδικασία, ο συμψηφισμός εγείρεται από τον ίδιο ως υπεράσπιση στις αξιώσεις της Αιτούσας, αξιώσεις τις οποίες η ίδια εγείρει κακόπιστα και τον υποχρεώνει να προβάλει τη σχετική, αληθή και καλή υπεράσπιση συμψηφισμού.

 

Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντα, πως εάν τίθεται το όποιο θέμα κατάχρησης, αυτό θα μπορούσε να αφορά μόνο την Αιτούσα, η οποία, αναφορικά με το ποσό το οποίο αξιώνει, θα μπορούσε να το είχε θέσει με τα κατάλληλα δικονομικά διαβήματα στα πλαίσια της Αγωγής 662/2022, ως Ανταπαίτηση.

 

Η παρούσα διαδικασία διέπεται από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, οι οποίοι παρέχουν την δυνατότητα έγερσης της υπεράσπισης του συμψηφισμού και το παρόν Δικαστήριο έχει κάθε και πλήρη δικαιοδοσία να αποφασίσει επί του θέματος, αφού οι Κανονισμοί και η σχετική Νομολογία το προβλέπουν και το επιτρέπουν. Περαιτέρω, ο κ. Λουκαΐδης απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι εκατέρωθεν οφειλές δεν συμψηφίζονται εκτός μετά από συμφωνία των διάδικων ή διαταγή του Δικαστηρίου, ως μη έχοντα νομικό έρεισμα. Εξάλλου, ως αναφέρεται στην Απάντηση του Καθ' ου η Αίτηση 1, κάτω από την επικεφαλίδα «Άλλα σχετικά γεγονότα» υπό τα σημεία 1 έως και 3, η Αιτήτρια με τη συμπεριφορά της, συγκατένευσε (acquiesced) και συμφώνησε σιωπηρά με τη διαδικασία συμψηφισμού.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν έχει αποκρύψει από το παρόν Δικαστήριο την ύπαρξη της προηγηθείσης και εκκρεμούσης Αγωγής 622/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η Αιτούσα υπέγραψε, ελεύθερα και με πλήρη γνώση του περιεχομένου της, τη Συμφωνία «Παράρτημα Α», η οποία επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της Απάντησης του Καθ' ου η Αίτηση 1. Τέλος, ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 αναφέρει ότι παρέδωσε ελεύθερη και κενή την κατοχή του επίδικου ακινήτου στην Αιτούσα, αρχές του Ιανουάριου 2024.

 

Εάν ήθελε κρίνει το Δικαστήριο, ότι υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας με την έγερση της υπεράσπισης του συμψηφισμού εκ μέρους του, τότε, σύμφωνα με την νομολογία, η παρούσα διαδικασία θα πρέπει να ανασταλεί μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής 622/2022 και το Δικαστήριο έχει την εξουσία και τη δικαιοδοσία να διατάξει την αναστολή της παρούσας διαδικασίας με σχετικό Διάταγμα.

 

Ιστορικό:

Δικόγραφα:

Για σκοπούς της υπό εξέταση αίτησης και μόνον, γίνεται σύντομη αναφορά, σε αδρές γραμμές, στα δικόγραφα της υπόθεσης. Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση καταχωρίστηκε την 23.10.2023 και μ’ αυτήν η Αιτήτρια εξαιτείται ως ακολούθως:

 

«1.     Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2 για έξωση και/ή ανάληψη ελευθέρας και/ή κενής κατοχής για το Μίσθιο, ένεκα του ότι ο καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή οι καθ’ ωνε η αίτηση 2 παρέλειψε και/ή αμέλησε και/ή αρνήθηκε να καταβάλει τα οφειλόμενα ενοίκια από 01/01/2023 μέχρι 01/06/2023.

2.       Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή εναντίον Απόφαση εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2, για καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων του Μίσθιου προς €1,100 μηνιαίως για την περίοδο Ιανουαρίου 2023 έως Ιουνίου 2023 περιλαμβανομένων, δηλαδή καταβολή προς την Αιτούσα του ποσού των €6,600 ευρώ.

3.       Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2 για καταβολή προς την Αιτούσα του ποσού των Ευρώ €1,100 μηνιαίως από 01/07/2023 και κάθε 1η επόμενου μήνα και μέχρι την ημέρα εκκενώσεως και παραδόσεως προς την Αιτούσα ελευθέρας και κενής κατοχής του Μίσθιου ως οφειλόμενο ενοίκιο και/ή βάσει συμφωνίας και/ή ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή ως αποζημιώσεις και/ή άλλως πως.

4.       Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2 για επιβολή νόμιμου τόκου επί των καθυστερημένων ενοικίων από την ημέρα που αυτά κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και/ή απαιτητά.

5.       Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή με το οποίο να διατάσσεται ο Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2, να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς ρεύματος, νερού, τηλεφώνου κ.λ.π. και/ή δημοτικά τέλη και/ή φόρους αποκομιδής σκυβάλων κ.λ.π. που έχουν σχέση και/ή προκλήθηκαν με την κατοχή και/ή χρήση και/ή ενοικίαση και/ή λειτουργία του μίσθιου από τον Καθ’ ου η αίτηση από την ενοικίαση του Μίσθιου και μέχρι παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχή τους Μίσθιου στην Αιτούσα.

6.       Διαζευκτικά του 1 ανωτέρω, Απόφαση και/ή Διάταγμα και/ή Διαταγή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου έλκει κατοχή και/ή χρήση από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή τους Καθ’ ων η αίτηση 2 για έξωση και/ή ανάληψη ελευθέρας και/ή κενής κατοχής για το Μίσθιο, ένεκα του ότι ο καθ’ ου η αίτηση 1 και/ή οι Καθ’ ων η αίτηση 2 συστηματικά καθυστερεί την καταβολή οφειλομένων ενοικίων.

7.       Περαιτέρω και/ή άλλη Διαταγή και/ή Θεραπεία.

8.       Νόμιμο τόκο.

9.       Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.»

 

Η Αιτήτρια δικογραφεί ότι είναι ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούμενη στην κατοχή και χρήση ενός οροφοδιαμερίσματος επί της οδού Ανδρέα Αραούζου 7, δεύτερος όροφος, στη Λευκωσία. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 ενάγονται ως θέσμιοι ενοικιαστές του επίδικου υποστατικού. Στις παραγράφους Δ.9, 14, 16 και 17 της κυρίως Αίτησης, η Αιτήτρια δικογραφεί ως ακολούθως:

 

«9.     Αντί να καταβάλει τα ενοίκια, ο Καθ’ ου η αίτηση 1 απέστειλε στους δικηγόρους της Αιτούσας, μέσω των δικηγόρων του Α.Σ. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ, επιστολή ημερ. 06/04/2023, με την οποία ισχυριζόταν ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί διαδικασία συμψηφισμού των ενοικίων με απαίτηση του πελάτη τους η οποία αμφισβητείτο από την Αιτούσα και για την οποία υπάρχει εκκρεμής δικαστικής διαδικασία.»

 

«14.   Σε απάντηση ο Καθ’ ου η αίτηση 1 απέστειλε στους δικηγόρους της Αιτούσας μέσω του Δικηγορικού του γραφείου ως δικηγόρων του, επιστολή ημερ. 09/06/2023, με την οποία ισχυριζόταν ότι τα ενοίκια είχαν «διευθετηθεί» βάσει συμψηφισμού επειδή η Αιτούσα «δεν αμφισβήτησε» τους ισχυρισμούς των δικηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση στην επιστολή που της απέστειλαν. Προς τούτο επικαλείτο συμφωνία που κατ’ ισχυρισμό έγινε προηγουμένως και η οποία αποτελεί αντικείμενο αστικής διαδικασίας και/ή αμφισβήτησης από την Αιτούσα.»

 

«16.   Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 απάντησε την εν λόγω επιστολή των Δικηγόρων της αιτούσας και προέβαλε τους δικούς του ισχυρισμούς κυρίως προφασιζόμενος ότι τα ενοίκια είχαν ήδη συμψηφιστεί στην πράξη δεδομένου ότι η Αιτούσα δεν είχε ακόμη κινηθεί δικαστικά εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση 1, οπότε υπήρχε «σιωπηρή συμφωνία» συμψηφισμού.»

 

«17.   Η Αιτούσα ισχυρίζεται ότι κανένας συμψηφισμός δεν υπήρξε και ότι τα περί συμψηφισμού αποτελούν ανυπόστατες επιθυμίες του Καθ’ ου η αίτηση 1 τις οποίες η Αιτούσα ουδέποτε αποδέχθηκε.»

 

Οι παράγραφοι Δ.9, 14 και 16, είναι παραδεκτές στην Απάντηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 καταχώρισε Απάντηση και Ανταπαίτηση, την 8.11.2023, μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο. Σ’ αυτήν επισυνάφθηκε «Συμφωνητικό Έγγραφο Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Διαφορών». Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1, ουσιαστικά, αρνείται τις αιτούμενες θεραπείες επειδή δεν οφείλει οποιαδήποτε ενοίκια καθότι αυτά συμψηφίστηκαν έναντι οφειλής ύψους €410.000, ποσό το οποίο οφείλει η Αιτούσα στον Καθ’ ου η Αίτηση 1 εκ συμφώνου, δυνάμει και έναντι Συμφωνητικού Εγγράφου Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Στοιχείων με ημερομηνία 8.9.2012 και/ή βάσει Ανταπαίτησης και/ή άλλως πως και αυτά θεωρούνται ότι έχουν καταβληθεί κατά την ημερομηνία την οποία αυτά είναι πληρωτέα και/ή απαιτητά και/ή ληξιπρόθεσμα.

 

Στην παράγραφο 2 της Ενότητας «Άλλα σχετικά γεγονότα», ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δικογραφεί ως εξής:

 

«2.     Όταν ο Αιτητής 1 με επιστολή του ημερομηνίας 06/03/2023 μέσω των δικηγόρων του Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε. ανέφερε στην Αιτήτρια την εφαρμογή διαδικασίας συμψηφισμού των ενοικίων με την απαίτηση του βάσει του ως άνω Συμφωνητικού Εγγράφου, η Αιτούσα σταμάτησε να προσέρχεται στο μίσθιο.»

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 διεκδικεί από την Αιτούσα ανταπαιτητικά Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου, ότι:

 

«Α.     Τα ενοίκια για την ενοικίαση του μίσθιου επί της οδού Ανδρέα Αραούζου 7, δεύτερος όροφος, 1076 Λευκωσία, από τον Καθ’ ου 1 η αίτηση θεωρούνται ότι έχουν ήδη καταβληθεί για την περίοδο 01/01/2023 – 01/06/2023 και/ή ότι καταβάλλονται από την περίοδο 01/07/2023 όταν αυτά καθίστανται πληρωτέα δυνάμει συμψηφισμού και/ή βάση ανταπαίτησης και/ή άλλως πως μέχρι πλήρης εξόφλησης του ποσού των €410.000, ποσό το οποίο οφείλει η Αιτούσα στον Καθ’ ου η Αίτηση 1 βάσει του Συμφωνητικού Έγγραφο Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Στοιχείων με ημερομηνία 08/09/2012, παράγραφο 3(β).»

 

Η Αιτήτρια καταχώρισε Ανταπάντηση στην Απάντηση και Απάντηση στην Ανταπαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, την 9.2.2024. Μεταξύ άλλων, εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η Υπεράσπιση και/ή Ανταπαίτηση μαζί και/ή ξεχωριστά, αποτελούν κατάχρηση της διαδικασίας. Ζητεί δε την απόρριψη της Ανταπαίτησης ως αβάσιμης.

 

Οι διάδικοι καταχώρισαν Ερωτηματολόγια Οδηγιών, στα οποία περιλήφθηκε η πρόθεση της Αιτήτριας να καταχωρίσει την υπό εξέταση αίτηση.

 

Διαδικασία:

Ερμηνεύοντας τις σχετικές πρόνοιες των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και λαμβάνοντας υπόψην ότι δεν πρόκειται για την ουσία της υπόθεσης αλλά για ενδιάμεσο αίτημα, έκρινα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία. Το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.

 

Νομική και δικονομική πτυχή:

Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί:

            Δυνάμει του Κανονισμού 12(α) [1] των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών 1983, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται σε υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Στην παρούσα υπόθεση, τυγχάνουν εφαρμογής οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας 2023.

 

Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας 2023:

Μέρος 3:

            Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο Μέρος 3.3(1)-(5) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

 

«(1)    Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε μέρος δικογράφου.

(2)      Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:

(α)      το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης

(β)      το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας ή

(γ)      υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.

 

(3)      Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί κατάλληλο.

(4)      Όταν:

(α)      το δικαστήριο έχει διαγράψει δικόγραφο του ενάγοντα

(β)      ο ενάγων έχει διαταχθεί να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο και

(γ)      προτού ο ενάγων καταβάλει αυτά τα έξοδα, καταχωρίζει νέα απαίτηση εναντίον του ιδίου εναγόμενου, η οποία προκύπτει από γεγονότα τα οποία είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς ταυτόσημα με εκείνα τα οποία σχετίζονται με την απαίτηση στην οποία διαγράφηκε το δικόγραφο, το δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του εναγόμενου, να αναστείλει τη νέα αυτή απαίτηση μέχρι να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης απαίτησης.

 

(5)      Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού.»

 

Η αντίστοιχη πρόνοια στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ήταν η Διαταγή 19 θεσμός 26 [2] και η παλαιά Αγγλική πρόνοια, Order 19 rule 27, που ήταν πανομοιότυπη. Καθοδηγητικές οι υποσημειώσεις στις σελίδες 477 – 479 του Annual Practice 1958, κάτω από το εν λόγω θεσμό. Παραθέτω σχετικά αποσπάσματα [3] από τα οποία φαίνεται ότι αυτή η καθοδήγηση ισχύει ακόμη, αφού καθίσταται σαφές ότι οι αρχές που εφαρμόζονταν είναι οι ίδιες που αναπαράγονται στο Μέρος 3. Το λεκτικό στις υποσημειώσεις του Annual Practice, είναι το λεκτικό που χρησιμοποιείται στο Μέρος 3.3.

 

Μέρος 16:

Το Μέρος 16.8 και 16.13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, προνοεί ως εξής:

 

«16.8  Υπεράσπιση συμψηφισμού

(1)      Όταν εναγόμενος:

(α)      ισχυρίζεται ότι δικαιούται χρηματικό ποσόν από τον ενάγοντα και

(β)      στηρίζεται σε αυτό τον ισχυρισμό ως υπεράσπιση σε σχέση με το σύνολο ή μέρος της απαίτησης

ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να περιληφθεί στην υπεράσπιση και να συμψηφιστεί έναντι της απαίτησης είτε συνιστά απαίτηση δυνάμει του Μέρους 21 είτε όχι.»

 

«16.13 Θέματα, τα οποία πρέπει ειδικά να καθοριστούν στο δικόγραφο εφόσον διάδικος στηρίζεται επί αυτών

«(1)    Ο ενάγων ή εναγόμενος, κατά περίπτωση οφείλει να καθορίσει ειδικά τα ακόλουθα θέματα στο δικόγραφο του, όταν επιθυμεί να στηριχθεί σε αυτά προς υποστήριξη της απαίτησης ή υπεράσπισης:

 

(α)      οποιονδήποτε ισχυρισμό για απάτη,

(β)      το γεγονός οποιασδήποτε παρανομίας,

(γ)      λεπτομέρειες οποιωνδήποτε ψευδών παραστάσεων,

(δ)      λεπτομέρειες όλων των παραβάσεων καθήκοντος εμπιστοσύνης,

(ε)      ειδοποίηση ή γνώση γεγονότος,

(στ)    λεπτομέρειες διανοητικής διαταραχής ή ψυχικής πίεσης,

(ζ)      λεπτομέρειες ηθελημένης παράλειψης, και

(η)      οποιαδήποτε γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με μετριασμό απώλειες ή ζημιάς,

(θ)      οποιαδήποτε παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος,

(ι)       λεπτομέρειες οποιασδήποτε παράβασης προνοιών του Συντάγματος της Δημοκρατίας,

(κ)      λεπτομέρειες οποιασδήποτε παράβασης των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή σχετικού πρωτοκόλλου ως αυτό έχει κυρωθεί,

(λ)      λεπτομέρειες οποιασδήποτε παράβασης των προνοιών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

(μ)      λεπτομέρειες της λήξης οποιασδήποτε σχετικής περιόδου παραγραφής στην οποία στηρίζεται.»

 

Προηγούμενα, στο δικαιικό μας σύστημα, δεν ήταν δυνατός ο συμψηφισμός (set off), όπως φαίνεται από την νομολογία. Βλέπετε ενδεικτικά την αυθεντία Αντωνίου κ.ά. v. Popular Bank (1994) 1 Α.Α.Δ. 720, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (σελίδα 721):

 

«Tο τραπεζικό δικαίωμα επίσχεσης (lien) ή συμψηφισμού (set-off) είναι διαφορετικό από το γενικό δικαίωμα επίσχεσης ή το δικαίωμα συμψηφισμού. Το τραπεζικό δικαίωμα επίσχεσης ή συμψηφισμού ισχύει στην Κύπρο ανεξάρτητα από το κατά πόσο το σύνηθες δικαίωμα συμψηφισμού ισχύει ή όχι. Στην προκείμενη περίπτωση, η εφεσίβλητη τράπεζα όχι μόνο είχε το δικαίωμα του συμψηφισμού στην απουσία οποιασδήποτε ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας για το αντίθετο, αλλά είχε ρητή εξουσιοδότηση από τον εφεσείοντα να συμψηφίζει χρεωστικούς με πιστωτικούς λογαριασμούς του εφεσείοντα ή της εταιρείας του.»

 

Στη σελίδα 725:

 

«Αυτό το δικαίωμα όμως, που αποκαλείται και τραπεζιτικό δικαίωμα επίσχεσης (bankers lien), δεν έχει ομοιότητα με οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα επίσχεσης (lien). Επίσης θα πρέπει να διευκρινισθεί πως το τραπεζιτικό δικαίωμα επίσχεσης και συμψηφισμού, που απορρέει από τη σχέση Τράπεζας και του αυτού πελάτη, διαφοροποιείται και δεν δημιουργεί θέμα συμψηφισμού (set-off) ποσών που απορρέουν από αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις. Είναι αυτός ο συμψηφισμός που δεν ισχύει στην Κύπρο (βλ. Δ.19, Καν. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών), που δημιουργεί αιτία ξεχωριστής αγωγής ή ανταξίωσης και που προέρχεται από ανεξάρτητες υποχρεώσεις. Το θέμα της τραπεζιτικής επίσχεσης και συμψηφισμού από την Τράπεζα, όταν δεν υπάρχει συμφωνία προς το ενάντιο, αποτελεί μία λογιστική πράξη, με την οποία διαπιστώνεται η κατάσταση λογαριασμού του πελάτη και βοηθά την τράπεζα να καλύψει χρεωστικά υπόλοιπα όταν άλλος ή άλλοι λογαριασμοί του πελάτη είναι πιστωτικοί. Μία τέτοια πράξη δεν δημιουργεί ανεξάρτητη αιτία αγωγής ή ανταξίωσης

 

[υπογράμμιση του Δικαστηρίου]

 

            Στην αυθεντία Heatron Co. Ltd. v. Πολύκαρπου Νικολάου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 577, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο συμψηφισμός ποσών που απορρέουν από αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις, δεν είναι δυνατός στο Κυπριακό Δίκαιο. Δεν είναι όμως ορθή η απόλυτη θέση ότι το δικαιικό μας σύστημα δεν αναγνώριζε καθόλου το δικαίωμα του συμψηφισμού. Παραδείγματος χάρην, στον θεσμό 7 της Διαταγής 59 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως αυτοί ίσχυαν μέχρι την 31.8.2023, προνοείτο ότι: «A set-off for damages or costs between parties may be allowed.».

 

            Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν ισχύει πλέον εφόσον στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, γίνεται ειδική μνεία στη συμπερίληψη υπεράσπισης συμψηφισμού στο δικόγραφο Εναγόμενου ή Καθ’ ου η Αίτηση.

 

Ανταπαίτηση:

            Ο Καθ’ ου η Αίτηση σε υποθέσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δύναται να εγείρει Ανταπαίτηση δυνάμει του Μέρους 17.7 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Η δυνατότητα αυτή έχει νομολογιακά καθιερωθεί. Βλέπετε σχετικά την αυθεντία L.S.A. Packers & Forwarders Ltd. v. Φράγκου κ.ά. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 392.

 

Άρθρο 11(1)(α):

Το άρθρο 11(1)(α) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, Ν. 23/83 ως αυτός έχει τροποποιηθεί, προνοεί ως ακολούθως:

 

«(α)(i) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής.

 

Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη δια συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξει τούτο.

 

Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον.»

 

«(ii)    απάντηση σε καταχωριζόμενη δυνάμει της υποπαραγράφου (i) αίτηση για ανάκτηση κατοχής γίνεται δεκτή για καταχώριση από το Γραμματέα του Δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση που η απάντηση συνοδεύεται είτε από απόδειξη του λογιστηρίου του Δικαστηρίου ότι έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο το αναφερόμενο στην αίτηση οφειλόμενο ποσό ως καθυστερημένα ενοίκια κατά την ημερομηνία καταχώρισης αυτής είτε από απόδειξη είσπραξης του ενοικίου εκδοθείσα υπό του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου αυτού ή από απόδειξη κατάθεσης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς όφελος του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου αυτού:

 

Νοείται ότι η απόφαση του Γραμματέα για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρισης της απάντησης τίθεται εντός τριών (3) ημερών ενώπιον του Δικαστηρίου προς τελεσίδικη έγκριση ή απόρριψη, η δε απόφαση του Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε έφεση»

 

Δεν έχουν θεσπιστεί σχετικοί Κανονισμοί. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον Καθ’ ου η Αίτηση 1 για την καταχώριση της Απάντησης και Ανταπαίτησης του.

 

Κατάχρηση διαδικασίας (abuse of Court process):

Η επιδίωξη του ίδιου στόχου με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Βλέπετε σχετικά Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217), Beogradska D.D. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 911, Σοφία Νικολάου Βασιλείου v. Μάριου Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133, Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 798, Κοζάκη v. Κοζάκη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1710, Mammous κ.ά. v. Willstrop κ.ά., (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 90, καθώς και το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 37, παράγραφος 931.

 

Παραθέτω απόσπασμα από την αυθεντία Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (πιο πάνω), από τη σελίδα 223:

 

«Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιτευχθούν σε μία διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams v. Hunt (1905) 1 K.B. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: «…Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου.» ….»

 

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα δικόγραφα της Αγωγής 662/2022, δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης. Οι ισχυρισμοί, οι αναφορές και οι θέσεις του Καθ’ ου η Αίτηση 1 σε σχέση με την Αγωγή vis a vis την κυρίως Αίτηση και την Απάντηση και Ανταπαίτηση, όπως περιέχονται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, δεν έχει αντικρουστεί, ούτε έχουν γίνει αντικείμενο άρνησης από πλευράς της Αιτήτριας.

 

Κρίνω ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας εκ μόνου του γεγονότος ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 εγείρει υπεράσπιση συμψηφισμού στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, με βάση μία συμφωνία η οποία αποτελεί βάση Αγωγής την οποία καταχώρισε ο ίδιος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διεκδικεί ποσό ως οφειλόμενο από την Αιτήτρια στην παρούσα.

 

Ευρήματα:

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 δικαιούνταν να καταχωρίσει Ανταπαίτηση και δικαιούνταν να εγείρει μ’ αυτήν υπεράσπιση συμψηφισμού. Σημειώνεται ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 απαιτεί Δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα ενοίκια είναι καταβληθέντα και εξοφληθέντα δυνάμει συμψηφισμού. Η Συμφωνία Επίλυσης Οικονομικών και Περιουσιακών Διαφορών, είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Σ’ αυτό το στάδιο, δεν διαφαίνεται ότι η Ανταπαίτηση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, εγείρει το ίδιο ζήτημα προς απόφασην, ως η Αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Με την Ανταπαίτηση, ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 ζητεί από το παρόν Δικαστήριο να του αναγνωρίσει υπεράσπιση στην απαίτηση της Αιτήτριας για έξωση και οφειλόμενα ενοίκια. Στα πλαίσια αυτού του αιτήματος, δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει την οποιαδήποτε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, χωρίς να εκφεύγει της δικαιοδοσίας του.

 

Η ύπαρξη της Αγωγής αρ. 662/2022, έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, με την Ανταπάντηση της Αιτήτριας. Το ζήτημα του συμψηφισμού  και η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση 1, είχαν τεθεί υπόψην του Δικαστηρίου με αυτή τούτη την κυρίως Αίτηση.

 

Το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια για τη διαγραφή δικογράφου, μόνο εάν: το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης ή συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας ή υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος, εκ προοιμίου δεν ισχύουν. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο, δηλαδή την κατάχρηση διαδικασίας, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν έχει υποδειχθεί και αποδειχθεί επαρκώς, τέτοια κατάχρηση.

 

Απόφαση:

            Υπό το φως όλων των ανωτέρω, ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται σ’ αυτό το στάδιο, ο παραμερισμός της Απάντησης και Ανταπαίτησης του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και η υπό εξέταση αίτηση απορρίπτεται.  

 

Εφόσον η Αιτήτρια αποτυγχάνει στο αίτημα της, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως τα έξοδα της υπό εξέταση αίτησης επιδικαστούν εναντίον της και αυτή είναι η απόφαση μου, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Γραμματέα στην κλίμακα €2.000 - €10.000 και εγκριθούν από το Δικαστήριο και να πληρωθούν στο τέλος της διαδικασίας.

 

(Υπ.)                                                  

Λ.Σ. Καμμίτση          

Πρόεδρος                 

Πιστόν Αντίγραφον

           

Γραμματέας

 

ΛΣΚ/ΕΠ

 

 

 

 



[1] «12(α) Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.»

 

[2] «The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.»

 

[3]Generally.- This is a general provision for enforcing the preceding Rules. Its language is wide, but its operation has been, to some extent, limited by the decisions given on it. Under O. 25, r. 4, any pleading may be struck out which discloses no reasonable cause of action or answer, or only a frivolous or vexatious cause of action or defence. A counterclaim which cannot be conveniently disposed of in the pending action, or which ought not to be allowed, may be struck out under either O. 19, r. 3, or O. 21, r. 15, or  hereunder. Where a pleading is too general in its terms, and thus deprives the opponent of information to which he is entitled, and without which he cannot properly prepare for trial, he should apply for particulars under O. 19, r. 7.

......

Grounds for Granting or Refusing.- “The rule that the Court is not to dictate to parties how they should frame their case, is one that ought always to be preserved sacred. But that rule is, of course, subject to this modification and limitation, that the parties must not offend against the rules of pleading which have been laid down by the law; and if a party introduces a pleading which is unnecessary, and it tends to prejudice, embarrass, and delay the trial of the action, it then becomes a pleading which is beyond his right” (Bowen, L.J., Knowles v. Roberts, 38 Ch. D. p. 270). A reasonable latitude must be given, for this Rule was not intended to enable litigants to bring forward special demurrers in a new shape (Tomkinson v. S. E. Ry. , 57 L.T. 358; Rock v. Purssell, 84 L.T.J. 45).

Not every pleading which offends against the rules will be struck out. The applicant must show that he is in some way prejudiced by the irregularity. Still, “the defendant may claim ex debito justicae to have the plaintiff’s case presented in an intelligible form, so that he may not be embarrassed in meeting it” (per James, L.J., in Davy v. Garrett, 7 Ch. D. p.486).

“Unnecessary.”- The mere fact that an opponent’s pleading contains some unnecessary matter is not sufficient ground for an application under this Rule. A statement will not be struck out merely because it is unnecessary, so long as it is otherwise harmless (per Chitty, J., in Rock v. Purssell, 84 L.T.J. 45; see the remarks of Kay, J., in Tomkinson v. S. E. Ry., 57 L.T. p. 360, and Hocking & Co. v. Hocking, 3 R.P.C. 291).  Thus, if material facts be pleaded at unnecessary length or with unnecessary detail, the pleading will not be struck out; such prolixity will be left for the taxing master to deal with as a question of costs (Weymouth v. Rich, 1 T.L.R. 609; Heap v. Marris, 2 Q.B.D. 630). .....

.......

Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.” – The Court is “disposed to give a liberal interpretation” to these words (Berdan v. Greenwood, 3 Ex. D. p. 256). At the same time parties must not be too ready to find themselves embarrassed. If the defendant does not make it clear how much of the statement of claim he admits and how much he denies, his pleading is embarrassing (British and Colonial Land Association v. Foster, 4 T.L.R. 574; and see Stokes v.  Grant, 4 C.P.D. 25)..... But mere prolixity is not of itself embarrassing. Nor will a statement be struck out as embarrassing merely because the other party declares that it is untrue (per Bramwell. L.J., in Turquand v. Fearon, 40 L.T. p. 544). The mere fact that a statement of claim embraces several causes of action is not embarrassing, if they are distinctly pleaded (O. 20, r. 7). A claim for alternative relief is not embarrassing (Bagot v. Easton, 7 Ch. D. p. 8); and see O. 19, r. 24. Similarly with inconsistent defences (see Re Morgan, 35 Ch. D. 492, and supra, p. 338). ..... A pleading is not embarrassing because the law stated or reason alleged may be bad (London Corporation v. Horner, 111 L.T. 512). Unless it is clear on the face of allegations that they are irrelevant, they will not be struck out on that ground.”

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο