Ι.Κ. ν. Μ.Κ., Αρ.Αίτησης:19/2023, 6/3/2025
print
Τίτλος:
Ι.Κ. ν. Μ.Κ., Αρ.Αίτησης:19/2023, 6/3/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ                     Κλίμακα: €500.000-€2.000.000

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ                                                                                         ΕΝΩΠΙΟΝ։ Χ. Πογιατζή Δ.Ο.Δ.                                                                                       

                                                                                                              Αρ.Αίτησης:19/2023

ΜΕΤΑΞΥ:                                   

                Ι.Κ., εκ Λεμεσού 

                                                                                            Αιτήτρια

  -και-

 

    Μ.Κ., εκ Λεμεσού

                                                                                                  Καθ’ ου η Αίτηση

                                                                                   

Ημερομηνία: 06/03/2025

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κ. Αλέξανδρος Σαουρής για Α. Σαουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ’ ου η Αίτηση: κα Μαρία Γεωργίου για Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                  Αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 18/06/2024

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

  

(I)   ΠΡΟΟΪΜΙΟ։

 

  1. Η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό εναρκτήρια Αίτηση καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια στις 29/06/2023. Στις 12/09/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε Αίτηση αποκάλυψης της περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε στις 16/02/2024 εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο διατασσόταν ο Καθ’ ου η Αίτηση να περιγράψει μέσω ένορκης του δήλωσης, πλήρως με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την ακίνητη και κινητή περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον.

 

  1. Ακολούθως, ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε στα πλαίσια του πιο πάνω εκδοθέντος διατάγματος σχετική ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024. Στα πλαίσια της εναρκτήριας Αίτησης, η Αιτήτρια στις 18/06/2024 καταχώρησε ενδιάμεση δια κλήσεως αίτηση με την οποία αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες։

 

(Α) Διάταγμα το οποίο να διατάσσει τον Καθ’ ου η Αίτηση στην παρούσα, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις με αντίστοιχες βεβαιώσεις για όλα τα τραπεζικά ιδρύματα περιλαμβανομένου και της Τράπεζας […] για όσα αναφέρει και/ή της αποξένωσης και/ή της διάθεσης με οποιοδήποτε τρόπο της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους αυτής και/ή για κοινούς λογαριασμούς με την Αιτήτρια και/ή άλλα πρόσωπα φυσικά και/ή νομικά και της περιουσίας που αυτός αναφέρει στην παράγραφο 4(Α)- (Γ) και 5 (Α)-( Ι ) της ένορκης δήλωσης του ημερ. 03/04/2024, με την οποία αποκάλυψε την εν λόγω περιουσία του. Τις πιο πάνω αποδείξεις και/ή βεβαιώσεις και/ή πιστοποιητικά από Κτηματολόγιο και/ή Τραπεζικά Ιδρύματα να διαταχθεί ο Καθ’ ου η Αίτηση, να δώσει με καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης περιουσίας που αυτός καταχώρησε στις 03/04/2024, με βάση το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/02/2024. 

 

(Β)  Διάταγμα το οποίο να διατάσσει τον Καθ’ ου η Αίτηση, να δώσει οδηγίες προς τα Τραπεζικά Ιδρύματα και/ή χρηματοδοτικούς οργανισμούς που αναγράφονται στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας της ημερ. 03/04/2024, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας του ή οποιουδήποτε μέρους της, όπως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και ορθό κάτω από τις περιστάσεις.

 

(Γ) Διάταγμα το οποίο να διατάσσει την παρουσία του Καθ’ ου η Αίτηση στο Δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία, για εξέτασή του σχετικά με την ορθότητα της ένορκης δήλωσης του ημερ. 03/04/2024 και της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης που αυτός θα καταχωρήσει στο Δικαστήριο, σύμφωνα με την παράγραφο (α) πιο πάνω, αναφορικά με την περιουσία του, που αναφέρεται ή θα αναφέρονται στις εν λόγω ένορκες δηλώσεις του. 

 

  1. Η παρούσα Αίτηση βασίζεται στο άρθρο 111 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Ν.95/89, στον Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, άρθρα 2, 11, 12, 15, 16 και 18, στο Νόμο Περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων άρθρα 2,14,14Α εώς και 14Δ, στον Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990, άρθρα 2, 8, 9(4) και 11, στους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας Δ.39, Θ.1, στη Δ.48, Θ.1-3 και 9 και Δ.64 και πάνω στη Σύμφυτη Εξουσία και Διακριτική Ευχέρεια του Δικαστηρίου, τη Νομολογία και την Πρακτική.

 

  1. Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η οποία προσέκρουσε στην ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση όπου προβάλλονται 8 λόγοι ένστασης και αναλύεται γιατί η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά την ακρόαση της παρούσας Αίτησης, κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του, ενώ ούτε καταχωρήθηκαν οποιεσδήποτε συμπληρωματικές-απαντητικές ένορκες δηλώσεις. Οι συνήγοροι των διαδίκων αρκέστηκαν σε γραπτές αγορεύσεις τις οποίες παρέδωσαν στο Δικαστήριο, όπου η κάθε πλευρά υπεραμύνθηκε των θέσεων της με ουσιαστική και νομική επιχειρηματολογία και τις οποίες λαμβάνω σοβαρά υπόψη.

 

(II)  ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ։

 

  1. Αρχικά, η Αιτήτρια μέσα από την ένορκη δήλωση της η οποία συνοδεύει την δια κλήσεως Αίτηση ημερομηνίας 18/06/2024 υποστηρίζει ότι όπως την συμβουλεύουν οι δικηγόροι της και ειλικρινά πιστεύει, εάν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα τεθούν  ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι λεπτομέρειες και όλη η αλήθεια για την περιουσία του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία σχετίζεται με τις περιουσιακές σχέσεις των διαδίκων και έτσι θα διευκολυνθεί η διαδικασία της ακρόασης, λόγω του ότι δεν θα χρειαστεί η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας για απόδειξη της ακίνητης ή κινητής περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση και ως εκ τούτου θα περισωθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα.
  2. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια πιστεύει ότι θα αποφευχθεί και η περίπτωση να αποκρύψει ο Καθ’ ου η Αίτηση την περιουσία του και να μην είναι σε θέση να αποδείξει στο Δικαστήριο την περιουσία η οποία άνηκε σε αυτόν κατά την διακοπή της συμβίωσης τους και/ή να υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας της.
  3. Περαιτέρω, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι θα δοθούν αποδείξεις, βεβαιώσεις και στοιχεία για αυτά που απλά αναφέρει ο Καθ’ ου η Αίτηση χωρίς ούτε ένα επισυναπτόμενο έγγραφο που να τα επιβεβαιώνει, σε αντίθεση με την ίδια που σε ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας της, επισύναψε όλα τα έγγραφα, που αφορούν τα περιουσιακά της στοιχεία. Ενόψει των πιο πάνω, πιστεύει ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

(III)         ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ։

  1.  Στις 02/10/2024 ο Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε ειδοποίηση ένστασης προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους ένστασης։

 

1.    Η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική, αφού δεν έχει εκδοθεί και επιδοθεί στον Καθ’ ου η Αίτηση μαρτυρική κλήση ως προνοείται, καθιστώντας την Αίτηση έκθετη σε απόρριψη.

 

2.    Η Αίτηση είναι πρόωρη και/ή καταχρηστική και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή παραπλανητική προς το Δικαστήριο, αφού μεταξύ άλλων δρομολογήθηκε κατά τρόπο παραπειστικό.

 

3.    Η Αίτηση είναι πρόωρη και/ή η Αιτήτρια με την Αίτησή της αποσκοπεί στην μετατροπή της διαδικασίας σε δίκη επί της ουσίας αφού ζητά από το Δικαστήριο στα πλαίσια ενδιάμεσης διαδικασίας όπως ακούσει, αξιολογήσει διάδικους/ μάρτυρες και εκατέρωθεν εκδοχές και/ή ισχυρισμούς αυτών και τελικά προβεί σε ευρήματα και αποφασίσει επί γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων.

 

4.    Τα αιτούμενα διατάγματα αποτελούν καταχρηστική και/ή κακόπιστη ενέργεια της Αιτήτριας καθώς επιχειρείται προσπάθεια εκμαίευσης μαρτυρίας (fishing for evidence).

 

5.    Δεν συντρέχει και/ή δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε επαρκής και/ή βάσιμος και/ή καλός λόγος υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή το πραγματικό υπόβαθρο της Αίτησης πάσχει λόγω γενικότητας και/ή αοριστίας και/ή δεν τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

6.    Δεν πληρούνται και/ή δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα. 

 

7.    Η Αίτηση της Αιτήτριας δεν υποστηρίζεται με κατάλληλη μαρτυρία και/ή δεν στοιχειοθετεί οποιαδήποτε εξαιρετική περίσταση έτσι που να καθίσταται αναγκαία η αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση στο παρόν στάδιο της διαδικασίας.

 

8.    Με το αιτητικό (Α) της Αίτησής της η Αιτήτρια στην ουσία επιδιώκει όπως το Δικαστήριο εκδώσει για δεύτερη φορά διάταγμα εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση για αποκάλυψη της περιουσίας του, διάταγμα το οποίο έχει ήδη εκδοθεί μία φορά και ο Καθ’ ου η Αίτηση έχει πλήρως συμμορφωθεί με τις πρόνοιες αυτού. 

 

  1. Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 02/10/2024 στην οποία αναλύει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τους λόγους επί των οποίων στηρίζει τις θέσεις και τα επιχειρήματα του.

 

  1.  Αρχικά, ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την Αίτηση της Αιτήτριας, χωρίς περαιτέρω εξέταση των άλλων λόγων ένστασης, για τον λόγο ότι η Αίτηση πάσχει, είναι παράτυπη και αντικανονική, διότι η Αιτήτρια δεν έχει εκδώσει και επιδώσει στον ίδιο μαρτυρική κλήση, ως προνοείται και όφειλε να πράξει, καθιστώντας έτσι την Αίτηση έκθετη σε απόρριψη.

 

  1.  Στην συνέχεια, ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρει ότι στις 12/09/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε στα πλαίσια της Αίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, ενδιάμεση Αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση διατάγματος με το οποίο διατασσόταν να υποβάλει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, στην οποία να περιγράφει πλήρως με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την ακίνητη και κινητή περιουσία, στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον από την ημερομηνία του γάμου τους, ήτοι την 20/09/1996 μέχρι την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσής τους, ήτοι την 03/10/2022. Έτσι στις 16/02/2024, και χωρίς την υποβολή ένστασης εκ μέρους του, εκδόθηκε διάταγμα αποκάλυψης της περιουσίας του, στο οποίο συμμορφώθηκε πλήρως στις 03/04/2024, επισυνάπτοντας ως Τεκμήριο 1 πιστό αντίγραφο της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης της περιουσίας του, ημερομηνίας 03/04/2024.

 

  1.  Ισχυρίζεται ότι, μέσα από την ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024 (βλ. Τεκμήριο 1) εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει προβεί σε πλήρη αποκάλυψη της κινητής και ακίνητης περιουσίας που διατηρούσε κατά την ημερομηνία του γάμου του με την Αιτήτρια, ως και αυτής που διατηρούσε κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσής τους. Αναφέρει ακόμα ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ακίνητη περιουσία η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του κατά την διακοπή της συμβίωσής του με την Αιτήτρια.

 

  1.  Ο Καθ’ ου η Αίτηση πιστεύει ότι έχει πλήρως συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του διατάγματος και την υποχρέωση που είχε ως προς το να «υποβάλει στο Δικαστήριο ένορκη δήλωση, στη οποία να περιγράφει πλήρως με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την ακίνητη και κινητή περιουσία», με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της Αιτήτριας που περιέχεται στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης της, να παραμένει άνευ αντικρίσματος και αβάσιμος. 

 

  1.  Ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστηρίζει, ότι όπως τον ενημερώνουν οι δικηγόροι του, η Αίτηση της Αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρη και καταχρηστική, αφού η Αιτήτρια με την Αίτησή της ουσιαστικά επιδιώκει την μετατροπή σε αυτό το αρχικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας, και τούτο διότι σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων το Δικαστήριο θα κληθεί όπως ακούσει, αξιολογήσει διάδικους/μάρτυρες και εκατέρωθεν εκδοχές και ισχυρισμούς τους και τελικά να προβεί σε ευρήματα και να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας μαρτύρων και κατ’ επέκταση επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, παρακάμπτοντας την διαδικασία που προνοείται από τους περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Κανονισμούς και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

  1.  Υποστηρίζει επίσης, ότι σε περίπτωση έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και κατ’ επέκταση αντεξέτασής του, στο παρόν στάδιο, επί της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024, το Δικαστήριο θα πρέπει χωρίς άλλη επιλογή να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς του με την Αιτήτρια και αναπόφευκτα να αποφασίσει σε αυτό το στάδιο επί της ουσίας και ταυτόχρονα να αποφασίσει σε σχέση με την αξιοπιστία του.

 

  1.  Όπως τον ενημερώνουν οι δικηγόροι του, η δικαστική διαδικασία βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο, και συγκεκριμένα εκκρεμεί η καταχώρηση της Υπεράσπισής του, μετά την καταχώρηση της οποίας αναμένεται όπως εκδοθεί η κλήση για οδηγίες και στην συνέχεια να δοθούν σχετικές οδηγίες από το Δικαστήριο για την καταχώρηση των ενόρκων δηλώσεων αποκάλυψης εγγράφων, στάδιο στο οποίο αμφότεροι οι διάδικοι θα προβούν στην αποκάλυψη όλων των εγγράφων που έχουν στην κατοχή τους και επιθυμούν να παρουσιάσουν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

  1.  Στην προκείμενη περίπτωση, με την Αίτησή της η Αιτήτρια επιδιώκει κατά τρόπο ανορθόδοξο όπως το Δικαστήριο από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας αποφασίσει για ζητήματα που κρίνονται στα πλαίσια της ακρόασης της κυρίως αίτησης.

 

  1.  Σε κάθε περίπτωση, όπως πληροφορείται από τους δικηγόρους του, το Δικαστήριο ούτε κατά την εκδίκαση της κυρίως αίτησης υπεισέρχεται στα όσα διαδραματίστηκαν κατά το διάστημα που οι διάδικοι ήταν παντρεμένοι, αφού τα χρονικά σημεία που ενδιαφέρουν το δικαστήριο είναι η ημερομηνία τέλεσης του γάμου των διαδίκων και η ημερομηνία διάστασης τους. Η πιο πάνω θέση του Καθ’ ου η Αίτηση, ενισχύεται από τους ισχυρισμούς της ίδιας της Αιτήτριας στην παράγραφο 3 της ένορκης δήλωσης της, η οποία για τους σκοπούς «αιτιολόγησης» του αιτήματός της αναφέρει ότι με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων «δεν θα χρειαστεί η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας για απόδειξη της ακίνητης ή κινητής περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση και ως εκ τούτου θα περισωθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα».

 

  1.  Επιπρόσθετα, ο Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η Αίτηση της Αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί, διότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση της αποτελείται από αοριστίες και γενικολογίες. Οι διαζευκτικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας που περιέχονται στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσης της ότι θα αποφευχθεί και η περίπτωση να αποκρύβει περιουσία του και/ή να μην είμαι σε θέση να αποδείξει στο Δικαστήριο περιουσία η οποία άνηκε στον ίδιο κατά την διακοπή της συμβίωσής τους και/ή ότι υπάρχει κίνδυνος απώλειας της, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς λόγοι για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, και ιδίως ενός διατάγματος αντεξέτασης περί της αλήθειας των όσων έχει αναφέρει στην ένορκη του δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024.

 

  1.  Ειδικότερα, ο Καθ’ ου η Αίτηση υποστηρίζει ότι η Αίτηση της Αιτήτριας όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από εξαιρετικούς λόγους που να δικαιολογούν την αναγκαιότητα της αντεξέτασής του στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, αλλά τα όσα αυτή αναφέρει δεν αποτελούν καν καλούς ή επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν την άσκηση από το Δικαστήριο της διακριτικής του ευχέρειας, υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

  1.  Συμπληρωματικά, ο Καθ’ ου η Αίτηση αναφέρει ότι η Αιτήτρια με το αιτητικό (Α) της υπό εξέταση Αίτησης ζητά την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται όπως καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024 και να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις με αντίστοιχες βεβαιώσεις για όλα τα τραπεζικά ιδρύματα περιλαμβανομένου και της Τράπεζας […]. Είναι η θέση του, ότι η Αιτήτρια επιδιώκει την εξασφάλιση εναντίον του δεύτερου διατάγματος, παρόμοιας αν όχι ίδιας φύσεως με το ήδη εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 16/02/2024, για αποκάλυψη της περιουσίας του, με την διαφορά ότι αυτή τη φορά επιθυμεί συγκεκριμένα την αποκάλυψη μόνο των τραπεζικών λογαριασμών που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του ημερομηνίας 03/04/2024.

 

  1.  Ο Καθ’ ου η Αίτηση επαναλαμβάνει ότι έχει ήδη προβεί σε πλήρη αναφορά και αποκάλυψη της ακίνητής περιουσίας του που υπήρχε τόσο κατά την ημερομηνία σύναψης του γάμου του με την Αιτήτρια, όσο και κατά την ημερομηνία διακοπής της συμβίωσής τους και εισηγείται ότι η έκδοση ενός δεύτερου διατάγματος αποκάλυψης των ίδιων περιουσιακών του στοιχείων, αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην καταχώρηση δεύτερης ένορκης δήλωσης με τα ίδια ακριβώς στοιχεία και πληροφορίες. Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρεί ότι είναι δίκαιο και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η παρούσα Αίτηση απορριφθεί.

 

(IV)        ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ։

 

  1.  Εν προκειμένω, οι διατάξεις που αφορούν το υπό κρίση θέμα θεμελιώνονται στο άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«14.(1)  Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

       (2)  Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

       (3)   Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν:

              (α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία».

 

          Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.232/91:

«′περιουσία′ σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους».

«΄συνεισφορά΄ σημαίνει την οποιαδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή την δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας».

 

  1.  Το άρθρο 14Α του πιο πάνω νόμου προνοεί τα ακόλουθα։

«14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.

 

(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου ή κατ’ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.

 

(3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ’ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας».

 

  1.  Συνάγεται από την διατύπωση του τρίτου εδαφίου του άρθρου 14Α ότι, σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο ο υπόχρεος προς συμμόρφωση διάδικος, πράγματι συμμορφώθηκε επαρκώς με το διάταγμα του Δικαστηρίου για αποκάλυψη της περιουσίας του. Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται σε «εξέταση του καθ' ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση». Ουσιαστικά, η εξέταση αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί αν στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση περιγράφεται με πλήρη, σαφή και κατά συγκεκριμένο τρόπο η περιουσία του, όπως προέβλεπε το διάταγμα του Δικαστηρίου.

 

  1.  Σε κάθε περίπτωση, εξυπακούεται από την διατύπωση του άρθρου 14 (Α) εδ. 3 του σχετικού Νόμου, ότι το κατά πόσο θα επιτραπεί σε ένα διάδικο να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα, εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο δεν υποχρεούται δίχως άλλο να επιτρέψει την αντεξέταση του.

 

  1.  Περαιτέρω, η υπό εξέταση Αίτηση εδράζεται στην Δ.39 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία παραπέμπει η Δ.48 Θ.4(2). Η Δ.39 Θ.1 αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Upon an application evidence may be given by affidavit; but the Court or a Judge may, on the request of either party, order the attendance of the deponent for cross-examination».

 

  1.  Περαιτέρω, η Διάταξη 48 Θεσμός 4(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ότι:

 

«(2) Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης του προνοείται από τη Διαταγή 39».

 

  1.  Από το λεκτικό της Δ.39 Θ.1 συνάγεται προφανώς ότι το όλο ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Εν τούτοις, δεν καθορίζονται στην εν λόγω διάταξη οποιαδήποτε κριτήρια σε σχέση με τη άσκηση της.

 

  1.  Στο Σύγγραμμα Halsbury's of England, 3η Έκδοση, Τόμος 21, σελ. 418-419, παραγρ. 878, κάτω από τον τίτλο "Discretionary power of Court as to evidence" αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"The Court has discretionary power of acting upon such evidence as may be before it at the time, and will not allow a motion to stand over in order to enable a party to examine a witness viva voce if it considers that the application is made in order to create delay or that there is sufficient evidence before it to enable it to deal with the motion".

 

  1.  Επιπρόσθετα, στο σύγγραμμα Annual Practice του 1956 όπου συναντάται αντίστοιχη πρόνοια με την Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Ο.38 επεξηγείται πως ασκείται αυτή η εξουσία του Δικαστηρίου και τονίζεται στη σελ. 677 και επ. ότι δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου στην έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, το οποίο είναι πάντοτε ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας του, λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους για τους οποίους ζητείται.

 

  1.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των Λευτέρη Μήλου και Πανίκου Χατζηλοϊζου (2008) 1 Α.Α.Δ. 280, εξετάστηκε το θέμα της απόρριψης αιτήματος για αντεξέταση με βάση την Δ.39 θ.1, όπου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση παρά τη σύμφωνη προς τούτο γνώμη και του ίδιου του καθ' ου στην αίτηση Κ. Γαβριηλίδη, με δεδομένο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.39, θ.1 η οποία και παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της

 

  1.  Στην απόφαση που εκδόθηκε στην Αίτηση Rana Wahed Ali (Aρ.1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1660, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι άδεια αντεξέτασης επί των ενόρκων δηλώσεων δίδεται πολύ σπάνια από το Δικαστήριο και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επίσης, αναφέρθηκε ότι η αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων. Είναι χαρακτηριστικό το πιο κάτω απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«Το ζήτημα της αντεξέτασης ομνύσαντος διέπεται από τον θ.1 της Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών σύμφωνα με το οποίο σε αίτηση μπορεί να δοθεί μαρτυρία με ένορκη δήλωση πλην όμως το Δικαστήριο ή ο Δικαστής δύναται με παράκληση οποιουδήποτε των διαδίκων να διατάξει όπως ο ομνύσας την ένορκη δήλωση παρουσιαστεί για αντεξέταση. Επομένως το θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Για τα κριτήρια άσκησης της διακριτικής αυτής ευχέρειας μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από τα κρατούντα στην Αγγλία».

 

  1.  Στην βάση των πιο πάνω αρχών, καθίσταται ξεκάθαρο ότι η έγκριση αιτήματος για αντεξέταση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και στα πλαίσια της διαπίστωσης κάποιου είδους εξαιρετικής περίστασης, ανάλογα με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Επιπρόσθετα, καθίσταται αναγκαίος ο προσδιορισμός των παραγράφων επί των επιζητείται η αντεξέταση αλλά και η εξειδίκευση των λόγων για τους οποίους επιζητείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα, αλλιώς ενδέχεται να υπάρξει κίνδυνος εκτροπής από το σκοπό τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει η Δ.39, θ.1.

 

(V)  ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ։

 

  1.  Για σκοπούς εξέτασης της παρούσης και ειδικότερα σε σχέση με τις αιτούμενες θεραπείες υπό (Α) και (Β) της Αίτησης για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, αρχικά διαπιστώνω μέσα από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 18/06/2024 ότι δεν αναφέρονται επ’ ουδενί οποιοιδήποτε συγκεκριμένοι λόγοι ή ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την απόδοση των θεραπειών. Η μοναδική θέση που προβάλλει η Αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της, είναι πως με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι λεπτομέρειες σε σχέση με την περιουσία του Καθ’ ου η Αίτηση, αλλά και ότι με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί η ακρόαση της εναρκτήριας Αίτησης.

 

  1.  Αναμφίβολα πρόκειται για μία ευδιάκριτα γενική και αόριστη θέση, όπου μάλιστα δεν εξειδικεύεται με επάρκεια ποια είναι αυτά τα περιουσιακά στοιχεία που αναζητούνται ή κατ’ ισχυρισμό αποκρύφτηκαν από τον Καθ’ ου η Αίτηση, ποιοι είναι αυτοί οι τραπεζικοί λογαριασμοί και ιδίως γιατί θεωρεί ότι διαπιστώνεται ανεπάρκεια στην συμμόρφωση του Καθ’ ου η Αίτηση με το διάταγμα ημερομηνίας 16/02/2024.

 

  1.  Στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ν. Παπαϊωάννου ν. Γ. Παπαϊωάννου και Χ. Κολαρίδου ν. Ε. Κολαρίδη (2000) 1 ΑΑΔ 656, 683 επισημάνθηκαν τα πιο κάτω σχετικά:

 

«Η υποχρέωση του άρθρου 14Α βαρύνει και τους δυο διαδίκους εξ ίσου, χωρίς διάκριση. Ο Νόμος καθιερώνει πλήρη διαδικαστική ισότητα. Δεν τίθεται ο ένας διάδικος σε μειονεκτική θέση απέναντι στον άλλο. Περαιτέρω, είναι λανθασμένη η αντίληψη πως επιβάλλει την αποκάλυψη μαρτυρίας, δηλαδή όπλων σύμφωνα με την εισήγηση, στην άλλη πλευρά. Δεν αφορά η διάταξη στη δυνατότητα απόδειξης σε σχέση με την επίδικη διαφορά. Η γνώση των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο αποτελεί την προϋπόθεση για τη λειτουργία των ουσιαστικών διατάξεων του νόμου. Η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ορφανίδης (ανωτέρω), αποτελεί την αφετηρία. Αποβλέπει η διάταξη στη διασφάλιση της διαπίστωσης κατάστασης πραγμάτων χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η απόδοση δικαιοσύνης στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου. Απευθύνεται γι' αυτό σε εκείνο που γνωρίζει την κατάσταση αυτή καλύτερα από κάθε άλλο και του επιβάλλει υποχρέωση αποκάλυψης, η οποία βέβαια δεν πρέπει να είναι ψευδής, ανακριβής ή μη πλήρης».

 

  1.  Ανατρέχοντας στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης της περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 03/04/2024 (βλ. Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση του), η οποία καταχωρήθηκε προς συμμόρφωση του εκδοθέντος διατάγματος ημερομηνίας 16/02/2024, διαπιστώνω ότι παρατίθεται με ανάλυση και επάρκεια στις παραγράφους αρ. 4 και 5 αυτής, η κινητή και ακίνητη περιουσία του Καθ’ ου η Αίτηση στην οποία είχε συμφέρον κατά την σύναψη του γάμου του με την Αιτήτρια, μέχρι και την διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων. Συγκεκριμένα, κάμνει αναφορά σε δύο τρεχούμενους λογαριασμούς του σε δύο τράπεζες, σε αυτοκίνητα, στον μισθό του, αλλά και σε διάφορά ακίνητα. Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι διατηρούσε και άλλους λογαριασμούς στην Τράπεζα […] οι οποίοι έχουν κλείσει και παρά τις προσπάθειες του να τους εντοπίσει αυτό δεν κατέστη εφικτό, αφού όπως πληροφορήθηκε η τράπεζα δεν διατηρεί αρχεία πέραν των 10 ετών. Παρατηρώ ακόμα, ότι η περιγραφή των πιο πάνω περιουσιακών στοιχείων, γίνεται με λεπτομέρεια και μάλιστα με τρόπο πιο αναλυτικό από αυτόν που είθισται σε παρόμοιας φύσης υποθέσεις. Μάλιστα, σε ορισμένα σημεία περιγράφεται και ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκε η ακίνητη περιουσία που ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του, κατά την διακοπή της συμβίωσής του με την Αιτήτρια.

 

  1.  Συνεπώς, είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν έχει διαπιστωθεί ότι η πιο πάνω αποκάλυψη δεν ήταν πλήρης ή ελλιπής ή ότι είναι ανεπαρκής, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η έκδοση διατάγματος για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης της περιουσίας του, προς άρση οποιασδήποτε ανεπάρκειας στην βάση του άρθρου 14 (Α) (3) του σχετικού Νόμου, αλλά και των καθοδηγητικών αρχών που διέπουν το εν λόγω ζήτημα. Εξάλλου, θεωρώ ότι ο σκοπός του άρθρου 14Α(3) του Νόμου δεν είναι να εξαχθούν οποιαδήποτε ευρήματα ως προς τα ποια είναι γενικά η επίδικη περιουσία, αλλά η διαπίστωση της ορθότητας και επάρκειας της εν λόγω ένορκης δήλωσης του.

 

  1.  Στην αιτούμενη θεραπεία υπό (Α) της υπό εξέταση Αίτησης γίνεται ειδική αναφορά σε υποχρέωση αποκάλυψης από τον Καθ’ ου η Αίτηση συγκεκριμένων και πειστικών αποδείξεων και βεβαιώσεων για όλα τα τραπεζικά ιδρύματα συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας […]. Εν τούτοις, στην ένορκη δήλωση της Αίτητριας δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με τα πιο πάνω και ούτε οποιαδήποτε ανάλυση και επεξήγηση των λόγων που καθιστούν αναγκαία και επιβεβλημένη την απόδοση της εν λόγω αιτούμενης θεραπείας. Ούτε έχει καταδειχθεί από πλευράς της Αιτήτριας οποιοσδήποτε «καλός λόγος» ούτως ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια στην βάση των περιστάσεων της υπόθεσης και να επιτρέψει την έκδοση ενός διατάγματος αποκάλυψης της περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση για δεύτερη φορά.

 

  1.  Θεωρώ ότι στο στάδιο αυτό, δεν απαιτείται η παράθεση των αιτούμενων πληροφοριών, αφού αυτό θα λάβει χώρα κατά την ακροαματική διαδικασία της εναρκτήριας Αίτησης. Ενώ ούτε έχει καταδειχθεί από την πλευρά της Αιτήτριας, ότι ενυπάρχει αδυναμία εξασφάλισης των πληροφοριών που ζητούνται από μία άλλη πηγή ή με άλλο διαθέσιμο τρόπο, όπως για παράδειγμα από τα τραπεζικά ιδρύματα και/ή από άλλους μάρτυρες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα προσφέρουν μαρτυρία κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης περιουσιακών διαφορών και καθηκόντως θα παρουσιάσουν ως τεκμήρια σχετικές καταστάσεις λογαριασμών ή/και βεβαιώσεις. Τα αιτούμενα έγγραφα που επιζητεί ουσιαστικά η Αιτήτρια, θα αποκαλυφθούν κατά το στάδιο της αποκάλυψης και ανταλλαγής των εγγράφων μεταξύ των διαδίκων, κάτι το οποίο δεν έχει λάβει χώρα στην παρούσα υπόθεση, όπου τα δικόγραφα δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί.
  2.  Επιπρόσθετα, με την αιτούμενη θεραπεία υπό (Γ) της υπό εξέταση Αίτησης η Αιτήτρια αξιώνει την εξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση σε σχέση με την ορθότητα της ένορκης δήλωσης του ημερομηνίας 03/04/2024. Ανατρέχοντας εκ νέου στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας η οποία συνοδεύει την Αίτηση της ημερομηνίας 18/06/2024, παρατηρώ ότι προβάλλεται η αόριστη, γενική και ασαφής θέση ότι τα αιτούμενα διατάγματα θα πρέπει να εκδοθούν γιατί θα αποφευχθεί η περίπτωση ο Καθ’ ου να αποκρύβει περιουσιακά του στοιχεία, αλλά και ότι θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι λεπτομέρειες και η αλήθεια σε σχέση με αυτά.

 

  1.  Διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια δεν επεξηγεί σε οποιοδήποτε σημείο της ένορκης δήλωσης της, την αναγκαιότητα και τους απαραίτητους λόγους για αντεξέταση του Καθ’ ου, ενώ ούτε αναφέρει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία που δεν αποκαλύφθηκαν ή αν υπήρξε καν απόκρυψη τους. Επιπρόσθετα, δεν καθορίζονται τα συγκεκριμένα σημεία επί των οποίων επιζητείται η αντεξέταση και επί ποιων ακριβώς παραγράφων επιθυμεί να αντεξετάσει, κατά παράβαση της υποχρέωσης της, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αξιολογήσει με τον ορθό τρόπο την θέση της.

 

  1.   Επιθυμώ, να τονίσω, ότι η έκδοση διατάγματος για αντεξέταση, χωρίς να τίθεται και να υφίσταται το αναγκαίο υπόβαθρο, αλλά και χωρίς συγκεκριμένη στόχευση, οδηγεί με βεβαιότητα σε αχρείαστες και ατέρμονες διαδικασίες οι οποίες δεν εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, αλλά αντίθετα περιπλέκουν χωρίς λόγο την υπόθεση. Ενδέχεται μάλιστα να συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας, στην βάση συγκεκριμένων προϋποθέσεων και παραμέτρων. Είναι η θέση μου, στην βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, ότι στην υπό εξέταση Αίτηση δεν προκύπτει οποιαδήποτε αναγκαιότητα αντεξέτασης του Καθ’ ου η Αίτηση και ούτε ότι αυτή μπορεί να υποβοηθήσει το δικαστικό έργο ή ότι θα εξυπηρετήσει την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι όλα τα επίδικα θέματα παραμένουν ζωντανά και υπόκεινται σε αμφισβήτηση με τη διαδικασία αντεξέτασης κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης.

 

  1.  Με βάση την σχετική νομολογία και των κατευθυντήριων της αρχών όπως έχουν αναλυθεί εκτενώς πιο πάνω, θεωρώ ότι μία πιθανή έγκριση των θεραπειών που αξιώνει η Αιτήτρια με τον γενικό τρόπο που αυτές είναι διατυπωμένες, αναπόφευκτα οδηγεί στην αποκάλυψη πληροφοριών για σκοπούς αλίευσης μαρτυρίας, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να επιτραπεί, αφού κριτήριο αποτελεί μόνο η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος και όχι απλά η επιθυμία λήψης των εν λόγω πληροφοριών ή η ανίχνευση περιουσιακών στοιχείων και λογαριασμών, στα πλαίσια ενός υποθετικού υπόβαθρου και στην απουσία στοιχειώδους μαρτυρίας. Απορρίπτω συνεπώς την θέση της Αιτήτριας, ότι θα πρέπει να εγκριθούν οι αιτούμενες θεραπείες ώστε να μην χρειαστεί η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας για απόδειξη της περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση, ως καταχρηστική και ανεδαφική υπό τις περιστάσεις.

(VI)        ΚΑΤΑΛΗΞΗ։

 

  1.  Συνακόλουθα στην βάση των πιο πάνω λόγων, οι αιτούμενες θεραπείες υπό (Α), (Β) και (Γ) της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 18/06/2024 απορρίπτονται.

 

  1.  Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος ή ιδιαίτερες περιστάσεις, ώστε να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα. Συνακόλουθα, τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της εναρκτήριας Αίτησης.

 

 

 

(Yπ.)  ……………………………….                                                              Χ. Πογιατζής, Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο