Χ. Χ. ν. Λ. Τ. κ.α., Αρ. Αίτησης: 41/2022, 6/5/2025
print
Τίτλος:
Χ. Χ. ν. Λ. Τ. κ.α., Αρ. Αίτησης: 41/2022, 6/5/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών

Ενώπιον:  Φ. Κωνσταντίνου, Π.Ο.Δ.

                                                                                              Αρ. Αίτησης: 41/2022

Μεταξύ:

Χ. Χ.

                                                                                                Αιτητής

και

 

                                                         1.  Λ. Τ.

                                                         2.  Α. Π. Τ.

                                                         3.  Ν. Τ.

                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

-----------------------------

Ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 6.3.2025

 

6 Μαΐου 2025

 

Για τον αιτητή: κ. Α. Χατζηπαναγιώτου

Για τους καθ’ ων η αίτηση: κ. Χρ. Ματθαίου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Με την εξεταζόμενη αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διαταχθεί αρμόδιος υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου να παρουσιάσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της καθ΄ ης η αίτηση 1, που αναφέρεται, σχετικά με τα ακόλουθα:

Α.  Το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού της κατά τις ημερομηνίες 25, 27, 28 και 29 Αυγούστου 2018, 8, 9 και 10 Ιανουαρίου 2019 και 31 Μαΐου 2020.

Β.  Την κατάθεση ποσού €19.810 στον εν λόγω λογαριασμό της στις 27 Αυγούστου 2018, τη μεταφορά και/ή ανάληψη του εν λόγω ποσού κατά τις 8 ή 9 Ιανουαρίου 2019 ή άλλη ημερομηνία.

      Τις συναλλαγές που έγιναν με την εταιρεία Demstar Automotive Ltd κατά τις εν λόγω ημερομηνίες ή/και μεταγενέστερα.

Γ.   Τα εμβάσματα που έγιναν στον εν λόγω λογαριασμό της από την εταιρεία Ch. P. Karakannas Electrical Ltd κατά την περίοδο από 15 Σεπτεμβρίου 2019 μέχρι 31 Μαΐου 2020 και το λόγο που έγιναν.

Ο αιτητής ζητά με την εναρκτήρια αίτηση την έκδοση απόφασης για τη ρύθμιση των περιουσιακών διαφορών του με την καθ΄ης η αίτηση 1 με βάση τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν.232/91). Ζητά τη συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας της καθ΄ης η αίτηση 1, που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους ή πριν από αυτό με την προοπτική του. Συνενώνει ως διάδικους τους γονείς της.

Κατά την ακρόαση της εναρκτήριας αίτησης, στο στάδιο κατάθεσης μαρτύρων της πλευράς του αιτητή για απόδειξη της υπόθεσης του, προέκυψε το επίδικο θέμα.

Κλήθηκε πρώτος μάρτυρας από τον αιτητή υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου για να καταθέσει για τον τραπεζικό λογαριασμό της καθ΄ης η αίτηση 1 που αναφέρεται στην εξεταζόμενη αίτηση.  Προβλήθηκε ένσταση από τη μάρτυρα που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με βάση τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2025 (Ν. 66(Ι)/97).  Επισημαίνω ότι η ένσταση προβλήθηκε αόριστα χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στον εν λόγω Νόμο.

Ακολούθησε η εξεταζόμενη αίτηση. Στηρίζεται στο άρθρο 22 του περί  Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος».

Στην ένορκη δήλωση του ο αιτητής, που την συνοδεύει, αναφέρεται στον εν λόγω λογαριασμό που διατηρούσε η καθ΄ης η αίτηση 1 στον οποίο κατατέθηκε ποσό €19.810 από τα χρηματικά δώρα του γάμου, από αυτόν μεταφέρθηκε το εν λόγω ποσό στην εταιρεία Demstar Automotive Ltd και σ΄ αυτόν γίνονταν καταθέσεις από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν.

Οι καθ΄ων η αίτηση εναντιώθηκαν στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καταχωρώντας ένσταση, που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της καθ΄ης η αίτηση 1, προβάλλοντας λόγους που θα μπορούσαν να περιληφθούν στους ακόλουθους:

1.      Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

2.      Ο αιτητής προσπαθεί να ανακαλύψει και να δημιουργήσει υπόθεση εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

3.      Η μαρτυρία που επιχειρείται να προσαχθεί είναι ενώπιον του Δικαστηρίου.

Κατά την ακρόαση της εξεταζόμενης αίτησης οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις για υποστήριξη των θέσεων τους.

Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η μαρτυρία η οποία ζητείται να προσκομιστεί έχει άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης για την απόδειξη της υπόθεσης του. Παρέπεμψε στην απόφαση Χ. Κολαρίδη v. Ε. Κολαρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1408.

Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση αναφέρθηκε στους λόγους ένστασης προβάλλοντας ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν είναι σχετική με τα επίδικα θέματα.

Η εξεταζόμενη αίτηση στηρίζεται στο άρθρο 22(4) και (5) του Νόμου στο οποίο καθορίζεται:

«(4)  Τραπεζίτης ή τραπεζικός υπάλληλος δεν είναι υπόχρεος να παρουσιάσει οποιοδήποτε τραπεζικό βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου δύναται να αποδειχθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, ή να εμφανισθεί ως μάρτυρας, για να αποδείξει τα θέματα, τις συναλλαγές και τους λογαριασμούς που είναι καταχωρισμένοι σ’ αυτό, παρά μόνο με δικαστικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται ειδικά για το σκοπό αυτό.

(5)          Κατόπιν αίτησης διαδίκου, δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται σε διάδικο να επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα καταχωρίσεων σε τραπεζικό βιβλίο για σκοπούς της διαδικασίας.»

 

 

Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Χ. Κολαρίδου ν. Ε. Κολαρίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 1408, επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ερμηνεία του άρθρου 22(5) του Νόμου. 

Αναφέρθηκε σ΄ αυτή ότι:  «Το άρθρο δεν δίδει δικαίωμα στο διάδικο για έρευνα και αναζήτηση στοιχείων για να ανακαλύψει και δημιουργήσει υπόθεση».  Καθώς και ότι: «Η επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων από τραπεζικό οργανισμό γίνεται: ‘για σκοπούς της διαδικασίας.’ Εισάγει δηλαδή η διάταξη διαδικαστικές ρυθμίσεις, και όχι ουσιαστικό δίκαιο».

            Στους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2025 (Ν. 66(Ι)/97), στους οποίους αόριστα αναφέρθηκε η μάρτυρας που κλήθηκε για να καταθέσει καταστάσεις από τον τραπεζικό λογαριασμό της καθ΄ης η αίτηση 1, καθορίζεται στο άρθρο 29(1) κάτω από το Μέρος ΧΙ με τίτλο «Τραπεζικό Απόρρητο» και με πλαγιότιτλο «Τήρηση τραπεζικού απορρήτου»:

«29(1) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε μέλος διοικητικού οργάνου, ανώτατο διοικητικό στέλεχος, διευθυντή, λειτουργό, υπάλληλο ή εκπρόσωπο ΑΠΙ και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει με οποιοδήποτε τρόπο πρόσβαση στα αρχεία ΑΠΙ, να παρέχει, κοινοποιεί, αποκαλύπτει ή προς ίδιο όφελος χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με το λογαριασμό συγκεκριμένου πελάτη του ΑΠΙ, είτε ενόσω η εργοδότηση ή η επαγγελματική του σχέση με το ΑΠΙ, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζεται, είτε μετά τον τερματισμό της.»

 

Στο εδάφιο (2) του άρθρου 29 αναφέρονται περιπτώσεις στις οποίες δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (1).

Από τη μελέτη των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 29(1) του Ν.66(Ι)/97, προκύπτει ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε υποχρέωση για τα αναφερόμενα πρόσωπα στο εδάφιο (1), κατά τη διάρκεια της εργοδότησης ή της επαγγελματικής τους σχέσης ή και μετά τον τερματισμό της, να μην αποκαλύπτουν ή χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος οποιεσδήποτε πληροφορίες αναφορικά με το λογαριασμό πελάτη.

Η υποχρέωση δεν είναι απόλυτη, αφού στις περιπτώσεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζεται το εδάφιο (1).

Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται προνόμιο μόνο για τα αναφερόμενα πρόσωπα στο εδάφιο (1), τα οποία έχουν υποχρέωση τήρησης του απορρήτου των λογαριασμών πελατών της τράπεζας με την οποία έχουν σύμβαση εργασίας ή επαγγελματική σχέση καθώς και μετά τον τερματισμό της. Οι καθ’ων η αίτηση δεν έχουν τέτοια υποχρέωση. Αποδοχή της ένστασης τους θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της θέσης πως και η καθ΄ης η αίτηση 1 απαγορεύεται να αποκαλύψει τις καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της. Μόνο αρμόδιος υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου μπορεί να επικαλεστεί το προνόμιο, όπως και έγινε.

Η εν λόγω πρόνοια απαγορεύει την αποκάλυψη ή χρησιμοποίηση των πληροφοριών αυτών σε τρίτα πρόσωπα προς ίδιο όφελος, όχι όμως και προς το Δικαστήριο για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας. 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 17 Νοεμβρίου 2003 στις συνενωμένες αγωγές 3751/98 και 3752/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αρ. αίτησης 121/2003, ημερομηνίας 28.112003, λέχθηκαν τα πιο κάτω:      

«Το δίκαιο αναγνωρίζει μόνο ένα απόρρητο το οποίο μπορεί να σταθεί ως απόλυτος φραγμός μπροστά στο Δικαστήριο.  Είναι το απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη σε ορισμένες περιπτώσεις που προσδιορίζει η νομολογία.  Θα δυσκολευόμουν να αναγνωρίσω στο Νομοθέτη τη δημιουργία άλλης κατηγορίας απορρήτου που κατά τη γνώμη μου ενδεχομένως να προέβαλλε εμπόδιο στη δικαστική λειτουργία της διάγνωσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.»

Μετά από  μελέτη των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 22, κατέληξα  ότι το εδάφιο (4), με βάση το οποίο  τραπεζίτης ή τραπεζικός υπάλληλος δεν είναι υπόχρεος να παρουσιάσει τραπεζικό βιβλίο για την απόδειξη του περιεχομένου του ή να εμφανισθεί ως μάρτυρας για να αποδείξει τα θέματα, τις συναλλαγές               και τους λογαριασμούς που είναι καταχωρισμένα σ’ αυτό, παρά μόνο με              δικαστικό διάταγμα, είναι σχετικό με τα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου, τα οποία ακολουθεί.

            Το εδάφιο (5) αναφέρεται σε αίτηση διαδίκου για την έκδοση διατάγματος που να του επιτρέπει να επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα καταχωρίσεων σε τραπεζικό βιβλίο για σκοπούς της διαδικασίας.  Αυτό εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου που ασκείται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

            Κατέληξα ότι η επίδικη αίτηση μπορεί να εξεταστεί με βάση το εδάφιο (5) του Νόμου, αφού o αιτητής αξιώνει ως διάδικος το αιτούμενο διάταγμα, για την έκδοση του οποίου το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία. 

            Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι η καθ΄ης η αίτηση 1 δεν αρνήθηκε πως διατηρούσε τον εν λόγω λογαριασμό στον επίδικο χρόνο. Καθώς και ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος αφορά μαρτυρία που έχει άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα της εναρκτήριας αίτησης.

            Ενόψει των ανωτέρω, το αίτημα του αιτητή όπως αναφέρεται στις παραγράφους Α, Β και Γ της εξεταζόμενης αίτησης γίνεται αποδεκτό.

            Συνεπώς εκδίδεται διάταγμα με βάση το άρθρο 22(5) του Νόμου με το οποίο επιτρέπεται στον αιτητή να επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα καταχωρήσεων σε τραπεζικό βιβλίο του αναφερθέντος τραπεζικού λογαριασμού της καθ΄ης η αίτηση 1 του χρόνου που αναφέρεται. 

            Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Να καταβληθούν στο τέλος της διαδικασίας της εναρκτήριας αίτησης.

 

 

 

                                                                                               Φ. Κωνσταντίνου, Π.Ο.Δ.

 

 

/ααγ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο