
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Πογιατζή, Δ.
Αρ. Αίτησης: 56/2021
Μεταξύ:
Α.Χ., Α.Δ.Τ. [……]
Αιτήτρια
-κ α ι-
1. Γ.Χ., Α.Δ.Τ. […..]
2. L.R.E.L. HE[……]
3. M.E.L., από την Λεμεσό
4. M.C.L., από την Λεμεσό
Καθ’ ων η Αίτηση
------------------------
Αίτηση για διαγραφή της Τροποποιημένης Αίτησης ημερομηνίας 11/10/2024
Ημερομηνία: 30/05/2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια։ κ. Σ. Δράκος για Σωτήρης Δράκος Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1: κα Κ. Γεωργίου για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(I) ΠΡΟΟΙΜΙΟ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ։
1. Στις 21/12/2021 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό τον άνω τίτλο και αριθμό αίτηση εναντίον του πρώην συζύγου της, ήτοι του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 διεκδικώντας ποσοστό ή μερίδιο από την κινητή και ακίνητη περιουσία που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του και/ή επ’ ονόματι των Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 2, 3 και 4 εταιρειών. Μέχρι και σήμερα η Αίτηση δεν έχει επιδοθεί στις Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 2, 3 και 4, ενώ ούτε έχει καταχωρηθεί Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση. Υπήρξαν κατά διαστήματα αλλαγές δικηγόρων από πλευράς της Αιτήτριας, ενώ στις 06/03/2024 αυξήθηκε η κλίμακα της παρούσης σε €100.000- €500.000-.
2. Ακολούθως, στις 28/03/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε αίτηση τροποποίησης με την οποία αξίωνε την τροποποίηση της κυρίως αίτησης. Μετά από την ακρόαση της εν λόγω Αίτησης, στις 04/09/2024 το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία επέτρεψε σε περιορισμένο βαθμό την τροποποίηση της Αίτησης, μόνο για τις παραγράφους Α εδ. 1, 4, 5 και 9 των αιτούμενων θεραπειών. Δόθηκαν οδηγίες για να καταχωρηθεί η τροποποιημένη Αίτηση εντός 10 ημερών από την σύνταξη του εκδοθέντος διατάγματος. Εν τούτοις, η πιο πάνω προθεσμία παρήλθε και δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε τροποποιημένη Αίτηση.
3. Στις 02/10/2024 η πλευρά της Αιτήτριας καταχώρησε Τροποποιημένη Αίτηση δυνάμει της Δ.25 θ.2 όπου ουσιαστικά φαίνεται να συμπεριέλαβε όλες τις τροποποιήσεις που αξίωνε από το Δικαστήριο με την αίτηση της ημερομηνίας 28/03/2024 και οι οποίες είχαν απορριφθεί στον μεγαλύτερο βαθμό στην απόφαση ημερομηνίας 04/09/2024.
4. Στις 11/10/2024 ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 μετά από προφορική άδεια που έλαβε από το Δικαστήριο στην βάση των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2022 και των τροποποιήσεων αυτών, καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση με την οποία αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η διαγραφή της Τροποποιημένης Αίτησης που καταχώρησε η Αιτήτρια δυνάμει της Δ.25 Θ.2, ως μη αποκαλύπτουσα καλή και/ή λογική αιτία και/ή ως μηδαμινής και/ή ενοχλητικής και/ή ως επιπόλαιας και/ή καταχρηστικής και/ή κακόπιστης και/ή καταπιεστικής και/ή αχρείαστης και/ή που τείνει να προκαταλάβει, να προκαλέσει αμηχανία ή να καθυστερήσει την δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης και/ή να προκαλέσει στον Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 αχρείαστη ταλαιπωρία και/ή αγωνία και/ή έξοδα.
5. Στις 01/11/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε την ένσταση της προβάλλοντας έξι λόγους ένστασης και με την οποία αξιώνει την απόρριψη της προαναφερόμενης Αίτησης ως νόμω και ουσία αβάσιμης.
6. Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στην βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την Αίτηση και την ένσταση των διαδίκων. Οι συνήγοροι των διαδίκων αρκέστηκαν σε γραπτές αγορεύσεις στις οποίες η κάθε πλευρά υπεραμύνθηκε των θέσεων της με αναφορά σε νομική και ουσιαστική επιχειρηματολογία και τις οποίες έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή και λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου.
(II) ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ.1։
7. Η υπό εξέταση Αίτηση βασίζεται μεταξύ άλλων στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 Θ.26, Δ.27 Θ.1-3, Δ.48 Θ.1-9, καθώς και στην γενική πρακτική και συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου αλλά και την νομολογία. Συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 ημερομηνίας 11/10/2024 μέσα από την οποία περιγράφει το ιστορικό που οδήγησε στην προώθηση της υπό εξέταση Αίτησης.
8. Αρχικά, ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 αναφέρει ότι στις 28/03/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε αίτηση, με την οποία ζητούσε την τροποποίηση της κυρίως Αίτησης, ενώ αυτός καταχώρησε ένσταση και η αίτηση τροποποίησης οδηγήθηκε σε ακρόαση. Στις 04/09/2024 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του στην πιο πάνω αίτηση τροποποίησης, με την οποία εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επιτράπηκε η τροποποίηση της Κυρίως Αίτησης ως η παράγραφος (Α) εδ. 1, 4, 5 και 9 των αιτούμενων θεραπειών της αίτησης της Αιτήτριας. Αναφέρει ότι το Δικαστήριο διέταξε όπως η τροποποιημένη Αίτηση καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από την σύνταξη του εν λόγω διατάγματος.
9. Ακολούθως, αναφέρει ότι στις 02/10/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε έγγραφο που φέρει την ονομασία «Τροποποιημένη Αίτηση δυνάμει της Δ.25 Θ. 2». Σε αυτό, συμπεριλήφθηκαν όλες οι τροποποιήσεις, τις οποίες ζητούσε από το Δικαστήριο στην βάση της αίτησης της ημερομηνίας 28/03/2024 και τις όποιες στην μεγάλη τους πλειονότητα, το Δικαστήριο απέρριψε με την απόφαση του ημερομηνίας 04/09/2024. Όπως τον πληροφορεί η δικηγόρος του, πιστεύει ότι το εν λόγω έγγραφο καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια αυθαίρετα, παράνομα, καταχρηστικά και σε παράβαση του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 04/09/2024.
10. Περαιτέρω, όπως τον πληροφορεί η δικηγόρος του, θεωρεί ότι η επίκληση της Δ.25 Θ. 2 στον τίτλο του εν λόγω εγγράφου από την Αιτήτρια, δεν είναι αρκετή για να της επιτρέψει να καταχωρήσει νόμιμα το έγγραφο αυτό. Και αυτό διότι η Αιτήτρια από μόνη της δεν άσκησε ευθύς εξαρχής το δικαίωμα που της δίδει η Διαταγή 25 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για να καταχωρήσει Τροποποιημένη Κυρίως Αίτηση, χωρίς άδεια από το Δικαστήριο. Αντί αυτού, ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο καταχωρώντας την αίτηση 28/03/2024, αποποιούμενη στην ουσία το σχετικό δικαίωμα και θέτοντας εαυτόν στην δικαιοδοσία και εξουσία του Δικαστηρίου, από το οποίο και ζητούσε να αποφασίσει αν έχει δικαίωμα να προχωρήσει με την τροποποίηση ή όχι.
11. Ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 υποστηρίζει ότι μέσα στα πιο πάνω πλαίσια, το Δικαστήριο άκουσε την αίτηση ημερομηνίας 28/03/2024 και εξέδωσε την απόφαση του στις 04/09/2024, η οποία είναι δεσμευτική για την Αιτήτρια.
12. Είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1, ότι καταχωρώντας το υπό διαγραφή έγγραφο ημερομηνίας 02/10/2024, επειδή το διάταγμα ημερομηνίας 04/09/2024 δεν ήταν της αρεσκείας της, η Αιτήτρια παρακούει στην ουσία το διάταγμα, παρανομεί και βρίσκεται σε κατάχρηση της διαδικασίας. Θεωρεί ότι η Αιτήτρια όφειλε να υπακούσει και να συμμορφωθεί με το εν λόγω διάταγμα, αφού η ίδια έθεσε τον εαυτό της στην εξουσία του Δικαστηρίου, αντί να θεωρήσει ότι είχε δικαίωμα να επικαλεστεί τώρα, σε αυτό το στάδιο, μετά την απόφαση ημερομηνίας 04/09/2024, το δικαίωμα που δίδεται από την Δ.25 Θ. 2. Ουσιαστικά, υποστηρίζει ότι πρόκειται περί κατάχρησης του δικαιώματος της.
13. Επιπρόσθετα, ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ.1 ισχυρίζεται ότι με την καταχώρηση της τροποποιημένης αίτησης, παραβιάζονται τα δικαιώματα του, προκαλείται στον ίδιο αμηχανία αλλά και καθυστέρηση στην δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία είναι παλιά και η μέχρι τώρα καθυστέρηση που παρατηρείται, οφείλεται αποκλειστικά στην συμπεριφορά της Αιτήτριας, όπως φαίνεται και από τον δικαστικό φάκελο.
14. Όπως τον πληροφορεί η δικηγόρος του, το Δικαστήριο έχει συμφυή εξουσία για να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία και ως εκ τούτου μπορεί να την ασκήσει και να διαγράψει στην ολότητα του το εν λόγω έγγραφο, για να αποκατασταθεί η τάξη, η νομιμότητα και οι ενώπιον του διαδικασίες. Πιστεύει ότι τυχόν παραμονή του εγγράφου αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου θα εκτροχιάσει την διαδικασία. Για αυτό και αξιώνει την διαγραφή του εν λόγω εγγράφου, διότι θα αποκατασταθεί η τάξη και θα αποτραπεί η κατάχρηση από την πλευρά της Αιτήτριας.
(III) ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ։
15. Η υπό κρίση ενδιάμεση Αίτηση προσέκρουσε στην Ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης της Αιτήτριας η οποία καταχωρήθηκε την 01/11/2024 και στην οποία παρατίθενται οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης։
1. Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
2. Δεν αναφέρεται στην Αίτηση ρητώς η νομική βάση επί των οποίων στηρίζονται οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 για κατάχρηση, αμηχανία και καθυστέρηση στη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.
3. Το Διάταγμα τροποποίησης, ημερ. 04/09/2024, κατέστη αφ’ εαυτού άκυρο (ipso facto) καθώς παρήλθε η προθεσμία καταχώρισης των δέκα ημερών από τις 09/09/2024, όπου και αυτό συντάχθηκε.
4. Η τροποποίηση της Αίτησης για την οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 επιχειρεί την διαγραφή της καταχωρήθηκε στις 02/10/2024, με την άσκηση από την Αιτήτρια του δικαιώματος που της δίδει η Δ.25 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για να καταχωρήσει πριν την Κλήση Οδηγιών, μία τουλάχιστον τροποποίηση χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.
5. Η τροποποίηση της Αίτησης είναι νομότυπη, συνάδει με τους Κανονισμούς και δεν παραβιάζει κανένα δικαίωμα του Καθ’ ου η Αίτηση αρ.1, καθώς επίσης δεν υπάρχει καμία παράβαση οποιουδήποτε διατάγματος του Δικαστηρίου.
6. Καμία κατάχρηση δικαιώματος δεν έχει κάνει η Αιτήτρια, αλλά αντιθέτως άσκησε τα δικαιώματά της βάσει του νόμου.
16. Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του δικηγόρου Μάριου Γεωργίου, ο οποίος εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και η οποία τον εξουσιοδότησε δεόντως για να προβεί σε αυτήν.
17. Αρχικά, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι εκδόθηκε στις 04/09/2024 και συντάχθηκε στις 09/09/2024, διάταγμα από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, με οδηγίες να καταχωρηθεί Τροποποιημένη Αίτηση εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος.
18. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 και υποστηρίζει μετά από ενημέρωση του δικηγόρου της, ότι η τροποποιημένη Αίτηση καταχωρίστηκε νομότυπα, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε παράβαση του διατάγματος του Δικαστηρίου, αφού η Αιτήτρια έχει αυτό το δικαίωμα βάσει του Δ.25 Θ. 2.
19. Είναι η θέση της Αιτήτριας, όπως την ενημερώνουν οι δικηγόροι που χειρίζονται την υπόθεση, πως όταν η προθεσμία καταχώρισης παρέλθει, όπως στην παρούσα, τότε το διάταγμα καθίσταται αφ’ εαυτού άκυρο (ipso facto), εκτός αν η προθεσμία παραταθεί από το Δικαστήριο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
20. Θεωρεί ότι δεν έχει προκύψει οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1, ούτε οποιαδήποτε αδικαιολόγητη πρόκληση αμηχανίας ή καθυστέρησης της υπόθεσης και ούτε προκαλείται καθυστέρηση μόνο από την συμπεριφορά της Αιτήτριας αλλά και από αυτήν του Καθ’ ου η Αίτηση αρ.1, που σε κάθε περίπτωση όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί του δεν τεκμηριώνονται νομικά στην Αίτηση.
21. Η Αιτήτρια πιστεύει ότι η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται με τους Κανονισμούς και στην παρούσα περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι συμφυείς εξουσίες και δεν θεωρεί ότι τυχόν παραμονή της τροποποιημένης Αίτησης θα εκτροχιάσει την διαδικασία, αφού ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 πάντοτε θα μπορεί να καταχωρίσει την τροποποιημένη Υπεράσπισή του και κανένα δικαίωμά του δεν μπορεί να επηρεαστεί.
22. Όπως την πληροφορούν οι δικηγόροι της, η τροποποίηση της Αίτησης για την οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση αρ.1 στην κυρίως Αίτηση και Αιτητής στην παρούσα, επιχειρεί την διαγραφή της καταχωρήθηκε στις 02/10/2024, με την άσκηση της Αιτήτριας του δικαιώματος που της δίδει η Δ.25 Θ.2. των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και η οποία της δίδει το δικαίωμα, πριν την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, άπαξ τροποποίησης της Αίτησης χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το αίτημα του Καθ΄ ου η Αίτηση αρ. 1 απορριφθεί με έξοδα.
(IV) ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ։
23. Η υπό εξέταση αίτηση εδράζεται κυρίως στην Δ.19, Θ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα։
«The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action».
24. Ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Δ.19 Θ.26 χρησιμοποιείται όπου οι ισχυρισμοί στο δικόγραφο τείνουν να εκτροχιάσουν την πορεία της δίκης ή όπου η συμπερίληψη άσχετων ισχυρισμών ή μαρτυρίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρή δυσχέρεια στον αντίδικο.
25. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα δραστικό μέτρο που ουσιαστικά επιτρέπει επέμβαση του Δικαστηρίου στα δικόγραφα και των δύο πλευρών και για τούτο θα πρέπει να ασκείται με προσοχή, με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Παράλληλα όμως, συνιστά και ένα χρήσιμο όπλο για την αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, άχρηστων ή ενοχλητικών θεμάτων που είναι αντίθετα με την ορθή παρουσίαση των δικογράφων (βλ. Drummond-Jackson v. British Medical Association (1970) 1 All E.R. 1094).
26. Στην απόφαση που εκδόθηκε στην Soboh Petroleum v Hussein Ali Nasrat Abdallah (2013) 1 AAΔ 1520, επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι:
«Σύμφωνα δε με το Annual Practice, 1958, σελ. 477-479, η φράση: "Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action" - («τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής») - έχει ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια, έτσι ώστε απλή πολυλογία να μην προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεσή τους, εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους κανόνες. Δικόγραφα, έστω και αν δεν είναι απόλυτα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, δε διαγράφονται. Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι, από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις».
27. Στην ESQUIRE HOLDING LTD -v- ΤSENTAS DEVELOPERS LTD κ.α, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. E191/2015, ημερομηνίας 23/03/2016, επισημάνθηκαν επί του προκειμένου τα ακόλουθα:
«Με βάση τη σχετική νομολογία κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου είναι εξαιρετικό μέτρο και μέρη από τη δικογραφία μπορούν να διαγραφούν όταν τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής. Όπως έχει τεθεί από παλαιά (βλ Annual Practice 1958, σελ.477 κ.ε.) απλή πολυλογία δεν προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεση τους εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους Κανόνες. Ακόμη και αν ένα δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα τούτο δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαγραφή του εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά και ως προς τη συναφή αιτιολογία που πρέπει να δίδεται για τη διαγραφή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί παλαιότερα «though the language of Order 19 Rule 26 is wide, its operation is limited". (βλ. Lavar Shipping Co. Ltd & Another v. Souras Bros Ltd & Another (1972) 4 J.S.C. σελ. 416) ».
28. Η υπό κρίση Αίτηση εδράζεται επίσης επί της Δ.27 Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα ακόλουθα։
«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgement to be entered accordingly as may be just».
29. Η Δ.27.Θ.3 προνοεί για διαγραφή οποιουδήποτε δικογράφου για τον λόγο ότι δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε λογικό αγώγιμο δικαίωμα ή στην βάση ότι η αγωγή είναι μηδαμινή ή ενοχλητική ή σκανδαλώδης ή επιπόλαιη και παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει αναστολή ή απόρριψη της. Αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος και αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του, ανεξάρτητα από την μαρτυρία που το στηρίζει. Έχει συναφώς νομολογηθεί, ότι η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για την διαγραφή ενός δικογράφου ασκείται σπάνια και με εξαιρετική φειδώ και μόνο εφόσον διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση, δηλαδή χρήση των μέσων του δικαίου για αλλότριους σκοπούς (βλ. In Re Pelmako Developments Ltd, (1991) 1 Α.Α.Δ. 246).
30. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως είναι και η υπό εξέταση περίπτωση, η αίτηση στηρίζεται τόσο στις πρόνοιες της Δ.19 Θ.26 όσο και στην Δ.27 θ.3. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι διατάξεις της Δ.19 θ.6 αφορούν τα δικόγραφα που συντάχθηκαν τόσο παράτυπα ώστε να προκαλούν αμηχανία στην άλλη πλευρά. Από την άλλη, η Δ.27 θ.3 ρυθμίζει το ζήτημα της ανυπόστατης αγωγής που παραπέμπει στην έννοια του ανυπόστατου ή ενοχλητικού δικογράφου («frivolous or vexatious»). Όπως έχει επισημανθεί στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings (12η έκδοση) στην σελ. 144։
«A pleading or an action is frivolous when it is without substance or groundless or fanciful and it is vexatious when it lacks bona fides and it is hopeless or oppressive and tends to cause the opposite party unnecessary anxiety, trouble and expense».
31. Στις περιπτώσεις που γίνεται σαφής επίκληση στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, παραπέμπω στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England 5th Edition (vol 11) para. 534, όπου περιγράφεται ο τρόπος άσκησης των πιο πάνω εξουσιών, ως ακολούθως։
«The most important ground on which the court exercises its inherent jurisdiction to stay proceedings, is that of abuse of process. This power will be exercised where the proceedings are shown to be frivolous, vexatious or harassing or to be manifestly groundless or in which there is clearly no cause of action in law or in equity».
32. Περαιτέρω, επειδή η υπό διαγραφή τροποποιημένη Αίτηση, έχει τροποποιηθεί δυνάμει της Δ.25 θ.1 εδ. (2) κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την εν λόγω διάταξη μετά την τροποποίηση της με βάση τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018:
«1.(1) Μετά την καταχώρηση αλλά πριν την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, ο ενάγων δύναται οποτεδήποτε χωρίς να λάβει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου να τροποποιήσει το κλητήριο ένταλμα του. Προς τούτο καταχωρείται τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με ανάλογη ένδειξη: Νοείται ότι σε περίπτωση περισσότερων εναγομένων, επίδοση κλητηρίου εντάλματος εννοείται σε οποιοδήποτε εξ αυτών.
(2) Μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με τη Διαταγή 30, επιτρέπεται άπαξ η τροποποίηση του χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με ανάλογη ένδειξη. Νοείται ότι, όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση, ανάλογα με την περίπτωση, τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης. Όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί εντός 15 ημερών από την επίδοση του, τροποποιημένη απάντηση, όπου χρειάζεται.
Νοείται ότι, όπου η έκδοση της κλήσης οδηγιών καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου 15 ημερών» (η υπογράμμιση είναι δική μου).
(V) ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ։
33. Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, προχωρώ στην εξέταση της Αίτησης, με βάση το περιεχόμενο της, των δικογράφων των διαδίκων αλλά και των λόγων ένστασης που έχουν προβληθεί.
34. Θα ανατρέξω στο περιεχόμενο του δικαστηριακού φακέλου της παρούσης, από τον οποίο το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει ασφαλή γνώση (βλ. Γεωργίου v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938) και μέσα από τον οποίο διαπιστώνω το ακόλουθο ιστορικό σε σχέση με τα δικονομικά διαβήματα που έλαβαν μέχρι και σήμερα οι διάδικοι։
Διαπιστώνω αρχικά, ότι προκλήθηκε αρκετά μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσης, κυρίως από την πλευρά της Αιτήτριας. Και τούτο διότι, μέχρι και σήμερα η εναρκτήρια Αίτηση δεν έχει επιδοθεί στις Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 2, 3 και 4 εταιρείες, ενώ ούτε έχει καταχωρηθεί Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση. Υπήρξαν κατά διαστήματα αλλαγές δικηγόρων από πλευράς της Αιτήτριας, ενώ στις 06/03/2024 αυξήθηκε η κλίμακα της παρούσης σε €100.000-€500.000-. Συνεπώς, τα δικόγραφα δεν έχουν ολοκληρωθεί και συνεπακόλουθα οι διάδικοι δεν προχώρησαν στο επόμενο στάδιο, ήτοι της καταχώρησης Κλήσεων για Οδηγίες στην βάση της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Μόλις στις 28/03/2024, ήτοι τρία και πλέον έτη μετά την καταχώρηση της κυρίως αίτησης, η Αιτήτρια καταχώρησε αίτηση τροποποίησης με την οποία αξίωνε την τροποποίηση της εναρκτήριας αίτησης. Η τροποποίηση που επιδιώχθηκε ήταν αρκετά εκτεταμένη και ουσιαστικά επεδίωκε την ριζική αλλαγή της βάσης της αγωγής και της απαίτησης της. Απέδωσε την καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης τροποποίησης της, στην αποτυχία ορθής συνεργασίας και συνεννόησης με τους δικηγόρους της.
Μετά από την ακρόαση της εν λόγω Αίτησης, στις 04/09/2024 το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία επέτρεψε σε πολύ μικρό βαθμό την τροποποίηση της Αίτησης, μόνο για τις παραγράφους (Α) εδ. 1, 4, 5 και 9 των αιτούμενων θεραπειών, με σκοπό την διευκρίνιση κάποιων ζητημάτων που κρίθηκαν αναγκαία. Το μεγαλύτερο μέρος των αιτούμενων τροποποιήσεων δεν έγινε αποδεκτό, για τον λόγο ότι διαπιστώθηκε σημαντική καθυστέρηση στην υποβολή της εν λόγω αίτησης, λόγω του κινδύνου εκτροχιασμού της δικαστικής διαδικασίας, του πιθανού δυσμενούς επηρεασμού της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 και κυρίως λόγω της αποτυχίας προβολής καλού και επαρκούς λόγου γιατί να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση, ιδίως από την στιγμή που δεν είχε τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ακολούθως, δόθηκαν οδηγίες για να καταχωρηθεί η τροποποιημένη Αίτηση εντός 10 ημερών από την σύνταξη του εκδοθέντος διατάγματος. Εν τούτοις, η πιο πάνω προθεσμία παρήλθε και δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε τροποποιημένη Αίτηση. Στις 02/10/2024 η πλευρά της Αιτήτριας καταχώρησε Τροποποιημένη Αίτηση δυνάμει της Δ.25 θ.2 όπου ουσιαστικά φαίνεται να συμπεριέλαβε όλες τις τροποποιήσεις που αξίωνε από το Δικαστήριο με την Αίτηση της ημερομηνίας 28/03/2024 και οι οποίες είχαν απορριφθεί στον μεγαλύτερο βαθμό με την απόφαση ημερομηνίας 04/09/2024.
35. Αρχικά, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της απόφασης ημερομηνίας 04/09/2024 και δεν προχώρησε στην καταχώρηση της τροποποιημένης Αίτησης της, στην βάση των οδηγιών του Δικαστηρίου. Παρατηρώ επίσης, ότι δεν έχει εφεσιβάλει την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αγνοώντας την ως άνω απόφαση, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης που η ίδια προώθησε, έσπευσε να καταχωρήσει τροποποιημένη Αίτηση μόλις στις 02/10/2024 χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, επικαλούμενη την Δ.25 θ.2 η οποία της παρέχει αυτή την δυνατότητα για μία φορά μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες. Μάλιστα, έχω διαπιστώσει, ότι στην εν λόγω καταχωρηθείσα τροποποιημένη αίτηση συμπεριέλαβε όλες τις αιτούμενες τροποποιήσεις που είχαν ζητηθεί στην βάση της αίτησης τροποποίησης της ημερομηνίας 28/03/2024 και τις οποίες ουσιαστικά είχε απορρίψει σχεδόν στην ολότητα τους το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 04/09/2024 στην βάση συγκεκριμένων λόγων που προανέφερα.
36. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.25 θ.1 εδ. 2 ένας διάδικος ενδέχεται να τροποποιήσει το δικόγραφο του άπαξ χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου και πριν την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες. Εκ πρώτης όψεως, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια επέλεξε να προβεί στην πιο πάνω ενέργεια, εφαρμόζοντας ρητά την προαναφερόμενη Διαταγή και υποστηρίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση είχε το δικαίωμα να το πράξει, επικαλούμενη μεταξύ άλλων ότι το εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 04/09/2024 κατέστη άκυρο (ipso facto), αφού είχε παρέλθει η προθεσμία συμμόρφωσης με αυτό και δεν είχε παραταθεί όπως ακριβώς προνοεί η Δ.25 θ.2.
37. Στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1958, στην σελ. 632 επεξηγούνται οι συνέπειες από την παράλειψη ενός διαδίκου να προβεί σε τροποποιήσεις, σύμφωνα με το διάταγμα που εκδόθηκε ως ακολούθως։
« If the party who has obtained an order to amend makes amendments which are not authorized by the order, the proper course is for the opponent to apply to have the amendment disallowed with costs. There is an inherent power in the Court to set aside, at the cost of the offending party, any alteration or amendment of any proceeding in an action which is made by either party without authority, or in excess of any authority which has been given».
38. Εν τούτοις, στην υπό εξέταση περίπτωση είναι η θέση μου ότι η πιο πάνω δικονομική συμπεριφορά που ακολούθησε η πλευρά της Αιτήτριας αποτελεί μία ευρηματική μεν, αλλά απαράδεκτη δε, μορφή κατάχρησης και υπονόμευσης της δικαστικής διαδικασίας, αφού υιοθετώντας νομότυπα μέσα και δικονομικές πρόνοιες, επιχείρησε να παρακάμψει την εκδοθείσα δικαστική απόφαση η οποία την δεσμεύει, για να πετύχει αυτό που επιθυμούσε εξ’ αρχής, ήτοι την εκτεταμένη τροποποίηση του δικογράφου της, την οποία μάλιστα το Δικαστήριο είχε ήδη απορρίψει. Ένα τροποποιημένο δικόγραφο το οποίο ουσιαστικά μπορεί να θεωρηθεί ως ενοχλητικό (vexatious) διότι στερείται καλής πίστης και το οποίο προωθήθηκε στην βάση της χρήσης των μέσων του δικαίου για αλλότριους σκοπούς.
39. Επιθυμώ να τονίσω, ότι η Αιτήτρια επέλεξε να προωθήσει ένα συγκεκριμένο δικονομικό μέτρο, δηλαδή την καταχώρηση μίας αίτησης τροποποίησης, η οποία και έχει εκδικαστεί. Στην βάση της εν λόγω αίτησης, το Δικαστήριο αποφάσισε και έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες. Άρα, θεωρώ ότι η Αιτήτρια αφού έθεσε τον εαυτό της στην δικαιοδοσία και εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου με το δικονομικό μέτρο που η ίδια ακολούθησε, εμποδίζεται πλέον από του να εκμεταλλευτεί ή να επικαλεστεί την δυνατότητα τροποποίησης του δικογράφου της, όπως αυτή της παρέχεται στην βάση της Δ.25 θ.1 (2), αφού κάτι τέτοιο καθίσταται κατ’ ουσία αυθαίρετο, καταχρηστικό και αντινομικό. Οι ενέργειες της Αιτήτριας, παρόλο που είναι ενδεδυμένες με το πέπλο της νομιμότητας, θεωρώ εν τέλει ότι αναμφίβολα καταστρατηγούν την ορθή λειτουργία και αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών, το συμφέρον της δικαιοσύνης και περιφρονούν την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 04/09/2024.
40. Με το ίδιο σκεπτικό που υιοθέτησε η Αίτητρια, θα μπορούσε κάθε διάδικος να παραγνωρίζει το αποτέλεσμα μίας δικαστικής απόφασης, από την στιγμή που έχει την ευχέρεια να επικαλεστεί μία άλλη δικονομική πρόνοια που ανακαλύπτει μεταγενέστερα, η οποία τον υποβοηθεί να πετύχει τον σκοπό που επιθυμεί, γεγονός ανεπίτρεπτο και που δεν ανταποκρίνεται στο ίδιο το πνεύμα των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Νοείται ότι, ένας από τους σημαντικότερους ρόλους ενός Δικαστηρίου, είναι να μην επιτρέπει την εξέλιξη διαδικασιών ενώπιον του οι οποίες δύνανται να μετατραπούν σε εργαλείο ή μοχλός αδικίας.
41. Είναι η θέση του Δικαστηρίου, ότι η πιο πάνω δικονομική συμπεριφορά της Αιτήτριας, ενεργοποιεί ουσιαστικά την συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου (inherent jurisdiction) προς αποτροπή κατάχρησης της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του. Η πληρέστερη ανάπτυξη της θεωρίας της σύμφυτης δικαιοδοσίας έλαβε χώρα πιθανόν από τον Sir Jack I.H. Jacob στο άρθρο του "The Inherent Jurisdiction of the Court" [1970] C.L.Ρ. 23, το οποίο άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση και εξέλιξη της εξουσίας αυτής:
« ... the jurisdiction to exercise these powers was derived, not from any statute or rule of law, but from the very nature of the court as a superior court of law, and for this reason such jurisdiction has been called "inherent" ... the essential character of a superior court of law necessarily involves that it should be invested with a power to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused. Such a power is intrinsic in a superior court; it is its very lifeblood, its very essence, its immanent attribute... The jurisdiction which is inherent in a superior court of law is that which enables it to fulfil itself as a court of law. The juridical basis of this jurisdiction is therefore the authority of the judiciary to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a regular, orderly and effective manner».
42. Αξίζει να επισημανθεί ότι η σύμφυτη δικαστική εξουσία εμπεδώθηκε σε διαφορετικούς κλάδους του δικαίου. Ένα παράδειγμα στο οποίο εκδηλώθηκε είναι και η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες, όπου διαπιστώνεται ότι επιβάλλεται η περιστολή της χρήσης διαδικασίας, στις περιπτώσεις όπου διαστρεβλώνεται ο σκοπός ύπαρξής της. Στην απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Metropolitan Bank v. Pooley [1885] 10 App. C. 210 (220) ο Λόρδος Blackburn, ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:
« ... from early times (I rather think, though I have not looked at it enough to say, from the earliest times) the Court had inherently the right to see that its process was not abused by a proceeding without reasonable grounds, so as to be vexatious and harassing - the court had the right to protect itself against such an abuse .... it was done ... by a summary order to stay the action which was brought under such circumstances as to be an abuse of the process of the Court».
43. Περαιτέρω, στην καθοδηγητική απόφαση επί του θέματος στην υπόθεση Hunter ν. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727, 729 υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
« ... this is a case about abuse of the process of the High Court. It concerns the inherent power which any court of justice must possess to prevent misuse of its procedure in a way which, although not inconsistent with the literal application of its procedural rules, would nevertheless be manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into disrepute among right-thinking people. The circumstances in which abuse of process can arise are very varied; those which give rise to the instant appeal must surely be unique. It would, in my view, be most unwise if this House were to use this occasion to say anything that might be taken as limiting to fixed categories the kinds of circumstances in which the court has a duty (I disavow the word discretion) to exercise this salutary power».
44. Στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, ο Πικής Π., ανέλυσε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τον σκοπό που διαπνέει την εξουσία καταστολής για την κατάχρηση των διαδικασιών την οποία διαθέτουν τα κυπριακά δικαστήρια, υπογραμμίζοντας ότι:
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου».
45. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348, αποφασίστηκε ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν την ίδια εξουσία, όπως και τα αγγλικά δικαστήρια, για να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεων της δικαστικής διαδικασίας. Η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές· ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδισή της.
46. Περαιτέρω, στην υπόθεση Anna Latouf Agini ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α. Ε. (1999) 1(Α) ΑΑΔ 11, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενασκώντας την διακριτική του εξουσία απέρριψε την αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης της εφεσείουσας. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι τα γεγονότα της υπόθεσης αποκάλυπταν πρόθεση της εφεσείουσας για κωλυσιεργία η οποία έπρεπε να αντιμετωπισθεί δεόντως από το Δικαστήριο και κρίθηκε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση είχε ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια έγκρισης της λόγω της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης της, ήταν ορθό και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
47. Βοηθητική εν προκειμένω, είναι και η απόφαση που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχάλης Παπόρης ν. MASKINFABRIKEN «SIO» A/S (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1037, όπου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του είναι βαθιά ριζωμένη στους θεσμούς της δικαιοσύνης που είχαμε δεχθεί και αναπτύξει. Χωρίς το όπλο αυτό, το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καταντήσει άθυρμα στα χέρια των επιτηδείων. Παράλληλα θα επερχόταν επικίνδυνη υπονόμευση και αποδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής της δικαιοσύνης. Η εξουσία του δικαστηρίου, όπως τόνισε ο Λόρδος Diplock στο -ψηλότερο δυνατό επίπεδο της δικαστικής κρίσης, στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands & Another [1981] 3 All E.R. 727, 729 έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε πρόσφορη περίπτωση για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών».
48. Αξιολογώντας σφαιρικά τα δεδομένα της υπό εξέταση υπόθεσης, είναι η θέση μου ότι διαπιστώνεται ξεκάθαρα μία καινοφανής μορφή κατάχρησης η οποία προωθήθηκε εντέχνως από την Αιτήτρια και με την χρησιμοποίηση των δικαστικών διαδικασιών με νομότυπο μεν τρόπο, αλλά καταχρηστικώς. Μία κατάχρηση η οποία απαιτείται να αποτραπεί ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε δικονομικές πρόνοιες, αφού προκαλεί σαφή αδικία στην πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 διότι τον θέτει σε μειονεκτική θέση. Εν προκειμένω, στην υπόθεση Loukos Trading Co. Ltd κ.α. ν. Ρέιμποου Πλήτσιηγκ και Νταϊγκ Κο Λτδ (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1014, υποδείχθηκε ότι κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο παράγοντας προστασίας της άλλης πλευράς από ταλαιπωρία που προκύπτει από συμπεριφορά του αντιδίκου, η οποία συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
49. Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι η καταχώρηση της τροποποιημένης αίτησης από την πλευρά της Αιτήτριας, συνιστά κατάφωρη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού οδηγεί σε περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση μίας υπόθεσης του 2021 η οποία εμπίπτει στις υποθέσεις backlog και που θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες αλλά και οδηγίες για περαιτέρω συμπλήρωση των δικογράφων. Τούτο θα προκαλούσε ανεπανόρθωτες δυσμενείς συνέπειες στην ταχεία διεκπεραίωση της υπόθεσης και δεν θα εξυπηρετούσε το γνήσιο συμφέρον του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 για την αποτελεσματική και έγκαιρη διάγνωση των δικαιωμάτων του εντός εύλογου χρόνου.
50. Όπως έχει νομολογηθεί κατ’ επανάληψη, η διεκπεραίωση των υποθέσεων εντός εύλογου χρόνου, δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα των διαδίκων δυνάμει του άρθρου 30.2 του Συντάγματος αλλά και συμφέρον γενικότερα της πολιτείας, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν οικογενειακά περιουσιακά ζητήματα, τα οποία απαιτείται να επιλύονται το ταχύτερο δυνατό ώστε να μπορούν οι εμπλεκόμενοι να συνεχίσουν την ζωή τους πάνω σε μία στέρεη και υγιή βάση.
(VI) ΚΑΤΑΛΗΞΗ։
51. Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων και ευρημάτων μου και για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι η δικονομική συμπεριφορά της Αιτήτριας με την καταχώρηση της τροποποιημένης αίτησης ημερομηνίας 02/10/2024, συνιστά ξεκάθαρη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να πατάξει μία τέτοια συμπεριφορά, με υπέρτατο σκοπό να διαφυλάξει και να περιφρουρήσει το κύρος του, αλλά και το συμφέρον της δικαιοσύνης.
52. Συνακόλουθα, εγκρίνω την αιτούμενη θεραπεία υπό (Α) της ενδιάμεσης Αίτησης ημερομηνίας 11/10/2024 και εκδίδω διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η διαγραφή του εγγράφου που φέρει τον τίτλο «Τροποποιημένη Αίτηση Δυνάμει της Δ.25 Θ.2» ημερομηνίας 02/10/2024.
53. Συνεπώς, στην βάση των πιο πάνω παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος ή λόγων ένστασης της πλευράς της Αιτήτριας.
54. Η εναρκτήρια αίτηση ορίζεται για Οδηγίες στις 27/06/2025 και ώρα 09.00 ενώ δίδονται οδηγίες για συμπλήρωση των δικογράφων μέχρι τότε.
55. Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης, δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος ή ιδιαίτερες περιστάσεις, ώστε να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Συνεπώς, τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση αρ. 1 και εναντίον της Αιτήτριας και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της εναρκτήριας Αίτησης.
Υπ. ……………………………………..
Χ. Πογιατζής, Δ. Οικ. Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο